Ανοιξιάτικα...

Καλοκαιρινά....

Φθινοπωρινά...

Χειμερινά...

Παντός καιρού...

Μυθολογικά...

Πέμπτη 21 Μαρτίου 2019

Σαν άγγελοι...

Τό'χε αναλογιστεί κι άλλες φορές, ουκ ολίγες, αν και δε μπορούσε τούτη τη στιγμή να τις προσδιορίσει. Μοναχά εκείνο το αίσθημα εσωτερικής ευφορίας αγκάλιαζε την μνήμη του. Κι αν τον έπιανε, κάποιες στιγμές αδυναμίας, το παράπονο πως δεν είχε αγαπηθεί, κάτι άλλες στιγμές, σαν τούτες, έδινε δίκιο στον παλιόφιλό του τον Ζαφείρη. Σε μια κουβέντα περί έρωτος, χρόνια πριν, που θά'ταν ο ίδιος ακόμη φοιτητής, ενώ ο Ζαφείρης έμπειρος και στην ηλικία του πατέρα του, ο παλιόφιλος είχε αποφανθή με βεβαιότητα: "Έχουμε μεγαλύτερη ανάγκη νά'μαστε ερωτευμένοι και να αγαπάμε, παρά να μας αγαπούν και νά'ναι μαζί μας ερωτευμένοι." Ακολούθησε διάλογος και διαφωνίες... κι η αλήθεια σαν να βρισκόταν κάπου στη μέση, όσο κι αν ήταν αποστομωτική η απάντηση του Ζαφείρη: "Δε σού'χει τύχει να σ'ερωτευτεί κάποια παράφορα, να ξέρεις πως θα μπορούσε να κάνει τα πάντα για σένα κι εσύ να μη θες καν να την βλέπεις; Κι ας σ'αγαπάει μ'όλη της την ψυχή... Κι αν δε σού'χει τύχει, δεν τό'χεις συναπαντήσει αυτό το φαινόμενο;"


"Θά'θελα νά'μαι άγγελος... να μπορώ να βοηθώ όποιον πονάει στα βουβά..." εξομολογήθηκε χθες στο ξαφνικό. Ο γιατρός τον έκοψε στη στιγμή: "Δε μπορείς να γίνεις άγγελος." Κι έμεινε με την απορία και το φόβο, μήπως τούτη τη σκέψη του τη θεώρησε δείγμα κάποιας διαταραχής. Αλλιώς γιατί τόση άρνηση; Ναι, εκείνη την ώρα είναι η αλήθεια πως σκεφτόταν τη ζαρωμένη κοπελίτσα έξω απ'την είσοδο του σούπερ-μάρκετ. Δε ρώτησε καν το όνομά της κι ας κοντοστάθηκε τόση ώρα εκεί. Πόσος κόσμος δεν κουβαλά σε μια ραγισμένη ψυχή το δικό του δράμα και δεν υπάρχει κανείς... κανείς να του χαρίσει ούτε ένα τόσο δα χαμόγελο ανακούφισης, έστω και πλαστό, έτσι για να το νιώσει πως χαράσσεται στα χείλη. Φεύγοντας, άνοιξε το παράθυρο και της φώναξε: "Δεν είναι μόνο κακός ο κόσμος! Να το ξέρεις αυτό. Είναι και καλός!". Του φάνηκε ότι αν έστω και για μια στιγμή μπορούσε να την πείσει για αυτό, ήταν πολύ πιο σημαντικό από το εικοσάρικο που της έδωσε. Είχε τόσο μεγάλη ανάγκη να το νιώσει κι αυτός, να πείσει για μια ακόμη φορά τον εαυτό του πως τούτος ο κόσμος δεν είναι μοναχά κακός...


Κι όμως τούτη τη φορά δε φανερώθηκε το αίσθημα μιας κάποιας ευφορίας. Πώς άλλωστε; Το στοίχειωναν τα σημάδια από τα σβησμένα τσιγάρα στα σπλάχνα ενός κοριτσιού που κουβαλούσε μια νέα ζωή. "Δε μου φεύγουν τούτες οι εικόνες." του εξομολογήθηκε. Σε έναν άγνωστο που, απλά, δεν προσπέρασε. Από έναν γνωστό που, ίσως, κάποτε είχε αγαπήσει. Ο διάολος, καμιά φορά, χώνεται στις σκέψεις μας, ίσως γιατί με τα χρόνια, έχει τρομάξει το μάτι μας από το ψέμα και την υποκρισία: "Μπας κι είναι κάτι άλλο, κανένα εξάνθημα; Μπας και με οσμίζονται κάθε φορά και με ξεγελάνε;" Του φάνηκε περίεργη τόση, αν θες, οικειότητα... Μούτζωσε, όμως, με αηδία την ίδια τη σκέψη του. Μακάρι νά'ναι ένα ψέμα. Αλλά μάλλον δεν είναι, κι αν δεν είναι, απλά αν δεν είναι... "εγώ δε θά'μαι άνθρωπος αν θα διστάσω για αυτή τη γαμημένη πιθανότητα".


"Αυτός ο κόσμος είναι αηδιαστικά άδικος. Κι αηδιαστικά απάνθρωπος. Κι όμως είναι κάποιες στιγμές που ένα χαμόγελο ή ένα βλέμμα, αρκεί για να πλημμυρίσουν φως τα πάντα, σαν να ανθίζουν ξαφνικά πλήθος χρωματιστές ανεμώνες στα καφεδόγκριζα χώματα του χειμώνα.", σκεφτότανε. Προσπαθούσε να το προσδιορίσει μέσα του, να εντοπίσει τη βαθύτερη αιτία: "Νοιάξιμο. Τόσο απλά. Εμένα με νοιάζει που πονάς..."  


Ποιός αλήθεια, αποκαλείται "καλό παιδί" από μια κοινωνία που αρέσκεται να τοποθετεί "ταμπέλες" κατά το δοκούν; Σίγουρα όχι ο ευαίσθητος που, ακριβώς επειδή είναι ευαίσθητος, θυμώνει, διαμαρτύρεται, εναντιώνεται, πονά. Μάλλον ο αναίσθητος που παραμένει ψύχραιμος και πάντα επίπλαστα ευγενής για να μην χαλάσει την "έξωθεν καλή μαρτυρία" που του φαίνεται τόσο χρήσιμη στην αναρρίχηση του βίου. Εκείνο το πιτσιρίκι που ποτέ δε θα κουβαλήσει ένα τραυματισμένο σκυλάκι στο πατρικό του και δε θα προξενήσει περιττούς "μπελάδες" στο γονιό. Εκείνος ο ενήλικας που θα σε ρωτήσει με αβρότητα "πώς είσαι" και, αγνοώντας τα κόκκινα και πρησμένα μάτια σου, θα συμπληρώσει ένα εγκάρδιο "Πόσο χαίρομαι που είσαι καλά.", ώστε να μη μπορείς να του χρεώσεις ούτε καν αδιαφορία. Απλά δεν είδε. Γιατί, φυσικά, δεν ήθελε να δει...


"Χίλια συγγνώμη, κύριέ μου..." ακούστηκε από το διπλανό κρεβάτι. "Σε μένα μιλάει;" αναρωτήθηκε εκείνος κοιτάζοντας προς τη διαχωριστική κουρτίνα. "Πονάω πολύ... Συγγνώμη που σας ενοχλώ με τα βογγητά μου." η φωνή συνέχισε. "Σε μένα μιλάτε; Μα είναι δυνατόν; Εσείς υποφέρετε, εμένα γιατί να με ενοχλείτε;" "Σας χαλάω την ηρεμία... Αλλά πονάω πολύ, δε μπορώ να κάνω αλλιώς." ."Μα, τί λέτε; Ποιά ηρεμία; Μη στεναχωριέστε. Σας φτάνει που πονάτε". Νά, κι εκείνη τη στιγμή είχε πάλι σκεφτεί πως άγγελος θά'θελε να γίνει. Και μ'ένα άγγιγμα, νά'παιρνε τον πόνο μακριά από τη φωνή του ευγενικού αγνώστου που τόσο υπέφερε... Κι όσο η ώρα δεν περνούσε, κι άκουγε τα βογγητά, αφοσιώθηκε η σκέψη του σ'αυτή την εικόνα: Την εικόνα ενός αγγέλου που τριγυρνά και σκορπίζει αγάπη, τόσο δυνατή, που ο κάθε πόνος απαλύνει. Αφοσιώθηκε τόσο πολύ που σαν νά'νιωσε τούτη η αγάπη πού'βγαινε από τα βάθη της ψυχής του να τυλίγει και τον ίδιο με το πέπλο της. Κι άρχισε να απλώνεται μια γαλήνη παντού. Ο γιατρός φάνηκε μπροστά του και τον κοίταξε ερευνητικά: "Είδες που είσαι καλύτερα τώρα; Σε βοήθησε η θεραπεία..". "Η θεραπεία ή οι σκέψεις μου;" αναρωτήθηκε αμήχανα εκείνος, χωρίς να βρίσκει μιαν απάντηση.


Όταν της προσέφερε την τσάντα με το κοτόπουλο και τα πορτοκάλια, του άρπαξε τα χέρια και τα φίλησε. Εκείνος κατατρόμαξε, αναστατώθηκε! Δεν πρόλαβε καν να τα τραβήξει! "Τί κάνεις εκεί;!" φώναξε. "Μου προσφέρατε τροφή." απάντησε, κοιτάζοντάς τον στα μάτια. "Να μην το ξανακάνεις αυτό! Ποτέ! Σε κανέναν! Δεν κάνει τίποτα. Αύριο μπορεί να είμαι εγώ στη θέση σου. Κατάλαβες; Μπορεί να είμαι εγώ." Ακόμη ταράζεται στην εικόνα. "Μα κάποιος, η εκκλησία, κάποια υπηρεσία... τί στο καλό κάνουν, τό 'ψαξες καθόλου, δε μπορούν να βοηθήσουν;". "Μού'παν να μου πάρουν το παιδί να το μεγαλώσουν. Αλλά ο γιος μου είναι όλη μου η ζωή, δε μπορώ χωρίς αυτόν. Ένα πιάτο φαϊ το δίνουν στην εκκλησία. Για το παιδί. Αλλά εγώ χρειάζομαι ένα εικοσάρικο. Για το νοίκι. Δουλεύω σε σπίτια, όταν βρω μεροκάματο, και τα δίνω λίγα-λίγα. Αν δεν του δώσω σήμερα το εικοσάρικο, θα με πετάξει έξω, μου είπε. Είναι σκληρός, μοχθηρός άνθρωπος. Γι'αυτό στέκομαι εδώ. Μην βρω κανέναν γνωστό, που του καθαρίζω το σπίτι, να μου δανείσει ένα εικοσάρικο. Αλλά δεν είδα κανέναν." είπε ασθμαίνοντας με αγωνία. Τόση αγωνία. Απλά για ένα εικοσάρικο. Για ένα κομμάτι πατσαβουριασμένο χαρτί...


Μετά από λίγες μέρες ξανάκουσε τη φωνή του πίσω από την κουρτίνα. Κι όμως δεν την αναγνώρισε. Ίσως φταίει ο ήχος του κινητού που τον τσίτωσε. "Μα δεν το κλείνει εδώ μέσα και το αφήνει να χτυπά;". Εκείνος το σήκωσε. "Ή θα μου μιλήσετε τώρα ή σε δυο ώρες θα μπορώ.". "Ωχ, θα πιάσει και την πάρλα τώρα, εδώ μέσα;" Τί χαζές αντηχούσαν εκ των υστέρων οι πρώτες σκέψεις του! Ύστερα που κατάλαβε. Μα ήταν γιατρός! Ασθενής του τηλεφώνησε και, παρ'όλο τον πόνο και τη θεραπεία του, δε θέλησε να τον αγνοήσει... Και μετά από λίγο πάλι το βογγητό κι εκείνη η φωνή: "Συγγνώμη που σας ενοχλώ...". Αργότερα ρώτησε στεναχωρημένος τη Μαρία: "Μα τί έχει εκείνος ο άνθρωπος και υποφέρει τόσο;" ."Το ξερό του το κεφάλι έχει! Δεν ησυχάζει! Δεν τον βλέπεις; Τέτοια στιγμή να κάθεται να μιλάει με τον ασθενή! Μεσημεριάτικα θυμήθηκε κι αυτός να τον πάρει; Τί το σήκωσε;"


Είναι άνθρωποι που διατυμπανίζουν τον πόνο τους, άνθρωποι που αναγκάζουν τους γύρω να σπεύσουν σε βοήθεια, θέλοντας και μη. Άνθρωποι που ξέρουν να απαιτούν. Συνήθως εγωκεντρικοί. Που εστιάζουν μοναχά στο δικό τους τραύμα. Τις πιο πολλές φορές είναι οι ίδιοι που προκαλούν και τα περισσότερα τραύματα γύρω τους. Κι έχουν τη λιγότερη ανάγκη από "αγγέλους". Μιας και κατορθώνουν, με κάθε μέσο, να μη μείνουν αβοήθητοι. Περισσότερη, ίσως, ανάγκη έχουν, χωρίς να το γνωρίζουν καν, να καταφέρουν οι ίδιοι ν'αγαπήσουν. Μα είναι και κάτι άλλοι που πάσχουν βουβά ώστε να μη φανούν σαν ενοχλητική παραφωνία στους διαβάτες ή που αμελούν τον δικό τους πόνο πασχίζοντας να προσφέρουν στους διπλανούς κι άλλοι που, θαρρείς, πως η πλάση τους φύτρωσε σ'έρημα πετροβούνια κι η απεγνωσμένη κραυγή τους δε φτάνει σε καμιάς άλλης ύπαρξης την ψυχή...


Θα μπορούσε να γίνει αυτός ο κόσμος καλύτερος; Πάντα στεκόταν με επιφύλαξη στα διάφορα δόγματα, στα φιλοσοφικά συστήματα και στις επιφανείς ιδεολογίες. Δεν έβλεπε και καμιά εντυπωσιακή επιτυχία μες στους αιώνες της ανθρώπινης πορείας. Ενός Σωκράτη ο απόηχος μόνο που παρέμεινε συνεπής με τον εαυτό του και τις ιδέες του. Τον κούρασαν πάλι τούτες οι σκέψεις, δεν οδηγούσαν πουθενά εξάλλου. Η ανθρωπότητα αρέσκεται στις συζητήσεις, αλλά η ανθρωπιά δε φαίνεται να μπορεί να επιβληθεί από κανένα σύστημα, ούτε ακόμη κι από κείνο της παιδείας που, παραδοσιακά, συνηθίζει να την καλλιεργεί. Μοναχά αν αποφάσιζε ο καθένας από μας να γίνει καλύτερος άνθρωπος, θα μπορούσε να φτιάξει ο κόσμος. Αφέθηκε στο γαλήνιο όραμα πάλι: "Μοναχά αν κάποιοι από μας αποφασίζαμε να γίνουμε άγγελοι... Όχι από κείνους τους αναμάρτητους με τα φτερά. Αυτό, γιατρέ μου, είναι όντως ανέφτικτο. Αλλά από κείνους τους άλλους, με την ανθρώπινη μορφή και τ'ανθρώπινα πάθη και παθήματα, που, απλά, νοιάζονται και δεν προσπερνούν τα σκοτεινιασμένα μάτια ενός παιδιού, τη μοναξιά ενός γέροντα, το δακρυσμένο βλέμμα μιας γυναίκας, το φοβισμένο ενός παρατημένου κουταβιού, την θλίψη, τον πόνο, την απόγνωση... Υπάρχουν κάποιοι. Τους έχω συναναπαντήσει σε μέρη απίθανα, χωρίς να γνωρίζω καν το όνομά τους, που "φευγαλέα" σε μια στιγμή ανάγκης μετρίασαν την απελπισία μου... Ίσως, λοιπόν, θα μπορούσα να γίνω κι εγώ ένας απ'αυτούς..."

Παρασκευή 15 Μαρτίου 2019

Η Χρυσαυγή, ο σπουργίτης κι οι Χαιρετισμοί της Παναγιάς...

Από τον "Λειμώνα της Παράδοσης" ("Πηλιορείτικα Α") του λαογράφου μας Βαγγέλη Σκουβαρά: Η Χρυσαυγή που τραγουδά τα "χαίρε" του ζαγοριανού υμνογράφου στην Παναγιά κι ο μικρός σπουργίτης... Μιας κι είναι απόψε οι πρώτοι Χαιρετισμοί της Παναγιάς, πρώτη Παρασκευή της Σαρακοστής ....


Πρώτη βδομάδα της Σαρακοστής... "Οι Έλληνες στους Λάκκους ετοιμάζονται για την γιορτή της Κυριακής του Πάσχα την οποία, βεβαίως, μετά την αυστηρή νηστεία, αναμένουν με αισθήματα άγνωστα στους προτεστάντες, αλλά ακόμα και στους καθολικούς. Εξάλλου αρκετά συχνά υποστήκαμε κι εμείς την αυστηρότητα της ατελείωτης Σαρακοστής, ιδιαίτερα όταν καθυστερούσαμε να φτάσουμε στον τόπο διανυκτέρευσης. (Pashley, 1991Β:114)" παραθέτει ο Νίκος Ψιλάκης στο πολύτιμο έργο του "Λαϊκές τελετουργίες στην Κρήτη" (εκδόσεις:Καρμανωρ) και συνεχίζει:

"Περίοδος κάθαρσης ύστερα από την ευωχία και την ελευθεριότητα της Αποκριάς η Μεγάλη Σαρακοστή -όπως λέγεται- ταυτίζεται με την πιο λατρευτική περίοδο του χρόνου. Με λιτά φαγητά, χωρίς ιδιαίτερες διασκεδάσεις και ένα αυστηρό τρόπο ζωής, οι επτά βδομάδες πριν απ'την Ανάσταση αποτελούν για τον παραδοσιακό εθιμικό βίο την ουσιαστική προετοιμασία για τη μεγαλύτερη γιορτή της Ορθοδοξίας. Οι βδομάδες αυτές συμβολίζονται στην Κρήτη άλλοτε με εφτά καλόγριες που πεθαίνουν, άλλοτε με εφτά βάρκες που φεύγουν κι άλλοτε με εφτά βιβλία που διαβάζονται στην εκκλησία. (βλ. όμως και: Η κυρά Σαρακοστή, οι κούνιες κι άλλα έθιμα των ημερών...)
"Στη Σητεία η Σαρακοστή παρουσιάζεται με εφτά καλόγριες από το Τοπλού και κάθε Σάββατο ακούγεται:
-Εμάθετέ τα: Επόθανε μια καλογριά στο Μεγάλο Μοναστήρι (Τοπλού)' και οι ανίδεοι απαντούσαν:
-Ε την κακομοίρα! Κι ειντά 'χε κοντό κι απόθανε; Ώσπου να το καταλάβουν να γελάσουν όλες με το αστείο."
"Η Σαρακοστή έχει εφτά βάρκες. Κάθε Κυριακή αργά φεύγει και μια. Άμα φύγει και η τελευταία, έρχεται η Λαμπρή."
"Σαν αποκάμουνε τα εφτά βιβλία έρχεται η Λαμπρή. Κάθε βδομάδα είναι κι ένα βιβλίο." 
Στα μοναστήρια επικρατούσαν μέχρι και πριν από μισόν αιώνα πιο χαρακτηριστικές ακόμη συνήθειες. Οι καλόγριες μετρούσαν 49 κουκιά και τα έβαζαν σε εφτά μπουκαλάκια. Κάθε πρωί, έτρωγαν κι από ένα κουκί. Κι όταν τέλειωνε το πρώτο μπουκαλάκι το πετούσαν ή το φύλασσαν. Το ίδιο και το δεύτερο και το τρίτο και το τέταρτο.... Όταν έφταναν στο τελευταίο μπουκαλάκι ήξεραν πλέον πως έφτανε η Μεγάλη Εβδομάδα." (Νίκος Ψιλάκης, "Λαϊκές τελετουργίες στην Κρήτη")

Πρώτη Παρασκευή της Σαρακοστής, λοιπόν, πρώτοι Χαιρετισμοί της Παναγιάς απόψε... από τις ομορφότερες εσπερινές ακολουθίες της Εκκλησίας μας... από τους  εκπληκτικότερους στίχους και τις γλυκύτερες μελωδίες...
"Όταν ο Ηράκλειος ανήλθε στο θρόνο, η κατάσταση της Αυτοκρατορίας από κάθε άποψη ήταν οικτρή. [...] Από την κατάσταση αυτή της πλήρους αποδιοργανώσεως επωφελήθηκαν για μια ακόμη φορά οι Πέρσες [...]" σημειώνει ο Σαράντος Καργάκος, ενώ υπάρχουν "ανοιχτά μέτωπα στη Βαλκανική". [...] "Την κατάσταση ... έσωσε ο πατριάρχης Σέργιος, που αφού έθεσε στη διάθεση του Ηρακλείου όλους τους θησαυρούς της Εκκλησίας τον έπεισε να μείνει και μάλιστα τον δέσμευσε με όρκο ενώπιον του πλήθους μέσα στον ναό της Αγίας Σοφίας." Οι πόλεμοι κατά των Περσών ξεκινούν. Όμως το 626 "οι Άβαροι είχαν στρατοπεδεύσει έξω από τα τείχη της Κωνσταντινουπόλεως" και ο Άβαρος αρχηγός δηλώνει "πως οι κάτοικοι θα γλιτώσουν αν γίνουν ψάρια ή πουλιά" [...] Στη φάση αυτή την κατάσταση έσωσε το βυζαντινό ναυτικό, που απαρχής είχε ως αποστολή να εμποδίσει την συνένωση Αβάρων και Περσών...". Αλλά "η τύχη της πόλεως κρίθηκε κυρίως στα τείχη της ξηράς πάνω στα οποία προσέκρουσαν όλες οι αβαρικές επιθέσεις. Ψυχή της άμυνας ήταν ο Σέργιος που, κρατώντας την εικόνας της Παναγίας, περιέτρεχε τα τείχη, εμψυχώνοντας τους υπερασπιστές.[...] Σε μια έξαρση θρησκευτικού ενθουσιασμού λαός και στρατός επιτέθηκαν κατά των Αβάρων και τους έτρεψαν σε φυγή [...] Οι κάτοικοι της πρωτεύουσας απέδωσαν την σωτηρία τους στην "Υπερμάχον Στρατηγόν", την Θεοτόκο, και προς τιμήν της ψάλλονται οι "Ακάθιστοι Ύμνοι" με τα υπέροχα "Χαίρε", που ψάλλονται μέχρι σήμερα κάθε Παρασκευή της Μεγάλης Τεσσαρακοστής σε ανάμνηση του μεγάλου εκείνου γεγονότος. Όπως σωστά έγραψε παλαιός πανεπιστημιακός καθηγητής, ο "Ακάθιστος Ύμνος" για 14 αιώνες και πλέον αποτέλεσε τον οιονεί εθνικό ύμνο της Ρωμιοσύνης. Η υπέροχη αυτή ποιητική και μουσική σύνθεση είχε αποδοθεί στον πατριάρχη Σέργιο που όμως δεν είναι γνωστός για άλλες ποιητικές του επιδόσεις. [...]" (Σαράντος Καργάκος, "Η αυτοκρατορία της Κωνσταντινουπόλεως").
Τῇ ὑπερμάχῷ στρατηγῷ τὰ νικητήρια, 
ὡς λυτρωθεῖσα τῶν δεινῶν εὐχαριστήρια, 
ἀναγράφω σοι ἡ πόλις σου, Θεοτόκε· 
ἀλλ' ὡς ἔχουσα τὸ κράτος ἀπροσμάχητον, 
ἐκ παντοίων με κινδύνων ἐλευθέρωσον, 
ἵνα κράζω σοί· Χαῖρε Νύμφη ἀνύμφευτε.

"...από τις δημοφιλέστερες βραδινές ακολουθίες της εκκλησίας μας, γιατί, εκτός από τη χαρούμενη ποίηση και την πολυφωνική ψαλτική των τροπαρίων τους... πέφτουν μέσα στην ανοιξιάτικη ατμόσφαιρα των ελληνικών δειλινών." συμπληρώνει ο Δ.Λουκάτος ("Πασχαλινά και της Άνοιξης").


Βροχερή η μέρα απόψε, μουντή, συννεφιασμένη... Και να που τώρα που άρχισε να σουρουπώνει, ο ήλιος φάνηκε, η πλάση θαρρείς γλύκανε και μοσχοβόλησε Άνοιξη... Ένα κερί αναμμένο και δυο όμορφες ψαλμωδίες, ενίοτε, βοηθούν την ψυχή να γαληνεύσει... Κι είναι όμορφο τότε το ταξίδι στα βάθη της. Μ'ένα μπουμπούκι ανθισμένης καμέλιας μονάχα για προσφορά... Τόσο λιτά, τόσο απλά, τόσο απέριττα... όταν ξεδιαλύνεται στον νου το "ακατάληπτο" και μοιάζει πιο κατανοητό από τον καταληπτό αλλά τόσο ακατανόητο κόσμο των πέντε αισθήσεων....
Μια παύση-Στάσις από όσα τρέχουν ακατάπαυστα γύρω μας κι εμείς πίσω από αυτά. 

Ἄγγελος πρωτοστάτης,
οὐρανόθεν ἐπέμφθη,
εἰπεῖν τῇ Θεοτόκω τὸ Χαῖρε·
καὶ σὺν τῇ ἀσωμάτῳ φωνῇ,
σωματούμενόν σε θεωρῶν, Κύριε,
ἐξίστατο καὶ ἵστατο,
κραυγάζων πρὸς Αὐτὴν τοιαῦτα·
Χαῖρε, δ' ἧς ἡ χαρὰ ἐκλάμψει,
χαῖρε, δι' ἧς ἡ ἀρὰ ἐκλείψει.
Χαῖρε, τοῦ πεσόντος Ἀδάμ ἡ ἀνάκλησις,
χαῖρε, τῶν δακρύων τῆς Εὔας ἡ λύτρωσις.
Χαῖρε, ὕψος δυσανάβατον ἀθρωπίνοις λογισμοῖς,
χαῖρε, βάθος δυσθεώρητον καὶ ἀγγέλων ὀφθαλμοῖς.
Χαῖρε, ὅτι ὑπάρχεις Βασιλέως καθέδρα,
χαῖρε, ὅτι βαστάζεις τὸν βαστάζοντα πάντα.
Χαῖρε, ἀστὴρ ἐμφαίνων τὸν ἥλιον,
χαῖρε, γαστὴρ ἐνθέου σαρκώσεως.
Χαῖρε, δι' ἧς νεουργεῖται ἡ κτίσις,
χαῖρε, δι' ἧς βρεφουργεῖται ὁ Κτίστης.
Χαῖρε, Νύμφη ἀνύμφευτε.

Παρασκευή 8 Μαρτίου 2019

Τα προξενιά του Μπάκουρα!

αφιερωμένο στον κύριο Λι...

Άντε να δούμε αν θα τα καταφέρω! Γιατί βεβαίως-βεβαίως, στόχος μου είναι να γράψω αυτό πού'χω στο μυαλό μου, αλλά η δυσκολία μεγάλη. Μεγάλη διότι εγώ δεν αναφέρομαι σ'έναν κάποιον υποθετικό Κάγκουρα ενός νησιού, αλλά σε βιωματικά τεκταινόμενα που έλαβαν χώρα στον συγκεκριμένο τόπο. Ο νοών νοείτο, παραπάνω δεν ημπορώ να επεξηγήσω καθ'ότι δε φέρω ψευδώνυμο κι ο κόσμος είναι μικρός! Ευτυχώς, ο αγαπητός κύριος Λι με διευκόλυνε τα μάλα με την τελευταία ανάρτησή του που, κατ'αυτόν μεν κανονικά προηγούνταν της προηγηθείσας δικής μου, αλλά κατ'εμέ προηγείται κανονικότατα της σημερινής δικής μου! Με διευκόλυνε, διότι μπορώ να δανειστώ στοιχεία, χωρίς να εκτεθώ και να εκθέσω! Οπότε, όποιος π.χ. αναρωτηθεί στην πορεία ποιός στο καλό είναι ο Σωτηράκης, ξέρει που να ανατρέξει! Και όχι, δεν εμπνεύστηκα από την ανάρτησή του, δεν ήταν προσχεδιασμένο, απλά κάποια πράγματα βρίσκουν την ώρα και συμβαίνουν! Είναι αυτό το ρημάδι το τάιμινγκ που λέγαν κι οι παλιοί... Πολλά είπα για εισαγωγή....


Αυτός ο Μάρτης, τό'χω ξαναπεί, με δυσκολεύει, πολύ με δυσκολεύει τελευταίως! Έχει κάποιο απωθημένο μαζί μου, θαρρείς. Κι είναι άδικο γιατί εγώ πάντοτε τον εκτιμούσα και περίμενα πως και τί κάθε χρόνο να περάσει η μουρτζούφλα του χειμώνα και να καλωσορίσουμε την Άνοιξη με τον Ηλιάτορά της! Τέλος πάντων, φέτος, προς το παρόν παλεύεται, αλλά αυτό δε σημαίνει πως είναι κι ολότελα ανώδυνος. Άσε που είναι πολύ νωρίς ακόμη για συμπεράσματα...
Χθες, λοιπόν, είχαμε μια "επεμβασούλα" να την πω... η μητέρα δηλαδή. Ευτυχώς, δεν έχω παράπονο, καλά πήγανε τα πράγματα, αλλά επειδή αυτή η ιστορία δεν έχει τελειωμό κι επειδή τα ωραία μας ταμεία χαρίζουν συντάξεις και ασφαλισιμότητες αλλού κι αλλού (ως κι εκτός συνόρων), αλλά όχι στην περίπτωσή μας -κι ας πλήρωνε μια ζωή ο πατέρας μου χωρίς να προφτάσει καν να χαρεί την σύνταξή του- είναι ένα θεματάκι. Αλλά αυτό δεν είναι το θέμα μας. Το θέμα μας είναι ότι εγώ ήμουν άκρως προβληματισμένη. Κι επιπλέον, "ξυπνήσαν" και κάτι άλλα θεματάκια δικά μου -δεν εννοώ ψυχολογικά- κι όλα τούτα τ'άλυτα έπρεπε κάπως να λυθούν. Οπότε, καθώς σουρούπωνε, άραξα λίγο να ξεκουραστώ από τον μαραθώνιο της ημέρας και να διαχειριστώ τους προβληματισμούς μου. Κι ακούω, η καλή σου ξαφνικά, το Σωτηράκη στην αυλή να φωνάζει τη μητέρα. Σηκώνομαι ν'ανοίξω. "Καλησπέρα. Τί έγινε;". Ο Σωτηράκης σοβαρός-σοβαρός: "Η μητέρα σου είναι εδώ;". "Εδώ είναι." και πριν προλάβω να του εξηγήσω πως είναι λιγουλάκι ασθενής και ταλαιπωρημένη, εισέρχεται στην οικία και ξαναρχίζει να την φωνάζει δυνατά. Η μητέρα ανήσυχη εμφανίζεται απ'το δωμάτιό της: "Τί έγινε; Συμβαίνει κάτι;". Ο Σωτηράκης, ο μονίμως χαριέστατος, αφύσικα σοβαρός, τόσο που ο νους μας πήγε στο κακό. "Ναι, συμβαίνει. Πρέπει να σας μιλήσω κι εσείς θα κρίνετε..." ."Ε, πες μας ντε! Καλό ή κακό;"



Τον Σωτηράκη, όμως, δεν έχει νόημα να τον ζορίζεις. Γιατί, έτσι κι αλλιώς, οι διηγήσεις του έχουν μια άλφα ελάχιστη χρονική διάρκεια την οποία δεν παρεβαίνει ποτέ. Πώς μας λέγαν στο σχολείο; "Θα γράψετε μια έκθεση με χίλιες λέξεις." Ε, οι λέξεις θά'ναι οπωσδήποτε χίλιες. Η διήγηση δε μπορεί να πέσει σε λιγότερες των χιλίων λέξεων, ακόμη κι αν το θέμα αναλύεται με δύο, π.χ. στην ερώτηση: "Πού αγόρασες αυτό το εργαλείο;" Μόνο που δεν ακολουθεί τη δομή των κλασικών εκθέσεων. Στην περίπτωση μας οι τουλάχιστον εννιακόσιες εμπεριέχονται στον πρόλογο κι όχι στο κυρίως θέμα. Κι επιπλέον η έκθεση είναι "κυοφορούσα"! Δηλαδή, κυοφορεί παρενθέσεις οι οποίες αναλύονται και πάλι σε διήγημα χιλίων λέξεων τουλάχιστον έκαστη! Οπότε κανείς αποπροσανατολίζεται, αλλά ποτέ δεν πρέπει να κάνει το λάθος (που συνηθίζει η μητέρα μου, αλλά ευτυχώς χθες ήταν αρκετά ταλαιπωρημένη για να ζητάει εξηγήσεις) να θέσει ερώτημα προς διευκρίνηση! Τότε αντιλαμβάνεσαι ότι επίλογος δεν θα υπάρξει ποτέ! (Κάθε, μα κάθε φορά, μού'ρχεται στο νου η εικόνα από εκείνο το αριστούργημα -για μένα- του ελληνικού κινηματογράφου: "Η κυρά μας η μαμή", όπου σε μια στάση που κάνει το λεωφορείο που μεταφέρει το γιατρό με την οικογένεια στο χωριό της συζύγου, ο Παντελής Ζερβός προσπαθεί να εξηγήσει στον έκθαμβο Ορέστη Μακρή ποιός είναι ο μπατζανάκης του κουνιάδου του Φούτουλα!)


Καθόμαι, λοιπόν κι αναμένω παρατηρώντας το ανεξήγητα σοβαρό ύφος του Σωτηράκη, με χίλιες κακές σκέψεις στο μυαλό: "Τί στην ευχή συνέβη πάλι; Έλεος!".
"Στου Τάδε.... ήταν ο Γιώργης ο "Γλύκας" ή Παρλαπίπας και μίλαγε με τον τέτοιον που δουλεύει στον αποτέτοιον και δεν είναι ο έτσι, αλλά είναι ο αλλιώς... Κατάλαβες ποιός είναι ο τέτοιος; Όχι ο ένας με φουσκωτά μάγουλα, ούτε ο άλλος ο λιανός, ούτε εκείνος ο Αλβανάκος, ούτε..... κλπ, κλπ. Είναι κι ένας άλλος που δουλεύει στον αποτέτοιον, που είναι... κλπ,κλπ. ... και τον λένε Μπάκουρα! (Όχι, κύριε Λι, δεν μπρεδεύτηκα πάλι, στην προκειμένη τον Παναγιώτη τον λένε όντως Μπάκουρα κι όχι Κάγκουρα!) Κι εγώ τους άκουγα, αλλά δεν ξέραν πως τους άκουγα. Και έλεγε ο Γιώργης ο "Γλύκας" για την Αθήνα. Και ξέρεις πώς τα λέει ο Γιώργης ο "Γλύκας"....κλπ,κλπ... Και τον ρωτάει ο Μπάκουρας: "Εδώ στο χωριό ξέρεις κανένα καλό κορίτσι να μου γνωρίσεις;". Κι απαντά ο Γιώργης ο "Γλύκας": "Την Όλγα ξέρω!". "



Κι εκεί ο Σωτηράκης κάνει παύση και σοβαρεύει ακόμη περισσότερο, προσθέτοντας: "Εγώ όφειλα να σου τα πω! Εσύ θα κρίνεις!".
Κι εκεί κάνω παύση κι εγώ και βάζω τα γέλια! Περί κουτσομπολιού, λοιπόν, πρόκειται! "Άντε βρε Σωτηράκη και με ανησύχησες τζάμπα! Πες ό,τι θες, αφού δεν πρόκειται για θανατικά και νοσοκομεία, πάει καλώς!"
Ο Σωτηράκης, όμως, παρέμεινε εντυπωσιακά σοβαρός, και συνέχισε: "Τον ρωτάει, λοιπόν, ο Μπάκουρας ποιά είναι η Όλγα. Κι εκείνος απαντάει: "Να εκείνη που μένει εκειδά!" "Αυτήν;! Μα την έχω δει και μ'αρέσει!" κάνει ο Μπάκουρας."
Και τότε είναι που παρεμβαίνει ο Σωτηράκης! Εμφανίζεται στο ξαφνικό και τους διακόπτει, αφού μου εξηγεί: "Δε θά'φηνα τον Παρλαπίπα να λέει για σένα, καταλαβαίνεις! Χρειαζόταν κάποιος σοβαρός. Είπα: "Για την Όλγα θα μιλήσω εγώ! Αλλά πρώτα θα μου πεις αν σ'αρέσει σοβαρά και μιλάς για γάμο! Μόνο αν μιλάς για γάμο, κι όχι για γκομενιλίκια, θα αναλάβω εγώ να κανονίσω το θέμα και θα μιλήσω στη μητέρα της. Αλλιώς, ξέχασέ το!" Σωστά δε μίλησα;" ξανασταματά τη διήγηση ζητώντας επιβεβαίωση από τη μητέρα μου!


Αυτό ήταν! Είχα ξεχάσει πλέον επεμβάσεις, γιατρούς, προβλήματα, οικονομικά και προσπαθούσα να εστιάσω σε ποιά ελληνική ταινία είχα, ξαφνικά, μεταφερθεί! Και, ποιός, τέλος πάντων, ήταν αυτός ο Μπάκουρας που με είδε και ήθελε να με παντρευτεί! Γιατί, φυσικά, έτσι του απάντησε κατηγορηματικά του Σωτηράκη, αραδιάζοντας μάλιστα και τα προσόντα του: Πρώτον και κύριον, διευκρίνισε πως δε θέλει προίκα! Δεύτερον και βασικότατον, τόνισε να είμαι ήσυχη γιατί δε θα χρειάζεται να δουλεύω καθώς ο μισθός του φτάνει και για μένα (Μπράβο Μπάκουρα! Και για μένα και για την Παναγιώταινα;! Ένας μισθός στις μέρες μας; Κοίτα να δεις!... Γιατί, παρεμπιπτόντως, ο Παναγιώτης ο Μπάκουρας έχει και μια πρώην Παναγιώταινα μ'ένα τέκνο). Τρίτον και άκρως καταπληκτικόν, ότι έχει οικόπεδο στο Κάτω Κατσιλιέρι και μπορούμε να φτιάξουμε εκεί ένα σπιτικό! (Κι ότι είχα όνειρο να παρατήσω το σπιτάκι μου να πάω να ζήσω στο Κάτω Κατσιλιέρι ένα πράγμα! Αυτό, μάλιστα, είναι κίνητρο! Ν'αφήσω το βουνό του Χείρωνα, για το οποίο εγκατέλειψα την πρωτεύουσα, για να καταλήξω στο νεόδμητο στο Κάτω Κατσιλιέρι με τον Μπάκουρα!). Τέταρτον, ότι υπάρχει και σπίτι στην πολιτεία, αν θέλω! Αμέ! (Εκεί, είμαι σίγουρη, θα μένει κι η πεθερά!). Και, πέμπτον και "απογειωτικόν" (ναι, πλέον ξεφεύγουμε από την παλιά ελληνική ταινιά!), το οποίον μου ανέφερε πραγματικά εκστασιασμένος ο Σωτηράκης: "Ξέρει ΚΑΙ να μαγειρεύει ο Μπάκουρας!". Αυτό ομολογώ ουδέποτε τό'χω ξανακούσει ως προτεινόμενο προσόν σε προξενιό, ούτε σε ταινίες, ούτε σε βιβλία, ούτε σε παλιές ιστορίες! Εκεί, ναι, κάνουμε τη διαφορά! Είναι το μεγάλο μας ατού! (Κατ'εμέ θα προτιμούσα να πλένει τα πιάτα, βέβαια, γιατί με το μαγείρεμα έχω σχέση πάθους. Αλλά, δε βαριέσαι... εκεί θα κολλήσουμε!).
Όλα έχουν να κάνουν και με τη φάση στην οποία βρίσκεται κανείς. Οπότε ίσως είναι δύσκολο να γίνουν κατανοητές και οι όποιες αντιδράσεις μου. Πέρασα μια εφιαλτική χρονιά και έχω ένα σωρό θεματάκια να επιλύσω, οπότε το τελευταίο πράγμα με το οποίο θά'θελα να απασχολήσω το μυαλό μου είναι ο κάθε Μπάκουρας κι οι προσφορές του! Από την άλλη, μετά από αλλεπάλληλα πολιτισμικά και μη σοκ που έχω καταπιεί, έχω φτάσει στο σημείο που και γάιδαρο να δω να πετάει, δε θα μου κάνει εντύπωση. Το πολύ-πολύ να σκεφτώ ότι καβάλησε ένα ντρόουν! Εδώ έχει εμφανιστεί μια τρελή και λέει πως είναι κόρη της γιαγιάς μου! Το ότι η γιαγιά μου θά'πρεπε να την είχε γεννήσει πλησιάζοντας τα 70 δεν έχει καμία σημασία! Όχι μονάχα για την τρελή, αλλά και για την μπακάλισσα του χωριού (κι όχι μόνο!) που μου την κουβάλησε νυχτιάτικα σπίτι -και γάνιασα να την ξεφορτωθώ- ενώ στην απορία μου αν η γιαγιά μου ήταν η Σάρα απάντησε απαθέστατα: "Ξέρω γω; Τόσα γίνονται!" . Οπότε, τελευταίως, ίσως αντιδρώ σαν να βρίσκομαι μέσα σε κάποιο ψυχιατρείο. Γιατί, αντί να πω: "Δε με παρατάς Χριστιανέ μου με τον Μπάκουρα βραδιάτικα, μόλις ήρθαμε από την κλινική!", λυπήθηκα το σοβαρό ύφος του και την ενδόμυχη περηφάνεια του για τον σημαντικό του ρόλο κι απάντησα: "Αυτή τη στιγμή δε θέλω κανέναν Μπάκουρα. Έχω αρκετά προβλήματα. Πες του πως ευχαριστώ, αλλά δε με ενδιαφέρει κανείς." Τί τό'θελα;! Η έρ'μη η πρώην αστή! "Τί εννοείς δε σε ενδιαφέρει κανείς; Αυτό δε μπορώ να το πω. Θα νομίσει άλλα ο άνθρωπος... Όχι, δε γίνεται να το πω αυτό!"απάντησε σαστισμένος ο Σωτηράκης. Χρειάστηκα κάτι δευτερόλεπτα να "μεταφράσω" στο μυαλό μου τί θέλει να πει ο Σωτηράκης και συνειδητοποίησα πως στο δικό του μυαλό αυτό ερμηνευόταν σαν να έλεγε στο Μπάκουρα πως "έχω άλλα γούστα", γιατί αλλιώς θά'ταν ακατανόητο να μη με ενδιαφέρει κανένας Μπάκουρας! Αχ, Θεέ μου.... Αυτό μόνο δεν έχω ακούσει σ'αυτό το χωριό για μένα, αυτό μού'λειπε να ακούσω! "Ωραία, πες του ότι έχω προβλήματα, πες του ό,τι θες, φτάνει να καταλάβει ότι δεν ενδιαφέρομαι! Μην τον προσβάλουμε τον άνθρωπο (είμαι και ψυχοπονιάρα, τρομάρα μου), αλλά δεν..."



Αμ, δε που θα τελειώναμε εκεί! Ξεκίνησε καινούριο διήγημα- έκθεση! Τα του Σωτήρη και της Σωτηράκαινας με πάσα λεπτομέρεια (για χιλιοστή φορά) με γενικό συμπέρασμα- επίλογο πως είναι κατάρα να απομένεις μόνος σε τούτη τη ζωή! Δηλαδή, πως μόνο ένας Μπάκουρας με σώζει! Καθώς μάλιστα φαίνεται να είναι τόσο καλό παιδί, όσο καλή φάνηκε κι η Σωτηράκαινα κι αυτό είναι το σημαντικό. Δεν τον γνωρίζει σαφώς για να πάρει όρκο, αλλά αν τον εγνώριζε θα επέμενε περισσότερο, μου το διευκρίνισε! Όχι δεν υπήρχε σωτηρία... όχι, ό,τι κι αν έλεγα κατανοητή δε θα γινόμουν! Αναγκαστικά "κλείσαμε" μ'αυτό που κατάλαβε ο Σωτηράκης: "Θα του πω, λοιπόν, πως αυτές τις μέρες έχεις κάτι προβλήματα, αλλά μετά θα το σκεφτείς!". Δε μ'έπαιρνε να πω τίποτα άλλο. Η συζήτηση δε θα τελείωνε ποτέ! Ή έπρεπε να ουρλιάξω... Αλλά, όπως προείπα, δεν ήμουν σε τέτοια φάση κι εκείνες τις περίφημες σταγόνες- ανθοϊάματα που ανακάλυψα πως μου πρόσδιδαν έναν ιδιαίτερο εκνευρισμό στις αντιδράσεις μου, τις είχα, επ'αυτού, δυστυχώς σταματήσει μόλις την προηγουμένη. Δεν το καθυστερούσα μια μέρα κι εγώ;!


(Υ.Γ. Και ναι, όλα τούτα δεν είναι καθόλου της φαντασίας μου, σας το βεβαιώ!)

Παρασκευή 1 Μαρτίου 2019

Συνομιλώντας με τη ζωή και το θάνατο...



Και μπήκε ο Μάρτης, λοιπόν... Ο Μάρτης, που τού'χω μπόλικα φυλαγμένα, μιας και τις τελευταίες χρονιές μου βγάζει ένα πρόσωπο που δε θα τό'λεγες καθόλου φιλικό! Κι όσο κι αν μια ζωή αναμένω την Άνοιξη, αυτή τη φορά δε θα με πολυχάλαγε να τον προσπεράσουμε στα γρήγορα τον φιλοπόλεμο κι ιδιότροπο Μάρτη, τον αφιερωμένο, βεβαίως-βεβαίως, στον δεινότατο θεό του πολέμου Άρη (Mars). Όχι δεν είμαι προληπτική, ούτε προκατειλημμένη μαζί του, απλά έχω λόγους βάσιμους και σοβαρούς που, δυστυχώς, δε μπορούν να αναλυθούνε εδώ μέσα. Άσχετα, όμως, από τους παραπάνω λόγους, δε θα τό'λεγα και προς τιμήν του, που η μέρα σήμερα ξεκίνησε με μια κηδεία! Ολοκληρώθηκε, βέβαια, με τον εσπερινό για το αυριανό Ψυχοσάββατο και το σταράκι ("στάρι" λέμε εδώ τα κόλλυβα) για τις ψυχές των ξενιτεμένων στην Πέρα Όχθη, οπότε όλη τούτη η μέρα, η πρώτη του μηνός αφιερώθηκε στους "αποχωρήσαντες" του κόσμου τούτου...


Δυστυχώς, με το έμπα του 2019, ουκ ολίγοι γνωστοί μου "έφυγαν"... Οι περισσότεροι μπορεί να μην ήταν φίλοι ή ιδιαιτέρως κοντινοί, αλλά στα χωριά, νομίζω πως τα πράγματα βιώνονται τόσο διαφορετικά από ότι στις μεγαλουπόλεις -τουλάχιστον όταν δεν είσαι αναίσθητος!- όσον αφορά το θάνατο, που δε μένεις ανεπηρέαστος. Στις πόλεις χάνονται όλοι μέσα στο πλήθος και στην ανωνυμία, εδώ όλοι είναι κάποιοι, όλοι σχεδόν σημαίνουν κάτι για σένα, ακόμη κι αν δεν είναι φίλοι: Ο γείτονας, ο περιπτεράς, ο μαγαζάτορας, ο ψάλτης, ο πρόεδρος, ο παπάς κι η παπαδιά, ο ταχυδρόμος, τα πιτσιρίκια που σου τραγουδούν τα κάλαντα, η γιαγιά που σου φέρνει τα αυγά, ο παππούς που συναπαντάς κάθε μέρα στο ίδιο τραπεζάκι στο καφενείο, ο μπακάλης, ο υδραυλικός, ο υδρονομέας που σου φέρνει νερό να ποτίσεις τον κήπο σου, ο μπάρμπας με τον γαϊδαράκο, ο συγχωριανός που έτυχε δέκα φορές να βρεθείτε στο ξαφνικό να πίνετε τσιπουράκι συζητώντας αμπελοφιλοσοφίες, η παραπάνω γείτονισσα που κάθε φορά θα καλημερίσεις στο καλντερίμι ανηφορίζοντας στην πλατεία, ο άλλος που μαζεύατε δυο χρονιές παρέα ελιές, ο ψαράς που φέρνει κάθε μέρα με το αγροτικό την πραμάτεια του στα γύρω χωριά, ακόμη κι ο νεκροθάφτης! Όποιος και να χαθεί, πέρα κι εκτός των φιλικών σχέσεων που μπορείς νά'χεις ή να μην έχεις, είναι απώλεια! Είναι μια ψυχή μείον από την κοινότητα, μια καλημέρα λιγότερη, μια σχεδόν καθημερινή εικόνα που σβήνει, ένα τσούγκρισμα ποτηριού που δε θα ξανακουστεί, συν όλες τις πολύτιμες ιδιότητες που κουβαλάει ο καθείς και τον ξεχωρίζουν και τον χρίζουν χρήσιμο ή και ακόμη, άκρως απαραίτητο, σε μια μικρή κοινωνία.
Σήμερα, λοιπόν, ήμουν σε μια κηδεία σε ένα διπλανό χωριό. Πιο μικρό, πιο "δεμένο" και λιγότερο "μεταλλαγμένο" από το δικό μας, στο οποίο δικό μας κάποια ήθη έχουν αλωθεί λόγω τουρισμού, αλλά και λόγω φυσικά του "σύγχρονου τρόπου ζωής" που έχει εισβάλει κι εδώ μέσω τηλεόρασης, διαδικτύου και "ετεροδημοτών". Είχανε χάσει τον παπά τους, ενάμιση χρόνο πριν. Ίσως όποιος δεν έχει ζήσει σε χωριό, δε μπορεί να διανοηθεί, τί απώλεια είναι να λείψει παπάς από χωριό! Και δεν αναφέρομαι μόνο σε εκείνους που εκκλησιάζονται, για τους οποίους είναι ιδιαιτέρως λυπηρό να μην ακούγεται η καμπάνα την Κυριακή (κι αν σκεφτούμε κάποιες γιαγιάδες, ίσως είναι η μόνη τους ευκαιρία στη βδομάδα και για ένα συναπάντημα) κι ακόμη χειρότερο να μην μπορούν να απολαύσουν τους Ύμνους για την Παναγιά ή μια κατανυκτική Μεγάλη Βδομάδα, παρά στην καλύτερη μονάχα μιαν Ανάσταση με παπά σταλμένο από την πόλη να ξεπετάει τα λόγια βιαστικά για να γυρίσει πίσω στην οικογένειά του. Ακόμη κι ο Επιτάφιος της Μεγάλης Παρασκευής για να στολιστεί, που εδώ τουλάχιστον συρρέουν χιλιάδες επισκέπτες κάθε χρόνο για να τον θαυμάσουν ή και να τον ακολουθήσουν, θέλει μια οργάνωση και μια διαδικασία. Ακόμη και τα πανέμορφα πετρόχτιστα ξωκλήσια μας, θέλουν κάποιον να νοιάζεται και να φροντίζει για να μην ρημάξουν. Κι όταν δεν υπάρχει παπάς στο χωριό, για όλα τούτα και πόσα άλλα, δυσκολεύουν πολύ τα πράγματα... Μα νομίζω το χειρότερο είναι στο θάνατο...
Ίσως δεν το καταλάβαινει αυτό κάποιος που ζει στην Αθήνα. Γιατί ο άνθρωπος συνηθίζει και έτσι κι αλλιώς. Κι εγώ όταν μικρή έχασα τον πατέρα μου εκεί ζούσα, οπότε το θεώρησα δεδομένο πως μετά το νοσοκομείο θα βρεθώ σε ένα άγνωστο νεκροταφείο, όπου σε ένα μικρό δωμάτιο θα συναντήσω ένα σφραγισμένο κουτί στο οποίο θα μου πούνε πως είναι ο πατέρας μου μέσα, θα συνοδεύσουμε το κλειστό κουτί σε μια άγνωστη εκκλησία κι ένας άγνωστος παπάς που δε θα ξαναδώ ποτέ μου θα ψάλλει γρήγορα κι "εργολαβικά" τρόπον τινά τις ευχές γιατί έχει ο "επόμενος" σειρά και, αφού γίνει η ταφή, θα πιούμε καφέ βιαστικά, σαν να ξεπετάμε κάποια υποχρέωση, όλοι μαζί σ'ένα άγνωστο, ψυχρό χώρο που λειτουργεί μοναχά για τέτοιες περιπτώσεις... Τώρα που ζω εδώ, αυτό το σενάριο το θεωρώ παραπάνω κι από εφιαλτικό! Απάνθρωπο!
Ενώ στο χωριό, άμα συμβεί -Θεός φυλάξει- το κακό, θα ειδοποιήσεις τον παπά που σε ξέρει και τον ξέρεις και γνωρίζει τον άνθρωπό σου και, όσο νά'ναι, νοιάζεται γιατί είναι συγχωριανός του κι ίσως και φίλος ή συγγενής του, θα χτυπήσει την καμπάνα πένθιμα για το χωριό, θα έχεις τον άνθρωπό σου στο σπίτι να τον ξεπροβοδίσεις από κει με φίλους και συγγενείς (κι ας είναι και κάποιοι σπαστικοί!), θα τον πας στη γνώριμη εκκλησιά του χωριού σου να διαβαστεί, θα δεις το πρόσωπό του, θα τον αποχαιρετίσεις ανθρώπινα με ένα λουλούδι από τον κήπο σου, θα το συνοδεύσεις στο μικρό νεκροταφείο στον τόπο που έζησε κι αγάπησε και που όλοι στα γύρω μνήματα είναι γνωστοί, θα μαζευτείς στην πλατεία του χωριού ή ακόμη και στο σπίτι, να μνημονεύσεις τις στιγμές που ζήσατε αντάμα... Θα πιεις κι ένα κρασί... Πάντα όλα τούτα δύσκολα, αλλά τουλάχιστον πιο φυσιολογικά... Μ'όλο τους το τελετουργικό που αιώνες τώρα, συντρόφευε τις πονεμένες στιγμές της απώλειας. Την τελευταία φορά που κατέβηκα στην Αθήνα για κηδεία, απλά τρόμαξα! Ένα κλειστό κουτί, στη σειρά μαζί με άλλα ίδια κουτιά. Άγνωστοι μεταξύ αγνώστων. Κι ύστερα φούρια, τα λόγια μισά για να προλάβουν να "εξυπηρετηθούν" όλοι οι μεταβαίνοντες στον Κάτω Κόσμο,  χωρίς να ξέρουμε ποιοί πενθούν μαζί μας και ποιοί πενθούν τον διπλανό,  μετά σπρωξίδι σε κάτι στενοκοπιές, ένα λουλούδι που δε μ'άφησαν να πετάξω στο χώμα γιατί βιαζόντουσαν να πισωγυρίσουμε στο αδιέξοδο και, τέλος, σ'ένα καφενέ μπερδεμένοι κι ανακατεμένοι μ'άλλους να προλάβουμε να αδειάσουμε στα γρήγορα το φλιτζάνι με το νερουλό καφέ για να αδειάζουν κι οι καρέκλες για τους επόμενους! Τί νόημα έχει όλο τούτο;


Κι επανέρχομαι στο γειτονικό χωριό... Πού'χανε χάσει τον παπά τους. Έναν άνθρωπο, παλαιάς κοπής, που κρατούσε ενωμένο το χωριό, που το σπίτι του ήταν πάντοτε ανοιχτό για τους συγχωριανούς του κι όποιον τον είχε ανάγκη. Μού'χε κάνει τόσο εντύπωση πριν κάποια χρόνια που τον γνώρισα και πέρασα μέρος της ζωής μου εκεί. Όντως, εκεί, βίωσα στιγμές που μοναχά σε διηγήματα του Παπαδιαμάντη είχα αφουγκραστεί να υφίστανται... Από τα πανηγύρια, μέχρι και τις κηδείες... Κι όταν τον χάσανε, ήτανε σαν να χάθηκε η κεφαλή.. Σαν να χάσανε έναν κοινό πατέρα. Τόσο, που τό'νιωσα κι εγώ, η ξένη! Εκείνος ο καλός παπάς, όμως, είχε φροντίσει να αφήσει και καλή μαγιά ώστε να τον διαδεχτεί, να μη μείνει το χωριό ακέφαλο. Δεν είναι κι εύκολη απόφαση, όμως, να βάλεις το ράσο με όσα αυτό συνεπάγεται, ιδιαίτερα στη σημερινή εποχή, όσο κι αν αγαπάς την ιεροσύνη. (Αναφέρομαι, φυσικά, πάντα σε ανθρώπους με συνείδηση κι επίγνωση των πράξεών τους, αφήστε κατά μέρος τους συμφεροντολόγους κάθε λειτουργήματος ή κι επαγγέλματος.... Δεν έχω καμιά όρεξη να ασχοληθώ μ'αυτούς!) Σημασία έχει πως τελικά το αποφάσισε, κι εκείνος κι η γυναίκα του, για να μη μείνει η εκκλησιά του χωριού του κλειστή, κι οι συγχωριανοί χωρίς ένα σπιτικό ανοιχτό στη χαρά και στον πόνο τους. Κι όλο τούτο θέλει μια διαδικασία, την οποία και φυσικά δε θα αναλύσω τώρα, αλλά, σε γενικές γραμμές, αφού πάρει κάποιος το χρίσμα πρέπει και να μαθητεύσει για κάποια περίοδο ώστε να εξοικειωθεί με τον ρόλο του. Σήμερα, λοιπόν, θά'ταν η πρώτη μέρα που θα λειτουργούσε μόνος του στην εκκλησιά του χωριού, εν όψει του Ψυχοσάββατου, ο νέος παπάς. Κι όπως τά'φερε ο Μάρτης, τελικά, ξεκίνησε με μια Εξόδιο Ακολουθία...


Στεκόμουν δίπλα στην εκκλησιά και περίμενα... Ανηφόριζαν το δύσκολο καλντερίμι από το σπίτι του θανόντος. Μπροστά ο χωριανός παπάς ψέλνοντας συγκινημένος, ακολουθούσε η σορός στα χέρια βουρκωμένων φίλων και συγγενών και παραπίσω οι δικοί του άνθρωποι... Οι υπόλοιποι αναμέναμε εκεί.. Χωρίς καμιά βιασύνη για την περασμένη ώρα που ανέγραφε το κηδειόχαρτο, χωρίς επαγγελματίες να αναλαμβάνουν τα βάρη και το ρόλο των αγαπημένων του... Συγκινήθηκα διπλά... Δε μπορούσε νά'ναι αλλιώς... Όταν στη θύμισή μου τον βλέπω άλλοτε καβάλα στο άλογο για το χωράφι, άλλοτε να μου κάνει σινιάλο από το παραθύρι να "χτυπήσουμε" από ένα τσιπουράκι στο μικρό μπακάλικο κι άλλοτε να τον πειράζω και να γελά αλλά συνάμα νά μού'χει έτοιμη τη "σουβλερή" απάντηση κάτω απ'τα πυκνά μουστάκια του... απλά δεν ταίριαζε αλλιώς....
Χάσαμε τ'αυθεντικά... κι αρχίσαμε να τα χάνουμε κι απ'τα χωριά ακόμη... Μαζί με τους τελευταίους αυθεντικούς ανθρώπους... Χάνονται τ'απλά, τα όμορφα, τα αληθινά.. Και το χειρότερο είναι πως συνηθίζουμε... συνηθίζουμε τ' αφύσικα για φυσιολογικά, τα δήθεν για ουσία και τα φολκλόρ για παράδοση... βαφτίζουμε ανθρωπιά ό,τι πιο απάνθρωπο κι εστιάζουμε στην επιφάνεια και στις ταμπέλες κι όχι στο περιεχόμενο...  Συνηθίζουμε να περιφρονούμε ακόμη και το ταξίδι μας σ'αυτή τη ζωή, όπως και το ταξίδι μας προς το θάνατο. Κι αν είναι πρόοδος , δεν αντιλέγω, να βάζουμε πλάκα Πηλίου στις σκεπές των σπιτιών μας κι όχι το ταπεινό κεραμίδι, επειδή έτσι επιτάσσει η "παράδοση" του τόπου για να θαυμάζονται αρχιτεκτονικά ως "διατηρητέα", είναι τουλάχιστον κατάντια να εστιάζουμε μοναχά εκεί, μοναχά στην πέτρα, κι όχι στον άνθρωπο, στην ουσία της ζωής και του θανάτου του, όπου τα "ενδύουμε" όλα με κακοφτιαγμένη λαμαρίνα τελευταίας ποιότητας.


Μπήκε η Άνοιξη... Στο βουνό μας ο ήλιος ακόμη παλεύει να λιώσει τ'απομεινάρια του τελευταίου χιονιά... Μπήκε ο Μάρτης... Τα μπουμπούκια ξεπροβάλλουν δυναμικά, απτόητα από την παγωνιά του λευκού χιονιού, όπως κάθε Άνοιξη, όπως κάθε χρονιά τέτοια εποχή, σεβόμενα το ρόλο τους και την ουσία της ύπαρξής τους...
Καλή ανθοφορία, λοιπόν! Στον νου και στις ψυχές μας... Καλό μήνα Μάρτη!


Υ.Γ. Και για να μην ξεχνιόμαστε, καθ'ότι λαογραφικό το ιστολόγιο, για όποιον ενδιαφέρεται για τα του Μάρτη, μια παλαιότερη ανάρτηση εδώ: Ο Μάρτης, οι γριές, τα χελιδονίσματα κι ο "μαγικός" κύκλος!