Ανοιξιάτικα...

Καλοκαιρινά....

Φθινοπωρινά...

Χειμερινά...

Παντός καιρού...

Μυθολογικά...

Πέμπτη 21 Νοεμβρίου 2024

Άνθρωπος που δεν είναι ταπεινός, δεν μπορεί να αγαπήσει.. (Άγιος Ιάκωβος Τσαλίκης)

 

Άγιος Ιάκωβος Τσαλίκης (Λίβισι Μ.Ασίας 5/11/1920 - Εύβοια 21/11/1991)

"Μα είχε τόσο θερμή αγάπη και αφοσίωση στους αγίους και τον Θεό, που γέμιζε, πλημμύριζε ολόκληρος. Δεν έμενε στο νου και την καρδιά του ούτε τόση δα γωνίτσα να χωθεί ο πειρασμός. Η αγάπη του αυτή τον θέρμαινε και τον απορροφούσε τόσο, που λησμονούσε τη σωματική ασθένεια και τη φοβερή κόπωση. Όλος γινότανε πνεύμα. Μιλούσε με τους αγίους, γύρω του φτερούγιζαν άγγελοι, ευφροσύνη κυριαρχούσε στο είναι του ολόκληρο. Η μακαριότητα της βασιλείας των ουρανών ήτανε μερικά εδώ, στο κελί του εκλεκτού σκεύους, δηλαδή στην καρδιά και το νου του πατρός Ιακώβου. [...]

Όπου λειτουργούσε -στα χωριουδάκια- κι όπου πήγαινε με την κάρα του οσίου Δαβίδ, θέλανε δε θέλανε οι χριστιανοί εντυπωσιάζονταν. Κάτι τους μετέδιδε, κάτι τους ενέπνεε κι ας μην έβγαζε λόγους. Εκείνο το ιλαρό και γεμάτο καθαρή αγάπη πρόσωπο, το φωτισμένο του μέτωπο, τα μάτια που αγκαλιάζανε τον άνθρωπο και η θωπευτική επιβλητικότητα της φωνής του... όλα παραξενεύανε τους ανθρώπους. Έπρεπε νά'ναι από πέτρα κανείς ή πορωμένος, για να μη νιώσει ότι κάτι αλλιώτικο είναι ο μοναχός τούτος. Κι αυτό το αλλιώτικο δε μπορεί παρά να είναι θείο, αφού κι αγάπη εκπέμπει και ειρήνη φέρνει γύρω του.

Πράγματι, όταν καθόσουνα κοντά του, μίλαγε δε μίλαγε, ασυναίσθητα, ειρήνευες. Σου μετέδιδε ηπιότητα, εσωτερική ησυχία, ειρήνη. Το δώρο τούτο το διαθέτουνε μόνο οι άνθρωποι του Θεού, τα εκλεκτά του σκεύη, αυτοί που τον αγαπούν πολύ και τον διακονούν με αφοσίωση. " (*1)




"Με τον καιρό, ο Γέροντας έβλεπε τον κόσμο να αυξάνεται. Δεν ερχόντουσαν πλέον οι κάτοικοι των γύρω περιοχών μόνο, αλλά κατέφθαναν επισκέπτες κι από μακριά. Και μαζί με τον απλό κόσμο, ερχόντουσαν και αξιωματούχοι, ή πρόσωπα με κάποια, όπως λέμε, "κοινωνική επιφάνεια": αρχιερείς, καθηγητές πανεπιστημίου, γιατροί διάσημοι, επιφανείς δικηγόροι, αρεοπαγίτες κι ένα σωρό άλλοι. Κι ο Γέροντας μου έλεγε:

-Πάτερ μου, τί βρίσκουν σ'εμένα τον χοϊκό Ιάκωβο; Τί έρχονται να κάνουν τόσοι επιστήμονες σε μένα τον αγράμματο; 

Κι έβλεπες ότι τα λόγια του τα εννοούσε. Η απορία του ήταν ειλικρινής κι ανυπόκριτη. Ποτέ του δεν περηφανεύτηκε για το πλήθος του κόσμου που συνέρρεε να τον δει, ούτε για τα "υψηλά πρόσωπα" που τον επισκέπτονταν. Ποτέ δεν κόμπιασε για την ικανότητά του να παραστέκεται στους ανθρώπους και να τους λύνει τα προβλήματα, να τους "αναπαύει". Ποτέ δεν καυχήθηκε που οι άνθρωποι έφευγαν από το μοναστήρι αλλαγμένοι, αναπαυμένοι, ενθουσιασμένοι. Ήταν γεμάτος ταπείνωση και γεμάτος αγάπη!" (*2)




"Πρόσεχε πολύ τη στεναχώρια στους ανθρώπους που τον επισκέπτονταν. Ήξερε καλά ότι αυτή αποτελούσε την οδυνηρή αρρώστια του κόσμου. Του το είχε πει ο ίδιος ο όσιος Δαβίδ μια μέρα, που τον είδε να βγαίνει απ'την εικόνα του και να λέει: "Η μεγαλύτερη αρρώστια σήμερα είναι η στεναχώρια."

Όταν τον έβλεπες τον γέροντα χαρούμενο, παρά τις φοβερές ανίατες αρρώστιες του, τότε καταλάβαινες ότι είχε νικήσει τον κόσμο και τη στεναχώρια του. Άλλωστε, το έλεγε συχνά, χωρίς να το εξηγεί θεολογικά: "Εμένα, είναι περιβόλι η καρδιά μου!"

Πώς ήτανε περιβόλι με τόσα βάσανα, το ήξερε μόνο εκείνος, ο όσιος Δαβίδ και ο Θεός. Είχε φτάσει σε τέτοιο σημείο πνευματικής απάθειας, που θλιβότανε για τον πόνο των άλλων και δε λυπότανε για τον δικό του. Είναι χαρακτηριστικό ότι τον άκουσαν, στο βαρύ χειμώνα, που ιδιαίτερα υπέφερε πολύ, να μιλάει σ'ένα πουλάκι: "Πόσο σε λυπάμαι που κρυώνεις. Εγώ φοράω κάλτσες, έχω και σκεπάσματα και θέρμανση. Αχ, να μπορούσα να σας μάζευα όλα τα πουλάκια σε ένα δωμάτιο, να σας έριχνα και τροφή και να σας είχα και θέρμανση... αλλά, βλέπετε, με φοβόσαστε...".

Κατόπιν είδε το πουλάκι που έχωνε το κεφαλάκι του στα φτερά του και συνέχισε: "Έχει φροντίσει και για σας ο Θεός... Σας έχει δώσει τα φτερά..."." (*1)



"Όσο προχωρούσε το 1990, τόσο οι δυσκολίες μεγάλωναν. Και η λίγη κίνηση του δημιουργούσε φοβερά προβλήματα. [...] Δε σταματούσε να λέει την ευχή μα ένιωθε πολύ άσκημα, για αυτό και, μόλις συνερχόταν, σηκωνότανε, φορούσε το πετραχηλάκι, γονάτιζε κι άρχιζε Παρακλήσεις και προσευχή. Η προσευχή του ήταν απλή. Κρατούσε το κομποσκοίνι στο αριστερό χέρι, έγερνε λίγο δεξιά το κεφάλι, ακούμπαγε συχνά τον δεξί του αγκώνα στο ξύλινο ερμάρι, και, ώρες ατελείωτες, έλεγε το "Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με.".  

Εκεί τον άκουγε ο μοναχός να λέει με πάθος την ευχή. Να βγαίνει από μέσα του με βία, λες και ξεκολλούσε το είναι του ολόκληρο. Άλλοτε όμως, ανοίγοντας διακριτικά την πόρτα, τον έβλεπε που η ευχή έβγαινε ήρεμα, εύκολα, ανακουφιστικά, λες και απολάμβανε τις λέξεις. Τότε τον έβλεπε διαφορετικόν. Τα μάτια, το μέτωπο... είχανε ιλαρότητα και χαρά... και τα πλούσια γένια του ολόλευκα, στιλπνά... Στεκόταν και απολάμβανε ντροπαλά ο μοναχός. Το καταλάβαινε ο γέροντας και στρεφόταν: "Μην προσέχεις, παιδί μου, μια απλή ικεσία έκανα!". Πιο συχνά όμως το έκρυβε κι αυτό ο γέροντας. [...]

Τηλεφωνικά ή παρόντες απ'έξω, ζητούσανε την προσευχή του γέροντα, στον οποίο εξηγούσε ο μοναχός την περίπτωση του καρκινοπαθή, του ατέκνου, του ψυχοπαθή, του βαριά άρρωστου, του απελπισμένου... Τότε ο γέροντας σήκωνε ψηλά τα χέρια: "Μνήσθητι, Κύριε, του δούλου σου, αυτός που έχει την κακιά αρρώστια στο Λονδίνο... ξέρεις εσύ πως είναι το όνομά του!"

Παραξενευότανε ο μοναχός με τον τρόπο τούτο, δεν τού'λειπε η τόλμη, και ρώτησε μια μέρα: "Καλά, γέροντα, έτσι κάνεις προσευχή;"

"Παιδί μου, ο Θεός δε θέλει βαττολογίες, καρδιά καθαρή θέλει και απλότητα!"."  (*1)



 

(*1): Στυλιανού Γ. Παπαδόπουλου, "Ο Άγιος Ιάκωβος Τσαλίκης", εκδόσεις Ουρανός

(*2): Παύλου Μητροπολίτου Σισανίου και Σιατίστης, "Άνθρωπος που δεν είναι ταπεινός δεν μπορεί να αγαπήσει. Ο Άγιος Ιάκωβος Τσαλίκης όπως τον έζησα.", εκδόσεις Εν πλω


Τρίτη 13 Αυγούστου 2024

Αββά Δωροθέου λόγοι πολύτιμοι...


"Αντίπαλο ονομάζει τη συνείδηση. Γι’αυτό και στο Ευαγγέλιο λέει:

«Να έχεις καλές σχέσεις με τον αντίπαλό σου, όσο περπατάτε ακόμα μαζί στο δρόμο, μήπως κάποτε σε παραδώσει στον κριτή και ο κριτής στους υπηρέτες  και σε βάλουν φυλακή. Αληθινά, σου λέω, δεν θα βγεις από εκεί μέχρις ότου ξεπληρώσεις και την τελευταία δεκάρα του χρέους σου». (Ματθ.5, 25-26).

Γιατί όμως ονομάζει τη συνείδηση αντίπαλο;  Αντίπαλος λέγεται, επειδή εναντιώνεται πάντοτε στο κακό θέλημά μας και μας ελέγχει γι’αυτά που πρέπει να κάνουμε και δεν τα κάνουμε, μας κατηγορεί δε γι’αυτά που κάνουμε, ενώ δεν πρέπει να τα κάνουμε. Γι’αυτό την ονομάζει αντίπαλο και μας παραγγέλει  λέγοντας: « Να έχεις καλές σχέσεις με τον αντίπαλό σου, όσο περπατάτε ακόμα μαζί στο δρόμο». 

Ο δρόμος είναι, όπως λέει ο Μέγας Βασίλειος, αυτός ο κόσμος."  (Γ' Διδασκαλία, σελ.147) 



"Αυτή η ίδια η κακία δεν είναι τίποτα, δεν έχει ούτε ουσία, ούτε υπόσταση.  Αλλοίμονο και αν δεν ήταν έτσι! Αλλά, να τι συμβαίνει. Η ψυχή, με το να ξεφύγει από τη βασιλική οδό της αρετής, αποκτά εμπάθεια και τελεσιουργεί το κακό. Στη συνέχεια λοιπόν τιμωρείται απ’αυτό το ίδιο το κακό, γιατί χάνει την ανάπαυση που έβρισκε ζώντας φυσικά μέσα στην αρετή. […] Κατά τον ίδιο τρόπο κι ο χαλκός. Ο ίδιος γεννάει τη σκουριά και αυτός πάλι καταστρέφεται από τη σκουριά. […]

Έτσι και η ίδια η ψυχή κάνει το κακό εις βάρος της, χωρίς αυτό να έχει προηγουμένως καμιά ουσία και υπόσταση. Και στη συνέχεια, η ίδια η ψυχή τιμωρείται απ’αυτό το κακό. […] Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει και με τα αρρωστημένα σώματα. Όταν κανείς δεν προσέξει και δε φροντίσει τον εαυτό του στα θέματα της υγείας, προκύπτει στον οργανισμό ή πλεονασμός ή έλλειψη και απ’αυτό ο άνθρωπος χάνει την υγεία του. Ώστε πριν απ’αυτό δεν υπήρχε καμιά αρρώστια ούτε τίποτε άλλο συνέβαινε. Και πάλι, αφού γιατρευθεί το σώμα, δεν υπάρχει πουθενά η αρρώστια. Κατά τον ίδιο τρόπο και η κακία είναι αρρώστια της ψυχής, γιατί μ’αυτην η ψυχή χάνει τη φυσική κατάσταση της υγείας της, που δεν είναι άλλη παρά η αρετή.  Γι’αυτό είπαμε ότι οι αρετές βρίσκονται στη μέση, π.χ. η ανδρεία βρίσκεται μεταξύ της δειλίας και της θρασύτητας.  Η ταπεινοφροσύνη βρίσκεται μεταξύ της υπερηφάνειας και της ανθρωπαρέσκειας. Παρόμοια ο σεβασμός βρίσκεται μεταξύ της ντροπής και της αναίδειας. Έτσι, με την ίδια αναλογία και οι άλλες αρετές. […] 

Αν όμως δεν παρακολουθεί κανείς με άγρυπνο μάτι τον εαυτό του και δεν τον προφυλάσσει, εύκολα ξεστρατίζει στα δεξιά ή στα αριστερά, δηλαδή ή στην υπερβολή ή στην έλλειψη και γεννά την αρρώστια που είναι η κακία." (Ι' Διδασκαλία, σελ.274) 


"Έλεγε και ο Ευάγριος: «Εκείνος που προσεύχεται να φύγει γρηγορότερα από αυτόν τον κόσμο, ενώ ακόμη είναι γεμάτος πάθη, μοιάζει με άνθρωπο που παρακαλεί τον ξυλουργό να κομματιάσει  το κρεβάτι του αρρώστου για να τον γλυτώσει από την αρρώστια». Γιατί μ’αυτό το σάρκινο σώμα ξεφεύγει λίγο η ψυχή απ’τα πάθη της και βρίσκει παρηγοριά. Τρώει, πίνει, κοιμάται, ζει κοντά με τους άλλους, συντροφεύεται από αγαπητά της πρόσωπα. Όταν όμως χωριστεί από το σώμα μένει μόνη η ψυχή με τα πάθη της και τιμωρείται πάντοτε απ’αυτά, παραμένοντας μ’αυτά και υποφέροντας από την ενόχλησή τους, σαν να βρίσκεται σε καμίνι. Και καταξεσκίζεται απ’αυτά, ώστε να μην μπορεί να φέρνει στον νου της ούτε τον ίδιο τον Θεό.[…]

Θέλετε να σας πω ένα παράδειγμα, για να εννοήσετε τι θέλω να πω μ’αυτό; Ας έρθει κάποιος από σας να τον κλείσω σε σκοτεινό κελί’ και να μη φάει, να μην πιει, να μην κοιμηθεί, να μην συναντήσει κανέναν, να μην ψάλει, να μην προσευχηθεί , ούτε να θυμηθεί καθόλου τον Θεό για τρεις μόνο μέρες. Τότε θα μάθει τι του κάνουν τα πάθη. Κι αυτό συμβαίνει εφόσον ακόμα βρισκόμαστε εδώ. Πόσο μάλλον όταν χωριστεί η ψυχή από το σώμα και παραδοθεί σ’αυτά και μείνει μόνη μ’αυτά."  (ΙΒ' Διδασκαλία, σελ.313)




"Γιατί καθένας ωφελείται ή βλάπτεται απ'την ίδια την κατάστασή του. [...] Γιατί όπως υπάρχουν οργανισμοί αδύνατοι και φιλάσθενοι και κάθε τροφή που παίρνουν, και αν ακόμα είναι ωφέλιμη, τη μεταβάλλουν σε αρρώστια- δε βρίσκεται βέβαια η αιτία στην τροφή, αλλά στο ίδιο το σώμα, όπως είπα, είναι φιλάσθενο και ανάλογα με την κράση του μεταβάλλει και αλλοιώνει τις τροφές- έτσι και η ψυχή που υποφέρει από πνευματική καχεξία, βλάπτεται από καθετί. Και αν ακόμα πρόκειται για κάτι ωφέλιμο, αυτή βλάπτεται. Ας υποθέσουμε ότι έχουμε ένα δοχείο με μέλι και του βάζουμε μέσα ένα κομμάτι αψιθιά. Δεν καταστρέφει το μικρό εκείνο κομμάτι όλο το δοχείο με το μέλι; Δεν κάνει όλο το μέλι πικρό; Το ίδιο κάνουμε και εμείς. Βγάζουμε λίγη απ'την πικράδα μας και εξαφανίζουμε το καλό του πλησίον, βλέποντάς το ανάλογα με την κατάστασή μας και αλλοιώνοντάς το ανάλογα με την πνευματική καχεξία μας.
Όσοι όμως είναι πνευματικά δυνατοί μοιάζουν με εκείνον που έχει σώμα εύρωστο. Αυτός, και αν ακόμα φάει κάτι βλαβερό το μεταβάλλει ανάλογα με την κράση του σε θρεπτικό συστατικό και δεν τον βλάπτει ούτε και αυτή η κακή τροφή." (Α' Επιστολή, σελ.421)

Αββά Δωροθέου, "Έργα Ασκητικά", εκδόσεις: "Ετοιμασία"- Ιερά Μονή Τιμίου Προδρόμου Καρέας

* 13η Αυγούστου: Μνήμη Δωροθέου Οσίου και Ασκητού (6ος αι.μ.Χ.)

Σάββατο 27 Ιουλίου 2024

Τα θαυματουργά μήλα της Αγίας Ειρήνης Χρυσοβαλάντου...

Η Αγία Ειρήνη η Χρυσοβαλάντου καταγόταν από την Καισάρεια της Καππαδοκίας κι από γονείς πλούσιους και ευσεβείς. Κι ενώ ξεκίνησε για την Κωνσταντινούπολη ως υποψήφια νύφη για τον υιό του αυτοκράτορα Θεοφίλου και της Θεοδώρας, Μιχαήλ Γ', κατέληξε, με τις ευχές του προφητικού Οσίου Ιωαννικίου,  μοναχή και τελικά ηγουμένη στην Ιερά Μονή Χρυσοβαλάντου, αφού μοίρασε όλα τα πλούτη της στους φτωχούς...


Συνήθως εικονίζεται να βαστάει τρία μήλα, ενώ στέκεται δίπλα σε μια λυγισμένη κορφή κυπαρισσιού. Στο βίο της καταγράφεται πως, καθώς ολονυχτίς έβγαινε και προσευχόταν με τόση θέρμη, υψωνόταν κι έμενε μετέωρη και τότε τα δυο κυπαρίσσια στο προαύλιο της Μονής γέρναν προς το μέρος της σαν να την προσκυνούσαν... Όσο για τούτα τα τρία θαυματουργά μήλα, εις ανάμνηση των οποίων μέχρι και σήμερα ευλογούνται, τεμαχίζονται και διανέμονται στους πιστούς μήλα ως ευλογία, η παράδοση είναι η εξής:

Ἡ Ἁγία διανύουσα τόν μοναχικόν αὐτῆς δίαυλον ἐπί τῆς γῆς, ἕνεκα τῶν πνευματικῶν της ἀγώνων εὗρε μεγίστην πρός Θεόν παρρησίαν καί ἀξιώθηκε νά λάβη ἀπό τόν Θεόν ὡς ἀρραβῶνα τῆς μελλούσης ζωῆς, τήν ὁποίαν θά ἀπελάμβανε εἰς τούς οὐρανούς μετά θάνατον, τρία Παραδείσια μῆλα μέσα σ’ ἕνα χρυσοΰφαντον μανδήλιον.
Τά μῆλα αὐτά τά ἔφερεν εἰς αὐτήν κάποιος ναύτης ὁ ὁποῖος καί ἐδιηγήθη εἰς τήν Ὁσίαν ὅτι ἦτο ναύτης ἀπό τήν νῆσον Πάτμον καί ἐμβῆκε εἰς πλοῖον τό ὁποῖον ταξίδευε ἀπό τήν Πάτμον εἰς τήν Κωνσταντινούπολιν, εἰς τήν ὁποίαν ἤρχετο καί ἐκεῖνος διά κάποιαν ὑπηρεσίαν του. Καθώς δέ ἀπέπλευσε τό πλοῖον –εἶπε πρός τήν Ὁσίαν ὁ ναύτης– καί ἐπερνούσαμε ἀπό τό ἀκατοίκητον μέρος τῆς νήσου εἶδον ὡραῖον καί θεοειδῆ γέροντα, ὁ ὁποῖος μᾶς διέταξε νά τόν περιμένουμε. Ἐπειδή ὄμως ὁ τόπος ἦτο κρημνώδης καί ὁ ἄνεμος καλός δέν ἐσταματήσαμε· τότε ἐκεῖνος ἐφώναξε δυνατώτερα προστάζοντας τό πλοῖον νά σταματήση. Καί ἀμέσως –ὦ τοῦ θαύματος– ἐστάθη τό πλοῖον ἕως ὅτου ἦλθε πρός ἡμᾶς ὁ γηραιός ἐκεῖνος περιπατῶν ἐπάνω στά κύματα.
Ἐμείναμε τότε ὄλοι ἄφωνοι καί ἔμφοβοι πρό τοῦ ἐξαισίου τούτου θαύματος καί ἐπιστεύσαμε ὅτι πρόκειται περί ἁγίου ἀνδρός. Ὅταν δέ ἐπλησίασε τό πλοῖον ὁ θεοειδής ἐκεῖνος γέροντας ἔδωσε εἰς ἐμέ τά μῆλα αὐτά μέ τήν ἐντολήν νά φέρω αὐτά εἰς τήν ἁγιωσύνη σου καί μοῦ εἶπε: «Χάρισε αὐτά εἰς τήν Ἡγουμένην τοῦ Χρυσοβαλάντου Εἰρήνην καί εἰπέ εἰς αὐτήν: Φάγε ἀπό αὐτά πού ἐπεθύμησεν ἡ καλή σου ψυχή· ὅτι τώρα ὁ δοῦλος τοῦ Θεοῦ Ἰωάννης ἔρχομαι ἀπό τόν Παράδεισον φέρων αὐτά διά λόγου σου».
Αὐτά ἀφοῦ μᾶς εἶπε καί μᾶς ηὐχήθη ἀμέσως τό πλοῖον ξεκίνησε, ἐκεῖνος δέ ἔγινεν ἄφαντος. Ἡ Ὁσία Εἰρήνη ἀκούσασα ταῦτα ἀπό τήν χαράν της ἐδάκρυσε καί πολλάς εὐχαριστίας ἀπέδωσε πρός τόν ἠγαπημένον μαθητήν τοῦ Χριστοῦ καί Ἀπόστολον Ἰωάννην τόν Θεολόγον.
Ὁ μέν λοιπόν ναύτης λαβών ἀπό τήν Ἁγίαν εὐλογίαν ἀνεχώρησε, ἐκείνη δέ ἐνήστευσε μίαν ἑβδομάδα εὐχαριστοῦσα τόν Κύριον εἰς τήν δωρεάν αὐτήν ὅπου τῆς ἔστειλε διά μέσου τοῦ δούλου του Ἰωάννου.
Ἔπειτα εἰς δόξαν αὐτοῦ ἄρχισε νά τρώγη ἀπό τό ἕνα μῆλον καθ’ ἡμέραν ὁλίγον χωρίς νά γευθῆ ἄρτον ἤ λάχανα ἤ ἄλλο τι βρώσιμον οὔτε κἄν ὕδωρ ἔπινε καί ἐπέρασε νῆστις μέ τήν δύναμη τοῦ μήλου αὐτοῦ σαράντα ὁλοκλήρους ἡμέρας καί τόση εὐωδία ἔβγαινε ἀπό τό στόμα της πού γέμιζε τάς ὀσφρήσεις τῶν ἀδελφῶν καί ὅλο τό Μοναστήριον εὐωδίαζε τόσον πού ἦταν σάν νά ἐκατασκεύαζαν καθ’ ἡμέραν μύρα πολύτιμα καί ἀρώματα.
Τό δεύτερο μῆλο ἐτεμάχισε καί ἐμοίρασε εἰς τάς μοναχάς εὐλογίας ἕνεκεν καί τό τρίτον ἐφύλαξε ὠς φυλακτήριον ἔνθεον δι’ ἑαυτήν καί τό διετήρησε μέχρι τέλους τῆς ζωῆς της.
Προγνωρίσασα δέ τόν θάνατόν της, τάς τελευταίας ἡμέρας τῆς ζωῆς της εἶχεν ὡς τροφήν τόν παραδείσιον τοῦτον καρπόν. (πηγή:  Ιεράς Κοινοβιακής Μονής Αγίας Ειρήνης Χρυσοβαλάντου)
(πηγή φωτογραφίας: Δόγμα)

Τα μήλα τούτα μοιράζονται ως ευλογία σε προβλήματα υγείας, ιδιαιτέρως όμως σε προβλήματα ατεκνίας ή σε δύσκολες εγκυμοσύνες -και μάλιστα με την προϋπόθεση πριν φαγωθούν να προηγηθεί μια τριήμερος νηστεία- για αυτό και η Αγία Ειρήνη η Χρυσοβαλάντου θεωρείται η κατεξοχήν προστάτιδα της εγκυμοσύνης και του τοκετού. Πλήθος παιδιών έχουν το όνομά της, καθώς ζευγάρια που δυσκολεύονταν να αποχτήσουν τέκνα τα είχαν τάξει στην αγία.
Στους περισσότερους ναούς της, που είναι διάσπαρτοι σε όλη την Ελλάδα, η μνήμη της εορτάζεται πανηγυρικά με λιτανείες, αρτοκλασίες, ευλογημένα μήλα, αλλά και πλούσια κεράσματα ή ακόμη και συμπόσια κοινά.


(Καμάρι Σαντορίνης, πηγή φωτογραφίας: Αρμενιστής)


(πηγή φωτογραφίας: Αρμενιστής)

 Βέβαια, το γεγονός ότι στην πλούσια λαογραφική βιβλιοθήκη μου δε βρίσκω αναφορές στην αγία (για αυτό και τόσα χρόνια παρέλειψα να κάνω κάποια ανάρτηση προς τιμήν της) με κάνει να συμπεραίνω ότι μάλλον τις τελευταίες δεκαετίες διαδόθηκε τόσο πολύ η φήμη της ως θαυματουργή ώστε να γίνει τόσο αγαπητή και γνωστή στο λαό μας. Όπως και νά'χει, καθώς τη θεωρώ κι εγώ προστάτιδα κι αγαπημένη, όφειλα κάποτε να κάνω εδώ, στο διαδικτυακό μου σπιτικό, έστω και μια μικρή λαογραφική αναφορά στη χάρη της.

Χρόνια πολλά κι ευλογημένα!

(*Υ.Γ. Όσο για το συμβολισμό των μήλων, και μάλιστα τριών, ο καθείς μπορεί να κάνει τους συνειρμούς του....)

Δευτέρα 17 Ιουνίου 2024

Μολόχα η φαρμακευτική! ("μπες μολόχα, βγες τσουκνίδα!")



 "Γιατί την κληρονομιά μας πια τη μεράσαμε κι άλλα πολλά άρπαξες και πήρες καλοπιάνοντας επίμονα τους δωροφάγους βασιλιάδες, που πρόκειται να δικάσουν αυτή τη δίκη. Οι ανόητοι, δεν ξέρουν πόσο καλύτερο είναι το μισό από το όλο, ούτε πόσο μεγάλη ωφέλεια έχει κανείς με τη μολόχα* και τον ασφόδελο**. Οι θεοί, αλήθεια, κρατούν κρυμμένα τα μέσα της ζωής από του ανθρώπους' αλλιώς θα μπορούσες εύκολα να εργάζεσαι μια μέρα και νά'χεις να τρως για όλον τον χρόνο μένοντας άνεργος [...] Όμως ο Ζεύς τά'κρυψε, επειδή θύμωσε η ψυχή του που τον γέλασε ο πανούργος Προμηθεύς..." 

(Ησιόδου, "Έργα και Ημέραι" 37-48)

* Μαλάχη: Τροφή των πενήτων κατά τους αρχαίους χρόνους, πβ. Αριστοφάνη "Πλούτος" (543-4):

· σιτεῖσθαι δ᾽ ἀντὶ μὲν ἄρτων

μαλάχης πτόρθους, ἀντὶ δὲ μάζης φυλλεῖ᾽ ἰσχνῶν ῥαφανίδων,

545ἀντὶ δὲ θράνου στάμνου κεφαλὴν κατεαγότος, ἀντὶ δὲ μάκτρας

πιθάκνης πλευρὰν ἐρρωγυῖαν καὶ ταύτην

με απόδοση Κώστα Βάρναλη:

 Κι αντίς για μπουκιά, της μολόχας βλαστάρια

για καρβέλι φτωχά ραπανόφυλλα και για σκαμνί

μια σπασμένη λαγήνα· κι αντίς ζυμωτήρα, τον πάτο

πιθαριού τσακισμένου.

** Ασφόδελος: Παλαιοτάτη επίσης τροφή των πενήτων, ως εξάγεται εκ του Πλουτάρχου λέγοντος ότι οι Δήλιοι προσέφερον εις τον ναόν "της πρώτης υπομνήματα τροφής και δείγματα μετ'άλλων ευτελών κι αυτοφυών μαλάχην και ασφόδελον" ("Δείπνον Επτά Σοφών" 41). Αναφέρων ο ποιητής τα ευτελή ταύτα αγριόχορτα ως παρέχοντα μεγάλην ωφέλειαν εις τον άνθρωπον, κηρύσσει την λιτότητα ως προτιμοτέρα των πολυτελών εδεσμάτων, τα οποία επιζητεί ο πλεονέκτης άνθρωπος εις βάρος των άλλων. [απόδοση και σημειώσεις: Σπ.Φίλιππα, εκδόσεις: Πάπυρος]


Γράφει ο Κώστας Μπαζαίος ("100 βότανα, 2000 θεραπείες", εκδόσεις Υγεία):

"Ποιός ένιωσε όταν ήταν παιδί τσούξιμο και φαγούρα αγγίζοντας, χωρίς να το θέλει, μια τσουκνίδα και δεν αναζήτησε εκεί κοντά ένα φύλλο μολόχας να τρίψει το ερεθισμένο του δέρμα για να πάψει να πονάει; Θυμάμαι ότι ήταν το πιο απλό φάρμακο στην εξοχή, μαζί με το ξίδι και την αμμωνία για κάθε είδους τσιμπήματα ή δαγκώματα... Όπως έμαθα από τις μελέτες μου για την πρώτη γραφή του βιβλίου, οι θεραπευτικές μαλακτικές και καταπραϋντικές ιδιότητες της μολόχας οφείλονται στις άφθονες βλέννες που περιέχει. Και θαύμασα τη σοφία της φύσης, μια και η μολόχα φυτρώνει στα ίδια μέρη με την τσουκνίδα. 

Η μολόχα είναι γνωστή και αγαπητή από το 700π.Χ.. Ο Πυθαγόρας* και ο Πλάτων την επαίνεσαν. Οι Ρωμαίοι τη θεωρούσαν λιχουδιά στα τραπέζια τους. Ο Κικέρων και ο Οράτιος αναφέρουν τις θεραπευτικές της ιδιότητες. Ο Πλίνιος μάλιστα έλεγε ότι αν τρώμε μια χούφτα μολόχα την ημέρα δε θα μας βρει καμιά αρρώστια. 

Οι φτωχοί φελάχοι, που τις περισσότερες μέρες της εβδομάδας ζουν με χόρτα, φτιάχνουν ένα νόστιμο φαγητό με μολόχες (βράζουν τις ρίζες τους και μετά τις τηγανίζουν μαζί με κρεμμύδια).

Στα χωριά της Γαλλίας προσθέτουν συχνά στις πατάτες τους τις τρυφερές κορυφές και τα φύλλα της μολόχας, γιατί ευκολύνουν τη λειτουργία των νεφρών. Και οι πρακτικοί θεραπευτές της Αγγλίας και της Γαλλίας φτιάχνουν μια γλυκιά πάστα από ρίζες μολόχας, που είναι μαλακτική για τον πονεμένο λαιμό, το βήχα κα τη βραχνάδα."

* π.β. Αιλιανού, "Ποικίλη Ιστορία" (Δ'17): "Πυθαγόρας... ἔλεγε δὲ ἱερότατον εἶναι τὸ τῆς μαλάχης φύλλον.


Οι θεραπευτικές ιδιότητες της μολόχας δε διαφεύγουν κι από τον ιατρό της αρχαιότητας Διοσκουρίδη. Σημειώνει, μεταξύ άλλων, για αυτήν στο έργο του "Περί ύλης ιατρικής Β'118" (εκδόσεις Κάκτος):

"Μολόχη: εδωδιμοτέρα η κηπευτή... κακοστόμαχος και ευκοίλιος, και μάλλον οι καυλοί (βλαστοί), εντέροις δε και κύστει ωφέλιμος. [...] Κάνει καλό ως κατάπλασμα στα τσιμπήματα σφηκών και μελισσών [...] Τα φύλλα βραστά με λάδι  αν τεθούν ως κατάπλασμα ωφελούν τα εγκαύματα και το ερυσίπελας. [...]  Το αφέψημά της είναι μαλακτικό για ατμόλουτρα της μήτρας ενώ είναι κατάλληλο και για κλύσματα στους δηγμούς των εντέρων, της μήτρας και του πρωκτού. Ο ζωμός της βρασμένης μαζί με τις ρίζες βοηθά σε όλα τα θανατηφόρα δηλητήρια[...]"

Ενώ ο Αθήναιος (2ος αι. μ.Χ.) στους περίφημους "Δειπνοσοφιστές" του (Β' 58d) αναφέρει: 

"Ὁ Ἡσίοδος ἔγραψε "μαλάχη",ὅπως οἱ Ἀττικοί. Ἐγώ ὅμως, λέει ὁ Ἀθήναιος, εὑρῆκα είς πολλἂ άντίγραφα τοῦ "Μίνωος",ἔργο τοῦ Ἀντιφάνους, "μολόχη", διὰ τοῦ "ο" δηλαδἢ γεγραμμένην τἢν λέξην: "τρώγοντες μολόχης ρίζαν". Έπίσης καὶ ὁ Ἐπίχαρμος ἔγραψε "ἐγὼ εἶμαι μαλακώτερος κι ἀπὸ τὴν μολόχα ἀκόμη". Ὁ Φαινίας ἐξάλλου εἰς τὰ "Φυτικά" του λέγει: "Τῆς ἡμέρου μαλάχης ὁ σπερματικὸς τύπος όνομάζεται πλακοῦς, διότι μὲ αυτόν ὁμοιάζει. Διότι τὸ μὲν κτενοειδές μέρος αὐτοῦ εἶναι ἀνάλογον πρὸς τὴν ἀνωτέραν ραβδωτήν κρούσταν τοῦ πλακοῦντος, εἰς δὲ τὸ μέσον τοῦ πλακουντικοῦ .ὄγκου τὸ κέντρον εἶναι ὅμοιον μὲ ὀμφαλὸν. Καὶ ἄν συμπεριληφθῆ ἡ περιφέρεια μαζὶ μὲ τὴν βάσιν, γίνεται τὸ σπέρμα τοῦτον ὅμοιον μὲ θαλασσίους περιγεγραμμένους ἐχίνους." Ὁ δὲ Σίφνιος Δίφιλος βεβαιώνει ὅτι ἡ μολόχα εἶναι εὔχυμος, μαλακτικὴ τῆς τραχείας ἀρτηρίας καὶ ἀποχωρίζει καὶ απεκκρίνει τὰ εἰς τῆν ἐπιφάνειάν της ὀξέα. Εἶναι κατάλληλον φάρμακον, λέγει, διὰ τοὺς ἐρεθισμοὺς τῶν νεφρῶν καὶ τῆς κύστεως, εὐκόλως ὁπωσδήποτε ἐκκρίνεται, εἶναι θρεπτική, ἀλλὰ προτιμοτέρα τῆς καλλιεργημένης εἰς τοὺς κήπους εἶναι ἡ ἀγρία. Ὁ δὲ Ἕρμιππος, μαθητὴς τοῦ Καλλιμάχου, λέγει ὅτι ἡ μολόχα προστίθεται καὶ εἰς τὴν κατὰ τῆς πείνης καὶ τῆς δίψης σκευασίαν, ποὺ ὀνομάζεται ἄλιμος καὶ προσέτι καὶ ἄδιψος, ἐπειδὴ εἶναι χρησιμοτάτη διὰ αὐτά."  [απόδοση: Στ. Αλεξιάδου, εκδόσεις: Πάπυρος]


 "[...] Σκόνταψαν και πέσαν χάμου. Το κορίτσι βάνει τα κλάματα. Το πρόσωπο του γεμίζει δάκρυα, σαν τα μαργαριτάρια στις εικόνες από τις Άγιες που μαρτύρησαν. Το χτυπημένο γόνατο μοιάζει με κάστανο που προβάλλει απ' τον αχινό των τριγύρω στο τραύμα χωμάτων. Τ' αγοράκι χωρίς να κλαίει, κοιτά με το στόμα ανοιχτό. Θυμάται την ιστορία της τσουκνίδας και της μολόχας. Η πρώτη αγκυλώνει, η δεύτερη είναι καλή. Άμα τρίψεις το πόδι μ' αυτή κι έμπει μέσα, γίνεσαι καλά. «Βγες τσουκνίδα, μπες μολόχα» επαναλαμβάνει πολεμώντας το πονεμένο γόνατο μ' ένα φύλλο χορτάρι. Στο τριανταφυλλί καμπανάκι ενός λουλουδιού σκυμμένου στη γη, μια απ' τις μέλισσες που επέστρεψαν στην ποτίστρα χώθηκε βαθιά, αντλώντας νέκταρ από τη σπιρουνάτη απόφυση του άνθους. Το κοριτσάκι δεν παραπονιέται για το πόδι, μόνο κουτσαίνει λίγο καθώς επιστρέφουν, αφήνοντας το δάσος στον ύπνο, όπου μόνη μιλά η βρύση.[...]"(Νίκου Γαβριήλ Πεντζίκη, "Το μυθιστόρημα της κυρίας Έρσης")



Χρόνια φυτρώνει στον κήπο μου μοναχή της με πείσμα και όρεξη! Από τότε που ακόμη αγνοούσα τα χαρίσματά της και πάλευα να ξεπατώσω τις καροτένιες ρίζες της που ανάμεσα στα ποτιστικά ζαρζαβατικά θέριευαν και πάλευαν ν'αναστήσουν ολόκληρο δέντρο! Τώρα κάθομαι και συλλέγω ένα-ένα τα άνθη της να τα αποξηράνω για τα θεραπευτικά τσάγια του χειμώνα... Φέτος τα πρόσθεσα όχι μόνο σε χορτόσουπες αλλά ακόμη και φρέσκα σε ομελέτες - κι όχι μόνο για τις ιδιότητες, αλλά έτσι, και για την τσαχπινιά! Δοκίμασα, μάλιστα, κι έδεσα τα ανθάκια της με κάλτσα στα παραδοσιακά πασχαλινά αυγά και το αποτέλεσμα πολύ με ικανοποίησε: 


Ο Μπαζαίος στο έργο του ("100 βότανα, 2000 θεραπείες") καταγράφει, μεταξύ άλλων, ως ιδιότητές της:
(*Χρήσιμα μέρη: άνθη, ρίζα, φύλλα)
> Μαλακτική, αποχρεμπτική, αντιβηχική: Το έγχυμα ξεραμένης ρίζα της ανακουφίζει από προβλήματα στο στήθος και στο λαιμό, βρογχικά, λαρυγγίτιδα, βήχα. 
> Καταπραϋντική: Το ίδιο έγχυμα κάνει καλό σε εντερικά και γαστρίτιδα, στην κυστίτιδα και σε κολικούς, σε εμετό και διάρροια (ειδικά στα παιδιά).
> Καθαρτική: Αφέψημα με μέλι διώχνει τις τοξίνες από τον οργανισμό.
> Αποτελεσματική για την επιληψία: Όπως γράφει ο γιατρός Ι.Χαβάκης ("Φυτά και βότανα της Κρήτης"), ένα μεγάλο φλιτζάνι πρωί και βράδυ με δυνατό αφέψημα μολόχας αραιώνει τις κρίσεις επιληψίας.
> Από τη ρίζα γίνονται αλοιφές και καταπλάσματα για πληγές, εγκαύματα, σπυριά, "καλογήρους" και εξανθήματα. Μαλακώνει και τους κάλους.
> Το αφέψημα, σταματάει τους πόνους των αυτιών. 
>Ρίζες ή φύλλα και άνθη (μαζί με ξερά σύκα) ως έγχυμα είναι αντιβηχικό.
> Το ίδιο έγχυμα χρησιμοποιείται για πλύσεις (φλεγμονών δέρματος, κολπικές, κυστίτιδα, ουρηθρίτιδα) και γαργαρές για φλεγμονές βλενογόνων.
> Για τσιμπήματα μέλισσας και σφήκας.
> Για ψαμμίαση (Βάζουμε κορφές μολόχας με φύλλα και λουλούδια σε μια γυάλινη κανάτα. Προσθέτουμε ζεστό νερό και τη σκεπάζουμε με ένα πανί. Τα αφήνουμε για τρεις ώρες και σουρώνουμε. Πίνουμε κάθε πρωί για τέσσερις μέρες από ένα φλιτζάνι. Σταματάμε για λίγες μέρες και ξαναρχίζουμε.)






"Έτσι μίλησε και έπεισε όλους γενικά ν'αρχίσουν να εξοπλίζονται.

Με φύλλα από μολόχες σκέπασαν γύρω-γύρω τις κνήμες των ποδιών τους,

είχαν θώρακες καμωμένους από όμορφα χλωρά κοκκινογούλια,

φύλλα από λάχανο μαστόρεψαν καλά κι έκαναν μ'αυτά ασπίδες,

βούρλο μακρύ και μυτερό ταίριαξε καθένας τους για κοντάρι

και τα κεφάλια τους τα σκέπαζαν καύκαλα μικρών σαλιγκαριών.

Αρματώθηκαν λοιπόν κι στάθηκαν πλάι στις ψηλές τις όχθες

κουνώντας τα κοντάρια τους κι ήταν γεμάτος οργή καθένας τους.[...]"

(Ομήρου;;; ,"Βατραχομυιομαχία" 
απόδοση: Θ.Μαυρόπουλου, εκδόσεις: Ζήτρος)

 

Τρίτη 11 Ιουνίου 2024

Άγιος Λουκάς ο Ιατρός- Ταξιδεύοντας μέσα στον πόνο...

 "Από την παιδική μου ήδη ηλικία, ήμουν παθιασμένος με την ζωγραφική. Τελείωσα ταυτόχρονα τις γυμνασιακές σπουδές μου στο κολλέγιο και τις καλλιτεχνικές στη σχολή Τεχνών του Κιέβου όπου εκδηλώθηκαν τα χαρίσματά μου. Η κλίση μου στη ζωγραφική ήταν τόσο φανερή, ώστε αποφάσισα να εισαχθώ στη σχολή Καλών Τεχνών της Αγίας Πετρούπολης. Όμως, κοντά στις εξετάσεις εισαγωγής με κυρίευσε η αμφιβολία: Αυτός ήταν ο δρόμος που έπρεπε να διαλέξω; Ύστερα από σύντομο δισταγμό, συμπέρανα ότι δεν είχα το δικαίωμα να κάνω αυτό που με ευχαριστούσε, αλλά ότι όφειλα να αφιερωθώ σε κείνο που θα βοηθούσε να ανακουφιστούν οι άνθρωποι από τα βάσανά τους. Από την Ακαδημία έστειλα στη μητέρα μου ένα τηλεγράφημα να της αναγγείλω την απόφασή μου να εισαχθώ στην ιατρική σχολή. [...]

Μετά την απονομή των διπλωμάτων, οι συνάδελφοί μου με ρώτησαν τί σκόπευα να κάνω. Όταν τους απάντησα ότι θα ήθελα να είμαι γιατρός σε ζέμστβο (μονάδα τοπικής αυτοδιοίκησης), γούρλωσαν τα μάτια λέγοντας: "Εσείς, επαρχιακός γιατρός; Εσείς είστε άνθρωπος επιστήμων εκ φύσεως."

Θίχτηκα που δε με καταλάβαιναν. Είχα σπουδάσει, πράγματι, ιατρική με μόνο σκοπό να γίνω επαρχιακός γιατρός, γιατρός των μουζίκων, για να συντρέχω τους φτωχούς ανθρώπους. [...]"



"Δεν είχαν απομείνει λοιπόν, παρά ένας νοσοκόμος στο νοσοκομείο και επιπλέον μια νοσοκόμα από το Κρασνογιαρσκ που είχε φτάσει μαζί μου: Ήταν νεαρή κοπέλα που μόλις είχε αποφοιτήσει από τη σχολή νοσοκόμων και που ανησυχούσε στη σκέψη ότι θα εργαζόταν στο πλευρό ενός καθηγητή. Με αυτούς τους δύο βοηθούς έκανα σημαντικές εγχειρίσεις, όπως: εκτομή άνω γνάθου, λαπαροτομές, γυναικολογικές επεμβάσεις και μεγάλο αριθμό επεμβάσεων στα μάτια. [...]

Με είχαν προειδοποιήσει ότι ο πρόεδρος του τοπικού συμβουλίου του Τουρουχάνσκ ήταν μεγάλος εχθρός της θρησκείας. Την απεχθανόταν. Αυτό πάντως δεν τον εμπόδισε να φωνάξει τον Θεό για να σωθεί, όταν η μικρή του βάρκα βρέθηκε μέσα σε τρομερή θύελλα στον Γιενισέι. Αφού το ζήτησε, με κάλεσαν στην GPU όπου με ειδοποίησαν με επίσημη απαγόρευση να μην ευλογώ τους αρρώστους στο νοσοκομείο, να μην κηρύττω στο μοναστήρι και να μην πηγαίνω εκεί πάνω σε έλκηθρο καλυμμένο από τάπητες. Απάντησα ότι το επισκοπικό μου καθήκον με εμποδίζει να αρνηθώ να δίνω ευλογία. Πρότεινα στον πρόεδρο να έρθει αυτό ο ίδιος και να κολλήσει πάνω στην πόρτα του νοσοκομείου μια ειδοποίηση που να απαγορεύει στους χωρικούς να ζητούν την ευλογία μου- πράγμα που όντως δε μπόρεσε να κάνει. Του πρότεινα επίσης να απαγορεύσει στους χωρικούς να θέτουν στη διάθεσή μου ένα έλκηθρο καλυμμένο με τάπητα- πράγμα ακόμα πιο δύσκολο για αυτόν. 

Ωστόσο, δεν υπέφεραν για πολύ τη σταθερότητά μου. [...] Ο τοπικός αρχηγός της GPU με υποδέχτηκε με πολύ κακία. μου είπε πως εφόσον δε συμμορφωνόμουν προς τις απαιτήσεις της εκτελεστικής επιτροπής έπρεπε να φύγω αμέσως μακριά από το Τουρουχάνσκ. Μου έδιναν μισή ώρα να ετοιμάσω τις αποσκευές μου. Ρώτησα μόνον ήσυχα:

"Πού με στέλνουν;"

"Στην άκρη του Παγωμένου Ωκεανού.", μου απάντησαν με τόνο εριστικό. [...]"


"Από εκεί μεταφέρθηκα στη Μόσχα μέσα σε ένα άλλο βαγόνι με κελιά και η πορεία συνεχίστηκε μέχρι την πόλη του Κότλας. Μέσα στο βαγόνι υπήρχαν τόσες ψείρες, ώστε βράδυ-πρωί έβγαζα όλα μου τα εσώρουχα. Καθημερινά, έβρισα καμιά εκατοντάδα από δαύτες, κάποιες από τις οποίες ανήκαν σε ένα είδος που ποτέ άλλοτε δεν ξαναείχα δει: μεγάλες και μαύρες. Δεν παίρναμε για τροφή παρά ένα κομμάτι ψωμί και μια ωμή ρέγκα για δύο. Δεν τα έτρωγα. [...]

Ακριβώς πριν τη μεταφορά μου ξέσπασε επιδημία εξανθηματικού τύφου. Οι κάτοικοι του Κοτλάς μου διηγήθηκαν ότι την προηγούμενη χρονιά ο τύφος είχε ενσκήψει υπό διαφορετικές μορφές καθώς  επίσης επιδημίες όλων των παιδικών μολυσματικών ασθενειών. Εκείνη την εποχή, τρομερό πράγμα, άνοιγαν κάθε μέρα στη Μακάριχα μια μεγάλη τάφρο όπου μέσα της έθαβαν κάπου εβδομήντα πτώματα.

Δε χειρούργησα παρά για πολύ λίγο στο νοσοκομείο του Κότλας. Σε λίγο μου κατέστη γνωστό ότι έπρεπε να πάω στο Αρχαγγέλσκ με το ατμόπλοιο. [...]"


"Μου πρότειναν να χειρουργώ σε ένα νοσοκομείο μετακινούμενο. Είδα εκεί γυναίκες που δεν είχαν χειρουργηθεί καλά, από καρκίνο του μαστικού αδένα. Για αυτό όταν μια ασθενής από αυτές ήρθε να με συμβουλευτεί, δεν την έστειλα στο νοσοκομείο, αλλά αποφάσισα να την φροντίσω σαν εξωτερική ασθενή. Της έκαμα μια επέμβαση πολύ ριζική. Όταν τον έμαθαν οι γιατροί του νοσοκομείου πήγαν αμέσως να κάνουν παράπονα για μένα...[...]

Έχοντας έρθει το Σάββατο, λίγο πριν την αγρυπνία στο σπίτι του μητροπολίτη, πήγα στη μεγάλη εκκλησία του μοναστηριού με μία τελείως μέτρια διάθεση. Ένας ιερομόναχος ιερουργούσε, εγώ ήμουν όρθιος μέσα στο Ιερό Βήμα. Μόλις πριν την ανάγνωση του Ευαγγελίου του Όρθρου αισθάνθηκα κάτι ακατανόητο, μία συγκίνηση που γρήγορα μεγάλωσε και μου έγινε τρομερά δυνατή όταν άκουσα την ανάγνωση. Ήταν στο όγδοο Εωθινό, τα λόγια που απεύθυνε ο Κύριος μας Ιησούς Χριστός στον Απόστολο Πέτρο: Σίμων Ἰωνᾶ, ἀγαπᾷς με πλεῖον τούτων; Βόσκε τὰ ἀρνία μου..."[Ιω.κδ15] Δέχτηκα αυτές τις λέξεις με πολλή συγκίνηση και πολύ φόβο σαν να μην απευθύνονταν στον Πέτρο, αλλά σε μένα προσωπικά.[...]"


"Τελείως εξαντλημένος από την απεργία πείνας και τις αλυσιδωτές ανακρίσεις λιποθύμησα κι έπεσα πάνω στο λερωμένο και βρώμικο πάτωμα όταν μας έβγαλαν για να πάμε στην τουαλέτα. Χρειάστηκε να με μεταφέρουν στο κελί μου. Την άλλη μέρα με άδειασαν στο "μαύρο κοράκι" της GPU για την κεντρική φυλακή της περιοχής. Πέρασα εκεί οχτώ περίπου μήνες σε συνθήκες πολύ δύσκολες. [...]

Δε θυμάμαι πια για ποιό λόγο "προσγειώθηκα" στο νοσοκομείο της φυλακής. Εκεί, με τη βοήθεια του Θεού, είχα την ευκαιρία να σώσω τη ζωή ενός νεαρού κλεφτάκου που ήταν πολύ άρρωστος. Βλέποντας ότι ο καινούριος γιατρός της φυλακής δεν καταλάβαινε τίποτε από την ασθένεια του μικρού κλέφτη, τον εξέτασα ο ίδιος και εντόπισα ένα απόστημα στην σπλήνα του. [...]"



"Έφτασε το καλοκαίρι του 1941. Οι χιτλερικές ορδές, αφού τέλειωσαν με τις χώρες της Δύσης όρμησαν στο Σοβιετική Ένωση. Στο τέλος του Ιουλίου ο προϊστάμενος χειρουργός της περιοχής του Κρασνογιάρσκ αποβιβάστηκε στην Μπολσάγια Μοπύρτα. Με παρακάλεσε να ξαναπάρω μαζί του το αεροπλάνο για το Κρασνογιάρσκ όπου είχα διοριστεί προϊστάμενος χειρουργός του νοσοκομείου [...]

Οι τραυματίες, αξιωματικοί και στρατιώτες, με αγαπούσαν πολύ. Όταν το πρωί γυρνούσα τις αίθουσες οι πληγωμένοι με υποδέχονταν με χαρά. Κάποιοι ανάμεσά τους που τους είχα γιατρέψει από αποτυχημένες εγχειρίσεις (που είχαν γίνει) σε άλλα νοσοκομεία με χαιρετούσαν με τεντωμένα τα πόδια, κρεμασμένα πολύ ψηλά.[...]"

Αγίου Λουκά Συμφερουπόλεως, "Ταξιδεύοντας μέσα στον πόνο" (αυτοβιογραφικές αφηγήσεις), εκδόσεις: Εν πλω

Σάββατο 6 Απριλίου 2024

Κυριακή Σταυρολουλουδιά (λαογραφικά της Σταυροπροσκυνήσεως)

Στο μέσον της Αγίας Τεσσαρακοστής, η Εκκλησία μας προβάλλει την προσκύνηση του Τιμίου Σταυρού και, μάλιστα, ζωοποιώς ανθοστολισμένου, προς ενίσχυση του αγώνα, όλης τούτης της περιόδου που οδεύουμε προς το Μεγαλοβδόμαδο του Πάθους, των ορθοδόξων πιστών . Είναι η τρίτη Κυριακή των Νηστειών, η Κυριακή του Σταυρού και των λουλουδιών, η Κυριακή της Σταυροπροσκυνήσεως...
"Ὅστις θέλει ὀπίσω μου ἀκολουθεῖν,ἀπαρνησάσθω ἑαυτὸν καὶ ἀράτω τὸν σταυρὸν αὐτοῦ,καὶ ἀκολουθείτω μοι." (Ματθ. η34)

 Καταγράφει ο Νίκος Ψιλάκης στο πολύτιμο έργο του για τα έθιμα στον κύκλο του χρόνου:

"... Ο σταυρός ευρίσκεται μέσα στο ιερό, σε δίσκο γεμάτο με τα πρώιμα λουλούδια της άνοιξης. Στην Κρήτη καθιερώθηκε να κυριαρχεί το αρισμαρί, το δενδρολίβανο, που συχνά διατηρεί την άνθισή του τούτη την εποχή. Μαζί με το δενδρολίβανο, το δίσκο κοσμούν ζουμπούλια και άνθη λεμονιάς, πολύχρωμα άνθη, κλωναράκια ελιάς και πράσινα κλωνάρια βοτάνων κομμένα σχεδόν πάντα απ'τις αυλές των ενοριτών. Στη Μεσαρά, και γενικά στις νότιες περιοχές της Κρήτης, βάζουν αποκλειστικά λουλούδια μυριστικά. Δε μπαίνει ποτέ λουλούδι ή φυτό που δε μυρίζει, όσο καλό κι αν θεωρείται. Η εξήγηση είναι πρόχειρη κι αυθόρμητη: Η  μυρωδιά εφανέρωσε το σταυρό

Στο τέλος της δοξολογίας οι πιστοί παίρνουν τα λάβαρα και τα εξαπτέρυγα, σταματούν μπροστά στην πόρτα του αριστερού κλίτους και περιμένουν το λειτουργό ιερέα να φέρει τον ανθοστόλιστο σταυρό πάνω απ'το κεφάλι του ή, αν είναι δύο ιερείς, να τον σηκώσουν ψηλά πάνω από τα κεφάλια των ανθρώπων. Έτσι αρχίζει η μικρή περιφορά, συνήθως μέσα στον ναό, ενώ δεν απολείπουν οι περιπτώσεις που προτιμάται η περιφορά έξω, γύρω από τον ναό. [...] ο ιερέας προσκυνά το σταυρό, παίρνει μικρά ματσάκια με τα άνθη της Σταυροπροσκυνήσεως και τα προσφέρει πρώτα στους ψάλτες και στη συνέχεια σε όλο το εκκλησίασμα...."

(Νίκου Ψιλάκη, "Λαϊκές τελετουργίες στην Κρήτη", εκδόσεις Καρμάνωρ)



Αναφέρει κι ο έτερος λαογράφος μας Δημήτρης Λουκάτος:

"Ανοιξιάτικη γιορτή των λουλουδιών, που συγκεντρώνονται άφθονα στην εκκλησία, ν'ανθοστολίσουν προκαταβολικά το Σταυρό, που σε τρεις πάλι βδομάδες θα δεχτεί πάνω του το σταυρωμένο Χριστό. Την έχει επίτηδες καθιερώσει η Εκκλησία, στη μέση της Σαρακοστής, για να τονώσει την παλιότερη νηστεία και προσήλωση των πιστών στη χρονική προσδοκία του Πάθους.
"Καθάπερ οἱ τραχείαν καὶ μακράν ὁδόν διανύοντες, εἴ που δένδρον εὐσκιόφυλλον εὔρωσι, μικρόν καθήσαντες ἀναπαύονται... οὔτω καὶ νῦν, εἰς τὸν Νηστείας καιρόν ἐνεφυτεύθη μέσον ὁ ζωηφόρος Σταυρός, ἄνεσιν και ἀναψυχήν ἡμῖν χορηγῶν..."
Πραγματικά μοιάζει σαν ξαναφυτεμένο το ξύλο του σταυρού ανάμεσα στο σωρό τα λουλούδια (βιολέτες, ζουμπούλια, μενεξέδες, δεντρολίβανα), που φέρνουν κι αποθέτουν στα πόδια του οι πιστοί. Κι όλα στο τέλος μοιράζονται, ευλογημένα από τον παπά, στους πιστούς, που φεύγουν για τα σπίτια τους, "ανθοφόροι" σαν τους αρχαίους, όπως φεύγουν και στις δύο άλλες γιορτές της ανθοφορίας: του Σταυρού το Σεπτέμβρη με τους βασιλικούς και την Κυριακή των Βαϊων με τα βάγια.

Τούτην τη μέρα τη λένε "του Λουλουδιού", "του Σταυρολούλουδου", "του Γιοφυλλιού", ή "Κυριακή Σταυρολουλουδιά". Φυλάνε έπειτα τα λουλούδια πλάι στα εικονίσματα, στο σπίτι, και τά'χουν για λιβάνισμα, ξεμάτιασμα και ξόρκι, σε κάθε πιθανό κακό.

Λαογραφικά ονομάζουν "Μεσοσαράκοστο" την Κυριακή αυτή, κάτι σαν το καθολικό Mi-carem, όχι όμως με εκείνου την ελευθερία στα φαγώσιμα και στο γλέντι, αλλά αντίθετα, με πιο αυστηρή νηστεία, "σταυρώσιμη". (Οι νηστείες εβόλευαν πάντα τη φτωχή ανατολή πιο πολύ απ'τη δύση.)

Οπωσδήποτε, η Κυριακή της Σταυροπροσκυνήσεως είναι ένα πλησίασμα και μια προαγγελία στο Πάθος, όπως σε λίγο, το Σάββατο του Λαζάρου θα είναι μια προαγγελία της Ανάστασης. Παλιότερα γίνονταν την ημέρα τούτη (το απόγευμα), και αγερμοί των παιδιών, που γύριζαν στα σπίτια και ζητούσαν αυγά για το Πάσχα και ξύλα-παλιούρια, για τις φωτιές που θ'άναβαν αναγγελτικές, ή και για να κάψουν το ομοίωμα του Ιούδα. Έλεγαν τους στίχους:

Χαίρε, Τίμιε Σταυρέ,
η χαρά των Προφητών!
Να μου δώσεις εν'αυγό,
για να φύγω από δω!

Μεγάλη σημασία δίνουν στη Σταυροπροσκύνηση και οι ναυτικοί μας. Το "Μεσοσαράκοστο" τους θυμίζει (και από εκκλησιαστική επίδραση) το "εν μέσω πελάγει". Ιδιαίτερο προσκύνημα κάνουν στον Πανορμίτη της Σύμης οι οικογένειες των ναυτιλομένων (για να ανανεώσουν την εύνοια του Μεγαλόχαρου - Αρχάγγελου Μιχαήλ- στα ταξίδια τους), με καθιερωμένο φρούτο του νηστίσιμου γεύματος ένα φυλαγμένο επίτηδες καρπούζι."

(Δημήτρη Λουκάτου, "Πασχαλινά και της Άνοιξης", εκδόσεις Φιλιππότη)



Και πάλι από την πένα του Νίκου Ψιλάκη, μέσα από τα τόσα πολύτιμα που καταγράφει για τη μέρα τούτη:

"Σε παλιότερες εποχές συγκεντρώνονταν κάμποσοι ενορίτες στο σπίτι του παπά όπου έφερναν μεγάλα μάτσα ή καλάθια ολόκληρα με άνθη. Εκεί, σε μια-δυο αποσπερίδες, έδεναν τα ματσάκια και τα μετέφεραν στην εκκλησία. [...]

Τη μέρα της Σταυροπροσκύνησης τα ταπεινά άνθη της κάθε αυλής και της κάθε γλάστρας μεταφέρονται στην εκκλησία. Οι ευεργετικές δυνάμεις που μεταφέρουν μετά τη λειτουργία είναι επίκτητες' αποκτήθηκαν λόγω της επαφής των με το σταυρό, το σεπτό σύμβολο της πίστης. Φενικά πιστεύεται ότι μεταφέρουν την ευλογία της εκκλησίας και ότι μπορούν να τη μεταδώσουν σε όποιον άνθρωπο, ζώο ή αντικείμενο έρθει μαζί τους. Για το λόγο αυτό χρησιμοποιούσαν παλιότερα τις "ροδαρές" σε πλήθος εθιμικών ενεργειών, στο σπίτι, στο ζυμωτό, στο στάβλο, στις μάντρες των αιγοπροβάτων, στο χωράφι και στον κήπο, που αρχίζουν αυτή την εποχή να τον φυτεύουν με τα καλοκαιρινά λαχανικά. Σήμερα απλώς τις μεταφέρουν στο σπίτι και τις εναποθέτουν στα εικονίσματα. [...]

Σε μερικές περιοχές του νησιού (χωριά Αστερουσίων) διατηρείται ακόμη μια παλιότερη συνήθεια. Κοπελιές ή και νέες γυναίκες παίρνουν μικρά ματσάκια, όσα χρειάζονται, και πηγαίνουν σε όλα τα ξωκλήσια. Το μήνυμα της Σταυροπροσκύνησης πρέπει να φτάσει παντού. [...]"

(Νίκου Ψιλάκη, "Λαϊκές τελετουργίες στην Κρήτη"εκδόσεις Καρμάνωρ)

 (*παλαιότερη εγγραφή: Κυριακή Σταυρολουλουδιά)

Σάββατο 23 Μαρτίου 2024

Άγια και πεθαμένα (τα κόλλυβα του Αγίου Θεοδώρου)

Ἀλεξάνδρου Παπαδιαμάντη, 

Ἅγια καὶ πεθαμένα  (1896)

"Ὡς ἀνασηκωμένη ποδιὰ ὡραίας χωριατοπούλας, ὁποὺ πλύνει τὰ ρουχάκια της, τὰ πουκαμισάκια της, σιμὰ εἰς τὸ πηγάδι, ἀνέρχεται καὶ ἀναρριχᾶται καὶ βαίνει πρὸς τὰ ἄνω ἡ λευκὴ ἐσχατιὰ τῆς πολίχνης, εἰς τὸν βράχον τὸν ἀνατολικόν, τὰ Κοτρώνια, τὸν πετρώδη τριπλοῦν λόφον μὲ τὰς τρεῖς κορυφάς, ὅπου τὸ βράδυ, ἐνῷ ἡ δύσις χρυσᾶ καὶ πορφυρᾶ βάφει τὰ σύννεφα ἀντικρύ, ἀναβαίνει παμμιγὴς ὁ βόμβος, καὶ ὁ ψίθυρος καὶ τὸ μινύρισμα μυρίων φωνῶν, φωνῶν γυναικείων, φωνῶν παιδικῶν, μὲ ἦχον μελῳδικόν, ρεμβώδη, μυστηριώδη. Καὶ αἱ γυναῖκες φορτωμέναι τὴν στάμναν των, ἀνὰ δύο ἢ τρεῖς, ἐπιστρέφουν φλυαροῦσαι ἀπὸ τὴν βρύσιν, καὶ τὰ παιδιὰ μὲ τὰ τόπια των κυνηγοῦνται γύρω εἰς τὰ Λιβάδια, ἢ τρέχουν καὶ παίζουν τὸ σκλαβάκι εἰς τὰ Ἁλώνια.

Σιμὰ εἰς τὴν τρίτην, τὴν χαμηλοτέραν κορυφήν, τὴν παραθαλάσσιον, ἀναρριχῶνται εἰς τὸν βραχώδη λόφον αἱ λευκαὶ οἰκίαι. Καὶ ἡ οἰκία τοῦ μακαρίτου τοῦ Μπονᾶ, ὁποὺ τὴν εἶχεν ἀγοράσει πρὸ χρόνων ὁ καπετὰν Γιωργὴς ὁ Παμφώτης, καὶ τὴν εἶχεν ἐπισκευάσει καὶ καλλωπίσει, ἦτο κτισμένη ἐπάνω εἰς πέτραν ριζιμιάν, σύρριζα εἰς τὸν βράχον, καὶ πρὸς τὰ κάτω ἐξετείνετο αὐλὴ μὲ σαράντα σκαλοπάτια, τὸ κάθε σκαλοπάτι πλατὺ ὅσον διὰ νὰ πατήσῃ τις δύο βήματα, καὶ ὑψηλὸν ὅσον διὰ νὰ χρειασθῇ τις ἅλμα νὰ τὸ ἀναβῇ. Δύο χαμηλὰ ἰσόγεια σπιτάκια, κάτω, δεξιόθεν καὶ ἀριστερόθεν τῆς αὐλείου θύρας. Τὸ ἓν ἦτο πατητήριον ἐλαιῶν, τὸ ἄλλο πλυσταρεῖον. Μία ἁπλωταριὰ καὶ ἡλιακωτὸν ἀπὸ τὸ ἓν μέρος τῆς ἀνωφεροῦς αὐλῆς, παμμεγέθης ἀμυγδαλιὰ ἀνθοῦσα ἤδη ἀπὸ τὸ ἄλλο μέρος, στέρνα καὶ πηγάδιον καὶ κηπάριον μὲ γάστρας ἀνθέων καὶ ροιὰς καὶ λεμονέας, μὲ κάγκελα φραγμένον. Καὶ ἄνω ὁ πάλλευκος ἄσπιλος οἰκίσκος, ἀρχαϊκὸν κτίριον, ἐμπνέον σέβας, ἐπέστεφε τὴν ἀνωφερῆ μαρμαίρουσαν αὐλήν.

Τὸ ἔβλεπες μακρὰν καὶ τὸ ἐχαίρεσο, κ᾽ ἐζήλευες, κ᾽ ἔπιπτες εἰς ρέμβην, κ᾽ ἔλεγες: Ἂς ἐκατοικοῦσα ἐκεῖ!

* * *

Χειμερινὸς θάλαμος μὲ τὴν ἑστίαν του, τὰ μεντέρια* του καὶ τὰ ράφια του, ἀρματωμένος μὲ παλαιὰ ὡραῖα πιᾶτα, δύο μικροὶ θαλαμίσκοι, ὅλοι γεμᾶτοι ὀθόνας καὶ ἔπιπλα, τὸ μαγειρεῖον, ὁ διάδρομος, ὅλα ἀστράπτοντα καὶ πλουσίως εὐτρεπισμένα. Ἡ «καλὴ κάμαρη» πρὸς τὸ μεσημβρινὸν μέρος μὲ ὡραῖα στιλβωμένα ἔπιπλα, μὲ ὀθόνια λειομέταξα καὶ τάπητας πολυχρόους. Βλέπουσα εἰς τὸν λιμένα, θεωροῦσα ὅλην τὴν λευκὴν πολίχνην κάτω καὶ ἀντικρύ, ἀγναντεύουσα τὴν θάλασσαν, μετροῦσα τὰ κατάρτια τῶν καραβιῶν, καὶ ἀριθμοῦσα τὰς λέμβους τῶν ἁλιέων, ἐκάθητο ἡ κόρη τοῦ σπιτιοῦ, ἡ Σειραϊνώ, λευκὴ καὶ ἀσθενὴς ὡς τὸ κρίνον, λεπτοφυής, πραεῖα καὶ ἄχολος ὡς ἡ περιστερά. Εἶχε τὸ κέντημά της ἐπὶ τῶν γονάτων. Εἰργάζετο ἀνενδότως, νυχθημερόν· ἐκέντα τὰ προικιά της.

Ἐταξίδευεν ὁ πατήρ της μὲ τὸ καράβι, ἔπλεεν εἰς μακρινά, βαθιά, μαῦρα πέλαγα. Πρώιμα ἀπέπλευσεν ἐφέτος, μόλις εἶχαν φωτισθῆ τὰ νερά. Ἅμα θὰ ἐπέστρεφε μὲ τὸ καλὸν «νὰ δέσῃ» (δηλαδὴ νὰ δέσῃ τὸ καράβι δι᾽ ὅλον τὸν χειμῶνα), θ᾽ ἀπεφάσιζε τέλος ν᾽ ἀρραβωνίσῃ τὴν κόρην του. Τοιαύτην ὑπόσχεσιν ἔδωκεν «ἐξωδίκως», καθὼς λέγουν οἱ δικολάβοι, πρὶν ἀναχωρήσῃ.

Γαμβροὶ ὑποψήφιοι ὑπῆρχον ὄχι δύο ἢ τρεῖς, ἀλλὰ δωδεκὰς ὁλόκληρος. Ἡ κόρη εἶχε καλὸν ὄνομα, ἦτον μεγαλοπροικοῦσα, ἦτον λευκὴ καὶ ἄχολος ὡς περιστερά, ἦτον προκομμένη καὶ «ὀμορφοδούλα»*. Ἐκέντα τὰ προικιά της μόνη της, χωρὶς καμμίαν ἀνάγκην, μόνον διὰ ν᾽ ἀκολουθήσῃ τὸ ἔθιμον τοῦ χωρίου. Ποῖον ἀπὸ τοὺς τόσους γαμβροὺς νὰ ἐκλέξῃ ὁ πατήρ της; Ἐν τῇ ἀμηχανίᾳ του ἀνέβαλλε. Τέλος ὑπεσχέθη ὅτι θ᾽ ἀπεφάσιζε νὰ ἐκλέξῃ ἕνα, ἅμα θὰ ἐγύριζε, σὺν Θεῷ, ἀπὸ τὸ ταξίδι. Δὲν ἦσαν πλέον οἱ μυθολογικοὶ χρόνοι. Ἀγῶνα καὶ ἆθλον δὲν ἠδύνατο νὰ προβάλῃ εἰς τοὺς μνήστορας, καὶ νὰ δώσῃ τὴν κόρην γέρας εἰς τὸν νικητήν. Ἀλλ᾽ ὑπῆρχον ἀγῶνες καὶ ἆθλοι βιοτικοί, καὶ ὁ πλέον προκομμένος, ὅστις θὰ ἐνίκα τοὺς ἄλλους εἰς τὸ στάδιον τοῦ βίου, ἐκεῖνος θὰ ἦτο ὁ ἐκλεκτὸς γαμβρός.

* * *

Ἐκάθητο ἡ κόρη καὶ ηὔχετο νὰ γυρίσῃ γρήγορα ὁ πατήρ της, καὶ εἶχε πίστιν καὶ ἐλπίδα εἰς τὴν καρδίαν της, καὶ ἐκοπίαζε καὶ ἐκέντα τὰ προικιά της. Ἀντικρύ, εἰς μίαν οἰκίαν, μακράν, εἰς ἀπόστασιν μιλίου ἴσως, ἦτον ἕνα μπαλκόνι. Ὑπῆρχον πολλὰ μπαλκόνια ἐδῶ κ᾽ ἐκεῖ, τριγύρω καὶ παντοῦ, ἀλλὰ τὸ μπαλκονάκι ἐκεῖνο ἐφείλκυε τῆς Σειραϊνῶς τὰ βλέμματα.

Προσήλου ἡ κόρη τὸ ὄμμα ἐκεῖ, ἐπιμόνως καὶ ἀποκλειστικῶς. Ἦτο περὶ τὰ τέλη Φεβρουαρίου, Παρασκευὴ ἡμέρα, τῆς Καθαρᾶς Ἑβδομάδος, παραμονὴ τοῦ Ἁγίου Θεοδώρου. Ἀρχαὶ τῆς ἀνοίξεως, ἥλιος, Θεοῦ χαρά. Ἔξω εἰς τὸ μπαλκονάκι ἐκεῖνο ἐκάθητο ἓν πρόσωπον, καὶ ἔκυπτεν ἐπὶ τῶν γονάτων του, καθὼς ἔκυπτεν ἡ Σειραϊνώ, καὶ κάτι εἶχεν ἐπὶ τῆς ποδιᾶς του, καθὼς αὐτὴ εἶχε τὸ κέντημά της.

Δὲν ἠδύνατο νὰ διακρίνῃ τίποτε. Ἦτο τόσον μακράν! Ἀλλ᾽ ἐφαίνετο νὰ ἔχῃ πολὺ ἐνδιαφέρον, μεγάλην ἐπιθυμίαν. Ἂς εἶχεν ὄμματα ἀετίνας, ἂς ἠμποροῦσε νὰ ἰδῇ καθαρὰ εἰς τόσην ἀπόστασιν!

Πλὴν δὲν ἦτο ἀετίνα. Ἦτο λευκὴ περιστερά, ἄχολος… καὶ ὅμως εἶχε καὶ αὐτὴ τοὺς πόθους, τὰς ἀδυναμίας καὶ τὴν περιέργειαν τῆς Εὔας.

Ἔβλεπεν, ἔβλεπεν. Ἀλλὰ δὲν διέκρινε τίποτε. Ἔτεινε τὰς κόρας τῶν ὀφθαλμῶν. Εἰς μάτην, δὲν ἠμποροῦσε νὰ ἴδῃ.

Μία, ὄχι πικρία ἀλλ᾽ ὀξινίλα, ἐφάνη εἰς τὰ χείλη της. Πῶς νὰ κάμῃ διὰ νὰ μπορέσῃ νὰ ἰδῇ!

Αἴφνης ἐσηκώθη, ἄφησε τὸ κέντημά της ἐπὶ τοῦ καναπέ. Ἔτρεξεν εἰς ἓν ἔπιπλον, τὸ ἤνοιξεν, ἔψαξεν εἰς τὸ βάθος, καὶ ἐξήγαγε πρᾶγμά τι μακρόν, κυλινδροειδές, ὀγκῶδες, τὸ ὁποῖον ἐφαίνετο ἐκ μαύρου χαρτονίου. Ἀφῄρεσε τὸ κάλυμμα, καὶ ἀνέσυρεν ἀπὸ μέσα δεύτερον κύλινδρον, μετάλλινον τοῦτον. Τὸν ἔλαβε, διευθέτησεν ὅλον τὸν σκελετόν, τὸν ἐξέσυρε καὶ ἐπλησίασε τὸ ἄκρον εἰς τὸ ὄμμα της, καὶ ἐγύρισε τὸ στόμιον, τὸ ἄλλο ἄκρον, κατὰ τὸ μπαλκονάκι, τὸ ἀντικρινὸν ἐκεῖνο.

Ἦτο τὸ παλαιὸν ὀκιάλι, τὸ ναυτικὸν τηλεσκόπιον τοῦ πατρός της. Τὸ εἶχεν ἀντικαταστήσει, φαίνεται, διὰ νεωτέρου ὁ καπετὰν Γιωργὴς καὶ διὰ τοῦτο τὸ παλαιὸν τὸ εἶχεν ἀφήσει εἰς τὸ σπίτι.

Ἡ νεᾶνις τὸ ἐκράτησε σιμὰ εἰς τὸ ὄμμα της ἐπὶ μακρὸν καὶ ἔβλεπεν, ἔβλεπεν ἀχόρταγα.

* * *

Δὲν ἦτο ἀνήρ, ὄχι, τὸ ὑποκείμενον τῆς τόσης μερίμνης της. Ἦτο γυνή, ἢ μᾶλλον κόρη, ὡς αὐτή. Ἦτο τὸ Μαλαμὼ τοῦ παπα-Γιαννάκη. Ἡ ἀντίζηλός της εἰς τὸ χωρίον.

Ἀντίζηλός της εἰς τὰ κεντήματα, εἰς τὰ προικιά, εἰς τὴν ἀρχοντιάν. Ἐφημίζετο ὡς πολὺ εὐφυὴς καὶ ἐφευρετικὴ εἰς τὰ κεντήματα. Ἐν ὥρᾳ γάμου κ᾽ ἐκείνη, καθὼς αὐτή, δὲν ἔπαυε καθημερινῶς νὰ ἑτοιμάζῃ τὰ προικιά της.

Ἕως τώρα, παραδεδεγμένα κεντήματα διὰ τὰς κόρας ὅλου τοῦ χωρίου ἦσαν οἱ κλάρες, τὰ λουλούδια, τὰ πουλάκια, τὰ ρόιδα, τ᾽ ἀστεράκια, τὸ φεγγάρι καὶ ὁ ἥλιος.

Ἀλλὰ πῶς νὰ φθάσῃ τις ν᾽ ἀνέλθῃ εἰς τὸ ἰδεῶδες τῶν παραμυθιῶν; Πῶς νὰ ζωγραφήσῃ κεντητὰ «τὸν οὐρανὸ μὲ τ᾽ ἄστρα, τὴ γῆς μὲ τὰ λούλουδα, τὴ θάλασσα μὲ τὰ καράβια»;

Ἐσχάτως εἶχε διαδοθῆ ὅτι τὸ Μαλαμὼ τοῦ παπα-Γιαννάκη ἔβαινε πρὸς τὸ ἰδεῶδες τοῦτο, καὶ ἂν δὲν ἠμποροῦσε νὰ κεντᾷ ὅλον τὸν οὐρανόν, τὴν γῆν καὶ τὴν θάλασσαν, μὲ ὅλα τὰ ἄστρα, τὰ λούλουδα καὶ τὰ καράβια, κατώρθωσε τοὐλάχιστον νὰ κεντήσῃ γωνίαν οὐρανοῦ μὲ ἄστρα, γωνίαν γῆς μὲ λούλουδα, καὶ γωνίαν θαλάσσης μὲ ὀλίγα καράβια.

Ἂς ἦτο καὶ τόση μόνον γωνία οὐρανοῦ, ὅσην ἀνατείνουσα αὐτὴ τὸ ὄμμα ἐθεώρει ἀπὸ τὸ μπαλκονάκι της, τόση γωνία γῆς, ὅση κατήρχετο εἰς τὸν κρημνὸν κάτω ἀπὸ τὸ σπιτάκι της, καὶ τόση γωνία θαλάσσης, ὅσην περιέκλειε τὸ μικρὸν λιμανάκι, μὲ τὰ δύο ἢ τρία καραβάκια του, μὲ τὰς τέσσαρας βρατσέρας, τὰ τρία κότερα καὶ τὴν εἰκοσάδα τῶν λέμβων τῶν ἁλιευτικῶν.

Τὸ κατόρθωμα ἦτο μέγα. Καὶ τὸ Σειραϊνώ, ἡ λευκὴ ἄσπιλος περιστερά, ἔτεινε τὸ ὄμμα, ἔτεινε τὸ ὀπτικὸν ὄργανον τοῦ θαλασσινοῦ πατρός της διὰ νὰ ἰδῇ, ὅπως ἐφαντάζετο, τί ἐκέντα ἡ Μαλαμώ, καὶ δὲν ἡσύχαζεν ἐὰν δὲν εὕρισκε τρόπον ν᾽ ἀντιγράψῃ ἢ νὰ κλέψῃ τὸ κέντημα τῆς ἀντιζήλου της.

* * *

Αἴφνης ἀφῆκε βραχεῖαν κραυγὴν χαρᾶς. Ἦτο καὶ αὐτὴ Εὔα.

Δὲν ἠμποροῦσε νὰ διακρίνῃ, μὲ ὅλον τὸ παλαιὸν ὀκιάλι τοῦ πατρός της, τίποτε εὐκρινὲς ἀπὸ τὸ κέντημα τὸ ὁποῖον ὑπέθετεν, ἢ μᾶλλον ἦτο βεβαία, ὅτι εἶχε τὸ Μαλαμὼ εἰς τὴν ποδιάν της, ἀλλ᾽ ἠμπόρεσε νὰ διακρίνῃ, καίτοι ἀμυδρῶς καὶ συγκεχυμένως, τὸ πρόσωπον καὶ τοὺς χαρακτῆρας τῆς Μαλαμῶς.

Δὲν τὴν εἶχεν ἰδεῖ ἀπὸ ὀκταετίας, ὅταν ἦσαν ἀκόμη μαθήτριαι, καὶ ἀντεφέροντο εἰς τὸ σχολεῖον. Κ᾽ ἐμάλωναν καθημερινῶς, ὡς ἦτο ἑπόμενον. Ἀντίζηλοι ἐξ ἀντιζήλων, ὄχι μόνον κατὰ τὰς ἀξιώσεις τῆς εὐγενείας καὶ ἀρχοντιᾶς, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ συνοικίας καὶ ἐνορίας ἀντιζήλους.

Ἦσαν τότε καὶ αἱ δύο ἀσχημοκόριτσα ἰσχνὰ καὶ ἀναιμικά, καὶ δὲν ἠδύνατο κοινὸν βλέμμα νὰ διακρίνῃ κατὰ πόσον ἔμελλε νὰ ξετρίψῃ ὕστερον τὸ Μαλαμώ, καὶ κατὰ πόσον ἔμελλε νὰ ξασπρίσῃ τὸ Σειραϊνώ.

Ἔκτοτε ἐμεγάλωσαν. Ἐκλείσθησαν. Ἐμανδαλώθησαν, κατὰ τὰ ἔθιμα τοῦ τόπου. Δὲν ἔβγαιναν πλέον ἀπὸ τὸ σπίτι, εἰμὴ πέντε φορὰς τὸν χρόνον: Τὴν Μεγάλην Παρασκευήν, ἅμα ἐνύχτωνε, διὰ νὰ ἀσπασθῶσι τὸν Ἐπιτάφιον κρυφὰ εἰς τὴν μοναξίαν τοῦ ναοῦ, καὶ εἰς τὸ λυκόφως τῶν κανδηλῶν καὶ κηρίων, ἓν Σάββατον τῆς Μεγάλης Σαρακοστῆς καὶ τρεῖς καθημερινὰς ἑκάστης τῶν ἄλλων Σαρακοστῶν, διὰ νὰ πάγουν νὰ μεταλάβουν κρυφὰ εἰς ἐξωκκλήσιον.

Καὶ τώρα, διὰ πρώτην φοράν, μετὰ ὀκτὼ χρόνους, τὴν ἔβλεπεν ἀμυδρῶς μὲ τὸ ὀκιάλι τοῦ πατρός της. Καὶ εἶδεν ὅτι δὲν ἦτο ὡραία. Καὶ ᾐσθάνθη ἀκουσίως χαράν.

Εἶτα εὐθύς, τὴν ἔτυψεν ἡ συνείδησις διατί νὰ χαίρῃ, καὶ μέσα της βαθιὰ ἐλυπήθη διὰ τὴν χαρὰν ὁποὺ ᾐσθάνθη. Καὶ πάλιν εὐθύς, μέσα, βαθύτερα εἰς τὴν συνείδησίν της, ἐχάρη διὰ τὴν λύπην ὁποὺ ᾐσθάνετο.

«Καὶ ἐκάλεσεν Ἀδὰμ τὸ ὄνομα τῆς γυναικὸς αὐτοῦ Ζωή, ὅτι αὐτὴ μήτηρ πάντων τῶν ζώντων». Αὐτὴ εἶναι ἡ ἀληθὴς ζωή.

* * *

Ἐκράτει ἀκόμη τὸ ὀκιάλι εἰς τὴν χεῖρα τὸ Σειραϊνώ, ὅταν αἴφνης, σιγὰ-σιγὰ πατοῦσα ξυπόλυτη, ἀφήσασα τὰς ἐμβάδας της εἰς τὸ ἔμβα τῆς οἰκίας, εἰσῆλθεν εἰς τὴν κάμαρα τὴν καλὴ ἡ θεια-Ζήσαινα.

― Πῆγα πλιό, παιδάκι μ᾽… τί κόσμους, τί κουσμάκης, μαθές… Πῆρα δυὸ κόλλυβα… παπα-Νικόλας μ᾽ τά ᾽δωσε πλιό… Κείνους Δημητρός!… Τί καυγάς, τί πόλεμους, παιδάκι μ᾽! Δὲν ἀφήν᾽νε τοὺν κουσμάκη νὰ πάρ᾽ δυὸ κόλλυβα, παιδάκι μ᾽, πλιό. Τά, τί λογᾶτε*; Νά κὶ τοὐλόου σ᾽ δυό, Σειραϊνάκι μ᾽, πλιό. Τὰ πῆρα γιὰ τ᾽ Γιαννούλα μ᾽, γιὰ νὰ διῇ, πλιό, τοὺ σαστικό* τς στοὺν ὕπνου τς, πότε θὰ ᾽ρθῇ… Παπανικόλας μ᾽ τά ᾽δωσε. Τούνε βλέπ᾽νε στοὺν ὕπνου τς, ἀκοῦς, κὶ τοὺ Γηρακὼ τοὺ Μπαλάκι, κὶ τοὺ Μιλαχρὼ τοὺ Σακαράκι, τοὺν εἶδιαν, ἀκοῦς… οὑλουφάνερα, τ᾽ ἀκοῦς. Ἅις-Θόδωρας κάνει τοὺ θᾶμα… «Ἅι μ᾽ Θόδωρε καλέ, κὶ καλὲ κὶ ταπεινέ…»

Θὰ ἠμποροῦσε νὰ ἐξακολουθήσῃ οὕτω ἐπ᾽ ἄπειρον ἡ θεια-Ζήσαινα, χωρὶς νὰ ἠμπορῇ κάθε ἄλλος νὰ τὴν ἐννοήσῃ. Εὐτυχῶς ἡ Σειραϊνὼ ἐγνώριζε πολὺ καλὰ τὴν γλῶσσάν της καὶ ἐμάντευσεν ἀμέσως περὶ τίνος ἐπρόκειτο.


Ἦτο Παρασκευὴ τῆς Α´ ἑβδομάδος τῶν Νηστειῶν, ἡ προτεραία τοῦ Ἁγίου Θεοδώρου. Τὴν πρωίαν ἐκείνην, εἰς τὴν λειτουργίαν τῶν Προηγιασμένων, προσεφέρετο ἀφθονία κολλύβων εἰς τοὺς ναούς.

Τὰ προσφερόμενα κόλλυβα ἦσαν ὄχι μόνον «πεθαμένα κόλλυβα», εἰς μνήμην τῶν νεκρῶν, ἀλλὰ καὶ ἑορτάσιμα κόλλυβα, πρὸς τιμὴν τοῦ Ἁγίου Θεοδώρου. Ψυχοσάββατον δὲν εἶναι ἡ ἡμέρα, ἀλλὰ μόνον Σάββατον σαρακοστιανόν, καθ᾽ ὅλα δὲ τὰ Σάββατα ἐν γένει γίνονται μνεῖαι τῶν νεκρῶν μετὰ κολλύβων. Προσέτι, δὲν εἶναι μνήμη «τῶν Ἁγίων Θεοδώρων», ἀλλὰ μόνον τοῦ Ἁγίου Θεοδώρου τοῦ Τήρωνος, καὶ ὄχι πάλιν ἡ μνήμη αὐτοῦ, ἥτις τελεῖται κατὰ τὴν 17 Φεβρουαρίου, ὅπως ἡ τοῦ Ἁγίου Θεοδώρου τοῦ Στρατηλάτου τῇ 8 τοῦ αὐτοῦ, ἀλλὰ μόνον «Ἀνάμνησις τοῦ διὰ κολλύβων γενομένου θαύματος παρὰ τοῦ Ἁγίου μεγαλομάρτυρος Θεοδώρου τοῦ Τήρωνος», ὅτε ὁ ἀσεβὴς τύραννος Ἰουλιανὸς ὁ Παραβάτης ἠθέλησε νὰ μολύνῃ τοὺς χριστιανούς, κατὰ τὴν πρώτην ἑβδομάδα τῶν Νηστειῶν, διὰ τῶν εἰδωλοθύτων, ἐμφανισθεὶς δὲ ὁ Ἅγιος εἰς τὸν ἐπίσκοπον παρήγγειλε νὰ δώσῃ κόλλυβα εἰς τοὺς πιστοὺς νὰ φάγουν, ἐξηγήσας ἅμα τί εἶναι τὰ κόλλυβα.

Εἰς τὰς μνήμας ὅλων τῶν Ἁγίων προσφέρονται κόλλυβα τιμητικά, ἑορτάσιμα, ἐξαιρέτως δὲ κατὰ τὴν ἑορτὴν ταύτην τοῦ Ἁγίου Θεοδώρου, εἰς ἀνάμνησιν τοῦ θαύματος. Τὰ κόλλυβα δὲ ταῦτα τοῦ Ἁγίου Θεοδώρου εἶχον καὶ θαυματουργὸν ἰδιότητα διὰ τὰς κόρας τοῦ λαοῦ.

Ἐὰν εἶχε πίστιν εἰς τὸν Θεόν, καὶ εὐλάβειαν εἰς τὸν Ἅγιον, ἤρκει πᾶσα κόρη νὰ λάβῃ μίαν δράκα ἐξ αὐτῶν τῶν ἁγίων κολλύβων, καὶ τὴν νύκτα τῆς Παρασκευῆς πρὸς τὸ Σάββατον, νὰ τὰ βάλῃ ὑποκάτω εἰς τὸ προσκέφαλόν της, διὰ νὰ ἴδῃ καθ᾽ ὕπνον ὁλοφάνερα τὸν μέλλοντα εὐτυχῆ σύζυγόν της.

Ἐβασίζετο ἡ δοξασία ἐπὶ τῆς παραδόσεως… Ὁ ἅγιος Μάρτυς Θεόδωρος ἐθεωρεῖτο ἀνέκαθεν ὡς ὁ εὑρετὴς τῶν ἀπολωλότων καὶ ὁ ἀποκαλυπτὴς τῶν κρυφίων. Διηγοῦνται τὰ συναξάρια πῶς εἷς ἄρχων εἶχε χάσει τὸν δοῦλόν του, πῶς προσῆλθεν ἱκετεύων εἰς τὸν ναὸν τοῦ Μάρτυρος, ὁ δὲ Ἅγιος συνέβη νὰ λείπῃ τὴν νύκτα ἐκείνην, διότι εἶχεν ὑπάγει, μεθ᾽ ὅλων τῶν ταγμάτων τῶν Ἀθλοφόρων, εἰς προϋπάντησιν τῆς ψυχῆς τοῦ ὁσίου Ἰωσὴφ τοῦ ὑμνογράφου (οὗτος εἶναι ὁ ποιητὴς τοῦ κατὰ τὰς ἡμέρας ταύτας ἠχοῦντος ἐν τοῖς ναοῖς «Χριστοῦ βίβλον ἔμψυχον»), ἐξ εὐγνωμοσύνης, διότι εἶχε τιμήσει δι᾽ ὕμνων καὶ ἐγκωμίων ὅλους τοὺς Μάρτυρας· πῶς τὴν ἄλλην ἡμέραν ἐπέστρεψεν ὁ Ἅγιος Θεόδωρος, καὶ ἀφοῦ ἐξήγησε τὸν λόγον τῆς ἀπουσίας του καὶ τῆς βραδύτητος, ἀπεκάλυψεν εἰς τὸν αἰτοῦντα ποῦ εὑρίσκετο ὁ ἐξαφανισθεὶς δοῦλος.

* * *

Ἡ θεια-Ζήσαινα εἶχεν ὑπάγει τὸ πρωὶ ἐκεῖνο, σύνταχα, εἰς τὸν ναὸν τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν. Μετὰ τὸν Ὄρθρον καὶ τὰς Ὥρας, ἤρχισεν ἡ θεία λειτουργία τῶν Προηγιασμένων. Εἰς τὴν ἀπόλυσιν ἐψάλη τὸ τροπάριον καὶ τὸ κοντάκιον τοῦ ἁγίου Θεοδώρου, καὶ τὸ «Τῇ πρεσβείᾳ Κύριε», ὁ δὲ ἱερεὺς ἐλθὼν εἰς τὸ προσκυνητάριον μετὰ θυμιατοῦ ἤρχισε νὰ ἀπαγγέλλῃ τὴν ὡραίαν καὶ μεγαλοπρεπῆ εὐχὴν τῶν ἑορτασίμων κολλύβων·

«Ὁ πάντα τελεσφορήσας τῷ λόγῳ σου, Κύριε, καὶ κελεύσας τῇ γῇ παντοδαποὺς ἐκφύειν καρποὺς εἰς ἀπόλαυσιν καὶ τροφὴν ἡμετέραν, ὁ τοῖς σπέρμασι τοὺς Τρεῖς Παῖδας καὶ Δανιὴλ τῶν ἐν Βαβυλῶνι ἁβροδιαίτων λαμπροτέρους ἀναδείξας, αὐτός, πανάγαθε Βασιλεῦ, καὶ τὰ σπέρματα ταῦτα σὺν τοῖς διαφόροις καρποῖς εὐλόγησον, καὶ τοὺς ἐξ αὐτῶν μεταλαμβάνοντας πιστοὺς δούλους σου ἁγίασον· ὅτι εἰς δόξαν σήν, Κύριε, καὶ εἰς τιμὴν καὶ μνήμην τοῦ ἁγίου καὶ ἐνδόξου μεγαλομάρτυρος Θεοδώρου τοῦ Τήρωνος, ταῦτα προετέθησαν παρὰ τῶν σῶν δούλων, καὶ εἰς μνημόσυνον τῶν ἐν εὐσεβείᾳ καὶ πίστει τελειωθέντων».

Ἀπήγγελλεν ἀκόμη ὁ παπα-Ζαχαρίας τὴν εὐχήν, καὶ δὲν εἶχεν ἀρχίσει ἀκόμη τὸ «Μετὰ πνευμάτων δικαίων», διὰ νὰ διαβασθοῦν καὶ τὰ ἄλλα κόλλυβα, τὰ νεκρώσιμα, τὰ ὁποῖα εὑρίσκοντο ὁλόγυρα, ὑπὸ τὴν εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ, δεξιά, ἐπὶ τῶν βαθμίδων τοῦ τέμπλου, καὶ τὰ ξυπόλυτα παιδιὰ τοῦ δρόμου, καὶ τὰ ἀχτένιστα καὶ ἄνιφτα φτωχοκόριτσα τῆς ἐνορίας εἶχον συσπειρωθῆ τριγύρω εἰς τὰς βαθμίδας, καὶ ἐθορύβουν, καὶ ᾐσθάνοντο ἀκάθεκτον ὁρμὴν ν᾽ ἁρπάσωσι κόλλυβα. Μίαν ζεμπίλαν ἀρκετὰ μεγάλην ἐκράτει εἰς τὴν χεῖρα ὁ κὺρ Προκόπης, ὁ ἐπίτροπος, καὶ ἄλλην τεραστίαν ζεμπίλαν ὁ μπαρμπα-Δημητρός, πρώην ἐπίτροπος, νῦν νεωκόρος, ὅστις ἐφώναζε κ᾽ ἐχειρονόμει, προσπαθῶν νὰ κατασιγάσῃ τὸ ἀπειθάρχητον καὶ ἀχαλίνωτον στῖφος τῶν παιδίων.

―Ἥσυχα, βρὲ παιδιά, ἐψιθύριζε μαλακὰ ὁ κὺρ Προκόπης. Ὅλοι θὰ πάρετε.

― Θὰ ἡσυχάσετε, βρὲ σεῖς, κλῆρες*; ἔκραζεν ὁ μπαρμπα-Δημητρός. Θὰ σπάσετε τὰ ξένα πιᾶτα, κακὸ χρονἄχετε! Μὴ χύνετε τὰ κόλλυβα κάτω, φωτιὰ νὰ σᾶς κάψῃ!… Ἥσυχα… σταθῆτε… δὲ θὰ πάρῃ κανένας ἐδῶ… Θὰ κάμετε τὶς πλάκες τῆς ἐκκλησιᾶς σὰν τὰ μοῦτρά σας… βρέ, πανοῦκλες! ὄξου! ὄξου!

―Ὄξου! ἔκραξε κι ὁ κὺρ Προκόπης ὁ ἐπίτροπος· ὄξου θὰ μοιρασθοῦν.

Ὁ μπαρμπα-Δημητρὸς ἔκυπτεν ἐν ἀγωνίᾳ, κ᾽ ἐπάσχιζε ν᾽ ἀδειάσῃ τὰ πιᾶτα δύο-δύο εἰς τὴν ζεμπίλαν, καὶ οἱ πανοῦκλες ἔπεφταν μὲ τὰ μοῦτρα κι ἅρπαζαν μὲ τὲς φοῦχτές των, κ᾽ ἐγέμιζαν τοὺς κόλπους τῶν ὑποκαμίσων των, προέχοντας ὡς πανιὰ τὰ ὁποῖα ὁ ἄνεμος φουσκώνει.

― Κακὸ μπουρίνι αὐτό, μπαρμπα-Δημητρό, εἶπεν ὁ Γιάννης ὁ Ντάτσος, κύψας καὶ αὐτὸς ν᾽ ἁρπάσῃ μίαν φούχταν κόλλυβα ἀπὸ τὴν μεγάλην ζεμπίλαν.

― Μπουρίνι, καλὰ λές, Γιάννη, εἶπεν ὁ γερο-Δημητρός, συλλαβὼν τὴν χεῖρα τοῦ Γιάννη, καὶ πιέζων αὐτὴν σφιχτὰ μέσα εἰς τὴν ζεμπίλαν, διὰ ν᾽ ἀφήσῃ τὰ κόλλυβα. Καλὰ τὸ παρωμοίασες. Σὰν τὴ βάρκα ποὺ θὰ πέσῃ μέσα ἀέρας δυνατός, καὶ σαστίζει κανείς, τὴ σκότα νὰ μαζέψῃ, τὸ τιμόνι νὰ μαντζαριστῇ* ἢ τὸ κουπὶ νὰ δουλέψῃ.

Κ᾽ ἐνῷ ἠγωνίζετο ν᾽ ἀποκρούσῃ τὴν ἔφοδον τοῦ Γιάννη, ἀπὸ τὸ ἄλλο μέρος τὰ παλιόπαιδα καὶ τὰ φτωχοκόριτσα ἅρπαζαν ὁλόκληρα πιᾶτα κ᾽ ἐγέμιζαν τοὺς κόλπους των ἢ τὰς ποδιάς των.

―Ὄξου! ὄξου! ἐφώναξε πάλιν ὁ κὺρ Προκόπης, συλλαβὼν δύο μάγκας ἀπὸ τὸ αὐτί.

Ὠφεληθεὶς ἀπὸ τὸν ἀντιπερισπασμόν, ὁ Ἀποστόλης ὁ Κακόμης, τοῦ ἥρπασεν ἀπὸ τὴν χεῖρα τὸ δεύτερον ζεμπίλι, τὸ μικρότερον, τάχα διὰ νὰ τὸν ξαλαφρώσῃ.

―Ἐγὼ τὰ μοιράζω, κὺρ Προκόπη, ἔκραξεν, ἐγώ· ἡσύχασε τουλόγου σου.

* * *

Τριγύρω εἰς τὸ προσκυνητάρι, ἀφοῦ ἐτελείωσεν ἡ εὐχὴ τῶν κολλύβων τῶν πρὸς τιμὴν τοῦ Ἁγίου, οἱ παπάδες ἔδωκαν ἀπὸ μίαν φούχταν κόλλυβα εἰς πολλὲς ἐνορίτισσες, ὁποὺ ἔκαμναν καρτέρι ἐκεῖ, θέλουσαι νὰ λάβωσι κόλλυβα κατ᾽ ἀπαίτησιν τῶν θυγατέρων των ἢ τῶν νεανίδων ἀδελφῶν των, ὅσαι ἐπεθύμουν νὰ ἴδωσι τὴν μοῖράν των διὰ τῆς θαυματουργοῦ δυνάμεως τῶν κολλύβων. Ἔτρεξαν ἐκεῖ καὶ μάγκες καὶ παλιοκόριτσα, ἀλλ᾽ ὁ παπα-Νικόλας, ἀφοῦ ἔδωκεν ἀνὰ ἓν ἁπλόχερον εἰς ὅσας ἐπρόφθασαν καὶ ἐκενώθη ἡ μία σουπιέρα, ἔλαβε τὴν ἄλλην σουπιέραν καὶ τὴν ἀπεκόμισεν εἰς τὸ ἱερὸν βῆμα, μὲ σκοπὸν νὰ στείλῃ κατ᾽ οἴκους καὶ εἰς ἄλλας ἐνορίτιδας.

Ἐν τῷ μεταξύ, ἡ τεραστία ζεμπίλα, διὰ χειρῶν τοῦ μπαρμπα-Δημητροῦ, μετὰ πολλοὺς ὠθισμοὺς καὶ ἑλκυσμούς, ἔφθασεν αἰσίως ἔξω εἰς τὴν ὑψηλὴν πεζούλαν τοῦ νάρθηκος, ὅπου ὁ ὁρμαθὸς τῶν παιδίων ἐκρεμάσθη τριγύρω εἰς τὴν βράκαν τοῦ μπαρμπα-Δημητροῦ, ἐνῷ ἡ ἄλλη, ἡ μικρὴ ζεμπίλα τοῦ Κακόμη, εἶχε ναυαγήσει εἰς τὸν μισὸν δρόμον καὶ διεσπάρησαν τὰ κόλλυβα ἐδῶ κ᾽ ἐκεῖ εἰς τὰ μάρμαρα καὶ εἰς τὸ ἔδαφος τῆς γῆς, κ᾽ ἔπεφταν μὲ τὰ μοῦτρα τὰ παιδιά, ἐν ἀλαλαγμῷ καὶ τὰ ἅρπαζαν. Μία πρώιμη κλῶσσα μὲ τὰ πουλάκια της καὶ ἄλλαι παχεῖαι ὄρνιθες, ἡμίσεια δωδεκάς (ὅλαι αἱ ὄρνιθες τῆς γειτονιᾶς ἦσαν παχεῖαι, χάρις εἰς τὰ κόλλυβα), ἔτρεξαν κ᾽ ἔπεσαν εἰς τὰ κόλλυβα, ἔψαχναν, ἔφευγαν, μὲ φόβον καὶ μὲ ἀποκοτιάν, κ᾽ ἐγύριζαν, κ᾽ ἔτρωγαν μὲ κλωγμοὺς καὶ κικκαβισμοὺς δυσπίστους.

Καὶ τὸ σμῆνος τῶν παιδίων γύρω εἰς τὴν βράκαν τοῦ Δημητροῦ ἐβόμβει κ᾽ ἔκαμνε φοβερὸν θόρυβον, καὶ δὲν ἔπαυε ν᾽ ἀκούεται ἡ κραυγή:

― Δῶ μ᾽ κ᾽ ἐμένα μπάρμπα!

― Κ᾽ ἐμένα μπάρμπα!

― Τώρα πῆρες ἐσύ!

―Ἐγὼ δὲν ἐπῆρα!

― Κ᾽ ἐγὼ δὲν ἐπῆρα!

Τὸ παιδίον ἐδείκνυεν ἀφελῶς τὰς χεῖράς του κενάς, πλὴν ὁ κόρφος ἐφούσκωνε· καὶ τὸ ἄλλο παιδίον, μὲ τὸ στόμα πλῆρες, ἔκαμνεν ὅρκον ὅτι δὲν ἐπῆρε.

Πολλοὶ ἄνδρες, ἐξελθόντες ἀπὸ τὰ μαγαζεῖα, πτωχαὶ γυναῖκες, βαστοῦσαι νήπια εἰς τὰς ὠλένας, ἦλθον, κ᾽ ἔτεινον τὰς χεῖρας διὰ τὰ κόλλυβα.

Κ᾽ ἔλεγον:

― Θεὸς σχωρέσ᾽! Θεὸς σχωρέσῃ!

― Δῶ μ᾽ κ᾽ ἐμένα, μπάρμπα.

―Ἐγὼ δὲν ἐπῆρα!

― Μά τὸ ναὶ καὶ μά τὸ ὄ;

― Μά τὸ ψέμα π᾽ σὲ γελῶ.

Τὸ νέφος τῶν παιδίων ἔβρεμεν ἀκόμη γύρω εἰς τὴν ζεμπίλαν τοῦ μπαρμπα-Δημητροῦ, ὅταν ἐξῆλθεν ἀπὸ τὸν ναὸν ἡ θεια-Ζήσαινα, διὰ νὰ ζητήσῃ καὶ αὐτὴ ὀλίγα κόλλυβα πεθαμένα, διὰ νὰ σχωρέσῃ. Ἐκεῖνα τὰ ὁποῖα τῆς εἶχε δώσει, ἀπὸ τὰ κόλλυβα τὰ πανηγυρικά, ὁ παπα-Νικόλας, τὰ εἶχε δέσει καλὰ εἰς τὴν μίαν ἄκρην τῆς μεγάλης μανδήλας της. Εἶτα εἶχεν ὑπάγει πρὸς τὸ μέρος τοῦ τέμπλου, κ᾽ ἐκεῖ εὑρέθη μία φίλη της κρατοῦσα ἓν πιᾶτον μισογεμᾶτον κόλλυβα. Τῆς ἔδωκε κ᾽ ἐκείνη μίαν φούχταν.

Τὰ κόλλυβα ταῦτα ἡ θεια-Ζήσαινα τὰ ἐξέλαβεν ἐπίσης ὡς ἅγια, ὄχι ὡς νεκρώσιμα, καὶ ἠθέλησε νὰ τὰ δέσῃ εἰς τὴν ἰδίαν ἄκρην τῆς μανδήλας της, μαζὶ μὲ τὰ ἄλλα. Τότε ἡ γυνὴ τῆς λέγει ὅτι ἦσαν πεθαμένα τὰ κόλλυβα αὐτὰ καὶ δὲν ἔπρεπε νὰ βάλῃ μαζὶ ἅγια καὶ πεθαμένα, διότι τότε ἐκείνη ἡ κόρη, ὁποὺ θὰ τὰ ἔβαλλεν εἰς τὸ προσκέφαλόν της, διὰ νὰ ἰδῇ τὴν μοῖράν της, θὰ ἔβλεπεν εἰς τὸ ὄνειρόν της μόνον ἀποθαμένα πρόσωπα, ἀντὶ νὰ ἰδῇ τὸν πολυπόθητον μέλλοντα ἀρραβωνιαστικόν.

Ἡ θεια-Ζήσαινα τὰ εἶχεν ἐκλάβει ὡς ἅγια, διότι ἦσαν μὲ ἀρτυμὴν παρεσκευασμένα, δηλαδὴ μὲ μεῖγμα μέλιτος καὶ σεμιγδάλεως. Διότι μόνον τὰ ἑορτάσιμα κόλλυβα παρασκευάζονται κατὰ τὸν τρόπον τοῦτον. Τὰ νεκρώσιμα εἶναι καθαρὸν βρασμένον σιτάρι, στολισμένα μόνον μὲ ὀλίγους σταυροὺς ἀπὸ σταφίδας, μὲ κοφέτα ἢ μὲ λοβιὰ ἀπὸ ρόδι, εἰς τὴν ἐπιφάνειαν. Κάποια ὅμως ξένη, λιμενάρχαινα ἴσως ἢ εἰρηνοδίκαινα, μὴ γνωρίζουσα τὸ γνήσιον ἔθιμον τοῦ τόπου, εἶχε κατασκευάσει μὲ τοιοῦτον ἄρτυμα τὰ νεκρώσιμα κόλλυβα, τὰ ὁποῖα εἶχε στείλει εἰς τὴν ἐκκλησίαν. Καὶ ἐκ τῶν κολλύβων ἐκείνων τῆς ἔδωκεν τῆς θεια-Ζήσαινας ἡ πτωχὴ γυνή, ἥτις εἶχεν ἐπιφορτισθῆ ἀπὸ τὴν ξένην ἀρχόντισσαν τὸ κουβάλημα τῆς προσφορᾶς καὶ τῶν κολλύβων, καὶ τὴν ἐπιστροφὴν τοῦ πιάτου καὶ τοῦ προσοψίου εἰς τὴν οἰκίαν.

* * *

Λοιπὸν ἡ Ζήσαινα τὰ ἔδεσε χωριστά, τὰ κόλλυβα ταῦτα, εἰς ἄλλην ἄκρην τῆς μανδήλας της, λέγουσα ὅτι θὰ ἐφίλευε τὰ πτωχὰ ἐγγονάκια της, καὶ αὐτὴ ἐξῆλθεν εἰς τὸν πρόναον διὰ νὰ λάβῃ καὶ ὀλίγα ἄλλα ἁπλᾶ νεκρώσιμα κόλλυβα, διὰ νὰ φάγῃ καὶ νὰ εἴπῃ Θὲ-σχωρὲς καὶ αὐτή. Ὅταν ὅμως ἔφθασεν εἰς τὴν οἰκίαν της, καὶ ἠθέλησε νὰ δώσῃ τὰ ἅγια κόλλυβα εἰς τὴν ἀνύπανδρον κόρην της, διὰ νὰ ἰδῇ τὴν μοῖράν της αὕτη, εἶχε συγχύσει τοὺς δύο κόμβους, καὶ δὲν ἐγνώριζε πλέον ποῖον κομπόδεμα περιεῖχε τὰ ἅγια καὶ χαρμόσυνα κόλλυβα καὶ ποῖον τὰ πένθιμα καὶ πεθαμένα. Διότι καὶ τὰ δύο ἦσαν παρεσκευασμένα μὲ ἀρτυμήν.

Καὶ μισὴν ὥραν ὕστερον, ὅταν ἦλθε πρὸς τὴν Σειραϊνὼ (ἥτις ἦτο ὄχι ἁπλῶς γειτονοπούλα ἀλλ᾽ ἀρχοντοπούλα καὶ προστάτις δι᾽ αὐτήν), φέρουσα καὶ δι᾽ αὐτὴν ὀλίγους κόκκους, αὐθορμήτως, χωρὶς νὰ παρακληθῇ πρὸς τοῦτο, ἀλλ᾽ ἁπλῶς διὰ νὰ φανῇ ὑποχρεωτική, δὲν ἦτο πλέον βεβαία ἂν τὰ κόλλυβα τὰ ὁποῖα ἔδιδεν ἦσαν πράγματι ἅγια ἢ ἦσαν πεθαμένα.

Τὸ Σειραϊνὼ δὲν εἶχε φροντίσει διὰ κόλλυβα. Δὲν εἶχε τὴν τόλμην τῶν πολλῶν κορασίδων, διὰ νὰ περιεργάζεται καὶ νὰ πολυπραγμονῇ εἰς τὰ τοιαῦτα, πλήν, ἀφοῦ αὐθορμήτως τῆς ἔφεραν κόλλυβα, τὰ ἐδέχθη καὶ αὐτή.

Δὲν ἦτο ἱκανὴ νὰ κάμῃ ἐκεῖνο τὸ ὁποῖον ἤκουεν ὅτι ἔκαμναν ἄλλαι ὁμήλικές της, καὶ τὸ ὁποῖον πολὺ ὡμοίαζε μὲ μάγια, ἂς εἶχε καὶ εὐλαβείας ἐπίχρισμα. Νὰ ἐξέλθῃ διὰ νυκτὸς εἰς τὴν αὐλήν, κρατοῦσα μαυρομάνικον μαχαίριον, ν᾽ αὐλακώσῃ δι᾽ αὐτοῦ τὴν γῆν, νὰ σπείρῃ τὰ κόλλυβα, καὶ νὰ περιέλθῃ τρεῖς γύρες ψιθυρίζουσα:

Ἅι μ᾽ Θόδωρε καλέ,

κὶ καλὲ κὶ ταπεινέ,

ἀπ᾽ τὴν ἔρημο περνᾷς,

κὶ τὶς μοῖρες χαιρετᾷς.

Ἂν βρῇς κ᾽ ἐμὲ τὴ μοῖρά μου, νὰ μοῦ τὴν χαιρετίσῃς.

Ἀλλὰ θὰ ἐφήρμοζε τὴν ἁπλουστέραν μέθοδον. Θὰ ἔβαλλε τὰ κόλλυβα ὑποκάτω ἀπὸ τὸ προσκέφαλόν της, καὶ ἴσως ἔβλεπε κανὲν ὄνειρον.

Εἶδεν ὄνειρα.

* * *

Πρόσωπα, προσωπάκια πολλά, χλωμά, μικρούτσικα, μὲ σφαλιστὰ μάτια. Εἶδε κοράσια μικρά, ἀδελφάς της, ἐξαδέλφας της, θυγάτρια γειτονισσῶν, ὅλας ἀποθαμένας. Εἶδε στεφάνους ἀπὸ νεκρολούλουδα, στεφάνους παρθενικούς, μὲ θυμιάματα καὶ μὲ ἀκτῖνας. Καὶ ἕνα στεφάνι, τὸ στεφάνι τὸ ἰδικόν της, τῆς ἔφευγεν ἀπὸ τὴν κόμην τὴν καστανήν, καὶ ἀνέβαινε πρὸς τὸν οὐρανόν, ἐν μέσῳ αἴγλης καὶ μαρμαρυγῆς καὶ δόξης ἀφάτου.

Τὰ κόλλυβα, τὰ ὁποῖα τῆς εἶχε δώσει ἡ Ζήσαινα, μὴ ἦσαν πεθαμένα;

Τέλος, εἶδε καὶ ἓν πρόσωπον ζωντανόν· ἕνα νέον, περὶ τοῦ ὁποίου εἶχεν ἐκφρασθῆ ἄλλοτε ὅτι θὰ τὸν ἐπροτίμα ὡς γαμβρὸν ὁ πατήρ της.

Εἶδε τὸ πρόσωπον τοῦτο, ἀλλ᾽ ὡσὰν εἰς ταξίδι, καὶ ὡς νὰ ἦσαν ἕτοιμοι πρὸς χωρισμόν. Αὐτὴ τάχα ἦτον ἕτοιμη νὰ φύγῃ, κ᾽ ἐκεῖνος ἔμενεν· ἔλεγεν ὅτι ἤθελε μείνει δι᾽ ὀλίγον καιρόν. Καὶ τῆς ἔδιδε μαζί της ὡς ἐφόδιον ἓν μαραμμένον καὶ φυλλορροοῦν γαρόφαλον ἀπὸ τὴν ἰδίαν γάστραν της. Καὶ αὐτὴ ἔγινε περίεργη νὰ μετρήσῃ τὰ μαραμμένα φύλλα του, καὶ τὰ εὗρε σαράντα.

* * *

Τὸν Ἰούνιον τοῦ ἐπιόντος ἔτους, ἐτελεῖτο ὁ γάμος τῆς Σειραϊνῶς μετὰ τοῦ νέου, τὸν ὁποῖον εἶχεν ἰδεῖ εἰς τὸν ὕπνον της.

Τὸν ἑπόμενον Ἰούλιον, μετὰ σαράντα ἀκριβῶς ἡμέρας, ἡ Σειραϊνώ, ἡ λευκὴ καὶ ἄχολος περιστερά, ἔφευγεν ἀπὸ τὸν κόσμον τοῦτον, φθισικὴ καὶ μαραμμένη.

Τὰ κόλλυβα τοῦ Ἁγίου Θεοδώρου τῆς εἶχαν ἀποκαλύψει διπλῆν τὴν μοῖράν της. Εἴθε ὁ νυμφικὸς στέφανος, τὸν ὁποῖον δὲν ἐπρόφθασε νὰ χαρῇ, εἴθε ὁ στέφανος ὁ παρθενικός, τὸν ὁποῖον τῆς ἠρνήθησαν ἐπὶ τῆς νεκρικῆς κλίνης οἱ ἄνθρωποι, νὰ τὴν στέφῃ διπλοῦς καὶ ἀμάραντος εἰς τὸν ἄλλον κόσμον."

(Ἐκδόσεις Δόμος, Ν.Δ. Τριανταφυλλόπουλος, τόμος γ)


***Βλ. περισσότερα για το έθιμο τούτο και εδώ: Ο Άγιος Θόδωρος και το φανέρωμα του γαμπρού

Παρασκευή 1 Μαρτίου 2024

Ο άγιος παπα-Νικόλας ο Πλανάς, ο Παπαδιαμάντης, ο Μωραϊτίδης κι η Αθήνα τότε...

 "Ο παπα-Νικόλας ως μπήκε στη θαλπωρή της εκκλησίας έβγαλε τον μποξά του. Ύστερα πήρε κερί απ'το παγκάρι τ'άναψε κι αφού το κράτησε με τ'αριστερό χέρι, έκανε μετάνοιες και προσκύνησε όλες τις εικόνες. Κατόπι στάθηκε καταμεσίς του ναού και γυρίζοντας προς το εκκλησίασμα το ευλόγησε στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα και μπήκε στο Άγιο Βήμα. Εκεί φόρεσε πετραχήλι και φελόνι και ξαναβγήκε στην Ωραία Πύλη θυμιατίζοντας, ενώ μπροστά του έστεκε πάντοτε ο λαμπαδούχος καλόγερος. 

Η αγρυπνία είχε ξεκινήσει βέβαια από πιο νωρίς. Ο λαμπαδάριος Χριστοφίλης, ένας ψηλόλιγνος, καλοκάγαθος άνθρωπος, είχε χτυπήσει την καμπάνα. Και ύστερα άναψε τα καντήλια και έβαλε μπόλικο αρωματικό θυμίαμα στο θυμιατό καθοδηγούμενος από τον εκκλησιάρχη και τυπικάρη κυρ Αλέκο Παπαδιαμάντη.

Στο μεταξύ, ο παπα-Χρύσανθος με τη λευκή γενειάδα του, βοηθούμενος και από δυο-τρεις αγιορείτες μοναχούς άρχισε το Μικρό Εσπερινό. Κι ως τέλειωσε φάνηκε κι ο παπα-Νικόλας. [...]

Τότε στάθηκε καταμεσίς του Ιερού ο παπα-Νικόλας, και με την ήρεμη, απαλή φωνή του ξεκίνησε το Μεγάλο Εσπερινό. 

-"Ευλόγησον Δέσποτα... Δόξα τὴ ἁγία, καὶ ὁμοουσίω, καὶ ζωοποιῶ, καὶ ἀδιαιρέτω Τριάδι"... Ενώ ταυτόχρονα ο εκκλησιάρχης άρχισε να ψάλλει:

-"Δεῦτε, προσκυνήσωμεν καὶ προσπέσωμεν τῷ βασιλεῖ ἡμῶν Θεῷ..."

Από κείνη τη στιγμή και ύστερα ο Μέγας Εσπερινός με βυζαντινή μεγαλοπρέπεια και κατάνυξη προχωρούσε μαζί με την παγωμένη νύχτα έξω που σκέπαζε την κοιμισμένη Αθήνα. 

Αληθινή μυσταγωγία. Αίσθηση απόλυτης γαλήνης και έκστασης. Ένθεη προσήλωση του πλήθους στο κύλημα και τη ροή της αγρυπνίας. Έλεγες πως δεν βρισκόταν πάνω στη γη ο λειτουργός. Αλλά οι άγγελοι τον κρατούσαν ψηλά σε σύννεφα, πάνω απ'τις ανάσες και τα βλέμματα των ανθρώπων. 

Ξεχωριστά, τα μικρά παιδιά που υπηρετούσαν μέσα στο Ιερό έμεναν έκθαμπα, καθώς τούτο το θαυμαστό γεγονός το έβλεπαν με τα ίδια τα αθώα μάτια τους ως οπτασία και φαντασία! 

-Μάνα ο παπάς, ο παπα-Νικόλας πετάει, πετάει ψηλά, είπε ένα δεκάχρονο αγόρι.

Κι εκείνη για να ηρεμήσει το παιδί της, το καθησύχασε:

-Μη φοβάσαι, γιε μου, έτσι συμβαίνει σ'όλους τους παπάδες που λειτουργούν!

-Και τί κάνουν δηλαδή;

-Μιλούν με το Θεό!"

"Ως εδραιώθηκε στην Αθήνα ο κυρ Αλέκος Παπαδιαμάντης ευτύς και με τη βοήθεια του ξαδέλφου του Μωραϊτίδη βρέθηκε σε παρέες συμποτικών φίλων που σύχναζαν στα ταβερνάκια και μπακάλικα τα διάσπαρτα τότε μέσα στα στενοσόκακα της Πλάκας, του Ψυρρή, του Μεταξουργείου και στις άλλες φτωχογειτονιές της Αθήνας. [...]

Καθώς η κουβέντα κυλούσε έπιναν του καλού καιρού το κρασάκι τους. Έκαναν τα πειράγματά τους και φλυαρούσαν. Μα ο κυρ Αλέκος σ'όλο αυτό το διάστημα δεν έβγαζε άχνα από το στόμα του! Σωπούσε κι έκανε τάχα πως χάζευε. Ήταν όμως ευχαριστημένος απ'το ωραίο κρασί, την απλότητα των ανθρώπων και την εγκαρδιότητά τους. [...]

-Αγρυπνίες, αγρυπνίες γίνονται εδώ στην Αθήνα; [...]

Απ'την πρώτη κιόλας αγρυπνία στον Άγιο Ελισσαίο ο κυρ Αλέκος σκλαβώθηκε στην κυριολεξία. Παράδωσε λες την ψυχή του αμαχητί σ'αυτό το απροσποίητο όραμα. Σ'εκείνην την ιεροψαλτική μυσταγωγική ατμόσφαιρα. Κι από τότε δεν έλεγε πια να ξεκολλήσει.

Στην αρχή ο Παπαδιαμάντης παραστεκόταν στο δεξιό αναλόγιο. Σε λίγο όμως ζήτησε και τον άφησαν να ψέλνει κανονικά. ... Και σιγά σιγά μπήκε στο χορό της ψαλτικής του Αγίου Ελισσαίου κι όλοι άκουγαν με κατάνυξη θρησκευτική τη χαρακτηριστική φωνή του. [...]

Η όλη όμως ψαλτική πανδαισία στις αγρυπνίες του Αγίου Ελισσαίου συμπληρωνόταν και με τη μαεστρία του αριστερού ψάλτη. Κι αυτός ήτανε ο άλλος Αλέξανδρος, ο Μωραϊτίδης ο οποίος ήταν εξίσου εκφραστικός και παραδοσιακός."

"Ο Παπαδιαμάντης όταν άρχισε να γράφει τις διηγήσεις του θυμόταν, αναπολούσε και νοσταλγούσε τους ταπεινούς ποιμένες του νησιού του. Έγραφε τη ζωή, την πολιτεία, τα βάσανα και την αγιοσύνη τους. Μα όταν βρισκόταν και συναναστρεφόταν τον παπα-Νικόλα έβλεπε και ζούσε την πραγματική ιστορία τους και στην Αθήνα στο πρόσωπο του παπα-Πλανά. Τον παρακολουθούσε ως μία μορφή ζωγραφισμένη πάνω στο τέμπλο της Εκκλησίας ως μια πανάρχαια φιγούρα που ερχόταν βαθιά, μέσα από τους χριστιανικούς αιώνες...

Έβλεπε ολοζώντανα την ενσάρκωση των όσων πίστευε για τον ορθόδοξο παπά. Κι ευτύς πρόσφερε την καρδιά του σε μια ολοκληρωτική, πνευματική υποταγή, σ'ένα πέρα, ως πέρα, αληθινό, γνήσιο ποιμένα.

"Ποιμένας στην κυριολεξία είναι κείνος που μπορεί να αναζητήσει και να θεραπεύσει τα απολωλότα λογικά πρόβατα με την ακακία του, το ζήλο του και την προσευχή του." (Ιωάννης της Κλίμακος)"

"Αλλά σάμπως παρόμοια δεν ήταν η εμφάνιση σε απλότητα και η κοσμική αδιαφορία του παπα-Νικόλα; Και πάντα φτωχός δεν παράμενε ένεκα που όλα τα πρόσφερνε στους συνανθρώπους του; 

Είχαν την ίδια ηλικία: Γεννήθηκαν και οι δυο στα 1851. Και ήταν η προέλευσή τους κοινή, νησιώτικη: Ο ένας απ'τη Σκιάθο κι ο άλλος απ'τη Νάξο. Έφερναν δηλαδή μέσα τους κι οι δυο τις ίδιες παραδοσιακές αξίες του Ελληνισμού και της Ορθοδοξίας σε μια Αθήνα χαμένη μέσα στην ξιπασιά, στην κακία και στη δαιμονική απάτη και κατάξερη από πολιτιστική παράδοση.

"Ο νεοπλουτισμός κι η κοινωνική προκοπή άρχισαν τότε ακριβώς να απαρνιώνται τη λαϊκή τους καταγωγή, να περιφρονούν τις λαϊκές αξίες, να εγκαταλείπουν το ύπαιθρο και να βολοδέρνουν μέσα στα ευρωπαϊκά ρεύματα χωρίς να μπορούν να αφομοιώσουν τίποτα και να προσανατολιστούν πουθενά." (Γ.Βαλέτας)"


"Πάνω από όλα ο παπα-Νικόλας ήταν πατέρας. Και το μόνο που του έφτανε ήταν τα δάκρυα, η συντριβή κι η μετάνοια. 

Συχνά έρχονταν να τον επισκεφτούν άνθρωποι δήθεν αξιοσέβαστοι κι εξωτερικά συντετριμμένοι!... Μα όταν έφευγαν ο παπα-Νικόλας φαινόταν λυπημένος. Και τότε τον ρωτούσε η νύφη του αν θα γίνουν καλά ή αν χυθεί βάλσαμο στην ψυχή του. Κι ο παπα-Νικόλας κουνούσε το κεφάλι του αρνητικά, ψιθυρίζοντας:

-Δεν έχουν Μαριγούλα μου μερικοί άνθρωποι ψυχή! Δεν έχουν δάκρυα, τί να τους κάμω; Τί να τους κάμω;"...



*** Όλα τα αποσπάσματα κι οι εικόνες είναι από το βιβλίο του Δημήτρη Φερούση: "Ο παπακαλόγερος Νικόλας Πλανάς, ο Άγιος ποιμένας" (εκδόσεις Αποστολική Διακονία)

Σήμερα,  2 Μαρτίου γιορτάζουμε τη μνήμη του οσίου Νικολάου του Πλανά που ήρθε ορφανεμένο παιδί από την Νάξο για να καταστεί  Άγιος των Αθηνών...:

"Όσο περνούσε ο καιρός η ορφανεμένη από πατέρα φαμελιά της κυρα-Αυγουστίνας έβρισκε τον εαυτό της και το δρόμο της. Κανένας πανικός, καμία ανησυχία δεν θόλωνε τη γαλήνη του σπιτιού και την πίστη τους. [...] Ένα πλήθος νησιώτες από την Νάξο, εξάλλου, που είχαν εγκατασταθεί στου Ψυρρή, στο Γαλάτσι, στο Πολύγωνο και στην Πλάκα, έρχονταν συχνά στο σπίτι των Πλανάδων να τους κάνουν βίζιτα. Να μιλήσουν για το νησί, για τους ανθρώπους και τα πηγαινέλα τους. [...] 

Ο Νικόλας στο μεταξύ δε στεκόταν άπραγος. [...] Συνδιαλεγόταν με φωτισμένους κληρικούς, θεολόγους και μοναχούς. Και κέρδιζε καθημερινά σε γνώση και ωριμότητα. Συχνότερα όμως παρακολουθούσε εσπερινούς κι άλλες ακολουθίες, παίρνοντας μέρος πότε στο αναλόγιο και πότε μέσα στο Ιερό στις διάφορες χρείες των ιερών. [...]

Τελευταία είχε ανακαλύψει κι ένα απόμερο εκκλησάκι, πέρα από την Αθήνα, στους έρημους αγρούς του Πολυγώνου, στη Μεταμόρφωση. Εκεί γίνονταν μεγάλες και συχνές συνάξεις από καλογέρους της Σκιάθου και του Αγίου Όρους, ιερείς κι άλλους πνευματικούς ανθρώπους που τις παρακολουθούσε με ζήλο ο Νικόλας...":


(Αλεξάνδρου Μωραϊτίδη, "Το τάξιμον", εκδόσεις Νεφέλη)