Πλήθος τα έθιμα του τόπου μας για τον εορτασμό της μέρας τούτης που συμβόλιζε πάντοτε την τελική νίκη του καλοκαιριού και της ζωής κατά του χειμώνα και του θανάτου.. Της μέρας τούτης, που δεν ξεχνάμε πως εκτός από γιορτή της άνοιξης, είναι αφιερωμένη και στον εργατικό αγώνα για την κοινωνική δικαιοσύνη. Η Πρωτομαγιά, λοιπόν, η Εργατική και η Ανοιξιάτικη, πάντα όμως για ένα πιο φωτεινό Αύριο, πάντα δυναμική κι ελπιδοφόρα...
Πέρα από τον παραδοσιακό στολισμό της θύρας του σπιτιού με το ολάνθιστο στεφάνι, τα τραγούδια, οι αναπαραστάσεις, οι προλήψεις, οι γιορτινές συνήθειες κι οι συμβολισμοί ανθούσαν και παράλλαζαν από περιοχή σε περιοχή της Ελλάδας για τη μέρα της Πρωτομαγιάς.
Όπως καταγράφει ο λαογράφος μας Γ.Α.Μέγας ("Ελληνικές γιορτές και έθιμα της λαϊκής λατρείας"), "...στην ηρωική Πάργα, από το πρωί της Πρωτομαγιάς τα παιδιά εγύριζαν τα σπίτια και τραγουδούσαν το τραγούδι του Μαϊου, στεφανωμένα με λουλούδια και κρατώντας στα χέρια τους μεγάλους κλώνους πορτοκαλιάς ή νεραντζιάς, γεμάτους άνθη.. [...]... Στην Κέρκυρα περιφέρουν κορμό τρυφερού κυπαρισσιού, ίσιου και φουντωτού' τον έχουν σκεπασμένο με κίτρινες μαργαρίτες και άλλα άνθη, του κρεμούνε κι ένα στεφάνι' από τα χλωρά κλαδιά του δένουνε μεταξωτά μαντίλια, ζουνάρια και κορδέλες' από το στεφάνι τέλος κρεμάνε φρούτα και χορταρικά πρώιμα..[...]..Αλλού, όπως στον άγιο Λαυρέντιο του Βόλου, ο Μάης ενσαρκώνεται στο Μαγιόπουλο, ένα παιδί στολισμένο με λουλούδια' χορός από προσωπιδοφόρους το συνοδεύουν τραγουδώντας τα Μαγιάπριλα τραγούδια τους στους δρόμους του χωριού, ενώ χορεύει το Μαγιόπουλο. Στη Ναύπακτο το Μαγιόπουλο το συντροφεύουν γέροι φουστανελάδες βαστώντας στο ένα χέρι κουδούνια στολισμένα με ανθισμένη ιτιά...[...] Το έθιμο το βρίσκουμε και στο Ξηροχώρι Ευβοίας, συνδιασμένο με την παράκληση για βροχή. Εκεί ένας χωρικός, ντυμένος σ'όλο του το σώμα με λουλούδια και κλαδιά ελιάς, καρυδιάς και άλλων δέντρων, λέγεται Πιπεριά...[...]Στην Πορταριά (πριν από 80 περίπου χρόνια) την Πρωτομαγιά μεταμφιέζοντο πέντε πρόσωπα: το κορίτσι, ο γιανίτσαρος, όλο άρματα κι ασήμι, ο γιατρός με το ψηλό φράγκικο καπέλο και δυο άλλα πρόσωπα. Πήγαιναν εν πομπή ανά το χωρίον και στην πλατεία άρχιζε η παράστασις. Ο γιανίτσαρος εδοκίμαζε να κλέψει το κορίτσι' το κορίτσι απ'την τρομάρα του πέφτει λιγωμένο. Ακολουθούν μοιρολόγια και κοπετοί. Ο γιατρός ανασταίνει την κοπέλα. Ακολουθούν χοροί, τραγούδια και χαρές...[...] Η παράσταση αυτή, δηλαδή η έκθεση του νεκρού και η ανάστασή του, συνηθίζεται ακόμη, με ολότελα αρχαιότερη μορφή, στο Ζαγόρι της Ηπείρου. ...[...]"
Ένα αντίστοιχο έθιμο, τους Μάηδες του Πηλίου (βλ. Οι "Μάηδες" που χάθηκαν... ) , ιστορεί κι ο Κώστας Λιάπης στο βιβλίο του "Ώρες του Πηλίου".
Όπως σημειώνει ακόμα ο Γ.Α.Μέγας, "Την ομορφιά και τη δροσιά από τη φύση θέλουν να φέρουν έπειτα και στο σπίτι τους, κόβοντας λουλούδια του αγρού και πλέκοντας στεφάνι πολύχρωμο, που το κρεμούν στην πόρτα του σπιτιού. Αλλ'αν το λουλούδι είναι για τον κάτοικο της πόλης σύμβολο της άνοιξης και της χαράς, για τον αγρότη το άκαρπο λουλούδι δε σημαίνει αυτό που θέλει και ζητά: να εξασφαλίσει από τη μητέρα γη τη θαλερή βλάστηση, την πλούσια καρποφορία. Γι'αυτό το "Μάη" τους ο αγρότης κι η αγρότισσα δεν κάνουν με λουλούδια, αλλά με λογής λογής πρασινάδες και καρπούς, χωρίς να παραλείπουν το σκόρδο για τη βασκανία και το αγκάθι για τον εχθρό. Π.χ. στο Ρεϊσδερε της Σμύρνης οι αγρόται επήγαιναν την παραμονή της Πρωτομαγιάς στην εξοχή κι έκοβαν από όλα τα πράγματα πού'χουν καρπό: σιτάρι, κριθάρι, συκιά με τα σύκα, σκόρδο, κρομμύδι, αμυγδαλιά με τ'αμύγδαλα, ροδιά με το ρόδι και τα κρεμούσαν στην πόρτα απάνω. Αυτός ήταν ο Μάης και τον είχαν κρεμασμένο ως τ'Αϊ Γιαννού του Θεριστή. Τότε τον έβγαζαν και τον έριχναν στη φουρνάρα."
Γράφει η Μαρία Μιχαήλ-Δέδε ("Γιορτές-έθιμα και τα τραγούδια τους"), για το Τρίκερι της Θεσσαλίας: Την ημέρα της Πρωτομαγιάς, η Τρικεριώτισσα γυναίκα του βαρκάρη, θα φτιάξει μια ανθοδέσμη και θα την προσφέρει στον άντρα της. Αυτός με τη σειρά του, θα την προσφέρει στη βάρκα του που τον περιμένει στο γιαλό. Μα η σημασία του λουλουδιού, δε δηλώνεται μόνο έτσι. Οι κοπέλλες έχουν τη σειρά τους το απόγευμα. Φοράνε τα καλά τους που τα ταυτίζουν σε ένα θαυμάσιο ψυχολογικό κρίκο με την όμορφη και πλούσια τοπική τους φορεσιά. Θα μαζέψουνε λουλούδια στις πλαγιές και τα πλατώματα των αγρών κι ύστερα κρατώντας λουλούδια θα κατέβουν στην πλατεία του χωριού τους να χορέψουν. Η πρώτη του χορού δε θ'αποχωριστεί την ανθοδέσμη της και θα δηλώνει έτσι ολόκληρος ο χορός την πραγματική του έννοια. Τον θαυμασμό, την αγάπη, την τιμή στο Μάη.[...]"
Παρακάτω ένα απόσπασμα του Γεώργιου Βιζυηνού από το διήγημά του "Πρωτομαγιά" (που βρήκα μονάχα σε μετάφραση στα νεοελληνικά), μας ταξιδεύει μοναδικά σε κείνα τα χρόνια, που ο απλός λαός μας βίωνε μοναδικά την ιδιαιτερότητα κάθε μέρας, κάθε γιορτής, κάθε εποχής..:
"[...]
-`Ακουσες τι σε είπα Μόσκο;
-`Ακουσα , με συμπάθιο, είπε ο Μόσκος, μα δεν κατάλαβα .
-Αύριο πρέπει να είμαι στην Πόλη, είπα εγώ πιο διακριτικά.
-Ω , Θεός και Παναγία! είπε ο Μόσκος και έκανε το σταυρό του πολλές φορές. Αύριο είναι επίσημη ημέρα, με συμπάθιο, και οι φρόνιμοι άνθρωποι δεν ταξιδεύουν.
-Μα μήπως σ΄ερώτησα τι ημέρα είναι αύριο, χριστιανέ; Η εργασία μου είναι πιο σημαντική απ΄όλες τις επισημότητές σου, και αναβολή δεν επιδέχεται. Πρώτη σου δουλειά λοιπόν άμα πάμε στο σπίτι θα είναι να μου βρεις ένα γερό αμάξι με δύο καλά άλογα, για να μη με αφήσουν , σαν την άλλη φορά, μέσα στους δρόμους.
Ο Γέρο-Μόσκος ξεστόμισε, όπως συνήθιζε , πολλά κλαψουρίσματα και θρήνους, επειδή δεν ήθελα να τιμήσω γιορτάζοντας την αυριανή ημέρα αφού είδε ότι δεν κατορθώνει τίποτα.
-Καλά , είπε απειλητικά , θα ξεκινήσεις αύριο;
-Και βέβαια! Αφού σου το λέω .
-Λοιπόν σου το λέγω κι εγώ , με συμπάθιο, όποιος ξεκινήσει αύριο για ταξίδι, κάτι κακό θα τον βρει στο δρόμο, θα γυρίσει μισόστρατα.
`Ανοιξα το στόμα μου για χιλιοστή τώρα φορά να τον επιπλήξω για τις προλήψεις του , αλλά τότε ακριβώς πρόβαλε πίσω από τους θάμνους απέναντί μας ένα τσούρμο παιδιά αγόρια και κορίτσια, αλλά χωρίς καπέλο, άλλα ξιπόλητα , μα όλα φορώντας τη γραφικότατη τοπική ενδυμασία και κρατώντας μεγάλες ανθοδέσμες από αγριολούλουδα στα χέρια τους. Μόλις πρόφτασα να τα περιεργαστώ και η μικρή εκείνη στρατιά με περικύκλωσε με θόρυβο, αλαλάζοντας, χοροπηδώντας ενώ πάντοτε συναγωνίζονταν ποιός θα βρει τις ανεμώνες και τουλίπες και όποιο άλλο αγριολούλουδο βρισκόταν στις όχθες του κατακάθαρου ρυακιού.
Όταν σε λίγο ο δίσκος του ήλιου κρύφτηκε εντελώς πίσω απ΄τα δυτικά βουνά, το μεγαλύτερο παιδί υψώνει ξαφνικά μεγάλο ανθοστέφανο, που στο μέσο μ΄άνθη πλεγμένο είχε το σημείο του σταυρού, ενώ τα υπόλοιπα παιδιά , παραταγμένα τριγύρω του , κυκλικά άρχισαν να χορεύουν ενθουσιασμένα, τραγουδώντας δυνατά κάποιο δημοτικό τραγούδι, που οι πρώτοι του στίχοι , αν δε με απατά η μνήμη μου ήταν:
Εμβήκ΄ ο Μας, εμβήκ΄ ο Μας,
εμβήκ΄ ο Μας, ο μήνας ,
με τα΄άνθη, με τα λούλουδα,
με τα τριανταφυλλάκια.
Και η γραφικότατη αυτή σκηνή που εξελίσσεται μπροστά στα μάτια μας, επαναλαμβάνεται μ΄όλη την ειδυλλιακή χάρη της απ΄όλες τις παρέες που τριγυρνούν στην εξοχή, μια και η ατμόσφαιρα αντηχεί τώρα απ΄όλες τις διευθύνσεις μακριά και κοντά , είτε μόνο με το σκοπό που ψέλνουν τα παιδιά. [...]"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου