Ανοιξιάτικα...

Καλοκαιρινά....

Φθινοπωρινά...

Χειμερινά...

Παντός καιρού...

Μυθολογικά...

Δευτέρα 28 Απριλίου 2008

Αηγιωργήτικα..



Είναι τόσες οι παραδόσεις, οι θρύλοι, τα έθιμα, τα τραγούδια κι οι δοξασίες για τον Αϊ Γιώργη και τη μέρα τούτη, που δε θα χωρούσαν ούτε για αστείο σε μια εγγραφή. Του Αϊ Γιωργιού σήμερα, του καβαλάρη Αγίου, που κατέχει ξέχωρη θέση στην ψυχή του λαού μας. Ο Αϊ-Γιώργης ο καβαλάρης ιππότης που σκότωσε το δράκοντα κι έσωσε τη βασιλοπούλα και τη χώρα, ο Αϊ-Γιώργης, ο αήττητος στρατηλάτης και τροπαιοφόρος, ο μεγάλος προστάτης των Ελλήνων από τους Τούρκους τα δύσκολα χρόνια της σκλαβιάς κι ο προστάτης του πεζικού και του στρατού ξηράς σήμερα, ο άγιος υπερασπιστής των φτωχών, ο άγιος απελευθερωτής των αιχμαλώτων, ο Αϊ-Γιώργης της άνοιξης, των κτηνοτρόφων και των γεωργών, ο Αϊ-Γιώργης ο θαυματουργός. ...

«`Αγιε μου Γιώργη στρατηγέ και μέγα καβαλάρη,
αρματωμένε με σπαθί και με χρυσό κοντάρι.
Στη δόξα και στη δύναμη θέλω να σ'αναβάλλω,
που σκότωσες τον λέοντα, το δράκο το μεγάλο,
που ήταν μες στη χώρα μας μες σε βαθύ πηγάδι.
Ανθρώπους τον ταϊζανε κάθε πρωί και βράδυ
κι όταν δεν είχαν να του παν άνθρωπο να δειπνήσει,
σταλιά νερό δεν άφηνε, η χώρα να δροσίσει....»


«Ο `Αγιος Γεώργιος σκοτώνει το Δράκο και σα μιας μικρότερης, αλλά πάντα θείας δύναμης, φορέας, νικά όπως ο Χριστός το Σατανά. Έτσι ο `Αγιος αποκτά ακόμα μεγαλύτερη αίγλη, εκείνην που θέλει να του αποδώσει η παραλλαγή και όχι ο αρχικός του μύθος που περιορίζεται στη Δρακοντοκτονία.» (Μ.Μιχαήλ-Δέδε, «Γιορτές-έθιμα και τα τραγούδια τους»)

Την εποχής της Τουρκοκρατίας, ο Δράκος έπαιρνε τη μορφή του Τούρκου κατακτητή. Ο Αϊ Γιώργης αποτελούσε προστάτη του υπόδουλου Έλληνα αλλά κι «οπλαρχηγό-άγιο» των επαναστατημένων αγωνιστών.

«`Αγιε μου Γιώρη καλά το λέει τ'αηδόνι
καλά το λέει τ'αηδόνι μεσ'του Γουλά τ'αλώνι.
Πόσες φορές με γλίτωσες βρε Αϊ Γιώρη
πόσες φορές με γλίτωσες απ'των Τουρκών τα χέρια ...»

Ο καβαλάρης άγιος «συμμετείχε» στις μάχες, στο πλευρό των επαναστατημένων Ελλήνων, συνεισφέροντας στη νίκη.

«Πάντως και οι αρματωλοί κι οι κλέφτες μας ξεκινούσαν «την ημέρα τ'αϊ-Γιωργιού», για τις επιχειρήσεις τους και, στην Επανάσταση του 1821, τα πρώτα μπαϊράκια έδειχναν, για θρησκευτική και ψυχολογική ενθάρρυνση, τον αϊ-Γιώργη.» (Δ.Λουκάτος, «Πασχαλινά και της άνοιξης»)

Ο Μάρκος Μπότσαρης στο Σούλι, υψώνει στις 26 Οκτωβρίου 1820 λευκή σημαία με τον Αϊ-Γιώργη στη μέση και την επιγραφή «ελευθερία, θρησκεία, πατρίς».


Ο Αθανάσιος Διάκος είχε λευκή σημαία με τον `Αγιο Γεώργιο στη μέση και την επιγραφή «ελευθερία ή θάνατος». Αλλά και οι Πελοποννήσιοι συνήθιζαν να απεικονίζουν στα μπαϊράκια τους τον `Αγιο Γεώργιο ή τον `Aγιο Δημήριο με την επιγραφή «εν τούτω νίκα».
Η λαική λατρεία, όμως, του καβαλάρη αγίου, δεν περιοριζόταν μονάχα στις στρατηγικές του ικανότητες και στη θεία δύναμή του, αλλά συσχετιζόταν και με το ανοιξιάτικο τοπικό κλίμα της γιορτής του. Στη συνέχεια παραθέτω, μερικά μονάχα, αποσπάσματα, από τα τόσα έθιμα που λάμβαναν χώρα στον τόπο μας την ημέρα της εορτής του, ξεκινώντας με μια αναφορά στην ετυμολογία του ονόματός του:

«Το όνομα «Γεώργιος», ελληνικότατο, είναι πνευματική μεταφορά από την αγροτική μας ζωή, και βγαίνει από το ουσιαστικό «γεώργιον», που σημαίνει κτήμα ή χωράφι καλλιεργούμενο (ή καλλιεργήσιμο). Γίνεται όμως και επίθετο: «γεώργιος», για τον άνθρωπο που επιδέχεται την πνευματική καλλιέργεια, ή που τον επέλεξε γι'αυτό η Μοίρα ή ο Θεός. («Χριστού γεώργιον» ονομάζεται στην Υμνογραφία του, ο άγιος Γεώργιος).» (Δ. Λουκάτος, «Πασχαλινά και της άνοιξης»)

«Η γιορτή του αγίου Γεωργίου, καθώς συμπίπτει με την εποχή που η φύση στην Ελλάδα λουλουδίζει, θεωρείται και αρχή καλοκαιριού. Παρουσιάζει λοιπόν πολλές ομοιότητες με τις άλλες ανοιξιάτικες γιορτές και κυρίως με τη γιορτή της Πρωτομαγιάς, την κατεξοχήν λαϊκή γιορτή της άνοιξης. Γι'αυτό και πολλά έθιμα της ημέρας αυτής είναι από τα έθιμα που τελούνται από το πέρασμα μιας εποχής του έτους σε άλλη. Π.χ. στο Ναίμονα (Αίμο) της Θράκης, «τ'Αϊ-Γιωργιού (και την Πρωτομαγιά) παγαίναν'νε τα κορίτσια νυχτίτσα στο νερό, κόβ'νε πρασινάδα και βαν'νε στα μπακίρια και στις πόρτες του σπιτιού' καν'νε και σταυρό'πέ το πρασινάδ' την όξω πόρτα (πρασινίζ'νε την πόρτα). Στ'αχίρ', γελάδια, βόδια άμα νέχ' κανείς, παίρν' πε το δάχλο κοπριγιά και καν'σταυρό στ'χιριού την πόρτα κείν'τη μέρα.»

Ζητούν δηλαδή να προφυλάξουν το σπίτι και τα ζώα τους από το κακό, από τα μάγια και τη βασκανία, την οποία στην αρχή κάθε χρονικής περιόδου προσπαθούν με διάφορα αντιμαγικά μέσα ν'αποτρέψουν. Σε μερικούς τόπους, όπως στο Κωσταράζι της Καστοριάς, γυναίκες και κορίτσια αφού πάρουν νερό απ'τη βρύση πάνε στα χωράφια και τυλίγονται στις πρασινάδες και βάζουν για καλό στις πόρτες, στα παράθυρα, όπως την Πρωτομαγιά.[ ...]
Ο άγιος Γεώργιος λατρεύεται ιδιαίτερα από τους βοσκούς. Σ'αυτό μάλλον συντέλεσε η σύμπτωση της γιορτής του με την εποχή, κατά την οποία οι βοσκοί αφήνουν τα χειμαδιά και ανεβαίνουν στα βουνά, για να βοσκήσουν τα κοπάδια τους και να τυροκομήσουν.» (Γ.Α.Μέγας, «Ελληνικές γιορτές και έθιμα της λαϊκής λατρείας)

«Για τους τσοπάνηδες, η γιορτή τ'Αη Γιώργη, του καλοσυνάτου Αγίου, είναι μια δεύτερη Λαμπρή. Πανηγυρίζει όλο το βλάχικο απ'άκρη σ'άκρη. Σείεται όλος ο τόπος. Θα σφάξουν δε, και στη γιορτή του Μεγαλομάρτυρα αρνιά σαν το Πάσχα, που τα λένε «αηγιωργίτσηδες». Θα φάνε, θα πιουν, θα χορέψουν και θα γλεντήσουν και με το παραπάνω. Αυτή τη μέρα του Αγίου που διαφεντεύει με τη δύναμή του κοπάδια και τσελιγκάτα, θα κανονίσουν κι όλες τις προθεσμίες και τις τσοπανοδουλειές τους, γιατί απ'Αη -Γιωργιού σ'Αη-Γιωργιού είναι χρόνος για τους τσελιγκάδες. Γι'αυτό, από μερικούς και γνωστικούς τσοπάνηδες θ'ακούσεις να λένε τη δεύτερη μέρα της Λαμπρής που γιορτάζεται τις πιότερες φορές ο Αη-Γιώργης, «αρχίμερα της βλαχουριάς» ή «πρωτοχρονιά της βλαχουριάς».

Παλιότερα, αλλά και σήμερα ακόμα, τη δεύτερη μέρα της Πασχαλιάς οι τσοπάνηδες συνηθίζουν να αγωνίζονται στο πέταγμα του λιθαριού, στη δοκιμή της δύναμης των χεριών, στο πάλεμα, στο τρέξιμο, στο πήδημα και στο σημάδι.» (Β. Λαμνάτου, «Οι μήνες στην αγροτική και ποιμενική ζωή του λαού μας»)

«Η εποχή και πιθανώς οι άθλοι που αποδίδονται στον άγιο Γεώργιο παρακινούν αυτούς που γιορτάζουν τη μνήμη του να κάνουν και αγώνες δρόμου, ιπποδρομιών, πάλης, κλπ.
Είναι χαρακτηριστικά για το παραδοσιακό φίλαθλο πνεύμα των Ελλήνων όσα τελούνται στην Αράχωβα της Παρνασσίδας. Εκεί, το πανηγύρι κρατάει τρεις μέρες. Μετά τη λειτουργία γίνεται το τρέξιμο των γερόντων. Οι γέροντες πάνε στο στάδιο και παραβγαίνουν κι όποιος πάει πρώτος παίρνει ένα αρνί. (Το στάδιο είναι απότομος κοίλος κατήφορος, γεμάτος κροκάλες. Τρέχουν από κάτω προς επάνω ξυπόλυτοι' επάνω είναι το αρνί ή το κριάρι, βραβείο του νικητή, που δίνεται από τους κτηνοτρόφους για το καλό των κοπαδιών.). Τη δεύτερη μέρα γίνεται το πήδημα και την Τρίτη μέρα η πάλη και η σφαιροβολία' σηκώνουν και βάρος τότε. Μετά τους αγώνες γίνεται χορός και κατόπιν βγάζουν την εικόνα, αφού πέσει το κανόνι. Έρχονται ένα γύρω στο χωριό κι έπειτα μπαίνουν πάλι μέσα, αφού πέσει πάλι το κανόνι.
Στην Αρκαδία, Μεσσηνία, Λήμνο, παραπιλάν τ'άλογα. Μετά τη λειτουργία βάνουν σ'ένα μακρινό μέρος μια κουλούρα και παρατρέχουν με τ'άλογα οι νέοι, ποιος θα την πρωτοπάρει. Αυτός θα την κόψει κομμάτια και θα δώσει σε όλους, όσοι παρατρέξανε μαζί του.
Στου Μπάστα Μεσσηνίας γίνεται τ' Αϊ-Γιωργιού μεγάλο πανηγύρι και παρατρέχουνε τ'άλογα. Οι επίτροποι της εκκλησίας ορίζουν βραβεία: σέλες, χάμουρα, ντουφέκια. Στο Αίνο ο νικητής «διευθύνεται εις την εκκλησίαν και ασπάζεται την εικόνα του αγ.Γεωργίου, εξερχόμενος δε αίρει επ'ώμου εν αρνίον». Στα ελληνικά χωριά της Μεσημβρίας νικητής στην πάλη ήταν αυτός που θα νικούσε στη σειρά τρεις αντιπάλους. (Η τέλεση αγώνων δρόμου, πάλης ή ιπποδρομιών, στις γιορτές και τα πανηγύρια είναι παλιά ελληνική παράδοση.)» (Γ.Α.Μέγας, «Ελληνικές γιορτές και έθιμα της λαϊκής λατρείας)

«Τέτοιες χρονιάρες μέρες οι γεροτσελιγκάδες κοιτάζουν και τις πλάτες απ'τα αρνιά που σφάζουν. Έχουν, βλέπεις, και την «πλατομαντεία» τους. Και για αυτούς τους τσομπάνηδες η πλάτη λέει πολλά. Μαντεύουν τι θα γεννήσει η συγκόρμισσα, δηλαδή η γυναίκα του τσοπάνη, μαντεύουν αν θα πουλήσουν πρόβατα, κι ακόμα, αν θα ψοφήσουν πράματα απ';ανέχεια ή ανάγκη.» (Β. Λαμνάτου, «Οι μήνες στην αγροτική και ποιμενική ζωή του λαού μας»)

«Συνήθεια, τέλος, της γιορτής του Αγίου Γεωργίου, είναι κι οι «κούνιες» και το ζύγισμα των ανθρώπων που γίνονται «για το καλό», για υγεία δηλαδή και ευτυχία. Π.χ., στη Μεσημβρία, «τ' αϊ Γιωργιού ζυγιάζονται, καν'νε και κούνιες στα δέντρα και κουνιούνται' το'χνε σε καλό.» Στη Ζαγορά συνηθίζουν όλοι να κουνιούνται, τουλάχιστον τρεις φορές ο καθένας, λέγοντας ταυτόχρονα: «Εγώ στο χωριό και τα φίδια στο βουνό».» (Γ.Α.Μέγας, «Ελληνικές γιορτές και έθιμα της λαϊκής λατρείας)

Χρόνια πολλά!!!

Σάββατο 26 Απριλίου 2008

Καλή Ανάσταση... και λίγη αγάπη στην ψυχή μας..



Καλή Ανάσταση...

Κι ας κοιτάξουμε λιγάκι των παιδιών (κι όχι μόνο) τα μάτια, των παιδιών την ψυχή.. εκείνων των παιδιών που βρίσκονται δίπλα μας.. κι είναι τόσο μόνα, τόσο ξένα... πίσω από χιλιοφορτωμένες πανάκριβες λαμπάδες ή κρυμμένα σε μια γωνιά στο σκοτάδι... Ας κοιτάξουμε λιγάκι τον άνθρωπο, τον όποιο άνθρωπο, δίπλα μας...

Στεναχωρέθηκα σήμερα πολύ... Δεν έχει σημασία για ποιο παιδί.. σημασία έχει πως υπάρχει έστω κι ένα τέτοιο παιδί.. Και δεν είναι ένα... είναι τόσα, μα τόσα πολλά... άλλα που φαίνονται με την πρώτη ματιά... άλλα που δεν τα βλέπουμε κι ας τα βρίσκουμε μπροστά μας...γιατί τα μάτια της ψυχής είναι κλειστά, τα βλέμματα προσπερνούν αδιάφορα και βιαστικά, απασχολημένα διαρκώς με άλλα που -είναι δυνατόν;- θεωρούμε πιο σημαντικά ...

Καλή Ανάσταση κι ας είναι έτσι λιγουλάκι πιο ουσιαστική για όλους μας... πέρα από θρησκείες, πίστη ή ιδεολογίες... Ας μπορούσε νά'ταν μια ευκαιρία να αναστήσουμε τη δικιά μας ψυχή, τη δικιά μας συνείδηση που οι γρήγοροι ρυθμοί ή κάποιοι ανούσιοι μηχανισμοί αυτοάμυνας του "εγώ" μας, έχουνε ρήξει σε λήθαργο.. Μια ευκαιρία να εστιάσουμε στην ουσία της ζωής... της δικής μας της ζωής αλλά και της ζωής της ίδιας της φύσης και τον πλασμάτων γύρω μας...  Είναι όλα αλληλένδετα... δεν ξεχωρίζει η λιλιπούτεια υπαρξή μας από το σύμπαν γύρω μας... ούτε επιβιώνει αυτόνομα.. ας κοιτάξουμε λίγο τριγύρω, ας νοιαστούμε λίγο παραπάνω... κάτι γίνεται εκεί, κι εμείς κοιμόμαστε.. ένα λουλούδι ανθίζει κι ένα παιδί κλαίει σε μια γωνιά... κι εμείς πασχίζουμε να αγοράσουμε καινούριο κινητό ή να μη χάσουμε το σίριαλ στην τηλεόραση.. και χάνουμε την ίδια τη ζωή..

Καλή Ανάσταση σε όλους.. Εύχομαι χρόνια πολλά και καλά σε όλους.. μα, θα μου επιτρέψετε, ιδιαίτερα σε κείνους που βιώνουν τη μοναξιά και τον πόνο... την αγάπη μου...

Tags: Απρίλιος, Ανάσταση, πασχαλινά, αγάπη, ελπίδα, θρησκεία, προσωπικά, σκέψεις

Επιτάφιος..


Αι γενεαί πάσαι ύμνον τη ταφή σου προσφέρουσι, Χριστέ μου.

Καθελών του ξύλου, ο Αριμαθαίας, εν τάφω σε κηδεύει.

Μυροφόροι ήλθον , μύρα σοι Χριστέ μου, κομίζουσαι προφρόνως.

Δεύρω πάσα κτίσις, ύμνους εξοδίους προσοίσωμεν τω Κτίστη.

Ους έθρεψε το μάννα εκίνησαν την πτέρναν κατά του ευεργέτου.

Ους έθρεψε το μάννα φέρουσι τω Σωτήρι χολίν άμα και όξος.

Ω της παραφροσύνης και της Χριστοκτονίας, της των προφητοκτόνων!

Ιωσηφ κηδεύει συν τω Νικοδήμω, νεκροπρεπώς τον Κτίστην.

Υιέ Θεού παντάναξ, Θεέ μου, Πλαστουργέ μου, πως πάθος κατεδέξω;

Ως άφρων υπηρέτης προδέδωκεν ο μύστης την άβυσσον σοφίας.

Ω γλυκύ μου έαρ, γλυκύτατον μου τέκνον, που έδυ σου το κάλλος;

Ω φως των οφθαλμών μου, γλυκύτατον μου τέκνον, πως τάφω νυν καλύπτει;

Αι μυροφόροι, Σώτερ, τω τάφω προσελθούσαι, προσέφερον σοι μύρα.

Ανάστα, ζωοδότα, η σε τεκούσα Μήτηρ, δακρυρροούσα λέγει.

Σπευσόν εξαναστήναι, την λύπην λύων, Λόγε, της σε αγνώς τεκούσης.

Ουράνιαι δυνάμεις εξέστησαν τω φόβω, νεκρόν σε καθορώσαι.

Έρραναν τον τάφον αι μυροφόροι μύρα λιάν πρωί ελθούσαι.

Ειρήνην Εκκλησία, λαώ σου σωτηρίαν, δωρήσαι ση εγέρσει.

Ω Τριάς Θεέ μου, Πατήρ, Υιός και Πνεύμα, ελέησον τον κόσμον.

Πέμπτη 24 Απριλίου 2008

προσκυνούμεν τα πάθη σου Χριστέ...


"Σήμερον κρεμάται επί ξύλου ο εν ύδασι την γην κρεμάσας. Στέφανον εξ ακανθών περιτίθεται ο των αγγέλων Βασιλεύς. Ψευδή πορφύραν περιβάλλεται ο περιβάλλων τον ουρανόν εν νεφέλαις. Ράπισμα κατεδέξατο ο εν Ιορδάνη ελευθερώσας τον Αδάμ. Ήλοις προσηλώθη ο Νυμφίος της Εκκλησίας. Λόγχη εκεντήθη ο Υιός της Παρθένου. Προσκυνούμεν σου τα πάθη, Χριστέ. Δείξον ημίν και την ένδοξόν σου ανάσταση."



"Ο εμπτυσμούς και μάστιγας και κολαφισμούς και σταυρόν και θάνατον υπομείνας δια την του κόσμου σωτηρίαν..."

Δευτέρα 21 Απριλίου 2008

Η Θεοσκέπαστη

του Ηλία Βενέζη...

" [...] `Αξαφνα ψίθυρος σιγονότατος, ψαλμωδία κατανυκτική, φωνή ικέτις, μπερδεύοντας με τη φωνή της ερημίας και της θαλάσσης, έφτασε στ' αυτιά μας. Xείλη γυναικεία έψελναν ύμνους χριστιανικούς. Kάτω απ' τα ερείπια του κάστρου των Φράγκων, η ταπεινή μελωδία της Oρθοδοξίας, βεβαίωση της συνέχειας, τι συγκίνηση που ήταν!

Σαν να μας έσεισε αγέρας βίαιος. Kάμαμε ακόμα λίγα βήματα. Kαι τότε πρόβαλε μπρος στα μάτια μας, όραμα θαμπωτικό, αλησμόνητο για πάντα, άσπρο, πάλλευκο: η "Θεοσκέπαστη". Πάνω απ' τα κρεμαστά νερά, στον άγριο βράχο, πάνω απ' το ηφαίστειο.

Oι ύμνοι τώρα έρχονται πιο καθαροί. Προχωρήσαμε, μπήκαμε στη Θεοσκέπαστη. Κατακάθαρο, γυμνό, κατάγυμνο ήταν το ξωκκλήσι, καθώς όλα τα ξωκκλήσια των Eλλήνων. Mονάχα ένα ξυλόγλυπτο, παλιό, παμπάλαιο τέμπλο. Kαι μπρος στο Iερό, κάτω απ' το φαγωμένο τέμπλο, γονατισμένες πάνω στις πλάκες, με σκυφτό κεφάλι, αποτραβηγμένες στη δέησή τους, μονάχες με τον εαυτό τους και με το Θεό, ξιπόλυτες, οι μαυροφορεμένες γυναίκες, που είχαμε δει από μακριά, έψελναν. H μια διάβαζε τα τροπάρια απ' τη Σύνοψη, οι άλλες, οι αγράμματες, μουρμούριζαν μαζί της. Eίχαν ανάψει τα καντήλια, έξω ήταν το πέλαγο, τα "συστήματα των υδάτων" όλα ήταν κατάνυξη κ' ερημιά. Oι γυναίκες λέγαν την Aκολουθία του Mικρού Παρακλητικού Kανόνος:

"Προστασίαν και σκέπην ζωής εμής τίθημι σε, Θεογεννήτορ Πάρθενε, συ με κυβέρνησον προς τον λιμένα σου". "Διάσωσον από κινδύνων τους δούλους σου, Θεοτόκε, ότι πάντες μετά Θεόν εις σε καταφεύγομεν".

`Ακουσαν τα βήματά μας, μα ήταν σα να μην είμαστε, μήτε καν γύρισαν προς τα εμάς. Έτσι πάντα:σκυφτές, γονατισμένες, πνιγμένες στα μαύρα, ικέτιδες.

Mας συνεπήρε κ' εμάς το μυστήριο, η κατάνυξη, γινήκαμε σε λίγο μαζί τους ένα, προσευχηθήκαμε κ' εμείς για ό,τι αγαπούμε και για τους ανθρώπους.

Σαν τέλειωσε η παράκληση κ' οι γυναίκες σηκωθήκαν απ' τις πλάκες, ωχρές, γαλήνη ήταν στο πρόσωπό τους πολλή. Mας τριγυρίσανε, είπαν τα δικά τους, είπαμε τα δικά μας. H μια είχε παιδί σκοτωμένο στον πόλεμο, η άλλη έχει γιο στο στρατό, η άλλη έχει γιο που ταξιδεύει στη θάλασσα. Kάθε χρονιά έχουνε τάμα να πάρουν βόλτα όλο το νησί, με τα πόδια, ν' ανάψουν τα καντήλια στα ξωκκλήσια. Έτσι ξεκινήσανε και φέτος. Mε τα χαράματα πέσαν στο δρόμο απ' τον Πύργο, ξιπόλυτες, κ' η σκόνη σκέπαζε τα σκληρά, τυραγνισμένα πόδια τους. Tώρα, ύστερα απ' τη χάρη της, μετά τη Θεοσκέπαστη, θ' ανηφορίζαν για τ' άλλα τα ξωκκλήσια, κατά τα δυτικά.

Bγάλανε απ' το μπογαλάκι τους το γιόμα τους, ψωμί σταρένιο, τις μικροσκοπικές ντομάτες της Σαντορίνης, ψαράκια της τράτας τηγανητά. "Ήντλησαν" νερό απ' τη μικρή στέρνα, νερό βρόχινο, μας φιλέψαν νερό και ψωμί. Δε θέλαμε να τους το στερήσουμε που το είχαν λιγοστό - το ψωμί και το νερό. Mα επιμένανε να το πάρουμε κοιτάζοντάς μας παρακαλεστικά μες στα μάτια, σαν να το γυρεύαν για χάρη.

"Tώρα μας ένωσε η Θεοσκέπαστη", είπαν. "

Ηλίας Βενέζης


Κυριακή 20 Απριλίου 2008

των Βαγιών..

Κυριακή των Βαϊων σήμερα...

Μετά την ανάσταση του Λαζάρου (βλ. Λαζαρίνες), καθώς ο Ιησούς πήγαινε στα Ιεροσόλυμα τον υποδέχτηκαν με κλαδιά από βάγια.. Σήμερα, λοιπόν, έχει καθιερωθεί ο στολισμός των εκκλησιών με βάγια και το μοίρασμα αυτών στους πιστούς. Τα βάγια μπορεί νά'ναι μικρόκλαδα από δάφνη, ελιά, μυρτιά ή ιτιά και πολύ συχνά, ιδιαίτερα στα νησιά, από φοινικόκλαρα. Εδώ, στο Πήλιο, βαγιές λέμε τις δάφνες. Το Σάββατο του Λαζάρου, οι νιόνυμφες που έχουν παντρευτεί την προηγούμενη χρονιά, ετοιμάζουν τις βαγιές που θα ευλογήσει το επόμενο πρωί ο παπάς και θα διανείμει στο εκκλησίασμα.Τούτα τα βάγια είναι μικρά μπουκετάκια από φυλλαράκια δάφνης και εποχιακά λουλούδια, δεμένα με κορδελίτσες και με ένα χαρτάκι, που γράφει το όνομα του νιόπαντρου ζευγαριού, καρφιτσωμένο. Σύμφωνα με την παράδοση, τούτη η διαδικασία θα χαρίσει στα νιόπαντρα ζευγάρια παιδιά, καθώς η γονιμοποιός δύναμη που περικλείουν στο φύλλωμά τους τα αειθαλή κλαδάκια δάφνης, θα μεταδοθεί σε αυτά.

Τα μπουκετάκια αυτά, οι πιστοί τα κρατούν στο σπίτι τους, δίπλα στο εικόνισμα για φυλαχτό, όλη τη χρονιά μέχρι την επόμενη Κυριακή "των Βαγιώνε". Οι παλιοί τα χρησιμοποιούσαν και για ξεμάτιασμα, καθώς "καπνίζανε" με αυτά τα μωρά τους ή όποιον άλλον είχε "χτυπήσει" το κακό μάτι.



Ο λαός μας είχε προσδώσει δύναμη θεραπευτική, αλλά και αποτρεπτική για κάθε κακό, στα βάγια. Μερικοί, τα ράβουν στο μέσα μέρος του κασκέτου τους (Αμοργός) για να τά'χουν μόνιμο φυλαχτό πάνω τους. Παλιότερα, μάλιστα, χτυπιούνταν μεταξύ τους με τούτα τα κλαράκια "για το καλό" ή ακόμη χτυπούσαν με αυτά τα ζώα και τα δέντρα τους για νά'χουν γεννήματα και καρποφορία.

Ο Γ.Α. Μέγας καταγράφει στο βιβλίο του "Ελληνικές γιορτές και έθιμα της λαϊκής λατρείας":

"Αναφέρω το έθιμο της Σκύρου, όπως το περιγράφει στο βιβλίο της η Ν.Πέρδικα: Το βράδυ του Λαζάρου οι νοικοκυρές θα πλέξουν ένα σταυρό από βάγια και βιόλες, να τον πάνε το πρωί στην εκκλησία, να τον ευλογήσει ο παπάς. Σαν απολύσει η εκκλησία την άλλη μέρα, των Βαγιών το πρωί, θα πάρουν όλοι τους σταυρούς των, να πάνε να βατσάσουνε τα δέντρα, τα κλήματα, τα βόδια, τα περιβόλια, τις βάρκες, τους μύλους. Όλα τα βατσάζουν για το καλό. Όσοι έχουν μάντρες παίρνουν λαζόνια, λαχανόπιτα και μακαρόνια για τους βοσκούς, πάνω πάνω στο καλάθι καρφώνουν το σταυρό το βάγινο και πάνε πρωί πρωί στη μάντρα και βατσάρουν τα πρόβατα' τους δίνουν δηλαδή μια στη ράχη μ'ένα κλαδί από μυρτιά και με το βάγινο σταυρό και τους λένε: "Τσαι του χρόνου! Καλή Λαμπρή!"

Στην Ήπειρο κρεμούν στα καρποκλάδια, δηλαδή στα καρποφόρα δέντρα, από ένα κλωνί βάγια, για να καρπίζουν, και στα κήπια το ίδιο, για να μην τα κόβει το σκουλήκι.

[...]

Τη "βαγιά", φορέα τόσο δραστικής ενέργειας, περιφέρουν σε μερικούς τόπους ομάδες παιδιών από σπίτι σε σπίτι, αποβλέποντας φαινομενικά στον εξορκισμό των ψύλλων και των κοριών, αλλά ο πραγματικός λόγος είναι η μετάδοση της ευρωστίας και θαλερότητας, που συμβολίζει ο αειθαλής βλαστός, στις κατοικίες των ανθρώπων. Π.χ. στη Λέσβο κ.α. τα παιδιά κάθε ενορίας κάνουν ένα δεμάτι από κλαδιά δάφνης' τα στολίζουν με πανάκια κόκκινα πράσινα, από καινούριο φουστάνι' στην κορφή βάζουν ένα κουδούνι ν'ακούγεται. Όταν απολύσει η εκκλησία, γυρίζουν στη γειτονιά τους από σπίτι σε σπίτι' αφήνουν το δεμάτι όρθιο απομέσα από την πόρτα κι αρχίζουν να ψάλλουν το τροπάριο "την κοινή Ανάστασιν". Κατόπιν χτυπούν κάτω τρεις φορές το δεμάτι και λένε: Έξω ψύλλοι, ποντικοί, μέσα σε βαθύ ρουμάνι! Κόβουν ύστερα από ένα κλαδάκι και το δίνουν στη νοικοκυρά, λέγοντας, "χρόνια πολλά, εν ονόματι Κυρίου, δομ'τ'αυγό να φύγω.

[...]

Ο αγυρμός των παιδιών με κλαδιά μυρτιάς ή με σταυρό στεφανωμένο με μυρτιά, γίνεται αλλού (για τον ίδιο ευεργετικό σκοπό) τη Μεγάλη Δευτέρα (Μάδυτος) ή τη Μεγάλη Πέμπτη (Λέσβος, Δαρδανέλια) και θυμίζει την ειρεσιώνη, το θαλερό κλαδί, το οποίο, στολισμένο με καρπούς, τα παιδιά στην αρχαία Ελλάδα περιέφεραν στους δρόμους, στη διάρκεια των ανοιξιάτικων γιορτών. Και τότε τα παιδιά τραγουδούσαν όπως και σήμερα, γεμάτα ευχές για την ευτυχία και την ευφορία."

Σήμερα, λόγω του χαρακτήρα της γιορτής του θριάμβου του Ιησού εναντίον των Φαρισαίων, επιτρέπεται κάποια χαλάρωση της νηστείας και σύμφωνα με την παράδοση, τέτοια μέρα τρώμε ψάρι. Όπως λέει και το τετράστιχο που τραγουδούνε τα παιδιά:

"Βάγια βάγια των βαγιών
τρώνε ψάρι και κολιό
και την άλλη Κυριακή
τρώνε το ψητό τ'αρνί!"


Υ.Γ. Βλέπε και: Τα βάγια των νιόπαντρων στο Πήλιο!

Σάββατο 19 Απριλίου 2008

Λαζαρίνες του Πηλίου

Αφιερωμένο στο Νικόδημο (http://tera-amou.pblogs.gr/), που πέρσι, τέτοιες μέρες, με μια πανέμορφη εγγραφή του για το έθιμο της Καλαντήρας στη Νίσυρο (Ίσως σας ενδιαφέρει...), μου έδωσε την αφορμή να γνωρίσω τούτη τη γειτονιά του ιστοχώρου...

Σάββατο του Λαζάρου σήμερα...

Σ'όλη την Ελλάδα γιορτάζαν τη νεκρανάσταση του Λαζάρου κι εξιστορούσαν, αλλού με τραγούδια, αλλού με αναπαράσταση, το θαύμα της επιστροφής του από τον `Αδη στον κόσμο των ζωντανών. Ξεχύνονονταν τα παιδιά σε ομάδες, από σπίτι σε σπίτι, να διαλαλήσουν το χαρμόσυνο γεγονός, κρατώντας τα στολισμένα με ανοιξιάτικα λουλούδια καλαθάκια τους για να τους φιλέψουν οι νοικοκύρηδες με τα φρέσκα αυγά που θα βάφανε για το Πάσχα, καθώς κι ένα πάνινο ή ξύλινο ομοίωμα του νεκραναστημένου Λαζάρου που συμβόλιζε τη νίκη της ζωής, την επικράτηση του φωτός στο σκοτάδι.

Σε κάθε περιοχή του τόπου μας το έθιμο παράλλαζε.. αλλού τραγουδούσαν μονάχα τα κορίτσια, αλλού οι κοπέλες που ετοιμάζονταν για παντρειά, σε άλλα μέρη ομάδες αγοριών. Όσο για το ομοίωμα του Λαζάρου που κρατούσαν τα παιδιά, αλλού ήταν ένα πάνινο κουκλάκι, αλλού έπαιρνε τη μορφή τσολιά (Κόρινθος), σε άλλες περιοχές αντιστοιχούσε σε ένα σταυρό, ένα στεφάνι ή ακόμα και μια τρυπητή κουτάλα (Σκύρος) ή μια σκούπα (Έβρος) ντυμένη με λουλούδια. Σε χωριά της Ηπείρου, από την άλλη, τ'αγόρια τραγουδούσαν μασκαρεμένα κρατώντας κουδούνια και γιαταγάνια, ενώ στην Κύπρο γινόταν κανονική αναπαράσταση με ένα από τα παιδιά της ομάδας να παριστάνει το Λάζαρο στολισμένο με κίτρινα άνθη. Ένα έθιμο, λοιπόν, που αναβιώνε σε όλη την ελληνική γη, με εντυπωσιακές ιδιαιτερότητες σε κάθε τόπο.

Γράφει ο Δ.Λουκάτος στα "Πασχαλινά και της `Ανοιξης": "Το Σάββατο του Λαζάρου, κινούμενο συνήθως μέσα στις καλύτερες ώρες της `Ανοιξης, ήταν εθιμικά, όπως είναι και ψυχολογικά, ένα χαρούμενο προανάκρουσμα της Μεγάλης Γιορτής, μια θαυμαστή προανάσταση συνανθρώπου, που έφερνε πάντα τους χριστιανικούς λαούς, ιδιαίτερα εμάς τους ανατολικούς, τους πιο βασανισμένους από δουλείες και ξενοκρατίες, πολύ πιο κοντά στην ολοκληρωμένη χαρά της θεϊκής ανάστασης της Λαμπρής, απ'όσο θα την άφηναν οι δύσκολες μέρες του Πάθους."



Εδώ, στα χωριά του Πηλίου, το έθιμο τούτο δεν έχει σβήσει, όπως ευτυχώς και σε πολλές άλλες περιοχές. Οι Λαζαρίνες, κοριτσάκια του δημοτικού, στολίζουν πρωί πρωί τα καλαθάκια τους με καμέλιες, πασχαλιές, βιολέτες, αγριόκρινους ή άλλα λουλούδια της εποχής και γυρνούν τα σπίτια για να τραγουδήσουν. Εκτός από τα χρήματα που μαζεύουν, ακόμη συγκεντρώνουν στα καλαθάκια τους λίγα αυγά, αλλά κυρίως ζαχαρωτά και σοκολάτες. Το πατροπαράδοτο πάνινο κουκλάκι που στερέωναν στο καλαθάκι τους τα παλιότερα χρόνια μπορεί νά'χει πια ξεχαστεί, αλλά οι Λαζαρίνες υπάρχουν και συνεχίζουν να ξεσηκώνουν τα καλντερίμια και τους δρόμους των χωριών μας, με τις χαρούμενες φωνούλες τους.

"Ήρθε ο Λάζαρος, ήρθαν τα Βάγια

ήρθε η Κυριακή που τρων τα ψάρια

Σήκω Λάζαρε και μην κοιμάσαι

ήρθε η μάνα σου από την πόλη

σού'φερε χαρτί και κομπολόι

Οι κοτίτσες σας αυγά γεννάνε

οι φωλίτσες δεν τα χωράνε

δώστε και σε μας να τα χαρούμε!"

Γράφει ο τοπικός μας λαογράφος, Κ.Λιάπης στις "Ώρες του Πηλίου": " Οι Λαζαρίνες του Πηλίου αποτελούν μια χαρακτηριστική γραφική νότα καθώς ξεχύνονται σε χαρούμενες συντροφιές πρωί-πρωί την παραμονή ή ανήμερα της γιορτής του Λαζάρου στις μοσχομύριστες γειτονιές, έχοντας στο καλαίσθητο στολισμένο με αγριόκρινους (λαζάρια) καλαθάκι τους την κούκλα ή το πάνινο ομοίωμα του Λαζάρου. Οι δροσερές κοριτσίστικες φωνούλες ακούονται πασίχαρες μέσα στο ανοιξιάτικο πρωινό καθώς τραγουδούν.

Οι παραλλαγές των τραγουδιών με τα οποία οι πηλιορείτισσες Λαζαρίνες χαιρετίζουν το θαύμα της Ανάστασης του Λαζάρου είναι αρκετές, φαινόμενο που αποδείχνει την πλατιά απήχηση που είχε το γεγονός που τις υπόθαλψε στη λαϊκή ψυχή."

Τέλος, δε μπορώ να μην παραθέσω ένα απόσπασμα του Γ.Α.Μέγα ("Ελληνικές γιορτές και έθιμα της λαϊκής λατρείας") για τη μέρα τούτη: "Ο Λάζαρος (κοινώς Φτωχολάζαρος) είναι μορφή συμπαθητική στο λαό. Είχε βέβαια την εξαιρετική τύχη να είναι φίλος του Ιησού και πεθαίνοντας να αναστηθεί από τον Κύριο, αλλά η ανάμνηση όσων είδε και γνώρισε στην κατοικία των νεκρών πρέπει να χάραξε ανεξίτηλα στην ψυχή του το φόβο και τον τρόμο. Για αυτό ο λαός φαντάστηκε το Λάζαρο, μετά την ανάστασή του, "αγέλαστο". Σύμφωνα με μια παράδοση σ'όλη τη δεύτερη ζωή του δε γέλασε ποτέ και μόνο μια φορά χαμογέλασε, σαν είδε στο παζάρι ένα χωρικό να κλέβει με τρόπο μια στάμνα απ'το σταμνά κι ύστερα να το κόβει λάσπη.

- Βρε τον ταλαίπωρο, λέει χαμογελώντας ο Λάζαρος, για ιδές πως φεύγει με το κλεμμένο σταμνί. Ξεχνάει ότι κι αυτός είναι ένα κομμάτι χώμα, όπως και το σταμνί. Τό'να χώμα κλέβει τ'άλλο. Μα δεν είναι να γελούν κι οι πικραμένοι;"

Υ.Γ. Θα μου έδινε μεγάλη χαρά, όποιος διαβάσει τούτη την εγγραφή και έχει να προσθέσει κάτι για το αγαπημένο μου αυτό έθιμο, από τον τόπο του και την εμπειρία του, να το παράθετε στο σχόλιό του...

Δευτέρα 14 Απριλίου 2008

100 χρονών γιαγιά...



Τη συνάντησα προχθές στη μέση του δρόμου, πάνω σε μια στροφή. Με την ψυχή στο στόμα σταμάτησα το αμάξι όσο πιο δεξιά μπορούσα -ένα τσακ απ'το γκρεμό- για να προλάβω να τη μεταφέρω πριν περάσει από πάνω της κανένας στραβός ή φουριόζος! Είναι και στενοκοπιά οι δρόμοι μας, ήτανε και πάνω στη στροφή, έτρεξα στα γρήγορα καθώς αφουγκραζόμουνα για τυχόν ήχο μηχανής που πλησίαζε.

Πόσες φορές κι αν έχω πετύχει χελώνες στο δρόμο μου. Συνήθως, με το άγγιγμα του ανθρώπου τρομάζουν και κρύβουν το κεφάλι τους μες στο καβούκι. Πολύ συχνά, δε, βγάζουν κι ένα απειλητικό και τρομαγμένο "χθθθθθθθθ!" -ένα πράγμα σαν εκείνο των γατιών όταν αγριεύουν! Χα, την πρώτη φορά που τ'άκουσα αυτό, καθώς είχα σηκώσει μια χελώνα, μου ήρθε τόσο ξαφνικό, που ομολογώ πως τρόμαξα περισσότερο από εκείνη!

Η συγκεκριμένη, όμως, ούτε "χθθθθθ" έκανε, ούτε δοκίμασε να μου κρυφτεί! Ίσα που πήγε να μισοκρύψει το κεφάλι της, αλλά αμέσως το μετάνιωσε και το ξεπρόβαλε ολάκερο με πυγμή. Σα να με κοιτούσε και ερευνητικά, θα έλεγα. Την τοποθέτησα στην πρασινάδα, στο πιο ομαλό μέρος της γκρεμούρας κι επέστρεψα βιαστικά στο αυτοκίνητο. Έβαλα μπρος, προχώρησα λίγα μέτρα να βρω ίσιωμα και ξαναγύρισα να τη φωτογραφίσω. Με αργά και σταθερά βήματα έπαιρνε τον κατήφορο. Μόλις με άκουσε κοντοστάθηκε και σήκωσε το κεφάλι της προς τα πάνω. Περίμενε υπομονετικά στη θέση της να βγάλω από τη θήκη τη φωτογραφική και να πατήσω το κουμπάκι, κι αμέσως μετά συνέχισε τη διαδρομή της...

Πολύ τη γούσταρα τούτη τη χελώνα! Είχε κάτι ξεχωριστό.. πως να το εξηγήσω;.. σίγουρα θά'ταν από κείνες τις σοφές της γενιάς της! Θα κουβαλούσε τουλάχιστον εκατό χρόνια στην πλάτη της, τη μαυρισμένη από τις σκουρωπές σκληρές ραβδώσεις... Πόσους δρόμους θά'χε διασχίσει με το ράθυμο βήμα της, και την είχε βγάλει καθαρή! Τότε που θα γεννήθηκε, άσφαλτος δε θα υπήρχε, μήτε αυτοκίνητα σε τούτη την πλαγιά. Μονάχα δέντρα, αγριολούλουδα και μικρά χωμάτινα μονοπάτια...
T

Κυριακή 13 Απριλίου 2008

πασχαλίτσες

στη Φωτεινούλα μου...



Πασχαλίτσες ή λαμπρίτσες.. Μικροσκοπικοί αγγελιαφόροι της άνοιξης κι αυτές, σύντροφοι των λουλουδιών και των κηπευτικών, καλότυχες και γουρλίδικες αλλά και εξολοθρευτές των βλαβερών εντόμων...

Μεγάλη καλοτυχιά, λέει ο λαός μας, να πέσει πάνω σου πασχαλίτσα. Κι αν κάνεις και τη διώξεις, σημάδι γρουσουζιάς! Θυμάμαι παιδί, κάθε που προσγειωνόταν καμιά πάνω στο μπράτσο μου, έκανα μεγάλη χαρά και βιαζόμουν να προλάβω μιαν ευχή, προτού εκείνη ξανανοίξει τα φτερά της και με αποχαιρετήσει.. Ακόμη και τώρα..

Ένα από τα πιο συμπαθητικά και όμορφα έντομα. Ακόμη κι εκείνοι που φοβούνται ή απεχθάνονται τα ζουζουνοειδή, την πασχαλίτσα την καλοδέχονται. Κατακόκκινη με μικροσκοπικές μαύρες βουλίτσες, λάτρης της εξοχής, αιχμαλωτίζει το βλέμμα μας και χρωματίζει τη ματιά μας...

Εκτός, όμως, από χαριτωμένη και γουρλίδικη, αποτελεί και το μεγαλύτερο σύμμαχο των φυτών κατά των βλαβερών εντόμων που ροκανίζουν ασύστολα τα τρυφερά τους βλαστάρια και μπουμπούκια, όπως οι αφίδες (μιλίγκρα). Οι πασχαλίτσες με εντυπωσιακό ρυθμό και πείσμα, καθαρίζουν τις καλλιέργειες από όλα αυτά τα καταστροφικά ζουμπεράκια, καθώς τούτα αποτελούν και τον αγαπημένο τους μεζέ! Βασική προϋπόθεση, βέβαια, να μην έχει λάβει χώρα ψεκασμός με φυτοφάρμακα, τα οποία εκτός από τα βλαβερά έντομα, εξολοθρεύουν κι εκείνες.. Η φύση, βλέπεις, είχε προνοήσει.. όπως πάντα.. Έπλασε τούτα τα λιλιπούτεια κόκκινα πλασματάκια, για να προστατεύουν τα τρυφερά φυλλούδια και τους βλαστούς από τους φυτοφάγους απομυζητικούς εχθρούς τους.. Ο κύκλος της ζωής.. Μονάχα που εμείς τα θαλασσώσαμε...

Παρασκευή 11 Απριλίου 2008

Ο Άμπελος, ο Διόνυσος και οι εποχές..


Είναι κάμποσες μέρες τώρα που σκάσαν οι κόμποι της κληματαριάς, τα φυλλαράκια αρχίσανε να ξεδιπλώνονται και να ξεπετάγονται προς το γαλάζιο ουρανό.. Τα βλέπω από το παραθύρι μου και μετρώ τις μέρες τις άνοιξης με το μεγάλωμά τους.. Τρυφερά ακόμη, χρυσοπράσινα, βελουδένια στην αφή, λαμπυρίζουν σαν καινούρια ζωή κάτω απ'τις ανοιξιάτικες ηλιαχτίδες.. Κι ολοένα πετούν καινούρια, ατίθασα, με νεανική ορμή ίσαμε να πληθύνουν τόσο που τυλίξουν με την αγκάλη τους όλες τις καιροφαγωμένες καστανιές τις κρεβατιάς ...
Τούτα τα φυλλούδια σε λίγες μέρες θα γίνουν ντολμαδάκια πεντανόστιμα, κατά προτίμηση γιαλαντζί, με μπόλικο δυόσμο, να γαργαλίσουν τον ουρανίσκο μας. Θέλει αραίωμα η κληματαριά, ειδαλλιώς, θα πνιγεί και τα σταφύλια δε θά'χουν αέρα ν'ανασάνουν ...
Το καλοκαίρι πάλι, θά'χει απλωθεί για τα καλά, στρώμα ολάκερο, καταπράσινο, να μας σκιάζει απ'του ήλιου την κυριαρχία. Μια ανάσα δροσιάς κι άραγμα στο πεζουλάκι για δυο τζούρες καφέ κι ένα τσιγάρο.
Κι όπως θα μπαίνει το φθινόπωρο, τα τσαμπιά θα κρέμονται ροδακιά και μεστωμένα, έτσι για να κλέβω τις ζουμερές τους ρώγες με τη χούφτα, κάθε που θα ποτίζω τα λουλουδικά. Κι ό,τι περισσέψει από το τσιμπολόγημα, πάει για μούστος, για κρασί. Μυρωδάτο, ανόθευτο, γιατρικό βάλσαμο για κείνες τις παγωμένες και μοναχικές νύχτες του χειμώνα, ή για τις άλλες τις συντροφικές να αυγατεύει το κέφι.
Καρπός πολύτιμος.. φυτό μοναδικό. Οι κληματσίδες λένε πως είναι το καλύτερο για να ψήνεις στα κάρβουνα, αρωματίζει το κρέας. Το τσιπουράκι, παιδί κι αυτό των σταφυλιών, ζεσταίνει την ψυχή και ξανάβει το αίμα ...
Ο μύθος λέει πως ο `Αμπελος ήτανε γιος του Σάτυρου και μιας Νύμφης, του Διόνυσου πιστός ακόλουθος. Ένας νέος πανέμορφος που πέθανε νωρίς, πέφτοντας από ένα άγριο τράγο που ζαλίκωνε. Ο Διόνυσος στεναχωρέθηκε τόσο που τον σπλαχνίστηκε ο Δίας και μεταμόρφωσε τον αδικοχαμένο νέο σε άμπελο. Από τότε το αμπέλι γίνηκε το αγαπημένο φυτό του Διονύσου.

Πέμπτη 10 Απριλίου 2008

Κένταυρος Χείρωνας

Ο Χείρωνας, ουδεμία σχέση με τους υπόλοιπους Κενταύρους! (βλ.: Κένταυροι και μύθοι του Πηλίου... ). Από άλλη γενιά και μ'άλλο χαρακτήρα. Μια προσωπικότητα πολυσυζητημένη και εξέχουσα.
Δεν είχε καταγωγή από τους Λάπιθες και τη Νεφέλη, παρά ήταν γνήσιο τέκνο του Κρόνου που ενώθηκε με τη Φιλύρα (βλ.: Φιλύρα... νύμφη και φλαμουριά,) την ομορφότερη Ωκεανίδα. Ο Κρόνος, για να μην τον πάρει πρέφα η νόμιμη σύζυγός του η Ρέα, μεταμορφώθηκε σε άλογο και κυνήγησε την αγαπημένη του Φιλύρα μέχρι το Πήλιο, όπου κατάφερε να την τσακώσει και να την κάνει δική του. Από την ένωση αυτή, γεννήθηκε ένα πλάσμα αθάνατο, από τη μέση και πάνω άνθρωπος κι από τη μέση και κάτω άλογο, ο Κένταυρος Χείρωνας.
Ο Χείρωνας, κατοικούσε σε μια σπηλιά στο Πήλιο, στο γνωστό «Χειρώνιον Άντρο», όπου, με τη συνεισφορά της μητέρας του, αναλάμβανε την ανατροφή και τη διαπαιδαγώγηση των παιδιών που του εμπιστεύονταν. Πάρα πολλοί από τους γνωστούς μας ήρωες της ελληνικής μυθολογίας, όπως ο Ιάσονας, ο Ηρακλής, ο Πηλέας, ο Αχιλλέας, ο Οδυσσέας, ακόμα και ο θεός της ιατρικής Ασκληπιός (βλ.: Ασκληπιός "συν γυναιξί και τέκνοις"...), μαθήτευσαν κοντά του.
Οι γνώσεις του ήταν εντυπωσιακές, η σοφία του κι οι θεραπευτικές του ικανότητες ξακουσμένες. Δεν υπήρχε τέχνη που να μη γνώριζε. Εκπαιδευμένος από τον Απόλλωνα και την Άρτεμη στη μουσική, τη βοτανολογία, την αστρονομία και τη ιατρική, έγινε ο σπουδαιότερος δάσκαλος. Ήξερε να θεραπεύει με βότανα τις πληγές, να ανακουφίζει τους πόνους, ακόμη και να χειρουργεί. Ήταν δεινός σκοπευτής και κυνηγός εξαίρετος. Όσο για το χαρακτήρα του, υπήρξε μαλακός, δίκαιος και φρόνιμος και αγαπούσε τους ανθρώπους, σε αντίθεση με τους άλλους Κενταύρους που ήταν εχθρικοί και βρίσκονταν σε ημιάγρια κατάσταση.
Ο θάνατος του αθάνατου Χείρωνα, σχετίζεται με τον τρίτο άθλο του Ηρακλή, τον Ερυμάνθιο Κάπρο. Ο Ηρακλής, καθώς κυνηγούσε τον Κάπρο, χτύπησε, κατά λάθος, τον αγαπημένο του δάσκαλο μ'ένα βέλος βουτηγμένο στο τρομερό δηλητήριο της Λερναίας Ύδρας. Οι πόνοι υπήρξαν τόσο τραγικοί, που ο Χείρωνας, μην αντέχοντας άλλο να υποφέρει, παραιτήθηκε από την αθανασία του, την οποία και προσέφερε στον Προμηθέα. Τότε ο Δίας που τον εκτιμούσε ιδιαίτερα, συγκινήθηκε και για να τον τιμήσει τον έκανε αστερισμό, και συγκεκριμένα τον αστερισμό του Τοξότη, μιας κι οι ικανότητές του στην τοξοβολία υπήρξαν απαράμιλλες. Μάλιστα, λέγεται, ότι δίκαια ένας από τους σπουδαιότερους αστερισμούς πήρε το όνομά του, καθώς στο Χείρωνα αποδίδεται και η πρώτη ταξινόμηση των άστρων κι η απεικόνισή τους σε ουράνια σφαίρα, αφού, σύμφωνα με το μύθο, τούτη τη σφαίρα παρέδωσε στο μαθητή του Ιάσονα για να τον βοηθήσει στο ταξίδι του για την Κολχίδα.
Έτσι ο ξακουστός και σοφός Κένταυρος Χείρωνας, από τα βουνά του Πηλίου, βρέθηκε να κατοικεί εκεί μακριά στον ουρανό, και κάθε που το σκοτάδι απλώνει το πέπλο του στη γη, να μας στέλνει το απομακρυσμένο αλλά αιώνιο φως του ...


(Τοξότης και Νότιος Στέφανος, από τον κατάλογο του Ε.Η. Burritt, 1835)


Κι όμως, αν προχωρήσεις σε μονοπάτια κακοτράχαλα κι ερημικά, εδώ στα δασωμένα βουνά του Πηλίου, σε κάτι ανηφορικές πλαγιές, που αντίκρυ απλώνεται η θάλασσα, αν ξαποστάσεις δίπλα σ'ορμητικές ρεματιές, κάτω απ'τη σκέπη δέντρων αιωνόβιων κι αν ψηλαφίσεις με τη χούφτα σου το χώμα που πατάς και ψελλίσεις δυο κουβέντες στον αγέρα, ίσως τον δεις να ξεπροβάλει ξαφνικά, από κάποια σπηλιά στους βράχους σμιλεμένη και πριν προλάβεις ν'αναρωτηθείς, να σ'αποχαιρετά σαν ψίθυρος ο καλπασμός του ...


Τετάρτη 9 Απριλίου 2008

Κένταυροι και μύθοι του Πηλίου...



(Κένταυρος και Λύκος, "Ουρανομετρία του Μάγιερ, 1603)

Όταν η νύμφη Κρεούσα ενώθηκε με τον Πηνειό στα φαράγγια της Πίνδου, έφερε στον κόσμο δυο αγόρια και μια κόρη, τη Στίλβη. Η Στίλβη γέννησε με τον Απόλλωνα το Λαπίθη, επώνυμο ήρωα και αρχηγέτη των Λαπιθών. Οι Λάπιθες, μια γιγαντογενιά που κατοικούσε στη Θεσσαλία, φημίζονταν για την αντρειοσύνη τους, αλλά και για τους αλαζονικούς βασιλιάδες τους. Ένας απο αυτούς υπήρξε κι ο Ιξίων.

Όταν ο Ιξίων σκότωσε με δόλο τον πεθερό του, όλοι έφριξαν για το φοβερό αυτό έγκλημα και κανείς δε δέχτηκε να τον εξαγνίσει. Στο τέλος όμως, τον σπλαχνίστηκε ο Δίας, κι όχι μόνο του έκανε τους καθιερωμένους καθαρμούς, αλλά τον τίμησε και με τη φιλία του προσφέροντάς του αμβροσία και χαρίζοντάς του έτσι την αθανασία. Η αχαριστία και η αγνωμοσύνη του Ιξίονα αποδείκτηκαν απαράμιλλες, καθώς ερωτεύτηκε την Ήρα κι όχι μόνο της το εξομολογήθηκε, αλλά της ζήτησε και ανταπόκριση. Μαθαίνοντάς το ο Δίας, για να τον δοκιμάσει, του παρουσίασε μια νεφέλη με τη μορφή της Ήρας. Ο Ιξίονας ξεγελάστηκε κι ενώθηκε μαζί της με αποτέλεσμα από την ένωση αυτή να γεννηθεί ο Κένταυρος, μισός θεός και μισός άνθρωπος, ο πατέρας όλων των Κενταύρων.

Η γενιά των Κενταύρων, με τη διπλή φύση (από τη μέση και πάνω άνθρωποι, από τη μέση και κάτω άλογα)  προήλθε από την ένωση του Κένταυρου με τις φοράδες που έβοσκαν στο Πήλιο. Οι Κένταυροι ήταν βίαιοι κι ορμητικοί, επιθετικοί και φασαριόζοι. Ζούσαν στα βουνά, κοντά στους χείμαρρους, τρώγαν ωμό κρέας, μεθοκοπούσαν με κρασί και κυνηγούσαν τις νύμφες του δάσους.

Οι ερμηνείες για τις ρίζες του μύθου των Κενταύρων διαφέρουν. Σύμφωνα με μια εκδοχή, η λέξη Κένταυρος είναι σύνθεση των επιμέρους λέξεων "κεντώ" και "ταύρος" και βασίζεται στην εξής ιστορία: Στη Θεσσαλία, ένας μυθικός βασιλιάς για να μαζέψει τους ταύρους που είχαν σκορπίσει από το κοπάδι του, έστειλε τους πιο ικανούς ιππείς του. Εκείνοι, κεντώντας τους με τα δόρατά τους, τους επανέφεραν στους στάβλους, με αποτέλεσμα να ονομαστούνε Κένταυροι. `Αλλη εκδοχή θέλει τη λέξη Κένταυρος να προέρχεται από το "κεντέω" και την "αύρα" και, καθώς η αύρα έχει και την έννοια του νερού, θεωρέί τους Κενταύρους ως δαίμονες των ορμητικών χειμάρρων.

Όπως και νά'χει, είτε πρόκειται για ικανούς ιππείς που δεν αποχωρίζονταν τα άλογά τους, είτε για δαιμόνια των χειμάρρων και του βουνού, που με άλλη αφορμή έπλασε του λαού η φαντασία, ο μύθος παραμένει ζωντανός, και τα ποδοβολητά τους ακόμη στοιχειώνουν τα πηλιορείτικα βουνίσια μονοπάτια..


ένα ακόμη ξεχασμένο έθιμο..

Του Μεγάλου Κανόνος σήμερα..

Έτσι λέγεται η Τετάρτη της πέμπτης βδομάδας της Σαρακοστής, καθώς ψάλλεται στην εκκλησία ο Μεγάλος Κανών, έργο του υμνογράφου Αγίου Ανδρέα της Κρήτης, που αποτελείται από 250 τροπάρια και εστιάζει στην ιδέα της "μετάνοιας".

Ο λαογράφος, Γ.Α.Μέγας, έχει καταγράψει για τη μέρα τούτη πως οι γυναίκες συνήθιζαν να ζυμώνουν λειψόπιτες και κουλούρια για τα παιδιά και τους φτωχούς. Για τη Σκύρο, μάλιστα, χαρακτηριστικά αναφέρει:

"Στη Σκύρο την ημέρα αυτή βάζουν φτάζυμο και ζυμώνουν λειψόπιτες, κουλουράκια και σφραγίδες (ψωμάκια με σφραγίδα, όπως τα πρόσφορα). Τις λειψόπιτες τις τυλίγουν στης δρακοντιάς τα φύλλα (που μοιράζουν στη ληνυχτιά στα σπίτια οι φουρνάρισσες) για να μη καίγονται και να μυρίζουν, και τις τρώνε με μέλι. Τα κουλουράκια τα κάνουν αρμαθιές και τα κρεμούν από το λαιμό των παιδιών για το καλό. Τις σφραγίδες, τρεις, πέντε, επτά, πάντα μονό αριθμό, βάζουν ένα κομμάτι πίτα, μέλι από πάνω, και τις μοιράζουν στους φτωχούς για την ψυχή των απεθαμένων τους." (Γ.Α.Μέγας, "Ελληνικές γιορτές και έθιμα της λαϊκής λατρείας")


Τρίτη 8 Απριλίου 2008

κουτσουπιές..




Τις άλλες εποχές του χρόνου, η παρουσία της δεν αιχμαλωτίζει τη ματιά κανενός, ιδιαίτερα στον τόπο μας που η πυκνή και πλούσια βλάστηση, καλύπτει το τοπίο. Όμως, κάθε που φεύγει ο Μάρτης και καλωσορίζουμε τον Απρίλη, εκείνη στολίζεται με τα πιο φανταχτερά ανθάκια της και μαγνητίζει το βλέμα κάθε περαστικού.. Ξεφυτρώνει σε κάθε στροφή του δρόμου, σε κάθε μονοπάτι δύσβατο, ανάμεσα στο πράσινο όργιο του βουνού ή στους ασημόγκριζους μελαγχολικούς ελαιώνες... Εντυπωσιακή, χαρούμενη και γιορτινά ντυμένη, διαλαλεί και εκείνη με τη σειρά της τον ερχομό της άνοιξης, καταδεικνύει περίτρανα το απαράμιλλο μεγαλείο της πλάσης... Η λόγος για την κουτσουπιά, ένα δέντρο αυτοφυές στην Ελλάδα, με μια χαρακτηριστική και πανέμορφη ρόδινη κόμη κάθε που ανθοφορεί..

Και τί παράξενο και αντιφατικό.. Από τούτο το δέντρο λέγεται πως διάλεξε να κρεμαστεί ο Ιούδας, για αυτό και αναφέρεται συχνά με το όνομά του, "το δέντρο του Ιούδα"..  

Δευτέρα 7 Απριλίου 2008

Ο γάιδαρος και το αλάτι


Αισώπου μύθοι...
Ήτανε μια φορά ένας χωρικός που είχε ένα γάιδαρο και τον χρησιμοποιούσε για να κάνει τις διάφορες δουλειές του.

Επειδή ο γάιδαρός του ήταν πολύ χρήσιμος, τον αγαπούσε και τον περιποιόταν και, πολλές φορές, του συγχωρούσε και τα γαϊδουρινά του πείσματα.

Μια μέρα, ο χωρικός φόρτωσε κοφίνια με αλάτι το γάιδαρο, και κίνησε να τα πάει στο διπλανό χωριό, όπου θα μπορούσε να τα πουλήσει. Όμως, για να φτάσουν σ' αυτό το χωριό, έπρεπε να περάσουν ένα ποτάμι.

Καθώς λοιπόν το περνούσαν, ο γάιδαρος παραπάτησε και βούλιαξε μέσα στο νερό. Το αλάτι, όμως, μόλις βρέθηκε μέσα στο νερό, έλιωσε κι έτσι ο γάιδαρος σηκώθηκε πιο αλαφρός από μέσα.

Ο χωρικός στενοχωρήθηκε πολύ που έχασε το αλάτι, αλλά ο γάιδαρος ήταν πολύ ευχαριστημένος.

Μια άλλη μέρα, ο χωρικός φόρτωνε ξανά κοφίνια το γάιδαρο, αλλά, αυτή τη φορά, τα κοφίνια είχαν μέσα σφουγγάρια. Ο γάιδαρος νόμιζε πως θα μπορούσε να γλιτώσει και τώρα από το φορτίο του και έτσι, την ώρα που περνούσαν ξανά από το ποτάμι, έκανε πως γλίστρησε και βούλιαξε ξανά μες το νερό.

Όμως τα σφουγγάρια ήπιαν νερό και βάρυναν, κι έτσι ο γάιδαρος δεν μπόρεσε να βγει στην επιφάνεια και πνίγηκε.

Σάββατο 5 Απριλίου 2008

Ασβοί και γάτες!


Όλα τα ζωάκια τα αγαπώ. Με τις κότες, ομολογώ, πως δεν έχω ιδιαίτερη συμπάθεια, αλλά, τέλος πάντων, τις ανέχομαι.. Και τις σαρανταποδαρούσες βέβαια -εκείνες τις χοντρές με τις δαγκάνες και το δηλητήριο- τις τρέμω και τις απεχθάνομαι, αλλά δεν τις συγκαταλέγω στα ζωάκια, παρά στα εντομοειδή τέρατα! Τα ζωάκια-ζώακια όμως τα αγαπώ και τα φροντίζω.

Από την άλλη όμως, αγαπώ και τα φυτά και τα λουλούδια.. Αγαπώ τον κήπο μου, τα δέντρα μου, τα άνθη και τα ζαρζαβατικά μου...Όταν όμως στη γειτονιά σεργιανίζουν καμιά δεκαπενταριά γάτες, οι οποίες πολλαπλασιάζονται κάθε που οι γάτοι αρχίζουν τα γκομενιλίκια, πώς να επιβιώσει ο έρμος ο κήπος; Τί κι αν έβαλα περίφραξη προς το καλντερίμι, τι κι αν κότσαρα σίτα σ'ολόκληρη την πόρτα, μέχρι ψηλά, εκείνες έχουν τον τρόπο να τρυπώνουν παντού, να σκαλίζουν και να λερώνουν τα χώματα, να μου δολοφονούν τα τρυφερά μαρουλάκια. Κι άντε να πεις, κάπως παλεύονται αυτές! Ο.Κ. θα φάω δέκα μαρούλια λιγότερο και θα διαολοστείλω κάμποσες φορές περισσότερο. Με τους ασβούς όμως τί κάνεις;

Αυτά τα συμπαθέστατα, κατά τ'άλλα ζωάκια, έχουν κηρύξει τον κήπο μου προσωπικό τους εστιατόριο! Έρχονται κάθε νύχτα και σκάβουν λάκκους, πετώντας στον αέρα ρίζες και φυτά, αναποδογυρίζουν γλάστρες και ξεπατώνουν φυτώρια για να βρουν κανένα μεζέ στο αφράτο χώμα! Τίποτα δεν αφήνουν όρθιο, μονάχα τα δέντρα και τις μεγάλες τριανταφυλλιές. Τζάμπα ο κόπος, το τσάπισμα, η φροντίδα.. μέσα σε μια νύχτα φέρνουν την καταστροφή.. Γιατί είναι δίπλα η ρεματιά, κι όσο και αν παλεύω να τους σταματήσω, ακούγοντας διάφορες μεθόδους και συμβουλές, τίποτα δεν καταφέρνω! Τί λάμπες έβαλα -γιατί τάχα φοβούνται το φως- τί καλάμια με καρακατσουλιό ασπροκόκκινες πλαστικές κορδέλες από κείνες που κοτσάρει η Δεή στα έργα της - γιατί, λέει, αυτές ανεμίζουν εύκολα και το τρίξιμό τους τους ξεγελά και φοβούνται για ανθρώπινη παρουσία- ως και σκιάχτρο έφτιαξα -ναι, ξέρω, αυτό είναι για τα πουλιά, αλλά μες στην απελπισία μου..- τίποτα δεν κατάφερα, εξακολουθούν να με προτιμούνε! Το τελευταίο που μου πρότειναν, είναι να βάλω ναφταλίνη -που δε θέλουν τη μυρωδιά της- εκεί που φυτεύω.. Μα εγώ φυτεύω παντού, σε κάθε ίντσα! Να σπείρω και τη ναφταλίνη μαζί; Να έχουμε άλλα, χειρότερα;

Κάθε χρόνο, λοιπόν, μιας κι οι ασβοί είναι καλοκαιρινοί θαμώνες στα μέρη μας, ευελπιστώ πως θα προτιμήσουν άλλη γη για εστιατόριο, μα φαίνεται έγινε σταθερή αξία ο κήπος μου -τα χώματα αφράτα και σκαμμένα, η ποικιλία μεγάλη... self-service μεν, αλλά προσφέρει αξεπέραστη ποιότητα!- και δεν αποφασίζουν να τον εγκαταλείψουν! Και το κακό είναι πως φέτος, διέκρινα τις πρώτες επισκέψεις από τώρα! Αν ξεκινήσουν από τόσο νωρίς, το εστιατόριο θα βαρέσει διάλυση μέχρι το φθινόπωρο, ο κήπος θα ρημάξει. Και άντε πάλι εγώ να αναρωτιέμαι και να σκέφτομαι πως να τους αντιμετωπίσω, όταν κάθε πρωί με πόνο ψυχής και νεύρα τσατάλια βλέπω τα λουλούδια μου και τα κηπευτικά μου ρημαγμένα..

Η καμπάνα της Αγίας Τριάδας (3)


του Θ. Πετσάλη-Διομήδη

(Βλέπε και:
Η καμπάνα της Αγίας Τριάδας 1
Η καμπάνα της Αγίας Τριάδας (2)
 )

Και για το Γιωτάκι, που μου ζήτησε κι άλλα αποσπάσματα...:

"Ξέρει να τους μιλάει βαθιά στην ψυχή ο πάτερ-Αγάπιος τα Σαββατόβραδα το καλοκαίρι. Μα ύστερα; Τις αποδέλοιπες τις μέρες; Όταν χτυπάει το σήμαντρο και δεν το ακούει κανείς; Το χειμώνα; Όταν τα χιόνια φέρνουν τη νέκρα στη γης και κανένας δε βολεί το Σαββατόβραδο ν'ανέβει;
Πάλι και τότες το χτυπάει, δίχως αναμελιά, το σήμαντρό του ο πάτερ-Αγάπιος, το ίδιο πάντα. Μα ο χτύπος σβήνει παρευτύς, θαρρείς και πάγωσε γλιστρώντας απάνω στα χιόνια. Για τούτο, το χειμώνα είναι ακόμα πιο μουντός, ακόμα πιο βαρύς ο χτύπος, αφού δε βρίσκει απόκριση σε κανενός την ψυχή."
[...]
"Με τα βούνευρα, με τα χαντζάρια, με τις βρισιές, οι γιαννίτσαροι αποδιώχνουνε τους Περαχωρίτες. Κανένας-δυό λαβωθήκανε τότες καθώς τους σπρώχνανε να κάνουν πέρα.
Ύστερα, εκεί που στεκόταν πάντοτε και κήρυχνε ο πάτερ-Νικόδημος κάτω από το κυπαρίσσι, δίχως να του λύσουνε τα χέρια, του περάσανε το βρόχο στο λαιμό. Εκείνος ήταν σοβαρός. Μόνο το μάτι του γυάλιζε αγριεμένο.
...
Την άλλη νύχτα, κρυφά, τρεις Περαχωρίτες και μια Περαχωρίτισσα, η Ρόδω η Γιούσουρη, ξεκρέμασαν το άγιο λείψανο, του πλύνανε το πρόσωπο και τα χέρια με ξύδι, το μύραναν και το θάψανε στη ρίζα του κυπαρισσιού, στα ίδια τα χώματα όπου ήταν θαμμένος τα παλιά τα χρόνια ο Γιαννάκης της Ζωής.
Από πάνω απ'το μνημούρι στήσανε ένα σταυρό σανιδένιο, και στο σταυρό χαράξανε το όνομα: "Πάτερ-Νικόδημος", απλά, γιατί το παρανόμι του κανένας δεν τό'μαθε ποτές. Και μια μερομηνία: 1667."
[...]
"Απάνω-κάτω εκείνο τον καιρό αρχίσαν οι Περαχωρίτες ν'ανεβαίνουν πιο συχνά στην Αγιά-Τριάδα. Το ξωκλήσι φύλαγε κάποιο μυστικό, μυστικό βγαλμένο απ'την ψυχή του τόπου. Λες κι όσοι παλιοί πεθάνανε ίσαμε τώρα, παππούληδες και παραπαππούδες, δεν πήγανε ολότελα στα χαμένα.
Πλανιέται εκεί μες στο ερημοκλήσι και γύρω-τριγύρω στον ίσκιο του κυπαρρισιού, κάτι σαν ένας αέρας, μιαν οσμή, ένας ανασασμός που σου μιλάει στην καρδιά, στα πιο βαθιά της καρδιάς, και σε δένει μαγικά με τον τόπο, με τις θύμησες, με τις προγονικές λαχτάρες, με τ'αγιάτρευτα βάσανα, με όλα εκείνα που σε στυλώνουνε ωσάν ρίζες, σε τούτο τον κόσμο.
Εκεί ολόγυρα και μέσα στο ξωκλήσι βρίσκουν οι Περαχωρίτες πιο αληθινά, πιο ζωντανά, τα μυστικά τα διανέματα των παλιών στους σημερνούς, και γι'αυτό οι σημερνοί φέρνουνε τα παιδιά τους, τους αυριανούς, τα βάζουνε να προσκυνήσουν.
Κανένας δεν εδιαλογίστηκε πολύ ξεκάθαρα το πως και το γιατί, μα ο ο πόνος ο τόσος γύρεψε ένα αντίδοτο κι η τυραννισμένη ψυχή του ραγιά, ανασκαλεύοντας για φως, στάθηκε τα περασμένα τα καλά και κρεμάστηκε από κείνα.
Έρχονται οι χωριανοί για το σεργιάνι συχνά-πυκνά, ανηφορίζοντας αγάλι-αγάλι ως το ξωκλήσι, κι αφού ασπαστούνε τα εικονίσματα, βγαίνουν στον καθάριο αέρα και κάθονται κατάχαμα στα θυμάρια, τα σκίνα, τις σμυρτιές, τις ρίγανες και τις κάπαρες.
Τούτο το ακούμπισμα στη γης χύνει μέσα στο αίμα τους σαν ένα μπάλσαμο και σα μια χαρά και σα μια δύναμη καινούρια.
-Να σου μένει το χώμα που πατάς, το χώμα που σε σηκώνει. Όσο σου μένει αυτό το καλό, θα βρεις που να στυλώσεις το κορμί σου, θα βαστιέται η ψυχή σου γερή.
Έτσι θαρρείς πως μιλάει κάποια απόκρυφη φωνή."


(Θ.Πετσάλης-Διομήδης, "Η καμπάνα της Αγίας Τριάδας", εκδ.Εστίας)

Παρασκευή 4 Απριλίου 2008

Η καμπάνα της Αγίας Τριάδας (2)


του Θ.Πετσάλη-Διομήδη (αποσπάσματα)

(βλέπε και:
Η καμπάνα της Αγίας Τριάδας (1)
και
Η καμπάνα της Αγίας Τριάδας (3) )

"... Μήνες και βδομάδες καρτερούσαμε έτσι αναγώνια. Ώσπου πέρασε και του `Αι-Δημητριού. Περάσανε κι οι αποστερνές καλοκαιριές, κι ο κόσμος το συνήθισε, πως δε θά'ρθει ο Τούρκος. Σιγά-σιγά ξέχασε και να τους περιμένει κιόλα.

Κανένας δε μιλάει πια για τον Τούρκο. Κανένας δε χολοσκέι πια για το πάρσιμο της Πόλης. Όλοι κοιτάνε τώρα, πως θε να περάσει ετούτος ο κακός χειμώνας με τα ξεροβόρια και με τα χιόνια, που στοιβάζονται και σβήνουνε τον τόπο.

Έτσι που πλακώνει εδώ η βαρυχειμωνιά, αν δε συνάξουν οι περαχωρίτες από το καλοκαίρι θροφές και ξύλα για τη στια πεθαίνουνε της πείνας και του κρύου.

Νύχτες αξημέρωτες, μέρες δίχως φως, όλο βροχή και λάσπη. Περνάει σιγά, πολύ σιγά ο καιρός, γιατί είναι βαρύς, υγρός, κι είναι σα γέρος. Που να νοιαστεί ο κόσμος, για το τι γίνεται αλλού ή για το τι μπορεί να γίνει αύριο. Το παιδί ζητάει ψωμί κι η γριά στο παραγώνι θέλει κούτσουρα, να τα ρίξει στη φωτιά.

Κλεισμένοι οι χωριανοί μες στα χαμώγια, κλεισμένο το χωριό απ'τον άλλο κόσμο.

Πού να φανεί άνθρωπος από ξένον τόπο. Τα χιόνια στοιβάχτηκαν τρία ποδάρια αψηλά και στα βουνά χαθήκανε τα μονοπάτια. Πάει, απόμεινε στην ερημιά το Περαχώρι, βδομάδες και μήνες. Μηδέ κοτάει κανένας απ'το χωριό, να βγει λίγο παραέξω. Πες οι λύκοι που κατεβαίνουν πεινασμένοι απ'τις κορφές, πες οι ληστές που γδύνουνε όποιον λάχουνε μεσοστρατίς και του βουλούνε το μαχαίρι μεσόστηθα.

Αν δώσει κι έρθει κανένας στρατοκόπος πιο θαρρετός απ'τα γειτονοχώρια ή απ'το Καλονήσι με τη βάρκα, αψηφώντας το κύμα, κι αυτός ποτέ του δεν ξέρει τίποτα, τίποτα να το κοινολογήσει στο χωριό, γιατί κι αυτός κοιτάει, μόνο σκοπό το πως θα τα φέρει βόλτα να ζήσει τα παιδιά του, και γιατί κι αυτός από τόπο απομοναχεμένον ήρθε.

Αφού γιορτάσανε και του Χριστού έφτασε στο Περαχώρι περαστικός πραματευτής, αλλόκοτος άνθρωπος. Νέος ήτανε κι είχε γενιάδα, ψηλός ήτανε κι είχε στραβά κανιά. Μόλις εστάθηκε μπρος στου Λάζαρου του Μπούρα το καλύβι, στο έμπα του χωριού, έβαλε τις φωνές:

Βρε χωριανοί, το λησμονοβότανο γευτήκατε, για ήπιατε το νερό της Άρνας; Ακόμα δεν ετοιμαστήκατε, να τους καλοδεχτείτε τους άπιστους; Στο Αλυσοχώρι πλακώσαν τις προάλλες κάπου τριάντα μαχμούτηδες, και τώρα σαν πας εκεί, δε θα ματαδείς μηδέ Αλυσοχώρι, μηδέ Αλυσοχωρίτη!... Όλους τους ξεκάνανε κι απέ, για τα χαμώγια και τ'ανώγια, τα γκρεμίσανε, θαρρείς και σείστηκεν ο κόσμος. Πέτρες και πλίθες, χώματα, κεραμίδια, αποκαϊδια όλα και σκόνη.

Ωστόσο, οι Περαχωρίτες δεν τον πολυπιστέψανε, έτσι που μιλούσε σα τον λωλό. Κι όσο περνούσεν ο καιρός, τόσο το κάνανε παραμύθι, πως θέλ' έρθει καμιά φορά ο Τούρκος και στο Περαχώρι...."

(Θ.Πετσάλης-Διομήδης, "Η καμπάνα της Αγίας Τριάδας", εκδ.Εστίας)

Πέμπτη 3 Απριλίου 2008

Η καμπάνα της Αγίας Τριάδας


του Θ.Πετσάλη-Διομήδη

"... Μια τέτοια νύχτα, κονταυγή, αφού έριξε το πρώτο χιόνι ώρες κι ώρες και σαβανώθηκε η γης όλη, στην Αγιά-Τριάδα απάνω, στο ξωκλήσι, στη ραχούλα, γίνηκε κατιτί παράξενο, που κανένας δεν το ξέρει ακόμα.

Απ'το πολύ το χιόνι, καθώς στοιβάχτηκε και βάραινε στα κεραμίδια, άκρη-άκρη τη στέγη, εκεί στο γείσωμα όπου είναι του κιρκινεζιού η φωλιά, λυγίσανε και σπάσανε, πολυκαιρισμένα και σαρακοφαγωμένα και σάπια, τα ξύλα κι ήρθανε κάτω καταγής ένα κομμάτι γείσο, με τα κεραμίδια και μ'ολάκερη τη φωλιά των κιρκινεζιών.

Δεν είχε χαράξει ακόμα, μόνο που το σκοτάδι ξάσπριζε λίγο, πες από τη λαμπεράδα του χιονιού, πες από το πρώτο μήνυμα της αυγούλας.

Ξάφνου, μες στη νεκροσιγαλιά, κατρακυλάει η φωλιά με τα κεραμίδια και τα σαπιόξυλα και, πέφτοντας, σκουντουφλάει απάνω στην καμπάνα. Η καμπάνα σαν να βαριαστέναξε, όχι λυπητερά, μήτε και χαρούμενα, μα έτσι νοσταλγικά, θαρρείς κι ήταν ο καημός, που τόσον καιρό την είχανε στερήσει τη λαλιά της.

Κυλίστηκε χάμω η φωλιά, μέσα στα χιόνια. Τα κιρκινέζια φέρνουνε βόλτες ολόγυρα μες στο θαμποσκόταδο κράζοντας. Κι ο αχός της χτυπημένης καμπάνας φτεροκόπησε και πέταξε κι αλάργεψε πέρα από τη ράχη, ως στον κάμπο κάτω, κι ως το Περαχώρι, και πιο πέρα ακόμα, σα φωνή, σαν πρόσκληση, σα χαίρε, κι ύστερα έσβησε γοργά, αλαφρότερη κι από πνοή.

Και κανένας δεν την άκουσε."

(Θ.Πετσάλης-Διομήδης, "Η καμπάνα της Αγίας Τριάδας", εκδ.Εστίας)

[βλέπε και:

Τετάρτη 2 Απριλίου 2008

Ο μαστραπάς του χαζο-Γιάννη


του Νέστορα Μάτσα

"Πήρε ο χαζο-Γιάννης ένα μαστραπά, πήγε στο πέλαγο και άρχισε ν'αδειάζει το νερό του. Στάθηκε κει δυο μέρες, δυο βδομάδες, δυο μήνες. `Αδειαζε χιλιάδες μαστραπάδες μα το πέλαγο δεν έλεγε να κατέβει μήτε μια πιθαμή.

Θα μ'αρωτήσετε:

-Αδειάζει με το μαστραπά η θάλασσα;

Θα σας αποκριθώ:

-Όσο αδειάζει κι η αγάπη, με τα λογής τραγούδια, τα γραψίματα και τα βιβλία. Ιστορείς τα έργα, τα καμώματα και τα θέματά της και πάλι τίποτα δεν έχεις πει. Λόγια μονάχα που τα παίρνει ο αγέρας και τα σκορπίζει. Λίγα καρπίζουν. Τα περισσότερα χάνονται σε χέρσα γη και σ'άδειους δρόμους.

Αυτή είναι η πάσα αλήθεια. Αλλά στο λαϊκό πολιτισμό, η αγάπη σ'όλες της τις εκδηλώσεις, σα δύναμη ζωής και δημιουργίας, είναι πηγή ανεξάντλητη και πέτρα θεμέλια που πάνωθέ της πυργώθηκαν έργα σπουδαία και τρανά. Ποιήματα και τραγούδια και φαντά και κεντίδια. Κι ακόμα παραμύθια, να σαν αυτό που θα σας ιστορήσω τώρα από πρώτη καταγραφή.

Ήταν λέει, ο κόσμος άδειος κι έρημος. Κι η γη γυμνή και σκοτεινή. Πουλιά δεν υπήρχαν να χαίρονται τον ήλιο και να τραγουδάν τη ζωή, λουλούδια δεν ανθίζαν στους κάμπους.

Οι άνθρωποι δεν ήξεραν μήτε να χαμογελάν, μήτε να τραγουδάν. Ξυπνούσαν και κοιμόνταν θλιμμένοι και σκυθρωποί κι η μόνη τους φροντίδα ήταν να μπορέσουν να ζήσουν στα σκοτεινά σπιτικά τους, που δεν είχαν καμιάν ομορφιά.

Ξαφνικά, μέσα σ'αυτόν τον άχαρο και χέρσο κόσμο, γλύστρισε ένα φως που τα έκανε όλα διαφορετικά. Οι κάμποι γέμισαν πολύχρωμα γιορταστικά λουλούδια και τα δέντρα πουλιά που σκόρπιζαν παντού το τραγούδι τους.

Οι άνθρωποι άρχισαν να χαμογελάν και να νιώθουν κάτι διαφορετικό να ξυπνά στις στεγνωμένες καρδιές τους.

Τί ήταν αυτό το μυστικό φως που τ'άλλαζε όλα; Ποιά ήταν η μεγάλη του δύναμη που έδωσε παντού διαφορετική όψη; Η Αγάπη! Αυτή η πέρα από τη λογική και τη ζωή δύναμη που δίνει μια άλλη διάσταση στη ζωή, που δίνει μια άλλη ομορφιά, μια άλλη ποίηση.

...

-Υπάρχουν πολλών λογιών αγάπες, μα η φωθιά είναι μια, μου είχε πει ένας γέροντας λυράρης στον Ομαλό.

Κι είχε δίκιο! Μια η φωθιά. Σαν αγαπάς ό,τι αγάπη το κάμεις τραγούδι. Με τον τρόπο σου και με την καρδιά σου. Με τα χέρια και με το νου σου. Κι ό,τι μεγάλο στη ζωή και στο λαϊκό πολιτισμό έργο αγάπης είναι."

(Νέστορας Μάτσας, "Ο σπόρος του σταριού", εκδ."Εστία")

Τρίτη 1 Απριλίου 2008

Λαμπριάτης..


Απρίλης...

ή "Λαμπριάτης" ή "Αηγιωργίτης" ή "Ανοιξιάτης"...

Ο μήνας της Λαμπρής, ο μήνας του `Αϊ-Γιώργη κι ο μήνας που η άνοιξη γίνεται όλο και πιο αισθητή, η πλάση μπουμπουκιάζει, ο καιρός ΄"ανοίγει". Το λέει και το όνομά του, εξάλλου ' Απρίλιος από το λατινικό aperire που σημαίνει "ανοίγω".

"'Έστησ' ο έρωτας χορό με τον ξανθόν Απρίλη
κι η φύσις ήυρε την καλή και τη γλυκιά της ώρα..."

γράφει ο Διονύσιος Σολωμός για κείνες τις ηρωικές ώρες της Επανάστασης του 1821... Ο Απρίλης, όχι, δε μπορεί απαρατήρητος να διαβεί...

Ο Απρίλης αγαπήθηκε ιδιαίτερα από το λαό μας. Κι οι παροιμίες, τον συνδέουν άρρηκτα με την άνοιξη και το λουλούδισμα της φύσης:

"Ο Απρίλης με τα λούλουδα κι ο Μάης με τα ρόδα."

"Ο Μάης έχει τ' όνομα κι ο Απρίλης τα λουλούδια."

"Απρίλης-Μάης, κοντά είν'το θέρος!"

Κι αν πάντοτε υπήρχε ο φόβος για τους δουλευτάδες της γης πως ο Απρίλης μπορούσε να έδειχνε ξαφνικά και τα χειμωνιάτικα δόντια του, για παράδειγμα μ'ένα καταστροφικό χαλάζι ή μια δυνατή παγωνιά, τουλάχιστον μέχρι της δεκαοχτώ του μηνός που η λαϊκή μετεωρολογία θεωρεί ως τελευταίο όριο του χειμώνα:

"Το Μάρτη ξύλα φύλαγε, μην κάψεις τα παλούκια,
και τ'Απριλιού τις δεκοχτώ, μην κάψεις τα καρούλια"
(αναφέρεται στα καρούλια του αργαλειού, που θα έκαιγε κάποιος σε έσχατη ανάγκη)
και
"Και τ'Απριλιού ταις δεκοχτώ
πέρδικα ψόφησε στ'αυγό"
(προφανώς από το κρύο)

κι αντίστοιχα για τους ναυτικούς μας:

"Απριλίου δεκαοχτώ, νά'χεις το μάτι σου ανοιχτό. Πέρασαν οι δεκαοχτώ; `Αραξε και σ'ένα αυγό!"

παρόλα, αυτά, ο Απρίλης συμβόλιζε τον ερχομό της πολυπόθητης καλοκαιρίας και οι βροχές του θεωρούνταν ευεργετικές για τα χωράφια και την παραγωγή:

"Τα νερά τ'Απρίλη, του φτωχού τα πλούτη."

"Τ'Απρίλη η βροχή, κάθε στάλα και φλουρί."

"Αν κάνει ο Απρίλης δυο νερά κι ο Μάης άλλο ένα,
χαρά στονε το γεωργό πού'χει πολλά σπαρμένα."
ή
"Αν κάνει ο Μάρτης τρία νερά κι ο Απρίλης άλλα δύο,
να δεις του Μάρτη τα κουκιά, τ'Απρίλη τα σταράκια,
να δεις το γέρο κρίθαρο πως στρίφτει τη μουστάκα."

Σύμφωνα με το λαογράφο Δ.Λουκάτο, την πρώτη μέρα του Απρίλη "πολλοί λαοί την αντιμετωπίζουν αμυντικά με το "πρωταπριλιάτικο ψέμα" , που συμβολικά θα ξεγελάσει τον κάθε επίφοβο δαίμονα (ή εχθρό) και θα δώσει την ευτυχία, ιδιαίτερα στο νικητή της "ψευδολογίας"."

Ο Γ.Μέγας ("Ελληνικές γιορτές και έθιμα της λαϊκής λατρείας"), από την άλλη, καταγράφει πως "Έθιμο της Πρώτης Απριλίου είναι να γελούν, δηλαδή να λέγουν ένα ψέμα εις βάρος κάποιου άλλου. Όπως είναι γνωστό, όρος για την επιτυχία όχι μόνο μιας μαγγανείας, αλλά και δύσκολων εργασιών, όπως βαφής νημάτων, παρασκευής εφταζύμων κ.τ.λ., θεωρείται, εκτός των άλλων, και η ψευδολογία. Στη Θράκη την πρωταπριλιά ψεματούν για το μετάξι ' τό'χουν για καλό. Ότι πολλή δεισιδαιμονία συνδέεται με την πρωτομηνιά αυτή, όπως και με την πρωτομαρτιά, φαίνεται από τη μαγική ιδιότητα που αποδίδεται στη βροχή της πρωταπριλιάς. Έτσι στην Κομοτηνή "τη βάζουν σ'ένα μπουκάλι και ποτίζονται, άμα έχουν θέρμη για γιατρικό"."