Ανοιξιάτικα...

Καλοκαιρινά....

Φθινοπωρινά...

Χειμερινά...

Παντός καιρού...

Μυθολογικά...

Δευτέρα 31 Δεκεμβρίου 2018

Ο Αμερικάνος


του Αλεξάνδρου Παπαδιαμάντη...


(Πίνακας του Γεωργίου Κόρδη: Τα κάλαντα)


ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΟΝ ΔΙΗΓΗΜΑ

Τοῦ Δημήτρη τοῦ Μπέρδε τὸ μαγαζὶ ὡμοίαζε, τὴν ἑσπέραν ἐκείνην, μὲ βάρκαν, κατὰ τὸ φαινόμενον φουρτουνιασμένην, δευτερόπρυμα* πλέουσαν, πληττομένην ὑπὸ τῶν κυμάτων τὴν μίαν πλευράν, μὲ τὸ ὕδωρ εἰσπηδῶν ἀπὸ τὴν κωπαστὴν καὶ περιρραντίζον τοὺς δυστυχεῖς ἐπιβάτας, ὅπου ὁ κυβερνήτης καὶ ὁ ναύτης του φαίνονται περιφρόντιδες, δίδοντες καὶ λαμβάνοντες προστάγματα εἰς ἀκατάληπτον γλῶσσαν, ὁ μὲν ἰθύνων μετὰ βίας τὸ πηδάλιον, ὁ δὲ λύων καὶ δένων τὰ ἱστία, βοηθῶν διὰ τῆς κώπης ἐκ τοῦ ὑπηνέμου, ἀμφότεροι τρέχοντες ἀπὸ τὴν πρύμνην εἰς τὴν πρῷραν, καταπτοοῦντες τοὺς ἀπειροτέρους τῶν ἐπιβατῶν, περιρραινομένους ἀπὸ τὸ ἀφρίζον κῦμα, ὀσφραινομένους ἐγγύθεν καὶ γευομένους τὴν ἅλμην. Ἐξημέρωναν δὲ Χριστούγεννα, καὶ ἕκαστος τῶν πελατῶν ἐπεθύμει νὰ κάμῃ τὰ ὀψώνιά του. Ὁ κὺρ Δημήτρης ὁ Μπέρδες ἔτρεχεν ἐμπρός, ὀπίσω, ἐκέρνα νοθευμένα τοὺς πελάτας, ἐπώλει ξίκικα εἰς τοὺς ἀγοραστάς, μὲ τὴν τρικυμίαν ἐσκορπισμένην εἰς τὴν ὄψιν καὶ τὴν γαλήνην ταμιευμένην ἐν τῇ καρδίᾳ, γοητευόμενος ἀπὸ τὰς φωνὰς τῶν θαμώνων, ἐνθουσιῶν ἀπὸ τὸν κρότον τῶν κερμάτων, τῶν πιπτόντων διὰ τῆς ἄνωθεν ὀπῆς, ὡς τὰ στρουθία εἰς τὴν παγίδα, εἰς τὸ καλῶς κλειδωμένον συρτάρι του. Τὸ παιδί, ὁ δεκαπεντούτης Χρῆστος, ἀνεψιός του ἐξ ἀδελφῆς, δὲν ἐπρόφθανε νὰ γεμίζῃ φιάλας ἐκ τοῦ βαρελίου, νὰ κακοζυγίζῃ βούτυρον ἐκ τοῦ πίθου, νὰ κενώνῃ μέλι ἐκ τοῦ ἀσκοῦ, μὲ τὴν ποδιὰν ὑψηλὰ εἰς τὸ στῆθος περιδεδεμένην, κ᾽ ἐξελαρυγγίζετο νὰ φωνάζῃ ἀμέσως! εἰς ὀκτὼ διαφόρους τόνους καὶ ὕψη· λέξιν τὴν ὁποίαν μὲ τὸν καιρὸν εἶχε κατορθώσει νὰ κολοβώσῃ εἰς ἀμές! εἶτα νὰ συντάμῃ εἰς ᾽μές! καὶ τέλος ν᾽ ἁπλοποιήσῃ εἰς ἔς!

Εἰς μίαν γωνίαν τοῦ μαγαζείου ὅμιλος ἐκ πέντε ἀνδρῶν ἐκάθηντο κ᾽ ἔπιναν τὴν μαστίχαν των, πρὶν διαλυθῶσι καὶ ἀπέλθωσιν οἴκαδε διὰ τὸ δεῖπνον. Ἦσαν ὅλοι ἐμποροπλοίαρχοι τοῦ τόπου, περιμένοντες τὴν κατάδυσιν τοῦ Σταυροῦ διὰ ν᾽ ἀποπλεύσωσι, κ᾽ ἐδεξιοῦντο ἕνα συνάδελφόν των, ἐκείνην τὴν ἑσπέραν φθάσαντα αἰσίως μὲ τὴν σκούναν του, τὸν καπετὰν Γιάννην τὸν Ἰμβριώτην· ἔκαμαν ὅλοι μὲ τὴν σειρὰν τὰ μουσαφιρλίκια, εἶτα ὁ καπετὰν Γιάννης ἠθέλησε καὶ αὐτὸς νὰ τοὺς κάμῃ τὰ σαλαμετλίκια*. Εἶτα εἷς ἕκαστος τῶν φίλων ἐπροθυμήθη νὰ κάμῃ κ᾽ ἐκ δευτέρου τὰ μουσαφιρλίκια, καὶ πάλιν ὁ καπετὰν Ἰμβριώτης ἐξανάκαμε τὰ σαλαμετλίκια. Ἕως ἐδῶ εὑρίσκοντο καὶ ὡμίλουν ζωηρῶς περὶ πραγμάτων τοῦ ἐπαγγέλματός των, περὶ ναύλων, κεσατίων, περὶ σταλίας, περὶ φορτώσεων κ᾽ ἐκφορτώσεων, περὶ ναυαγίων καὶ ἀβαριῶν. Ὁ καπετὰν Γιάννης διηγεῖτο διὰ μακρῶν τὰ τοῦ τελευταίου ταξιδίου του, καὶ εἶπεν ὅτι, ἀκουσίως του, ἕνεκα δυστροπίας τῶν τουρκικῶν ἀρχῶν, ἠναγκάσθη νὰ διατρίψῃ ἐπὶ ἡμέρας ἐν Βόλῳ, ὅπου εἶχε προσεγγίσει πρὸς μερικὴν ἐκφόρτωσιν.

― Ἄ! δὲν σᾶς εἶπα καὶ γιὰ ἕνα γιουλτζὴ ποὺ πῆρα ἀπ᾽ τὸ Βόλο, εἶπε.

―Ἐπῆρες κανέναν ἐπιβάτη ἀπ᾽ τὸ Βόλο; ἠρώτησεν εἷς τῶν φίλων του.

― Δὲν ἠθέλησε νὰ ξεμπαρκάρῃ, ἔμεινε μὲς στὴ σκούνα. Τοῦ εἶπα νὰ τὸν πάρω μ᾽σαφίρη στὸ σπίτι, καὶ δὲ θέλησε.

― Καὶ γιὰ ποῦ πάει;

―Ἕως ἐδῶ, κατὰ τὸ παρόν. Τὸν ἠρώτησα, δὲν ἠθέλησε νὰ μοῦ πῇ.

― Καὶ τί δουλειὰ ἔχει ἐδῶ;

― Τί ἄνθρωπος εἶναι;

― Πῶς σοῦ φάνηκε; διεσταυροῦντο αἱ ἐρωτήσεις τῶν πλοιάρχων.

― Εἶναι ἄνθρωπος ποὺ ἔχει ξουραφισμένο τὸ μουστάκι καὶ τὰ γένεια, κ᾽ ἔχει ἀφημένες μόνον τρίχες ἀποκάτ᾽ ἀπ᾽ τὸ σιαγόνι καὶ στὸ λαιμό. Μοῦ φάνηκε σὰν Ἐγγλέζος, σὰν Ἀμερικάνος, μὰ ὄχι πάλι σωστὸς Ἐγγλέζος οὔτε σωστὸς Ἀμερικάνος· τὰ ὀλίγα λόγια ποὺ μοῦ εἶπε ρωμέικα, τὰ εἶπε μ᾽ ἕναν τρόπο δύσκολο καὶ συλλογισμένο, ὄχι καὶ πολὺ ξενικό, σὰν νὰ ἤξερε μιὰ φορὰ ρωμέικα καὶ τὰ ξέχασε. Τὲς πλειότερες φορὲς συνεννοηθήκαμε μὲ κάτι λίγα ἰταλικὰ ποὺ ξέρω κ᾽ ἐγώ.

― Σοῦ εἶπε τ᾽ ὄνομά του;

― Στὰ χαρτιὰ τὸν ἐπέρασα ὡς Τζὼν Στόθισον, μὲ ἀμερικάνικο πασαπόρτι.

Τὴν στιγμὴν ἐκείνην ὁ καπετὰν Γιάννης, ὅστις ἐκάθητο ἐρείδων τὰ νῶτα ἐπὶ τοῦ τοίχου, πρὸς τὴν θύραν βλέπων, ἀκουσίως ἀνέκραξεν:

― Ἄ! νά τος!

Ὅλοι ἐστράφησαν πρὸς τὴν θύραν.

* * *

Εἶχεν εἰσέλθει ἄνθρωπος ὑψηλός, καλοφορεμένος, ὣς σαρανταπέντε ἐτῶν, ὡραῖος, ἀνοικτοπρόσωπος, ἐξυρισμένος μύστακα καὶ γένειον, πλὴν ὀλίγων τριχῶν ὑπὸ τὸν πώγωνα καὶ πρὸς τὸν λαιμόν, μὲ παχεῖαν χρυσῆν καδέναν ἐπὶ τοῦ στήθους, ἀφ᾽ ἧς ἐκρέμαντο μικρὸν ἐγκόλπιον καί τινες βῶλοι χρυσοῦ. Ποίας φυλῆς, ποίου κλίματος ἦτο, δυσκόλως ἠδύνατο νὰ εἰκάσῃ τις. Ἐφαίνετο ἀποκτήσας οἱονεὶ ἐπίχρισμα ἐπὶ τοῦ προσώπου, ὡς προσωπίδα τινὰ ἄλλου κλίματος, εὐζωίας καὶ πολιτισμοῦ, ὑφ᾽ ἣν ἐλάνθανε κρυπτομένη ἡ ἀληθὴς καταγωγή του. Ἐβάδιζε μὲ βῆμα ἀβέβαιον, ρίπτων βλέμμα ἔτι ἀβεβαιότερον πρὸς τὰ περὶ αὑτὸν πρόσωπα καὶ πράγματα, ὡς νὰ προσεπάθει νὰ κατατοπισθῇ ὅπου ἦτο.

Ἐνῷ πρὸ τῆς δύσεως τοῦ ἡλίου ἠρνήθη, ὡς διηγεῖτο ὁ πλοίαρχος Ἰμβριώτης, ν᾽ ἀποβιβασθῇ εἰς τὴν πολίχνην, ἅμα ἐνύκτωσε παρεκάλεσε τὸν ἐπὶ τοῦ πλοίου μείναντα ναύτην, ὅστις, ἐπειδὴ δὲν ἦτο ἐντόπιος, δὲν εἶχε ποῦ νὰ ὑπάγῃ, κ᾽ ἔμεινε φύλαξ τῆς σκούνας, νὰ τὸν ἀποβιβάσῃ εἰς τὴν ξηράν. Ὁ ναύτης ὑπήκουσεν. Ὁ ξένος ἄφησε τὴν ἀποσκευήν του, συγκειμένην ἀπὸ τρεῖς ὑπερμεγέθεις κασσέλας, εἰς τὸν θάλαμον τῆς πρῴρας, κ᾽ ἐξῆλθεν. Ἅμα ἀποβιβασθείς, εὑρέθη εἰς τὴν παραθαλάσσιον ἀγοράν, κ᾽ ἐκοίταξε δεξιὰ-ἀριστερά, ὡς νὰ μὴ ἐγνώριζε ποῦ εὑρίσκετο. Ἔξω εἰς τὸ ὕπαιθρον ἄνθρωποι δὲν ἦσαν, διότι ἦτο ψῦχος δριμύ· τὰ βουνὰ χιονισμένα ὁλόγυρα. Ἦτο τῇ 24 Δεκεμβρίου 187… Ἐκοίταξεν ἐντὸς εἰς δύο ἢ τρία καπηλεῖα καὶ καφενεῖα, εἶτα εἰς δύο ἐμπορικο-παντοπωλεῖα διφυῆ, οἷα τὰ τῶν χωρίων. Ἀλλὰ δὲν ἐφάνη εὐχαριστημένος, ὡς μὴ ἀναγνωρίσας αὐτά, κ᾽ ἐξηκολούθησε τὸν δρόμον του. Ἀνέβη εἰς τὴν μικρὰν πλατεῖαν, ἔμπροσθεν τοῦ ναοῦ τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν. Ἐκεῖ ἐφάνη ὅτι ἀνεγνώρισε τὸ μέρος. Καὶ δὲν ἔκαμε μὲν τὸν σταυρόν του, ἅμα εἶδε τὴν ἐκκλησίαν, ἀλλ᾽ εἰς τὸ σκότος ἔβγαλε τὸ καπέλον του, καὶ πάλιν τὸ ἐφόρεσεν, ὡς νὰ συνήντησε παλαιὸν φίλον καὶ τὸν ἐχαιρέτα. Εἶτα προσέβλεψεν ἀριστερά, εἶδε τὸ μικρὸν οἰνοπαντοπωλεῖον τοῦ Μπέρδε, κ᾽ ἐπλησίασεν. Ἐστάθη ἐπ᾽ ὀλίγας στιγμὰς κ᾽ ἐκοίταξεν ἐντός. Τέλος εἰσῆλθεν. Εἶναι ἀληθὲς ὅτι δὲν εἶχεν ἰδεῖ τὸν πλοίαρχον Ἰμβριώτην, ὅστις, καίτοι πρὸς τὴν θύραν βλέπων, ἐσκιάζετο ἐν μέρει ἀπ᾽ αὐτοὺς τοὺς συναδέλφους του, μεθ᾽ ὧν συνέπινε, τοὺς στρέφοντας τὰ νῶτα πρὸς τὴν θύραν, κ᾽ ἐπεπροσθεῖτο ἀπὸ ἄλλον τινὰ ὅμιλον ὀρθῶν ἱσταμένων καὶ πινόντων παρὰ τὸ λογιστήριον, ἔμπροσθεν τοῦ ὁποίου ἵσταντο αἱ φιάλαι μὲ τὰ ποτά. Ἐὰν τὸν εἶχεν ἰδεῖ, ἴσως δὲν θὰ εἰσήρχετο.

― Νά ὁ Ἀμερικάνος, ἐπανέλαβεν ὁ πλοίαρχος Ἰμβριώτης δείξας τὸν εἰσελθόντα πρὸς τοὺς συναδέλφους του.

Οἱ τέσσαρες ἐμποροπλοίαρχοι ἔστρεψαν τοὺς ὀφθαλμοὺς πρὸς τὸν νεωστὶ ἐλθόντα καὶ τὸν ἐκοίταξαν ἀπλήστως.

― Μπόνο πράτιγο*, σινιόρε, ἔκραξεν ὁ Ἰμβριώτης· ἀπεφάσισες, βλέπω, κ᾽ ἐβγῆκες.

Ὁ ξένος ἔκαμε σημεῖον χαιρετισμοῦ μὲ τὴν χεῖρα.

― Πλήιζ κάπτην (ὁρίστε καπετάνιε), εἶπεν εἷς τῶν ἐμποροπλοιάρχων, ὁ καπετὰν Θύμιος ὁ Κουρασάνος, ἰδιοκτήτης μεγάλου βρικίου, ὅστις εἶχε κάμει δύο ταξίδια εἰς τὸν ὠκεανόν, μέχρι Λονδίνου, καὶ εἶχε μάθει ὀκτὼ ἢ δέκα ἀγγλικὰς φράσεις.

― Θὲγκ-ἰοὺ σέρ (εὐχαριστῶ, κύριε), ἀπήντησεν εὐγενῶς ὁ ξένος.

Καὶ ἔρριψε μίαν δεκάραν εἰς τὸ λογιστήριον, εἰπὼν εἰς τὸν παῖδα μόνον τὴν λέξιν ταύτην: «ρούμ!» Λαβὼν δὲ εἰς τὴν χεῖρα τὸ ποτήριόν του, διὰ νὰ μὴ δείξῃ ὅτι ἀπέφευγε συστηματικῶς τοὺς ἀνθρώπους, ἐπλησίασε πρὸς τὸν ὅμιλον, καὶ εἶπεν ἑλληνιστί, μετά τινος παχυστομίας καί δυσκολίας περὶ τὴν προφοράν.

― Εὐχαριστῶ, κύριοι· δὲν εἶμαι νὰ καθίσω νὰ κάμω τώκ, καὶ δύσκολο σ᾽ ἐμένα νὰ κάμω τὼκ ρωμέικα.

― Τί λέει; εἶπε συνοφρυωθεὶς ὁ καπετὰν Θύμιος ὁ Κουρασάνος· δὲ θέλει νὰ κάμῃ τόκα μαζί μας;

Ὁ ξένος ἤκουσε, κ᾽ ἔσπευσε νὰ ἐπανορθώσῃ τὴν παρανόησιν.

― Μὲ συμπάθειο, κύριε· εἶπα, νὰ κάμω τώκ, νὰ κάμω κονβερσατσιόνε, πῶς τὸ λένε;

― Θέλει νὰ πῇ, δυσκολεύεται νὰ κάμῃ κουβέντα στὴ γλῶσσά μας, εἶπεν ἐννοήσας ὁ καπετὰν Ἰμβριώτης.

― Ἄ! ναί, κουβέντα, εἶπεν ὁ ξένος· ξέχασα τὰ λόγια ρωμέικα.

― Ἂντ χουὲρ γιοὺ κόμ; εἶπεν ὁ Κουρασάνος, σολοικίζων ἀγγλιστὶ τὸ: πόθεν ἔρχεσαι;

― Στὴν ὥρα ἐδῶ ἦρθα, ἀπήντησεν ὁ Ἀμερικάνος· ὕστερα δὲν ξέρω, κι ἄλλα ταξίδια θὰ κάμω.

Ὁ καπετὰν Κουρασάνος τὸν ἐκοίταξε μηδὲν ἐννοῶν.

― Δὲν κάθεσαι, σινιόρε; εἶπεν ὁ Ἰμβριώτης· ποῦ θὰ βρῇς καλύτερα;

― Δὲν κάθομαι, πάω νὰ κάμω γουώκ, νὰ φέρω γῦρο, πῶς τὸ λέτε;

― Νὰ κάμῃς σπάτσιο;

― Ἄ, ναί, σπάτσιο, εἶπεν ὁ ξένος· ναί, βλέπω, σὰν δὲν εἰπῇ ἕνας λόγια ἰταλικά, δὲν καταλαβαίνει ἄλλος ρωμέικα.

Ἔκαμε νεῦμα ἀποχαιρετισμοῦ, κ᾽ ἐστράφη πρὸς τὴν θύραν. Οἱ πέντε πλοίαρχοι ἔμειναν πλέοντες, μετὰ τὴν συνδιάλεξιν ταύτην, εἰς μεγαλύτερον πέλαγος ἀγνοίας, ἢ εἰς ὅσον πρὶν εἶχον ἀναχθῆ ἐκ τῶν ἐξηγήσεων τοῦ συναδέλφου των Ἰμβριώτη.

* * *

Ἐξελθὼν τοῦ καπηλείου ὁ ξένος, διηυθύνθη πρὸς τὴν Κολώναν, τὴν ἱσταμένην ἀπέναντι τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν, ἐξ ἧς ἔδενον τὸ πάλαι τὰ πρυμνήσια τῶν παραχειμαζόντων εἰς τὸν λιμένα πλοίων. Ἔστρεφε τὸ βλέμμα δεξιὰ καὶ ἀριστερά, καὶ τέλος τὸ προσήλωσεν ἐπιμόνως εἴς τινα μικρὰν οἰκίαν, τὴν ὁποίαν ἐκοίταξεν ἐπὶ μακρόν, ὡς νὰ προσεπάθει ν᾽ ἀναμνησθῇ καὶ ν᾽ ἀναγνωρίσῃ τι.

Τέλος εἰσῆλθεν εἰς στενὸν δρομίσκον διασχίζοντα τὴν συνοικίαν, κ᾽ ἔγινεν ἄφαντος.

Ἐὰν ἐν τούτοις τὸν παρηκολούθει τις, θὰ ἔβλεπεν ὅτι, ἀφοῦ προέβη ὀλίγα βήματα, ἐστράφη ὑψηλότερα καὶ ἀνῆλθε, τέσσαρας οἰκίας ἀνωτέρω τοῦ μικροῦ οἴκου, τὸν ὁποῖον ἐπιμόνως ἐκοίταζε πρίν, ὅπου μεταξὺ δύο οἰκιῶν ἐσχηματίζετο κενόν τι, ἐν μέρει θαπτόμενον ἀπὸ λείψανα δύο τοίχων.

Ἐφαίνετο ὅτι ἦτο χάλασμα, ἐρείπιον οἰκίας οὐ πρὸ πολλοῦ κατεδαφισθείσης. Ὁ ξένος, ἀφοῦ ἐκοίταξε τριγύρω, νὰ ἴδῃ μήπως τὸν παρετήρει τις, εἰσῆλθε δειλὸς εἰς τὸ χάλασμα ἐκεῖνο, ὅπου εἰς τὴν γωνίαν τῶν δύο τοίχων ἐφαίνετο κόγχη τις μαυρισμένη, ὡς νὰ ὑπῆρχεν ἑστία ἐκεῖ τὸ πάλαι. Εἰσῆλθεν ἀσκεπής, κρατῶν τὸν πῖλον εἰς τὰς χεῖρας, ἐγονάτισε, κ᾽ ἐστήριξε τὸ μέτωπον ἐπὶ τῶν ψυχρῶν λίθων τῆς γωνίας ἐκείνης, καὶ ἀφοῦ ἔμεινεν ἐπὶ τρία λεπτὰ γονυκλινής, ἠγέρθη, ἐσπόγγισε τοὺς ὀφθαλμούς του, καὶ ἀπεμακρύνθη βραδέως.

Ἐπανελθὼν πάλιν χαμηλότερον, ἐστάθη εἰς τὸ μέσον τοῦ δρομίσκου, οὐ μακρὰν τῆς οἰκίας, τὴν ὁποίαν πρὶν ἐφαίνετο ὅτι ἐκοίταζεν. Ἐστάθη, καὶ ἀφοῦ ἔρριψε βλέμμα ὁλόγυρα, ἵνα ἴδῃ μή τις τὸν παρηκολούθει, ἔτεινε τὸ οὖς. Τί ἤκουεν ἆρά γε; Ἴσως ἤκουε τὰ διασταυρούμενα καὶ φεύγοντα κατὰ διαφόρους διευθύνσεις, ὡς λάλημα χειμερινῶν στρουθίων, ᾄσματα τῶν παίδων τῆς γειτονιᾶς, οἵτινες ἐπισκεπτόμενοι τὰς οἰκίας, ἔψαλλον τὰ Χριστούγεννα. Ἐδῶ μὲν ἠκούοντο οἱ στίχοι:

Χριστούγεννα, πρωτούγεννα, πρώτη γιορτὴ τοῦ χρόνου,
ἐβγᾶτ᾽, ἀκοῦστε, μάθετε, τώρα Χριστὸς γεννιέται

ἐκεῖ δὲ ἀντήχει:

Κυρά μ᾽, τὴ θυγατέρα σου, κυρά μ᾽, τὴν ἀκριβή σου

καὶ ἀλλαχοῦ:

Ν᾽ ἀσπρίσῃς σὰν τὸν Ἔλυμπο, σὰν τ᾽ ἄσπρο περιστέρι

φωναὶ ἀθῷαι, ἄχροοι, χαρωπαί, φωναὶ παιδικῆς χαρᾶς καὶ εὐθυμίας.

Αἴφνης ὁ ξένος ἠναγκάσθη νὰ παραμερίσῃ, διότι ζεῦγος παιδίων, ὧν τὸ ἓν ἐκράτει καὶ φανάριον, ἀρτίως καταβάντα ἀπὸ μίαν κλίμακα, ἤρχοντο πρὸς τὰ ἐδῶ. Ἐπέστρεψε βήματά τινα ὀπίσω, πρὸς τὸ μέρος ὁπόθεν εἶχεν ἔλθει. Τὰ παιδία ἦλθαν πλησίον, καὶ οὐδὲ τὸν παρετήρησαν κἄν. Ἀνέβησαν τὴν κλίμακα ἐκείνης ἀκριβῶς τῆς οἰκίας, τὴν ὁποίαν εἶχε κοιτάξει διὰ μακρῶν ὁ ξένος. Τοῦτο ἰδὼν ἔκαμε κίνημα, κ᾽ ἐστράφη ὀπίσω πάλιν, μετὰ ζωηροῦ ἐνδιαφέροντος. Ἐστάθη κ᾽ ἔτεινε τὸ οὖς.

Τὰ παιδία ἔκρουσαν τὴν θύραν.

― Νὰ ᾽ρθοῦμε νὰ τραγουδήσουμε, θειά;

Μετὰ μίαν στιγμὴν ἠκούσθη ἔνδοθεν βῆμα, ἠνοίχθη ἡ θύρα, καὶ γραῖά τις μὲ μαύρην μανδήλαν προκύψασα, εἶπε μὲ θλιβερὰν φωνήν:

―Ὄχι, παιδάκια μ᾽, τί νὰ τραγ᾽δῆστε ἀπὸ μᾶς; Ἔχουμε μεῖς κανένα; Καλὴ χρονίτσα νά ᾽χετε, κὶ σύρτε ἀλλοῦ νὰ τραγ᾽δῆστε.

Τοὺς ἔβαλε μίαν πενταρίτσαν εἰς τὴν χεῖρα, καὶ τὰ παιδία ἔφυγαν εὐχαριστημένα, διότι, χωρὶς ἄλλον κόπον, εἰμὴ τὴν ἀνάβασιν καὶ κατάβασιν τῆς κλίμακος, ἐκέρδισαν μίαν πεντάραν.

Ὁ ξένος, ἀόρατος ἀπό τινος γωνίας, εἶδε τὴν ἐρρυτιδωμένην ἐκείνην μορφήν, καὶ ἤκουσε τὴν πικραμένην φωνὴν ἐκείνην. Περίεργον δὲ ὅτι ἀφῆκε στεναγμὸν ἀνακουφίσεως, ἐφάνη ὡς νὰ ἐχάρη.

Τοῦ ἦλθε τότε μία ἰδέα, τὴν ὁποίαν, χωρὶς νὰ συλλογισθῇ πολύ, ἔβαλεν εἰς ἐνέργειαν. Ἀφοῦ ἐκλείσθη ἡ θύρα καὶ ἡ γραῖα ἔγινεν ἄφαντος, τὰ παιδία κατέβησαν τὴν κλίμακα ἀνταλλάσσοντα λέξεις τινάς.

― Τώρα ἔχουμε, βρὲ Γληόρ᾽, μιὰ κὶ ἑξηνταπέντε.

― Κι ἀπὸ πόσα κάνει νὰ πάρουμε; εἶπεν ὁ ἄλλος, ὅστις ἦτο κάσσα. Ἀπὸ ὀγδόντα λεπτά.

― Δὲ θὲ-μοιραστοῦμε κὶ τ᾽ν πεντάρα αὐτ᾽νῆς τς γριᾶς;

― Ναί, θὲ-τ᾽νὲ-μοιραστοῦμε, βρὲ Θανάσ᾽· ὀγδόντα οὑ ἕνας κι ὀγδόντα οὑ ἄλλους.

― Τ᾽νὲ-παίρνουμε, βρὲ Γληόρ᾽, καρύδια, κὶ τὰ μοιραζόμαστε.

― Κὶ σὰ μᾶς δώσ᾽νε πέντε καρύδια, ἀπὸ πόσα θὲ-πάρουμε;

Αἴφνης ὁ ξένος ἐπαρουσιάσθη ἐνώπιον τῶν παιδίων, προτείνων τὴν χεῖρα καὶ δεικνύων αὐτοῖς ἓν τάλληρον.

Τὰ παιδία, τὰ ὁποῖα δὲν εἶχαν ἰδεῖ ἄλλοτε ἄνθρωπον ξυραφισμένον γένεια-μουστάκια, ἐξαφνίσθησαν, καὶ τὸ ἕν, τὸ κρατοῦν τὸν φανόν, ἀφῆκε μικρὰν κραυγήν, ἐνῷ τὸ ἄλλο, τοῦ ὁποίου ἡ τσέπη ἐβρόντα, ἐτρέπετο εἰς φυγήν. Τότε ὁ Θανάσης, ὑποπτεύσας ὅτι, ἂν ἔφευγεν ὁ Γληόρης, ἴσως τὴν ἐπαύριον θὰ ἐκρύπτετο καὶ δὲν θὰ τοῦ ἔδιδε λογαριασμόν, ἀφῆκε τὸ φανάρι κατὰ γῆς, καὶ ἦτο ἕτοιμος νὰ τρέξῃ, νὰ κυνηγήσῃ τὸν φεύγοντα. Μεθ᾽ ἑτοιμότητος τότε ὁ Ἀμερικάνος ἐπρόφθασε νὰ δείξῃ εἰς τὸ φῶς τοῦ φαναρίου τὸ τάλληρον, τὸ ὁποῖον εἶχεν εἰς τὴν χεῖρα, καὶ νὰ εἴπῃ:

― Στάσου· πάρε αὐτὸ ντόλλαρ.

Διχαζόμενον μεταξὺ δύο φόβων καὶ δύο ἐπιθυμιῶν, τὸ παιδίον ἐστάθη ἀποροῦν τί νὰ κάμῃ, καὶ τὰ μὲν γόνατά του ἔτρεμαν, ἡ δὲ ὄψις του ἐφαίνετο κάπως φοβισμένη.

― Δυὸ λόγια νὰ μοῦ εἰπῇς θέλω, εἶπεν 〈ὁ〉 ξένος· αὐτὸ σπίτι, ἐπήγατε ἀπάνου, ποιὸς ζῇ;

Τὸ παιδίον δὲν ἐνόησε καλῶς.

― Τί λές, μπάρμπα; εἶπεν ἀρχίσαν νὰ λαμβάνῃ θάρρος.

Ὁ ξένος ἔβαλεν εἰς τὴν χεῖρά του τὸ τάλληρον, κ᾽ ἐπροσπάθησε νὰ ἐξηγηθῇ εὐκρινέστερα.

―Ἐπήγατε τώρα ἀπάνω σπίτι· ἡ γριὰ στὴν πόρτα ἦρθε, ποιὸς ἄλλος μαζί της ζῇ αὐτὸ σπίτι;

Ὁ παῖς ἐδυσκολεύετο νὰ ἐννοήσῃ. Ἐν τούτοις, ἀφοῦ ἔλαβε τὸ τάλληρον, πᾶς φόβος ἔπαυσε παρ᾽ αὐτῷ.

―Ἐδῶ ἀπάνου, εἶπεν, εἶναι ἡ θεια-Κυρατσού· μᾶς ἔδωκε κὶ μιὰ πεντάρα. Εἶναι κι ἄλλη μιά, δὲ ξέρου τί τ᾽ν ἔχει.

― Θυγατέρα της ἀπάνου μαζί της εἶναι;

― Θυγατέρα της πρέπει νά ᾽ναι, ναί.

― Εἶναι παντρεμένη θυγατέρα της;

― Δὲ ξέρου ἂν εἶναι παντρεμένη· μὰ δὲ φαίνεται νά ᾽χῃ ἄνδρα.

― Καὶ πόσα χρόνια εἶναι θυγατέρα της;

― Δὲ ξέρου πόσα χρόνια εἶναι· μὰ πρέπει νά ᾽ναι καθὼς γεννήθηκε ὣς τώρα.

Καὶ ὁ παῖς, ἀναλαβὼν τὸν φανόν του, ἔφυγε τρέχων, σφίγγων εἰς τὴν παλάμην του τὸ τάλληρον, μὴ ἐμπιστευόμενος νὰ τὸ βάλῃ εἰς τὴν τσέπην· ἔτρεχε δὲ νὰ εὕρῃ τὸν Γληόρην, νὰ τοῦ ζητήσῃ τὸ μερίδιόν του. Ὁ ξένος δὲν ἐδοκίμασε νὰ τὸν ἐμποδίσῃ.

* * *

Μετὰ ταῦτα ὁ Ἀμερικάνος ἀπεμακρύνθη, κατῆλθε 〈εἰς〉 τὴν παραθαλασσίαν ἀγοράν, ὅπου δύο ἢ τρία καφενεῖα εἶχαν φῶς, ἐκοίταξεν εἰς ποῖον τούτων ἦσαν ὀλιγώτεροι θαμῶνες, καὶ εἰσῆλθεν εἰς ἕν, ὅπου ἕνα μόνον ἄνθρωπον εἶδε, τὸν καφετζήν. Ὁ γέρων, ἀρτίως ξυραφισθείς, μὲ τὸν μύστακα στριμμένον, μὲ τὴν βράκαν κοντήν, μὲ ὑψηλὰ ὑποδήματα, μὲ τὴν ποδιὰν καθάριον, ἡτοιμάζετο, φαίνεται, νὰ κλείσῃ, ἀλλ᾽ ἅμα εἶδεν εἰσελθόντα τὸν Ἀμερικάνον, τὸν ἐκοίταξε μετὰ περιεργείας. Οὗτος παρήγγειλε νὰ τοῦ δώσῃ ρούμι, ρίψας δεκάραν ἐπὶ τοῦ λογιστηρίου. Ἰδὼν ὁ μπάρμπ᾽ Ἀναγνώστης τὴν δεκάραν, ἠθέλησε νὰ τοῦ ἐπιστρέψῃ τὴν πεντάραν, ἀλλ᾽ ὁ ἄνθρωπος εἶπε: «Νόου! νόου!» καὶ τότε ὁ καφετζὴς τοῦ ἔβαλε κι ἄλλο ρούμι, διὰ νὰ κλείσῃ τὴν πεντάραν, ὡς ἐνόμιζεν· ἀλλ᾽ ὁ ξένος ἔρριψεν ἐπὶ τῆς τραπέζης καὶ ἄλλην δεκάραν. «Δὲ θὰ ξέρῃ ρωμέικα, ὡς φαίνεται», ἐσυλλογίσθη ὁ μπάρμπ᾽ Ἀναγνώστης, καὶ διὰ νὰ δοκιμάσῃ τοῦ ἀπέτεινεν τὸν λόγον:

― Τώρα, νεοφερμένος εἶστε;

―Ἐγὼ σήμερα ἔφθασα, μὲ καπετὰν Γιάννη γολέτα.

― Τοῦ καπετὰν Γιάννη τοῦ Ἰμβριώτη;

― Ναί, ἠμπορεῖς ἐλόγου σου νὰ κάμῃς πόντς;

― Μετὰ χαρᾶς, εἶπεν ὁ μπάρμπ᾽ Ἀναγνώστης.

Καὶ προσπαθήσας ν᾽ ἀνακαλέσῃ εἰς τὴν μνήμην τὰς ἀρχαίας γνώσεις του, ἐδοκίμασε νὰ κατασκευάσῃ πόντσι, ἀλλὰ τὸ ρούμι δὲν ἤναπτε, καὶ οὕτω τὸ προσέφερεν ὅπως-ὅπως εἰς τὸν ξένον. Οὗτος δὲν ἔκαμε παρατήρησιν, κ᾽ ἔρριψεν ἀργυροῦν σελλίνι ἐπὶ τῆς τραπέζης.

Ὁ μπάρμπ᾽ Ἀναγνώστης τὸ ἔλαβε.

― Πόσα πάει αὐτό;

― Δὲν ξέρω ἐγὼ μονέδα τοῦ τόπου, εἶπεν ὁ ἄγνωστος.

Ὁ γέρων ἤνοιξε τὸ συρτάρι του, κ᾽ ἐζήτει ἂν θὰ εἶχεν ἀρκετὰ κέρματα διὰ νὰ δώσῃ τὰ ρέστα, ἀλλὰ δὲν εὕρισκε πλείονα τῶν ὀγδοήκοντα λεπτῶν εἰς δεκάρες, πεντάρες καὶ δίλεπτα. Ἐν τούτοις δὲν τοῦ ἐσυγχώρει ἡ συνείδησις νὰ δολιευθῇ τὸν πελάτην, καὶ εἶπε:

― Σφάντζικο δὲν σᾶς βρίσκεται, κύριε;

― Δὲν ἔχω ἐγὼ μονέδα ἄλλη ἀπὸ Ἀγγλία καὶ Ἀμέρικα, εἶπεν ὁ ξένος.

― Δὲν βγαίνουν τὰ ρέστα, κύριε. Πάρτε τὸ ἀσημένιο σας. Αὐτὸ θὰ πάῃ, πιστεύω, ὣς μιὰ καὶ τριανταπέντε, μιὰ καὶ σαράντα. Αὔριον μοῦ δίνετε εἴκοσι λεπτά.

― Κράτησε τὸ σίλλιν, δὲ θέλω ρέστα.

Ὁ μπάρμπ᾽ Ἀναγνώστης ἔμεινε χάσκων, θεωρῶν ἀπλήστως τὸν ξένον. Ἀλλὰ τὴν στιγμὴν ἐκείνην εἰσῆλθεν ὅμιλος ἐκ τριῶν ἀνθρώπων, καὶ σταθέντες ἔμπροσθεν τοῦ λογιστηρίου, διέταξαν νὰ τοὺς δώσῃ ἀπὸ ἕνα ποτόν. Ὁ εἷς τῶν τριῶν τούτων ἀνθρώπων, οἰνόφλυξ, ἐτραγουδοῦσεν ἀτάκτως:

Ντελμπεντέρισσα Βασίλω,
στρῶσ᾽ τὸ μπράτσο σου νὰ γείρω…

Ὁ δεύτερος, γυμνὸς τὸ στῆθος καὶ ἀνυπόδητος, μὲ τοιοῦτον ψῦχος, ἤρχισε νὰ κοιτάζῃ ἐπιμόνως τὸν ξένον.

― Κάπου τὸν εἶδα ἐγὼ αὐτόν, ἐμορμύρισε μασημένα.

Οὗτοι ἦσαν οἱ ἀχθοφόροι τῆς πόλεως, οἱ ἴδιοι καὶ διαλαληταί, τριμελὴς φαιδρὰ συντεχνία, περνῶντες τὸν καιρόν των νὰ πίνωσι τὸ βράδυ πᾶν ὅ,τι ἐκέρδιζαν τὴν ἡμέραν. Ὁ τραγουδιστής, ἀλλάξας αἴφνης ρυθμὸν καὶ ἦχον, ἐπανέλαβεν:

Ἔβγα νὰ ἰδῇς, ἔβγα νὰ ἰδῇς,
σκύλα, κορμὶ ποὺ τυραγνεῖς.

―Ἐβίβα, παιδιά! καὶ συνέκρουσαν θορυβωδῶς τὰ ποτήρια. Καὶ ὁ ἄλλος, ὁ γυμνόστερνος καὶ γυμνόπους, δὲν ἔπαυε νὰ κοιτάζῃ ἐπιμόνως τὸν ἄγνωστον. Καὶ ὁ πρῶτος ἐξηκολούθησε νὰ τραγουδῇ:

Βασίλω μ᾽, τὰ κουμπούρια σου
μὲ τί τά ᾽χεις γεμᾶτα;
βαριά, π᾽ ἀνάθεμά τα!

Τὴν στιγμὴν ἐκείνην ἠκούσθη βαρὺ βῆμα ἔνδοθεν τῆς ἀγούσης ἄνω εἰς τὴν οἰκίαν ξυλίνης κλίμακος, ἥτις φρακτὴ μὲ σανίδωμα ἔκοπτε μίαν τῶν γωνιῶν τοῦ καφενείου. Καὶ εἰς τὰ ἄνω τοῦ σανιδώματος ὑπὸ τὸ πάτωμα ἠνοίχθη θυρίς, καὶ μία κεφαλὴ μὲ ἄσπρον σκοῦφον, μὲ λευκὸν μύστακα καὶ μὲ χονδροὺς χαρακτῆρας ἐπρόβαλεν ἐκ τῆς θυρίδος.

― Μὰ πόσες φορὲς σ᾽ τὸ εἶπα, Ἀναγνώστη, ἐξῆλθε διὰ τῆς θυρίδος ἐκ τῆς κεφαλῆς τῆς ἐπιφανείσης χονδρὴ φωνὴ συμπληροῦσα τοὺς χονδροὺς χαρακτῆρας· δὲ θὰ βάλῃς γνώσῃ; Χαλνᾷς τὴν ἡσυχίαν τῶν νοικοκυραίων! Τί μέρα ξημερώνει αὔριο, κ᾽ ἔχουμε τραγούδια καὶ φωνὲς πάλι; Καὶ 〈τί〉 ὥρα εἶναι τώρα;

Ἦτο δὲ ὀγδόη καὶ ἡμίσεια. Ὁ τραγουδιστὴς τῆς ἀχθοφορικῆς τριανδρίας, λαβὼν τὸν λόγον, μετὰ κωμικῆς σοβαρότητος, εἶπε:

― Τώρα θὰ φύγουμε, καπετὰν Ἀναστάση· δὲν τὸ καταδεχόμαστε μεῖς νὰ σᾶς χαλάσουμε τὴν ἡσυχία σας.

― Σιώπα ἐσύ, ζῶ! ἔκραξεν ὁ Ἀναστάσης.

― Τώρα ἀμέσως, καπετὰν Ἀναστάση, θὰ κλείσω. Δὲν μπορῶ, βλέπεις, νὰ διώξω τοὺς ἀνθρώπους, ἐφώνησεν ὁ καφετζής.

― Τέτοια τίμια μοῦτρα! ἀνεκάγχασεν ἀπὸ τῆς θυρίδος ὁ καπετὰν Ἀναστάσης. Χρειάζονται μεγάλες τσεριμόνιες μαζί τους.

― Ἄ! ἐμεῖς δὲν σᾶς προσβάλαμε, καπετὰν Ἀναστάση· ἡ ἀφεντιά σου, βλέπω, μᾶς προσβάλλεις, εἶπεν ὁ ἀχθοφόρος.

Καὶ ταπεινῇ τῇ φωνῇ ἐμορμύρισε:

― Τὸ νοίκι τὸ θέλεις σωστό, καὶ ξέρεις νὰ τὸ γυρεύῃς καὶ μπροστά· μὰ σὰ δὲ βγάλῃ κι αὐτὸς ὁ φτωχὸς μιὰ πεντάρα, πῶς θὰ σ᾽ τὸ πληρώσῃ;

― Σιωπᾶτε, τώρα ἔχει δίκιο, γιατὶ ξημερώνει Χριστούγεννα, εἶπεν ὁ εὐσυνείδητος καφετζής· ἄλλες φορὲς φαίνεται σκληρός, ὁ βλοημένος.

Ἡ κεφαλὴ μὲ τὸν ἄσπρον σκοῦφον ἐν τῷ μεταξὺ εἶχε γίνει ἄφαντος ἀπὸ τὴν θυρίδα, ὁ δὲ μπάρμπ᾽ Ἀναγνώστης ἡτοιμάσθη νὰ κλείσῃ. Οἱ τρεῖς ἀχθοφόροι ἐξῆλθον κρατούμενοι ἐκ τῶν χειρῶν καὶ ᾄδοντες. Ὁ ξένος ἔκαμε νεῦμα ἀποχαιρετισμοῦ διὰ τῆς κεφαλῆς καὶ εἶχεν ἐξέλθει πρὸ αὐτῶν, ἀλλ᾽ ὁ καφετζὴς τὸν ἀνεκάλεσε καὶ τοῦ εἶπε:

― Καὶ ποῦ θὰ κοιμηθῆτε ἀπόψε; Ἔχετε μέρος νὰ μείνετε; Ποῦ εἶστε, κύριε; ἐγὼ ἐδῶ θὰ πλαγιάσω. Ἂν θὰ πᾶτε μὲς στὴ σκούνα, καλά, εἰδεμή, ἂν ἀγαπᾶτε, μείνατε ἐδῶ, ἔχει ζέστη.

― Δὲν ἔχω ὕπνο, εἶπεν ὁ ξένος· ἐγὼ θὰ φέρω γῦρο, καὶ ὕστερα, βλέπουμε.

―Ὅποτε ἀγαπᾶτε, χτυπῆστέ μου τὴν πόρτα, νὰ σηκωθῶ νὰ σᾶς ἀνοίξω. Ἔχω καὶ ροῦχα νὰ σᾶς δώσω.

* * *

Τὴν φορὰν ταύτην ὁ Ἀμερικάνος, διευθυνθεὶς εἰς τὴν συνοικίαν ἐκείνην δι᾽ ἄλλου μικροτέρου δρομίσκου, ἔβλεπε τὴν οἰκίαν ἐκείνην, ἥτις ἦτο τὸ ἀντικείμενον τῆς μερίμνης του, ἐκ τῆς ἑτέρας πλευρᾶς, τῆς νοτιοδυτικῆς. Ἀντικρὺ τοῦ μικροῦ οἰκίσκου, παρά τινα γωνίαν γειτονικῆς οἰκίας, ὑπῆρχε σωρός τις ξύλων καὶ πετρῶν, ἀποκείμενος ἐκεῖ τίς οἶδε πρὸ πόσων χρόνων ὡς ἐκ κατεδαφισθείσης οἰκίας ἢ ἐρειπίου καταρρεύσαντος. Ἐπὶ τῆς πρὸς τὰ ἐκεῖ προσόψεως τοῦ οἰκίσκου ἔφεγγε μικρὸν παράθυρον, μὲ τὸ ἓν φύλλον κλειστόν, μὲ τὸ ἄλλο ἀνοικτόν, καὶ διὰ τῆς ὑέλου ἠδύνατό τις νὰ ἴδῃ τὸ ἐσωτερικόν, ἀνερχόμενος ἐπί τινος ὑψώματος. Ἰδὼν ὁ ξένος ὅτι ὁ δρόμος ἦτο ἔρημος, καὶ οὐδὲ σκιὰ διαβάτου ἐφαίνετο, ἀνέβη εἰς τὸ ὕψος τοῦ σωροῦ ἐκείνου, καὶ μὲ παλμὸν καρδίας κατεσκόπευσε τὰ ἔσω τοῦ οἰκίσκου. Ἀντικρὺ τῆς ὑέλου τοῦ μικροῦ παραθύρου, τοῦ ἔχοντος τὸ ἓν παραθυρόφυλλον ἀνοικτόν, ἦτο ἡ ἑστία, μὲ ἀσθενὲς πῦρ καῖον, μὲ ἕνα δαυλὸν σπινθηρίζοντα, μὲ τὸ κανδήλι ἀνημμένον πρὸ τῶν ἱερῶν εἰκόνων ἐκεῖ ὑψηλά. Παρὰ τὴν ἑστίαν ἐκάθητο γυνή τις, νέα ἀκόμη, ὡς ἐφαίνετο, στηρίζουσα τὴν κεφαλήν της ἐπὶ τῆς χειρός, συλλογισμένη, θλιμμένη. Ἐκίνει δὲ τὰ χείλη, καὶ ἡ φωνή της ἐψιθύριζε κάτι, καὶ ὁ ψίθυρος ἀπετέλει ἐλαφρὸν μινύρισμα ᾄσματος, μὲ ἀσθενῆ φωνήν, καθαρὰν μὲν καὶ παρθενικήν, ἀλλὰ μαραμμένην· καὶ εἰς τὰ ὦτα τοῦ ξένου ἔφθασαν εὐκρινῶς οἱ δύο οὗτοι στίχοι:

Ἀλλοίμονον κι ἀλλοὶ-καημός!
τοῦ γεμιτζῆ ξενιτεμός…

Ὁ ξένος ᾐσθάνθη πόνον εἰς τὴν καρδίαν καὶ δάκρυ εἰς τὸ βλέφαρον. Τοῦ ἦρθε τότε ἀποτόμως νὰ καταβῇ ἀπὸ τὸν σωρόν, νὰ τρέξῃ καὶ ἀνέλθῃ εἰς τὴν οἰκίαν· διὰ νὰ κάμῃ, τί; Κι αὐτὸς καλὰ δὲν ἐγνώριζεν. Ἐν τοσούτῳ ἐκρατήθη. Τὴν ἰδίαν στιγμὴν ἠκούσθη ἐλαφρὸς κρότος εἰς τὸ πάτωμα, τριγμός, ὡς ν᾽ ἀνέβαινέ τις ἐσωτερικὴν κλίμακα, ὡς νὰ ἐκλείετο κλαβανή τις. Δευτέρα γυνή, κυρτή, μὲ μαύρην μανδήλαν, γερόντισσα, ἦλθε πλησίον τῆς ἑστίας, καὶ γονατίσασα πρὸ αὐτῆς, ἔρριπτε ξυλάρια εἰς τὸ πῦρ. Ἦτο αὐτὴ ἐκείνη, ἥτις εἶχε δώσει τὴν πεντάραν εἰς τὰ δύο παιδία καὶ τὰ ἀπέπεμψεν.

― Δὲ μαζώνεις τὸ νοῦ σ᾽, θὰ πῶ*, δυχατέρα; Οὗλο θὰ κλαῖς, πλιό;… Τά! τί λογᾶτε*;… Σὰ σ᾽ ἀκούω, δυχατέρα!… ξεχωρίσαμε ἀπ᾽ τὸν κόσμο, πλιό… Τί, μοναχή σ᾽ εἶσι;… Ὅντις σ᾽ ἐγυρεύανε, τότες ποὺ ἤτανε σ᾽νέχ᾽*, ποὺ πῆε σ᾽ν Ἀμέρικα οὑ προκομμένους, γιατί δὲ θέλησες κανένανε; Δὲ σ᾽ τά ᾽λεγα ἐγώ; Γιατί δὲν ἀκοῦς τ᾽ μάννα; Σ᾽ τά ᾽λεγα, ἕνα κιριμέ*. Τώρα, σὰ μεγάλωσες, ποιὸς φταίει; Κὶ μοναχή σ᾽ τάχα εἶσι; Εἶν᾽ ἄλλες μεγαλύτερις. Τοὺ Μυγδαλιὼ τς Μάχους, κὶ τοὺ Κρουσταλλιὼ τς Γιώργινας, τί σ᾽νέριο* τς ἔχεις ἐσύ;

Ὁ ξένος ἦτο ὅλος ὦτα, κ᾽ ἐφαίνετο παραδόξως ἐννοῶν τί ἔλεγεν ἡ γραῖα, μᾶλλον ἐξ ἐπιπνοίας καὶ συνειδήσεως, ἢ ἀπὸ τὰ ὀλίγα ἑλληνικὰ ὅσα ἐφαίνετο νὰ ἠξεύρῃ.

Τὴν στιγμὴν ἐκείνην ἠκούσθησαν βήματα καὶ ὁμιλίαι εἰς τὸ ἄκρον τῆς ὁδοῦ. Δύο ἄνθρωποι ἤρχοντο πρὸς τὰ ἐδῶ. Ὁ ὠτακουστὴς ἔσπευσε νὰ καταβῇ ἀπὸ τὴν σκοπιάν του καὶ ν᾽ ἀπομακρυνθῇ. Ἔφθασεν εἰς τὸ πέρας τοῦ δρομίσκου, καὶ στραφεὶς δεξιά, εὑρέθη πάλιν εἰς τὴν μικρὰν πλατεῖαν πρὸ τοῦ ναοῦ τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν.

* * *

Τὸ μικρὸν καπηλεῖον, ἐξ οὗ ἤρχισεν ἡ παροῦσα διήγησις, ἦτο ἀνοικτὸν ἀκόμη. Ὁ Δημήτρης ὁ Μπέρδες δὲν περιεφρόνει καὶ τὰ μικρὰ κέρδη, δὲν ἀπηξίου καμμίαν πεντάραν οὐδὲ δίλεπτον. Ὠνόμαζε τὰ τοιαῦτα «μικρὰ δολώματα». Τὰ ἄλλα, τὰ ἀφ᾽ ἑσπέρας, τὰ ὠνόμαζε «παραγαδίσια». Ὅ,τι βγάλῃ κανείς, ἔλεγεν, ἢ μὲ συρτή, ἢ μὲ πεζόβολο, καλὸ εἶναι. Ἐπεριποιεῖτο τὸν κλήτορα καὶ τοὺς χωροφύλακας, ἐκέρνα νερωμένο κρασὶ εἰς τὴν περίπολον ἢ πολιτοφυλακὴν τῆς νυκτός, καὶ τοῦ ἐπέτρεπαν νὰ ἔχῃ ἀνοικτὰ καὶ ὣς τὰς ἕνδεκα, εὑρίσκοντες μάλιστα μεγαλυτέραν ζέστην νὰ κάθηνται ἐκεῖ, παρὰ νὰ περιέρχωνται τὴν πολίχνην καὶ νὰ κρυώνωσι.

Τὴν ὥραν ἐκείνην ὁ κάπηλος ἵστατο εἰς τὸ λογιστήριόν του, κ᾽ ἐμέτρει δεκάρας, εἰκοσιπενταράκια τοῦ Ὄθωνος καὶ σφάντζικα. Τὸ παιδὶ ὁ Χρῆστος, μὲ τὴν ποδιὰν σχεδὸν ὑπὸ τὰς μασχάλας περιδεδεμένην, ἐκοιμᾶτο ὄρθιον, νευστάζον τὴν κεφαλήν, ὡς μικρὰ δίκωπος φελούκα, σαλευομένη ὑπὸ ἐλαφροῦ νότου εἰς τὴν πλευρὰν τῆς ἠγκυροβολημένης βρατσέρας. Ἐνίοτε τὸν ἐξύπνα ἀποτόμως ἡ κροῦσις τοῦ ποδὸς τοῦ καπήλου, ἐπαναλαμβάνοντος ἠχηροτέρᾳ τῇ φωνῇ τὰς διαταγὰς τῶν θαμώνων διὰ κεράσματα. Καὶ τότε, ὡς ἐν ὑπνοβασίᾳ, ἐκινεῖτο, ἐκέρνα, ἐλάμβανε τὰς δεκάρας, τὰς ἔρριπτε μηχανικῶς εἰς τὸ λογιστήριον, κ᾽ ἐπιστρέφων ἐξηκολούθει τὴν συνέχειαν τοῦ ὕπνου.

Ἐν ὀρχηστικῷ θορύβῳ, ἐν φωναῖς καὶ ἀλαλαγμῷ, εἰσήλασεν εἰς τὸ καπηλεῖον ἡ εὔθυμος συντεχνία τῶν τριῶν ἀχθοφόρων τῆς πόλεως, μετὰ τὴν ἐκ τοῦ καφενείου τοῦ μπάρμπ᾽ Ἀναγνώστη ἀποπομπήν της. Ὁ εἷς τῶν τριῶν, ὁ Στογιάννης ὁ Ντόμπρος, σερβομακεδὼν τὴν καταγωγήν, ὑπεκρίνετο τὴν ἀρκούδαν, κ᾽ ἐχόρευεν, ὁ δεύτερος ἐκεῖνος ὅστις πρὶν ἔλεγε τὰ τραγούδια, ὁ Παῦλος ὁ Χαλκιᾶς, εἶχε μουντζουρωθῆ κ᾽ ἔκαμνε τὸν ἀρκουδιάρην. Ἀπόκρεως, ναὶ μέν, δὲν ἦτο ἀκόμη, ἀλλ᾽ ἀφοῦ αὔριον ἐξημέρωναν Χριστούγεννα, μετὰ τὰ Χριστούγεννα «Ἅις Βασίλης ἔρχεται», μετὰ τὸν Ἅι Βασίλη Φῶτα, καὶ μετὰ τὰ Φῶτα ἐμβαίνει τὸ Τριῴδι. Ὁ τρίτος, ὁ καὶ πρόεδρος τῆς συντεχνίας, ὁ Βαγγέλης ὁ Παχούμης, λασιόστηθος, γυμνόπους, μὲ τὸ παντελόνι συνήθως ἀνασηκωμένον μικρὸν κάτω τοῦ γόνατος ἴσως ἐκ τῆς μακρᾶς ἕξεως τοῦ νὰ θαλασσώνῃ* πρὸς ἐκφόρτωσιν τῶν πλοιαρίων, δὲν ἔπαυε τοῦ νὰ συλλογίζεται τὸν Ἀμερικάνον. «Μὲς στὸ νοῦ μ᾽ γυρίζει», ἔλεγε.

Ἀλλ᾽ ἰδοὺ εἰσῆλθε μετ᾽ ὀλίγον κ᾽ ἐκεῖνος ὅστις ἦτο τὸ ἀντικείμενον τοῦ διαλογισμοῦ του. Διηυθύνθη εἰς τὸ λογιστήριον, διέταξε ρούμι, κ᾽ ἔρριψεν ἀργυροῦν σελλίνιον ἐπὶ τοῦ κασσιτέρου τοῦ λογιστηρίου. Ὁ Μπέρδες τὸ ἔλαβε.

― Πόσα πάει αὐτό;

Ὁ Ἀμερικάνος ἔκαμε χειρονομίαν ἀδιαφορίας καὶ εἶπε:

― Δὲν γνωρίζω τοῦ τόπου μονέδα ἐγώ.

― Αὐτὸ δὲν εἶναι σύμφωνο μὲ τὴν μονέδα μας καὶ δὲν περνάει, εἶπεν ὁ κάπηλος· ἂν θέλετε νὰ σᾶς τὸ πάρω γιὰ δραχμή.

― Ἄι ντόν᾽τ κέαρ, ἐμορμύρισεν ὁ Ἀμερικάνος. Καὶ εἶτα ἑλληνιστὶ εἶπε:

― Δὲ μὲ μέλει ἐμένα αὐτό.

Ὁ Μπέρδες τοῦ ἐπέστρεψεν ἐνενῆντα πέντε λεπτά.

Ἐν τούτοις ὁ Βαγγέλης ὁ Παχούμης δὲν ἔπαυσε νὰ κοιτάζῃ τὸν ἄγνωστον. Τὴν στιγμὴν ἐκείνην ἐστράφη πρὸς τοὺς ἐν τῷ καπηλείῳ καὶ εἶπε μεγαλοφώνως:

― Βρὲ παιδιά, θυμᾶστε, κανένας ἀπὸ σᾶς, τὸ Γιάννη τ᾽ μπαρμπα-Στάθη τ᾽ Μοθωνιοῦ, ποὺ λείπει στὴν Ἀμέρικα ἐδῶ κ᾽ εἴκοσι χρόνια;

* * *

Ἀκούσας τὸ ὄνομα τοῦτο ὁ ξένος ἀνεσκίρτησε κ᾽ ἐστράφη ἄκων πρὸς τὸν λαλοῦντα. Ἐν τούτοις ἐκρατήθη, προσεπάθησε νὰ δείξῃ ἀδιαφορίαν, κ᾽ ἐλθὼν ἐκάθισε παρά τινα γωνίαν τοῦ καπηλείου. Ἤναψε ποῦρον κ᾽ ἐκάπνιζεν.

Οὐδεὶς ἀπήντησεν εἰς τὴν ἐρώτησιν τοῦ ἀχθοφόρου, ἧς ἡ ὑποκεκρυμμένη ἔννοια ἐλάνθανε πάντας. Ὁ Βαγγέλης ἐξηκολούθησε:

― Ποῦ νὰ θυμᾶστε σεῖς! Εἶσθε ὅλοι μικρότεροί μου, ἐξὸν ἀπ᾽ τὸν μπαρμπα-Τριαντάφυλλο, ποὺ δὲν εἶναι ντόπιος, κ᾽ ἐγὼ κοντεύω τώρα νὰ σαραντίσω. Ἤμουν ὣς δεκαοχτὼ χρονῶν ὅταν ἐξενιτεύθηκε ὁ γυιὸς τοῦ Μοθωνιοῦ, κ᾽ ἐκεῖνος τότε θὰ ἦτον ὣς εἰκοσιπέντε. Μὰ μοῦ φαίνεται, νὰ τὸν ἔβλεπα τώρα-δά, θὰ τὸν ἐγνώριζα. Ἀπέθαναν μὲ τὸν καημὸ τοῦ Γιάννη τους, κι ὁ καημένος ὁ μπαρμπα-Στάθης, κ᾽ ἡ γυναίκα του, Θεὸς σχωρέσ᾽ τους! Καὶ τὸ σπιτάκι τους ἀπόμεινε ρείπιο καὶ χάλασμα μὲ δυὸ μισοὺς τοίχους ἐδῶ παραπάνου, στῆς ἐκκλησιᾶς τὸ μαχαλά, καὶ μ᾽ ἕνα μαῦρο βαθούλωμα στὴ γωνιὰ ποὺ ἦτον ἕναν καιρὸ ἡ παραστιά τους. Καὶ ὁ γυιός τους ἔρριξε πέτρα πίσω του. Μὰ ὣς πόσος κόσμος χάνεται, ὣς τόσο, καὶ στὴν Ἀμέρικα! Ξέρετε ποὺ ἦταν καὶ ἀρραβωνιασμένος;

― Καὶ ποιὰ εἶχε; ἠρώτησε μετ᾽ ἀδιαφορίας ὁ κλήτωρ τῆς δημαρχίας, ἀρχηγὸς τῆς πολιτοφυλακῆς τῆς νυκτός.

Ὁ ξένος ἤκουε μετὰ βαθυτάτης προσοχῆς, ἀλλ᾽ ἐφυλάττετο νὰ στρέψῃ βλέμμα πρὸς τὸν λαλοῦντα.

― Εἶχε τὸ Μελαχρὼ τῆς θεια-Κυρατσῶς τῆς Μιχάλαινας. Καὶ σὰν ἔφυγε καὶ ἀπέρασαν δυὸ-τρία χρόνια, τὴν ἐγύρεψαν πολλοί, γιατὶ τὸ κορίτσι εἶχε χάρες κ᾽ ἐμορφιές, καὶ τιμημένη ἦτον, καὶ μορφοδούλα*, ἡ μόνη κεντήστρα τοῦ χωριοῦ μας, καὶ προικιὰ εἶχε καλά. Μὰ τὸ Μελαχρὼ δὲ θέλησε κανέναν, ὅσο ποὺ ἀπέρασαν τὰ χρόνια κ᾽ ἔγινε κι αὐτὴ γεροντοκόριτσο. Καὶ μὲ τὸ ἂχ καὶ μὲ τὸ βάχ, ἀδυνάτισε τώρα κ᾽ ἐχλώμιανε, μὰ ὣς τόσο, ὅταν ἡ γυναίκα ἔχῃ καλὸ σκαρί, δύσκολα γεράζει. Ἀκόμα τὸ λέει, βρὲ παιδιά, θὰ εἶναι παραπάν᾽ ἀπὸ τριανταπέντε, καὶ φαίνεται νὰ εἶναι ὣς εἰκοσιπέντε· ἔτυχε μιὰ μέρα νὰ τὴν ἰδῶ, ποὺ τοὺς κουβάλησα ἕνα σακκὶ ἀλεύρι· ὅσο τὴν κοιτάζῃς, τόσο νοστιμίζει!

―Ἔλα, ἄφ᾽σέ τα αὐτά, Βαγγέλη, εἶπεν αὐστηρῶς ὁ κλήτωρ τῆς δημαρχίας· δὲν πάει στὰ μαγαζιὰ μέσα νὰ λέμε γιὰ φαμίλιες καὶ γιὰ κορίτσα.

―Ἔχεις δίκιο, μπαρμπα-Τριαντάφυλλε, εἶπεν ὁ ἀχθοφόρος· μὰ δὲν τὸ εἶπα γιὰ κακό.

Ἡ ὄψις τοῦ Ἀμερικάνου ἐφαιδρύνθη, καὶ ἀκτὶς εὐτυχίας, διαπεράσασα τὸ ἐπίχρισμα ἐκεῖνο καὶ τὴν οἱονεὶ προσωπίδα, περὶ ἧς εἴπομεν ἐν ἀρχῇ, ἠγλάισε τὸ πρόσωπόν του.

Ὁ μπαρμπα-Τριαντάφυλλος μὲ τὸν χωροφύλακα καὶ τοὺς δύο πολίτας φρουρούς, μὲ τὰ τουφέκιά των, ἠγέρθη καὶ εἶπεν ἀποτεινόμενος πρὸς τὸν κάπηλον:

―Ἔλα κάμε γλήγορα, Δημήτρη, κάμετε φρόνιμα, ἀφῆστε τοὺς χοροὺς καὶ τὰ τραγούδια, παιδιά, δὲν εἶναι ἀπόκριες. Τί μέρα ξημερώνει αὔριο; Κλεῖσε γλήγορα, Δημήτρη, νὰ κοιμηθοῦν ὁ κόσμος, θὰ σηκωθοῦν τὶς δυὸ ἀπ᾽ τὰ μεσάνυχτα νὰ πᾶν στὴν ἐκκλησιά. Καὶ ὁ κύριος ἔχει μέρος νὰ κοιμηθῇ τάχα; ἠρώτησε δείξας τὸν Ἀμερικάνον.

―Ἔννοια σ᾽, μπαρμπα-Τριαντάφυλλε, εἶπεν ὁ Βαγγέλης· τοῦ εἶπε ὁ μπάρμπ᾽ Ἀναγνώστης ὁ καφετζὴς νὰ πάῃ στὸν καφενέ του νὰ πλαγιάσῃ. Μὰ μὴ σὲ μέλῃ ὣς τόσο γιὰ τὸν κύριο, προσέθηκε παίξας τὴν ματιὰ εἰς τὸν κλήτορα· ἂν θέλῃ μέρος νὰ κοιμηθῇ, ἔχει καὶ παραέχει.

― Τί τρέχει; ἠρώτησε μυστηριωδῶς ὁ κλήτωρ.

― Εἶναι ἀπὸ δῶ, ντόπιος, τοῦ εἶπεν εἰς τὸ οὖς ὁ Παχούμης.

― Καὶ πῶς τὸ ξέρεις;

― Εἶχα δὲν εἶχα, τὸν γνώρισα.

― Καὶ ποιὸς εἶναι;

―Ἐκεῖνος ποὺ σᾶς ἔλεγα πρίν, ὁ Γιάννης τ᾽ μπαρμπα-Στάθη τ᾽ Μοθωνιοῦ. Ὅταν ἦρθες κι ἀποκαταστάθηκες ἐδῶ τουλόγου σου, ἦτον φευγᾶτος, καὶ γι᾽ αὐτὸ δὲν τὸν θυμᾶσαι. Μὰ τὸν πατέρα του, τὸ μπαρμπα-Στάθη, τὸν ἔφτασες, θαρρῶ.

― Τὸν ἔφτασα. Κάμε γλήγορα, Δημήτρη, ἐπανέλαβε μεγαλοφώνως ὁ κλήτωρ, κ᾽ ἐξῆλθεν.

Οἱ δύο συναχθοφόροι τοῦ Βαγγέλη εἶχαν παύσει τὸ ᾆσμα καὶ τὴν ὄρχησιν, καὶ ἡτοιμάζοντο ν᾽ ἀπέλθωσιν. Ἀλλ᾽ αἴφνης ὁ Βαγγέλης, ἐλθὼν πλησίον τοῦ Ἀμερικάνου, τοῦ λέγει ταπεινῇ τῇ φωνῇ:

― Τί μ᾽ δίνεις, ἀφεντικό, νὰ πάω νὰ πάρω τὰ σ᾽χαρίκια;

Ὁ ξένος δὲν ἔβαλε τὴν χεῖρα εἰς τὴν τσέπην. Ἀλλὰ μεταξὺ τοῦ ἀντίχειρος, τοῦ λιχανοῦ καὶ τοῦ μέσου τῆς δεξιᾶς εὑρέθη κρατῶν μίαν ἀγγλικὴν λίραν. Τὴν ἔρριψε πάραυτα εἰς τὴν παλάμην τοῦ Βαγγέλη μὲ τόσην προθυμίαν καὶ χαράν, ὡς νὰ ἦτο ὁ λαμβάνων καὶ ὄχι ὁ δίδων.

* * *

Ὅταν οἱ γείτονες τῆς θεια-Κυρατσῶς τῆς Μιχάλαινας ἐξύπνησαν μετὰ τὰ μεσάνυκτα διὰ νὰ ὑπάγουν εἰς τὴν ἐκκλησίαν, τῆς ὁποίας οἱ κώδωνες ἐκλάγγαζον θορυβωδῶς, πόσον ἐξεπλάγησαν ἰδόντες τὴν οἰκίαν τῆς πτωχῆς χήρας, ἐκεῖ ὅπου δὲν ἐδέχοντο τὰ παιδία νὰ τραγουδήσουν τὰ Χριστούγεννα ἀλλὰ τὰ ἀπέπεμπον μὲ τὰς φράσεις, «δὲν ἔχουμε κανένα», καὶ «τί θὰ τραγουδῆστε ἀπὸ μᾶς;», κατάφωτον, μὲ ὅλα τὰ παραθυρόφυλλα ἀνοικτά, μὲ τὰς ὑέλους ἀστραπτούσας, μὲ τὴν θύραν συχνὰ ἀνοιγοκλειομένην, μὲ δύο φανάρια ἀνηρτημένα εἰς τὸν ἐξώστην, μὲ ἐλαφρῶς διερχομένας σκιάς, μὲ χαρμοσύνους φωνὰς καὶ θορύβους. Τί τρέχει; Τί συμβαίνει; Δὲν ἤργησαν νὰ πληροφορηθῶσιν. Ὅσοι δὲν τὸ ἔμαθαν εἰς τὴν γειτονιάν, τὸ ἔμαθαν εἰς τὴν ἐκκλησίαν. Καὶ ὅσοι δὲν ὑπῆγαν εἰς τὴν ἐκκλησίαν, τὸ ἔμαθαν ἀπὸ τοὺς ἐπανελθόντας οἴκαδε τὴν αὐγήν, μετὰ τὴν ἀπόλυσιν τῆς θείας λειτουργίας.

Ὁ ξενιτευμένος γαμβρός, ὁ ἀπὸ εἰκοσαετίας ἀπών, ὁ ἀπὸ δεκαετίας μὴ ἐπιστείλας, ὁ ἀπὸ δεκαετίας μὴ ἀφήσας που ἴχνη, ὁ μὴ συναντήσας που πατριώτην, ὁ μὴ ὁμιλήσας ἀπὸ δεκαπενταετίας ἑλληνιστί, εἶχε γυρίσει πολλὰ μέρη εἰς τὸν Νέον Κόσμον, εἶχεν ἐργασθῆ ὡς ὑπεργολάβος εἰς μεταλλεῖα καὶ ὡς ἐπιστάτης εἰς φυτείας, κ᾽ ἐπανῆλθε μὲ χιλιάδας τινὰς ταλλήρων εἰς τὸν τόπον τῆς γεννήσεώς του, ὅπου ἐπανεῦρεν ἡλικιωθεῖσαν, ἀλλ᾽ ἀκμαίαν ἀκόμη, τὴν πιστήν του μνηστήν.

Ἓν μόνον εἶχε μάθει, πρὸ δεκαπέντε ἐτῶν, τὸν θάνατον τῶν γονέων του. Περὶ τῆς μνηστῆς του εἶχε σχεδὸν πεποίθησιν ὅτι θὰ εἶχεν ὑπανδρευθῆ πρὸ πολλοῦ· ἐν τούτοις διετήρει ἀμυδράν τινα ἐλπίδα. Ἐκ δεισιδαίμονος φόβου, ὅσον ἐπλησίαζεν εἰς τὴν πατρίδα του, τόσον ἐδίσταζε νὰ ἐρωτήσῃ ἀπ᾽ εὐθείας περὶ τῆς μνηστῆς του, μὴ δίδων ἄλλως γνωριμίαν εἰς κανένα τῶν πατριωτῶν του, ὅσους τυχὸν συνήντησεν ἅμα φθάσας εἰς τὴν Ἑλλάδα. Ἐπροτίμα ν᾽ ἀγνοῇ τί ἔγινεν ἡ μνηστή του, μέχρι τῆς τελευταίας στιγμῆς, καθ᾽ ἣν θ᾽ ἀπεβιβάζετο εἰς τὸν τόπον τῆς γεννήσεώς του καὶ θὰ προσήρχετο εἰς εὐλαβῆ ἐπίσκεψιν εἰς τὸ ἐρείπιον, ὅπου ἦτο ἄλλοτε ἡ πατρῴα οἰκία του.

* * *

Μετὰ τρεῖς ἡμέρας, τῇ Κυριακῇ μετὰ τὴν Χριστοῦ Γέννησιν, ἐτελοῦντο, ἐν πάσῃ χαρᾷ καὶ σεμνότητι, οἱ γάμοι τοῦ Ἰωάννου Εὐσταθίου Μοθωνιοῦ μετὰ τῆς Μελαχροινῆς Μιχαὴλ Κουμπουρτζῆ.

Ἡ θεια-Κυρατσώ, μετὰ τόσα ἔτη, ἐφόρεσεν, ἐπ᾽ ὀλίγας στιγμάς, χρωματιστὴν «πολίτικην» μανδήλαν, διὰ ν᾽ ἀσπασθῇ τὰ στέφανα. Καὶ τὴν παραμονὴν τοῦ Ἁγίου Βασιλείου ἑσπέρας, ἱσταμένη εἰς τὸν ἐξώστην, ἠκούσθη φωνοῦσα πρὸς τοὺς διερχομένους ὁμίλους τῶν παίδων:

―Ἐλᾶτε, παιδιά, νὰ τραγ᾽δῆστε!

(1891)


ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ
ΑΠΑΝΤΑ
ΤΟΜΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟΣ
ΚΡΙΤΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ
Ν. Δ. ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΠΟΥΛΟΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΔΟΜΟΣ


http://www.papadiamantis.org/works/58-narration/213-02-18-o-amerikanos-1891

Καλή κι Ευλογημένη Χρονιά!

Δευτέρα 24 Δεκεμβρίου 2018

"Τα πρώτα μας Χριστούγεννα"



της Μαρίζας Κωχ
από το νοσταλγικό αυτοβιογραφικό αφήγημά της "Το ξανθό κορίτσι της Σαντορίνης" (εκδόσεις: Μεταίχμιο)

"Φθινόπωρο 1952
Ο "Γλάρος", το καράβι της άγονης γραμμής, σαλπάρει για τα νησιά των κυκλάδων από τον Πειραιά κάθε Δευτέρα μεσημέρι. Χρόνια τώρα κάνει αυτή τη διαδρομή. Όλοι λένε πως είναι σαπιοκάραβο, αλλά όλοι μ'αυτό ταηιδεύουν! Κάνουν τον σταυρό τους κι ανεβαίνουν![...]
Μόλις που προλάβαμε κι ανεβήκαμε στο κατάστρωμα του πλοίου, η αδερφή μου η Ειρήνη, ο κυρ Φώτης, ο ταχυδρόμος του χωριού μας, κι εγώ. Ο κυρ Φώτης είχε αναλάβει από τη μάνα μας να μας παραδώσει στην οικογένεια του αδερφού της, του θείου μας του Μανώλη, στο χωριό μας, στη Μέση Γωνιά Σαντορίνης.
[...]

Τα πρώτα μας Χριστούγεννα, 1952
Μετά από λίγο καιρό, έφθασαν και οι μέρες των Χριστουγέννων.
Ο παπα-Μανώλης, ο δεύτερος παπάς του χωριού, πήγε στο σχολείο να κάνει κατηχητικό στα παιδιά και να τους μιλήσει για τα Χριστούγεννα. Πήγα κι εγώ εκείνη την ημέρα. Μου άρεσε τόσο πολύ, που δεν έγραφε τίποτα στον πίνακα και που όλο έλεγε κι έλεγε πράγματα που τ'άκουγα για πρώτη φορά!
Αγάπησα τους Τρεις Μάγους, τα γαϊδουράκια και τα προβατάκια που ζέσταιναν με την αναπνοή τους τη φάτνη του Χριστού με τα άχυρα και αισθάνθηκα μεγάλο θυμό για τον βασιλιά Ηρώδη. Στο τέλος μας έμαθε και τα κάλαντα και ήμασταν έτοιμοι να τα πούμε αποβραδίς, την παραμονή των Χριστουγέννων, κρατώντας τα φαναράκια μας. Όλα θα ήταν ονειρεμένα, αν δεν είχα ακούσει ότι αυτή την τελευταία βδομάδα πριν από τα Χριστούγεννα οι άντρες του χωριού είχαν κανονίσει παρέες παρέες, να κατεβαίνουν στις μάντρες όπου η κάθε οικογένεια είχε το γουρούνι της και το μεγάλωνε για να το σφάξουν!... Θα πήγαινε κι ο Χαράλαμπος με τον αδερφό του το Νίκο.
Στις αυλές των σπιτιών επικρατούσε μια αναταραχή. Διάλεγαν ποιά κομμάτια του ζώου θα κρατούσαν για μαγείρεμα τα Χριστούγεννα, ποιά θα γίνονταν λουκάνικα, ποιά θα έμπαιναν στο λίπος για να φυλαχθούν για τον υπόλοιπο χρόνο. Άλλο κρέας δεν υπήρχε όλο τον χρόνο. Έβαζαν στη μάντρα πάλι ένα γουρουνάκι να μεγαλώσει για τα άλλα Χριστούγεννα. Τα σκυλιά και τα γατιά της γειτονιάς τριγύριζαν στα ταρατσάκια μήπως ξεκλέψουν κανένα μεζέ! Όσοι άντρες δε φοβούνταν μην τους μαλώσει ο παπάς, επειδή ήταν ακόμη νηστεία, τηγανίζανε και τρώγανε τσιγαρίδες και πίνανε μπρούσκο κρασί. Ευτυχώς που εμείς στο σπίτι του θείου δεν είχαμε γουρούνι, ούτε η κυρία Ζαμπέλη στο διπλανό σπίτι.
Εκείνες τις ημέρες, για να μη βλέπω και να μην ακούω τί γίνεται στο χωριό έπαιρνα τα κατσικάκια μου κι έφευγα μακριά στα χωράφια.
Ήρθε η παραμονή των Χριστουγέννων. Εμείς τα παιδιά με το φαναράκι μας αναμμένο κι ένα καλαθάκι στο χέρι γυρίζαμε το χωριό μικρές μικρές ομάδες και λέγαμε τα κάλαντα. Στο καλάθι που κρατούσαμε και τί δε μας έβαζαν μέσα οι νοικοκυρές! Αυγά, πορτοκάλια, κουλούρια, κίτρινα παξιμάδια σαν της θείας μου και ζαχαρωτά. Τί χαρά που νιώθαμε!
Το πρωί πριν ξημερώσει, χτύπησε η καμπάνα των Χριστουγέννων. Λουσμένες και μπανιαρισμένες στη σκάφη, όπως σε κάθε γιορτή, από την προηγούμενη ημέρα, η αδερφή μου κι εγώ με τα καλά μας καινούρια φορέματα, που μας είχε στείλει η μάνα μας απ'την Αθήνα, ξεκινήσαμε για την εκκλησία για να κοινωνήσουμε. Η θεία δεν ήρθε γιατί έπρεπε να μαγειρέψει για το μεσημέρι. Μαζί μας ήταν κι η γιαγιά η Μαρία και η γιαγιά το Ρηνιώ.
Η θεία μου είπε μυστικά πριν πάω μπροστά στον παπά για να κοινωνήσω να πω στην αδερφή μου τη φράση: "Συγχώρα με". Μετά να ανοίξω το στόμα μου για να μεταλάβω με μεγάλη προσοχή, κι όχι βιαστικά, όπως κάνω όλες μου τις δουλειές! Και αφού κοινωνήσω, να μη μιλήσω και μόνο το σταυρό μου να κάνω.
Στην εκκλησία σκεφτόμουνα συνέχεια τί κακό έχω κάνει στην αδερφή μου και πρέπει να της πω συγχώρα με. Ήρθε η ώρα να κοινωνήσουμε. Όλα τα παιδιά στη σειρά. Η αδερφή μου μπροστά από μένα γυρίζει ξαφνικά και μου λέει στ'αυτί: "Συγχώρα με, Μαρία!" Έμεινα άφωνη. Ήμουνα ήδη μπροστά στον παπά και πριν προλάβω να πω κι εγώ στην αδερφή μου να με συγχωρέσει, ο παπάς με κοινώνησε!
Πρώτη φορά κατάλαβα και ένιωσα τί είναι τα Χριστούγεννα. Έξω απ'την εκκλησία ο κύριος Λάμπρος πουλούσε τις στριφτές, μελένιες καραμέλες. Ο θείος μας είχε δώσει από ένα πεντακοσάρικο και αγοράσαμε κι εμείς. Μέχρι το μεσημέρι ακόμη της γλείφαμε και παλεύαμε να τις τελειώσουμε. Όλα ήταν αλλιώτικα τούτη τη μέρα. Το μεσημέρι όλοι γύρω απ'το τραπέζι κι ένα μεγάλο ταψί στη μέση. Χοιρινό με πατάτες! Για μια στιγμή πήγα να θυμηθώ τί γινότανε τις προηγούμενες μέρες στο χωριό που έσφαζαν τα γουρούνια. Αλλά αμέσως το έβγαλα απ'το μυαλό μου.
Η πρώτη μου σκέψη τώρα είναι να μάθω τα κάλαντα για την Πρωτοχρονιά. Έπαιζα κουτσό με τ'άλλα κορίτσια στην αυλ'ή της κυρίας Βιολέτας που έλειπε και έλεγα τα λόγια: "Αρχιμηνιά κι αρχίχρονια, ψηλή μου δενδρολιβανιά...".
Την παραμονή της Πρωτοχρονιά όλα έγιναν όμορφα όπως και τα Χριστούγεννα. Με το φαναράκι, το καλάθι και τα γλυκά. Το μεσημέρι της Πρωτοχρονιάς φάγαμε κοκκινιστό. Όταν τελειώσαμε το φαγητό, ο θείος μας φώναξε να φέρουμε τους κουμπαράδες μας και μας έριξε μέσα χρήματα, την "καληχέρα" όπως μας είπε. Καληχέρα μας έδωσε κι ο παππούς όταν πήγαμε και του είπαμε τα κάλαντα της Πρωτοχρονιάς...
Οι μέρες των γιορτών κυλούσαν χωρίς να χτυπάει η καμπάνα του σχολείου κι ήμουνα πολύ ευχαριστημένη γι'αυτό! [...]"

Καλά κι ευλογημένα Χριστούγεννα!

Κυριακή 11 Νοεμβρίου 2018

Ροδιές της Περσεφόνης και του φθινοπωριού...


"Απόξω απ΄ την αυλή του βρίσκεται χτήμα τρανό, εκεί δίπλα,
τέσσερα στρέμματα, που ζώνεται με φράχτη γύρω γύρω·
και μέσα εκεί ψηλά κι ολόχλωρα φυτρώνουν δέντρα πλήθος:
εκεί αχλαδιές, μηλιές χρυσόκαρπες, ρογδιές φυλλομανούνε,
εκεί συκιές γλυκές κι ολόχλωρες ελιές θωρείς ολούθε."
(Ομήρου Οδύσσεια η112-6, απόδοση: Κακριδή-Καζαντζάκη)


Κι είναι κοντά δυο μήνες τώρα που 'θελα να γράψω για τούτες τις ροδιές του φθινοπώρου κι ίσα που προλαβαίνω να τις εντάξω στην εποχή τους, τώρα που τα φορέματα της φύσης είναι ακόμη ταιριαστά με τη μορφή του χρυσορόδινου καρπού τους. Κρίμα θά'τανε να φανούν παράταιρες, σε λάθος ώρα, τούτες οι ροδιές, οι θλιμμένες αρχόντισσες, που τόσα κρυμμένα μυστικά και λόγια φυλάσσουν στο μικρό τους σπέρμα. "Αυτός της έδωσε όμως κρυφά να φάει από ροδιά γλυκό σα μέλι σπόρο, για να μη μείνει πάντοτε κοντά εκεί και δίπλα στη σεβαστή τη Δήμητρα τη μαυροφορεμένη..." (Ομηρικός Ύμνος είς Δημήτραν, 371-4, απόδοση: Θ.Μαυρόπουλος).

"ῥοιῆς κόκκον ἔδωκε φαγεῖν μελιηδέα λάθρῃ"
(Ομηρικός Ύμνος εις Δημήτραν, 373)

Διηγείται ο Ι.Θ.Κακριδής ("Ελληνική Μυθολογία"-Τόμος Α'): Δήμητρα είχε γεννήσει στο Δίαν μια μοναχοκόρη, την Περσεφόνη... Κάποια μέρα, ο Πλούτωνας, ο θεός του Κάτω Κόσμου, έτυχε να ρίξει τα μάτια πάνω της και την αγάπησε. Επειδή καταλάβαινε πως η μητέρα της δεν θα την χωριζόταν εύκολα ούτε θα την άφηνε να περάσει τη ζωή της στα αραχνιασμένα σκοτάδια του Άδη, αποφάσισε να την κλέψει. [...] Η Δήμητρα, κλεισμένη τώρα στο ναό της, εξακολουθεί να αρνιέται να γυρίσει στους άλλους θεούς, γιατί δε μπορεί να τους συγχωρέσει που της στέρησαν την κόρη. Άλλη χρονιά τόσο δίσεχτη σαν αυτή δεν εγνώρισε ποτέ ο κόσμος' άδικα οι ξωμάχοι οργώνουν και σπέρνουν' η θεά δεν αφήνει να φυτώσει τίποτε. Οι άνθρωποι πάνε να αφανιστούνε όλοι από την πείνα....Μπροστά στην επιμονή της ο Δίας καταλαβαίνει πως η μόνη λύση που απομένει είναι να δεχτεί ο Πλούτωνας ν'αφήσει τη γυναίκα του ν'ανέβει στο φως κοντά στη μητέρα της. Στέλνει λοιπόν τον Ερμή στον Άδη.... Ο Πλούτωνας αποκρίνεται πως δε θα παρακούσει.....πριν όμως την αποχαιρετήσει, της δίνει με τη βία, και κρυφά από τον Ερμή, να φάει ένα σπυρί ρόδι... η Δήμητρα υποψιάζεται κάποιο δόλο... -Μήπως πριν ξεκινήσεις ο Πλούτωνας σου έδωκε να φας κάτι;....αν ναι, τότε είσαι καταδικασμένη το ένα τρίτο του χρόνου να το περνάς στον Κάτω Κόσμο... Η κόρη αποκρίνεται... ένα σπυρί ρόδι...."



Τέλος Σεπτέμβρη μάζεψα τα ρόδια της ροδιάς, Οκτώβρης ήταν ο μήνας για να τους συνομιλήσω. Μα όλα τούτη τη χρονιά, με σέρναν παραπίσω. Σαν ο Σεπτέμβρης να στάθηκε εκεί δα, άλλες 30 μέρες, σαν να μετάθεσε τον διπλανό του στο έμπα του Νοέμβρη. Τόσο πολύ, που όσο κι αν κρυάδιασε στο βουνό, παλτό δεν έχω θυμηθεί να βγάλω απ'το ντουλάπι! Έτσι και το αντάμωμα με την πρωτεύουσα πήρε παράταση ένα μήνα. Κοίτα να δεις, που τώρα το παρατηρώ, χρόνια τώρα η συνάντηση αυτή λάμβανε χώρα μες στον Πυανεψιώνα των προγόνων, την εποχή των καρπών της ροδιάς και της βίαιης αρπαγής, την εποχή των αρχαίων Θεσμοφοριών... Κι εγώ πάντοτε εκεί ν'αφήσω ένα λουλούδι σε κείνους που μου άρπαξε ο Πλούτωνας...

Διαβάζουμε στον Αθανάσιο Σταγειρίτη ("Ωγυγία ή Αρχαιολογία"-Γ΄τόμος): "Θεσμοφορία. Ήτον της Δήμητρος εορτή πανταχού εορταζομένη... και μάλιστα εις τας Αθήνας...


Ρόδι, λοιπόν, από το μσν. ροϊδιν, από το αρχ. ροϊδιον, υποκοριστικό του ροιά, ροδιά.  Το ομηρικό "ροιά":  "ὄγχναι καὶ ῥοιαὶ καὶ μηλέαι ἀγλαόκαρποι" (η115)

"Αναφέρεται έκπαλαι ως αυτοφυούμενος και καλλιεργούμενος πολλαχού της Ελλάδος υπό τα ονόματα Ρόα, Ροιά, Σίδη ή Σίδα. [...]το Σίδη ή Σίδα φαίνεται να ήνε ιθαγενές και αρχαιότερον, πελασγικόν ίσως....Υπό το όνομα τούτο ήτο γνωστή η Ροιά παρά τοις Βοιωτοίς (και τοις Κρήταις), εις το τμήμα της χώρας των οποίων αυτεφύετο ο θάμνος ούτος ως μαρτυρεί και το χωρίον του Αθηναίου ("Δειπνοσοφισταί" ΙΔ 650-1)..." μας πληροφορεί ο Π.Γ.Γεννάδιος εις το "Φυτολογικόν Λεξικόν" του.



Ανήμερα των Αρχαγγέλων, των Ταξιαρχών. Πρόλαβα το πρωί ν'ανάψω ένα κερί στην εκκλησιά που βαφτίστηκα -σαν νά'τανε σε μιαν άλλη ζωή τότε που ζούσα σ'αυτή την πόλη, σ'αυτή τη γειτονιά... Μπήκα την ώρα της Μεγάλης Εισόδου. Κοντοστάθηκα με συγκίνηση... Κι ύστερα "....και υπέρ του άδικα δολοφονηθέντος αδελφού ημών Κωνσταντίνου..."... Άναψα ένα κερί ακόμη...

Σ’ αυτές τις κάτασπρες αυλές όπου φυσά ο νοτιάς
Σφυρίζοντας σε θολωτές καμάρες, πέστε μου είναι η τρελή ροδιά
Που σκιρτάει στο φως σκορπίζοντας το καρποφόρο γέλιο της
Με ανέμου πείσματα και ψιθυρίσματα, πέστε μου είναι η τρελή ροδιά
Που σπαρταράει με φυλλωσιές νιογέννητες τον όρθρο
Ανοίγοντας όλα τα χρώματα ψηλά με ρίγος θριάμβου;
(Οδυσσέας Ελύτης, "Η τρελή ροδιά")

Βγήκα στη λεωφόρο να πάρω ένα ταξί για το Νεκροταφείο... να προλάβω και το επόμενο ραντεβού... Πουθενά ταξί! Απεργία. Κι άρχισα να βαδίζω τρέχοντας κι υπολογίζοντας με αγωνία: "Αν φτάσω σε μισή ώρα, θα προλάβω... Μετά θα τρέξω ως μια στάση του μετρό...μάλλον θα προλάβω... πρέπει να προλάβω!"

Όταν στους κάμπους που ξυπνούν τα ολόγυμνα κορίτσια
Θερίζουνε με τα ξανθά τους χέρια τα τριφύλλια
Γυρίζοντας τα πέρατα των ύπνων τους, πέστε μου είναι η τρελή ροδιά
Που βάζει ανύποπτη μες στα χλωρά πανέρια τους τα φώτα
Που ξεχειλίζει από κελαηδισμούς τα ονόματά τους, πέστε μου
Είναι η τρελή ροδιά που μάχεται τη συννεφιά του κόσμου;
(Οδυσσέας Ελύτης, "Η τρελή ροδιά")

Φουριόζα με δυο μάτσα φρεσκότατα χρυσάνθεμα και δυο τριαντάφυλλα βρέθηκα στο οστεοφυλάκειο. "Πού είναι τα κεριά;" απόρησα. Πλησίασα το μεταλλικό κουτί, να βγάλω την περσινή ενθύμιση, ν'αποθέσω τα φετινά τριαντάφυλλα, να πω δυο λόγια... Δίπλα μου μια γυναίκα. Πήγα στα καντηλάκια που σιγοκαίγαν δίπλα στην είσοδο κι έψαχνα για θυμιατό. Η γυναίκα, βγαίνοντας, κοντοστάθηκε εκεί. Τη χαιρέτησα. Είδα πως κρατούσε στα χέρια ένα κουτί από ζαχαροπλαστείο. "Να σας προσφέρω ένα γλυκό;" Πριν καν απορήσω, κατάλαβα... "Να μου προσφέρετε...καλή ανάπαυση νά'χει..." 

Στη μέρα που απ’ τη ζήλια της στολίζεται μ’ εφτά λογιώ φτερά
Ζώνοντας τον αιώνιον ήλιο με χιλιάδες πρίσματα
Εκτυφλωτικά, πέστε μου είναι η τρελή ροδιά
Που αρπάει μια χαίτη μ’ εκατό βιτσιές στο τρέξιμό της
Ποτέ θλιμμένη και ποτέ γκρινιάρα, πέστε μου είναι η τρελή ροδιά
Που ξεφωνίζει την καινούρια ελπίδα που ανατέλλει;
(Οδυσσέας Ελύτης, "Η τρελή ροδιά")

Μες στη βιασύνη μου -που δε θά'θελα νά'ναι βιασύνη ώρες σαν και τούτες- μέ'πιασε και το άγχος "Ν'άνάψω τούτο το κερί με τη θήκη την πλαστική ή μήπως πάρουμε καμιά φωτιά;". Το άναψα. Το "καπελάκι" του πύρωσε μεμιάς. Δίστασα. Κοίταξα προς τα έξω. Η γυναίκα είχε καθήσει στο παγκάκι απέναντι. "Συγγνώμη, να σας κάνω μια ερώτηση;" της μίλησα... Κι ύστερα ρώτησε εκείνη "Ποιόν έχεις εδώ;", "Τον πατέρα μου...", "Εγώ το γιο μου, παλληκάρι 26 ετών..."... Ένας κόμπος στάθηκε στο λαιμό μου. "Αν θες πήγαινε να τον δεις...να εκεί δεξιά πάνω... " είχε τη φωτογραφία... "Τί να σας πω....δε χωρούν λόγια σ'αυτό..." ψέλλισα... "Γιόρταζε σαν σήμερα... για αυτό και τα γλυκά..."... Όλα τ'άλλα ξαφνικά σβήσανε... αν θα προλάβω, πώς θα προλάβω, τί θα προλαβω.. τα ραντεβού, οι υποχρεώσεις... η επιστροφή στο χωριό... Τούτη η εικόνα, της μάνας με τα γλυκίσματα στο χέρι έξω από ένα οστεοφυλάκειο, για το παιδί που χάθηκε και γιόρταζε σαν σήμερα, μέρα των Αρχαγγέλων, τα κάλυψε όλα μεμιάς... κι ακόμη και σήμερα, τώρα, τούτη ακριβώς τη στιγμή, με ακολουθεί....

Πέστε μου, είναι η τρελή ροδιά που χαιρετάει στα μάκρη
Τινάζοντας ένα μαντίλι φύλλων από δροσερή φωτιά
Μια θάλασσα ετοιμόγενη με χίλια δυο καράβια
Με κύματα που χίλιες δυο φορές κινάν και πάνε
Σ’ αμύριστες ακρογιαλιές, πέστε μου είναι η τρελή ροδιά
Που τρίζει τ’ άρμενα ψηλά στο διάφανον αιθέρα;
(Οδυσσέας Ελύτης, "Η τρελή ροδιά")

Η Δήμητρα, η Γη-μητέρα, αναζητούσε απεγνωσμένα την Κόρη της που βίαια άρπαξε ο άρχοντας του Κάτω Κόσμου. Ποιός να γιατρέψει τη θλίψη της; Μαράζωσε η πλάση κι ο πατέρας θεών κι ανθρώπων έδωσε εντολή στον αρχάγγελό του Ερμή να τη ζητήσει πίσω. Ο Πλούτωνας, όμως, της έδωσε ένα σπόρο ροδιάς, καταδικάζοντάς την να ξαναγυρίσει κοντά του. Κι έτσι η Περσεφόνη ξαναγυρνά κάθε φορά στο βασίλειό του αφού χαρεί το φως και τις αγκάλες της μάνας της. Γράφει ο Α.Σταγειρίτης ("Ωγυγία ή Αρχαιολογία") πως κάποιοι την αλληγορούν "εις την Σελήνην", κάποιοι στο "κάτωθεν αφώτιστο ημισφαίριο", ή "εις τον σπόρον". Ο Ορφέας, όμως, αλληγορεί αυτήν "και εις την γην, ή εις την υπόγειον καρποφόρον δύναμιν, λέγων "Φερσεφόνεια' φέρεις γαρ αεί και πάντα φονεύεις".".
Σημειώνει κι ο νεοπλατωνικός Πρόκλος ("Εις τον Κρατύλον Πλάτωνος", 173): "Η Περσεφόνη πήρε το όνομά της ή επειδή διακρίνει τις μορφές και χωρίζει τη μια από την άλλη, καθώς ο φόνος δηλώνει υπαινικτικά την αναίρεση, ή επειδή χωρίζει εντελώς τις ψυχές από τα σώματα με την επιστοφή προς την άνω περιοχή, πράγμα που για όσους το αξιώνονται είναι ο κατεξοχήν ευτυχής φόνος και θάνατος." (απόδοση: φιλολογική ομάδα Κάκτου)

Πανύψηλα με το γλαυκό τσαμπί που ανάβει κι εορτάζει
Αγέρωχο, γεμάτο κίνδυνο, πέστε μου είναι η τρελή ροδιά
Που σπάει με φως καταμεσίς του κόσμου τις κακοκαιριές του δαίμονα
Που πέρα ως πέρα την κροκάτη απλώνει τραχηλιά της μέρας
Την πολυκεντημένη από σπαρτά τραγούδια, πέστε μου είναι η τρελή ροδιά
Που βιαστικά ξεθηλυκώνει τα μεταξωτά της μέρας;
(Οδυσσέας Ελύτης, "Η τρελή ροδιά")

Ρόδι, λοιπόν, σύμβολο ζωής και θανάτου, σύμβολο γένεσης και φθοράς... Κι ακόμη σήμερα την Πρωτοχρονιά, με την αλλαγή του χρόνου, σπάμε ένα ρόιδο στο κατώφλι του σπιτιού, να μας φέρει καρπό πλούσιο σαν τα πολλά του σπέρματα, ν'αυγατίσει τον οίκο με γεννήματα καλά. Κάποτε κι οι νύφες, μπαίνοντας στολισμένες στο καινούριο τους σπιτικό πετούσαν στη θύρα ένα ρόδι, σύμβολο γονιμότητας και καρποφορίας, κι οι γεωργοί ανακατεύαν τα σπυριά του με το σπόρο του χωραφιού (βλ.: του Άη-Γιώργη του φτωχού, του Μεθυστή, του Σποριάρη.. ) Κι από την άλλη, για τις αγαπημένες ψυχές που φύγαν από κοντά μας, με σπόρι ροδιού στολίζουμε το στάρι που προσφέρεται για την ανάπαυσή τους (κόλλυβα)

Σε μεσοφούστανα πρωταπριλιάς και σε τζιτζίκια δεκαπενταυγούστου
Πέστε μου, αυτή που παίζει, αυτή που οργίζεται, αυτή που ξελογιάζει
Τινάζοντας απ’ τη φοβέρα τα κακά μαύρα σκοτάδια της
Ξεχύνοντας στους κόρφους του ήλιου τα μεθυστικά πουλιά
Πέστε μου, αυτή που ανοίγει τα φτερά στο στήθος των πραγμάτων
Στο στήθος των βαθιών ονείρων μας, είναι η τρελή ροδιά;
(Οδυσσέας Ελύτης, "Η τρελή ροδιά")

"Στο στήθος των βαθιών ονείρων μας είναι η τρελή ροδιά;"  Σήμερα ήθελα να πάρω μιαν ανάσα. Τόσους μήνες αγκομαχώ. Σήμερα αποφάσισα να πάρω μιαν ανάσα, λοιπόν. Να κουβεντιάσω με τα σπόρια της ροδιάς, να προσπαθήσω να φανταστώ τα κρυμμένα μυστικά τους... Σήμερα αποφάσισα να μην τρέχω να προλάβω, να μην πάρω αποφάσεις, να μη σηκώσω τηλέφωνα επίμονα κι ενοχλητικά... απλά να ταξιδέψω, ν'αφουγκραστώ τις ιστορίες τους. Δυό μήνες τώρα προσμένουν να μου πουν... Όχι πως θα καταλάβω, μα αρκεί που θα νιώσω τα κρυφά παθήματά τους, αρκεί που θα πορευτώ λιγουλάκι μαζί τους... Λένε πως τούτη η ροδιά βλάστησε από το αίμα του Διονύσου, που τον διαμέλισαν οι Τιτάνες κατ'εντολήν της Ήρας, κείνο τον Διόνυσο που μετέπειτα αναστήθηκε. Γέννημα του Διός και της Περσεφόνης κατά τα Ορφικά: "Διὸς καὶ Περσεφονείης ἀρρήτοις λέκτροισι τεκνωθείς" (Ορφικός Ύμνος είς Διόνυσον). Κι άλλοι λένε πως η Αφροδίτη ήταν εκείνη που την πρωτοφύτεψε... Με γονιμότητα, αίμα, θάνατο συνδέουν τον καρπό της, με καρποφορία και πλούτο, αλλά και με τον Πλούτωνα... Σύμβολο ευγονίας, αλλά και νέκρωσης ο ερυθρός του σπόρος...σύμβολο, ίσως, και κάποιας υπόσχεσης, κάποιας δέσμευσης, κάποιας κάπου κάποτε επιστροφής... 



Σημειώνει ο Παυσανίας στα "Κορινθιακά" (17,4) για το άγαλμα της Ήρας, προστάτιδας του γάμου: "Το δε άγαλμα είναι της Ήρας καθημένης εις τον θρόνον. Είναι μεγάλου μεγέθους, κατασκευασμένον από χρυσόν και ελεφαντοστούν, και είναι έργο του Πολυκλείτου. Εις την κεφαλήν δε φέρει στέφανον, επί του οποίου υπάρχουν γλυπτικαί παραστάσεις εικονίζουσαι τας Χάριτας και τας Ώρας. Εις το ένα χέρι κρατεί ρόδι και εις το άλλο σκήπτρον." Κι ύστερα προσθέτει και μυστικά σιωπά: "Εκείνο το οποίο λέγουν δια την σημασίαν του ροδιού είναι μυστήριον και ας μου επιτραπή να μην ομιλήσω σχετικώς"... (απόδοση: Δ.Λαμπίκη). Στα "Ες τον Τυανέα Απολλώνιον" (Δ, XXVIII) του Φιλοστράτου αναφέρεται: "Έδωσε επίσης εξήγηση και για το χάλκινο άγαλμα του Μίλωνα και τη μορφή του.....Με το αριστερό του χέρι κρατάει ρόδι... [...] Ο Απολλώνιος είπε...."Για να γνωρίσετε το νόημα του αγάλματος , μάθετε ότι κάποτε αυτό τον αθλητή οι Κροτωνιάτες τον όρισαν ιερέα της Ήρας. Δε χρειάζεται να εξηγήσω το νόημα του διαδήματος, αφού ήταν ιερέας. Όσο για τη ροδιά, είναι το μόνο από τα φυτά που φυτρώνουν για χάρη της Ήρας...."."(απόδοση: φιλολογική ομάδα Κάκτου)
Ενώ στους "Δειπνοσοφιστές" (Γ' 27) του Αθηναίου, η Αφροδίτη - θεά του έρωτα, της αναπαραγωγής, της γονιμότητας τούτη- είναι εκείνη που φύτεψε τούτο το δένδρο, τη ροδιά, σύμφωνα με ένα απόσπασμα του Ερίφου από τη "Μελιβοία":

"-Αλλά ιδού ωραία ρόδια.
-Πόσο είν' ευγενικά.
-Γιατί λένε πως στην Κύπρο
αυτή η ίδια η Αφροδίτη
φύτεψε αυτό το δέντρο,
που πολύ το αγαπά."
(απόδοση: Σ.Αλεξιάδου)

Σημειώνει κι ο νεοπλατωνικός φιλόσοφος Πρόκλος ("Εις Πλάτωνος Πολιτεία"): "Η φθινοπωρινή εποχή είναι της Αφροδίτης' γιατί κατ'αυτήν γίνεται η καταβύθιση των σπόρων στη γη και αυτό το έργο είναι της Αφροδίτης, να σμίγει δηλαδή τα γόνιμα και να οδηγεί σε επαφή την αιτία της γέννησης (γι' αυτό λοιπόν και ο μύθος λέει ότι την Κόρη την άρπαξαν αυτή την εποχή, επειδή η Κόρη είναι επικεφαλής της ζωογονίας όλων των επιμέρους, προσθέτοντας ότι επειδή έβαλε τον Σκορπιό στο ύφασμα, ο οποίος έχει λάβει το ενδιάμεσο αυτής της εποχής, υπέστη την αρπαγή)." (απόδοση: φιλολογική ομάδα Κάκτου)

Κι ύστερα πάλι, φύτρα θανάτου, στου Παυσανία τα "Βοιωτικά" (25,1): "Πλησίον εις τας Νηίστας πύλας των Θηβών είναι μνήμα του Μενοικέως, του υιού του Κρέοντος' ούτος ηυτοκτόνησε με την θέλησίν του εξ αιτίας του χρησμού των Δελφών, όταν ήλθον από το Άργος ο Πολυνείκης με τον στρατόν του. Επάνω εις το μνήμα του Μενοικέως είναι φυτρωμένη μια ροδιά' όταν δε ωριμάσει ο καρπός της, εάν τον σχίσης, ευρίσκεις το εσωτερικόν όμοιον με αίμα...." (απόδοση: Ν.Μπαξεβανάκης). Αντίστοιχα και κατά τον Φιλόστρατο ("Εικόνες" 2, 29) και στον τάφο του Πολυνείκη, γιου του Οιδίποδα, οι Ερινύες είχαν αφήσει να φυτρώσει μια ροδιά που, επίσης, όταν άνοιγες τους καρπούς της, έσταζαν αίμα... 
Αλλά ο Κλήμης Αλεξανδρεύς ("Προτρεπτικός" 2,19, 1.3.4.) μας αναφέρει ξεκάθαρα πως πίστευαν ότι η ροδιά βλάστησε από τις σταγόνες του αίματος του Διονύσου: " αἱ θεσμοφοριάζουσαι τῆς ῥοιᾶς τοὺς κόκκους παραφυλάττουσιν ἐσθίειν· τοὺς γὰρ ἀποπεπτωκότας χαμαὶ ἐκ τῶν τοῦ Διο νύσου αἵματος σταγόνων βεβλαστηκέναι νομίζουσι τὰς ῥοιάς". 
Καρποί που στάλαζαν αίμα, αίμα που γένναγε καρπούς...
Καρποί με μυστικά κρυμμένα, στολισμένοι με μύθους μακρινούς κι απόκρυφους...

"Κι ήταν και δέντρα αψηλοφούντωτα, που έγερναν τον καρπό τους
απάνω του· αχλαδιές, χρυσόκαρπες μηλιές, ρογδιές θωρούσες,
θωρούσες και συκιές μελόγλυκες κι ελιές δροσιά γεμάτες.
Μα κάθε που άπλωνεν ο γέροντας τα χέρια να τα πιάσει,
ξεσήκωνε τους κλώνους ο άνεμος ως τα ισκιωμένα νέφη."
(Ομήρου Οδύσσεια η115, απόδοση: Κακριδή-Καζαντζάκη)

ΣΗΜ.: Και μην ξεχνάμε: Καρποί με θεραπευτικές ιδιότητες, όπως πλείστα γεννήματα της πλάσης. Ο Διοσκουρίδης ("Περί ύλης ιατρικής" Ε' 26) αναφέρει τον "ροϊτη οίνον" που παρασκευάζεται ως εξής: "Αφού πάρεις ώριμα ρόδι χωρίς κουκούτσια και στύψεις τον χυμό των σπυριών τους, φύλαξέ τον, ή, αφού τον βράσεις έως ότου να μείνει το ένα τρίτο, έτσι φύλαξέ τον. Κάνει καλό στις εσωτερικές καταρροές και στους πυρετούς με διάρροια. Κάνει καλό στο στομάχι, σφίγγει την κοιλιά και είναι διουρητικό." (απόδοση: φιλολογική ομάδα Κάκτου). Αλλά και γενικότερα, αναφερόμενος στη ροδιά καταγράφει διάφορες ιδιότητες του φυτού (Α' 110), όπως ότι "κάθε ρόδι είναι ζουμερό και ευστόμαχο....το ξινό βοηθά τις καούρες κι είναι διουρητικό..." κι άλλα πολλά, όπως και για τα άνθη του φυτού που "είναι στυπτικά και ξηραντικά και συσταλτικά και συγκολλητικά των αιμορραγούντων ελκών....Το αφέψημά τους είναι καλό για πλύσεις των ούλων με φλεγμονή.... και ως επουλωτικό μέσα σε κατάπλασμα". Όσο για το αφέψημα των ριζών θεωρείται ως ταινιοκτόνο και παρασιτοκτόνο. Αλλά, φυσικά, ο καρπός του ροδιού δε θα μπορούσε να μην είναι και αφροδισιακός και, καθώς δείχνουν οι νεότερες έρευνες, είναι και αντικαρκινικός, προστατευτικός του καρδιαγγειακού συστήματος, και, γενικότερα, λίαν ωφέλιμος για την υγεία μας! 

ΣΗΜ.2η: Πέρα από την γνωστή "γρεναδίνη" ο χυμός ροδιού συμπυκνώνεται με βρασμό και μετατρέπεται σε υπέροχο κι υγιεινό πετιμέζι ή μπορεί να προστεθεί σε ξύδι κρασιού μαζί με μέλι, ιδανικό για σαλάτες ή άλλα μαγειρέματα. 

Δευτέρα 29 Οκτωβρίου 2018

Αποχαιρετώντας τον Οκτώβρη...



Να ζεις στο βουνό, ν'αποζητάς να ρουφήξεις τις ανασαιμιές του κι η ανάσα να κόβεται...ξανά και ξανά... να γίνεται ρόγχος... Τούτο το κίτρινο του Οκτώβρη μπορείς να το βαφτίσεις χρυσάφι, μπορείς κι αρρώστια. Δε μ'αρέσει να ζωγραφίζω με λέξεις εικόνες που θυμίζουν αρρώστια, προτιμώ να θυμίζουν το χρυσό του ήλιου. Όπως δε συμπάθησα ποτέ κάτι σύγχρονους ζωγράφους που με τη μεγαλύτερη δεξιοτεχνία αποτυπώνουν στον καμβά τους σταλαγμίτες της μαυρισμένης τους ψυχής. Γιατί ν'αναπαράγεις μια ψυχή μαύρη; Γιατί να την προβάλεις σ'έναν κόσμο που'χουν, έτσι κι αλλιώς, βαλθεί να του στερήσουν την ομορφιά των χρωμάτων και των αποχρώσεων, που τον βομβαρδίζουν διαρκώς με μαύρα στοιχειά κι αρρωστημένους δαίμονες; Τί νόημα έχει; Σε ποιά ομορφιά, σε ποιά αρμονία οδηγεί; Τί το καλύτερο μπορεί να μας φέρει;
Αναζητώντας του ήλιου τη χρυσή ανταύγεια σ'ένα κιτρινισμένο βουνό, αναζητώντας την ανάσα μου στις πνιγερές αναθυμιάσεις του τελευταίου εννιάμηνου... Δε λέει να κοπάσει, δε λέει ν'αλλάξει ρότα, να μ'αφήσει να νιώσω τ'αρώματα γύρω μου, να πετάξω για λίγο στο γαλάζιο τ' ουρανού, να περπατήσω τα μονοπάτια μου. Βαράει αλύπητα και συνεχόμενα από όλες τις κατευθύνσεις -να μην ξέρεις κατά που να κάνεις, ένα πράγμα- κι ύστερα καραδοκεί με το μαχαίρι ακονισμένο να χαϊδεύει χαιρέκακα το λαιμό με το που ξεγλυστράς να πάρεις μιαν ανάσα... Και γκαστρωμένη νά'μουνα θά'χα γεννήσει! Εννιά μήνες τώρα... Οι μυρωδιές του μούστου ανακατώθηκαν με του νοσοκομείου, η αλμύρα της θάλασσας με τα φαρμάκια, τα κελαρίσματα των αηδονιών με το βουητό των τομογράφων... Κι όλη τούτη η αγωνία, η ατέρμονη μοναχική αγωνία για αποφάσεις αδιέξοδες με αποχρώσεις δυσδιάκριτες κι ανακατωμένες, κι ο φόβος, ο διάφανος τούτος φόβος που χωράει σ'όλα τα χρώματα κι απ'ανάμεσα κι ο θυμός με τ'άδικο, μ'όλη τούτη τη μαυρίλα, τούτους τους διαόλους- φορείς που κυβερνούνε τη ζωή μας και τους χρυσοπληρώνουμε για να μπλέκουμε στα δίχτυα τους, είτε ονοματίζονται δημόσιοι, είτε καμαρώνουν ως ιδιωτικοί.... Τί κρασί να περιμένω καθώς θ'ανοίξω την κάνουλα του βαρελιού; Από σταφύλια φέτος τόσο ταλαιπωρημένα όσο και τα χέρια που τα φρόντισαν και τα τρύγησαν, όσο κι η ψυχή που τα νοιάστηκε; Τί αρώματα, τί γεύση; Μοναχά μην χάσει την δύναμή του και ξυδιάσει, μην ηττηθεί...
Ότι ένας βλαμμένος νταλικιέρης που πριν εννιά μήνες έπεσε καταπάνω μου θα μού'φερνε ένα τέτοιο σερί αγωνίας και γκαντεμιάς -για να μην το ονοματίσω καθώς θά'πρεπε και ξεκάθαρα και σκοτεινιάσω κι άλλο το τοπίο- δε θα το πίστευα ποτέ! Πότε γεννήθηκες ρε "φίλε", πού είχες τ'άστρα σου; Τί σ'έπρωξε κατά πάνω μου κι είχες κι από πάνω την ανυπέρβλητη δύναμη της αναισθησίας σου να χαζογελάς καθώς κόντεψες να μας ξεκάνεις; Απορώ... Όλα τ'άλλα δοκιμασίες της ζωής είναι, αλλά με την αναισθησία πάντοτε θ' απορώ...
Απεγνωσμένα ψάχνω πινελιές από την πλάση γύρω μου να ξορκίσω το πνιγηρό αδιέξοδο, να φωτίσω τούτο τον ίσκιο που βάρυνε τόσο τη μορφή μου, να σταλάξω έστω δυο-τρεις σταγόνες γελαστές σ'ένα κείμενο του φθινοπώρου να μη φαντάζει θλιβερό. Τουλάχιστον, τούτες τις τελευταίες μέρες, έχω τον ήλιο σύμμαχό μου να χαρίζει απλόχερα τη χρυσοκίτρινη λάμψη του στο καφεδί φύλλωμα της αποσύνθεσης του φθινοπωριού... Να με βοηθά ν'ανατρέχω ασθμαίνοντας στα λόγια του Σωκράτη....

"[Η ψυχή]... γαληνεύουσα τα πάθη της, ακολουθούσα τον στοχασμόν και πάντοτε συγκεντρωμένη εις αυτόν, προσηλωμένη εις την θέαν του αληθούς και του θείου και του υπερβαίνοντος την συνήθη αντίληψιν και τρεφόμενη απ' εκείνο, πιστεύει και ότι έτσι πρέπει να ζη έως ότου αν ζη και ότι αν αποθάνη, έρχεται εις ό,τι είναι συγγενές προς αυτήν και όμοιόν της, απηλλαγμένη πλέον από τα ανθρώπινα κακά." 
(Πλάτωνος, "Φαίδων" -απόδοση από το αρχαίο κείμενο: Ε.Παπανούτσος)

Τετάρτη 26 Σεπτεμβρίου 2018

Σεπτέμβρη συνέχεια...



Άρωμα μούστου και σταφυλιών... η αυλή ζαχαρωμένη... τα χέρια μελωμένα... λεκάνες, κλούβες, σακούλες, σύνεργα παλιακά... κούραση ολημερίς... και κει που σουρούπωνε για τα καλά, εσύ να ρωτάς ξαφνικά "πού τα πας όλα τούτα;"
Τά'λεγα; Δεν τά'λεγα; Δύσκολος μήνας ο Σεπτέμβρης και μήνας συγκομιδής... Και τί καρπούς θα συλλέξεις όταν τόσους μήνες φυτρώνουν πίκρες κι αγωνίες και ταραχές; Δεν τά'λεγα; Να περάσει κι αυτός ο μήνας! Έλα, όμως, που δεν πρόλαβε να περάσει, δεν πρόλαβα καν ν'ανοίξω το ρημαδόστομά μου...
Τέλος πάντων, όπως και νά'χει, τα σταφύλια μπήκαν στο βαρέλι. Σταφύλια πίστεψα και βρήκα. Όχι πολλά. Τόσα όσα να τα καταφέρουμε, απλά να τα καταφέρουμε! Τις μισές ρώγες τις πέταξα, τις μισές τις ξεδιάλεξα για πάτημα. Κι εκεί που κοντεύαμε, μείνανε όλα καραμελωμένα και τρέχαμε στα επείγοντα! Τρεις τα χαράματα ήμουν πίσω να ξεπλύνω, να πλύνω -αμαρτίες και ζάχαρες- ν'αναπιάσω κείνο το προζυμι του Σταυρού, να κοπανήσω ένα τσίπουρο, να λουστώ, μια τσάντα με τα χρειαζούμενα για να φύγω ξανά... Και πάλι καλά...
Είναι παράξενο τί σκέφτεται κανείς τέτοιες στιγμές, όταν μονάχος οδηγεί, πάει-έρχεται, μαύρα μεσάνυχτα, αχάραγα χαράματα, άυπνος, φορτισμένος, σαστισμένος... Και μέσα σ'όλα τούτα να ξεφυτρώνουν τα σταφύλια, τα σταφύλια που δεν πρόλαβαν να πατηθούν! Ανοίγουνε κουτάκια αναμνήσεων, ξεχύνονται έξω επαναλήψεις ξεχασμένες, εικόνες παλιοκαιρισμένες που, όμως, αντανακλούν το ίδιο τούτο συναίσθημα. Τόσα χρόνια και τίποτα δεν έχει αλλάξει: εγώ κι εσύ, οι δυο μας... ο εαυτός μου κι εγώ...τριγύρω κανείς... εκεί, κόλλησα ξαφνικά εικοσιτέσσερα χρόνια πίσω! Τί φουρτούνα να κρύβει τόση ψυχραιμία και πόσες άραγε αθόρυβες κραυγές τόση μοναξιά; Τότε ήμουν παιδί, τώρα όμως;
Να περάσει τούτος ο μήνας, να περάσει κι ο επόμενος... Ο μούστος βράζει, σαν τη δική μου ψυχή. Βράζει και μεταμορφώνεται. Ας βγει γλυκόπιοτο το κρασί, γιατί έτσι και ξυδιάσει, δε γιατρεύεται. Πόσο θα κρατήσει ακόμη; Δυο βδομάδες; Μετά θα σφραγιστεί... άλλη πάλη και τούτη... απόκρυφη, ήσυχη, σκοτεινή... μέχρι να καθαρίσει, διάφανο σαν το γυαλί... κι ύστερα πάλι το νου σου να το μεταγγίσεις, στο πρώτο κατακάθι που φανεί...
Πόσο κουρασμένη νιώθω αυτή τη στιγμή... πόσο πολύ...
Σεπτέμβρης... άστατος, απρόβλεπτος, διπολικός! Κρυάδιασε απότομα στο βουνό των Κενταύρων, κείνων των μέθυσων κι άγριων πλασμάτων, κείνων των γεννημάτων της νεφέλης... μα και βουνό του Χείρωνα, εκείνου του σοφού δασκάλου και θεραπευτή... Σκορπισμένη στ' άκρα, ψάχνω τα μονοπάτια του...

Τρίτη 18 Σεπτεμβρίου 2018

Σεπτέμβρης...



Ήθελα να σου πω, πως κι αν πια δυστυχώς δεν πολυπιστεύω πως θα δούμε άλλη βελτίωση και πως τα "υποδέλοιπα" μάλλον θα μου κατσικωθούν για μια ζωή, θέλω να του δώσω μια ευκαιρία ακόμη, ένα πρόσθετο μήνα περιθώριο και για λόγους ψυχολογικούς φυσικά -να κρατηθώ στο αισιόδοξο, σάμπως ποιά άλλη εναλλακτική έχω;- και για να περάσει για τα καλά κι ο Σεπτέμβρης -περίεργος μήνας δύσκολος, να δω πως θα κυλήσουν τα πράγματα, πως θα εξελιχθεί το μέσα μου, το έξω μου, το εντός και το επί τα αυτά... Κι ύστερα ξέρω πως θα με ρώτησεις γιατί νά'ναι περίεργος ο Σεπτέμβρης και πώς τον ξεχωρίζω έτσι μέσα απ'το σωρό. Κι επειδή σου κόβει σ'όλα τα επίπεδα, και φυσικά και "μεταφυσικά" και σ'αυτή τη διάσταση και στην άλλη και στην παράλλη, θα ρισκάρω την απάντηση κι ας είσαι επιστήμονας, γιατί κάπου μέσα σου θα το καταλάβεις. Όχι απόλυτα, αλλά όσο χρειάζεται. Όσο δηλαδή το καταλαβαίνω κι εγώ που σ'άλλονε να μ'άκουγα να τα έλεγα θα φοβόμουν πως ξεφουρνίζω σωρό ασυναρτησίες και πως θα τον πιάνανε στην καλύτερη τα γέλια, αν δεν με κοιτούσε και παράξενα σαν νά'μουνα κομματάκι λοξή!
Είναι που ταυτίζομαι, βλέπεις, με τη φύση όσο περνούν τα χρόνια -ή, τουλάχιστον έτσι μου φαίνεται- κι όπως και να το κάνεις τούτοι οι μήνες της μετάβασης, σαν τον Μάρτη της άνοιξης έτσι και τον Σεπτέμβρη του φθινοπωριού, την ταλαιπωρούν. Έτσι κι εμένα. Με το έμπα της άνοιξης κοιλοπονά... δεν είναι κι εύκολο να ετοιμάζεσαι να γεννοβολάς πλάση ολάκερη χωρίς σταματημό! Να μην ξεχνάς ούτε κείνο το τοσοδούλικο κρινάκι στην άκρη του γκρεμού! Όλα να τα φέρεις στο φως, όλα τα τα προκάμεις, με τη σειρά τους, με τα χρώματα και τ'αρώματά τους, με τους φίλους και τους εχθρούς τους, τους τόσους όσους χρειάζονται ώστε να προλάβουν όλα τους ν'ανασάνουν, ν'αντικρύσουν το χαμόγελο του ήλιου του άνακτα έστω για μια φορά και να παραδόσουν τη σκυτάλη στα επόμενα και στα διπλανά τους. Απ'την ανάστροφη κι ο Σεπτέμβρης! Μεταβατική περίοδος, βλέπεις, κι αυτή. Δεν είναι σαν το χειμώνα που ησυχάζει, λαγοκοιμάται και κλωσσάει, μερόνυχτα ατέρμονα, τη σπορά. Κι αν λένε πως η Δήμητρα το χειμώνα στεναχωριέται που ο Πλούτωνας της άρπαξε τη θυγατέρα και στέκεται θλιμμένη και μουτρωμένη, πεισμώνει και γίνεται στείρα και μελαγχολική, είναι που της κακοφαίνεται που χάθηκαν έξαφνα τα παιδιάστικα γέλια του καλοκαιριού και που όλη τούτη τη φούρια της την εαρινή και τα βάσανά της να τα κοσμήσει όλα καθώς πρέπει και γιορτινά δεν τα υπολόγισε ο άρχοντας του Κάτω Κόσμου και τα παράχωσε σιγά-σιγά και λιγουλάκι στα μουλωχτά μέσα της, στη μήτρα της τη σεβαστή και την αρχέγονη, να βρει τη δύναμη να τα επωάσει ξανά, να στήσει το γκρίζο καμβά, να βουτήξει τ'ακροδάχτυλα στο πέπλο της Ίριδας και να τα χρωματίσει και πάλι από την αρχή. Είναι τούτη η μελαγχολία του χειμώνα όπως όταν κοιτάζεις ώρες το λευκό χαρτί κι οι λέξεις που ζητάς χάνονται και δε φανερώνονται... Σαν τις ακτίδες του ήλιου που κρύβονται πίσω από τα φουσκωτά σύννεφα. Αλλά γνωρίζεις πως είναι εκεί κι ώσπου να προβάλει η ανοιξη, θα φανούν κι αυτές. Για αυτό σου λέω, το χειμώνα η Δήμητρα ησυχάζει, φυλάει μέσα στη μήτρα τη θυγατέρα της και προσμένει πότε θα της φανερωθεί. Δεν είναι τότε που τα βάζει με θεούς κι ανθρώπους κι αναζητά απελπισμένη σ'όλη την πλάση να τη ματαβρεί. Λάθος το καταλάβαμε. Τέλη Σεπτέμβρη της την άρπαξε ο Χθόνιος θεός, τέλη Σεπτέμβρη που μεστώνουνε τα ρόδια. Δεν το θυμάσαι πως της πρόσφερε ζουμερό καρπό ροδιάς για να την ξεγελάσει και να την παρασύρει στα δώματά του; Πότε άλλοτε λοιπόν; Για αυτό σου λέω, άσε να περάσει και τούτος ο μήνας κι εκείνος που τον ακολουθεί για σιγουριά, και βλέπουμε... Είναι περίεργος μήνας και δύσκολος.
Άσε που τούτο το μήνα, άντε και τον επόμενο -τώρα που γίνηκαν όλα αχταρμάς- θα μαζέψουμε τη σοδειά μας. Μήνας καρποσυλλογής! Όλα κείνα που γεννοβολούσε η πλάση την άνοιξη, όλα τα τρυφερά βλαστάρια τα εαρινά, τώρα θα δώσουν τον καρπό, τον στέρεο καρπό. Όχι τον τρυφερό κι εφήμερα αναλώσιμο του καλοκαιριού, αλλά κείνον της υπομονής που μαθαίνει σιγά-σιγά να προστατεύεται, που φτιάχνει μέρα με τη μέρα του καλοκαιριού την πανοπλία του για να προλάβει να μεστώσει για τα καλά ώστε να επιβιώσει για όλο το χειμώνα. Δε βλέπεις τα καρύδια; Πράσινη χλαμύδα που σε ξεγελά κι από κάτω κέλυφος σκληρό στο χρώμα της γης, μήτρα σκληρή, και παραμέσα ο καρπός - λευκό, κάτασπρο γάλα που παίρνει σχήμα και μορφή αργά, όλες κείνες τις μέρες του καλοκαιριού που εσύ χαμογελάς και γεύεσαι τα τρυφερά ροδάκινα, μέχρι να δυναμώσει, να ψηθεί, να βγει στο φως στέρεο, κι άμα φροντίσεις σωστά, να μείνει ατόφιο όλο το χειμώνα που ακολουθεί, να σε στυλώνει.
Περίεργος μήνας ο Σεπτέμβρης. Κι όλα τούτα πρέπει να τα προλάβω. Να είναι όλα έτοιμα, ταχτοποιημένα για το χειμώνα που έρχεται. Κι εγώ μαζί! Είναι εκείνη η ταύτιση με τη φύση, που λέγαμε... Δεν είμαι έτοιμη ακόμη. Ακόμη συλλέγω καρπούς. Ρόδια, καρύδια, κυδώνια και ξινόμηλα... Τα ξύλα για τη φωτιά τα βόλεψα. Στεγνά -ιδρώσαν όλους τούτους τους μήνες- στοιβιασμένα, προφυλαγμένα από τη βροχή και το χιονιά, να μπορώ ν'ανάψω τη φλόγα. Με τους καρπούς δεν ξεμπέρδεψα ακόμη. Κάποιοι βιάζονται, κάποιοι καθυστερούν, άλλοι προέκυψαν τζούφιοι και βγαίνω στη γύρα ξανά! Άσε να περάσει ένας μήνας ακόμη και βλέπουμε. Να ξεσοδέψω. Για να μπορέσω να δω πως θα πορευτώ. Τί θα κρατώ στα χέρια μου...
Είναι και το άλλο, μην ξεχνάς. Δύσκολη τούτη η άνοιξη, περισσότερο από άλλες. Κι όταν είναι δύσκολα τότε που ανθίζει η πλάση, θέλεις νά'ναι εύκολα τώρα που ξεψυχά; Μη γελιόμαστε. Θέλει προσοχή. Φύτρωσαν και τόσα αγκάθια στο χωράφι φέτος αντάμα με τα εαρινά αγριολούλουδα, κι αν τώρα ο καιρός τα αποκοίμισε και μοιάζουν και τούτα αποκαμωμένα, ράθυμα κι όχι τόσο επιθετικά, εγώ πρέπει να βρω τρόπο να τα ξεπατώσω! Πριν φύγει το φθινόπωρο, πριν γίνουν τα ξερά βλαστάρια τους λίπασμα ξανά στη γη. Τροφή για την επόμενη άνοιξη. Κι αυγατέψουν και θεριέψουν και μου στερήσουν τα χρώματα για άλλη μια φορά... Πολύ δύσκολος μήνας και παράξενος, σου λέω...
Και μέσα σ'όλα τούτα κρασί δεν έφτιαξα. Κοιτάζω την κληματαριά. Στραβή χρονιά και για κείνη. Καρποί λιγοστοί, ταλαιπωρημένοι, ρώγες λαμπερές μπερδεμένες με τζούφιες κι άρρωστες. Και εγώ ζητώ από τούτες τις ρώγες να κάνω καλό κρασί! Με πέντε χούφτες κακομοιριασμένα τσαμπιά ακόμη πιστεύω πως κρασί θα φτιάξω και φέτος! Κι ας μην έχει ούτε η γειτονιά! Κι ας μη δέχομαι ούτε τα αγοραστά, των εμπόρων, παρά μονάχα τούτα τα ντόπια, γνώριμα νταμάρια, χωρίς φάρμακα θαυματουργά κι επίφοβα κι ας κουβαλούν και ρώγες άρρωστες. Τούτες τουλάχιστον φαίνονται, τις βλέπω μπροστά μου. Θα τις ξηλώσω μια-μια. Εγώ που δεν έχω καμιά υπομονή, αποχτώ. Εδώ απέχτησα μ'άλλα κι άλλα. Πιο δύσκολα, πιο επώδυνα, πιο τρομακτικά... Ακόμη πιστεύω πως θα βρω. Βλέπεις τρέλα που με δέρνει; Θα μου πεις, εδώ ελπίζω πως θα νικήσω άλλα κι άλλα, ξέρεις εσύ. Αυτό κι αν είναι τρέλα...
Λοιπόν, θα ξετρυπώσω κάπου. Θα ζαλικωθώ σαν το γομάρι στα "καλντρίμια" και θα τα συγκεντρώσω εδώ. Και ρώγα-ρώγα θα ξεδιαλέξω μόνο τις λαμπρές.  Ώρες ατελείωτες... Και θα μπούνε στο βαρέλι. Μαζί με το ευλογημένο τσαμπί απ'του Σωτήρος. Και θα πάρουν βράση. Πρωί και βράδυ θα τις ακούω να σιγομιλούν, να μουρμουρίζουν. Θα τις ανακατώνω με το ξύλο κι αυτές θα μου τραγουδούν. Σειρήνες του Σεπτέμβρη κι αυτές, τί νομίζεις;  Είναι η στιγμή που το ερωτεύομαι, όταν μουστώνω και το ακούω καθώς βράζει να σιγοτραγουδά... Κι όσο περνούν οι μέρες το τραγούδι θα λιγοστεύει, θα καταπαύει. Το φως της λαμπάδας μες στο βαρέλι δε θα σβήνει πια, θα αρχίσει να "γαλαζιάζει" που μού'πε κείνος ο παππούς και τόσο μ'άρεσε! Κι ύστερα θα μένει ολόφωτο, πύρινη φλόγα αναμμένη. Άλλο οξυγόνο δεν αποζητά πια. Ο βρασμός κόπασε, ο μούστος μεταμορφώθηκε. Τώρα θέλει να ησυχάσει, να κοιμηθεί. Να σφαγιστεί και να απομείνει στη δροσιά του φθινοπωριού να ξεδιαλύνει σιγά-σιγά από όσα το βαραίνουν και το εμφανίζουν θολό, να περισυλλέξει τ'αρώματα που ζητά και να καθαριστεί, να διαφανέψει, για να στάξει ύστερα, αργά-αργά, όσο μια χοντρή κλωστή, όσο ένα υφάδι, διαυγές και λαμπερό μες στο γυαλί...
Πόση ομορφιά τούτη η διαδικασία... Για να ευφραίνει, όλη τη χρονιά, τις ταλαίπωρες και δέσμιες ψυχές μας... να τις ελευθερώνει... να δραπετεύουν κι αυτές απ'το κορμί.. Μήνας του Διόνυσου ο Σεπτέμβρης, πώς να μην είναι διαφορετικός; Του φθινοπώρου, της Περσεφόνης και της Μάνας Γης που την χάνει και την αποζητά. Των καρπών και της ζύμωσης του κρασιού. Μήνας του Σταυρού -Σταυρωτή τον ονόμαζε κάποτε ο λαός μας- τότε που πιάνουν -καθόλου τυχαία κι αυτό- οι παλιακές νοικοκυρές το καινούριο προζύμι της χρονιάς με το βασιλικό της εκκλησίας... Ένατος στη σειρά αλλά φαντάζει πρώτος για τα σχολεία, την εκκλησιαστική χρονιά και κάποτε και για τους αγρότες. Κι όμως έβδομος ορισμένος αρχικά, όπως μαρτυράει και το όνομά του: από το σεπτό επτά με τη δασεία, το σεβαστό, το ιερό σε κάποια "γράμματα", τότε που λογίζαμε πρωτοχρονιάτικο το Μάρτη, τον πρώτο της άνοιξης, τον αφιερωμένο στο θεό του πολέμου Mars ή Άρη, του πολεμοχαρή και καταστροφικού θεού, πού'χε γιους κι ακόλουθους πιστούς στη μάχη το Φόβο και το Δείμο (τρόμο)... Περίεργο... Με το έμπα του Μάρτη ξεκίνησε, θυμάσαι;... Ακόμα πιο περίεργο... κόρη του υπήρξε και η Αρμονία... Τούτη που ολάκερη η πλάση αποζητά... Τούτη που ο μύθος έπλασε μάνα της μάνας του Διονύσου...
Είδες πόσα πολλά αναλογούνε στο Σεπτέμβρη; Πολύτιμος μήνας. Ξεχωριστός. Μήνας που τα πράσινα αρχίζουν να γίνονται πορτοκαλιά, κι η μέρα πιο λιγοστή απ' την νύχτα... Παράξενος μήνας, δύσκολος... Άσε, λοιπόν, να δούμε λίγο ακόμη...

Παρασκευή 16 Μαρτίου 2018

Μετακομίσαμε....



Μια τελευταία εγγραφή στην εδώ γειτονιά, για να ειδοποιήσω τους φίλους του διαδικτυακού μου "σπιτικού", ότι, μετά την "έξωση" που μας κοινοποιήθηκε λόγω διακοπής της συγκεκριμένης υπηρεσίας των ιστολογίων από το pathfinder, μετακομίζω (πολύ μου κακοφαίνεται ακόμη, το ομολογώ...) σε νέα διεύθυνση. Για όποιον ενδιαφέρεται, το νέο "Φιρίκι" θα στεγάζεται εδώ: https://firikia.blogspot.gr/. (Δεν ήταν διαθέσιμη η διεύθυνση "-firiki-" στο blogspot, οπότε αναγκαστικά καταλήξαμε σε firikia - φιρίκια ή φιρικιά, όπως προτιμάτε!)


Ένα ευχαριστώ στο pathfinder για την πολύχρονη φιλοξενία εδώ, ένα ευχαριστώ στη γειτονιά και σ'όποιον με τίμησε με το πέρασμά του... Δεν έχω ακόμη κατορθώσει να οργανώσω το νέο μου "σπιτικό" όπως θά'θελα -δεν ήταν κι εύκολο να μεταφερθεί τόσο υλικό κι ειδικά σε μια περίοδο ιδιαιτέρως δύσκολη για μένα- αλλά, ευελπιστώ πως σύντομα θα πάρει την οριστική του μορφή. Ένα "αντίο", λοιπόν, από εδώ, και καλή αντάμωση στην καινούρια μας γειτονιά (άντε, να την πω έτσι, αν και πολύ αχανής μου φαίνεται... και πάλι μου κακοφαίνεται...).

Σάββατο 3 Μαρτίου 2018

Λίγο πριν πέσει η αυλαία....

Και να που ήρθε η ώρα, μετά από μια γεμάτη δεκαετία, να πέσουν οι τίτλοι τέλους για το "φιρίκι" μου και να ξεκληριστεί η εδώ γειτονιά, με όσους λιγοστούς εναπομείναντες είχαν παραμείνει έως τώρα να την κρατούν ζωντανή... Ξεσπιτώνομαι, λοιπόν, διαδικτυακά, καθώς το pathfinder μας ειδοποίησε πως σε λίγες μέρες καταργεί κι εξαφανίζει ιστολόγια... Να πω την αλήθεια, τό'χα σκεφτεί ότι ίσως, κάποια στιγμή, σταματούσαν οι παροχές του, αλλά δεν είχα συνειδητοποιήσει πως θα εξαφανιστούμε κι απ'το χάρτη! Παρ'όλο το βίαιο της υποθέσεως -εδώ, θα μου πεις, άλλοι χάνουν τα αληθινά σπιτικά τους- δε μπορώ να μην ευχαριστήσω το pathfinder για την πολύχρονη φιλοξενία και τα γειτονάκια μου για τις στιγμές και τις λέξεις που μοιραστήκαμε! Είναι όντως εντυπωσιακό το πώς αυτή η πλατφόρμα μπόρεσε να δημιουργήσει μια γειτονιά -με τα καλά και τα στραβά της, την αλληλεγγύη αλλά και το ξεκατίνιασμα- ιδιαίτερα τα πρώτα χρόνια, μέσα στο αχανές και απρόσωπο τοπίο του διαδικτύου... Για αυτό, και δε μπορώ να πω πως δε στεναχωριέμαι που μαζεύω τα μπογαλάκια μου και φεύγω από δω! Και μιας και αναφέρθηκα σε μπογαλάκια... είναι πραγματικά μαρτυρική η προσπάθεια να σώσω "οτιδήποτε κι αν σώζεται" από αναρτήσεις άνω των δέκα ετών, οι περισσότερες εκ των οποίων (βλέπε, π.χ. λαογραφικές) είχαν απαιτήσει ώρες μελέτης και προσπάθειας ώστε να πάρουν την εδώ μορφή τους.

Τέλος πάντων... θα μου λείψει η γειτονιά μας, ακόμη κι αν τελευταίως ψυχορραγούσε, θα μου λείψει κι αυτή η περίεργη αίσθηση ελευθερίας να μπορώ να εκφράσω άφοβα εδώ, κάποιες στιγμές, τα μύχια της ψυχής μου. Ούτε δυο μήνες δεν πάνε που "κύλισα" κι εγώ κι άνοιξα ένα λογαριασμό στο φατσοβιβλίο. Δεν ξέρω τί φταίει, αλλά ούτε δυο λόγια δικά μου δε μου κάνει αίσθηση να γράψω εκεί... όπως κάποτε έγραφα εδώ, για πράγματα που με αφορούσαν. Είναι ένας μήνας, που είδα το Χάρο με τα μάτια μου -για μια ακόμη φορά- όταν μια νταλίκα βγήκε από το ρεύμα κυκλοφορίας της κι έπεσε καταπάνω μου. Είναι ένας μήνας που τρέχω σα μαλάκας να βρω το δίκιο μου σ'ένα απόλυτα διεφθαρμένο κι ανήμπορο σύστημα... μ'έναν νταλικιέρη να χαζογελάει που μας έκανε πίτα και κανείς να μην του κάνει αλκοτεστ, μια αστυνομία αδιάφορη, μια ασφαλιστική σχεδόν ανύπαρκτη και μιαν άλλη παντελώς αφερέγγυα -παρ'όλο το όνομά της- έναν πραγματογνώμωνα λαμόγιο κι έναν δικηγόρο θεότρελο...κλπ...κλπ... Σε άλλες εποχές θα τά'χα καταγράψει εδώ και, πολύ πιθανόν, αρκετά χιουμοριστικά ώστε να ξορκίσω το άγχος και το θυμό που με έπνιξαν. Τώρα, πριν προλάβω λίγο να ηρεμήσω και να σκεφτώ, πριν "κρατήσω το μολύβι στο χέρι", προτού ακόμη πάρω επισκευασμένο (και χρεωμένο φυσικά!) τον Πορφύρη μου (ναι, τού'χα κάνει κάποτε και ειδική εγγραφή, εδώ: Ο θείος κι ο Πορφύρης! ), το "κινούμενο σπιτικό μου" - άκρως απαραίτητο αν ζεις στο χωριό, όπως εγώ, και όταν στην οικογένεια δεν υπάρχει δεύτερο- ειδοποιήθηκα πως χάνω το "διαδικτυακό σπιτικό" μου. Ενημερώνω, λοιπόν, και τους φίλους εκτός pathfinder, ότι "τελούμε υπό μετακόμιση"!


Τετάρτη 17 Ιανουαρίου 2018

-Είναι για τον Άγι' Αντώνη!

Μες στην καρδιά του χειμώνα, 17 του Γενάρη, γιορτάζει ο Άγιος Αντώνιος. Κι όπως ήταν φυσικό, στο νου του λαού μας, οι μεγάλες παγωνιές της εποχής τούτης συνδυάστηκαν με το όνομά του. 

"Προσοχή στο χειμώνα!

Σ'τσι δεκαφτά του Γεναριού

είναι, κυρά μ', τ'Αγι-Αντωνιού.

Τοτεσάς, κυρά Μαντόνα,

είν' η φούρια του χειμώνα!"

έτσι ξεκινάει ο λαογράφος μας Δημήτριος Λουκάτος ("Συμπληρωματικά του χειμώνα και της άνοιξης") την αναφορά του στον Άγιο Αντώνιο... Και συνεχίζει:

"Το ανώτατο όμως αυτό κρύο σημαίνει και κάποιο ξεθύμασμα. Γι'αυτό και κάποτε παρηγορούν:

Απ' τ' αγι-Αντωνιού και πέρα

δώσ' του φουστανιού σ'αέρα!

όπου δεν πρέπει να ξεχνάμε και το αρχόμενο Καρναβάλι."

Καταγράφει κι ο Νίκος Ψιλάκης στο έργο του "Λαϊκές τελετουργίες στην Κρήτη" (εκδ. Καρμάνωρ): "Δύσκολοι καιροί για τους βοσκούς. Ωστόσω, δεν πρέπει να χιονιστούν τα κοπάδια τους: "ήταν μεγάλη ντροπή να χιονιστούν τα πρόβατα, ήταν σαν ξεγιβέντισμα. Ο βοσκός έπρεπε να το ξέρει και να το είχε προβλέψει. Γι' αυτό και λέγανε:

Ε, Αντώνη Μπαρμπαντώνη

που τα ψάρυνες τα όρη

τσι κορφές και τσι Μαδάρες

τσι βοσκούς τσι κερατάδες.""

Σε πολλές περιοχές του τόπου μας αποτελούσε σημαντική αργία ή μέρα τούτη. Σημειώνει ο Γεώργιος Μέγας στα "Ζητήματα Ελληνικής Λαογραφίας", τεύχος 3ο: "Τιμωρία των μη τηρούντων την αργίαν. Πρβλ. την κατάραν: "που να σε κάψει τ'Αγιαντωνιού το χαλάζι" και την παροιμίαν: "Κάλλια τ'Αγιαντωνιού φωτιά, παρά τ'ς αγάπης κρίση". "

Ακόμη και στην παλιά Αθήνα τηρούσαν με ευλάβεια την αργία του, καθώς:

"Του Αγίου Αντωνίου εγύριζαν τα μεντέρια (στρώματα του καναπέ) και εσάρωναν όλον το σπίτι' άλλην εργασίαν δεν έκαμνον", καθώς:

Κόρη 'ζύμωσε, ξαγκωνιάστηκε'

κόρη έπλινε, ξεχεριάστηκε'

κόρη λούστηκε, 'κάη η κορφή της'

κόρη ξήλωσε, σπυριά φύτρωσε'

κόρη σάρωσε, λογάρι ευρήκε"

(Δ.Γρ.Καμπούρογλου, "Ιστορία των Αθηνών", Τόμος Γ)

Είναι όμως και δαιμονοδιώκτης ο άγιος, γι' αυτό λέγανε για τους τρελούς ή ιδιότροπους, πως "είναι για τον Άγι-Αντώνη" (Πολίτης, Παροιμ.Α 227)."

Δεν ξέρω κατά πόσον τούτες οι δυσχερείς συνθήκες του χειμώνα που σημαδεύαν τη μέρα του εορτασμού του και που, συνήθως, ταλαιπωρούν λιγουλάκι το νευρικό μας σύστημα και σκοτεινιάζουν τη διάθεσή μας ή η θρησκευτική παράδοση που αναφέρει πως σε κανέναν άλλον άγιο δεν έκανε τόσες επιθέσεις πειρασμών ο διάβολος, συνέβαλαν στο να θεωρηθεί προστάτης κάθε είδους νευρασθένιας!  

Ο Γεώργιος Μέγας στην προαναφερθείσα μελέτη του, αναφέρει: "Θεραπεία των δαιμονιώντων δι' αυστηράς 40ημέρου νηστείας και δια προσδέσεως αυτών δια των ιερών αλύσεων εν τω ναώ του Αγίου (Βέροια)". Ενώ ο Νίκος Ψιλάκης ("Λαϊκές τελετουργίες στην Κρήτη") παρατηρεί: "Στην Κρήτη, όπως και σε άλλες ελληνικές περιοχές, ο Άγιος Αντώνιος θεωρείται πολέμιος των πειρασμών, άρα και εκείνος που μπορεί να απαλλάξει τους δαιμονισμένους από την αρρώστιά τους. Οι εξορκισμοί στους ναούς και στα μοναστήρια με επίθεση της εικόνς του πάνω στα κεφάλια των ασθενών αποτελούσαν συνηθισμένη πρακτική σε παλαιότερες εποχές. [...] Ωστόσω στην Κρήτη είναι ο προστάτης από τα συνηθισμένα νοσήματα του χειμώνα, κρυολογήματα, συνάχι, γρίπη. Και, σε πολλές περιοχές θεωρήθηκε ιατρός των πασχόντων από νοσήματα των αρθρώσεων. Φημισμένος ήταν ο σπηλαιώδης ναός-καθολικό του παλιού μοναστηριού στο Βένι Ρεθύμνου [...] πολλοί ασθενείς ανέβαιναν παλαιότερα στο βουνό του Αγίου Αντωνίου στο Βένι ξυπόλυτοι. Ακόμα και παράλυτοι σέρνονταν στη γη ή τους σήκωναν πεζοί και τους μετέφεραν στο σπήλαιο. Κι ας πέφτει η γιορτή του στο καταχείμωνο. [...] Στο χωριό Άι Γιάννης Καμένος ο ασθενής παίρνει χώμα από το σπήλαιο του αγίου αντωνίου, το βάζει στο μέλος που πάσχει και απαλλάσσεται από τους πόνους. Στα χωριά Γερακάρι και Πατσός Ρεθύμνου, ο Άγιος Αντώνιος πιστεύεται ότι θεραπεύει τις αναπηρίες. [...]"

Ο Άγιος Αντώνιος, όμως, συνδέεται και με τις φωτιές, τις φωτιές που ζεσταίνουν τα παγωμένα κορμιά μες στο καταχείμωνο, τις φωτιές που από αρχαιότάτων χρόνων αποτελούσαν ένα είδος καθαρμού από αρρώστιες και δαιμόνια: 

"Η φωτιά του Αγίου Αντώνη να σε κάψει" και "Φωτιά του Αγίου Αντώνη είναι" , παραθέτει ο Νικόλαος Πολίτης στις "Παροιμίες" του. (τόμος Β). 

Μας πληροφορεί κι ο Νίκος Ψιλάκης στο περίφημο προαναφερθέν βιβλίο του: "...ο Άγιος Αντώνιος εορτάζεται στην Κρήτη με μεγάλες φωτιές που ανάβουν οι πιστοί έξω από τους σπηλαιώδεις ναούς του. Οι παλιοί ασκητές και μοναχοί των Αστερουσίων πίστευαν ότι "με τη φωτιά πολεμούσαν το χειμώνα, πιθανότατα προσπαθούσαν να επηρεάσουν τις καιρικές συνθήκες με τα ίχνη μιας τελετουργίας που κινείται στις παρυφές της θρησκείας, ξεχασμένης πια. [...] " 

Είναι εντυπωσιακό, μάλιστα, ένα ανάλογο έθιμο στο San Bartolome de Pinares της Ισπανίας, όπου την παραμονή της γιορτής του Αγίου, καβαλάρηδες περνούν μέσα από τη φωτιά, με σκοπό τον καθαρμό και τη διασφάλιση της υγείας τους! 


"Κόψε ξύλο, κάμε Αντώνη" καταγράφει, ακόμη, ο Πολίτης, ενώ ο δικός μας πηλιορείτης λαογράφος Κώστας Λιάπης, στο νέο του βιβλίο "Ο παροιμιακός και γνωμικός λόγος στο παραδοσιακό Πήλιο", μας παραδίδει την παροιμία παραλλαγμένη, αλλά και εμπλουτισμένη:

"Κόψι κλήμα φκιάσι (φτιάσε) Αdών'

κι απού πλάτανου Μανώλ'

κι αν ρουτάς κι για του Γιάνν'

όποιου ξύλου κόψεις κάν'.", 

επεξηγώντας μας: "Χιουμοριστικό παροιμιακό τετράστιχο που λέγεται με δόση ειρωνίας για τους Αντώνηδες και Μανώληδες και σαρκασμού για τους Γιάννηδες."


Τέλος, ένα πανέμορφο έθιμο ανθρωπομορφικών άρτων, μας περιγράφει και πάλι ο Νίκος Ψιλάκης ("Λαϊκές τελετουργίες στην Κρήτη"). Ιδού κάποια αποσπάσματα:  "Στα δυτικά Σφακιά ο Άγιος Αντώνιος γιορτάζεται με ένα εντυπωσιακό, όσο και μοναδικό έθιμο: με τους ανθρωπομορφικούς άρτους που ζυμώνουν οι γυναίκες και τους πηγαίνουν στην εκκλησία. [...] Σύμφωνα με ην τοπική παράδοση, ο Άγιος ήταν ασκητής, αλλά και γιατρός. Κι επειδή εκεί που ασκήτευε δεν είχε τίποτα να φάει, του πήγαιναν ψωμί και το άφηναν εκεί για να το βρει. Όποιος είχε πρόβλημα υγείας έφτιαχνε ένα ψωμί στο σχήμα του μέλους που πονούσε. Πίστευαν, δηλαδή, ότι οι άρτοι αποτελούσαν μέσον μυστικής επικοινωνίας των πιστών με τον Άγιος Αντώνιο. Κι εκείνος έβλεπε το αφιέρωμα και καταλάβαινε. Αν ο άρτος είχε σχήμα ποδιού, γιατρευε με τη δύναμη της πίστης το πόδι του δωρητή.[...] Το ζύμωμα ανθρωπομορφικών άρτων αποτελεί γνωστή λατρευτική πρακτική από την αρχαιότητα, όπως συνηθισμένη ήταν και η προσφορά σε ιερά μεταλλικών ή πήλινων μελών. [...] Σ'αυτόν τον Άγιο που γιορτάζει μέσα στο καταχείμωνο οι Σφακιανοί συνήθιζαν να κουβαλούν τα μοναδικά τάματά τους: ψωμιά σε σχήματα ανθρώπων και ανθρωπίνων μελών. Πάνε δεκαετίες από τότε που έφερναν και άρτους ζωόσχημους. Έτσι γιατί σ'αυτές τις κοινωνίες η οικολογία δεν είναι μόδα, αλλά ανάγκη. Κι ο σεβασμός στο ζωντανό είναι σεβασμός στη ζωή."



Χρόνια πολλά σε όλους τους εορτάζοντες!