Ανοιξιάτικα...

Καλοκαιρινά....

Φθινοπωρινά...

Χειμερινά...

Παντός καιρού...

Μυθολογικά...

Σάββατο 29 Αυγούστου 2020

Του Άη Γιαννιού η κουκόφαβα (2)


Του Άη Γιαννιού του Προδρόμου σήμερα, και χθες τον τιμήσαμε μ'εσπερινό και αρτοκλασία στο μικρό πανέμορφο ξωκλήσι του. Φυσικά, "διαβάστηκε" κι η παραδοσιακή κουκόφαβα που είχαν ετοιμάσει οληνυχτίς οι γυναίκες του χωριού για να μοιραστεί στον κόσμο. Θυμήθηκα τότε στο pathfinder μια από τις πρώτες εγγραφές που είχα κάνει για τα έθιμα του Άη Γιαννιού, για την παρασκευή της φάβας, αλλά και για την ιδιαίτερη ιδιότητα που του προσέδιδε ο λαός, εκείνη του θεραπευτή για όσους πάσχουν από θέρμη και πυρετό! Και τις "λυπήθηκα" όλες τούτες τις αναρτήσεις πού'χα κάνει χρόνια πριν στο παθ κι όταν έκλεισε και τις μετέφερα εδώ ψιλοχάθηκαν στη λήθη. (Αν και, μεταξύ μας, τις βλέπω συχνά αντεγραμμένες κάτα γράμμα σε άλλες ιστοσελίδες, χωρίς καμιά αναφορά πηγής...) Και μιας και την νοστάλγησα, για όποιον ενδιαφέρεται για του Άη Γιαννιού τις παραδόσεις, ο σύνδεσμος εκείνης της ανάρτησης του 2008 (την οποία, μάλιστα, την είχα μεταφέρει από τότε, κάνοντας κάποιες δοκιμές σε τούτη την πλατφόρμα), εδώ:


Χρόνια πολλά!

Υ.Γ. Εντελώς άσχετο: Να δω εγώ πως με το νέο blogger θα κάνω αναρτήσεις που ο υπολογιστής είναι "αρχαίος" και τα windows xp (οπότε και πάσχει στο θέμα ενημερώσεων) και δε μου εμφανίζει τίποτα στη σύνθεση κειμένου, ένα κενό ταμπλώ που όσο και να πληκτρολογείς παραμένει κενό... Έχει κανείς καμιά φαεινή ιδέα;

Σάββατο 15 Αυγούστου 2020

Λαογραφικά του Δεκαπενταύγουστου και έθιμα της Παναγιάς

Λαογραφικά της Γιορτής της Παναγιάς αλλά και του πρώτου Δεκαπενθημέρου του Αυγούστου που είναι αφιερωμένο σε Εκείνην, παραδόσεις αλλοτινών εποχών αλλά και του σήμερα, έθιμα του λαού μας και σημεία της διαχρονικής πίστης και λατρείας προς το πρόσωπό Της, μέσα από την όμορφη γραφή σπουδαίων λαογράφων μας: 

- Από τον Νίκο Ψιλάκη:
"Οι σύγχρονοι Αποστόλοι εκ περάτων: 
Δεκαπεντιστές, δεκαπενταριστές ή δεκαπεντάρηδες... Είναι οι προσκυνητές εκείνοι που από την τελευταία μέρα του Ιουλίου εγκαταλείπουν τα σπίτια τους, άλλοτε οικογενειακώς, άλλοτε μεμονωμένα, για να εγκατασταθούν σε κάποιο μοναστήρι της Παναγιάς ή σε κάποιο ιερό προσκύνημα, όπου διαμένουν μέχρι το απόγευμα της 15ης Αυγούστου. Παλιότερα το έθιμο των δεκαπεντάρηδων ήταν το πιο χαρακτηριστικό του Δεκαπενταύγουστου και μπορούσε να συναντήσει κανείς ιδιαιτέρως στην Κρήτη και στα νησιά, πιθανώς και σε άλλες περιοχές της Ελλάδας. Στις μέρες μας [...] ελάχιστα πλέον είναι τα μοναστήρια και τα ξωκλήσια της Κρήτης που κατακλύζονται από τους ιδιότυπους προσκυνητές [...]
Ξυπνούσαν πολύ πρωί, σε μερικά προσκυνήματα ακόμη και στις 3 τα ξημερώματα, και πήγαιναν στην εκκλησία για τον Όρθρο. Το πρωί άρχιζε η προετοιμασία του μεσημεριανού φαγητού, ύστερα από την κοινή προσφορά καφέ ή ροφήματος στην τράπεζα της μονής ή από καζάνι στον περίβολο του προσκυνήματος. Το ρόφημα αυτό παρασκευαζόταν συνήθως από αρωματικά βότανα της κάθε περιοχής... Το ίδιο καζάνι με τα "βραστάρια" στηνόταν και το βράδυ, μετά την παράκληση. Το φαγητό των δεκαπεντιστών ήταν λιτό. Ψωμί κι ελιές, άφθονα φρούτα, αλλά και λαχανικά. ... Το γεύμα και το δείπνο μπορούσαν να είναι κοινά είτε για μερικές οικογένειες, είτε για ολόκληρο τον όμιλο... οι απογευματινές ή βραδινές συναθροίσεις περιείχαν και πάλι το στοιχείο της κοινής συμμετοχής, καθώς όλοι σχεδόν ψέλλιζαν τις παρακλήσεις προς τη θεοτόκο "διάσωσον από κινδύνων..." Κανείς από τον λατρευτικό όμιλο δεν τολμούσε να απουσιάσει. [...]
Η αγροτική οικογένεια της Κρήτης έπαιρνε μαζί της για το δεκαπέντισμα τα χρειώδη: τσικάλια, πιάτα, όσπρια, βότανα ή καφέ, κρασί, τσικουδιά, παξιμαδιασμένο ψωμί, σιτάρι, αλεύρι, μερικές φορές κεφαλές σιταριού ακαθάριστες για το πρώτο ψωμί ("αυγουστόψωμο"), μέλι και αμύγδαλα της καινούριας σοδειάς για την αμυγδαλόπιτα ή τη μελόπιτα της Παναγιάς. Συνήθως έφτιαχναν μια πίτα με πετιμέζι απ'τα καινούρια σταφύλια.. [...] Οι δεκαπεντιστές έπαιρναν συνήθως μαζί τους (όταν υπήρχε χώρος για βοσκή) τα γαλακτοφόρα οικόσιτα ζώα τους, αγελάδες, πρόβατα και αίγες. Καθώς... ήταν εποχή νηστείας... το γάλα χρησίμευε για την παρασκευή του ξινόχοντρου [...]
Η αφήγηση μιας προσκυνήτριας μπορεί να μας δώσει μια καθαρή εικόνα της λειτουργίας του ιερού λίγο πριν και λίγο μετά τον 2ο παγκόσμιο πόλεμο:
"Μια μέρα πριν ξεκινήσουμε έπρεπε να ζυμώσουμε φτάζυμα που αντέχουν πολύ καιρό και να τα πάρουμε μαζί μας, ολόκληρα σακιά για να φτάξουν για όλες τσι μέρες. Αυτή ήταν η πιο μεγάλη ετοιμασία μας. Εξεκινούσαμε την παραμονή το απόγευμα πριν από το Δεκαπενταύγουστο για να είμαστε εκεί πριν νυχτώσει. Άλλες φορές εφεύγαμε και το πρωί της 1ης Αυγούστου. Εφορτώναμε στο γάιδαρο τα πράματά μας, το τσουβάλι με τα ψωμιά, όσπρια, κηπικά, πατάτες, λάδι, ό,τι 'θέλα χρειαστούμε και τσι στρωματσάδες μας. Είχαμε συνεννοηθεί με συγγενείς, φίλους και γειτόνους και φεύγαμε όλοι μαζί, μπορεί και δέκα και δεκαπέντε οικογένειες μαζί. Μας εθωρούσανε οι άλλοι, μια πατούλια ανθρώπους με τα κτήματα, και ξέρανε πως επηγαίναμε για δεκαπεντάρισμα. Συναντούσαμε κι άλλες πατούλιες, άλλοι καβαλάρηδες, άλλοι πεζοί, μερικοί επηγαίνανε και ξυπόλητοι. Εκατέχαμε πως αυτοί οι ξυπόλητοι είχαν τάξιμο. Αν αρρωστούσε κανείς δικός μας ελέγαμε, "κάμε τόνε καλά, Παναγιά μου, κι εγώ θα'ρθώ να δεκαπενταρίσω στη χάρη σου." Ή "κάμε τόνε καλά κι εγώ θα νά'ρθω αξυπόλητη να δεκαπενταρίσω." Άμα έταζες πράμα, έπρεπε να το κάμεις κιόλας. 
Εθέλαμε πάνω από τρεις-τέσσερις ώρες απ'το χωριό μέχρι το Μάρτσαλο. Φτάναμε κει, ξεφορτώναμε τσι γαϊδάρους και πιάναμε ένα τόπο όλοι μαζί. Άμα είχε ελεύθερη σπηλιά επηγαίναμε εκεί, άλλοι μέσα κι άλλοι απ' όξω. Άμα δεν είχε ή έπρεπε να κάμαμε καλύβα ή να κάτσομε κάτω απ'τα δέντρα. Όποιος προλάβαινε πήγαινε στον τόπο που ήθελε, αλλά κανείς δεν τό'χε έγνοια. Στη χάρη τση Παναγιάς επηγαίναμε, όχι για να τσακωνόμαστε για τσι τόπους. Είχε κάτω-κάτω μερικούς μεγάλους φοίνικες που κάνανε σα σπιτάκι με τσι κορμούς. Άμα πηγαίναμε εκεί δεν χρειαζόταν ούτε καλύβα ούτε τίποτσ' άλλο. Αν έβαζες και μερικά κλαδιά ήταν σα μεγάλο δωμάτιο. Από την ώρα εκείνη ήμαστε στην υπηρεσία τση Παναγιάς. Μερικές φορές όμως επηγαίναμε στη θάλασσα, λίγο πιο κάτω απ'το Μάρτσαλο. Ωραία αμμουδιά, με σπηλιαράκια γύρω γύρω και κάναμε και κανένα μπάνιο. Το βράδυ έπρεπε να είμαστε στην εκκλησία απαραιτήτως. Κι όταν ετελείωνε η παράκληση εκαθόμαστε απ'όξω, έχει ένα πλατεάκι και πεζούλια, κι αποσπερίζαμε όλοι μαζί. Δεν εκάναμε μεγάλο κέφι γιατί υπήρχε σεβασμός στην εκκλησία.
Κάθε μέρα εμαγερεύαμε. Δίπλα στη στρωματσάδα μας σκάβαμε ένα λακουβάκι και κάναμε παραστιά. Οι συγγενείς εστέναμε μαζί τσικάλι. Πολλές φορές εκαθόμαστε τριάντα και σαράντα άνθρωποι μαζί χάμαι, είχαμε στρωμένο ένα ρούχο όπως βάνουν το τραπεζομάντηλο κι ετρώγαμε. Αν είχε μεγαλύτερους χώρους θα τρώγαμε όλοι μαζί. Εκεί δεν είχε διαφορές, ήμασταν όλοι για τον ίδιο σκοπό, δικοί και ξένοι. Νερό επίναμε από ένα καβούσι που είχε εκεί. Έτρεχε λίγο μα έφτανε.
Την τελευταία βραδιά επηγαίναμε στην εκκλησία και δεν εβγαίναμε καθόλου από μέσα μέχρι το πρωί της Παναγίας. Όταν τελείωνε η παράκληση καθόμασταν και δε μιλούσαμε πολύ για δυο-τρεις ώρες. Στις τρεις ή τέσσερις το πρωί άρχιζε πάλι η εκκλησία.
Αξέχαστη θα μου μείνει η τελευταία μέρα. Ήταν όλοι πιο εύθυμοι και κατεβαίναμε ομαδικά στην παραλία. Κάναμε το μπάνιο μας, ετρώγαμε και γυρίζαμε πίσω." (πληροφορίες: Ελένη Μπιτσακάκη, Πετροκεφάλι)"
(Νίκου Ψιλάκη, "Λαϊκές τελετουργίες στην Κρήτη", εκδόσεις: Καρμάνωρ)



- Από τον Δημήτριο Λουκάτο:
" "Της Παναγιάς η Κοίμηση", λένε... [...] Μέσα στον παραγωγικό και καρποφόρο Αύγουστο, η γιορτή της Παναγίας μοιάζει με Πάσχα, ύστερα από τη δεκαπενθήμερη νηστεία της, αλλά και σαν κορωνίδα των γιορτών του καλοκαιριού, αφού έπειτα μπαίνουμε στο φθινόπωρο... Το γεγονός του θανάτου της Παναγίας δε δημιουργεί πένθιμη ατμόσφαιρα (όπως ο θάνατος του Χριστού), γιατί, εκτός από τις ήρεμες και γερασμένες συνθήκες της, η Μητέρα του Θεού, σύμφωνα με τη διδασκαλία της εκκλησίας, "μετέστη προς την ζωήν". Οι καθολικοί, που τη γιορτάζουν την ίδια μέρα, δέχονται ότι η Παναγίας ανελήφθη ολόσωμη στον ουρανό κι έτσι την παριστάνουν στις αγιογραφίες τους. Για τους Ορθοδόξους όμως η Παναγία πέρασε από θνητό θάνατο και ταφή, και παρέδωσε την ψυχή της στο Χριστό. Χαρακτηριστική είναι στην εικονογραφία μας η φασκιωμένη βρεφική ψυχή της Παναγίας.
"Όταν, λέει το συναξάρι της, ο Χριστός αποφάσισε να πάρει μαζί του τη Μητέρα του, της έστειλε τρεις φορές νωρίτερα τον άγγελό του, να της το πει. Εκείνη χαρούμενη πως θα συναντούσε το παιδί της, πήγε πρώτα στο Όρος των Ελαιών να προσευχηθεί, όπου τα δέντρα έγειραν και τη χαιρέτησαν. Γύρισε στο σπίτι, σκούπισε, ετοίμασε το κρεβάτι της και όσα νεκρικά θα της χρειάζονταν, άναψε κεριά και κάλεσε γείτονες και συγγενείς να παρευρίσκονται στο θάνατό της. Τους έκαμε γνωστό το μήνυμα του αγγέλου, και τους έδειξε κι ένα κλαδί φοινικιάς, που εκείνος της άφησε. Άρχισαν τα κλάματα οι γυναίκες, αλλά η Παναγιά τις παρηγορούσε, ότι καθόλου δε θα ξεχάσει τον κόσμο. Μοίρασε και τα λιγοστά της φορέματα στις φτωχές. Ακούστηκε έπειτα μια βροντή, σύννεφα σκέπασαν το σπίτι, και να οι Μαθητές του Χριστού συνάχτηκαν, από τα πέρατα της Οικουμένης, για τη θανή της. [...] Η Παναγιά έτοιμη, έπεσε στην κλίνη της, "σχηματίστηκε" και παρέδωσε το πνεύμα. [...]"
... ο ελληνικός λαός λατρεύει την Παναγία σαν θνητή μητέρα του Χριστού και σκέφτεται το θάνατό της ανθρώπινα. Σήμερα μάλιστα στα μεγάλα πανηγύρια της, τα χαρούμενα και καλοκαιρινά, με τα ελεύθερα φαγοπότια, ούτε αυτόν το θάνατο συλλογίζεται. Η Παναγία ζει πάντα, αιώνια μητρική θεότητα στη σκέψη του, με θαυματουργικές παρεμβάσεις στη ζωή... Τα μεσάνυχτα και τα μεσημέρια της Γιορτής της (με τις ολονυχτίες και τους συμποσιακούς πανηγυρισμούς), σ'όλοκληρο το ελληνικό ύπαιθρο, κυριαρχεί η δυναμική παρουσία της, γι'αυτό και μέσα στα εικοσιτετράωρα των πανηγυρισμών της αποκλείεται κάθε παρουσία δαίμονα και ξωτικού στους κάμπους και στα βουνά, ή στα ποτάμια και στις θάλασσες με τα ξωκλήσια. Μεγάλο προσκύνημα στην Αιγαιακή Ελλάδα η Τήνος..."
(Δημητρίου Λουκάτου, "Τα καλοκαιρινά", εκδόσεις: Φιλιππότη)

Παναγία της Τήνου
- Από τον Αλέκο Φλωράκη:
""Στ'ς Πόλες, στου χουράφ' τ'Δοξαρά, ήταν κάποτ' ένα τρανό Πριγκιπάτο και τούχεν, λέγαν οι παλιοί, μια πανώρια βασίλισσα. Δε θα πιράσ' πολύς καιρός κι θα ξεναγενεί όπως κι πρώτα κι θά'ρκονται από τα πέρατα τ'σης γης να το δουν." Κάπως έτσι θα τά'λεγε ο μπαρμπα-Γιάννης ο Γκιουζές κάπου στα χίλια οχτακόσια τόσο, στον καφενέ της Χώρας του Αγίου Νικολάου, όπως λεγόταν τότε η πόλη της Τήνου. Όταν μερικά χρόνια αργότερα, μεσημέρι της 30ης Ιανουαρίου του 1823, "ευρέθη η προ πολλών χρόνων εγκεκρυμμένη τη γη εικών αύτη της υπεραγίας Θεοτόκου", το παλιό Πριγκιπάτο ξαναχτίστηκε σε μορφή αιγαιοπελαγίτικης βασιλικής και η Βασίλισσα "ώφθη φωτισμός και βεβαίωσις", "στύλος πύρινος οδηγών τους εν σκότει". Ήταν ο Μανόλης Μάτσας ή Σπανός που χτύπησε με την αξίνη το ξύλο της άγιας εικόνας, το μεσημέρι εκείνο. Κι ευθύς, η αγωνία έξι ολόκληρων μηνών έρευνας έγινε κύμα ενθουσιασμού που συνεπήρε όλο το νησί. Ποτάμια φώτα που κατέβαιναν τις βουνοπλαγιές και κυλούσαν προς το χωράφι του Δοξαρά. Είχε αρχίσει να νυχτώνει και οι χωρικοί έφταναν από τα Μέσα και από τα Έξω Μέρη, σειρές σειρές κρατώντας τ'αναμμένα φαναράκια τους. Αυτό το γεγονός ζητούν να ζωντανέψουν σήμερα τα φαναράκια των παιδιών, που, κάθε 30 του Γενάρη βράδυ, γυρίζουν ανάμεσα στις στολισμένες με ροδοδάφνες και μυρτιές πλατείες της Χώρας με τα φαναράκια στα χέρια και τραγουδούν:
"Δεύτε Τήνιοι πολίται να πανηγυρίσωμεν,
εύρεσιν της Παναγιάς μας όλοι να υμνήσωμεν".
Η εύρεση της εικόνας της Μεγαλόχαρης υπήρξε σταθμός για το νησί. [...]
Όχι μόνο οι ενοριακές εκκλησίες, αλλά και τα ξωκλήσια πανηγυρίζουν τη μέρα της θεομητορικής γιορτής στην οποία είναι αφιερωμένα. Είναι ιερή υποχρέωση του ιδιοκτήτη να φροντίζει το εκκλησάκι του, να το "ανάβει" κάθε σχολόβραδο και Σαββατόβραδο, να το λειτουργεί τη μέρα της γιορτής του, να το ανασταίνει, τελώντας μια δεύτερη λειτουργία μετά το Πάσχα. Όλες αυτές οι Παναγίες ασβεστωμένες και γιορτινές, στολισμένες με λουλούδια, μυρτιές και σπάρτα, με λεμονόφυλλα σκορπισμένα στο πάτωμα, θα πλημμυρίσουν αποβραδίς χαρούμενα πρόσωπα στο Μεγάλο Εσπερινό, θα σημάνουν θριαμβικά στην ορθρινή λειτουργία, θα καλωσορίσουν τους χωριανούς με γάλα, καφέ, ψωμοτύρι, στροφλιά, ξεροτήγανα και μεζέδες, το γνωστό "πανέρι". Στα πανηγύρια των χωριών θα ακολουθήσουν τραπέζια σ'όλα τα σπίτια για ξένους και δικούς, συχνά με παραδοσιακά καθορισμένο φαγητό, με βιολιά και χορούς στην πλατεία, με κοινά τραπέζια όμοια με "αγάπες" πρωτοχριστιανικές. Κάποτε και με ιδιαίτερα έθιμα, όπως οι "ροδαριές" στην Παναγία τη Λακκωτιανή, λουλούδια δηλαδή καρφωμένα στο πιρούνι, που αλλάζουν μεταξύ τους οι πανηγυριστές, ένδειξη ξεχωριστής αγάπης. Έτσι συνταιριάζονται οι μεταφυσική δίψα της ψυχής και η κοινωνική ανάγκη, ανάπαυλα απ'το μόχθο και πλησίασμα της καρδιάς, ψαλμός και τραγούδι. Ο θρύλος χάνεται σε χρόνια παλιά. Ένα όνειρο, ένα άκτιστο φως, ένα τάμα, η θάλασσα να ταξιδεύει τις Παναγιές και μετά το θαύμα. Μήπως το θαύμα δεν είναι η έννοια της ζωής;..."
(Αλέκου Φλωράκη, "Κάποτε στην Τήνο", εκδόσεις: Φιλιππότη)

Κοίμηση της Θεοτόκου
- Από τον Βασίλη Λαμνάτο:
"...έρχεται στις 15 Αυγούστου η Κοίμηση της Θεοτόκου... η γιορτή της Παναγιάς... Με το όνομά Της ο λαός μας έπλασε ένα σωρό ιστορίες και είδε αμέριστη και ζωντανή τη βοήθειά Της στις πιο δύσκολες μέρες της ζωής του. Έτσι, δέθηκε πιότερο με την ύπαρξή Της και σεβάστηκε απόλυτα την παρουσία Της. Μπροστά δε στη θεία και πάναγνη μορφή Της, με το θλιμμένο χαμόγελο, γονάτισε πολλές φορές και γέμισε την ψυχή του με δύναμη κι ελπίδες, με κουράγιο και καρτερικότητα. 
Γι'αυτό, ανήμερα της Παναγιάς όλα σχεδόν τα ξωκλήσια και μοναστήρια γεμίζουν από κόσμο. Κι ακόμα φέρνουν εδώ τραβώντας πολλά ζωντανά για τάματα, βόδια, άλογα, αρνοκάτσικα, προβατίνες, κριάρια, γίδες, τραγιά, ένα σωρό ζωντανά. Ένα σωρό τάματα για τα κακά πού'διωξε η Μεγαλόχαρη.
Τον Δεκαπενταύγουστο ο τσοπάνης δεν αρταίνεται ποτέ του. Δεν βάζει γάλα στο στόμα του, που να τον σκοτώσεις. Πιστεύει πολύ σ'αυτή τη μικροσαρακοστή της Παναγιάς και τη σέβεται απόλυτα. Ανήμερα στις 15 θα πάει να κοινωνήσει κιόλας. Κι ύστερα, με το σχόλασμα της εκκλησιάς, θα φάει, θα πιει και θα χορέψει μαζί μ'άλλους, ώσπου νά'ρθει το βραδάκι που θα νοιαστεί για τα ζωντανά του που τά'χει σκόρπια στις αγκαλιές των βουνών. Μερικοί μάλιστα τσελιγκάδες την ημέρα αυτή κάνουν και τα συμβόλαια με τους μπιστικούς. Όπου νά'ναι έρχεται Χειμώνας και τί θα κάνουν χωρίς αυτούς τους φυλαχτάρηδες. Όσο μεγάλο κι αν είναι το βλαχοσόι δε φτάνει ποτέ για ένα τρανό τσελιγκάτο.
Αυτόν τον καιρό επίσης, της αυγουστιάτικης σαρακοστής, οι τσοπάνηδες φτιάχνουν τους τραχανάδες και τις χυλοπίτες τους. ... Τις καλοξεραίνουν καλά-καλά κάτω απ'το πύρωμα τ'αυγουστιάτικου ήλιου κι ύστερα τις μαζεύουν για τον Χειμώνα βάζοντάς τες μέσα σε πάνινες σακούλες ή σε γυάλινα αγγεία. Μαζεύουν, βλέπεις, την τροφή τους σαν μυρμήγκια για τις μέρες τ'ασπρομάλλη γέροντα."
(Βασίλη Λαμνάτου, "Οι μήνες στην αγροτική και ποιμενική ζωή του λαού μας", εκδόσεις: Δωδώνη)


- Από τον Νίκο Ψιλάκη:
"Η 15η Αυγούστου λέγεται Λαμπρή του καλοκαιριού. Η φόρτιση απ'τη θανή της Θεοτόκου κορυφώνεται το βράδυ της παραμονής ή την νύχτα σε περιπτώσεις επιταφίων και νυκτερινών παρακλήσεων, χωρίς όμως να προσεγγίζει το κλίμα της Μεγάλης Εβδομάδας. Περιγράφοντας την εικόνα της Παναγίας σε φέρετρο ο Νίκος Καζαντζάκης θυμάται τους παιδικούς συνειρμούς του. Η Παναγία ήταν απλώς ξαπλωμένη και θα μπορούσε να είναι η αγωνιζομένη Κρήτη του καιρού του: "Ένα καλοκαίρι, τη μέρα της 15ης Αυγούστου, είχαν βγάλει στην εκκλησιά, επάνω στο προσκυνητάρι το κόνισμα της Παναγιάς: Η μάνα του Χριστού ξαπλωμένη με σταυρό τα χέρια' δεξά της ένας άγγελος, ζερβά ο διάβολος είχαν χιμήξει να πάρουν την ψυχή της' ο άγγελος είχε τραβήξει το σπαθί του, είχε κόψει από τους αρμούς τα δυο χέρια του διαβόλου και κρέμουνταν αναέρια κι έσταζαν αίματα. Κοίταξα το κόνισμα κι η καρδιά μου φούσκωσε χαρούμενη- ετούτη είναι η Κρήτη, έλεγα...". Πίσω από την ωραία περιγραφή ανιχνεύεται εύκολα η ψυχολογική ένταση που οδηγεί στην ταύτιση του πιστού με το πάσχον άγιο πρόσωπο. Στην περίπτωση της Παναγίας, όμως, γιορτάζει όχι τόσον η Κοίμηση, ... αλλά η Μάνα. 
Μια μέρα πριν στολίζουν σε πολλές περιοχές τον επιτάφιο της Παναγίας και γίνεται η περιφορά στα όρια της Κοινότητας όπως συμβαίνει και με τον επιτάφιο της Μεγάλης Παρασκευής. Τώρα, όμως, δεν ακούγεται μοιρολόι, το κλίμα είναι πιο ανάλαφρο, δε θυμίζει τη θλίψη της Μεγάλης Παρασκευής. [...]  Παλιότερα δεν στόλιζαν επιτάφιο σε όλες τις περιοχές του νησιού. Φαίνεται, όμως, ότι υπάρχουν περιοχές στις οποίες ο στολισμός του αυγουστιάτικου επιταφίου έχει βαθιές ρίζες στο χρόνο. [...]"
(Νίκου Ψιλάκη, "Λαϊκές τελετουργίες στην Κρήτη", εκδόσεις: Καρμάνωρ)

Επιτάφιος της Παναγίας, Άγιος Γεώργιος Νηλείας

Χρόνια πολλά !!!

Σάββατο 8 Αυγούστου 2020

Καλή Παναγιά!

"...Ήταν βέβαια πάντα λίγο παράξενος, έμενε στο διπλανό δωμάτιο, όμως εκείνη τη νύχτα βγήκε στο δρόμο κρατώντας μια λάμπα, «τι γυρεύεις;» του λέω, «τη Θεοτόκο» μού λέει – στην ακατάληπτη γλώσσα εκείνων  που δίνουν νόημα σε μια εποχή..."
(Τάσος Λειβαδίτης, "Ο αδελφός Ιησούς")


"Καταμπροστά στο ψαραδολίμανο, μέσα στο μάτι του μπουνέντη, ορθώνεται πάνω σε θεόρατη θαλασσοβραχιά το ξωκλήσι της Παναγιάς της Γοργόνας. Τούτο τον όγκο της πέτρας τόνε κράζουν οι χωριανοί "της Παναγιάς τα Ράχτα". Ο βράχος είναι ριζωμένος στον πάτο. Σηκώνει τη χήτη του μες από τα νερά σα θεριό που ξενέρισε το μισό και εκεί πέτρωσε. Οι άνθρωποι ρίξανε ριχτίμι στην προέχταση του βράχου. Έτσι έκαναν εύκολα το μόλο του λιμανιού, και το διαφεντεύουν από τις αγριοκαιριές της Ανατολής. Όσο γέρνει η μέρα σκουραίνουν οι ίσκιοι μέσα στα νερά και τα ράχτα ροδίζουνε τον ήλιο με το χρώμα του ξερού τριαντάφυλλου. [...] Οι περαστικοί τρατάρηδες ανεβαίνουν κι ανάβουν φωτιές εκεί πάνω, στις γούφες και στα σπηλάδια, να βράσουν την κακαβιά. Οι μεγάλοι ίσκιοι τους κουνιούνται με την αναλαμπή στ'ασβεστωμένα ντουβάρια της Παναγιάς και πάλι χάνουνται...."

"Σε μια παλάμη θάλασσας γεύτηκες τα πικρά χαλίκια
Δύο η ώρα το πρωί περιδιαβάζοντας τον έρημο Αύγουστο
Είδες το φως του φεγγαριού να περπατεί μαζί σου
Βήμα χαμένο. Ή αν δεν ήτανε η καρδιά στη θέση της
Ήταν η θύμηση της γης με την ωραία γυναίκα
Η ευχή που λαχτάρησε μέσ’ απ’ τους κόρφους του βασιλικού
Να τη φυσήξει ο άνεμος της Παναγίας!..."
(Οδυσσέας Ελύτης, "Άνεμος της Παναγιάς")

(Παναγιά Βρεφοκρατούσα- Θεόφιλος)

"Το ξωκλήσι δεν είναι να πες τίποτα παλαιικό χτίσμα, απ' αυτά τα μικρά αριστουργήματα που μαστόρεψε η βυζαντινή αρχιτεκτονική σ'όλη την Ελλάδα. Είναι τετράγωνο και γερό, χτισμένο με πολλή ευλάβεια και λίγο γούστο από κάτι θεοφοβούμενους μαστόρους και ναύτες, πάνε τώρα εβδομήντα ή ογδόντα χρόνια. Περνπούσαν με μια μπρατσέρα, κι ο εργολάβος τους μαζί, συμφωνημένοι στα βορεινά του νησιού, να χτίσουν κάποιο σαπουνάδικο. Στο δρόμο τους πήρε αλακάπα ένα άγριο μπουρίνι. Πήγαν να μπατάρουν εκεί απέξω στον κάβο-Κόρακα, σαν αντίκρισαν ξάφνου της Παναγιάς τα ράχτα. Γλίτωσέ μας, τάχτηκε ο εργολάβος, και μεις θα σου χτίσουμε ένα ξωκλήσι. Μεμιάς καταλάγιασε ο καιρός, οι μαστόροι και το τσούρμο απάγγιασαν στο μικρό λιμάνι της Παναγιάς. Δέσανε πριμάτσα και κάμαν το τάμα τους. Γι'αυτό το κλησάκι τούτο μοιάζει τ'όσο πολύ με μικρό λαδομάγαζο. Έχει  ένα καμπανάκι κρεμασμένο από σιδερένια καμάρα. Από σκέτο σίδερο είναι κι ο διπλός σταυρός πάνω στη σκεπή. έχει ακόμα κι ένα ψηλό κατάρτι για τη σημαία, σιδεροδεμένο με χυτό μολύβι στο βράχο και στις γωνιόπετρες, εκεί πίσω στη ράχη της αχιβάδας...."

"...Γεύτηκες τα πικρά χαλίκια στους βυθούς του ονείρου
Την ώρα που τα σύννεφα λύσανε τα πανιά
Και δίχως ήμαρτον κανέν’ από την αμαρτία χαράχτηκε
Στα πρώτα σπλάχνα του ο καιρός. Μπορείς να δεις ακόμη
Πριν από την αρχική φωτιά την ομορφιά της άμμου
Όπου έπαιζες τον όρκο σου κι όπου είχες την ευχή
Εκατόφυλλη ανοιχτή στον άνεμο της Παναγίας!"

(Οδυσσέας Ελύτης, "Άνεμος της Παναγιάς")



"...Τα πρωτινά χρόνια, πριν αρχίσουν οι πολέμοι, άναβε ακοίμητη μιαν ασημένια καντήλα μπροστά στο ξυλένιο τέμπλο. Το φωσάκι της φαινόταν κάθε νύχτα ν'αγρυπνά πίσ' από το γαλάζιο τζάμι του στροαγγυλού φεγγίτη. Ήταν το ήμερο μάτι της μικρής εκκλησιάς. Κοίταζε με έγνοια μέσα απ'το σκοτάδι τα κύματα να ξεδιπλώνουνται με τάξη, τα σπιτόπουλα και τις βάρκες να κοιμούνται, τον απέραντον ελεαιώνα να σαλεύει και να ψιθυρίζει με πολλές μικρές και μυστηριώδικες φωνές κάτω από τ'αμέτρητα άστρα. Αυτό γινόταν όσο κατοικούσε μέσα στο κλησάκι ο καπτα-Λιάς..."

"... Όταν περνούσε η Παναγία σιωπηλή κάτου απ’ τα δέντρα, κανένας δεν την άκουσε.
Τα σκυλιά δεν γαβγίσαν στις αυλόπορτες.
Μονάχα τα τριζόνια τη χαιρέτησαν, κι ένα μεγάλο αστέρι χτύπησε σα μια χορδή κάποιο άγνωστο τραγούδι που τ’ ακούσαν μόνο τα παιδιά στον ύπνο τους και γύρισαν απ’ τ’ άλλο τους πλευρό χαμογελώντας.
Σήμερα φύτρωσαν στον κάμπο χρυσά κρινάκια, κι οι βοσκοί που τα βρήκαν γονάτισαν και προσευχήθηκαν.
Αλήθεια, ένας γέρος βρήκε το φως του, κι ένας παράλυτος περπάτησε, και τώρα μες στα μάτια τους, που ‘χαν κλάψει πολύ κι είχαν κοιτάξει κατάματα τη νύχτα, άνθησε μια μικρούλα μυγδαλιά.
Και το ίδιο βράδυ ο ύπνος τους γίνηκε μια φωλιά χελιδονιών χτισμένη στη μασκάλη της παλιάς καμπάνας..." 
(Γιάννης Ρίτσος, "Όνειρο καλοκαιρινού μεσημεριού")

(Παναγιά Γοργόνα- Σκάλα Συκαμινιάς Λέσβου)

"... Κανένας δε θυμόταν πούθε τάχα να ξενέρισε κείνος ο άνθρωπος πάνω σε τούτο το βράχο.[...] Μέσα στο κλησάκι φύλαγε μια μικρή σανιδόκασα. Εκεί με΄σα είχε τα σύνεργά του. Ντενεκεδάκια με λαδομπογιές, νερομπογιές και πινέλα.... Ήταν την πάσαν ώραν έτοιμος να δώσει ένα χέρι στο παλάμισμα, στο πάστρεμα, στο φόρτωμα της σαβούρας. Όμως η χαρά και το μεγάλο μεράκι του ήταν να ζουγραφίζει γοργόνες και λουλούδια στις μάσκες των καϊκιών που τού'διναν να μπογιαντίσει. Όλες οι γοργόνες του χαμογελούσανε σαν τα αρχαϊκά είδωλα. Και στο δικό του πρόσωπο ήταν το ίδιο το χαμόγελο. [...] Σαν ήρθε η ώρα της παρτέντσας, πήρε στη ράχη το μπογαλάκι με τα σύνεργά του, έκοψε με αλύγιστη καρδιά την πρυμάτσα της αραξιάς του και χάθηκε. Όμως απόμεινε πίσω τ'όνομά του, απόμεινε ακόμα ακόμα αυτή πάνω απ'όλα, μια παράξενη ζωγραφιά, που την άφησε στορισμένη πάνω στον οίχο της μικρής εκκλησιάς. Στέκεται κει ως τα σήμερα, μισοσβησμένη απ'τον αγέρα και τ'αλάτι της θάλασσας, και είναι μια Παναγιά, η πιο αλλόκοτη μέσα στην Ελλάδα και σ'όλο τον κόσμο της Χριστιανοσύνης. Το κεφάλι της είναι έτσι όπως το ξέρουμε απ'τις τοιχογραφίες της Πλατυτέρας. Πρόσωπο μελαχροινό, ψηλοσήμαδο, συσταζούμενο στην έκφρασή του. Έχει στρογγυλό πηγούνιο, μυγδαλωτά μάτια και μικρό στόμα. Έχει βυσσινί μαφόρι ως το κούτελο, έχει και το κίτρινο τ'αγιοστέφανο γύρω στο κεφάλι όπως όλα τα κονίσματα. Μόνο που τα μάτια της είναι πράσινα και υπερφυσικά πλατιά. ¨ομως απ'τη μέση και πέρα είναι ψάρι με γαλάζια λέπια και στα χέρια της βαστά ένα καράβι από τη μια κι απ'την άλλη ένα τρικράνι σαν κι αυτό που κρατά στο χέρι ο αρχαίος θεός της θάλασσας, ο Ποσειδώνας, έτσι όπως τον ζουγραφίζουν στα κάδρα και στα βιβλία του σκολειού. Σαν πρωτόδαν τούτη τη ζουγραφιά οι ψαράδες κι οι χωριανοί στάθηκαν και τη θαμαζαν, ωστόσω καθόλου δεν τους παραξενοφάνηκε. Οι γυναίκες που ανέβηκαν να προσκυνήσουν, της έκαμαν τις μετάνοιες τους, τη θέμιασαν σαν όλα τα κονίσματα. Τό'πανε "η Παναγιά η Γοργόνα", και σήμερα έτσι το λένε, κι από τότες πήρε τ'όνομα κι η εκκλησιά και το πόρτο...."

"... Σπρώχνει την πόρτα
σα να σωριάζεται. Μπαίνει τρεκλίζοντας
ανάβει το φως. Η μαύρη της μπόλια
είναι λυμένη. Οι άκρες της κρέμονται
ως κάτου στο πάτωμα. Στον τοίχο, αντίκρυ της
η εικόνα ταράζεται. Η Παναγία τη βλέπει,
τρέμουν τα χέρια της, θα της φύγει θαρρείς,
θα της πέσει το βρέφος της.
Τα χείλη της σφίγγονται, η κόκκινη
μαντίλα της παίζει. Θέλει να την
βοηθήσει, αλλά – το σπίτι είναι έρημο.
Δεν έχει σε ποιον ν’ αφήσει σ’ αυτόν
τον κόσμο για μια στιγμή το παιδί της."
(Νικηφόρος Βρεττάκος, «Δυο μητέρες νομίζουν πως είναι μόνες στον κόσμο»)

(Παναγιά Βρεφοκρατούσα- Αγιά Σοφιά)

"... Της Παναγιάς τα ράχτα βαστούν τη μάχη αφόντας στάθηκε ο κόσμος. Είναι γεμάτα από τις παλιές λαβωματιές, είναι σημαδεμένα από τις χτυπιές. Η πέτρα σφουγγάριασε από την άρμη, ο παραδαρμός του νερού γούφιασε τα βασανισμένα στερνά της. Τα κύματα βγαίνουν από τη θολούρα της καταχνιάς μουλωχτά, πυργώνουν ψηλά σα δράκοι, κατεβαίνουν με φοβερή τάξη τα πολεμικά τους φουσάτα. Όσο σιμώνουν τεντώνουν μπροστά φουσκωμένα στέρνα, παρδαλά σαν τις τίγρεσσας. Πίσω ανεμίζουν στον αγέρα αφρισμένη χήτη. Φρουμάζουν κι έρχονται ψυχωμένα από τιτανικήν οργή. Στο τέλος παίρνουν φόρα, αναπηδούν χουγιάζοντας, πέφτουν κατάστηθα πάνω στο βράχο της Παναγιάς. [...] Όλη την ώρα που βαστά η μπαλαισιά, της Παναγιάς τα ράχτα τρέμουν συθέμελα, ως τις σκοτεινές ρίζες τους. Μυστικές χορδές από σκληρό μέταλλο δονιούνται και ηχούν μέσα τους. Όμως δεν πισωπλατίζουν πατημασιά. Ο βράχος στηλώνει μέσα στα μαύρα βάθη τα πετρένια πόδια του, καπνίζει σύγκορμος από θυμό. [...] Όσο πιο βαριά τον δέρνει η ανεμική, τόσο πιο θεριακομένα πυργώνει τα στέρνα του κατά πάνω της. Ξέρει πως πίσω απ'τις φαρδιές πλάτες του διαφεντεύει του κόσμου τα ψαροκάικα, τις τράτες και τα λαφριά τρεχαντήρια. [...] Το δαιμόνιο της φουρτούνας ξαπολιέται ξεχαλίνωτο μέσα στην νύχτα, σφυρίζει με τα δάχτυλα από κάθε μεριά, πάνω στα άλμπουρα, μέσα στις καμινάδες. Καβαλικεύει και τη σιδερένια καμάρα που κρατά το καμπανάκι της Παναγιάς, κρεμιέται απ'το σιδερένιο γλωσσίδι κι αρχίζει να χτυπά άταχτα, να χτυπά ξεφρενιασμένα. Ακούν οι ψαράδες τ'άγριο καμπάνισμα μέσα στον ύπνο τους, τ'ακούν ως εκεί πάνω στο βουνό κι οι Μουριανοί. Ανοίγουν οι ναυτικοί κάτ'από το πάπλωμα ανήσυχο μάτι και βλαστημούν. Οι γυναίκες αφουγκράζουνται, σηκώνουνται χωρίς θόρυβο απ'το στρώμα. Τυλίγουνται, θεμιάζουν τα κονίσματα και σταυροκοπιούνται: "Η Παναγιά η Γοργόνα ν'αποσκεπάζει τον κόσμο."..."
(Στρατή Μυριβήλη, "Η Παναγιά η Γοργόνα")

(Φώτη Κόντογλου- Έκφρασις, τ.Β')