Τετάρτη 24 Δεκεμβρίου 2008

παραδοσιακά "λαϊκά" κάλαντα

"[...] Βράδυ έβγαιναν τα παιδιά, την ώρα που καταστάλαζεν ο μόχθος και ο θόρυβος της Παραμονής, όταν οι οικογένειες συγκεντρώνονταν με το νοικοκύρη μαζί κι ετοίμαζαν τα "εστιακά" τους Χριστούγεννα και την "εστιακή" Πρωτοχρονιά, με τη φωτιά, το ιερό ψωμί και τα ξερά φρούτα...
Ήξεραν βέβαια κι από μόνες τους οι νοικοκυρές την ημέρα της Γιορτής, κι έπαιρναν από μέρες τα μέτρα τους για να διώξουν τα χειμωνιάτικα ξωτικά. Την ήξεραν κι οι καλές μητέρες, που μοσχοσαπούνιζαν τα παιδιά τους για την εκκλησιά...
Περίμεναν, όμως, πάντα να τους έρθει ως την πόρτα η χαρούμενη αγγελία, με το μαγικό στοιχείο της παιδικής φωνής, της μουσικής υπόκρουσης και της τραγουδημένης ευχής...
Χτυπούσαν την κάθε πόρτα τα παιδιά, κρατώντας το φαναράκι της νύχτας - ένα άστρο χριστουγεννιάτικο για κάθε σπίτι - και χωρίς να περιμένουν την άδεια ("Να τα πούμε;") άρχιζαν ν'αφηγούνται το γεγονός της ημέρας, πάνω στο μουσικό ρυθμό των αιώνων, όπως τους τον κρατούσε το τύμπανο και το τριγωνικό σήμαντρό τους:
Χριστούγεννα, πρωτούγεννα, πρώτη γιορτή του χρόνου
για βγείτε, δες τε, μάθετε, που ο Χριστός γεννάται...
Ήταν μια ευλογία για το σπίτι η παρουσία των παιδιών. Οι ευχές, που πρωτόδιναν στον νοικοκύρη και στη νοικοκυρά, ήταν το πιο συγκινητικό συμβόλαιο - τουλάχιστον για κείνον το χρόνο - με τη ζωή και με το Θεό...
Σ'αυτό το σπίτι πού'ρθαμε, πέτρα να μη ραϊσει
κι ο νοικοκύρης του σπιτιού χρόνια πολλά να ζήσει...
Η αμοιβή των μικρών καλαντιστών δεν ήταν ούτε ζητιανιά, ούτε φιλανθρωπία. Ήταν μια πράξη τελεστική, που και μόνη της έφερνε το ποθητό αποτέλεσμα: Την αφθονία των αγαθών και τον πλούτο στο σπίτι του νοικοκύρη. Έριχναν τα παιδιά το καλάθι ή το σακκούλι τους, όσο έψαλλαν, και η νοικοκυρά τους έβαζε μέσα ό,τι αντιπροσωπευτικό είχε των δικών της "ευχών": Καρπούς για την καλή σοδειά, γλυκούδια για την ευτυχία, νομίσματα για τον πλούτο... Στέκονταν στη μέση του σπιτιού και τραγουδούσαν, και από τα λόγια τους γινόταν παραμυθένιο το φτωχικό ή μέτριο νοικοκυριό του σπιτιού:
Εσένα πρέπει, αφέντη μου, στα πεύκια να κοιμάσαι,
βελούδα να σκεπάζεσαι κι αφέντης να λογάσαι.
Κυρά μου, σα θα στολιστείς, να πας στην εκκλησιά σου,
χρυσά λουλούδια πέφτουνε, απ'την περπατησιά σου...
Αφέντη μου, στα σπίτια σου χρυσές καντήλες φέγγουν,
φέγγουν στους ξένους να δειπνούν, στους ξένους να πλαγιάζουν,
φέγγει και μια σ'το ταίρι σου να στρώνει να κοιμάσαι,
απάνου στα τριαντάφυλλα κι απάνου στα μιμίτσια...
Στα μάτια των παιδιών του σπιτιού, τούτοι οι γενναίοι καλαντιστές φαίνονταν θαυμαστοί με τις στιχουργικές και μελωδικές γνώσεις τους, με την ταιριασμένη μουσική οργανοπαιξία τους και με την τολμηρή έξοδό τους μέσα στη νύχτα. Οι ίδιοι οι καλαντιστές έπαιρναν στα σοβαρά τον αναγγελτικό ρόλο τους, που τους έδινε και το βάπτισμα στο επαγγελματικό αντίκρυσμα της κοινωνίας, τους έδινε τα πρώτα τους συγκινητικά κέρδη, μαζί με μια ευθύνη λογιότητας και καλλιτεχνικής δοκιμής..."
(Δημήτρη Λουκάτου, "Χριστουγεννιάτικα και των γιορτών")



"Περνώντας απ'τα χειμαδιά, τέτοιες γιορτινές και καλοθύμητες μέρες, έχεις να συναντήσεις και να ιδείς πάμπολλα έθιμα, έχεις να μάθεις πολλά μυστικά της στρούγκας και της βλαχουριάς. Την παραμονή της Γιορτής πουρνόξυπνα και χαρούμενα παιδιά γυρίζουν στα κονάκια των τσελιγκάδων τραγουδώντας τα κάλαντα, πού'ναι διαφορετικά απ'τα κοινά κάλαντα του λαού και περισσότερο ευχετικά:
Αυτά τα σπίτια τα ψηλά, τα μαρμαροχτισμένα,
με τις μεγάλες τις αυλές και τις πλακοστρωμένες,
νάχουν και χίλια πρόβατα και πεντακόσια γίδια,
νάχουν ζευγάρια είκοσι και δεκαοχτώ φοράδες,
νά'χουν γελάδες εκατό κι αμπάρια φορτωμένα,
να μπαινοβγαίνουν οι δικοί, οι φίλοι να μην λείπουν
κι όσοι διαβάτες απερνούν να τρώνε να κοιμούνται.
Το κάθε βλαχοκόνακο φιλεύει τα βλαχοπαίδια διάφορα γλυκίσματα, αυγά, λεφτά κι αυτά φεύγουν, ύστερα, περίχαρα γι'άλλα κοντινά κονάκια."

(Βασίλη Λαμνάτου, "Οι μήνες στην αγροτική και ποιμενική ζωή του λαού μας)



"Εκτός από το λόγιο στιχούργημα, υπάρχουν και καθαρά λαϊκά τραγούδια που αναφέρονται στη γέννηση του Χριστού, όπως είναι τα εξής θρακιώτικα:
"Χριστός γεννιέται
σαν γήλιος φέγγει,
σα νιο φεγγάρι,
σαν παλικάρι."
και
"Κυρά Θεοτόκο
ευκολοπόνα
εκοιλοπόνα
και παρακάλειε!
Βοηθήσετέ με
αυτή την ώρα
τη βλογημένη
και δοξασμένη,
μαμή να πάτε
μαμή να φέρτε.
Ώστε να πάσι
και να γυρίσου,
Χριστός γεννήθη
σα νιο φεγγάρι
σαν παλικάρι."
Ποιητικότατα είναι και όσα λέγονται στα τραγούδια των καλάνδων. Αν π.χ. η οικογένεια έχει στάνες και πρόβατα, τα παιδιά στα χωριά του Πηλίου τραγουδούν:
Εδώ σε τούτες τες αυλές τες μαρμαροστρωμένες,
εδώ'χουν χίλια πρόβατα και τρεις χιλιάδες γίδια.
Σαν κάνουν τον ανήφορο, γιομίζ' ο λόγγος όλος '
σαν πιάσουν τον κατήφορο, γιομίζ' ο κάμπος όλος.
Σαν το μυρμήγκι περπατούν, σαν το μελίσσι βάζουν,
σαν τον αφρό της θάλασσας αφρίζουν τα καρδάρια.
Εμείς ολίγα τά'παμε κι ο Θειός να τ'αυγαταίνει.
[...]
Η νοικοκυρά φιλοδωρεί τα παιδιά με κουλούρια και κάστανα ή καρύδια κι αυτά φεύγουν, για να χτυπήσουν άλλη πόρτα, να τα πουν και σε άλλο σπίτι. Αν όμως η πόρτα δεν ανοίξει κι αν τα παιδιά δυσαρεστηθούν, τότε και το τραγούδι τους κάθε άλλο παρά επαινεί το νοικοκύρη. Να ένα από τα σκωπτικά αυτά τραγούδια:
Αφέντη μου, στην κάπα σου χίλιες χιλιάδες ψείρες
άλλες γεννούν, άλλες κλωσούν, άλλες αυγά μαζώνουν!"

(Γ.Α.Μέγα, ""Ελληνικές γιορτές και έθιμα της λαϊκής λατρείας")

(Για περισσότερα βλ. και: 
Τα κάλαντα
Κόλιαντα (χριστουγεννιάτικα κάλαντα.. σαν παραμύθι απ'τα παλιά..) (Αποσπάσματ)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου