Ανοιξιάτικα...

Καλοκαιρινά....

Φθινοπωρινά...

Χειμερινά...

Παντός καιρού...

Μυθολογικά...

Τετάρτη 30 Δεκεμβρίου 2009

Βασιλόπιτα και έθιμα πρωτοχρονιάτικα

Η αναζήτησή μας για τις ρίζες του εθίμου της βασιλόπιτας, μας οδηγεί πίσω, στην αρχαιότητα, στις προσφορές άρτου ή και μελιπήκτων των αρχαίων ημών προγόνων, προς τους θεούς, κατά τη διάρκεια εορτών. Αναφέρει ο λαογράφος Φίλιππος Βρετάκος ("Οι δώδεκα μήνες του έτους και αι κυριώτεραι εορταί των"):

"Οι πρόγονοί μας εις την αρχαιότητα κατά τας μεγάλας αγροτικάς εορτάς προσέφερον εις τους θεούς, ως απαρχήν, έναν άρτον. Επί παραδείγματι κατά την εορτήν του θερισμού, που ελέγετο Θαλύσια και ήτο αφιερωμένη εις την Δήμητρα, κατασκευάζετο από το νέον σιτάρι ένας μεγάλος εορταστικός άρτος (ένα καρβέλι), που ελέγετο "Θαλύσιος άρτος", κατά δε την προς τιμήν Απόλλωνος εορτήν των Θαργηλίων εψήνετο, κατά το έθιμον,ο "θάργηλος άρτος".

Ο γνωστός λαογράφος, Δημήτριος Λουκάτος, έχοντας ερευνήσει εκτενώς το έθιμο τούτο, μας παρέχει αναλυτικές πληροφορίες στα συγγράμματά του. Ένα ενδιαφέρον σχετικό απόσπασμα από το βιβλίο του "Χριστουγεννιάτικα και των γιορτών" είναι το παρακάτω:


Επιπλέον, ο Γ.Α.Μέγας ("Ελληνικές γιορτές και έθιμα της λαϊκής λατρείας"), παρατηρεί:

"[...] Έτσι το κομμάτι του σπιτιού, που κόβεται αμέσως μετά το κομμάτι του αγίου Βασιλείου, πιθανώς είναι προσφορά προς το "στοιχειό του σπιτιού", τον αγαθό δαίμονα που, κατά την κοινή πίστη, κατοικείθ στο σπίτι και το προστατεύει εμφανιζόμενος στους ενοίκους με τη μορφή φιδιού, όπως ο "Αγαθός Δαίμων", δηλαδή "ο οίκουρος όφις" των αρχαίων.(*βλ.Ν.Γ.Πολίτη, "Παραδόσεις")."

Και πάμε στο Νικόλαο Πολίτη (Παραδόσεις, τόμος Β'):

"[...] Στη Ζάκυνθο έβαζαν άλλοτε ψωμί στην τρύπα όπου κατοικούσε το φίδι του σπιτιού κι όταν εμφανιζόταν, του πρόσφεραν ψωμί και σταφίδες. Τέτοιου είδους προσφορές στο στοιχειό του σπιτιού πρέπει να γίνονταν συνήθως την Πρωτοχρονιά, και μετεξέλιξη του εθίμου είναι το μοίρασμα της βασιλόπιτας, όπου το πρώτο κομμάτι, "του σπιτιού", προοριζόταν μάλλον για το στοιχειό "του σπιτιού".[...] Στη Χίο, την εποχή του Αλλάτιου, ο οικοδεσποτης τριγύριζε όλο το σπίτι τα χαράματα της Πρωτοχρονιάς κρατώντας ένα καλάθι με γλυκά, φρούτα και ψωμιά, και τα σκορπούσε παντού μουρμουρίζοντας ευχές για την ευημερία του σπιτιού και των ενοίκων. Ο Ν.Γ.Π. αναφέρει ακόμη τα εξής σύγχρονά του έθιμα:

"Σήμερον εις το χωρίον Πυργί της Χίου συνηθίζονται επίσης την πρώτη του έτους τοιαύτα καταχύσματα (οσπρίων, ρωδίων και των τοιούτων), αλλά ραίνει δια τούτων τον οίκον και τους εν αυτώ μετά την Θείαν Λειτουργίαν εις των του οίκου διελθών την νύκτα εν άλλη συγγενική οικία. Και αλλαχού δε της Ελλάδος συνηθίζονται τα καταχύσματα κατά την πρώτην του έτους. Εις τινα δε χωρία της Κύπρου την παραμονήν θέτουσιν εκ του εσπερινού των δείπνου το πρώτον πινάκιον και οίνον και βαλάντιον χρημάτων εις την αποθήκην του άρτου, την καλουμένην "κοφινίαν" ' αλλά την αρχαϊκοτάτην ταύτην θυσίαν, λησμονήσαντες τον εν αρχή σκοπόν αυτής, περιβάλλουσι δια χριστιανικού περιβλήματος, λέγοντες ότι την προσφέρουσιν εις τον εορταζόμενον κατά την ημέραν εκείνην άγιον Βασίλειον, δια να φάγη και ευλογήση το βαλάντιον του οικοδεσπότου. Αλλά τον προορισμόν της θυσίας δεν ελησμόνησαν οι Λέριοι ων αι γυναίκες συνηθίζουσι την εσπέραν της παραμονής της πρώτης Σεπτεμβρίου, της αρχής του θρησκευτικού έτους να παραθέτωσι τράπεζαν εστρωμένην εν τω μέσω της αιθούσης, και επ'αυτής πινάκια γλυκισμάτων "δια να φάγη τη νύκτα το στοιχειό του σπιτιού" ως λέγουσιν.""

Συνεχίζει ο Γεώργιος Μέγας ("Ελληνικές γιορτές και έθιμα της λαϊκής λατρείας"): "Ως "προσφορά" προς κάποια άλλα πνεύματα, τις "ψυχές των νεκρών" (που τις ημέρες του δωδεκαημέρου, όπως πιστεύεται, επιστρέφουν στον τόπο όπου κατοικούσαν πριν κατέβουν στον Άδη), πρέπει να θεωρηθούν και τα "πολυσπόρια", τα οποία σε πολλές περιοχές της Ελλάδας δε λείπουν από το πρωτοχρονιάτικο τραπέζι, μολονότι η σημασία τους δεν είναι, σ'αυτήν την περίπτωση, συνειδητή στο λαό' γι'αυτόν το λόγο θεωρήθηκαν -λανθασμένα- ως προσφορά προς τον άγιο Βασίλειο, ως κόλλυβα τ' αϊ-Βασίλη και συνδέθηκαν με δεισιδαιμονικούς φόβους και μαγικές ενέργειες. Π.χ. στην Κύθνο την παραμονή του αγίου Βασιλείου τρώγουν σιτάρι βρασμένο με μέλι και στην Απείρανθο της Νάξου "χίλια φαγιά νά'χουνε, βάζουνε και μεαριά στο τραπέζι και τρώνε: καλαμπόκι, σιτάρι και φασούλια μαζί μαγειρεμένα. Πρέπει να φάνε, γιατ' αλλιώς αν δε φάνε, πιάνει ψείρα το γέννημά τους".

Στην Κύπρο βράζουν εκλεκτό σιτάρι και το αναμειγνύουν με αμύγδαλα, σταφίδες, σπειριά ροδιών, κανέλα και ζάχαρη' κάνουν τα "κόλλυφα τ'αϊ-Βασιλείου (τα βασιλούδια)" κι αφού γεμίσουν ένα δίσκο με αυτά και βάλουν επάνω τη βασιλόπιτα με μια μικρή αναμμένη λαμπάδα επάνω της, τον τοποθετούν κάτω απ'το εικονοστάσι του σπιτιού. Στη Σκόπελο της Θράκης όλοι όσοι κάθονται στο τραπέζι παίρνουν στα χέρια τους κόλλυβα απ'το πιάτο, τα πετούν ψηλά προς την πόρτα του σπιτιού και λένε: "Όσα κ'κια ρίχνω, τόσ' αμάξια στάρ' να μου δωσ' ο καινούριος χρόνος. Ο καινούριος χρόνος βοήθεια! Όσα κ'κια στη φούχτα, τόσες αγελάδες, τόσα πρόβατα κ.τ.λ."."

Και επανερχόμενη στη βασιλόπιτα και στην προέλευσή της, να μην παραλείψω να αναφέρω ότι το έθιμο τούτο συνδέεται και με τα τελούμενα κατά την εορτή των Κρονίων (Σατουρναλίων) στη Ρώμη "οπόθεν προήλθε παρά τοις Φράγκοις και η συνήθεια να παρασκευάζουν πίτταν με νόμισμα μέσα και να ανακηρύσσουν βασιλέα της βραδυάς τον ευρίσκοντα αυτό εις το κομμάτι του. Ετίθετο δε και ένα φασόλι εντός της πίττας και όποιος το εύρισκε ανεφωνείτο φασουλοβασιλιάς. Κατά τα Σατουρνάλια προσεφέροντο νως δώρα καρποί και πλακούντες εντός χρυσών φύλλων ή στολίσματα με νομίσματα χρυσά. Υπάρχει όμως και μια θρησκευτική παράδοσις σχετική με την προέλευση του εθίμου της βασιλόπιττας...


("Νεώτερον Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν Ηλίου")


Όπως επίσης αναφέρει το παραπάνω λεξικό, η βασιλόπιτα παρασκευάζεται κυρίως από αλεύρι, αυγά, ζάχαρη, γάλα, αναλόγως τους είδους, και είναι φουσκωτή, αφράτη και γλυκειά. Σε όλες τις βασιλόπιτες τίθεται μέσα νόμισμα χρυσό κωνσταντινάτο, αργυρό ή και χάλικινο, αναλόγως του πλούτου της οικογενείας και, επιλέον, σε πολλές επαρχίες της Ελλάδος βάζουν μέσα ένα κομματάκι άχυρο, ένα κομματάκι κλήματος αμπέλου και κλώνου ελιάς κι αλλού στεφάνι ξύλινο μικρό (μικρογραφία μάνδρας) και όποιος βρει κάποιο από τούτα θα είναι τυχερός στα σπαρτά, στον ελαιόκαρπο, στο κρασί και ούτω καθ'εξής. Με σειρά αποφλοιωμένων αμυγδάλων επί της επιφανείας της βασιλόπιτας συνηθίζεται να αναγράφεται η αρίθμηση του νέου έτους.

Για το νόμισμα αυτό, αναφέρει ο Δημήτριος Λουκάτος ("Χριστουγεννιάτικα και των γιορτών"):




Κι αν και υπάρχουν πλήθος ακόμη έθιμα ανα την Ελλάδα σχετικά με τη βασιλόπιτα, θα κλείσω με την καταγραφή του Κώστα Καραπατάκη, στο "Α' Συμπόσιον Ποντιακής Λαογραφίας, Αθήναι 12-15.6.1981":




Καλή χρονιά, με υγεία, αγάπη και φώτιση!


Πέμπτη 24 Δεκεμβρίου 2009

Κάλαντα και Ειρεσιώνη..

Φτάσαν και πάλι τα Χριστούγεννα, χωριά και πόλεις στολίστηκαν με τα γιορτινά τους και τα παιδάκια θα ξεχυθούν και πάλι στα σπίτια που ριζώνουν στο βουνό μας, στο βουνό των Κενταύρων, ν'αναγγείλουν τραγουδώντας το χαρμόσυνο μήνυμα της γέννησης του Χριστού... άλλα μοναχά τους, άλλα παρέες μεγάλες, κάποια με τρίγωνα κουδουνιστά, ίσως και κάποιο με κανένα μπαγλαμαδάκι.. Θυμάμαι λίγα χρόνια πριν, τις κελαριστές φωνούλες τους και τα ποδοβολητά στο καλντερίμι, καθώς τρέχοντας πλησιάζανε το σπιτικό μου, κι ύστερα έξω από την αυλή, ένα μακρόσυρτο γελαστό "Να τραγουδήσουμεεεε;". Αλήθεια, μού'χει λείψει αυτό το "να τραγουδήσουμεεεε;" τώρα πια που αντικαταστάθηκε με το καθιερωμένο "να τα πούμε;" που έμαθαν από τα Αθηναιάκια και τα άλλα παιδιά πού'ρχονται εδώ για τις διακοπές τους...



Αν κι εχω ξαναγράψει τις περασμένες χρονιά για τα κάλαντα καθώς και για άλλα λαογραφικά των ημερών, τούτο το ιστολόγιο που, ομολογουμένως, διακατέχεται από μια αδυναμία για τα ήθη και τα έθιμα του λαού μας, δε μπορεί να μην τιμήσει και τα φετινά Χριστούγεννα με κάποιο μικρό αφιέρωμα στις παραδόσεις μας.

Τα τραγούδια των ημερών αυτών, που λένε (ή τουλάχιστον έλεγαν) οι μικροί καλαντιστές, είναι αμέτρητα και πανέμορφα, πλούσια και γεμάτα παραλλαγές κι αυτοσχεδιασμούς, και ποικίλουν ανάλογα με την περιοχή, τα τοπικά ιδιώματα και τα χαρακτηριστικα στοιχεία των ανθρώπων στους οποίους απευθύνονταν (βλέπε παλαιότερες εγγραφές: Τα κάλαντα και παραδοσιακά "λαϊκά" κάλαντα). Πέρα από τα καθαρώς "λόγια" κάλαντα (π.χ. "Καλήν ημέραν άρχοντες...") ή τα "λαϊκότερα" ("Χριστούγεννα, πρωτούγεννα, πρώτη χαρά στον κόσμο..") που αναφέρονται στο ίδιο το γεγονός της αναγγελίας, υπάρχουν τα "λαϊκά" κάλαντα, τα αυτοσχέδια ευχετήρια τραγούδια των παιδιών προς τους νοικοκύρηδες και το σπιτικό, για υγεία, χαρά, πλούτο, παντρειά, ανάλογα με τις ιδιότητες αλλά και τις ανάγκες τους (π.χ. "Σ'αυτό το σπίτι πού'ρθαμε, πέτρα να μη ραϊσει..."), που παλαιότερα, δεν παρέλειπαν να συμπληρώνουν τα προηγούμενα. Καθαρά ευχετήρια, έχουν παραμείνει και τα "Νυχτοκάλαντα" ή "Καλησπερίσματα" που τραγουδούν ακόμη στα χωριά του Πηλίου, παρέες νέων το βράδυ των Φώτων. (βλέπε: Τα νυχτοκάλαντα...). Οι ρίζες τούτων των τραγουδιών φτάνουν βαθιά στην αρχαιότητα..

Ένα πολύ ενδιαφέρον άρθρο του Αποστόλου Αρβανιτόπουλου, σχετικό με τα έθιμα του χριστουγεννιάτικου δέντρου και των καλάνδων, μας σώζει ο Φίλιππος Βρετάκος στο βιβλίο του "Οι δώδεκα μήνες του έτους και αι κυριώτεραι εορταί των":

"Το χριστουγεννιάτικον δένδρον συμβολίζει την αιωνιότητα της ζωής, διότι δεν γηράσκει και δεν χάνει, επομένως, την νεότητά του. Περί τούτου, ως εθίμου, ο αείμνηστος καθηγητής μου Αποστολ. Αρβανιτόπουλος ("Κληρονομία του αρχαίου κόσμου", εφημερίς "Εθνος", 31 Δεκεμ.1937) αναφέρει τα εξής: "Το δένδρον όμως των Χριστουγέννων δεν το ευρίσκω, εγώ τουλάχιστον, ως ξενικήν συνήθειαν, ως νομίζεται γενικώς, αλλ' εν μέρει ως αρχαίαν ελληνικήν. Είναι, δηλαδή, υπολείμματα της περιφήμου "ειρεσιώνης", και της "ικετηρίας" των αρχαίων Ελλήνων, και μάλιστα των αρχαίων Αθηναίων. Ήσαν δε η μεν Ικετηρία κλάδος ελαίας, από του οποίου εκρέμων ποκάρια μαλλιού, και έφερον αυτόν όσοι ήθελον να ικετεύσουν τον Θεόν ομαδικώς, δια την απαλλαγήν του τόπου από δεινού τινός κακού, π.χ. από νοσήματος, πανώλους, χολέρας ή ομοίου. Ως επί το πολύ, όμως, εβάσταζε την Ικετηρίαν άνθρωπος, ο οποίος ήθελε να τεθή υπό την προστασίαν θεού και της ανωτέρας αρχής, για να προβή εις αποκαλύψεις εναντίον ισχυρών ανθρώπων ή αρχόντων.

Η ειρεσιώνη, όμως, είχε πολύ μεγάλην αναλογίαν και προς τα κάλανδα και προς το δένδρον των Χριστουγέννων, διότι ήτο και αυτή κλάδος ελαίας ή δάφνης επί του οποίου εκρεμώντο ομοίως έρια λευκά ή πορφυρά, αλλά και καρποί και κολλύραι (κουλούρες) κ.τ.λ., εκ δώρων προερχόμενα. Τον κλάδον αυτόν περιέφερον τα παιδιά καθ'ομάδας από τας οικίας, και έψαλλον εγκωμιαστικά άσματα υπέρ της ευτυχίας του οικογενειάρχου και των μελών της οικογενείας του' εζήτουν δε και την αμοιβή των, διότι "τα είπαν", να τους δώση έκαστος "ό,τι προαιρείται", χωρίς να εκφράσουν κατ'ουδένα τρόπον την αγανάκτησίν των, αν δεν τους έδιδον τίποτε, ενώ σήμερον εκφράζουν' διαφορά πολιτισμού.

Η Ειρεσιώνη αυτή εψάλλετο κατά διαφόρους εποχάς του έτους, όπως και σήμερον τα κάλανδα (Χριστουγέννων, Πρωτοχρονιάς, Θεοφανίων, Λαζάρου, Σταυρώσεως, κλπ). Και δη κατά τα Θαργήλια (Μάιον), Πυανόψια (Οκτώβριον), προς τιμήν του Απόλλωνος, του Ηλίου, των Ωρών, κλπ εις των οποίων τους ναούς και τα ιερά κατετίθετο. Πολλά εκ των παιδίων, ή πάντα, έφερον τον κλάδον τούτον εις την οικίαν των και τον εκρέμων εις την θύραν' εκεί έμενεν όλον το έτος, κατά δε το τέλος εκαίετο μεν ο περσινός κλάδος, εκρεμάτο δε ο νέος, όπως ο "Μάϊς" σήμερον' συνέβαινε δε τούτον και κατά τον αυτόν Θαργηλιώνα (Μάϊον) μήνα. [...]

Αλλά το σπουδαιότατον είναι, ότι εν εκ των περισωθέντων αρχαίων δημωδών ασμάτων, τα οποία έψαλλον τα παιδιά κατά την αρχαιότητα, έχει όλον το χρώμα και την υφήν και τας εννοίας, τα οποία έχουν τα πολυποίκιλα κατά τόπους νεοελληνικά κάλανδα. Ιδού δε η απόδειξις: έψαλλον, δηλαδή, τα παιδιά εκείνα των αρχαίων Ελλήνων εις στίχους ωραιοτάτου δακτυλικού εξαμέτρου ως εξής***:


Ήτοι: Εφθάσαμεν εις το αρχοντικόν του μεγάλου αφεντικού, ο οποίος έχει μεν μεγάλην δύναμην και τρομεράν φωνήν, είναι δε πάντοτε ευτυχισμένος' αι σεις, οι πόρτες του σπιτιού, ανοίξατε μόναι σας! Διότι μπαίνει μέσα εις στο σπίτι ο Πλούτος με αφθονίαν και μαζί με τον Πλούτον η χαρά και η Ευθυμίαν, γεμάτες από καλούδια, και η καλή Ομόνοια και Ησυχία' άμποτε δε να είναι τα δοχεία σας και τα τσουκάλια σας γεμάτα και πάντοτε να ανακατεύεται εις την σκάφην σας, που ζυμώνετε, ζυμάρι άφθονον και ωραίον.

Και άλλα πολλά παρακολουθούν τα ανωτέρω εις το αρχαίον περισωθέν άσμα, πολύ ανάλογα οφθαλμοφανώς προς τας ευχάς και τους επαίνους, οι οποίοι περιέχονται εις τα διάφορα σημερινά κάλανδα των παιδιών του Ελληνικού Λαού. [...]""

(*** αναφέρονται στους "Ομήρου βίους")


Το "Νεώτερον Εγκυκλοπαιδικόν λεξικόν "Ηλίου"", αναφέρει, μεταξύ άλλων, στο λήμμα "κάλανδα":

"[...]Το έθιμον ίσως να είναι συνέχεια της περιφοράς της αρχαίας ειρεσιώνης υπό παίδων ή και ένωσις συνηθειών περισσοτέρας της μίας αρχαίων εορτών, διότι οι αποτελούντες τα άδοντα συγκροτήματα περιέρχονται τας οικίας συχνά, κρατούντες ράβδους κεκοσμημένας, όπως περίπου οι αρχαίοι θύρσοι των διονυσιακών εορτών και φανούς πολυχρώμους ή εσωτερικώς φωτιζόμενα ομοιώματα πλοίων, με άνοιγμα απομιμούμενον αστέρα, από όπου μόνον χύνεται το φως κ.λ.π..[...]
Φαίνεται πάντως ότι η συνήθεια υφίστατο και προ της βυζαντινής εποχής, και ίσως είχε συνδυασθή η χαρά για την γέννησιν του Σωτήρος, η οποία προ του 4ου αιώνος επανηγυρίζετο την 1ην του έτους, με τας ελπίδας και τας ευχάς του νέου έτους, τας οποίας συνήθιζον οι Ρωμαίοι, και με τον τρόπον του εορτασμού, που ήτο αρχαίος ελληνικός.[...]"

Και μιας και αναφέραμε την αρχαία Ειρεσιώνη, ας κλείσω με το τραγούδι της που μας διασώζει ο Πλούταρχος ("Βίοι Παράλληλοι, Θησεύς 22"):


Δηλαδή (σε απόδοση Ανδρέου Πουρνάρα):


(*Οι φωτογραφίες από τα βιβλία του Γ.Μέγα "Ελληνικές γιορτές και έθιμα της λαϊκής λατρείας" και του Δ.Λουκάτου "Χριστουγεννιάτικα και των εορτών")


Καλά και φωτεινά Χριστούγεννα, με υγεία κι αγάπη για όλους!

Δευτέρα 21 Δεκεμβρίου 2009

Τα χριστουγεννιάτικα τσαρούχια..

Ένα χριστουγεννιάτικο διήγημα του Γεωργίου Αθάνα για απόψε... από άλλες εποχές..


(πίνακας: Νικόλαος Γύζης) 






(πηγή: http://www.aperantiaka.granitsa.gr/dowload_aperan/121.pdf) 

Τετάρτη 16 Δεκεμβρίου 2009

Η καρυδιά..

του Ηλία Βενέζη... 









(Ηλία Βενέζη, "Αιολική Γη")


Τετάρτη 2 Δεκεμβρίου 2009

μη λησμονάτε..

"Ήρθαν

ντυμένοι "φίλοι"

αμέτρητες φορές οι εχθροί μου

το παμπάλαιο χώμα πατώντας.

Και το χώμα δεν έδεσε ποτέ με τη φτέρνα τους.

Έφεραν το Σοφό, τον Οικιστή, και το Γεωμέτρη,

Βίβλους γραμμάτων και αριθμών,

την πάσα υποταγή και δύναμη,

το παμπάλαιο φως εξουσιάζοντας.

Και το φως δεν έδεσε ποτέ με τη σκέπη τους.

Ούτε μέλισσα καν δεν γελάστηκε

το χρυσό ν' αρχίσει παιχνίδι

ούτε ζέφυρος καν, τις λευκές να φουσκώσει ποδιές.

Έστησαν και θεμελίωσαν

στις κορφές, στις κοιλάδες, στα πόρτα

πύργους κραταιούς και επαύλεις

ξύλα και άλλα πλεούμενα,

τους νόμους τους θεσπίζοντας τα καλά και συμφέροντα,

στο παμπάλαιο μέτρο εφαρμόζοντας.

Και το μέτρο δεν έδεσε ποτέ με την σκέψη τους.

Ούτε καν ένα χνάρι θεού στην ψυχή τους σημάδι δεν άφησε

ούτε καν ένα βλέμμα ξωθιάς τη μιλιά τους δεν είπε να πάρει.

Έφτασαν 

ντυμένοι "φίλοι"

αμέτρητες φορές οι εχθροί μου

τα παμπάλαια δώρα προσφέροντας.

Και τα δώρα τους άλλα δεν ήτανε

παρά μόνο σίδερο και φωτιά.

Στ' ανοιχτά που καρτέραγαν δάχτυλα

μόνον όπλα και σίδερο και φωτιά.

Μόνον όπλα και σίδερο και φωτιά..."


Οδυσσέας Ελύτης, (από το "Άξιον Εστί")



(Υ.Γ. Εδώ μια ενδιαφέρουσα εγγραφή από το Γιωτάκι:

Θελω να αγιασω μα δεν .... Λαος χωρις μνημη ειναι λαος χωρις μελλον (http://spiti.pblogs.gr/2009/12/thelw-na-agiasw-ma-den-laos-hwris-mnhmh-einai-laos-hwris-mellon.html)
και να προσθέσω, πάλι, λόγια του Ελύτη:

"Τη γλώσσα μου έδωσαν ελληνική'

το σπίτι φτωχικό στις αμμουδιές του Ομήρου.

Μονάχη έγνοια η γλώσσα μου στις αμμουδιές του Ομήρου.

Εκεί σπάροι και πέρκες

ανεμόδαρτα ρήματα

ρεύματα πράσινα μες στα γαλάζια

όσα είδα στα σπλάχνα μου ν'ανάβουνε

σφουγγάρια μέδουσες

με τα πρώτα λόγια των Σειρήνων

όστρακα ρόδινα με τα πρώτα μαύρα ρίγη.

Μονάχη έγνοια η γλώσσα μου με τα πρώτα μαύρα ρίγη.

Εκεί ρόδια, κυδώνια

θεοί μελαχρινοί, θείοι κι εξάδελφοι

το λάδι αδειάζοντας μες στα πελώρια κιούπια'

και πνοές από τη ρεματιά ευωδιάζοντας

λυγαριά και σχίνο

σπάρτο και πιπερόριζα

με τα πρώτα πιπίσματα των σπίνων,

ψαλμωδίες γλυκές με τα πρώτα-πρώτα Δόξα σοι!..[...]"

αφιερωμένο στον πολύ, κύριο Κριαρά...)