Ανοιξιάτικα...

Καλοκαιρινά....

Φθινοπωρινά...

Χειμερινά...

Παντός καιρού...

Μυθολογικά...

Σάββατο 5 Απριλίου 2008

Η καμπάνα της Αγίας Τριάδας (3)


του Θ. Πετσάλη-Διομήδη

(Βλέπε και:
Η καμπάνα της Αγίας Τριάδας 1
Η καμπάνα της Αγίας Τριάδας (2)
 )

Και για το Γιωτάκι, που μου ζήτησε κι άλλα αποσπάσματα...:

"Ξέρει να τους μιλάει βαθιά στην ψυχή ο πάτερ-Αγάπιος τα Σαββατόβραδα το καλοκαίρι. Μα ύστερα; Τις αποδέλοιπες τις μέρες; Όταν χτυπάει το σήμαντρο και δεν το ακούει κανείς; Το χειμώνα; Όταν τα χιόνια φέρνουν τη νέκρα στη γης και κανένας δε βολεί το Σαββατόβραδο ν'ανέβει;
Πάλι και τότες το χτυπάει, δίχως αναμελιά, το σήμαντρό του ο πάτερ-Αγάπιος, το ίδιο πάντα. Μα ο χτύπος σβήνει παρευτύς, θαρρείς και πάγωσε γλιστρώντας απάνω στα χιόνια. Για τούτο, το χειμώνα είναι ακόμα πιο μουντός, ακόμα πιο βαρύς ο χτύπος, αφού δε βρίσκει απόκριση σε κανενός την ψυχή."
[...]
"Με τα βούνευρα, με τα χαντζάρια, με τις βρισιές, οι γιαννίτσαροι αποδιώχνουνε τους Περαχωρίτες. Κανένας-δυό λαβωθήκανε τότες καθώς τους σπρώχνανε να κάνουν πέρα.
Ύστερα, εκεί που στεκόταν πάντοτε και κήρυχνε ο πάτερ-Νικόδημος κάτω από το κυπαρίσσι, δίχως να του λύσουνε τα χέρια, του περάσανε το βρόχο στο λαιμό. Εκείνος ήταν σοβαρός. Μόνο το μάτι του γυάλιζε αγριεμένο.
...
Την άλλη νύχτα, κρυφά, τρεις Περαχωρίτες και μια Περαχωρίτισσα, η Ρόδω η Γιούσουρη, ξεκρέμασαν το άγιο λείψανο, του πλύνανε το πρόσωπο και τα χέρια με ξύδι, το μύραναν και το θάψανε στη ρίζα του κυπαρισσιού, στα ίδια τα χώματα όπου ήταν θαμμένος τα παλιά τα χρόνια ο Γιαννάκης της Ζωής.
Από πάνω απ'το μνημούρι στήσανε ένα σταυρό σανιδένιο, και στο σταυρό χαράξανε το όνομα: "Πάτερ-Νικόδημος", απλά, γιατί το παρανόμι του κανένας δεν τό'μαθε ποτές. Και μια μερομηνία: 1667."
[...]
"Απάνω-κάτω εκείνο τον καιρό αρχίσαν οι Περαχωρίτες ν'ανεβαίνουν πιο συχνά στην Αγιά-Τριάδα. Το ξωκλήσι φύλαγε κάποιο μυστικό, μυστικό βγαλμένο απ'την ψυχή του τόπου. Λες κι όσοι παλιοί πεθάνανε ίσαμε τώρα, παππούληδες και παραπαππούδες, δεν πήγανε ολότελα στα χαμένα.
Πλανιέται εκεί μες στο ερημοκλήσι και γύρω-τριγύρω στον ίσκιο του κυπαρρισιού, κάτι σαν ένας αέρας, μιαν οσμή, ένας ανασασμός που σου μιλάει στην καρδιά, στα πιο βαθιά της καρδιάς, και σε δένει μαγικά με τον τόπο, με τις θύμησες, με τις προγονικές λαχτάρες, με τ'αγιάτρευτα βάσανα, με όλα εκείνα που σε στυλώνουνε ωσάν ρίζες, σε τούτο τον κόσμο.
Εκεί ολόγυρα και μέσα στο ξωκλήσι βρίσκουν οι Περαχωρίτες πιο αληθινά, πιο ζωντανά, τα μυστικά τα διανέματα των παλιών στους σημερνούς, και γι'αυτό οι σημερνοί φέρνουνε τα παιδιά τους, τους αυριανούς, τα βάζουνε να προσκυνήσουν.
Κανένας δεν εδιαλογίστηκε πολύ ξεκάθαρα το πως και το γιατί, μα ο ο πόνος ο τόσος γύρεψε ένα αντίδοτο κι η τυραννισμένη ψυχή του ραγιά, ανασκαλεύοντας για φως, στάθηκε τα περασμένα τα καλά και κρεμάστηκε από κείνα.
Έρχονται οι χωριανοί για το σεργιάνι συχνά-πυκνά, ανηφορίζοντας αγάλι-αγάλι ως το ξωκλήσι, κι αφού ασπαστούνε τα εικονίσματα, βγαίνουν στον καθάριο αέρα και κάθονται κατάχαμα στα θυμάρια, τα σκίνα, τις σμυρτιές, τις ρίγανες και τις κάπαρες.
Τούτο το ακούμπισμα στη γης χύνει μέσα στο αίμα τους σαν ένα μπάλσαμο και σα μια χαρά και σα μια δύναμη καινούρια.
-Να σου μένει το χώμα που πατάς, το χώμα που σε σηκώνει. Όσο σου μένει αυτό το καλό, θα βρεις που να στυλώσεις το κορμί σου, θα βαστιέται η ψυχή σου γερή.
Έτσι θαρρείς πως μιλάει κάποια απόκρυφη φωνή."


(Θ.Πετσάλης-Διομήδης, "Η καμπάνα της Αγίας Τριάδας", εκδ.Εστίας)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου