Δευτέρα 11 Φεβρουαρίου 2008

Ο `Αγιος Βλάσιος και τα τσακάλια..


Σήμερα, του Αγίου Βλασίου..

Ο `Αγιος Βλάσιος, σύμφωνα με το συναξάρι του, είχε την ικανότητα να εξημερώνει τα άγρια ζώα και για τούτο ο λαός μας τον επέλεξε ως προστάτη του από τους λύκους και τα τσακάλια, που τέτοια εποχή, λόγω του ψύχους και της πείνας, κατεβαίνανε προς τα χωριά.. Λένε, μάλιστα, πως οι κτηνοτρόφοι, τιμούσαν ιδιαίτερα τη γιορτή του, γιατί αλλιώς "τους έστελνε το λύκο"!

Σύμφωνα με το λαογράφο Γ.Α. Μέγα ("Ελληνικές γιορτές και έθιμα λαϊκής λατρείας"), οι χωρικοί είχαν αργία τη μέρα της γιορτής του και συγκεκριμένα:

"Στην Πυλία δεν τυροκομάνε, δεν κάνουνε δουλειά στο σπίτι τους." Όποιος θέλει να δουλέψει παίρνει ένα σακούλι και μια βελόνα και το ράφτει από πίσω του. Τότε ρωτάει ο άλλος: - Τί ράφτεις; -Ράφτω πέτρες και ακόνια/ και του λύκου τα σαγόνια. Το λέει τρεις φορές και απεκεί πάει και δουλεύει."

Στην Αιτωλία τη φυλάνε οι γεωργοί, προπάντων δε φορτώνουν τα ζώα, ούτε και οι γυναίκες φορτώνονται πάνω τους ξύλα, γιατί ο άγιος αυτός είναι μουσκαροπνίχτης, πνίγει δηλαδή σε ποτάμια τα μουσκάρια τους, αν φορτωθούν.(*Δ.Λουκόπουλος, "Γεωργικά της Ρούμελης")

Έθιμο της ημέρας αυτής είναι και η συνεστίαση αυτών που πηγαίνουν στην εκκλησία. Στο τραπέζει τοποθετούνται ειδικά φαγητά ' π.χ. φαγητό από σιτάρι κομμένο, μαγειρεμένο με μέλι και βούτυρο, το λεγόμενο στον Πόντο Χασούλ, ή φαγητό από κρέας προβάτων ή κατσίκας, που "θυσιάζονταν" στον περίβολο της εκκλησίας. Στην Κέρκυρα μοιράζουν "χειμωνικό", δηλαδή καρπούζι." (Γ.Α.Μέγας)

Από την άλλη, ο `Αγιος Βλάσιος, σε πολλές περιοχές θεωρείται και προστάτης όλων των παθήσεων του λαιμού. Αυτό μπορεί να συσχετίζεται και με το γεγονός ότι ο άγιος τούτος στη ζωή του υπήρξε γιατρός ή ακόμα και με τον τραγικό τρόπο θανάτωσής του (του έκοψαν το λαιμό, τον αποκεφάλισαν), αλλά η σχετική ιστορία που αναφέρεται είναι η εξής: Λίγο πριν από τη μέρα του μαρτυρίου του, είχε πέσει μια θανατηφόρα επιδημία ασθένειας του λαιμού που έπληττε τα παιδιά. Τότε ο `Αγιος Βλάσιος ζήτησε να του φέρουν οπωροφόρα φρούτα τα οποία και ευλόγησε και παρήγγειλε να τα δώσουν στα άρρωστά παιδιά που, με τον τρόπο αυτό, γιατρεύτηκαν.

Και μιας και αναφερόμαστε σε έναν άγιο προστάτη από τα άγρια ζώα, προστάτη από τους λύκους και τα τσακάλια, δε μπορώ να αντισταθώ και να μην παραθέσω και πάλι κάποια ακόμη αποσπάσματα από την "Αιολική Γη" του αγαπημένου Βενέζη, για Τα πεινασμένα τσακάλια :

"... Έρχονταν όμως ο καιρός που ωριμάζαν οι καρποί, και τα μισογινωμένα τσαμπιά κρέμονταν απ'τα κλήματα. Τότες το να μας ριχτούνε τα τσακάλια δεν ήταν χωρίς κίνδυνο όπως την άνοιξη. Αν τόσο μεγάλα κοπάδια πεινασμένα αγρίμια μπαίναν για μια μονάχα νύχτα μες στο κτήμα, την άλλη μέρα δε θα βρισκόταν πια καρπός.

Γι'αυτό οι άνθρωποι κοιτάζαν πως να πολεμήσουν το κακό και ν'αντισταθούνε. Όλοι όσοι δουλεύανε στο υποστατικό, γυναίκες κι άντρες, χωρίζονταν σε τρεις βάρδιες [...] Περιμέναμε και, μόλις τα τσακάλια έρχονταν κοντά, χύνονταν όλοι κατά τα σύνορα του υποστατικού, βγάζοντας άγριες φωνές και χτυπώντας ντενεκέδες ή τούμπανα. Αν η νύχτα ήταν σκοτεινή, πολλοί βαστούσαν αναμμένες σκίζες δαδιά στα χέρια. Τ'αγρίμια τρομαγμένα τραβιόνταν πίσω, λυσσασμένα ουρλιάζοντας, και χυμούσαν σ'άλλα γειτονικά υποστατικά. Σε λίγο έρχονταν οι αλαλαγμοί των ανθρώπων από κει, απ'τα άλλα τα κτήματα, που προσπαθούσαν ν'αμυνθούνε στρέφοντας το κοπάδι της πείνας αλλού.

[...]

Ακαθόριστα συναισθήματα μας είχαν κυριέψει εκείνο το βράδυ. Τί έγινε, λοιπόν, ο καλός Θεός της γιαγιάς, εκείνος που μυστικά τον ικετεύαμε στην προσευχή μας να βρει και για τα πεινασμένα τσακάλια σπόρους; Τί έγινε και χάθηκε ο Μεγάλος Δράκος, θεότητα τόσο φιλική και φιλεύσπλαχνη του δάσους που, όταν πολύ πεινούσαν τα τσακάλια και φώναζαν, τα έβαζε να φάνε και να κοιμηθούνε; Κι αφού εκείνοι γίνηκαν καπνός - ο Θεός κι ο Μεγάλος Δράκος- και τα τσακάλια πεινούσαν, πώς οι άνθρωποι τα χτυπούσαν έτσι σκληρά;

Ήταν πια αδύνατο να καταλάβουμε. Τα τσακάλια, από πλάσματα του δάσους που είχαν δικαίωμα να φάνε, έπρεπε τώρα να γίνουν εχτρός. Ως τότε ξέραμε μονάχα να τα φοβόμαστε, επειδή μας ήταν άγνωστα, επειδή δεν ξέραμε παρά μονάχα τη φωνή τους κι η φωνή τους ήταν άγρια. Τώρα έπρεπε να συνηθίσουμε να τα πολεμούμε, έπρεπε να κάμουμε τα πρώτα βήματα προς το παντοδύναμο εφόδιο των ανθρώπων, το μίσος.

[...]

Σωπαίναμε. Ακούγαμε. Μήτε τα δάκρυα δε θέλαν να βλογήσουν τα κουρασμένα μάτια μας. Τρέμοντας μπαίναμε στο νόημα του σκληρού νόμου του κόσμου." (Η.Βενέζης)


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου