Ανοιξιάτικα...

Καλοκαιρινά....

Φθινοπωρινά...

Χειμερινά...

Παντός καιρού...

Μυθολογικά...

Σάββατο 28 Μαρτίου 2020

Χρώματα φόβου κι αγάπης (2)...

[συνέχεια του: Χρώματα φόβου κι αγάπης... ]

Ὅσοι τὸ χάλκεον χέρι
βαρὺ τοῦ φόβου αἰσθάνονται,
ζυγὸν δουλείας, ἂς ἔχωσι·
θέλει ἀρετὴν καὶ τόλμην
ἡ ἐλευθερία.
(Ανδρέας Κάλβος- Εις Σάμον)



"Αν ξαναζούσα, θά'θελα νά'μουν πουλί..." μού'πε η ξαδέρφη μου σε μια κουβέντα για τα χάλια τούτου του κόσμου. Εγώ, πάλι, δε βρήκα ούτε σ'αυτό παρηγοριά κι είπα πως δε θά'θελα μήτε να ξαναζήσω... Κι όσο το ξανασκέφτομαι, να βρω τί θά'θελα, θά'θελα μοναχά νά'μαι ελεύθερη από όλα τούτα που μας χάρισαν απλόχερα και μεις τα κάναμε κτήμα μας και ζωή μας για να ζούμε με φόβο μήπως τα χάσουμε, θά'θελα νά'μαι ελεύθερη από τούτο το ψέμα που μ'εγκλώβισε σε μια ζωγραφιά με χιλιάδες χρώματα, ελεύθερη να πετώ στο λευκό κι αχρωμάτιστο φως του Θεού.... Ίσως, μάλιστα, κάτι τέτοιο νά'θελε να πει κι εκείνη.

Αὐτὴ (καὶ ὁ μῦθος κρύπτει
νοῦν ἀληθείας) ἐπτέρωσε
τὸν Ἴκαρον· καὶ ἂν ἔπεσεν
ὁ πτερωθεὶς κ᾿ ἐπνίγη
θαλασσωμένος·

 Ἀφ᾿ ὑψηλὰ ὅμως ἔπεσε,
καὶ ἀπέθανεν ἐλεύθερος. -
Ἂν γένῃς σφάγιον ἄτιμον
ἑνὸς τυράννου, νόμιζε
φρικτὸν τὸν τάφον.
(Ανδρέας Κάλβος- [συνέχεια] Εις Σάμον)



Βρέχει ασταμάτητα μέρες τώρα στο βουνό των Κενταύρων. Θαρρείς κι οι λυγμοί μαζευτήκαν όλοι στα σύγνεφα τ'ουρανού. Τα σύννεφα που πάσχιζε να ξεπεράσει ένας Ίκαρος για να φτάσει ψηλά στον Ήλιο- μόνο που τα φτερά του ήταν φτιαγμένα από κερί...

"- Τα μάτια, δεν ξέρεις πως όταν τα στρέφει κανείς σε αντικείμενα που στην επιφάνειά τους δεν απλώνεται πια το φως της ημέρας, αλλά η νυχτερινή αντιφεγγιά, δεν καλοβλέπουν και μοιάζουν επάνω κάτω τυφλά, σαν να μην υπάρχει μέσα τους καθαρή όψη;
 - Μάλιστα, το ξέρω.
 - Όταν όμως θαρρώ, πέφτει επάνω των κατάλαμπρος ο ήλιος, τα βλέπουν ολοκάθαρα, και φαίνονται πως κι αυτά τα μάτια έχουν μέσα τους την όραση.
 - Πραγματικώς.
 - Το ίδιο λοιπόν να φανταστείς πως γίνεται και με την ψυχή' όταν στηρίζει το βλέμμα της επάνω σε κάτι που ολόλαμπρη πέφτει επάνω του η αλήθεια και το ον, τότε ολοκάθαρα το αντιλήφθηκε και το γνώρισε και φαίνεται πως έχει νου' όταν όμως το στρέφει σε πράγματα που είναι ανακατωμένα με το σκοτάδι, που γίνονται και χάνονται, τότε πια δε βλέπει καθαρά, σχηματίζει δοξασίες που αλλάζουν και πάνε άνω κάτω και μοιάζει τότε μ'έναν που δεν έχει νου.
 - Πραγματικώς μοιάζει.
 - Αυτό λοιπόν που χορηγεί στα νοητά αντικείμενα την αλήθεια και στην ψυχή τη δύναμη να τα γνωρίζει, αυτό να λες πως είναι η ιδέα του αγαθού, κι αυτό έχε στον νου σου πως είναι η αιτία της επιστήμης και της αλήθειας, όταν γίνεται αντικείμενο της γνώσης [...]
 [...]
 - Φαντάσου λοιπόν πως το αγαθό και ο ήλιος είνιαι, καθώς λέμε, δυο βασιλιάδες, ο ένας του νοητού κόσμου, κι ο άλλος τους ορατού [...]"

(Πλάτων- "Πολιτεία" 508c κ.ε., απόδοση: Ι.Γρυπάρη)

Πνίγομαι... Θέλω να μεταλάβω αγάπη και φως. Απ'το ίδιο κουτάλι μ'όσους πίστεψαν εκεί ψηλά, εκεί που δεν υπάρχουν πια χρώματα, εκεί που ο νους υπερβαίνει τον νου, εκεί που κατοικούν μοναχά ταπεινοί, μάρτυρες κι ήρωες... Ποιός άραγε κλείδωσε την ψυχή μου σε τούτα τα δεσμά; Πιο χαμηλά κι απ'το χαμηλό χορτάρι; Βλέπω το κλειδί μπροστά μου, κι αυτό το "μπροστά" φαντάζει τόσο μακρινό που δεν τολμούν τα δάχτυλα να το αγγίξουν. Κάτω απ'τους λυγμούς της βροχής τα βλαστάρια της πλάσης ξεπροβάλλουν. Η τροφή της γης μοναχά με τα δάκρυα τ'ουρανού σαν σμίξει τους δίνει ανάστημα. Τα κοιτώ κι αρχίζω ν'ανασαίνω...

"Όμως αφού κι αυτό το γένος το σκέπασε το χώμα,
Ένα άλλο πάλι, τέταρτο, επάνω στην πολύτροφη τη γη
ο Δίας, ο γιος του Κρόνου, έφτιαξε, πιο δίκαιο κι ανώτερο,
το θείο γένος των ηρώων. Λέγονται αυτοί ημίθεοι,
η προηγούμενη από μας γενιά πάνω στη γη τη δίχως όρια.
Και τούτους ο κακός πόλεμος και η φοβερή μάχη
άλλους κάτω απ'τα τείχη της Θήβας της εφτάπυλης, στη γη του Κάδμου,
τους αφάνισε, καθώς για του Οιδίποδα τα ποιμνία
(μήλα) πολεμούσαν,
κι άλλους με πλοία κι επάνω από της θάλασσας το μέγα χάσμα
οδηγώντας τους στην Τροία για χάρη της καλλίκομης Ελένης.
Άλλους εκεί τους σκέπασε το τέλος του θανάτου
κι άλλους ξέχωρα απ'τους ανθρώπους ζωή και τόπο ο Δίας τους έδωσε,
ο γιος του Κρόνου, στα πέρατα της γης τους έβαλε να μένουν.
Και κατοικούν ξέγνοιαστη έχοντας καρδιά
στις νήσους των μακάρων, πλάι στον Ωκεανό με τη βαθιά τη δίνη,
μακάριοι ήρωες που η σιτοδότρα γη τους δίνει
γλυκό σαν μέλι τον καρπό που θάλλει τρεις φορές το χρόνο
[...]
Μακάρι εγώ ανάμεσα στου πέμπτου γένους τους ανθρώπους
να μην ήμουν, μα είτε πιο μπροστά να πέθαινα ή ύστερα να γεννιόμουν.
Αφού τώρα πια το σιδερένιο υπάρχει γένος. Κι ούτε θα πάψουνε ποτέ
τη μέρα να κοπιάζουν και να δυστυχούν, να βασανίζονται την νύχτα
μα μέριμνες σκληρές σ'αυτούς οι θεοί θα δίνουν.
Όμως και σ'αυτούς ανάμικτα θα υπάρξουνε καλά με τα κακά.
Κι ο Δίας θ'αφανίσει και τούτο των θνητών το γένος,
την εποχή που σαν γεννιούνται οι άνθρωποι θα γίνονται ασπρομάλληδες.
Με τα παιδιά του όμοιος δε θα είναι ο πατέρας, μήτε με τον πατέρα τα παιδιά,
κι ούτε ο φιλοξενούμενος αγαπητός σ'αυτόν που τον φιλοξενεί,
στο σύντροφο ο σύντροφος, μήτε θα είναι ο αδερφός αγαπητός σαν πρώτα.
Μόλις γεράσουν οι γονείς τους θα τους ατιμάζουν,
θα τους κατηγορούν μιλώντας τους με λόγια φοβερά,
οι άθλιοι, την τιμωρία των θεών περιφρονώντας. Κι ούτε
στους γέροντες γονείς τους το χρέος που τους ανάθρεψαν θ'ανταποδίδουν.
Στη βία των χεριών το δίκιο τους. Κι ένας την πόλη του άλλου θ'αφανίσει.
Διόλου δε θα τιμάται ο πιστός στον όρκο τους, ο αγαθός,
ο δίκαιος, μα του κακού το δράστη θα τιμήσουν πιο πολύ και τον ακόλαστο.
Στη βία των χεριών το δίκαιο και η ντροπή θα είναι,
ο άντρας ο κακός θα βλάπτει τον καλύτερο,
θα τον κατηγορεί με λόγια διεστραμμένα, δίνοντας κι από πάνω όρκο.
Ο φθόνος χαιρέκακος, κακόγλωσσος, στην όψη μισητός,
θα συνοδεύει όλους τους ταλαίπωρους ανθρώπους.
Και τότε προς τον Όλυμπο απ'τη γη με τους πλατιούς τους δρόμους,
αφού σε άσπρα πέπλα το ωραίο σώμα τους καλύψουν,
θα παν να σμίξουνε με των αθανάτων το γένος, τους ανθρώπους πίσω αφήνοντας,
η Αιδώς και η Νέμεση. Και μόνο οι πόνοι οι θλιβεροί θα απομείνουν
στους θνητούς ανθρώπους. Κι απ'το κακό προφύλαξη δε θα υπάρχει."

(Ησίοδος- "Εργα και Ημέραι" 256κ.ε., απόδοση: Σ.Γκιργκένη)


Το χρώμα του φόβου λένε πως είναι το κίτρινο -κάτι σαν το "χλωρόν δέος" του Ομήρου- κι εκείνο της αγάπης και του έρωτα το πορφυρό - σαν το αίμα, τη ζωή, σαν το φονικό, τη βαθιά πληγή και το θάνατο, σαν τη θυσία. Σαν την Ανάσταση. Το μενεξεδί βαφτίστηκε πένθιμο, ανταύγεια χρωματιστή του άχρωμου μαύρου. 
Το πράσινο τό'κλεψε η φρεσκάδα των βλαστών, ενώ το καφεδί έντυσε των δέντρων τους αιωνόβιους κορμούς και τη γη των σπόρων κι όπου αλλού απλώνονται οι ρίζες μας να τις προφυλάξει. Λένε πως το ένα γαληνεύει και ζωογονεί, ενώ τ'άλλο δίδει σιγουριά και σταθερότητα.
Όσο για το αγνό λευκό της καθαρότητας, αντάμα με το γαλάζιο του ουρανού και της αδάμαστης θάλασσας, σμίγουν στ'ασβεστωμένα ξωκλήσια στα νησιά, στην ψυχή και στη σημαία μας....
Κείνο της πίστης ακόμα αναζητώ... Μα, ξέχασα, τούτη δεν έχει χρώματα, φτάνει στο φως και τα υπερβαίνει... 

 αὕτη δέ ἐστιν ἡ κρίσις, ὅτι τὸ φῶς ἐλήλυθεν εἰς τὸν κόσμον, καὶ ἠγάπησαν οἱ ἄνθρωποι μᾶλλον τὸ σκότος ἢ τὸ φῶς· ἦν γὰρ πονηρὰ αὐτῶν τὰ ἔργα. πᾶς γὰρ ὁ φαῦλα πράσσων μισεῖ τὸ φῶς καὶ οὐκ ἔρχεται πρὸς τὸ φῶς, ἵνα μὴ ἐλεγχθῇ τὰ ἔργα αὐτοῦ· ὁ δὲ ποιῶν τὴν ἀλήθειαν ἔρχεται πρὸς τὸ φῶς, ἵνα φανερωθῇ αὐτοῦ τὰ ἔργα, ὅτι ἐν Θεῷ ἐστιν εἰργασμένα.(Ιωάννου 3,19)


Θ'ανηφορίσω προς την πλατεία, αφού υπογράψω άδεια ειδική στον εαυτό μου μονάχη μου. Με λένε τάδε, μένω εδώ και τούτη την ώρα, ξεκινώ από το σπίτι για να πάω στο φαρμακείο. Α, ρε τρελογιατρέ, αν σου τό'λεγα τούτο μέρες πριν με πόσα χάπια θα με χαπάκωνες; Γελώ με τη σκέψη! Να μην ξεχάσω και την ταυτότητα! Χάσαμε που χάσαμε την ταυτότητά μας, ας κουβάλαμε μαζί και τούτο το δελτίο που είναι ό,τι μας απέμεινε για να μας προσδιορίζει... Μην και ξεχάσουμε ολωσδιόλου το ποιοί είμαστε -τουλάχιστον να απομείνει τ'όνομα και κάποιοι σκόρπιοι, αδιάφοροι για την πλάση αριθμοί... 

"ἐπεὶ οὖν τὰ παιδία κεκοινώνηκε σαρκὸς καὶ αἵματος, καὶ αὐτὸς παραπλησίως μετέσχε τῶν αὐτῶν, ἵνα διὰ τοῦ θανάτου καταργήσῃ τὸν τὸ κράτος ἔχοντα τοῦ θανάτου, τοῦτ᾿ ἔστι τὸν διάβολον, καὶ ἀπαλλάξῃ τούτους, ὅσοι φόβῳ θανάτου διὰ παντὸς τοῦ ζῆν ἔνοχοι ἦσαν δουλείας."(Παύλου- Προς Εβραίους 2,14)


Περπάτησα μες στη βροχή. Πήρα ακόμη μιαν ανάσα. Αντάλλαξα δυο λόγια, κι άλλα δυο. Έρημο το τοπίο. Μοναχά από κανένα αυτοκίνητο για προμήθεια "αγαθών πρώτης ανάγκης". Υπάρχει άραγε αγαθό υπέρτερο της ελευθερίας; ... Και δε μιλώ για το χαζόχαρτο που υπέγραψα, ούτε για τον κάθε νόμο που στο χέρι μας είναι ν'αλλάξει. Μιλώ για το φόβο, μοναχά για αυτόν.... Για αυτόν τον φόβο, που ανεξέλεγκτος, ορίζει όλα τα δεσμά. Για αυτό το φόβο που βγάζει στο φως τα πιο θηριώδη ένστικτα του ανθρώπου, τα πιο δειλά, τα πιο τιποτένια, ακόμη και τα πιο ανόητα. Που γίνεται σύμμαχος στα σκήπτρα κάθε λογής χθόνιων κι υποχθόνιων βασιλιάδων.
"Όλα τα δεινά έχουν γίνει μάλλον για να τρομοκρατούν αυτούς που τα περιμένουν, παρά να λυπούν αυτούς που πλήττουν. Ο φόβος είναι τόσο βλαβερός, ώστε πολλοί ήδη υφίστανται το κακό, προτού νά'ρθει, όπως λόγου χάριν αυτοί που ταλαιπωρούνται από την τρικυμία σε καράβι και δεν περίμεναν να βουλιάξει το πλοίο, αλλά αυτοκτόνησαν πριν..." 
(Διογένης- Στοβαίου Ανθολόγιον, απόδοση Χ.Θεοδωράτου)


Βαρέθηκα τόσο τούτη τη μουντάδα, μπούχισα από το τόσο γκρι. Φέρτε μου χρώματα να βάλω τον ήλιο ξανά στον ουρανό, σαν παιδική ζωγραφιά! Μ'ακτίνες μακριές, παράταιρες, ν'αγγίζουν κάθε πλάσμα πονεμένο! Και να του φτιάξω στο πρόσωπο ένα χαμόγελο τρανταχτό, να στέλνει την αγάπη του σ'όλη την πλάση. Μια θάλασσα και γλάρους να πετούν, κι ένα γλαράκι μικρό -τάχα το λένε Ιωνάθαν;- να παλεύει να φτάσει ψηλά, εκεί που μονάχα οι αετοί πλησιάζουν. Θα ζωγραφίσω κι ένα καράβι.
Θά'ναι εκείνο το καράβι της ζωής, το καράβι του Οδυσσέα που βολοδέρνει στα πέλαγα ποθώντας να επιστρέψει στην πατρίδα. Δε δοκίμασε το λωτό, δεν ξεγελάστηκε από της λησμονιάς την πλάνη. Μα τύφλωσε τον Κύκλωπα, κι αν σώθηκε (κρυμμένος κάτω απ'το πυκνόμαλλο αρνί), νέες δοκιμασίες τον καταδιώκουν. Πόσα μπορώ να στριμώξω, λοιπόν, σε μια ζωγραφιά; Νήπιοι εταίροι, ανοίγουν τον ασκό και σβήνει απ'τον ορίζοντα η Ιθάκη. Ανθρωποβόροι γίγαντες ξεπροβάλλουν κι η μάγισσα Κίρκη με το ραβδί που της ψυχής τα πάθη φανερώνει. Ο Κάτω Κόσμος, όπου αναγκάζεται να κατεβεί, να λάβει γνώση. Σειρήνες στα βράχια πλάνα του τραγουδούν, η Σκύλλα κι η Χάρυβδη του φράζουν το δρόμο- πρέπει, κάποια στιγμή, να διαλέξει τί θα θυσιάσει. Του Ήλιου το νησί από όπου ξεβράζεται πια μοναχός- αὐτῶν γὰρ σφετέρῃσιν ἀτασθαλίῃσιν ὄλοντο... Της Καλυψώς τα δεσμά κι επιτέλους τ'απόμακρο μυστηριώδες νησί (του βασιλιά με το άλκιμο νου), απ'όπου στον τόπο της ψυχής του θα μπορέσει να επιστρέψει... Ούτε, όμως, εκεί θα βρει αναπαμό...
Και το καράβι συνεχίζει να ταλαντεύεται στον φουρτουνιασμένο της γένεσης κόσμο... Και το μικρό γλαράκι πασχίζει να πετάξει ακόμη πιο ψηλά....
"Ας δούμε συνεπώς αν οι δειλοί είναι δυνατόν να είναι δίκαιοι. Τους αντιθέτους των, δηλαδή τους θρασείς, τους βρήκαμε πως είναι άδικοι, γιατί κάνουν πολλά δια της βίας. Λοιπόν η δειλία είναι διαφθορά έννομης αντιλήψεως περί του τί είναι δεινό και τί όχι, ή άγνοια των δεινών και των μη δεινών ή και εκείνων που δεν είναι ούτε το ένα ούτε το άλλο. Πώς λοιπόν είναι δυνατόν αυτοί που έχουν ενστερνισθεί αντιλήψεις εσφαλμένες και παράνομες να είναι δίκαιοι; Διότι προφανώς δεν είναι δυνατόν να βγάλουν για οτιδήποτε ορθά συμπεράσματα , αφού δεν επιτρέπει σ'αυτούς ο φόβος για τη ζωή τους να προβούν σε οποιαδήποτε έρευνα."(Ιεροκλής "Περί δικαιοσύνης"- Στοβαίου Ανθολόγιον, απόδοση Χ.Θεοδωράτου)


Κι όπως πάσχιζε το μικρό γλαράκι να φτάσει πιο μακριά, αντίκρυσε το μικρό ξωκλήσι στον ψηλό βράχο της ακροθαλασσιάς. Στάθηκε πάνω στον ξύλινο σταυρό κι αφουγκράστηκε. Άλλη ψυχή ζωντανή δεν υπήρχε εκειδά. Μα πόσες ανασαιμιές, προσευχές, δάκρυα κι ελπίδες σφράγιζε μέσα του τούτος ο πετρόχτιστος ναός! Έρημος πια, θαρρείς πως έλειψε το γένος των ανθρώπων...Το γλαράκι δεν ήξερε να ψάλλει, ούτε να τραγουδά. Κι έτσι φτερούγιζε μονάχα, κάνοντας κύκλους, να χαιρετίσει την Παναγιά που απόψε μονάχη γιόρταζε... Και μη με ρωτήσει κανείς, πώς ένα μικρό γλαράκι την είδε και την γνώρισε! Μη με ρωτήσει κανείς πως ένα γλαράκι θα μπορούσε να έχει πίστη! Με κούρασαν όλα αυτά... Μη με ρωτήσει κανείς πως βλέπουμε πέρα απ'τα χρώματα, ούτε να με ρωτήσει κανείς την ανάσα μου ποιός θέλω να ορίζει... Μη με ρωτήσει καν τί τούτα τα λόγια μπορεί να σημαίνουν...
"Χριστὸς ἀνέστη ἐκ νεκρῶν, θανάτῳ θάνατον πατήσας καὶ τοῖς ἐν τοῖς μνήμασι ζωὴν χαρισάμενος..."


Υ.Γ. "Όποιος ελεύθερα συλλογάται, συλλογάται καλά." - Ρήγας Φεραίος

7 σχόλια:

  1. Πάντα έχεις τον τρόπο σου να εκθέτεις τα συναισθήματά σου με γραφή που μέσα της κλείνει αναφορές και παραπομπές μεγάλες.
    Μοιάζει σαν να κινείται κάποιος σε μια μεγάλη βιβλιοθήκη με άπειρα βιβλία σημαντικά ανοιχτά, κάπου στη μέση, για να διαβάσει, να σκεφτεί, να προβληματιστεί.
    Με όσα παραπάνω ανέφερες θέλω πάρα πολύ να πιάσω ξανά στα χέρια μου τον Ησίοδο και την "Θεογονία".
    Όλγα μου καλησπέρα και φιλιά πολλά καλή μου.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Διάβασα δυο φορές το κείμενο και κορφολόγησα μέσα απ’ τον εκφραστικό σου πλούτο τα καλύτερα, αυτά που βρίσκουν εύκολα το στόχο τους στην καρδιά του αναγνώστη κι αποξεχάστηκα, δάκρυσα και το θεώρησα ευλογία που μπορεί η ψυχή να νιώθει τον πόνο και την ομορφιά μαζί.
    Εμφανής ο λυρισμός που συχνά μετατρέπεται σε μια αναζήτηση του εγώ, που ψάχνει, στοχάζεται, πιστεύει στο φως, στην ύπαρξη του είναι που συνοδοιπορεί με το θείο, γίνεται Οδυσσέας ταξιδευτής, γίνεται Ίκαρος να φτάσει την γνώση κι ας πήγε στράφι τόση προσπάθεια.
    Ανέγγιχτη η φύση από φόβο, σκιές και αδιέξοδα. Ανεμόμυλος ο χρόνος γυρίζει χωρίς να καταγράφει δάκρυα, απόγνωση, ικεσίες.
    Κι εμείς προσπαθούμε να φυλακίσουμε μια στιγμή του γιατί με όλα αυτά που ζούμε μοιάζει να σταμάτησε την εποχή της θλίψης, γιατί δεν ξέρουμε τι μας ξημερώνει.
    Φοβάμαι και οργίζομαι Όλγα, μα πιο πολύ φοβάμαι ξέροντας πως ένα πιόνι είμαι σε μια παγκόσμια σκακιέρα που κινούμαι από ένα σύστημα.
    Προσπαθώ να αντλώ δύναμη μα κάθε μέρα η ανάγκη να απευθύνω μια προσευχή γίνεται μεγαλύτερη.
    Μπορεί να φταίει κι η βροχή, μπορεί κι αυτή η απέλπιδα γαλήνη που αναζητάμε στις χιλιάδες επικλήσεις και ικεσίες, μπορεί κι αυτός ο θρήνος που δεν τον ακούω ακόμα, μα έρχεται από παντού.
    «Όποιος ελεύθερα συλλογάται, συλλογάται καλά»
    Να αποτυπώνεις στο χαρτί σκέψεις και συναισθήματα και να δημιουργείς όμορφες εικόνες είναι χάρισμα Όλγα μου κι εγώ πολύ σ’ ευχαριστώ γι’ αυτό που διάβασα.
    Ώρα καλή Όλγα μου!
    Καλό ξημέρωμα!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Δεν θα σχολιάσω το κείμενο σου.
    Ετσι και αλλιώς, από την δεύτερη πρόταση νευρίασα. Δεν θα ήθελες μήτε να ξαναζήσεις??? τα πήρα στο κρανίο !!!
    Οι φωτογραφίες πανέμορφες. :)
    Τα παιδιά εδώ βάζουν στα παράθυρα ουράνια τόξα, ζωγραφιές που έφτιαξαν μόνα τους !!!!
    Σε φιλώ :)

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. Μπούχτισα και εγώ από τη μουντάδα του φόβου. Και ο ήλιος μόνο να τον φωτίσει μπορεί περισσότερο.
    Τι όμορφα που συνέχισες για τη ζωή,το φόβο, την ελευθερία, τα πόσα ''θέλω'' μας...
    Όποιος ελεύθερα συλλογάται σίγουρα συλλογάται καλά!
    Καλησπέρα σου

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  5. Διάβασα το υπέροχο κείμενό σου σαν να διάβαζα κάποιο απ'τα ευαγγέλια της Μ.Εδομάδας Όλγα μου. Έχουν μεγάλη σοφία και μια "ιερότητα" οι σκέψεις σου. Δηλώνουν έναν άνθρωπο βυθισμένο στο κέντρο του. Κάποιον που περπάτησε μόνος του, και με πολύ κόπο τον δρόμο μέχρις εδώ. Δεν τον κουβάλησε άλλος στις πλάτες του.
    Πουλί ονειρεύομαι να είμαι κι εγώ. Ένα άλμπατρος με μεγάλα φτερά για να πάρω μαζί μου όσους περισσότερους γίνεται.
    Απόλαυσε την ομορφιά του τόπου σου. Είναι τεράστιο πλεονέκτημα αυτό στις μέρες μας.
    Εδώ ζούμε σε έρημες πόλεις και μας σώζει μόνον η φαντασία μας και η αγάπη.
    Σε φιλώ γλυκά και σε θαυμάζω πολύ γι' αυτό που είσαι.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  6. Στον ανθρώπινο φόβο επενδύουν Ολγα μου και αυτός είναι που γεννά όλα τα άσκημα συναισθήματα.. αυτό επιδιώκουν και το καταφέρνουν με τον τρόπο τους Αιχμάλωτοι μέσα στα ίδια μας τα σπίτια και με την θέληση μας παρακαλώ..
    Αυτό μπορεί να το έχουν καταφέρει..ομως δεν μπορούν να κρατήσουν αιχμάλωτη την σκέψη μας που αντιδρά σε όλα αυτά. και γίνεται γλαρακι όπως λες..και πετά ελεύθερη..πεισμώνει και διώχνει μακρυά τον φόβο..
    Δεν θέλω να φοβάμαι και προσπαθώ να σκέφτομαι μονο όμορφα πραγματα..οπως το τέλος αυτης της παριπετειας και την μερα που θα σφίξουμε και πάλι στην αγκαλια μας παιδια και εγγονια..αν θέλει ο Θεός..!!! Η επόμενη μέρα θα δείξει
    αν θα αφησει καταλοιπα ο φόβος..και αν εμεις γίνουμε καλύτεροι ανθρωποι μετα ..
    καθε μέρα που ξημερώνει και είμαστε εδώ ας λέμε ευχαριστώ και να ελπίζουμε πως θα χαμογελασουμε ξανά...
    Ολοκληρη εγκυκλοπαίδεια οι αναρτήσεις σου..
    Να εισαι καλα να απολαμβανεις το βουνό σου και να προσέχεις Ολγα μου..
    υ.γ. η σαλατα με πορτοκάλι θα δοκιμαστεί πάραυτα.. φιλιααα 💚

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  7. Ας γίνει η αγάπη προσευχή, συγκατάβαση, υπομονή, μακροθυμία για να πορευτούμε, με τον προσωπικό μας σταυρό, στην Ανάσταση.
    Καλή Ανάσταση Όλγα μου!

    ΑπάντησηΔιαγραφή