Ανοιξιάτικα...

Καλοκαιρινά....

Φθινοπωρινά...

Χειμερινά...

Παντός καιρού...

Μυθολογικά...

Τρίτη 6 Ιανουαρίου 2009

εμείς και τα καλικαντζάρια που μας "κατσικωθήκανε"..

Τα Καλικαντζάρια ή Καλκανθρωπίσματα (δεν ξέρω, αλλά κάνω πολλούς συνειρμούς τελευταίως σχετικά με τούτη την ονομασία) ή Καλιτσάντεροι ή όπως αλλιώς τα ονοματίζει ο λαός μας (αναρίθμητες είναι οι ονομασίες τους), είναι κάτι ανθρωποειδή, αλλόκοτα όντα με αποκρουστική μορφή κι ακόμα πιο αποκρουστική συμπεριφορά που έχουνε το βίτσιο ολοχρονίς να ροκανίζουνε τον κορμό του δέντρου, που με τα κλαριά και τη φυλλωσιά του κρατάει τη φλούδα της γης. Με άλλα λόγια, ζούνε μονάχα για να τρώνε μανιωδώς το στύλο της γης, με απώτερο στόχο να την γκρεμοτσακίσουνε! Τούτα, λοιπόν, τα υποχθόνια και διαβολικά πλάσματα, κατοικούνε μέσα σε σπηλιές και μπουντρούμια, καταχωνιασμένα στα σκοτάδια του Τάρταρου, χωρίς ν'αντικρίζουν το φως, τρέμοντας από φόβο στη σκέψη μιας ηλιαχτίδας! Κι όταν ακόμη κατά το Δωδεκαήμερο, εγκαταλείπουν τα λαγούμια τους και ανεβαίνουν για ταξιδάκι αναψυχής στη γη (έτσι, για να βγάλουνε το άχτι τους περιπαίζοντας και βασανίζοντας τους ανθρώπους), ποτέ δεν κυκλοφορούν κάτω από το φως του ηλίου. Το σουλάτσο τους ξεκινά αφού σουρουπώσει και μόλις λαλήσει ο τρίτος πετεινός, τρέχουν πανικόβλητοι να κρυφτούν στα σκοτάδια τους! Αν και φέτος, βέβαια, μου φάνηκε πως τους πήρε το μάτι μου και μέρα μεσημέρι.. και, δυστυχώς, δεν νομίζω τούτο να οφείλεται στη ραγδαία μείωση των οικόσιτων πετεινών.. Φέτος σαν να μου φανερώθηκε τι σόι πλάσματα ήτανε αυτά που ο λαός μας ονομάτιζε "καλικαντζάρους", που τα μικρά παιδιά τρόμαζαν μονάχα και στο άκουσμά τους κι οι μεγαλύτεροι συμβολικά ξορκίζανε με κάθε μέσο τον ερχομό τους...

Φαίνεται πως, όπως ο κόσμος μας "εξελίσσεται", εξελίχτηκαν κι αυτά. Ψιλοσουλουπωθήκανε, για να μην αναγνωρίζουμε την ασκήμια τους, τυλιχτήκανε με κοστούμια και φορέσαν σκούρο γυαλί, για να μην τους αγγίζουνε οι ηλιαχτίδες, βγήκαν στην πιάτσα κι ανακατεύθηκαν με τους ανθρώπους κι έτσι "ινκόγκνιτο" πιάσανε δουλειά. Τί δουλειά; Μα τί άλλο από εκείνο το μοναδικό που ξέρανε! Να ροκανίζουν τον κορμό της ζωής... Ολοχρονίς υπόγεια, στα μουλωχτά, και τσούπ! τις γιορτιάρες μέρες βγήκανε για πλιάτσικο στην επιφάνεια, να κατασπαράξουνε κάθε σποράκι που γεννάει η ζωή, κάθε σποράκι που γεννά την ελπίδα... Να σκοτεινιάσουνε τον ουρανό, να κάνουνε τον ήλιο να κρυφτεί, να βάψουνε το χώμα κόκκινο..


Κι άντε να αισιοδοξώ πως τώρα, που κλείνει το Δωδεκαήμερο θα ξεκουμπιστούνε, θα γυρίσουνε πίσω στα λαγούμια τους.. Όσο και να το ευχηθώ, δύσκολο! Κάτι συμβαίνει και δε φτουράνε και τόσο οι ευχές τελευταίως.. (θέλουν κι αυτές το σύμμαχό τους..).. Αλλά κι έτσι να γινότανε, άντε πάλι θα ροκάνιζαν το ετοιμόρροπο το δέντρο της ζωής... άντε πάλι θα ξανάβγαιναν για πλιάτσικο.. Το μόνο, μετά από όλα αυτά, που μπορώ να σκεφτώ, είναι πως πρέπει να προστατέψουμε τούτο τον κορμό, τούτο το δέντρο.. από κει γίνεται η αρχή.. Στην τελική, ρε γαμώτο, είμαστε πιο πολλοί.. κάτι πρέπει να καταφέρουμε!

Σήμερα, λοιπόν, των Φώτων και του Φωτισμού! Πώς θα μπορούσε άραγε να απλώσει όλο το Φως και να διαλύσει το Σκοτάδι;...

...............................................................................................

Και μιας και ανεφέρθηκα στα Φώτα, σήμερα γιορτάζει μια ιδιαίτερα φωτεινή ψυχή, η Φωτεινούλα μας... Για τη Φωτεινούλα μου, λοιπόν, με όλη μου την αγάπη και τις πιο θερμές μου ευχές:

Παραμονή των Φώτων στο χωριό μου.. Νύχτα... κι ενώ διακρίνονται οι απειλητικές πατημασιές των καλικαντζάρων .. τραγούδια ευχετικά πλημμυρίζουνε τα σοκάκια... Άντρες του χωριού ξεχύνονται στα καλντερίμια, να "καλησπερίσουνε" κάθε σπιτικό, να ευχηθούνε σε κάθε νοικοκύρη, να κεραστούν και να τσουγκρίσουνε για ένα καλύτερο αύριο... Κι έτσι, λοιπόν, χαμογελάσα για λίγο κι εγώ, φλερτάροντας με την Ελπίδα.. :

"Να τον καλησπερίσουμε και τούτον τον αφέντη...

Καλησπερίσ' αφέντη μου, καλησπερίσ' κυρά μου

Απόψε ήρθα στο σπίτι σου, ήρθα στ'αρχοντικό σου

Να μη σου κακοφάνηκε, να μη σου πέσει βάρος

έτσι τα φέρνει ο καιρός και τα γυρίζει ο χρόνος

Αφέντη, αφεντούτσικε, δέκα φορές αφέντη

Δέκα κρατούν το άλογο, δέκα το καλιγώνουν

και δέκα το παρακαλούν να καβαλ'κέψ' ο αφέντης

Κι ο αφέντης καβαλίκεψε στ'αστέρι τ'άλογό του

αστέρι έχει στη μύτη του, φεγγάρι στο λαιμό του

και πίσω στην κουβέρτα του τρεις φραγκοπούλες παίζουν

Η μια παίζει τον ταμπουρά, η άλλη το λαγούτο

κι η τρίτη η μικρότερη παίζει με τον αφέντη

Παίζοντας και χορεύοντας αποκοιμήθ' ο αφέντης

φέρτε νταούλια να βροντούν, ζουρνάδες να χουιάζουν

για να ξυπνήσει ο αφέντης μας να λύσει το μαντήλι

Λύσε το αφέντη μ', λύσε το, το αργυρομάντηλό σου

κι αν έχεις και χρυσά φλουριά, δώς τα, μην τα λυπάσαι

κι αν έχεις και γλυκό κρασί, κέρνα τα παλικάρια

Κέρνα τα αφέντη μ', κέρνα τα, να σε πολυχρονίσουν

να ζήσεις χρόνια εκατό κι απάνω απ'τα διακόσια

κι απά διακόσια σα μπροστά, ν'ασπρίσεις, να γεράσεις

να γένεις σαν τον Όλυμπο, σαν τ'άσπρο περιστέρι

σαν τ'αηδονάκι που λαλεί, χειμώνα καλοκαίρι

Πολλά'παμε τ'αφέντη μας, ας πούμ' για την κυρά μας

Κυρά μ' ψιλή, κυρά μ' λιγνή, κυρά μ' καγκελοφρύδου

κυρά μ' όταν στολίζεσαι να πας στον αγιασμό σου

βάνεις τον ήλιο πρόσωπο και το φεγγάρι αστήθη

και του κοράκου το φτερό βάνεις καγκελοφρύδι

Πολλά'παμε για την κυρά, ας πούμε για την κόρη

'Εχεις και κόρη έμορφη γραμματικό γυρεύει

κι εκείνος ο γραμματικός πολλά προικιά γυρεύει

Γυρεύει αμπέλια 'τρύγυτα, χωράφια με τα στάχυα,

γυρεύει μύλους δώδεκα μ'όλους τους μυλωνάδες,

γυρεύει και τη θάλασσα με όλα τα καράβια,

γυρεύει και τον κυρ-βοριά να τα καλαρμενίζει

Προξενητάδες έρχονται μέσα από την Πόλη

κι όλοι ρωτούν, ξαναρωτούν πού νά'βρουν τέτοια κόρη

Πολλά'παμε της κόρης του, ας πούμε για το γιο του

Έχεις και γιο στα γράμματα, διαβάζει το ψαλτήρι,

να τ'αξιώσει ο Θεός να βάλει πετραχήλι

Στο σπίτ' που τραγουδήσαμε πέτρα να μη ραΐσει

κι ο νοικοκύρης του σπιτιού, χίλια χρόνια να ζήσει!"

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου