Ανοιξιάτικα...

Καλοκαιρινά....

Φθινοπωρινά...

Χειμερινά...

Παντός καιρού...

Μυθολογικά...

Πέμπτη 29 Δεκεμβρίου 2011

μωμόεροι και ρουγκατζιάρια (πανάρχαια δρώμενα του Δωδεκαήμερου)

"Στη Β.Ελλάδα, τον Πόντο και αλλού γίνονται την Πρωτοχρονιά, όπως και τα Χριστούγεννα και την ημέρα των Φώτων, και αγυρμοί ενηλίκων, οι οποίοι μεταμφιέζονται είτε σε ζώα (καμήλα, αρκούδα, λύκο, τράγο, κ.λ.π.) είτε σε διάφορα πρόσωπα (γαμπρό και νύφη, μπάμπω, αράπη, χαχάμη, γιατρό, καπετάνιο, αρκουδιάρη, κ.λ.π.).
Οι όμιλοι των μεταμφιεσμένων δίνουν στο ύπαιθρο και διάφορες παραστάσεις, που έχουν κάποτε δραματικό-θεατρικό χαρακτήρα. Αναφέρω όσα τελούν, απ'την Πρώτη του χρόνου μέχρι τα Θεοφάνεια στον Πόντο οι λεγόμενοι μωμόεροι. Ο πρωταγωνιστής, που ακούει στο όνομα Ουζεϊν-Αλής απάγει μία νέα και την μεταφέρει στο σπίτι ενός χωρικού. Ο πατέρας της νέας, που παρουσιάζεται "κωδωνοφόρος και με μεγάλο πρόσωπο", βρίσκει το κρησφύγετο, ορμά σ'αυτό και σκοτώνει τον Αλή. Η κόρη θρηνεί πάνω απ'τον άντρα που αγάπησε, γιατί της φέρθηκε με καλοσύνη, και ο πατέρας μετανοεί και προσκαλεί γιατρό, που μ'ένα μαγικό χόρτο ανασταίνει τον σκοτωμένο. Ακολουθεί γάμος αυτού με την κόρη και χορός με πρώτο τραγούδι "αρχή κάλαντα και αρχή χρόνου" κ.λ.π..
Τέτοιου είδους παραστάσεις, δηλαδή φόνος του γαμπρού και ανάστασή του, γάμος, γέννηση παιδιού και χοροί με βωμολοχίες και άσεμνες κινήσεις, γίνονται, όπως είδαμε στη Θράκη κατά την έναρξη της σποράς των δημητριακών και επαναλαμβάνονται την άνοιξη (Αποκριές και Πρωτομαγιά). Ανήκουν στις μιμικές πράξεις που αποβλέπουν, σύμφωνα με τη λεγόμενη συμπαθητική μαγεία, στην πρόκληση της γονιμοποιού ενέργειας της φύσης, στην προαγωγή της βλάστησης και στην καρποφορία."
(Γεωργίου Μέγα, "Ελληνικές γιορτές και έθιμα της λαϊκής λατρείας") [* βλέπε και: καλόγεροι κι άλλα πανάρχαια έθιμα της αποκριάς..].


Στην ιστοσελίδα "Άμαστρις" (http://amastris-piperdim.blogspot.com/2010/01/blog-post_05.html) παρατίθεται ένα σχετικό κείμενο του 1927, του Δημοσθένους Οικονομίδη από το "Ημερολόγιον της Μεγάλης Ελλάδος":

"Τη νύχτα της παραμονής του νέου χρόνου μετά το δείπνο, ενώ από την μία παιδιά από διάφορες συνοικίες των πόλεων, των κωμοπόλεων ή και από τα χωριά, γυρίζοντας με φανάρια επισκέπτονταν συγγενικές ή γνωστές οικογένειες και χτυπώντας τις πόρτες των σπιτιών ψάλλανε μπροστά στην πόρτα τα συνηθισμένα πρωτοχρονιάτικα κάλαντα: «Αρχή κάλαντα κι αρχή του χρόνου κλπ.», από την άλλη νεαροί και άνδρες μεταμφιεσμένοι και με μάσκες στα πρόσωπά τους, έρχονταν κατά ομάδες στα σπίτια συγγενών, γειτόνων ή και στενών φίλων και εκεί προξενούσαν ευθυμία και ασυγκράτητα γέλια στους παρισταμένους με κάθε είδους κωμικές παραστάσεις, με φράσεις, με αστείους ή και κοροϊδευτικούς διαλόγους, με μιμητικές ή αλλόκοτες κινήσεις του σώματος. Ακόμα και με χορό που συνοδευόταν από το τραγούδι του Κιόρογλου και με λύρα και νταούλι ή ζουρνά. Και όταν έλειπαν τα μουσικά αυτά όργανα, με τον κρότο ξύλινων κουταλιών, τα οποία καθώς ακουμπούσαν μεταξύ τους από το κυρτό μέρος, κρατημένα όρθια από την λαβή τους με το αριστερό χέρι του παίκτη, έκαναν ρυθμικό κρότο, κάθε φορά που η λαβή του άλλου κουταλιού που κρατιόταν στο αριστερό χέρι κατέβαινε και ανέβαινε ανάμεσά τους, σύμφωνα με τον χρόνο του τραγουδιού..."



Επίσης, στα "Αντέτια Δωδεκαημέρου" η Αργυρώ Μάμαλη-Κοπάνου, μας πληροφορεί: "Στον Πόντο οι μεταμφιεσμένοι του Δωδεκαημέρου λέγονταν "Μωμοέρια" (Μωμό-γέροι). Τα "Μωμοέρια" αποτελούνταν από ομάδα κωμικών προσώπων (ο Βασιλέας, ο Καζάκον-υπασπιστής-, η νύφε, ο γιατρόν, ο διάβολον, ο γέρον, η γραία, ο άρκον, ο Αρναούτς με ευζωνικά) που έπαιζαν κωμικές σκηνές.
Στην Τραπεζούντα έπαιρναν χρώμα εθνικό με το σπαθοφόρο, φουστανελλοφόρο επικεφαλής κάθε ομάδας. Έκαναν περιοδείες, εορταστική επίδειξη με ερανισμούς αλλά και ποντιακή πάλη μεταξύ τους οι ομάδες με σκοπό τη μαγική συμπαράσταση στην αιώνια πάλη των φυσικών στοιχείων, ώσπου να δώσουν στον άνθρωπο τη σχετική ευημερία της χρονιάς. Επικράτηση των καλών πνευμάτων πάνω στη βλάστηση και στην προσεχή ετοιμασία της σοδειάς."

Οι μωμόγεροι, λοιπόν, έθιμο πανάρχαιο, με σαφείς ρίζες στη λατρεία του Διονύσου (κάπως έτσι, άλλωστε, δεν ξεκίνησε και το θέατρο, οι τραγ-ωδίες...;) αλλά και στο μύθο της Περσεφόνης που άρπαξε ο Πλούτωνας (καθώς ένα από τα κλασικά του δρώμενα αναπαριστά μια ανάλογη σκηνή όπως θα δούμε) θα μπορούσαν να συνδεθούν ετυμολογικά από τη μίμηση (μίμος) μέχρι και με το θεό Μώμο που, όπως αναφέρει το "Νεότερον Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν του Ηλίου" ήταν:
"Θεός των αρχαίων, υιός του Ύπνου και την Νυκτός, προσωποιών την χλεύην και την κατάκρισιν. Κατά την μυθολογίαν, έσκασε διότι δεν κατόρθωσε να εύρει κάποιαν ατέλειαν εις την Αφροδίτην. Παρίστατο φέρων ράβδον η οποία άνω κατέληγεν εις εικόνα γυναικός. Κατά τον μύθον κατέκρινε τον Ήφαιστον, ο οποίος έπλασε τον άνθρωπο, διότι δεν κατασκεύασε παράθυρα εις το στήθος ώστε να βλέπει ο κόσμος τί διανοείται και αν ψεύδεται ή λέγη την αλήθεια."
Χαρακτηριστικό είναι και το απόσπασμα του Λουκιανού, στο έργο του "Περί ορχήσεως" ,79, που μας μεταφέρει στον 2ο αιώνα π.Χ. και εστιάζει επίσης στην περιοχή του Πόντου:
"Και αυτή η βακχική όρχησις, η οποία συνηθίζεται και εκτιμάται προπάντων εις την Ιωνίαν και τον Πόντον, καίτοι είναι σατυρική, τόσον έχει υποδουλώσει τους εκεί ανθρώπους, ώστε κατά την ορισμένην εποχήν αφήνουν πάσαν άλλην ασχολίαν και επί ημέρας κάθηνται και βλέπουν τιτάνας και κορύβαντας, σατύρους και βουκόλους ορχούμενους. Εκτελούν δε τους χορούς τούτους οι ευγενέστατοι και οι πρωτεύοντες εις εκάστην των πόλεων, και όχι μόνον δεν εντρέπονται δια τούτο, αλλά και υπερηφανεύονται περισσότερον παρά δια τας ευγενείας, τα αξιώματα και τα προγονικά των κατορθώματα." (απόδοση Ιωάννου Κονδυλάκη).


Η ρίζα, λοιπόν, μπορεί νά'ναι διονυσιακή και πανάρχαιη, αλλά σαφώς επηρεάστηκε, όπως ήταν φυσικό, από την παρέλευση των τόσων ιστορικών γεγονότων. Έτσι, πολύ συχνά, ο αυτοσχέδιος θίασος εμπλουτίζεται με καινούρια πρόσωπα, με νέες μιμητικές αναπαραστάσεις, όπως, για παράδειγμα, αντλώντας στοιχεία από την περίοδο της Τουρκοκρατίας.

"Ειδικότερα στον Άγιο Μάρκο την πρώτη Ιανουαρίου, ο θίασος των Μωμόγερων, που αποτελείται από χορευτές, ηθοποιούς και οργανοπαίχτες, γυρίζει στο χωριό και δίνει παραστάσεις στους δρόμους. Την πομπή οδηγεί, συνήθως, ένα έφηβο αγόρι που κρατά έναν άντρα μεταμφιεσμένο σε τράγο, στο λαιμό του οποίου κρέμεται μια σακούλα με αίμα (απ'τη σφαγή του τράγου). Όλη η πομπή ραντίζεται με το αίμα του τράγου και ξεκινάει η παράσταση, όπου οι "τράγοι" παλεύουν μεταξύ τους υπό την συνοδεία μουσικής. Ακολουθεί η μονομαχία δύο αντρών για χάρη μιας γυναίκας. Συγκεκριμένα, ένας γέρος παντρεύεται μια νέα, την οποία διεκδικεί ένας νεότερος άντρας' ο τελευταίος σκοτώνει το γέρο και κερδίζει τη γυναίκα' εκείνη, όμως, τον ανασταίνει με τη γενετήσια πράξη. Άλλο κεντρικό πρόσωπο του εθίμου είναι ο Τούρκος τιμαριούχος ή Αλογάς (ντερέμπεης), ο οποίος επιθυμεί τις γυναίκες των άλλων και τους σκοτώνει για να τις αποχτήσει. Ακολουθούν εικονική δική, όπου κατηγορείται ο φονιάς και διακωμωδείται η απονομή δικαιοσύνης, ιατρική γνωμάτευση και αρπαγή της νύφης από τους θεατές. Το δρώμενο κορυφώνεται με τον παράξενο χορό των μωμόγερων υπό τους ήχους οργάνων. " (Νομός Κιλκίς, εκδόσεις Δομή).


Ανάλογης φιλοσοφίας, βέβαια, είναι και τα έθιμα της "Μπάμπως" ή των "Αράπηδων", ή τα "Λιουγκατζάρια" της Θεσσαλίας, τα "Ραγκουτσάρια", καθώς και άλλα πολλά που λαμβάνουν χώρα σε χωριά κυρίως της Βορείου Ελλάδος, την ημέρα του Άη Γιαννιού (βλέπε: Ο Άη-Γιάννης των κουμπάρων, οι Προδρομίτες κι οι Μπαμπόγεροι!), των Φώτων, στις 8 Ιανουαρίου ή ακόμη και κατά ολόκληρο το πρώτο οχταήμερο της νέας χρονιάς ή όλο το Δωδεκαήμερο, τα έθιμα της αποκριάς (καλόγεροι κι άλλα πανάρχαια έθιμα της αποκριάς..) -όπως και, γενικότερα οι μεταμφιέσεις που συνηθίζονται εκείνες τις ημέρες-, αλλά ακόμη και τα πιο ανοιξιάτικα έθιμα του Μάη (Οι "Μάηδες" που χάθηκαν...,Πρωτομαγιάτικα...).

Στη Φλώρινα, αντίστοιχο έθιμο με τους Μωμόερους είναι τα "Μπαμπάρια" που αναβιώνουν κάθε Πρωτοχρονιά: "Οι ρίζες του ανάγονται στην αρχαιότητα και συμβολίζει το ξύπνημα της γης και την καρποφορία. Πρόκειται για την αναπαράσταση ενός γάμου, στον οποίο η νύφη αποτελεί σύμβολο γονιμότητας και κινδυνεύει να απαχθεί. Τη φύλαξή της αναλαμβάνει μια ομάδα περίπου 15 ανδρών, οι οποίοι φορούν στολές και προσωπίδες από προβιές αρνιού και κουδούνια στη μέση τους. Η αμφίεσή τους είναι κωμική καθώς προκειμένου να "φοβερίσουν" τους "κακούς" φορούν φασόλια γίγαντες για δόντια. Άλλοι χαρακτήρες του δρώμενου είναι ο παππούς, η γριά Μπάμπω, ο παπάς με το θυμιατό, ο γιατρός και ο κουρελής ή καμπούρης. Η νύφη είναι ένας άντρας ντυμένος με τοπική νυφική ενδυμασία και κουδουνάκια αλόγου. Κάποια στιγμή ο γαμπρός πεθαίνει, αλλά σύντομα ανασταίνεται συμβολίζοντας το θάνατο της φύσης το χειμώνα και την ανάστασή της την άνοιξη. Όλη η πομπή, δηλαδή, τα Μπαμπάρια, μπαινοβγαίνουν στις αυλές των σπιτιών και οι νοικοκυράδες πρέπει να δώσουν το ένα δέκατο της σοδειάς τους σε κρασί, τσίπουρο και λουκάνικα." (Νομός Φλώρινας, εκδόσεις Δομή).

Ο Κώστας Καραπατάκης ("Το Δωδεκαήμερο, Παλιά Χριστουγεννιάτικα ήθη και έθιμα") μας ταξιδέυει στην παλιά Πρωτοχρονιά των Γρεβενών με τα παραπλήσια "ρουγκατσιάρια":
"Στα χωριά των Γρεβενών καθώς και στ'άλλα χωριά της Δυτικής Μακεδονίας, μετά το κόψιμο της βασιλόπιτας, που γινόταν το μεσημέρι, όλα τα μεγάλα κι' ανύπαντρα αγόρια του χωριού, καθώς και οι νιόπαντροι και πολλές φορές και οι μεγάλοι, που τόλεγε ακόμα η περδικούλα τους, συγκεντρώνοντας στο "κονάκι" ή σε κάποιο άλλο σπίτι του χωριού κι' εκεί έφτιαχναν τα "ρουγκατσιάρια", όπως συνήθιζαν κάθε χρόνο κι' όπως το βρήκαν απ'τους παππούδες τους. Ύστερα, χορεύοντας και τραγουδώντας, γύριζαν από σπίτι σε σπίτι και από μαχαλά σε μαχαλά, για να σιασκεδάσουν τον κόσμο με τις αστείες τους παραστάσεις και για να μαζέψουν και άλλα "ζαϊρέδια", για το ομαδικό τους γλέντι, που θάκαναν το βράδυ.
Παλιότερα, τα καρναβάλια της αποκριάς ήταν άγνωστα στα χωριά. Τα μασκαρέματα και οι τέτοιου είδους εκδηλώσεις γίνονταν μονάχα την Πρωτοχρονιά ή τις άλλες μεγαλογιορτές του Δωδεκάμερου των Χριστουγέννων.
Τούτα τα μασκαρέματα, που γιορτάζονταν την ίδια εποχή, που γιορτάζονταν και τα "Διονύσια κατ'αγρούς" ή "Μικρά Διονύσια" απ'τους αρχαίους προγόνους μας, έχουν τη συνέχειά τους απ'την αρχαιότητα και δεν είναι α΄σχετα μ'αυτά.
Οι αρχαίοι μας πρόγονοι γιορτάζανε τα "Κατ'αγρούς Διονύσια" τον έκτο μήνα των Αθηναίων, τον Ποσειδεώνα, που ισοδυναμεί με το δικό μας Δεκέμβρη, χωρίς ν'αλλάξουν οι χρονολογίες από τότε.
Τότε ακριβώς, και μέσα στο μεσοχείμωνα, που οι Μαινάδες γιορτάζανε κι' αυτές το θεό Διόνυσο και τόριχναν στα λεγόμενα "διονυσιακά όργια" μέσα στα δάση και στις λαγγαδιές, τότε και οι αρχαίοι Έλληνες ανοίγανε τα καινούρια τους κρασιά (βλέπε και: Καθώς μπαίνει το Τριώδιο... (λαογραφικά και άλλα..)) κι' ύστερα απ'τις θυσίες που έκαναν στο θεό Διόνυσο και στους άλλους Ολύμπιους θεούς τόριχναν στο γλέντι και στο φαγοπότι, για να καταλήξουν κι' αυτοί στο μεθύσι και στα διονυσιακά όργια.
Για να μη γνωρίζονται όμως απ'τους άλλους και για να μπορούν να λένε ό,τι θέλουν κι' ότι τους κατέβαινε στο κεφάλι, κρύβαν τα πρόσωπά τους με λογής-λογής μάσκες και κεφαλαριές ζώων με κέρατα και άρχιζαν τ' αστεία, τις ειρωνίες και τα πειράγματα, άλλοτε σατυρίζοντας διάφορα πρόσωπα και καταστάσεις και άλλοτε ξεσκεπάζοντας διάφορα απλυτα της κοινωνίας και πράξεις και ενέργειες των διαφόρων κυβερνήσεων.
Έτσι, από κει ξεκίνησε αργότερα η κωμωδία, η τραγωδία και το θέατρο. [...]



Στα χωριά της Καλαμπάκας τα ρουγκατζιάρια και λιουγκατζιάρια. Στα χωριά της Έδεσσας, ρουγκατσιάρους. Στη Χαλάστρα Θεσσαλονίκηςρογκάτσια, όπως και σε πολλά χωριά της Καρδίτσας, ενώ εκεί τα λένε και ρουγκατσιάρια. Στη Φυτιά της Βέροιας και σ'άλλα χωριά τα λένε ρουγκανάδες. Στην Καστοριά ρουγκατσιάρια. Στη Σιάτιστα, μπουμπουσιάρια. Ίσως απ'το μπούφος (σκιάχτρο-φόβητρο). Στα χωριά των Βεντζίων, σαν κλαίγανε τα μικρά και θέλανε να τα κάνουν να ησυχάσουν τα φοβερίζανε λέγοντας: "Μην κλαις, γιατί θα σε φάει ο Μπούμπος". Στο Βέλβενδο των Σερβίων, αράπδις. Στην Νικήσιανη της Καβάλας, αραπκούς. Στα χωριά της Χαλκιδικής, καραβασλάδες. Στο Κάντσικο της Κόνιτσας μπαμπαϊούρδις. Στο Λειβάδι του Ολύμπου, μπαμπαλιούρδες. Στα χωριά των Τρικάλων καλκάντζαρους. Στο Ξυνό Νερό της Φλώρινας εσκιάρους και τζβογκάρους, δηλαδή μασκαράδες και κουδουνάδες. Στη Θράκη τζαμάλες και στο Αιγίνιο Τζαμαλάδες.
Όπως θα δούμε και παρακάτω, όλα τα σημεία μας λένε, πως με τα ρουγκατσιάρια δε γίνονταν, παρά μια αναπαράσταση κι' ένας συμβολισμός του θανάτου και της ζωής, της ανάστασης και του ξυπνήματος της φύσης από τη χειμωνιάτικη νάρκη, το διώξιμο του χειμώνα απ'το καλοκαίρι και το διώξιμο του παλιού απ'τον καινούριο χρόνο. [...]
Ο φαλλός, καθώς και οι προσωπίδες με τις κεφαλαριές και τα κέρατα των ζώων, όπως και οι συμβολικές παραστάσεις που θα ιδούμε παρακάτω, μας δυναμώνουν πιο πολύ ακόμα την πεποίθηση, πως το έθιμο τούτο είναι κατάλοιπο διονυσιακό και δεν έχει καμιά σχέση με τα Ρωμαϊκά Σατουρνάλια.
Ο Διόνυσος δεν είναι μόνο ο θεός του κρασιού και προστάτης των αμπελιών στους Έλληνες, μα και θεός που πεθαίνει και ξαναγεννιέται κάθε χρόνο.
Είναι ο "Δαίμων ο Ενιαυτός", που γεννιέται την άνοιξη, μεγαλώνει γοργά, γνωρίζει έναν ιερό γάμο και πεθαίνει για να ξαναγεννηθεί του χρόνου.[...]



Ο θάνατος και η ανάσταση του Διόνυσου, δεν είναι, παρά ο συμβολισμός των δυο πρωταγωνιστών του Εποχικού δράματος.



Οι δυο αυτοί πρωταγωνιστές, όπως παρουσιάζονται στα ρουγκατσιάρια, είναι μασκαρεμένοι έτσι, που να δείχνουν την αντίθεσή τους στη δύναμη, στο κάλλος και στην ηλικία και να συναγωνίζονται στο ποιός θα παραμερίσει και θα εξαφανίσει τον άλλο. Άσχημος, καμπούρης, κουρελής και γερασμένος ο ένας..[...]...νέος, ωραίος, γεμάτος δύναμη και ζωτικότητα ο άλλος..[...]
Η Μπούλα-έτσι λέγανε την κοπέλα- σύμβολο της βλάστησης και της νέας ζωής, είναι το τρίτο πρόσωπο του διονυσιακού θιάσου, που όλο και ερωτοτροπεί με το νεαρό φουστανελλοφόρο κι όλο θέλει να ξεφύγει απ'την επιρροή και την επίβλεψη του ρουγκατσιάρη , μα δε μπορεί. [...]







Τότε τα παιδιά που κρατούσαν τις ντραγατσίκες και τους τρουβάδες, έπαιρναν το ζαϊρέ απ'το κανίσκι κι' όλοι μαζί τραγουδούσαν:
Σε τούτο σπίτι πούρθαμε, πέτρα να μη ραγίσει
κι' ο νοικοκύρης του σπιτιού χρόνια πολλά να ζήσει.
Να ζήσει σαν τον Έλυμπο, σαν τ'άγριο περιστέρι,
να ζήσει χρόνους ικατό και να τους απεράσει.
Στο τέλος τους αποχαιρετούσαν και πήγαιναν σ'άλλο σπίτι τραγουδώντας:
Έχετε γεια, έχετε γεια, και τώρα και του χρόνου!"

Πέμπτη 22 Δεκεμβρίου 2011

Κόλιαντα (χριστουγεννιάτικα κάλαντα.. σαν παραμύθι απ'τα παλιά..)



(Αποσπάσματα από το πολύτιμο βιβλίο του Κώστα Καραπατάκη: "Το Δωδεκαήμερο. Παλιά Χριστουγεννιάτικα Ήθη και Έθιμα" ... Τότε που η ζωή -δύσκολη, ξεδύσκολη- ήταν και τραγούδι...) 

 
"Κάθε βράδυ, όλες τις μεγάλες κι' ατελείωτες νύχτες του χειμώνα, καθισμένοι γύρω, στο τζάκι, κοντά στη φωτιά, μαζί με τα παραμύθια τους και τα χωρατά τους, μάθαιναν και τα τραγούδια που θα λέγανε σ'όλες τις γιορτές του Δωδεκαμέρου.
Έτσι, οι πιο μεγάλοι, άντρες και γυναίκες, συνεχιστές της παράδοσης και της άγραφης ιστορίας των προγόνων τους, γίνονταν οι δάσκαλοι στα παιδιά τους, που με συγκεντρωμένη την προσοχή, όχι μόνο τα λόγια τους αρπάζανε, μα και τον ήχο τους και τα τσακίσματά τους ακόμα.
Σε κάθε σπίτι και το τραγούδι που ταίριαζε. Σε κάθε πρόσωπο και το κατάλληλο τραγούδι.
[...] Πολλές φορές, μόνα τους τα παιδιά, κλείνοντας τα σφαχτά τους στα μαντριά και ασφαλίζοντάς τα καλά από τους λύκους, συγκεντρώνονταν στην κεντρικότερη καλύβα της περιοχής και καθισμένα σταυροπόδι γύρω απ'τη φωτιά, έκαναν πρόβες, μαθαίνοντας τα τραγούδια, που θα λέγανε σε κάθε σπίτι.
Κι' όχι μονάχα τραγουδούσαν, μα κατάστρωναν και σχέδια και προγράμματα, για τις γιορτές και για τα σπίτια που θα περνούσαν. Το πρώτο τραγούδι που μάθαιναν όλοι, ήταν το τραγούδι της Μπάμπως, γιατί
αυτή θα ξαγρυπνούσε την ώρα που θα περνούσαν τα παιδιά, παλεύοντας να εξασφαλίσει το σπίτι από τους καλλικάντζαρους και τους "οξ από δω", κι' αυτήν θα φώναζαν τα παιδιά να τους ανοίξει.  

Κόλιαντα μπάμπω κόλιαντα
κι' εμένα μπάμπω κλούρα.

Στο μεταξύ κι' ώσπου να έρθουν τα κόλιαντα, τα παιδιά ετοίμαζαν τις"ματσούκες", γιατί χωρίς "ματσούκα" κανένα παιδι δεν μπορούσε να πάει στα "κόλιαντα", και στα "Σούρβα" ξαρμάτωτο.
Τις "ματσούκες", που σ'άλλα χωριά της ίδιας περιοχής, τις λέγαν "τζιομάκες", και σ'άλλα "τζιομπανίκες", στα χωριά των Βεντζίων και των Χασίων τις έφτιαχναν με χλωρά ξύλα, προτιμώντας πάντα το ξύλο της κρανιάς, που ήταν ίσιο και σκληρότερο απ' τ 'άλλα. [...]
Οι "ματσούκες", [...] έπρεπε να είναι από χλωρά ξύλα και με χοντρό κεφάλι στο τέλος, που άλλοι το λέγανε "ματσούκι" και άλλοι "τζιομάκι".
Τούτα τα ξύλα, δεν ήταν μόνο σύμβολα της γιορτής, που συμβολίζανε τα ραβδιά των ποιμένων της Βίβλου, μα και προστατευτικά τους μέσα, που θα τους προστάτευαν από τις επιθέσεις των σκυλιών και των παιδιών των άλλων χωριών, που θα επιχειρούσαν να περάσουν το σύνορο του χωριού τους με τη βία.

Μ'αυτές θα χτυπούσαν τις πόρτες των σπιτιών να τους ανοίξουν. Μ'αυτές θ'ανακάτευαν τη χόβολη της φωτιάς σε κάθε σπίτι, για να πούνε τις ευχές, που θάφερναν πλούτη, ζώα, γεια και "παράδες μίρμιρο", σαν τη στάχτη της φωτιάς.
Μ'αυτές θα χτυπούσαν τις νιόπαντρες, για να "παιδοκομήσουν" και μ'αυτές θα χτυπούσαν τ'αμπάρια με τα γεννήματα "για νάναι πάντα γεμάτα με μπερικέτια". Γι'αυτό και τις περιποιούνταν. Γι' αυτό και τις έφτιαχναν και δύο κύκλους στα πλάγια με μελάνη, που τους λέγανε "μάτια", αφού πρώτα τις πελεκούσαν με το σκεπάρνι και τις έκαναν στενές μπρος και πίσω και εξογκωμένες στα πλάγια.
Τα ξύλα τούτα τα "τοτεμικά", είχαν και μια ιδιότητα μέσα τους. Την ιδιότητα να μεταδίδουν τη δύναμή τους και τη γερωσύνη τους σ'όλα τα άψυχα και ζωντανά, που αγγίζανε. Γι'αυτό και χτυπούσαν τ'αμπάρια. Γι'αυτό και χτυπούσαν τις νύφες.

Έτσι, σαν μάθαιναν καλά τα τραγούδια τους κι' ετοίμαζαν και τις "ματσούκες" τους, έκαναν και την τελευταία πρόβα το βράδυ της παραμονής και περίμεναν με αγωνία πότε να φτάσουν τα μεσάνυχτα, για να ξεκινήσουν.
Πόσο μεγάλες και πόσο δύσκολα περνούσαν εκείνες οι τελευταίες ώρες! Πόσα όνειρα και πόσες ελπίδες δεν έκλειναν μέσα τους τότε τα παιδιά!
Οι τζιομπαναραίοι, που τα μαντριά τους ήταν μακριά και φοβόνταν μη δεν προφτάσουν να πάνε στο χωριό τη νύχτα, δεν κοιμόνταν καθόλου εκείνο το βράδυ. Η αγωνία δεν τους άφηνε να κοιμηθούν. Πόσο την περίμεναν τούτη τη βραδιά!
Όλο το χρόνο, σκορπισμένα στα κοπάδια και στους λόγγους, δεν είχαν κανέναν να μιλήσουν, παρά μονάχα τα σκυλιά και λίγους ανθρώπους που τυχόν θα συναντούσαν μέσα στο δάσος και στην ερημνιά.
Τώρα, πόσο χαίρονταν που θα ζούσαν μια μέρα στο χωριό με τους δικούς τους και ιδιαίτερα μ'όλα τα παιδιά του χωριού, που έκαναν καιρό ν'ανταμωθούν!
[...]

Στη Σαρακίνα νύχτα-νύχτα, σαν βλέπανε τα τζιομπανόπουλα την πούλια και τ'αλετροπόδια ν'ανεβαίνουν στον ουρανό και καταλάβαιναν πως πλησίαζαν τα μεσάνυχτα, άρπαζαν τις "ματσούκες", φορούσαν τα "γιακαλιά" ή τα "μαλλιότα" τους και με σηκωμένες τις "κατσιούλες" στο κεφάλι, για να μην κρυώνουν, ξεκινούσαν δυο-δυο, τρία-τρία μεσ' στο πυκνό σκοτάδι της νύχτας, χωρίς να λογαριάζουν λάσπες, χιόνια και παγωνιές. Κι' ώσπου να ξυπνήσουν τα άλλα, που έμεναν στο χωριό, εκείνα ανέβαιναν στο καμπαναριό και χτυπώντας την καμπάνα και το ξύλινο σήμαντρο, φώναζαν: Κόοοοοολιαντα! Κόοοοοολιαντα και Χριστός γεννιέται!!
Τα παιδιά που έμεναν στο χωριό και φιλοδοξούσαν αυτά πρώτα να χτυπήσουν την καμπάνα, σαν βλέπανε που τους προλάβαιναν οι "αγριοτζιομπαναραίοι", πετάγονταν πάνω, σαν αλαφιασμένα και γκρινιάζοντας τις "μπάμπες" τους, που δεν φρόντισαν να τα ξυπνήσουν πιο νωρίς, έριχναν λίγο νερό στα μάτια και με τις ματσούκες στο χέρι, φώναζαν τ'άλλα παιδιά της γειτονιάς και γρήγορα πήγαιναν στα "χαϊάτια" της εκκλησιάς, εκεί που συγκεντρώνονταν κάθε χρόνο.
[...] Έτσι, σαν βγάζανε και τον αρχηγό, ξεκινούσαν όλα μαζί για τα σπίτια του χωριού τραγουδώντας...
Πρώτα θα πήγαιναν στο σπίτι του παπά, ακολουθώντας κι' εδώ την αρχαία συνήθεια "πρώτον από Διός άρχεσθαι".
Ο παπάς, σαν αντιπρόσωπος του Θεού στο χωριό, θεωρούνταν το πιο σεβάσμιο και το πιο ιερό πρόσωπο. Η αρχή έπρεπε να γίνει απ'αυτόν, για να πάρουν την ευχή του και την ευλογία του.[...]




Η παπαδιά, ακούγοντας το τραγούδι και τα χτυπήματα της ξώπορτας, έβγαινε κι' άνοιγε τα παιδιά κρατώντας ένα αναμμένο δαδί στο χέρι κι' ο αρχηγός μπροστά και τ'άλλα κοντά, τραβούσε ίσια στο τζάκι και σκαλίζοντας τη φωτιά με τη ματσούκα του, έλεγε γρήγορα-γρήγορα και φωναχτά:
"Καλημέρα τ'ς αφεντιάς σας! Φέρου γεια, γεροσύνη χαρά! Αμπάρια μι τα στιάρια, βαένια μι κρασί, δερμάτια μι τυρί! Νύφις, γαμπρούς, φουράδις μι τα μπλάρια! Γιλάδις μι τα μ'σκάρια! Γίδις μι τα κατσίκια! Προυβατίνις μι τ'αρνιά! Μάνες μελίσσια! Γρόσια μι του διρμόν! Φλουριά μι του ταψί! Κλουσσαριές μι τα πλιά! Κύρκες, κυρκούλια, γκαβαμάρα στα τουρκούλια, αχώρια τουν Αλή! Προύκα τσιτσιτσί κι' κάτστι καταή!"
"Κάτστι, να κάτσ'ν οι κλουσσαριές", έλεγε τότε η παπαδιά και πήγαινε να φέρει τα "βλιάγματα".
Στο μεταξύ τα παιδιά, κάθονταν κάτω σταυροπόδι και τραγουδούσαν:




[...] Ο παπάς καθισμένος σταυροπόδι δίπλα στο τζάκι με τις πλάτες ακουμπησμένες στον οίχο, έλυνε τότε τη σακκούλα, που την είχε κραμασμένη μ'ένα σκοινί απ'το λαιμό, όπως συνηθίζαν εκείνα τα χρόνια και κερνούσε τον αρχηγό λέγοντας:
-Άϊντι κι τα χρουνάκια σας! Κι τ' χρόν' νάμαστε καλά!
-Κι τ' χρόοοοοοον'!!!
Φώναζαν τότε όλα μαζί τα παιδιά.
Η παπαδιά έφερνε τότε τα "βλιάγματα" σ'έναν δίσκο και τάριχνε στη ντραγατσίκα του αρχηγού ή τάριχνε κάτω στο πάτωμα και τα παιδιά σπρώχνοντας το ένα, το άλλο, τα μάζευαν από κάτω βελάζοντας. Άλλα βέλαζαν σαν αρνιά, άλλα σαν κατσίκια, άλλα μούγκριζαν σαν τα μοσκάρια, άλλα χλιμιντρούσαν σαν τ'άλογα και που και που ακουγόταν κανένα γκάρισμα, κανένα γαύγισμα και κανένα λάλημα πετεινού, για να συμπληρωθεί έτσι ο κύκλος των ζώων του σπιτιού. Γι'αυτό και τα κάστανα, τα καρύδια, τ'αμύγδαλα ή τα ξυλοκέρατα που έδιναν στα παιδιά, τα λέγανε "βλιάγματα" ή"βελαχτάρια" από το βέλεγμα που έκαναν.
Όλα αυτά, καθώς και οι κινήσεις που έκαναν τα παιδιά περπατώντας με τα τέσσερα στο πάτωμα, δεν ήταν, παρά συμβολισμός του πλούτου σε ζώα, κάθε λογίς, που μπορούσε να έχει ένα γεωκτηνοτροφικό σπίτι, όπως ήταν όλα τα σπίτια στα χωριά. [...]
Έτσι, σαν τελείωναν από το σπίτι του παπά και σηκώνονταν να φύγουν, τραγουδούσαν:




[...] Όπως στο σπίτι του παπά, έτσι έκαναν και στ'άλλα τα σπίτια, μόνο που στο κάθε σπίτι λέγαν το τραγούδι που ταίριαζε.

Αν το σπίτι που πήγαιναν ήταν τσελιγγόσπιτο, τότε τραγουδούσαν:
Σε τούτ' τα σπίτια τα ψηλά τα μαρμαροστρωμένα,
εδώχουν χίλια πρόβατα και δυο χιλιάδες γίδια.
Σαν το μελίσσι όντας περνούν, σαν το μελίσσι βάζουν
και σαν το ζερβομέλισσο βάζουνε τα κουδούνια [...]

[...] Αν σε κανένα σπίτι δεν τους άνοιγαν είτε από ιδιοτροπία είτε από τσιγκουνιά, τότε τα παιδιά του λούζανε για τα καλά με το τραγούδι:



Την ώρα που τα "τρανά τα παιδιά" σκορπούσαν για τα σπίτια τους, την ίδια ώρα ξεκινούσαν και τα μικρά, κάτω των 12 χρονών και πήγαιναν κι' αυτά παρέες-παρέες, με τις ματσούκες στο χέρι και τα σακκούλια κρεμασμένα στον ώμο, "για να κάνουν τα κόλιαντα" τραγουδώντας:
"Χριστούγεννα πρωτούγεννα, πρώτη γιορτή του χρόνου..."
[...] Οι νοικοκυρές μοιράζαν και σ'αυτά κάστανα, καρύδια κι' αμύγδαλα και κάτι μικρές "κλούρες", χωρίς τρύπα στη μέση. Τα παιδιά βελάζανε τότε, όπως και τα μεγάλα και τα "βλιάγματα" τα βάζανε στο σακκούλι. Αν οι "κλούρες" ήταν μεγαλύτερες με τρύπα στη μέση, τις λέγανε "κολιαντρίνες" και τις περνούσαν στον "κόλιαντρο", ένα ξυλαράκι ως 15 πόντους μακρύ δεμένο μ'ένα ασπροκόκκινο σκοινί από τη μέση, που τόδεναν από το μπροστινό μέρος του ζωναριού τους και τόριχναν πάνω από τον ώμο στις πλάτες. [...]
Τον "κόλιαντρο" τον ετοίμαζαν κι' αυτόν από νωρίς οι πατεράδες τους, όπως και τις ματσούκες και τον έφτιαχναν, σαν τετράπλευρο ορθογώνιο, που έμοιαζε με μικρό χάρακα. Στη μέση χάραζαν τότε μια "κόκκα" με το μαχαίρι και στις γωνίες έφτιαχναν κάτι μικρές κοκκίτσες, σαν δοντάκια.
Αν ανάμεσα στα μικρά ήταν και κανένα μεγαλύτερο κάπως αγόρι, που έπρεπε να είναι με τα μεγάλα, τότε οι γυναίκες τόπιαναν και το κρεμούσαν τον κόπανο -ένα χοντρό ξύλινο εργαλείο, που μ'αυτό χτυπούσαν τα μάλλινα ρούχα οι γυναίκες στο λάκκο (ρέμα) όταν έπλεναν- και του λέγανε:
- Τί κίντσεις κι συ μι τα μ'κρά; Ισύ ίσι για παντριά!
Αν πάλι, ανάμεσα στα μικρά, πήγαινε και κανένα μεγαλούτσικο κάπως κορίτσι και ανακατευόταν με τάγόρια, τότε οι γυναίκες, για να το μαλώσουν, το λέγανε:
- Τί κίντσεις κι συ μι τα παιδιά! Ή θέλ'ς να σι κατρανώσουμι!
Καμμιά φορά, τα κατράνωναν κιόλας, βάζοντας λίγη κατράνη στα νύχια και στις παλάμες των χεριών τους.
Το να κατρανώσουν ένα κορίτσι, ήταν μεγάλη προσβολή, γιατί ανακατευόταν με τ'αγόρια, πράγμα που απαγορευόταν, για λόγους τιμής. [...]
Στα Γρεβενά, τα κάλαντα τα λέγαν "κόλιντα" κι' έπαιρναν μέρος σ'αυτά παιδιά κάτω των 15 χρόνων, σχηματίζοντας μικρές παρέες κατά γειτονιές.





[...] Ευχαριστημένα ύστερα από τα φιλοδωρήματα που τους έδιναν, τραγουδούσαν:

Σε τούτ' το σπίτι πούρθαμε, πέτρα να μη ραγίσει
κι' ο νοικοκύρης του σπιτιού χρόνια πολλά να ζήσει.
Αν όμως σε κανένα σπίτι δεν τους άνοιγαν, τότε τραγουδούσαν:
Του κασσιδιάρη τ'άλογο στη βατσινιά δεμένο,
τα καλιακούδια το τσιμπούν κι' αυτό μον' καμαρώνει."

Σάββατο 17 Δεκεμβρίου 2011

Λήθη vs Μνημοσύνη


"Κι η στυγερή η Έριδα τον Πόνο εγέννησε που βασανίζει, γέννησε και τη Λήθη και τον Λιμό και τα Άλγη τα δακρυόεντα..." (Ησιόδου, Θεογονία 227)
"...αγάπησε την ομορφόμαλλη τη Μνημοσύνη, που απ'αυτήν γεννήθηκαν οι χρυσοστέφανες οι Μούσες οι εννιά, που τους αρέσουν οι γιορτές και η τέρψις του τραγουδιού.." (Ησιόδου Θεογονία 915) 
ΔΙΟΝΥΣΟΣ: Χαίρε, ω Χάρο, χαίρε, ω Χάρο, Χάρο μου χαίρε.
ΧΑΡΟΣ: Ποιός πάει ν'ανασάνει απ'τις φροντίδες κι από τα βάσανα; Ποιός πάει στο λιβάδι της Λήθης; Ποιός όπου κουρεύονται οι γάιδαροι, ποιός στον κόρακα;(Αριστοφάνη Βάτραχοι 186, απόδοση Α.Μελαχρινός)
"Αυτές .. με τον γιο του Κρόνου σμίγοντας εγέννησε στην Πιερία η Μνημοσύνη, δέσποινα στων Ελευθερών τις ακρορράχες- στα βάσανά μας λησμονιά κι ανάπαυσι απ'τις έγνοιες.." (Ησιόδου Θεογονία 54, απόδοση Π.Λεκατσά)
"...αλλά εσύ αυτά έχε στις φρένες σου, μήτε η λήθη να σου τα πάρει, όταν ο μελόγλυκος ύπνος σ'αφήσει..." (Ομήρου Ιλιάς Β33, απόδοση Κ.Δούκα)
"μνημοσύνη τις έπειτα πυρός δήϊο γενέσθω..." ("να θυμηθούμε τότε το καταστρεπτικό πυρ..") (Ομήρου Ιλιάς Θ181, απόδοση Κ.Δούκα)
" στους θνητούς παρέχει λήθη, βλάπτουσα το νου.." (Θέογνις 705)
"Σεις αι θυγατέραις της Μνημοσύνης και του βροντερού Διός, ω ένδοξες Πιερίδες Μούσαι με την Λαμπράν φήμην, σεις εις όσους ανθρώπους παρευρεθήτε είσθε περιπόθητες, πολύμορφες, επειδή γεννάτε την άμεμπτον αρετήν πάσης παιδείας' εσείς τρέφετε την ψυχήν και δίδετε την ορθήν κατεύθυνσιν εις την διανόησιν, και είσθε αι οδηγοί βασίλισσαι του δυνατού νου." (Ορφικοί Ύμνοι, Μουσών, απόδοση Ι.Πασσά) 

"[...] Και αφού όλες οι ψυχές διάλεξαν τους βίους των κατά τη σειρά που έδειχνε ο κλήρος τους, με την ίδια τάξη παρουσιάστηκαν μπροστά στη Λάχεση' εκείνη έδωκε συνοδό στον καθένα το δαίμονα που διάλεξε, για να του χρησιμεύει ως φύλακας στη νέα του ζωή και βοηθός στην εκπλήρωση του προορισμού της εκλογής του. Αυτός οδηγούσε πρώτα την ψυχή προς την Κλωθώ, για να επικυρώση εκείνη την μοίρα, που της έλαχε, με το χέρι της και με μια περιστροφή που έδινε στο περιδινούμενο αδράχτι' αφού ερχόταν σε επαφή με το αδράχτι, την έφερνε έπειτα στο γνέσιμο της Ατροπού κάνοντας έτσι ανέκκλητα όσα είχε κλώσει η Κλωθώ. Και από κει, χωρίς να επιτρέπεται πια να στρέψουν πίσω, πήγαιναν και περνούσαν κάτω από το θρόνο της Ανάγκης, από το ένα μέρος στο άλλο, και, αφού περνούσαν και οι άλλοι, άρχιζαν όλοι να πορεύωνται προς την πεδιάδα της Λήθης μέσ'από φοβερή και πνιγερή ζέστη, γιατί δεν υπήρχε εκεί ούτε δέντρο ούτε τίποτα'απ'όσα φυτρώνουν στη γη. Όταν τέλος βράδυαζε, κατασκήνωναν στις όχθες του ποταμού Αμέλητα, που το νερό του κανένα δοχείο δε μπορεί να το κρατήσει. Κάθε ψυχή ήταν υποχρεωμένη να πιη ωρισμένη ποσότητα απ'αυτό το νερό, μερικοί όμως δεν είχαν αρκετή φρόνηση να συγκρατηθούν και να πιουν περισσότερο' και τότε έχαναν για πάντα κάθε ανάμνηση των προηγουμένων.[...] Και έτσι Γλαύκων, σώθηκε ως εμάς ο μύθος αυτός και δεν εχάθηκε' μπορεί μάλιστα και να μας σώση, αν δώσουμε πίστη σ'αυτόν' και τότε και τον ποταμό της Λήθης θα περάσουμε καλά και την ψυχή μας θα διαφυλάξωμε καθαρή από κάθε μίασμα.[...]"  (Πλάτωνος Πολιτεία 621, απόδοση Ι.Γρυπάρη) 
"Την Μνημοσύνην προσκαλώ, την σύζυγον του Διός, την βασίλισσαν, η οποία εγέννησε τας ιεράς Μούσας, τας οσίας, τας λιγυροφώνους (με την λιγυρή φωνή) πού έχει πάντοτε την μνήμην της έξω από την κακίαν η οποία (κακία) βλάπτει τάς φρένας καί συγκρατεί κάθε νουν των βροτών σύνοικον με τας ψυχάς και αυξάνει τον δυνατόν και ισχυρόν λογισμόν των ανθρώπων είναι γλυκύτατη, αγαπά την αγρυπνίαν υπενθυμίζει τα πάντα περί των οποίων ο καθένας σχηματίζει πάντοτε γνώμιν (αποκτά μνήμην) ούτε παρεκτρέπεται καί διεγείρει εις όλους την σκέψιν.[...]"  (Ορφικοί Ύμνοι, Μνημοσύνης, απόδοση Ι.Πασσά)
"τοσούτον ύπνον και λήθην άπαντας έχειν.."  (Δημοσθένης 320)
"Γιατί τα γράμματα στις ψυχές εκείνων που θα τα μάθουν, θα φέρουν λήθη, μια κι αυτοί θα παραμελήσουν τη μνήμη τους, γιατί από εμπιστοσύνη στη γραφή θα φέρνουν τα πράγματα στη μνήμη τους απ'έξω με ξένα σημάδια, όχι από μέσα, από τον εαυτό τους τον ίδιο. Ώστε δεν ευρήκες το φάρμακο για τη μνήμη την ίδια, αλλά για το να ξαναφέρνης κάτι στη θύμηση.Κι από τη σοφία δίνεις στους μαθητές σου μια δόκηση, κι όχι την α-λήθεια' γιατί έχοντας πολλά ακούσει χωρίς να τα διδαχτούνε θά'χουν τη γνώμη πως ξέρουνε πολλά, ενώ είναι ανίδεοι στα πιο πολλά και φορτικοί στη συντροφιά τους, και θα έχουνε γίνει αντίς σοφοί δοκησίσοφοι."(Πλάτωνος Φαίδρος 275, απόδοση Ι.Θεοδωρακόπουλος)




Δευτέρα 28 Νοεμβρίου 2011

Περί γιγάντων ο λόγος..

(Απολλόδωρος, Βιβλιοθήκη Α 6,1)
 
Η ιστορία, λοιπόν, ξεκίνησε κάπως έτσι: Με τη Γη να τα παίρνει στο κρανίο για την μαύρη τύχη των υιών της Τιτάνων και να γεννοβολά τους φοβερούς και τρομερούς γίγαντες.
Ή, σύμφωνα με τον Ησίοδο ("Θεογονία 185"), από τις στάλες αίματος τ' Ουρανού που την ποτίσαν μιας και ο Κρόνος με το δρεπάνι τού'κοψε τα αιδοία, καθώς:
"Κι αυτά δεν φύγαν απ'το χέρι του έτσι στα χαμένα' γιατί όσες στάλες αίμα έπεσαν, όλες η Γη τις δέχτηκε και με καιρούς και χρόνια τις Ερινύες εγέννησε τις φοβερές και τους μεγάλους Γίγαντες..[...]" 
 
Πότε; Στο απώτατο κι απροσδιόριστο παρελθόν... Και μας έμεινε αμανάτι η λέξη, οι μύθοι και τα παραμύθια.. με άλλα λόγια, η ανάμνηση...

(Νικολάου Γ.Πολίτη, "Παραδόσεις")
 
Η περίφημη γιγαντομαχία, μάλιστα, ενέπνευσε πάμπολλους δημιουργούς των αρχαίων χρόνων.
Παρθενών. Ανατολικές μετόπες. Μάχη των Ολύμπιων θεών εναντίον των Γιγάντων.           (Γιγαντομαχία) *πηγή φωτογραφίας:http://www.eie.gr/archaeologia/gr/02_DELTIA        /Parthenon.aspx                                                                                                                  
 
Αναφέρει, μεταξύ άλλων, το "Νεώτερον εγκυκλοπαιδικόν λεξικόν του Ηλίου":
"Ιδίως η Αττική εις την λατρείαν της απέδιδε μεγάλην σημασίαν εις την γιγαντομαχίαν, ως εκ του ρόλου τον οποίον έπαιξε η Αθηνά. Αρκεί να λάβωμεν υπ'όψιν ότι ο περίφημος πέπλος, ο οποίος κατ'έτος προσεφέρετο από τας Ατθίδας παρθένους εις την θεάν, εστολίζετο με σκηνάς της γιγαντομαχίας. Ο Φειδίας είχεν απεικονίσει εις την εσωτερικήν πλευράν της ασπίδος της Αθηνάς εικόνας από την γιγαντομαχίαν. Εις το μουσείον της Ακροπόλεως φυλάσσεται τμήμα αετώματος, προφανώς ναού του 7ου αιώνος π.Χ., όπου παρίσταται η Αθηνά πολεμούσα κατά του Εγκελάδου, τον οποίον έχει ήδη εξαπλώσει προ των ποδών της."
πηγή φωτογραφίας: "Νεώτερον εγκυκλοπαιδικόν λεξικόν Ηλίου" 
 
Σύμφωνα με τον Απολλόδωρο, στους θεούς δόθηκε χρησμός που ανέφερε πως ο μόνος τρόπος για να νικήσουν τους τρομερούς γίγαντες ήταν να συμμαχήσουν με κάποιον θνητό (!). Έτσι κι έγινε. Με σύμμαχο, λοιπόν, τον Ηρακλή, κατόρθωσαν να τους κατατροπώσουν.
Γίγας, "Παρά το γω, το χωρώ, γίνεται γας' και κατά αναδιπλασιασμόν, γίγας' ή παρά το εκ της γης ιέναι" (Ετυμολογικόν Μέγα). Με άλλα λόγια, είτε επειδή προέρχονται από τη γη, τέκνα της γης, είτε από το γας, γω που σημαίνει χωρώ.
Όπως και νά'χει, οι Γίγαντες, δεν είχαν την καλύτερη φήμη. Ούτε κατά τη μυθολογία μας, ούτε στα σημερινά παραμύθια (με σπάνιες εξαιρέσεις!). Συμβόλιζαν τη δύναμη του κακού, του δυνάστη. Σήμερα γίγαντες μπορεί να μην υπάρχουν, με την παραδοσιακή τους μορφή (η απεικόνισή τους, εξάλλου, έδινε έμφαση στο έντονο "υλικό" στοιχείο τους, ό,τι κι αν μπορούσε να σημαίνει αυτό..), αλλά από κακό που γιγαντώνεται, από δυνάστες με "γιγάντιες" δυνάμεις, άλλο τίποτα. Κάτι ενδιαφέρον στο μύθο είναι πως για να κατατροπωθούν στάθηκε απαραίτητη η συμμαχία του θνητού με τους θεούς (ό,τι κι αν σημαίνει, και πάλι, αυτό...).
Παρ'όλο, λοιπόν, που η λέξη, καθώς πέρασαν οι αιώνες, χρησιμοποιείται κυρίως ως επίθετο για να προσδιορίσει την υπερβολική δύναμη ή το μεγάλο μέγεθος, ακόμη και για να χαρακτηρίσει έναν ήρωα (π.χ. το Διγενή Ακρίτα) κι όχι τα τερατώδη όντα του κακού κι έτσι οι σύγχρονοι Γίγαντες αναφέρονται ως, π.χ., "μεγαλοτραπεζίτες και σια", απομείναμε με μόνους γίγαντες τα συγκεκριμένα φασόλια (αν και θέλω να ευελπιστώ και για ήρωες μελλοντικά...).
Κι επειδή, ένεκα της περιβόητης κρίσης, καλό είναι να αναθεωρήσουμε και τις διατροφικές μας συνήθειες προς το πιο παραδοσιακόν και οικονομικόν, ας μιλήσουμε λιγάκι και για τους γίγαντες, που έθρεψαν γενεές γενεών σε τούτα εδώ τα χώματα.
 
Όταν ξεκίνησα να καλλιεργώ το μπαξέ μου πιο συστηματικά κι είχα την πρώτη μου επαφή με τους ντόπιους σπόρους, βρέθηκαν στα χέρια μου μια χούφτα μαύροι γίγαντες, προσφορά από έναν γείτονα. "Μαύροι;" απόρησα.."Υπάρχουν και μαύροι;". Συνηθισμένη από τα λιγοστά του εμπορίου, δεν είχα ακόμη συνειδητοποιήσει τι πλήθος ποικιλιών και χρωματισμών χαρακτηρίζει το κοινότατο φασόλι μας. Ένα πράγμα.. πώς να το πω; .. την εποχή του υποτιθέμενου "πλούτου", της πληθώρας, της περίφημης "ανόδου του βιοτικού επιπέδου"... σαν να φτώχαιναν τα γύρω μας.. συντροφιά και με το λεξιλόγιό μας. Έτσι, κάπως, σαν νά'χασαν και τα φασόλια την πολυχρωμία τους και να κατέληξαν όλα ολοσδιόλου λευκά, μικρά και μεγάλα. Ένας συστηματικός αποχρωματισμός των λεπτομερειών της ζωής, μέχρι να μας την καταντήσουν γκρίζα...
 
Μαύροι γίγαντες, λοιπόν, με ένα βαθύ πορτοκαλί λουλούδι ν'αγκαλιάζεται με το λευκό, στο πρώτο μου αυλάκι!
Κι επειδή οι γίγαντες δε θα μπορούσαν, ως γίγαντες, να μην διαφέρουν απ'τα κοινά φασόλια, έχουνε κι ένα άλλο γνώρισμα, που δεν τό'χω διαβάσει πουθενά, αλλά μου το μετέφερε εκείνος ο γείτονας καθώς μου τους παρέδωσε, "για επτά χρόνια στη σειρά, ξαναφυτρώνουν στον ίδιο τόπο, χωρίς να χρειαστεί να τους ξανασπείρεις" κι ας έχουν ξεραθεί ολοσχερώς με του χειμερινού βοριά τ'αγιάζι. Αρκεί να μη σκαλίσεις βαθιά και πετάξεις τις ρίζες τους και έτσι τους ξεπατώσεις... Κύττα, να δεις, επιμονή, της γης τα τέκνα!..... 

Πέμπτη 24 Νοεμβρίου 2011

έργα και ημέρες...






Ησιόδου "Έργα και Ημέραι" (στ.213-270)

"Μα εσύ, Πέρση, να υπακούης στο δίκιο και να μην αγαπάς την αυθαιρεσία' γιατί η αυθαιρεσία είναι βλαβερή στον κοινόν άνθρωπο' μα κι ο μεγάλος δεν μπορεί εύκολα να την βαστάη και λυγάει κάτω από το βάρος της, όταν πέση σε απερισκεψίες' προτιμότερος είναι ο δρόμος που περνάει από το άλλο μέρος προς τη δικαιοσύνη. Η δικαιοσύνη έχει μεγαλύτερη δύναμη να βγη στο τέλος νικήτρα' κι ο άμυαλος το μαθαίνει αυτό, όταν πάθη. Γιατί αμέσως ο Όρκος τρέχει ξοπίσω στις άδικες κρίσεις' και σκούζει η Δικαιοσύνη που σέρνεται όπου την τραβούν οι δωροφάγοι άνθρωποι, που με στραβή κρίση κρίνουν τις δίκες' και γυρίζει κλαίοντας στην πόλη και στις κατοικίες των λαών [αχνοντυμένη και φέρνοντας δυστυχία στους ανθρώπους] που ήθελαν να την εξορίσουν και δεν την εμοίρασαν ίσα.

Όσοι όμως βγάζουν σωστές αποφάσεις για τους ξένους και τους ντόπιους και δεν βγαίνουν καθόλου έξω από το δίκιο, τούτων ευημερεί η πόλη και προκόβουν οι λαοί που είναι σ'αυτήν. Και μένει στη χώρα τους η ειρήνη που μεγαλώνει τα παλληκάρια, ούτε ποτέ ορίζει γι'αυτούς ο βροντόφωνος Ζεύς το φοβερό τον πόλεμο' και ούτε η πείνα ούτε άλλο βλάψιμο ακολουθεί ποτέ τους δίκαιους ανθρώπους, και τούτοι χαίρονται σε συμπόσια τους καρπούς από τα φροντισμένα τους χωράφια. Για τούτους η γη παράγει άφθονα αγαθά, και στα βουνά η βελανιδιά φέρνει στην κορφή βελανίδια και στη μέση μέλισσες και τα μαλλωτά τους πρόβατα είναι φορτωμένα μαλλί, κι οι γυναίκες γεννάνε τέκνα όμοια με τους γονείς τους και προκόβουν από καλά ως το τέλος' και ούτε με καράβια ταξιδεύουν αφού τους προσφέρει τους καρπούς της η ζωοδότρα γη. Όσοι πάλι έχουν στο νου τους την ολέθρια αυθαιρεσία και τα κακουργήματα, τους προορίζει σε καταδίκη ο βαρυβρόντης Κρονίδης Ζεύς. Πολλές φορές κι ολόκληρη η πόλη έπαθε από τον κακόν άνθρωπο που κριματίζει και μηχανεύεται ανόσιες πράξεις' * σε τούτους απ'τον ουρανό ο Κρονίδης ρίχνει μεγάλη συμφορά, πείνα μαζί και θανατικό. Πεθαίνουν οι άνθρωποι, δεν γεννάν οι γυναίκες και γκρεμίζονται τα σπίτια, σύμφωνα με τη σοφή θέληση του Ολυμπίου Διός. Άλλοτε πάλι ο Κρονίδης ή τους κατέστρεψε μεγάλο στρατό ή τους τιμωρεί σε κάστρο τους ή σε καράβια τους στη θάλασσα.

Και σεις βασιλιάδες, προσέξατε καλά και οι ίδιοι αυτή τη δικαιοσύνη' γιατί οι αθάνατοι, με το να είναι κοντά και ανάμεσα στους ανθρώπους, αντιλαμβάνονται όσους βασανίζουν ο ένας τον άλλον με άδικες κρίσεις, αψηφώντας την τιμωρία των θεών. [...] Είναι και η παρθένα Δικαιοσύνη, του Διός τέκνο, που την τιμούν και τη σέβονται οι θεοί που κατοικούν στον Όλυμπο' και όταν κανείς την πληγώνη προσβάλλοντάς την με άδικες κρίσεις, αμέσως αυτή πάει και κάθεται κοντά στον πατέρα της το Δία τον Κρονίωνα και του καταγγέλει τις στραβοκεφαλιές των άδικων ανθρώπων, για να πληρώσει ο λαός τις αδικίες των βασιλέων, που έχοντας κακό στο νου τους διαστρέφουν τη δικαιοσύνη και βγάζουν άδικες αποφάσεις. Αυτά λογαριάζοντας βασιλιάδες δωροφάγοι, να μιλάτε δίκαια και να ξεχάσετε ολως διόλου τις άδικες κρίσεις' γιατί στον εαυτό του μαγειρεύει κακά εκείνος που μαγειρεύει κακά εναντίον του άλλου' και ο κακός σκοπός είναι κάκιστος για εκείνον που τον έχει. Το μάτι του Δία που τα βλέπει όλα και όλα τα αντιλαμβάνεται, και τούτα τώρα τα παρακολουθεί, αν θέλη, ούτε του ξεφεύγει τίνος ποιότητος είναι η δικαιοσύνη αυτή που κλείνει μέσα της η πόλη μας.[...]" 
(απόδοση στην νεοελληνική: Σπ.Φίλιππα, εκδ.Πάπυρος)



* Πρόκλου "Υπόμνημα εις τα Ησιόδου Έργα και Ημέρας" σε στ.240-241:

"Αυτό φαίνεται να μην είναι δίκαιο, δηλαδή να τιμωρείται ολόκληρη η πόλη εξαιτίας ενός κακού ανθρώπου. Μπορεί να εννοεί ότι, όταν υπάρχει ένας κακός, η πόλη πολλές φορές εξομοιώνεται με αυτόν τον έναν και κολλάει την κακία του σαν αρρώστια και μολύνεται ολόκληρη από αυτήν. Μπορεί όμως να σημαίνει και κάτι άλλο, ότι δηλαδή, όταν υπάρχει ένας κακός, τιμωρείται ολόκληρη η πόλη επειδή δεν τιμώρησε την κακία του ενός, μολονότι μπορούσε να την τιμωρήσει. Έτσι και όταν ο Αγαμέμνονας συμπεριφέρθηκε με αυθάδεια στον ιερέα, η επιδημία εξαπλώθηκε σε όλους τους Έλληνες, επειδή παρέλειψαν να υπερασπιστούν τον ιερέα' και όταν ασέβησε ο Αίαντας στο ιερό της Αθηνάς, όλοι κατέστησαν ένοχοι για την δικαιοσύνη, επειδή δεν αγανάκτησαν με την ασέβεια. Γιατί δεν πρέπει να αφήνουμε τους ασεβείς ούτε να συγκατανεύουμε στους άδικους παραλείποντας να σταματήσουμε τη δύναμη των κακών, ενώ μπορούμε να τη σταματήσουμε." 
(απόδοση στην νεοελληνική: "φιλολογική ομάδα Κάκτου")


Σάββατο 17 Σεπτεμβρίου 2011

Υστερόγραφο σαν παραμύθι....("Ψυχής Άκος")

(σαν υστερόγραφο στην προηγούμενη εγγραφή, βλ.: - Αύριο θα πας σχολείο;)

Μια φορά κι έναν καιρό, πριν πολλά πολλά χρόνια, όταν οι Τούρκοι ήταν ακόμη εδώ στα χωριά μας και στα σπίτια μας (όχι, μη μπερδευόμαστε.. δε μιλάω για τώρα, που είναι μόνιμοι στις τηλεοράσεις μας.. τότε που είχαν κατακτήσει -και όχι αγοράσει διευκρινίζω.. γιατί μπερδεύονται σήμερα οι έννοιες.. ένα κουβάρι έχουν γίνει..- τότε, αν έχετε ακουστά, κατά τη λεγόμενη Τουρκοκρατία.. αν έχει πάρει το μάτι σας σε κανένα βιβλίο.. ή, έστω, dvd.. αν και νομίζω θά'χει διαγραφεί από κει σιγά-σιγά...είναι το καλό πως με τους υπολογιστές γλιτώσαμε και τις μουτζούρες που προδίδουν!.).. τότε, λοιπόν, εδώ στο Πήλιο, σ'ένα από τα χωριά μας, τις Μηλιές, γύρω στα 1815, τρεις παππούδες* μας πολυταξιδευμένοι και σπουδαγμένοι, ψάχνοντας τρόπο να βγάλουν απ'τα σκοτάδια κι απ'τη δουλεία τη νέα γενιά, κάναν τ'αδύνατα δυνατά να φτιάξουν ένα καλό σχολειό, να φέρουν στα παιδιά βιβλία, να τους δείξουν πως υπάρχει φως, να τους προβάλουν ιδανικά, να τους γαλουχήσουν με πίστη στην ελπίδα για ένα αύριο καλύτερο, για ένα αύριο φωτεινότερο, για ένα αύριο ελεύθερο... (Μα ακούγονται τόσο ρομαντικά όλα αυτά;)

Τούτοι οι παππούδες μας, λοιπόν, είχαν όνειρο να φτιάξουν όχι μοναχά ένα απλό σχολειό, μα μια Ακαδημία, ένα Πανεπιστήμιο κατά κάποιο τρόπο, για τα παιδιά των Ελλήνων. Μεγαλεπήβολα σχέδια θα μου πεις! Κι όμως! Σε μιαν Ελλάδα σκλαβωμένη, σε μια Ελλάδα ρημαγμένη, σε μια Ελλάδα βυθισμένη στο σκοτάδι... το είχαν όνειρο.. Φυσικά, οι Τούρκοι δε δώσαν άδεια για κάτι τόσο μεγάλο.

Όπως και νά'χει, όμως, μετά κόπων και βασάνων και πολλής καλής θελήσεως κι επιμονής, οι παππούδες μας "φιλογενεία κινηθέντες" κατάφεραν να φτιάξουν τη Σχολή τους..."προς ανατροφήν και διδασκαλίαν των τέκνων των ομογενών" και "εις βάσιν τούτου αφιέρωσαν εαυτούς εις αυτό".**... Κύττα να δεις πράγματα! Και να φανταστείς, τότε, για τούτην την "φιλογενείαν" τους δεν τους κατηγόρησαν ως αιμοβόρους ρατσιστές! Τότε. Σήμερα, δεν ξέρω... Ναι, και μάλιστα "αφιέρωσαν εαυτούς εις αυτό" και όσο παραδάκι είχαν ή μπόρεσαν να συγκεντρώσουν! Και δεν τούς είπαν "μαλάκες"! Τότε. Σήμερα, δεν ξέρω...Άλλοι καιροί, άλλα ήθη, άλλα έθιμα, άλλες αξίες... άλλες κι οι έννοιες των λέξεων!

Η Σχολή, λοιπόν, λειτούργησε. Κι οι παππούδες μας εκείνοι, μοιράζαν απλόχερα γνώση κι ελπίδα σ'όποιον ήθελε να τις κατακτήσει και προετοίμαζαν την Επανάσταση. Και κατόρθωσαν να κάνουν το χωριουδάκι τους μια από τις εστίες του ελληνικού Διαφωτισμού. 7 Μαϊου του 1821 υψώθηκε η Σημαία της Επαναστάσεως της Θεσσαλομαγνησίας, στο ίδιο αυτό χωριό. Απέτυχε, όμως. Η Σχολή υπέστη σοβαρότατες ζημιές κι οι παππούδες μας έφυγαν για την ελεύθερη Ελλάδα. Για να ξαναγυρίσει, ο ένας από αυτούς***, το 1834 και να διδάξει ξανά μέχρι το θάνατό του (1844). Τότε η Σχολή έκλεισε. Όμως ο σπόρος είχε ήδη πέσει στη γη....

Το 1881 η Θεσσαλία επιτέλους απελευθερώθηκε. Στον ίδιο χώρο στήθηκε το πρώτο Δημοτικό Σχολείο του χωριού. Αργότερα (1928) τα κειμήλια της Σχολής (πολύτιμα χειρόγραφα και κώδικες, χάρτες, βιβλία, ως και όργανα φυσικής και χημείας) θα φυλαχθούν σε ένα καινούριο κτίριο, εκείνο της Βιβλιοθήκης (δωρεά και τούτο μιας εκ των γιαγιάδων μας****).



Μέχρι που ήρθανε οι Γερμανοί (ναι, ναι εκείνοι που μας έχουνε και τώρα στη μπούκα, που μας πείσανε πως ήμαστε χρεωκοπημένοι, αγύρτες, κλέφτες, τεμπέληδες και μαλθακοί κι εμείς αντιστεκόμενοι, βεβαίως-βεβαίως, τρέχουμε καθημερινά στα lidl και τ'άλλα σαβουροσουπερμάρκετ τους για να δηλητηριαζόμαστε με τις σάπιες κονσέρβες τους και να τους τονώνουμε -χάρη στην ευγνωμοσύνη που σαφώς τους οφείλουμε καθώς μας άνοιξαν τα μάτια κι είδαμε τι κουμάσια είμαστε και τι βούρδουλα χρειαζόμαστε- τη δική τους οικονομία)... Ήρθαν, λοιπόν, οι Γερμανοί (με τον πόλεμο του 1940.. έτσι, για να μαθαίνουν οι νεότεροι, μιας και δε νομίζω πως θα τα διδαχτούν ποτέ!), και κάποιοι άλλοι παπούδες μας (που δε γουστάραν τη μπότα της γιαγιάς της Μέρκελ καρφωμένη στα κεφάλια τους) παλεύανε να κάνουνε αντίσταση. Οι Γερμανοί χαλάστηκαν πολύ με κάτι ενέδρες -με τις οποίες οι παππούδες μας τους έφαγαν λάχανο- και, καθώς διακρίνονται για τις ευαισθησίες τους και τον ανθρωπισμό τους ανά τους αιώνες, αποφασίσανε να καθαρίσουν εν ψυχρώ κάθε χωριανό από 16 ως 60 χρονών και να βάλουν και καπάκι μια φωτιά στο χωριό να τα κάψουν όλα, έτσι για να το διασκεδάσουν και λιγάκι, βρε αδερφέ! Οι περισσότεροι ντόπιοι ψυλιασμένοι την κάναν για το βουνό, αλλά το κεφαλοχώρι έγινε στάχτη και 33 χωριανοί που πιάστηκαν εκτελέστηκαν εν ψυχρώ, παρακολουθώντας τα πάντα να τυλίγονται στις φλόγες (1943)...

Έτσι κάηκε και το περίφημο Σχολειό.

Το χωριό απέμεινε ερειπωμένο και πάμφτωχο.. Η ζωή όμως συνεχίστηκε. Κι ας ακολούθησαν κατακλυσμοί, σεισμοί, παγετοί, ξενιτεμοί και κακουχίες. Μετά το 1960 το χωριό άρχισε να παίρνει τα πάνω του. Τότε, ένας άλλος απ'τους παππούδες μας***** αποφασίζει να φτιάξει νέο σχολειό πάνω στα ερείπια της παλιάς Σχολής. Μη νομίζετε ότι δεν υπήρχαν εμπόδια και τότε! Η δωρεά έγινε, το σχολειό χτίστηκε (μάλιστα έμεινε και κληροδότημα υποτροφίας για τις επόμενες γενεές), χρειάστηκαν όμως δυο χρόνια να παραμείνει κλειστό μέχρι επιτέλους οι ιθύνοντες ν'αποφασίσουν να το λειτουργήσουν (1972). Είναι το ίδιο σχολειό που λειτουργεί και σήμερα ως Γυμνάσιο και φιλοξενεί σχεδόν 60 μαθητές από όλα τα γύρω χωριά. Είναι το ίδιο σχολειό που πέρσι φάγανε τα λυσσιακά τους για να το κλείσουνε, κι όταν μέσα στα αμέτρητα επιχειρήματα για τη στήριξή του, κάποιοι ρομαντικοί αποφάσισαν να κάνουν το λάθος να αναφέρουν και την ιστορικότητά του, οι τεχνοκράτες απ'το υπουργείο -ανεπισήμως- απάντησαν "Αφήστε τα αυτά! Δε μας ενδιαφέρουν καθόλου!". Τί να τους ενδιαφέρει, εξάλλου; Ευτυχώς που υπήρχαν κι άλλοι λόγοι.. ευτυχώς που πληρούσε όλες τις τυπικές προϋποθέσεις.. ευτυχώς που έπεσε πολύ ζόρισμα.. από κάποιους που ακόμη εξακολουθούν να ενδιαφέρονται για αυτόν τον ρημαδότοπο και τις ψυχές του.. Για να του δοθεί μια μικρή, προσωρινή, παράταση ζωής..

Η Βιβλιοθήκη, που ανακαινίστηκε το 1974 με σχέδια άλλου εκ των παππούδων μας******, παρέμεινε κι αυτή ζωντανή -προς το παρόν- να διαφυλάττει τους πολύτιμους θησαυρούς της, με τις πόρτες ανοιχτές σε μαθητές μικρούς και μεγάλους, με την περίφημη επιγραφή εκείνης της παλιάς, της επί Τουρκοκρατίας, του Γένους Σχολής, να στολίζει την είσοδό της:



ΨΥΧΗΣ ΑΚΟΣ

Μήπως, δυστυχώς, χρειάζεται να το μεταφράσω;:

ΘΕΡΑΠΕΙΑ ΨΥΧΗΣ...

Γιατί δε χάσαμε μόνο το νόημα των λέξεων...

χάσαμε, δυστυχώς, και το νόημα της γνώσεως...
(ε, αυτά είναι αλληλένδετα -για αυτό μας βάλλουν τόσο και τη Γλώσσα.. τυχαία καταργήσαν πάλι τα αρχαία ελληνικά;-.. πάνε πακέτο, ένα πράγμα...)
Θεραπεία ψυχής, λοιπόν...

(αν δε χάσαμε και την ψυχή μας..)

(Σημ.:
*Γρηγόριος Κωνσταντάς, Άνθιμος Γαζής, Δανιήλ Φιλιππίδης
**απόσπασμα από το συμφωνητικό ιδρύσεως της Σχολής απ'τον Κωνσταντά και τον Γαζή
***Γρηγόριος Κωνσταντάς
****Κρυσταλλία Οικονομάκη
*****Κωνσταντίνος Γραμμενής
******Αργύριος Φιλιππίδης)

Παρασκευή 16 Σεπτεμβρίου 2011

- Αύριο θα πας σχολείο;

- Δεν ξέρω.... απάντησε και κούνησε τους ώμους μ'ερωτηματικό... Βλέπεις, δεν εξαρτάται από κείνον. Μα ούτε κι από κάποια ασθένεια που θα μπορούσε να τον κρατήσει όμηρο στο σπίτι. Τότε από ποιόν; Ποιός έχει πάρει την τύχη του παιδιού στα χέρια του; Δεν ξέρω.... αν κι ίσως και να υποψιάζομαι...


Ελληνική επαρχία 2011... (Για την πρωτεύουσα δεν το συζητώ.. άλλα δράματα εκεί...)

Πέρσι την άνοιξη, λοιπόν, ξεσηκωθήκαμε να μη μας κλείσουν το Γυμνάσιο που τόσα χωριά εξυπηρετεί. Με νύχια και με δόντια το κρατήσαμε "προς το παρόν", κάνοντας ό,τι, μα ό,τι περνούσε από το χέρι μας. Η εναλλακτική; Ένα Γυμνάσιο μιας ώρας μακρινό, με ένα οδικό δίκτυο ορεινό και δύσκολο, με καιρικές συνθήκες αντίξοες και το πρώτο χιόνι να κλείνει τους δρόμους, χωρίς καμία μα καμία δημόσια συγκοινωνία που να συνδέει όλα τούτα τα χωριά. Ναι, να το κλείσουν! Ένα ιστορικό σχολείο. Χωρίς να υπάρχει λόγος. Χωρίς να υπολειτουργεί. Χωρίς να έχει ανεπάρκεια μαθητών. Χωρίς να έχει βασικές ελλείψεις. "Για καλύτερα!"" Τί καλύτερα, μωρεεέ; Θα μας τρελάνετε;"

Τέλος πάντων.. δεν το κλείσαν. Προς το παρόν. Για φέτος. Αλλά, κόψαν τα λεωφορεία! Αμ, πώς;! Πάνε τα μαθητικά. Κι όταν λέμε "μαθητικά", εννοούμε τα δρομολόγια του ΚΤΕΛ που μεταφέραν τους μαθητές των χωριών, αλλά και όσους κατοίκους χρησιμοποιούσαν τη δημόσια συγκοινωνία. Κι εδώ μιλάμε για τα κεντρικά χωριά. Για τα άλλα... τα μικρότερα...ε, αυτά τα αποκόψαν εντελώς! Εκτός δρομολογίου, λέμε. Ακόμη κι όταν πρόκειται για δυόμιση χιλιόμετρα απόσταση! Ναι, για δυόμιση χιλιόμετρα απόσταση το λεωφορείο δεν πηγαίνει στο διπλανό χωριό να παραλάβει τα παιδιά (και όχι μόνο).

Εξ ου και άκουσα το διάλογο προχθές:...

-Αύριο θα πας σχολείο;

-Δεν ξέρω....

Κι άντε για το Γυμνάσιο, τελικά έβαλε πουλμανάκι ο Δήμος. Για το Λύκειο; Πού'ναι εκτός Δήμου, πέρα μακριά;

Σαν να γυρίζουμε χρόνια πίσω... Και να γυρίζαμε εντελώς, που λέει ο λόγος, μπορεί νά'τανε και καλύτερα! Αλλά γυρίζουμε μόνο στα στραβά του τότε, κρατώντας και τα στραβά του σήμερα...


Χωρίς βιβλία... Αυτό πάλι; Ίσως θά'πρεπε να μας τα παραγγέλνουν κι εμάς στην Τουρκία, όπως γίνεται για τις μουσουλμανικές μειονότητες (ακόμη και για τους -ουδεμία σχέση με Τουρκία- Πομάκους) της Θράκης. Αυτά τα βιβλία είμαι σίγουρη ότι ήδη θα τα έχουν παραλάβει οι μαθητές... Έτσι κι αλλιώς, με τον ξαφνικό καταιγισμό τόσων και τόσων τηλεοπτικών σειρών της γείτονας χώρας, θα την μάθουμε μια χαρά την τουρκική!

Με dvd και φωτοτυπίες, λοιπόν, ξεκινά η σχολική χρονιά.. Για όσους ξεκινά... Όχι πως ήταν και βιβλία εκείνα των τελευταίων χρόνων... προς φυλλάδες έκλιναν... Αλλά, φαίνεται, κι αυτά πολύ μας ήταν! Γιατί, όπως και να το κάνεις, αν συνηθίζει κανείς το διάβασμα, έστω και μέσα από φυλλάδες, κάποια στιγμή -μπορεί να σπάσει ο διάολος το ποδάρι του- και να του μπει στο μυαλό ν'ανοίξει να μελετήσει και τίποτα της προκοπής! Οπότε πρέπει σιγά-σιγά να καταργηθούν! Κακό πράγμα το βιβλίο. Κι επικίνδυνο. Κάποιες εποχές το καίγανε. Τώρα το αντικαθιστούν με dvd.  Τί να σχολιάσω; Ο Γιωργάκης θα κάνει πάρτυ απ'τη χαρά του με την ελπίδα ότι επιτέλους πλησιάζει στο στόχο του: να κάνει σαν τα μούτρα του τη νέα γενιά, να μη νιώθει ως ο μοναδικός απόλυτα αποβλακωμένος κι ανίδεος! Να φτιάξει μια στρατιά επικίνδυνων ανιστόρητων και απαίδευτων τεχνοκρατών...

Με dvd λοιπόν... Άντε και να πέσει ένας ιός... άντε και να χαλάσει ο υπολογιστής... άντε και να σου κλέψουν το laptop... Άντε και να το ρίξει κάτω η γιαγιά όπως πάει να το ξεσκονίσει... Άντε και νά'ναι ελαττωματικό... Άντε και κάποιος νά'χει κατιτίς διαγράψει... προσθέσει..χμ.. ή ό,τι σχετικό...

Με dvd λοιπόν... Όπως με πλαστικά λουλούδια που στολίζουν κάποιες ταφόπλακες, να μη μαραίνονται και ξανατρέχουμε στον παππού να τ'αλλάξουμε με φρέσκα και δροσερό νερό. Να μη λειτουργούν οι αισθήσεις.. να μην τα νιώθεις στο χέρι σου.. να μην αισθάνεσαι το άρωμά τους, να μην αφουγκράζεσαι τον ήχο της σελίδας... Ναι, να μην αισθάνεσαι... Πλαστικά λουλούδια.. Κανένα συναίσθημα... καμία επαφή... καμία επικοινωνία... Και πλαστικοί δάσκαλοι οσονούπω...

Με dvd λοιπόν... Ένα πράγμα σαν το χάμπουργκερ του φαστφουντάδικου μου κάνει! Γίνανε, λέει, τα Ελληνάκια παχύσαρκα! Τώρα να δεις κολλημένα ολημερίς κι οληνυχτίς στις οθόνες (λες και δεν έφταναν τα τόσα games!)... Ακόμη πιο παχύσαρκα, συν ολότελα στραβά και με αυχενικό απ'τα γυμνασιάκά τους χρόνια!

Με dvd και internet λοιπόν.. Κι όμως σου μιλάν για Γνώση... γνώση.. γνώση.. γνώση... κι ουσιαστικά αναφέρονται σ'έναν καταιγισμό ανεξέλεγκτων πληροφοριών που σου προσφέρουν το διαδίκτυο κι οι υπολογιστές. Που ένας ενήλικας και τα χάνει.. πόσο μάλλον ένα τέκνο απαίδευτον! Πότε γουστάρανε οι ισχυροί να αποχτήσει γνώση ο λαός; Λες να τους έπιασε ο πόνος τώρα; Σαν τους Ινδιάνους καταντήσαμε! Που τους τα παίρναν όλα για δυο χάντρες γυαλιστερές...

Θυμάμαι στο σχολείο.. μικρά.. απαγορευόταν λοιπόν το κομπιουτεράκι! Έπρεπε να κάνεις τη διαίρεση μόνος σου! "Μα, γιατί, αφού υπάρχει το κομπιουτεράκι;" αναρωτιόμαστε. Για να μπορείς να σκέφτεσαι μαλάκα! Για να εξασκείς το μυαλό σου! Ακόμη γιατί αύριο μπορεί να μην τό'χεις το κομπιουτεράκι δίπλα σου! Δε θα βρεις τη γνώση στο να μάθεις να χειρίζεσαι το κομπιουτεράκι! "Και γιατί οι μεγάλοι το χρησιμοποιούν;" "Γιατί οι μεγάλοι ξέρουν διαίρεση (λέμε τώρα...).. Πρέπει πρώτα να μάθεις καλά διαίρεση.. να κατακτήσεις τη γνώση της διαίρεσης.. και μετά να το χρησιμοποιείς για ευκολία..για κάτι πιο δύσκολο."... Ποιά διαίρεση τώρα και χαζά; Εδώ ούτε για ορθογραφικό λάθος δε θα σκας, θα διορθώνεται αυτόματα απ'τον υπολογιστή σου! Αλλά, ξέχασα, ποιό ορθογραφικό;.. Τώρα που κοντεύουν να μας επιβάλουν για τα καλά τα γραικύλικα (άντε να τα πω και επισήμως μπας και δεν καταλάβατε, τα greeklish);

Πρέπει πρώτα να μάθεις να γράφεις καλά... να διαβάζεις καλά.. και μετά ας έρθει κι ένα dvd.. Μα, εδώ, κοντεύουμε να ξεχάσουμε να γράφουμε, ακόμη κι εμείς που μεγαλώσαμε με χαρτί και μολύβι!

Βγήκαν τα έτοιμα φαγητά κι οι μανάδες ξέχασαν να μαγειρεύουν... και τα μωρά τους τα ταϊζουν άγνωστοι μισθωτοί αλλοδαποί! 

Βγήκε η έτοιμη γνώση κι οι άνθρωποι ξέχασαν να μαθαίνουν και να σκέφτονται... και τα παιδιά τους τα εκπαιδεύουν...... χμ... για να σκεφτούμε ποιοί είναι όλοι αυτοί που κανονίζουν τι και πως θα μάθουν ή δε θα μάθουν τα παιδιά μας... σε ποιούς έχουμε παραδώσει τις ψυχές, το νου και το μέλλον τους..... 

Τετάρτη 31 Αυγούστου 2011

χυλόπιτες και χυλοπίτες!

Λέγεται ότι η φράση "Έφαγε χυλόπιτα!" οφείλεται σε κάποιον κομπογιαννίτη γιατρό που δυο αιώνες πριν έφτιαχνε κάτι πίτες από χυλό σταριού με μπαχαρικά ως γιατροσόφι για τους βαριά ερωτευμένους που λιώναν απ'τον καημό τους μην έχοντας ανταπόκριση στην αγάπη τους... Αυτά για τη χυλόπιτα που, προσωπικά, φαντάζομαι θά'ταν ένα επιπλέον μαρτύριο για τον ταλαίπωρο τον ερωτευμένο, που δεν τού'φτανε ο πόνος τους, τον βάζαν να δοκιμάζει και τις λογής γευστικές αλχημείες του "ειδήμονα"!

Ας έρθουμε, όμως, στις χυλοπίτες, αν αντιθέση με τη χυλόπιτα, και αγαπητές είναι και γευστικότατες. Και δη, οι σπιτικές, γιατί αυτές που κυκλοφορούν στην αγορά, συνήθως, ουδεμία σχέση έχουν με την πραγματική χυλοπίτα.

Χρόνια ήθελα να φτιάξω.. δεν υπήρχε και κανείς στο χωριό να μου δείξει.. Φαίνεται δεν πολυκάναν εδώ, όπως τον  τραχανά , που μπορεί τώρα οι νεότερες να βαριούνται να φτιάξουν, αλλά κάποιες γιαγιάδες εξακολουθούν ν'απλώνουν κάθε χρονιά. Ε, είπα κι εγώ, να τιμήσω τη συνταγή της Ξανθής:

Χυλοπίτες σπιτικές, παραδοσιακές Ρούμελης
που, δυο χρόνια πριν είχε αναρτήσει στο ιστολόγιό της (http://asproylas.blogspot.com).
Χυλοπίτες ρουμελιώτικες, όπως τις έφτιαχνε η μανούλα της.. (Νά'ναι καλά η ψυχούλα της εκεί που βρίσκεται, Ξανθή μου)

Τα υλικά, σύμφωνα με τούτη την παλιά και δοκιμασμένη συνταγή είναι:

3 κιλά αλεύρι σκληρό
1/2 κιλό σιμιγδάλι ψιλό
1 1/2 κιλό κατσικίσιο γάλα
15 χωριάτικα αυγά
1 κουταλιά σούπας κοφτή αλάτι


Στη σκάφη, λοιπόν, ρίχνουμε το αλευράκι (Ε, ρε τί μπελά έφαγα με αυτό το αλεύρι! Λες κι είχε πέσει κακοριζικιά, κι όλο μαμουνιασμένο να βρίσκω στην αγορά!), το σιμιγδάλι και το αλάτι.


Κάνουμε μια γούβα και προσθέτουμε τ'αυγά -ελαφρώς χτυπημένα- και σιγά-σιγά το γάλα.


Η Ξανθή αναφέρει πως ζυμώνουμε περίπου 20 λεπτά... εγώ ομολογώ πως χρειάστηκα αρκετά παραπάνω...


Κατόπιν, τυλίγουμε τη ζύμη σε μια διαφανή μεμβράνη, τη σκεπάζουμε με μια πετσετούλα και την αφήνουμε να ξεκουραστεί για μια, μιάμιση ώρα.


Κόβουμε τη ζύμη σε μπαλάκια κι ανοίγουμε τα φύλλα με τη βοήθεια νισιστέ. Τα φύλλα, ούτε πολύ χοντρά, ούτε πολύ λεπτά. (Ε, ρε αγωνία, μήπως τα κάνω παχύτερα ή λεπτότερα και δε μου βγουν καλές! Τόσο που πήρα δείγμα, μια χυλοπίτα αγοραστή, να τσεκάρω το πάχος!)


Τ'απλώνουμε πάνω σε καθαρά σεντόνια...


κι όταν στεγνώσουν ώστε να μην κολλάνε μεταξύ τους, ούτε όμως να ξεραθούν τόσο που να σπάνε, τα διπλώνουμε και τα κόβουμε σε λωρίδες..


ή σε μικρά τετραγωνάκια...


Τέλος, απλώνουμε τις χυλοπίτες μας στα σεντόνια και τις αφήνουμε να στεγνώσουν για δυο με τέσσερις μέρες, ανάλογα τις καιρικές συνθήκες.. (Εγώ Ξανθή μου, τέσσερις για νά'μαι σίγουρη!!!). Και τις συντηρούμε σε σακουλάκια υφασμάτινα ή γυάλινα βαζάκια, σε δροσερό και ξερό μέρος...


Άντε, και καλοφάγωτες!!! (Εγώ τις στεγνώνω ακόμη, οπότε δεν έχουν δοκιμαστεί!)

.... ουφ! Απ'το πρωί ξεκίνησα αυτή την εγγραφή, μαύρη νύχτα κατάφερα επιτέλους να την ολοκληρώσω! Μια στραβομάρα ένα πράγμα... Κι όλα να "κολλάνε"! Κι η "κλειδοχρονιά"  πάλι ανταριασμένη... Θυμήθηκα μια παλιά μου εγγραφή, τέτοια μέρα, τελευταία του Αυγούστου, τρία χρόνια πριν.. Έτσι που ξεκίνησε να βροντάει αφηνιασμένα.. Αστροπελέκια, μπουμπουνητά.. ο ουρανός ν'αστράφτει αγριεμένα, επεισοδιακά ν'αποχαιρετά το καλοκαίρι.. να "κλειδώνει" τη χρονιά... Όπως τρία χρόνια πριν.. να προλάβω να μαζέψω τον απλωμένο βασιλικό.. και επιπλέον τα ρούχα και τα ντοματάκια τα λιαστά.. Ξαναδιάβαζα την παλιά εγγραφή, (βλ. "κλειδοχρονιά" ανταριασμένη..) και μου κάθισε η επανάληψη της μέρας! Ε, φυσικά, είχαμε και πάλι τα τερτίπια της ΔΕΗ (πώς αλλιώς;), λίγα δευτερόλεπτα πριν προλάβω να κάνω μια "αποθήκευση"! Πώς βγήκε σώος ο υπολογιστής απορώ (ε, γιατί το UPS τά'χει παίξει από καιρό..)...

Τέλος πάντων... καλό φθινόπωρο εύχομαι (μεταξύ μας, ας κρατήσει λίγο ακόμα το καλοκαιράκι.. ούτε το χόρτασα, ούτε το ευχαριστήθηκα φέτος... δεν είμαι για απότομους χειμώνες τώρα στο βουνό.. δε φόρτισα καθόλου μπαταρίες λέμε...).. κι άντε να δούμε... 

Τετάρτη 17 Αυγούστου 2011

ντοματοπελτές στο ταψάκι!

Αν και φέτος, λόγω άνοιξης -που μόνο άνοιξη δεν ήταν, αν κι είχαν ανοίξει οι ουρανοί κι έριχναν διαρκώς καρεκλοπόδαρα-  αλλά και λόγω γενικότερης στραβομάρας, οι ντοματιές μου (τα δικά μου φυτώρια, όχι οι ελάχιστες αγοραστές που αναγκάστηκα να πάρω για πρώιμες) δεν έλεγαν με τίποτα να κοκκινήσουν (εκεί, πράσινες απ'το κακό τους παραμένουν οι περισσότερες!), πριν λίγες μέρες κατόρθωσα να συγκεντρώσω κανένα πενταμισάρι κιλά και σε συνεργασία με τη Σ. πού'χε μαζέψει άλλες τόσες, αποφασίσαμε να φτιάξουμε πελτέ. Από τον παραδοσιακόνε. Γιατί τόσα χρόνια, μια επειδή βιαζόμουνα και βαριόμουν τα ξεφλουδίσματα και ξεσπορίσματα, μια επειδή λυπόμουν να πάει χαμένη τούτη η ποσότητα της ντομάτας, έφτιαχνα μια πηχτή σάλτσα νοστιμότατη που διατηρούσα σε βαζάκια για το χειμώνα, η οποία όμως δεν ήταν κι ακριβώς πελτές. Κοινώς, έκοβα τις ντομάτες, τις περνούσα στο μπλέντερ και τις έβραζα μέχρι να εξατμιστούν όλα τα νερά στην κατσορόλα. Κάποιες ωρίτσες δηλαδή. Προσέθετα αλατάκι για συντήρηση και γέμισα με τη σάλτσα γυάλινα βαζάκια ή μπουκαλάκια (με κάπως ευρυ στόμιο), τη σκέπαζα με λάδι για να μη μου μουχλιάσει και -για φόβο των Ιουδαίων- τα έβαζα και στο ψυγείο. Έτοιμη πηχτή σάλτσα για οτιδήποτε θελήσεις. Κι αν τυχαίνει να τρέχεις σαν το Βέγγο -όπως σε κάποιες φάσεις εγώ- και να μην προλαβαίνεις ούτε τούτο να κάνεις, απλώς κόβεις τις ντομάτες κομματάκια ή τις περνάς στο μπλέντερ (ανάλογα την προτίμηση), τις βάζεις σε σακουλάκια (ή ταπεράκια) και τις φυλάς στον καταψύκτη. Το μόνο πλεονέκτημα είναι ότι έτσι δε χρειάζονται αλάτισμα, οπότε μπορείς αργότερα, μαγειρεύοντας, να τις προσθέσεις σε κάτι ήδη αλμυρό, χωρίς να κινδυνεύει το φαγητό να γίνει λύσσα!

Αλλά, ας επανέλθουμε στον πελτέ, που, όπως και να το κάνουμε, είναι άπαιχτος, ακόμα και αλειμμένος σε μια φέτα ζεστό ψωμί! Υπάρχουν παραλλαγές στη διαδικασία -κι έχω διάφορες σκέψεις για το πως θα μπορούσα λίγο να την επισπεύσω- αλλά εγώ θα την παρουσιάσω όπως ακριβώς μου την έδειξαν, όπως ακριβώς τελικά φτιάξαμε τις προάλλες τον πελτέ μας. (Α! Μη φανταστείτε ότι βγαίνει καμιά τρελή ποσότητα.. μιας κι η ντομάτα κρύβει μέσα της μεγάλον όγκο νερού.)

Η διαδικασία ως είχε, λοιπόν...:

Πλένουμε τις ντοματούλες μας..


τις κόβουμε, αφού τις καθαρισουμε από τα κοτσάνια..


τις βάζουμε στο κατσαρόλι να πάρουν μια βράση, να μαλακώσουν...


τις περνάμε από το τρυπητό, πιέζοντας καλά, ώστε να αφαιρεθούν φλούδια και σπόρια και να μείνει ο καθαρός πολτός..


τον πολτό αυτόν τον βάζουμε σ'ένα φαρδύ κατσαρόλι (ακόμη καλύτερα, σ'ένα ταψί) να βράσει..


ανακατεύοντας, ώστε να μην κολλήσει.. μέχρι να εξατμιστούν τα υγρά... όσο στεγνώνει, χαμηλώνουμε και τη φωτιά να μην αρπάξει κι ανακατεύουμε με μια ξύλινη κουτάλα με προσοχή.. στο τέλος προσθέτουμε και το αλατάκι..


σ'αυτή την παχύρρευστη μορφή, τον συγκεντρώνουμε και τον τοποθετούμε σε κάποιο πήλινο ή γυάλινο σκεύος.. ώστε να τον λιάσουμε όσο να εξατμιστούν και τα εναπομείνανατα υγρά (αν τον έχουμε στεγνώσει καλά στη φωτιά, δε χρειάζεται ιδιαίτερο λιάσιμο.. αλλιώς μπορούμε να τον αφήσουμε και μια-δυο μέρες στον ήλιο (πάντα προστατευμένο μ'ένα τούλι για μύγες και σχετικά)...


και τον διατηρούμε σε γυάλινα βαζάκια σκεπασμένον με ελαιόλαδο (εγώ άλειψα ένα τι και τα βαζάκια με λάδι, πριν τον βάλω)..


Είναι ό,τι πιο νόστιμο, λέμε!!!

Πελτές, λοιπόν, (εκ του τουρκικού "πελτέ" που όμως προέρχεται απ'το ελληνικότατο "πολτός") από ντοματούλες, που μας ήρθαν από τη Νότιο Αμερική, μόλις στις αρχές του δεκάτου ενάτου αιώνα... με πλούσιες ευεργετικές ιδιότητες.. Το λυκοπένιο που περιέχουν αποτελεί ένα από τα ισχυρότερα αντιοξειδωτικά κι είναι πολύτιμο για τον οργανισμό μας, ακόμη και ως αντικαρκινικό. Ακόμη είναι πλούσιες σε καροτίνη, σε βιταμίνες Α, Β1, Β2 και λιγότερο σε βιταμίνη C, Κ.


Υ.Γ. Εναλλακτικά...:

Πειραματιζόμενη ξανά να φτιάξω, προτίμησα, αφού καθαρίσω και κόψω τις ντομάτες να τις περάσω στο μούλτι...


κι ύστερα από το τρυπητό...


οπότε να βράσω μια και καλή τον πολτό μου και να γλυτώσω έτσι ένα στάδιο. Μου φάνηκε και πιο εύκολο να περάσει ο πολτός έτσι από το σουρωτήρι, παρά με την άλλη μέθοδο.

Υ.Γ.2. Και για ακόμη μεγαλύτερη διευκόλυνση (αποφεύγεις το βράσιμο με τις ώρες μέχρι να εξατμιστούν τα υγρά), αφού περάσω τη ντομάτα από το τρυπητό (ή από το μηχανηματάκι που πλέον αγόρασα κι αφαιρεί σπόρους και φλούδια) τη βάζω σε μια τσαντίλα (ακόμη καλύτερα σε μαξιλαροθήκη που είναι ακόμα πιο πυκνή η ύφανσή της) και την κρεμάω για να στραγγίξει, με μια λεκάνη, φυσικά, από κάτω για να συγκεντρώνει το υγρό που στάζει. Είναι εντυπωσιακό ότι έτσι στραγγάει η ντομάτα απ'το νερό της και μόνο, χωρίς να διαφεύγει τοματοχυμός!