- Αλήθεια, κατάλαβε;
- Κατάλαβε! Είναι, φαίνεται, το μυαλό των ανθρώπων όπως τα χρώματα τ' ουράνιου τόξου... Κάθε νοημοσύνη συντονίζεται και σε άλλες συχνότητες, όπως τα χρώματα της Ίριδας! Άλλος μπορεί να αντιληφθεί το κόκκινο, άλλος το θαλασσί...
Στάθηκε και με κοίταζε. Συνέχισα να μιλώ:
- Έτσι φαίνεται. Τώρα μόλις έκανα κι εγώ τους συνειρμούς. Κι όμως ναι, τούτο το κατάλαβε κάποιος που δεν λογίζεις έξυπνο, γιατί σε τούτες τις συχνότητες εκπέμπει το μυαλό του. Κι αυτό το "χρώμα" τό'δε, το αντιλήφθηκε το μυαλό του. Δες τους σκύλους: Ακούνε ήχους σε συχνότητες που εμείς δεν αντιλαμβανόμαστε. Έτσι και με την νοημοσύνη! Αλλουνού του κόβει εδώ κι αλλουνού εκεί. Είναι πόσα χρώματα μπορείς να δεις, πόσες συχνότητες αφουγκράζεσαι. Ίσως κάτι σαν αυτό που λέμε "πόσες οπτικές". Ένα ευέλικτο μυαλό θα δει και παραπάνω χρώματα...
Χάθηκα στους συλλογισμούς....
Και η αλήθεια; Η αλήθεια, λοιπόν, και επισήμως δε θά'χει χρώμα, θά'ναι διάφανο λευκό σαν το φως που περικλείει κι αγκαλιάζει όλα τα χρώματα....
Η άνοιξη χαμογελά. Οι ανεμώνες που κάθε χρονιά σηματοδοτούν τη λήξη του χειμώνα αρχίζουν να χλωμαίνουν στα λιοπερίβολα για να παραδώσουν τη σκυτάλη στα καθ'αυτό αγριολούλουδα του έαρος. Όλα συνεχίζουν το διάβα τους από τούτη τη ζωή σύμφωνα με το μερτικό που τους δώρισε η πλάση. Έτσι κι οι ανεμώνες. Γνωρίζουν καλά πότε να ξεπροβάλουν το κεφαλάκι τους απ' την εγκυμονούσα γη και να χαρούν τις ανασαιμιές τους κάτω απ'τις αχτίδες του ηλιάτορα. "Τώρα έφτασε η στιγμή..." μονολογούν με τα δικά λόγια και θαρεττά αναφαίνονται με το κορμάκι τους στητό να κυνηγάει το φως που καταφθάνει από ψηλά. Άλλες θα τανυόνται γαλήνια προς τον ήλιο μέχρι να χλωμιάσουν με τον καιρό και να μαραθούν, άλλες δε θα προλάβουν να χαμογελάσουν για πολύ στο περιβόλι μιας κι ένα χέρι ζήλεψε την ομορφιά τους και τις θέλησε δικές του, άλλες μπορεί να τσαλαπατηθούν από το βιαστικό διαβάτη, κι άλλες θα στολιστούν με δάκρυα απ'το μαύρο σύγνεφο που τσαλάκωσε τα λεπτεπίλεπτα πέταλά τους. Έρχονται και φεύγουν... Μα καμιά, δεν πιστεύω, να σκέφτηκε να ζητήσει κλουβί απ'το Θεό ή τον άνθρωπο για να την προφυλάξει...
Όχι πως δε σκέφτονται. Όχι, όχι, εμάς μας βολεύει να το πιστεύουμε αυτό, καθώς δε μπορούμε ν'αφουγκραστούμε τα σκιρτήματά τους. Κι έχουν τη φρονιμάδα να μαζεύουν τα πεταλάκια τους προστατεύοντας το λιλιπούτειό τους πρόσωπο όταν σκοτεινιάσει ο ουρανός. Κι άλλοτε να χορεύουν στο ρυθμό του ανέμου για να μην τσακίσει το κορμί τους. Να χώνουν τις ρίζες τους βαθιά στη γη, πολλές φορές μέσα σε βράχους και κάτω από πετραδάκια για να σταθούν γερά. Μα καμιά, δεν πιστεύω να ονειρεύεται και να παρακαλά να σωθεί μέσα σ'ένα ανθοδοχείο μακριά απ'το χάδι της πλάσης για να γλιτώσει το τσαλαπάτημα του αδιάφορου διαβάτη...
Ξύπνησα από έναν εφιάλτη. Ήτανε, λέει, όλα να απαγορευτούν, όλα. Πώς ξεκίνησε τ'όνειρο δε θυμάμαι. Θυμάμαι μοναχά πως βρήκα έναν παπά σ'έναν χώρο απροσδιόριστο κι εγώ ήθελα, θυμάμαι, να του μιλήσω -ίσως να του εξομολογηθώ όλα τούτα που πλάκωναν την ψυχή μου- κι ήθελα απλά να γονατίσω και να βάλω τα κλάματα. Ο παπάς έφυγε πριν μ'ακούσει και γω βρέθηκα σ'έναν χωματόδρομο όπου δεν ακούγονταν πατημασιές -ούτε καν οι δικές μου- μην ξέροντας κατά που να κάνω. Κίνησα, θυμάμαι, για το σπίτι κι η μάνα μου φάνηκε ξαφνικά δίπλα μου να βαστάει ένα μωρό και να το παίρνω εγώ για να την ξαλαφρώσω. Κι είχε ένα όχι ανθρώπινο όνομα το μωρό, όπως κάποια κατοικίδια, και της λέω να του δώσουμε άλλο κι όπως τό'ψαχνα με το νου νομίζω είπα να τ'ονομάσουμε Ζωή. Μα, ύστερα, καθώς συλλογιζόμουνα, θέλησα να κάνω κατά την άλλη μεριά του δρόμου και της ξανάφησα το μωρό, να προλάβω νά'μαστε προετοιμασμένοι πριν με σταματήσουν... Κι όπως δεν ήξερα με σιγουριά κατά που να κάνω και πάσχιζα να δω το συμφερότερο με τη λογική, απ'την αγωνία ξύπνησα! "Όνειρο ήτανε ευτυχώς... όλα καλά... Μα... όχι, στάσου, δεν είναι μοναχά στ'όνειρο!"
- Πόσα χρώματα βλέπεις;
Κοιτάζω απ'το παράθυρο.
- Αλλάξαν οι αποχρώσεις τ'ουρανού σήμερα. Χλώμιασε το σκηνικό. Ο Παγασητικός έσβησε μες στο γαλοζόγκριζο του τοπίου. Γκρίζες κι οι σκεπές με τον σχιστόλιθο. Μοναχά η γη καταπράσινη με κίτρινες πινελιές εδώ κι εκεί, μικροσκοπικές φιγούρες από αγριολούλουδα. Κι η κερασιά που στολίστηκε με τα πρώτα της λευκά ανθάκια.
Κυριακής της Σταυροπροσκυνήσεως σήμερα. Κυριακή Σταυρολουλουδιά κι ο σταυρός απέμεινε χωρίς λουλούδια... "Κύριε σώσον τον λαόν σου και ευλόγησον την κληρονομίαν σου..."
- Κατάλαβε! Είναι, φαίνεται, το μυαλό των ανθρώπων όπως τα χρώματα τ' ουράνιου τόξου... Κάθε νοημοσύνη συντονίζεται και σε άλλες συχνότητες, όπως τα χρώματα της Ίριδας! Άλλος μπορεί να αντιληφθεί το κόκκινο, άλλος το θαλασσί...
Στάθηκε και με κοίταζε. Συνέχισα να μιλώ:
- Έτσι φαίνεται. Τώρα μόλις έκανα κι εγώ τους συνειρμούς. Κι όμως ναι, τούτο το κατάλαβε κάποιος που δεν λογίζεις έξυπνο, γιατί σε τούτες τις συχνότητες εκπέμπει το μυαλό του. Κι αυτό το "χρώμα" τό'δε, το αντιλήφθηκε το μυαλό του. Δες τους σκύλους: Ακούνε ήχους σε συχνότητες που εμείς δεν αντιλαμβανόμαστε. Έτσι και με την νοημοσύνη! Αλλουνού του κόβει εδώ κι αλλουνού εκεί. Είναι πόσα χρώματα μπορείς να δεις, πόσες συχνότητες αφουγκράζεσαι. Ίσως κάτι σαν αυτό που λέμε "πόσες οπτικές". Ένα ευέλικτο μυαλό θα δει και παραπάνω χρώματα...
Χάθηκα στους συλλογισμούς....
Και η αλήθεια; Η αλήθεια, λοιπόν, και επισήμως δε θά'χει χρώμα, θά'ναι διάφανο λευκό σαν το φως που περικλείει κι αγκαλιάζει όλα τα χρώματα....
Η άνοιξη χαμογελά. Οι ανεμώνες που κάθε χρονιά σηματοδοτούν τη λήξη του χειμώνα αρχίζουν να χλωμαίνουν στα λιοπερίβολα για να παραδώσουν τη σκυτάλη στα καθ'αυτό αγριολούλουδα του έαρος. Όλα συνεχίζουν το διάβα τους από τούτη τη ζωή σύμφωνα με το μερτικό που τους δώρισε η πλάση. Έτσι κι οι ανεμώνες. Γνωρίζουν καλά πότε να ξεπροβάλουν το κεφαλάκι τους απ' την εγκυμονούσα γη και να χαρούν τις ανασαιμιές τους κάτω απ'τις αχτίδες του ηλιάτορα. "Τώρα έφτασε η στιγμή..." μονολογούν με τα δικά λόγια και θαρεττά αναφαίνονται με το κορμάκι τους στητό να κυνηγάει το φως που καταφθάνει από ψηλά. Άλλες θα τανυόνται γαλήνια προς τον ήλιο μέχρι να χλωμιάσουν με τον καιρό και να μαραθούν, άλλες δε θα προλάβουν να χαμογελάσουν για πολύ στο περιβόλι μιας κι ένα χέρι ζήλεψε την ομορφιά τους και τις θέλησε δικές του, άλλες μπορεί να τσαλαπατηθούν από το βιαστικό διαβάτη, κι άλλες θα στολιστούν με δάκρυα απ'το μαύρο σύγνεφο που τσαλάκωσε τα λεπτεπίλεπτα πέταλά τους. Έρχονται και φεύγουν... Μα καμιά, δεν πιστεύω, να σκέφτηκε να ζητήσει κλουβί απ'το Θεό ή τον άνθρωπο για να την προφυλάξει...
"Μας έπιασε ο φόβος για τον ερχόμενο καιρό
Για την τύχη που θ' αγνάντευαν οι χτεσινές μας πράξεις
Και αγαπήσαμε αγαπήσαμε τα δέντρα
Τα πράγματα που στέκονται απά στο έδαφος
Ενώ ο άνεμος εμάς μας διώχνει."
(Γιώργος Σαραντάρης)
Όχι πως δε σκέφτονται. Όχι, όχι, εμάς μας βολεύει να το πιστεύουμε αυτό, καθώς δε μπορούμε ν'αφουγκραστούμε τα σκιρτήματά τους. Κι έχουν τη φρονιμάδα να μαζεύουν τα πεταλάκια τους προστατεύοντας το λιλιπούτειό τους πρόσωπο όταν σκοτεινιάσει ο ουρανός. Κι άλλοτε να χορεύουν στο ρυθμό του ανέμου για να μην τσακίσει το κορμί τους. Να χώνουν τις ρίζες τους βαθιά στη γη, πολλές φορές μέσα σε βράχους και κάτω από πετραδάκια για να σταθούν γερά. Μα καμιά, δεν πιστεύω να ονειρεύεται και να παρακαλά να σωθεί μέσα σ'ένα ανθοδοχείο μακριά απ'το χάδι της πλάσης για να γλιτώσει το τσαλαπάτημα του αδιάφορου διαβάτη...
"Μιαν από τις ανήλιαγες μέρες εκείνου του χειμώνα, ένα πρωί Σαββάτου, σωρός αυτοκίνητα και μοτοσυκλέτες εζώσανε το μικρό συνοικισμό του Λευτέρη, με τα τρύπια τενεκεδένια παράθυρα και τ’ αυλάκια των οχετών στο δρόμο. Και φωνές άγριες βγάνοντας, εκατεβήκανε άνθρωποι με χυμένη την όψη στο μολύβι και τα μαλλιά ολόισα ίδιο άχερο. Προστάζοντας να συναχτούν οι άντρες όλοι στο οικόπεδο με τις τσουκνίδες. Και ήταν αρματωμένοι από πάνου ώς κάτου, με τις μπούκες χαμηλά στραμμένες κατά το μπουλούκι. Και μεγάλος φόβος έπιανε τα παιδιά, επειδή τύχαινε, σχεδόν όλα, να κατέχουνε κάποιο μυστικό στην τσέπη ή στην ψυχή τους. Αλλά τρόπος άλλος δεν ήτανε, και χρέος την ανάγκη κάνοντας, λάβανε θέση στη γραμμή, και οι άνθρωποι με το μολύβι στην όψη, το άχερο στα μαλλιά και τα κοντά μαύρα ποδήματα, ξετυλίξανε γύρω τους το συρματόπλεγμα. Και κόψανε στα δύο τα σύγνεφα, όσο που το χιονόνερο άρχισε να πέφτει, και τα σαγόνια με κόπο κρατούσανε τα δόντια στη θέση τους, μήπως τους φύγουν ή σπάσουνε.
Τότε, από τ’ άλλο μέρος φάνηκε αργά βαδίζοντας να ’ρχεται Αυτός με το Σβησμένο Πρόσωπο, που σήκωνε το δάχτυλο κι οι ώρες ανατρίχιαζαν στο μεγάλο ρολόι των αγγέλων. Και σε όποιον λάχαινε να σταθεί μπροστά, ευθύς οι άλλοι τον αρπάζανε από τα μαλλιά και τον εσούρνανε χάμου πατώντας τον. Ώσπου έφτασε κάποτε η στιγμή να σταθεί και μπροστά στο Λευτέρη. Αλλά κείνος δε σάλεψε. Σήκωσε μόνο αργά τα μάτια του και τα πήγε μεμιάς τόσο μακριά —μακριά μέσα στο μέλλον του— που ο άλλος ένιωσε το σκούντημα κι έγειρε πίσω με κίντυνο να πέσει. Και σκυλιάζοντας, έκανε ν’ ανασηκώσει το μαύρο του πανί, ναν του φτύσει κατάμουτρα. Μα πάλι ο Λευτέρης δε σάλεψε.[...]"
(Οδυσσέας Ελύτης, "Άξιον Εστί- Ανάγνωσμα Τέταρτον")
Πόσο απολαμβάνω τον ήχο των βημάτων μου στο χωμάτινο μονοπάτι στη σιγαλιά. Μοναχά το κελάρυσμα των πουλιών ν'ακούγεται κι ο ήχος απ'τα πετραδάκια που σκιρτούν σε κάθε πατημασιά. Τούτα τα βήματα, τόσο ρυθμικά σα δείκτες παλιού ρολογιού, να θυμίζουν το χρόνο και τη θνητότητα που βαδίζει σ'αυτήν την απέραντη κι αέναη ομορφιά που, καθώς προχωρώ, πλημμυρίζει τους οφθαλμούς και το είναι μου... Στη στροφή ατενίζω την καταγάλανη θάλασσα να σμίγει με τον ορίζοντα, πέρα μακριά, κι εγώ στο μυθικό βουνό ανάμεσα στα ασημένια ελιόφυλλα.
- Θεέ μου, πώς έφτιαξες τόση ομορφιά; Κι εμείς τόσο "δειλοί, μοιραίοι κι άβουλοι αντάμα..."
"Φόβος οὐκ ἔστιν ἐν τῇ ἀγάπῃ, ἀλλ᾿ ἡ τελεία ἀγάπη ἔξω βάλλει τὸν φόβον, ὅτι ὁ φόβος κόλασιν ἔχει, ὁ δὲ φοβούμενος οὐ τετελείωται ἐν τῇ ἀγάπῃ."(Ιωάννου Α' 4,18)
Ξύπνησα από έναν εφιάλτη. Ήτανε, λέει, όλα να απαγορευτούν, όλα. Πώς ξεκίνησε τ'όνειρο δε θυμάμαι. Θυμάμαι μοναχά πως βρήκα έναν παπά σ'έναν χώρο απροσδιόριστο κι εγώ ήθελα, θυμάμαι, να του μιλήσω -ίσως να του εξομολογηθώ όλα τούτα που πλάκωναν την ψυχή μου- κι ήθελα απλά να γονατίσω και να βάλω τα κλάματα. Ο παπάς έφυγε πριν μ'ακούσει και γω βρέθηκα σ'έναν χωματόδρομο όπου δεν ακούγονταν πατημασιές -ούτε καν οι δικές μου- μην ξέροντας κατά που να κάνω. Κίνησα, θυμάμαι, για το σπίτι κι η μάνα μου φάνηκε ξαφνικά δίπλα μου να βαστάει ένα μωρό και να το παίρνω εγώ για να την ξαλαφρώσω. Κι είχε ένα όχι ανθρώπινο όνομα το μωρό, όπως κάποια κατοικίδια, και της λέω να του δώσουμε άλλο κι όπως τό'ψαχνα με το νου νομίζω είπα να τ'ονομάσουμε Ζωή. Μα, ύστερα, καθώς συλλογιζόμουνα, θέλησα να κάνω κατά την άλλη μεριά του δρόμου και της ξανάφησα το μωρό, να προλάβω νά'μαστε προετοιμασμένοι πριν με σταματήσουν... Κι όπως δεν ήξερα με σιγουριά κατά που να κάνω και πάσχιζα να δω το συμφερότερο με τη λογική, απ'την αγωνία ξύπνησα! "Όνειρο ήτανε ευτυχώς... όλα καλά... Μα... όχι, στάσου, δεν είναι μοναχά στ'όνειρο!"
"Μέσα στὸν φόβο καὶ στὲς ὑποψίες,μὲ ταραγμένο νοῦ καὶ τρομαγμένα μάτια,λυώνουμε καὶ σχεδιάζουμε τὸ πῶς νὰ κάμουμεγιὰ ν’ ἀποφύγουμε τὸν βέβαιοτὸν κίνδυνο ποῦ ἔτσι φρικτὰ μᾶς ἀπειλεῖ.Κι’ ὅμως λανθάνουμε, δὲν εἶν’ αὐτὸς στὸν δρόμο·ψεύτικα ἦσαν τὰ μηνύματα(ἢ δὲν τ’ ἀκούσαμε, ἢ δὲν τὰ νοιώσαμε καλά).Ἄλλη καταστροφή, ποῦ δὲν τὴν φανταζόμεθαν,ἐξαφνική, ραγδαία πέφτει ἐπάνω μας,κι ἀνέτοιμους — ποῦ πιὰ καιρὸς — μᾶς συνεπαίρνει."(Κωνσταντίνος Καβάφης, "Τελειωμένα")
- Πόσα χρώματα βλέπεις;
Κοιτάζω απ'το παράθυρο.
- Αλλάξαν οι αποχρώσεις τ'ουρανού σήμερα. Χλώμιασε το σκηνικό. Ο Παγασητικός έσβησε μες στο γαλοζόγκριζο του τοπίου. Γκρίζες κι οι σκεπές με τον σχιστόλιθο. Μοναχά η γη καταπράσινη με κίτρινες πινελιές εδώ κι εκεί, μικροσκοπικές φιγούρες από αγριολούλουδα. Κι η κερασιά που στολίστηκε με τα πρώτα της λευκά ανθάκια.
Κυριακής της Σταυροπροσκυνήσεως σήμερα. Κυριακή Σταυρολουλουδιά κι ο σταυρός απέμεινε χωρίς λουλούδια... "Κύριε σώσον τον λαόν σου και ευλόγησον την κληρονομίαν σου..."
«Πάτερ, ἄφες αὐτοῖς˙ οὐ γὰρ οἴδασι τί ποιοῦσι»
(Λούκ. 23,34)
- Φόβος δεν είναι η αγάπη, μη σε ξεγελούν, κλείσε τ'αυτιά σου! Μοναχά η αγάπη τον φόβο νικά...
Ο θεός του πολέμου Άρης κι η θεά του έρωτα και του σμιξίματος Αφροδίτη γέννησαν, λέει, δυο γιούς, τον Φόβο και τον Δείμο (=τρόμος). Τούτοι γινήκαν και δορυφόροι (δόρυ+φέρω) του πιστοί, μ' άλλα λόγια οπλισμένοι σωματοφύλακες.
Γέννησαν, όμως, και μια θυγατέρα, την Αρμονία...
Κι η Γη συνεχίζει να περιστρέφεται γύρω απ'τον Ήλιο χρόνια τώρα, με την τροχιά της πάντα ανάμεσα σ'εκείνες του Άρη και της Αφροδίτης. Κι οι γιοι του συνεχίζονται να περιστρέφονται γύρω από αυτόν ως ακόλουθα και πιστά του ουράνια σώματα...
"Κι ὅπως τραβᾶ στὸν πόλεμο ὁ ανθρωποβόρος Ἄρης
κι ὁ Φόβος πλάι ἕπεται, γιος δυνατὸς κι ἀτρόμητος,
καρτερικὸ πολεμιστὴ ἀκόμη φευγατίζοντας..."
(Ομήρου Ιλιάς Ν299)
Κατηφορίζω ξανά με τον νου προς τα λιοπερίβολα. Μήπως συναπαντήσω ξανά στις ζωγραφιές του Θεού τη γαλήνη που μου ξέφυγε, την θυγατέρα Αρμονία. Μήπως κατορθώσω και μιμηθώ τα λιλιπούτεια ταπεινά πλάσματά του που με τόση σωφροσύνη διαφυλάσσουν ευλαβικά το μερτικό τους στη ζωή. Μήπως κι οσφρανθώ την Χάρη Του κρυμμένη στα ροδοπέταλά τους. Μήπως κι ακούσω την Αλήθεια Του στους ύμνος των πουλιών. Αφουγκράζομαι ξανά τα βήματά μου πάνω στο ξερό χώμα του μονοπατιού. Να συντονίσω τους ακανόνιστους χτύπους της καρδιάς μου στο ρυθμό τους. Ν'αγγίξω για μια, έστω φευγαλέα στιγμή, με την θνητή μου ύπαρξη τη μελωδία της αιωνιότητας... Συγκεντρώνομαι ξανά στα βήματά μου...
"[...] Φοβᾶμαι τοὺς ἀνθρώπους ποὺ ἄλλαζαν πεζοδρόμιο ὅταν σὲ συναντοῦσαν
καὶ τώρα σὲ λοιδοροῦν γιατὶ, λέει, δὲν βαδίζεις ἴσιο δρόμο.
Φοβᾶμαι, φοβᾶμαι πολλοὺς ἀνθρώπους.
Φέτος φοβήθηκα ἀκόμη περισσότερο."
(Μανώλης Αναγνωστάκης, "Φοβάμαι")
Μπήκε η άνοιξη στο βουνό των άγριων και μέθυσων Κενταύρων. Ο Χείρων, από άλλη γενιά, μοναχός με τους εσσαεί μαθητές του διδάσκει και θεραπεύει στα ξεχασμένα μονοπάτια του.
Γέρνω ξανά να δω απ'το παράθυρο. Στην κληματαριά σκάσαν τα πρώτα τρυφερά φυλλαράκια. Δισταχτικά, κουβαριασμένα ακόμη θαρρείς, ξεπροβάλλουν. Κι ο νεαρός ποιητής που χάθηκε τότε που πολεμούσαν για την πατρίδα και τη λευτεριά, μου σιγοτραγουδά:
"Δεν είμαστε ποιητές" σημαίνει: φεύγουμε
σημαίνει: εγκαταλείπουμε τον αγώνα
παρατάμε τη χαρά στους ανίδεους
τις γυναίκες στα φιλιά του ανέμου
και στη σκόνη του καιρού
σημαίνει πως φοβόμαστε
και η ζωή μας έγινε ξένη,
ο θάνατος βραχνάς"
(Γιώργος Σαραντάρης, "Δεν είμαστε ποιητές")
[Υ.Γ. βλ. και: Χρώματα φόβου κι αγάπης (2) ]
Έχουν κυριαρχήσει τα χρώματα του φόβου!! Πόσο όμορφα όμως είναι τα χρώματα της αγάπης.
ΑπάντησηΔιαγραφήΩραία η εγγραφή σου και σήμερα και οι εικόνες σου βάλσαμο ψυχής. Όταν μπορείς ελεύθερα να κοιτάζεις αυτήν την ποδιά στα πόδια των δέντρων, τότε ο φόβος φαίνεται μικρός και ασήμαντος
Καλησπέρα Όλγα μου
Εύχομαι να είσαι καλά. Καλό κουράγιο σε ό,τι αντιμετωπίζουμε
Άνοιξα το παράθυρο εδώ στο "Φιρίκι" και γέμισε η καρδιά μου ομορφιά, γαλήνη, περίσκεψη και λυρισμό. Όπου και να γυρίσει το μάτι σου ακούς το ίδιο θέμα, κλεισμένο σε γκρίζα ντουβάρια. Εδώ είδα φως, χρώμα, άρωμα φύσης και αρμονία φύσης.
ΑπάντησηΔιαγραφήΌλγα μου να είσαι καλά, γερή, δυνατή και να μας χαρίζεις την θετική αύρα της σκέψης σου.
Μαγεία!!!
ΑπάντησηΔιαγραφήΟι πανέμορφες φωτογραφίες σου μ'έφεραν εκεί στον "αγιο" τόπο που κατοικείς.
Σ' ευχαριστώ απ'την καρδιά μου για το υπέροχο κείμενο και τις ολοζώντανες ανεμώνες!!
Σε φιλώ πεντάγλυκα Όλγα μου!
Σε εμάς ακόμα δεν μπήκε, ή μάλλον κάτσε να δω βλέπω τους κορμούς των δέντρων να πρασινίζουν !
ΑπάντησηΔιαγραφήΔε λες καλά που υπάρχει και η θυγατέρα η Αρμονία :) :) :)
Ωραίες φωτογραφίες και μου άρεσε εκεί που τα λουλουδάκια κλείνουν τα προσωπάκια τους στη σκοτεινιά και τσουπ τα ανοίγουν στον ήλιο
Σε φιλώ Πηλιόλγα μου :)
Ενας κόσμος, χιλιάδες συναισθήματα-μέσα μας που αναζητά έναν οποιοδήποτε τρόπο έκφρασης, μιλώντας, ζωγραφίζοντας, γράφοντας, αναζητώντας αποδέκτες εσένα, εμένα, τον άλλο, στους προβληματισμούς του.
ΑπάντησηΔιαγραφήΛευκές μου φαίνονται οι μέρες, όμοιες, βουτηγμένες στην άγνοια, τον πόνο, στις μεγάλες απώλειες μιας κατακρεουργημένης ελπίδας.
Πήρα τα μάτια της υπέργηρης μάνας που έχασε το γιo της, της μάνας λεχώνας που διαγνώστηκε θετικό το βλαστάρι της, του ηλικιωμένου πατέρα που παλεύει διασωληνωμένος χωρίς κανέναν απ’ τους αγαπημένους του δίπλα του, πήρα τα μάτια της απόγνωσης χιλιάδων ανθρώπων και λύγισα, έκλαψα κι ύστερα τα ‘βαλα με τον εαυτό μου που μυξοκλαίω για ένα σπασμένο χέρι. Σαράντα μέρες στο γύψο. Ε και; Θα περάσει! Τον πόνο της ψυχής πως τον λειαίνεις, μου λες;
Δεν θέλω να γράφω στο blog, αρνούνται οι σκέψεις μου να γίνουν λέξεις, ψάχνω για δυσεύρετες σελίδες αισιοδοξίας να με κρατήσουν, αλλά φοβάμαι, στ’ αλήθεια φοβάμαι «για την τύχη που θα αγναντεύουν οι χτεσινές μας πράξεις»
Όλγα με συγκίνησες. Με την ανάρτησή σου, την αισιοδοξία σου, τις φωτογραφίες σου, αλλά το πιο σημαντικό για το ενδιαφέρον, το απλωμένο χέρι.
Nαι Όλγα καλά είμαι, με μια υπέρταση ασανσέρ, ένα κάταγμα στον καρπό, είμαι καλά Δόξα τω Θεώ!
Απ’ την καρδιά μου σ’ ευχαριστώ.
Να είστε καλά, καλή δύναμη.
Την αγάπη μου!