Σάββατο 8 Αυγούστου 2020

Καλή Παναγιά!

"...Ήταν βέβαια πάντα λίγο παράξενος, έμενε στο διπλανό δωμάτιο, όμως εκείνη τη νύχτα βγήκε στο δρόμο κρατώντας μια λάμπα, «τι γυρεύεις;» του λέω, «τη Θεοτόκο» μού λέει – στην ακατάληπτη γλώσσα εκείνων  που δίνουν νόημα σε μια εποχή..."
(Τάσος Λειβαδίτης, "Ο αδελφός Ιησούς")


"Καταμπροστά στο ψαραδολίμανο, μέσα στο μάτι του μπουνέντη, ορθώνεται πάνω σε θεόρατη θαλασσοβραχιά το ξωκλήσι της Παναγιάς της Γοργόνας. Τούτο τον όγκο της πέτρας τόνε κράζουν οι χωριανοί "της Παναγιάς τα Ράχτα". Ο βράχος είναι ριζωμένος στον πάτο. Σηκώνει τη χήτη του μες από τα νερά σα θεριό που ξενέρισε το μισό και εκεί πέτρωσε. Οι άνθρωποι ρίξανε ριχτίμι στην προέχταση του βράχου. Έτσι έκαναν εύκολα το μόλο του λιμανιού, και το διαφεντεύουν από τις αγριοκαιριές της Ανατολής. Όσο γέρνει η μέρα σκουραίνουν οι ίσκιοι μέσα στα νερά και τα ράχτα ροδίζουνε τον ήλιο με το χρώμα του ξερού τριαντάφυλλου. [...] Οι περαστικοί τρατάρηδες ανεβαίνουν κι ανάβουν φωτιές εκεί πάνω, στις γούφες και στα σπηλάδια, να βράσουν την κακαβιά. Οι μεγάλοι ίσκιοι τους κουνιούνται με την αναλαμπή στ'ασβεστωμένα ντουβάρια της Παναγιάς και πάλι χάνουνται...."

"Σε μια παλάμη θάλασσας γεύτηκες τα πικρά χαλίκια
Δύο η ώρα το πρωί περιδιαβάζοντας τον έρημο Αύγουστο
Είδες το φως του φεγγαριού να περπατεί μαζί σου
Βήμα χαμένο. Ή αν δεν ήτανε η καρδιά στη θέση της
Ήταν η θύμηση της γης με την ωραία γυναίκα
Η ευχή που λαχτάρησε μέσ’ απ’ τους κόρφους του βασιλικού
Να τη φυσήξει ο άνεμος της Παναγίας!..."
(Οδυσσέας Ελύτης, "Άνεμος της Παναγιάς")

(Παναγιά Βρεφοκρατούσα- Θεόφιλος)

"Το ξωκλήσι δεν είναι να πες τίποτα παλαιικό χτίσμα, απ' αυτά τα μικρά αριστουργήματα που μαστόρεψε η βυζαντινή αρχιτεκτονική σ'όλη την Ελλάδα. Είναι τετράγωνο και γερό, χτισμένο με πολλή ευλάβεια και λίγο γούστο από κάτι θεοφοβούμενους μαστόρους και ναύτες, πάνε τώρα εβδομήντα ή ογδόντα χρόνια. Περνπούσαν με μια μπρατσέρα, κι ο εργολάβος τους μαζί, συμφωνημένοι στα βορεινά του νησιού, να χτίσουν κάποιο σαπουνάδικο. Στο δρόμο τους πήρε αλακάπα ένα άγριο μπουρίνι. Πήγαν να μπατάρουν εκεί απέξω στον κάβο-Κόρακα, σαν αντίκρισαν ξάφνου της Παναγιάς τα ράχτα. Γλίτωσέ μας, τάχτηκε ο εργολάβος, και μεις θα σου χτίσουμε ένα ξωκλήσι. Μεμιάς καταλάγιασε ο καιρός, οι μαστόροι και το τσούρμο απάγγιασαν στο μικρό λιμάνι της Παναγιάς. Δέσανε πριμάτσα και κάμαν το τάμα τους. Γι'αυτό το κλησάκι τούτο μοιάζει τ'όσο πολύ με μικρό λαδομάγαζο. Έχει  ένα καμπανάκι κρεμασμένο από σιδερένια καμάρα. Από σκέτο σίδερο είναι κι ο διπλός σταυρός πάνω στη σκεπή. έχει ακόμα κι ένα ψηλό κατάρτι για τη σημαία, σιδεροδεμένο με χυτό μολύβι στο βράχο και στις γωνιόπετρες, εκεί πίσω στη ράχη της αχιβάδας...."

"...Γεύτηκες τα πικρά χαλίκια στους βυθούς του ονείρου
Την ώρα που τα σύννεφα λύσανε τα πανιά
Και δίχως ήμαρτον κανέν’ από την αμαρτία χαράχτηκε
Στα πρώτα σπλάχνα του ο καιρός. Μπορείς να δεις ακόμη
Πριν από την αρχική φωτιά την ομορφιά της άμμου
Όπου έπαιζες τον όρκο σου κι όπου είχες την ευχή
Εκατόφυλλη ανοιχτή στον άνεμο της Παναγίας!"

(Οδυσσέας Ελύτης, "Άνεμος της Παναγιάς")



"...Τα πρωτινά χρόνια, πριν αρχίσουν οι πολέμοι, άναβε ακοίμητη μιαν ασημένια καντήλα μπροστά στο ξυλένιο τέμπλο. Το φωσάκι της φαινόταν κάθε νύχτα ν'αγρυπνά πίσ' από το γαλάζιο τζάμι του στροαγγυλού φεγγίτη. Ήταν το ήμερο μάτι της μικρής εκκλησιάς. Κοίταζε με έγνοια μέσα απ'το σκοτάδι τα κύματα να ξεδιπλώνουνται με τάξη, τα σπιτόπουλα και τις βάρκες να κοιμούνται, τον απέραντον ελεαιώνα να σαλεύει και να ψιθυρίζει με πολλές μικρές και μυστηριώδικες φωνές κάτω από τ'αμέτρητα άστρα. Αυτό γινόταν όσο κατοικούσε μέσα στο κλησάκι ο καπτα-Λιάς..."

"... Όταν περνούσε η Παναγία σιωπηλή κάτου απ’ τα δέντρα, κανένας δεν την άκουσε.
Τα σκυλιά δεν γαβγίσαν στις αυλόπορτες.
Μονάχα τα τριζόνια τη χαιρέτησαν, κι ένα μεγάλο αστέρι χτύπησε σα μια χορδή κάποιο άγνωστο τραγούδι που τ’ ακούσαν μόνο τα παιδιά στον ύπνο τους και γύρισαν απ’ τ’ άλλο τους πλευρό χαμογελώντας.
Σήμερα φύτρωσαν στον κάμπο χρυσά κρινάκια, κι οι βοσκοί που τα βρήκαν γονάτισαν και προσευχήθηκαν.
Αλήθεια, ένας γέρος βρήκε το φως του, κι ένας παράλυτος περπάτησε, και τώρα μες στα μάτια τους, που ‘χαν κλάψει πολύ κι είχαν κοιτάξει κατάματα τη νύχτα, άνθησε μια μικρούλα μυγδαλιά.
Και το ίδιο βράδυ ο ύπνος τους γίνηκε μια φωλιά χελιδονιών χτισμένη στη μασκάλη της παλιάς καμπάνας..." 
(Γιάννης Ρίτσος, "Όνειρο καλοκαιρινού μεσημεριού")

(Παναγιά Γοργόνα- Σκάλα Συκαμινιάς Λέσβου)

"... Κανένας δε θυμόταν πούθε τάχα να ξενέρισε κείνος ο άνθρωπος πάνω σε τούτο το βράχο.[...] Μέσα στο κλησάκι φύλαγε μια μικρή σανιδόκασα. Εκεί με΄σα είχε τα σύνεργά του. Ντενεκεδάκια με λαδομπογιές, νερομπογιές και πινέλα.... Ήταν την πάσαν ώραν έτοιμος να δώσει ένα χέρι στο παλάμισμα, στο πάστρεμα, στο φόρτωμα της σαβούρας. Όμως η χαρά και το μεγάλο μεράκι του ήταν να ζουγραφίζει γοργόνες και λουλούδια στις μάσκες των καϊκιών που τού'διναν να μπογιαντίσει. Όλες οι γοργόνες του χαμογελούσανε σαν τα αρχαϊκά είδωλα. Και στο δικό του πρόσωπο ήταν το ίδιο το χαμόγελο. [...] Σαν ήρθε η ώρα της παρτέντσας, πήρε στη ράχη το μπογαλάκι με τα σύνεργά του, έκοψε με αλύγιστη καρδιά την πρυμάτσα της αραξιάς του και χάθηκε. Όμως απόμεινε πίσω τ'όνομά του, απόμεινε ακόμα ακόμα αυτή πάνω απ'όλα, μια παράξενη ζωγραφιά, που την άφησε στορισμένη πάνω στον οίχο της μικρής εκκλησιάς. Στέκεται κει ως τα σήμερα, μισοσβησμένη απ'τον αγέρα και τ'αλάτι της θάλασσας, και είναι μια Παναγιά, η πιο αλλόκοτη μέσα στην Ελλάδα και σ'όλο τον κόσμο της Χριστιανοσύνης. Το κεφάλι της είναι έτσι όπως το ξέρουμε απ'τις τοιχογραφίες της Πλατυτέρας. Πρόσωπο μελαχροινό, ψηλοσήμαδο, συσταζούμενο στην έκφρασή του. Έχει στρογγυλό πηγούνιο, μυγδαλωτά μάτια και μικρό στόμα. Έχει βυσσινί μαφόρι ως το κούτελο, έχει και το κίτρινο τ'αγιοστέφανο γύρω στο κεφάλι όπως όλα τα κονίσματα. Μόνο που τα μάτια της είναι πράσινα και υπερφυσικά πλατιά. ¨ομως απ'τη μέση και πέρα είναι ψάρι με γαλάζια λέπια και στα χέρια της βαστά ένα καράβι από τη μια κι απ'την άλλη ένα τρικράνι σαν κι αυτό που κρατά στο χέρι ο αρχαίος θεός της θάλασσας, ο Ποσειδώνας, έτσι όπως τον ζουγραφίζουν στα κάδρα και στα βιβλία του σκολειού. Σαν πρωτόδαν τούτη τη ζουγραφιά οι ψαράδες κι οι χωριανοί στάθηκαν και τη θαμαζαν, ωστόσω καθόλου δεν τους παραξενοφάνηκε. Οι γυναίκες που ανέβηκαν να προσκυνήσουν, της έκαμαν τις μετάνοιες τους, τη θέμιασαν σαν όλα τα κονίσματα. Τό'πανε "η Παναγιά η Γοργόνα", και σήμερα έτσι το λένε, κι από τότες πήρε τ'όνομα κι η εκκλησιά και το πόρτο...."

"... Σπρώχνει την πόρτα
σα να σωριάζεται. Μπαίνει τρεκλίζοντας
ανάβει το φως. Η μαύρη της μπόλια
είναι λυμένη. Οι άκρες της κρέμονται
ως κάτου στο πάτωμα. Στον τοίχο, αντίκρυ της
η εικόνα ταράζεται. Η Παναγία τη βλέπει,
τρέμουν τα χέρια της, θα της φύγει θαρρείς,
θα της πέσει το βρέφος της.
Τα χείλη της σφίγγονται, η κόκκινη
μαντίλα της παίζει. Θέλει να την
βοηθήσει, αλλά – το σπίτι είναι έρημο.
Δεν έχει σε ποιον ν’ αφήσει σ’ αυτόν
τον κόσμο για μια στιγμή το παιδί της."
(Νικηφόρος Βρεττάκος, «Δυο μητέρες νομίζουν πως είναι μόνες στον κόσμο»)

(Παναγιά Βρεφοκρατούσα- Αγιά Σοφιά)

"... Της Παναγιάς τα ράχτα βαστούν τη μάχη αφόντας στάθηκε ο κόσμος. Είναι γεμάτα από τις παλιές λαβωματιές, είναι σημαδεμένα από τις χτυπιές. Η πέτρα σφουγγάριασε από την άρμη, ο παραδαρμός του νερού γούφιασε τα βασανισμένα στερνά της. Τα κύματα βγαίνουν από τη θολούρα της καταχνιάς μουλωχτά, πυργώνουν ψηλά σα δράκοι, κατεβαίνουν με φοβερή τάξη τα πολεμικά τους φουσάτα. Όσο σιμώνουν τεντώνουν μπροστά φουσκωμένα στέρνα, παρδαλά σαν τις τίγρεσσας. Πίσω ανεμίζουν στον αγέρα αφρισμένη χήτη. Φρουμάζουν κι έρχονται ψυχωμένα από τιτανικήν οργή. Στο τέλος παίρνουν φόρα, αναπηδούν χουγιάζοντας, πέφτουν κατάστηθα πάνω στο βράχο της Παναγιάς. [...] Όλη την ώρα που βαστά η μπαλαισιά, της Παναγιάς τα ράχτα τρέμουν συθέμελα, ως τις σκοτεινές ρίζες τους. Μυστικές χορδές από σκληρό μέταλλο δονιούνται και ηχούν μέσα τους. Όμως δεν πισωπλατίζουν πατημασιά. Ο βράχος στηλώνει μέσα στα μαύρα βάθη τα πετρένια πόδια του, καπνίζει σύγκορμος από θυμό. [...] Όσο πιο βαριά τον δέρνει η ανεμική, τόσο πιο θεριακομένα πυργώνει τα στέρνα του κατά πάνω της. Ξέρει πως πίσω απ'τις φαρδιές πλάτες του διαφεντεύει του κόσμου τα ψαροκάικα, τις τράτες και τα λαφριά τρεχαντήρια. [...] Το δαιμόνιο της φουρτούνας ξαπολιέται ξεχαλίνωτο μέσα στην νύχτα, σφυρίζει με τα δάχτυλα από κάθε μεριά, πάνω στα άλμπουρα, μέσα στις καμινάδες. Καβαλικεύει και τη σιδερένια καμάρα που κρατά το καμπανάκι της Παναγιάς, κρεμιέται απ'το σιδερένιο γλωσσίδι κι αρχίζει να χτυπά άταχτα, να χτυπά ξεφρενιασμένα. Ακούν οι ψαράδες τ'άγριο καμπάνισμα μέσα στον ύπνο τους, τ'ακούν ως εκεί πάνω στο βουνό κι οι Μουριανοί. Ανοίγουν οι ναυτικοί κάτ'από το πάπλωμα ανήσυχο μάτι και βλαστημούν. Οι γυναίκες αφουγκράζουνται, σηκώνουνται χωρίς θόρυβο απ'το στρώμα. Τυλίγουνται, θεμιάζουν τα κονίσματα και σταυροκοπιούνται: "Η Παναγιά η Γοργόνα ν'αποσκεπάζει τον κόσμο."..."
(Στρατή Μυριβήλη, "Η Παναγιά η Γοργόνα")

(Φώτη Κόντογλου- Έκφρασις, τ.Β')


10 σχόλια:

  1. Όλγα μου καλησπέρα καλή μου φίλη.Σε παράξενους καιρούς θα ανταμώσουμε φέτος με τη γιορτή της Παναγιάς. Όμως, παρά την όλη αυτή γκρίζα απόχρωση, θα κρεμαστούμε στην ελπίδα της και στην παράκλησή της. \
    Αιώνιο καταφύγιο κάθε κατατρεγμένου και πονεμένου ανθρώπου.
    Θέλω να είσαι καλά και να περνάς όμορφες καλοκαιρινές μέρες.
    Το λογοτεχνικό ανθολόγιο της ανάρτησής σου πάνω στη γιορτή Της ήταν συγκινητικό και σε ευχαριστούμε.
    Τα φιλιά μου κοπέλα μου και Χρόνια πολλά.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Καλημέρα Γιάννη μου! Παράξενοι καιροί, δε λες τίποτα!..... Όσο για αυτό το γκρίζο που παλεύει να μας στοιχειώσει πιστεύω πως οφείλουμε με κάθε τρόπο ν'αντισταθούμε και να το φωτίσουμε!
      Καλό Δεκαπενταύγουστο Γιάννη μου, καλή Παναγιά! Να μας δώσει ελπίδα, εύχομαι, και φώτιση!

      Διαγραφή
    2. Και του χρόνου ελπίζω σε καλύτερες μέρες Όλγα μου.

      Διαγραφή
    3. Μακάρι Γιάννη μου! Πιο φωτεινές!

      Διαγραφή
  2. Θησαυρός σοφίας η ανθολογία σου Όλγα μου. Συνοδοιπόροι και μεις στο ιερό προσκύνημα. Αστείρευτη πηγή έμπνευσης. Μάνα Παρηγορήτρα στα δύσκολα. Ας μας σκεπάζει η Χάρη Της.
    Γλυκειά Παρθέν’ αξίωσέ με
    Να ‘ρθω και πάλι στο ναό σου (Α. Παπαδιαμάντης)
    Καλή Παναγιά Όλγα μου με τη Χάρη και την ευλογία Της!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Καλημέρα Αννίκα μου! Θησαυρός η ελληνική ανθολογία που αφορά την Παναγιά! Δεν ξέρεις τί να πρωτοεπιλέξεις!
      Ας μας σκεπάζει η Χάρη Της, όπως λες Αννίκα μου! Παράξενες εποχές... Νά'σαι καλά, καλό Δεκαπενταύγουστο!

      Διαγραφή
  3. Αχ αυτά τα ωραία σου κείμενα! Βυθίζομαι!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Τα ωραία κείμενα των λογοτεχνών μας, Βαγγελιώ μου... μην παίρνω τα εύσημα! Εγώ μόνο την επιλογή και την μεταφορά/δακτυλογραφηση τους εδώ έκανα! Πάντως κι εγώ "βυθιστηκα"... τί κείμενα, τί στίχοι...! Να'σαι καλά, Βαγγελιώ μου, καλό Δεκαπενταύγουστο!

      Διαγραφή
  4. Καλη Παναγια Ολγα μου. Να βοηθαει καθε ανθρωπο που
    Την επικαλειται στις χαρές και στα δυσκολα...
    Νασαι κι εσυ καλα Ολγα μου που μας μεταφερεις σε ουρανους κατανοιξης!

    ΑπάντησηΔιαγραφή