Παρασκευή 4 Απριλίου 2008

Η καμπάνα της Αγίας Τριάδας (2)


του Θ.Πετσάλη-Διομήδη (αποσπάσματα)

(βλέπε και:
Η καμπάνα της Αγίας Τριάδας (1)
και
Η καμπάνα της Αγίας Τριάδας (3) )

"... Μήνες και βδομάδες καρτερούσαμε έτσι αναγώνια. Ώσπου πέρασε και του `Αι-Δημητριού. Περάσανε κι οι αποστερνές καλοκαιριές, κι ο κόσμος το συνήθισε, πως δε θά'ρθει ο Τούρκος. Σιγά-σιγά ξέχασε και να τους περιμένει κιόλα.

Κανένας δε μιλάει πια για τον Τούρκο. Κανένας δε χολοσκέι πια για το πάρσιμο της Πόλης. Όλοι κοιτάνε τώρα, πως θε να περάσει ετούτος ο κακός χειμώνας με τα ξεροβόρια και με τα χιόνια, που στοιβάζονται και σβήνουνε τον τόπο.

Έτσι που πλακώνει εδώ η βαρυχειμωνιά, αν δε συνάξουν οι περαχωρίτες από το καλοκαίρι θροφές και ξύλα για τη στια πεθαίνουνε της πείνας και του κρύου.

Νύχτες αξημέρωτες, μέρες δίχως φως, όλο βροχή και λάσπη. Περνάει σιγά, πολύ σιγά ο καιρός, γιατί είναι βαρύς, υγρός, κι είναι σα γέρος. Που να νοιαστεί ο κόσμος, για το τι γίνεται αλλού ή για το τι μπορεί να γίνει αύριο. Το παιδί ζητάει ψωμί κι η γριά στο παραγώνι θέλει κούτσουρα, να τα ρίξει στη φωτιά.

Κλεισμένοι οι χωριανοί μες στα χαμώγια, κλεισμένο το χωριό απ'τον άλλο κόσμο.

Πού να φανεί άνθρωπος από ξένον τόπο. Τα χιόνια στοιβάχτηκαν τρία ποδάρια αψηλά και στα βουνά χαθήκανε τα μονοπάτια. Πάει, απόμεινε στην ερημιά το Περαχώρι, βδομάδες και μήνες. Μηδέ κοτάει κανένας απ'το χωριό, να βγει λίγο παραέξω. Πες οι λύκοι που κατεβαίνουν πεινασμένοι απ'τις κορφές, πες οι ληστές που γδύνουνε όποιον λάχουνε μεσοστρατίς και του βουλούνε το μαχαίρι μεσόστηθα.

Αν δώσει κι έρθει κανένας στρατοκόπος πιο θαρρετός απ'τα γειτονοχώρια ή απ'το Καλονήσι με τη βάρκα, αψηφώντας το κύμα, κι αυτός ποτέ του δεν ξέρει τίποτα, τίποτα να το κοινολογήσει στο χωριό, γιατί κι αυτός κοιτάει, μόνο σκοπό το πως θα τα φέρει βόλτα να ζήσει τα παιδιά του, και γιατί κι αυτός από τόπο απομοναχεμένον ήρθε.

Αφού γιορτάσανε και του Χριστού έφτασε στο Περαχώρι περαστικός πραματευτής, αλλόκοτος άνθρωπος. Νέος ήτανε κι είχε γενιάδα, ψηλός ήτανε κι είχε στραβά κανιά. Μόλις εστάθηκε μπρος στου Λάζαρου του Μπούρα το καλύβι, στο έμπα του χωριού, έβαλε τις φωνές:

Βρε χωριανοί, το λησμονοβότανο γευτήκατε, για ήπιατε το νερό της Άρνας; Ακόμα δεν ετοιμαστήκατε, να τους καλοδεχτείτε τους άπιστους; Στο Αλυσοχώρι πλακώσαν τις προάλλες κάπου τριάντα μαχμούτηδες, και τώρα σαν πας εκεί, δε θα ματαδείς μηδέ Αλυσοχώρι, μηδέ Αλυσοχωρίτη!... Όλους τους ξεκάνανε κι απέ, για τα χαμώγια και τ'ανώγια, τα γκρεμίσανε, θαρρείς και σείστηκεν ο κόσμος. Πέτρες και πλίθες, χώματα, κεραμίδια, αποκαϊδια όλα και σκόνη.

Ωστόσο, οι Περαχωρίτες δεν τον πολυπιστέψανε, έτσι που μιλούσε σα τον λωλό. Κι όσο περνούσεν ο καιρός, τόσο το κάνανε παραμύθι, πως θέλ' έρθει καμιά φορά ο Τούρκος και στο Περαχώρι...."

(Θ.Πετσάλης-Διομήδης, "Η καμπάνα της Αγίας Τριάδας", εκδ.Εστίας)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου