Κυριακή 10 Ιουλίου 2022

Τα τζίνια της αυλής

 


Πρέπει νά'ταν του Σταυρού που μας είχε καλέσει για καφεδάκι. Θαύμασα την περιποιημένη αυλή -ούτε ένα τόσο δα φυλλαράκι λησμονημένο- και τα λουλούδια. Κι αμέσως η ματιά μου καρφώθηκε σ'αυτά! Από παιδί είχα να τα συναπαντήσω! Μια χρονιά μοναχά βρήκα κάποια σε κάτι φυτώρια, μα ήταν αλλιώτικα, σαν καημένα' δεν παίρναν μπόι σαν και τούτα - μόνο τόσο όσο, θαρρείς, για να στέκονται στο γλαστράκι τους χωρίς να λυγάνε- και, ύστερα, τόσο φιλάσθενα - γρήγορα σταχτιάσαν κι αρρωστήσανε.

Έτρεξα να τη ρωτήσω:

"Έχεις τζίνια;!!"

"Τί τζίνια; Ποιά λες;"

"Τα λουλούδια, αυτά τα ψηλά με το μεγάλο ανθό. "

"Τις ντάλιες λες;"

"Όχι καλέ! Τ'άλλα. Εκεί!"

"Τους κεφαλάδες λες! Κεφαλάδες τα ξέρουμε εμείς!"

"Εγώ τζίνια τα ξέρω. Μας τα φύτευε η Δόξα όταν ήμουν παιδί. Είναι εκείνα τα ντόπια; Ρίχνεις σπόρο;"

"Ναι."

"Θα μου κρατήσεις να φυτέψω;"

"Θα σου κρατήσω."

Κι έτσι όταν μπήκε η άνοιξη, μαζί με τα κηπευτικά, έσπειρα με δέος πραγματικό και τα τζίνια μου και περίμενα να μεγαλώσουν. Δεν τά'σπειρα απ'ευθείας στο αυλάκι όπως έκανε η Δόξα και τα βρίσκαμε να ξεπροβάλουν τα κορμάκια τους καθώς ερχόμαστε για το καλοκαίρι, αλλά σ'ένα τελάρο πρώτα μέχρι να ξεπεταχτούν, από φόβο μη μου χαθούν, μην μπερδευτούν μ'αγριοχόρταρα, μην κάτι τα ενοχλήσει και δυσκολευτούν να ριζώσουν.

Και νά'τα τώρα, μετά από τόσα χρόνια, ξαναβρήκαν τη θέση τους κάτω από την αυλή του μικρού σπιτιού, να πασχίζουν να την ξεπεράσουν με το μπόι τους και να χρωματίζουν μ'όλες τους τις γλυκές αποχρώσεις το καλοκαίρι μου! 



Με ρώτησε ένας γέροντας: "Βλέπεις κακές εικόνες στην τηλεόραση... στο διαδίκτυο;" κι εγώ είχα απομείνει να τον κοιτάζω, μιας και δεν πήγε ο νους μου σε κάτι πονηρό, μα μοναχά αναλογιζόμουν πόσες "κακές" εικόνες ξεπροβάλλουν καθημερινά στα μάτια μου, η μια μετά την άλλη με το που θ'ανοίξω οποιοδήποτε μέσο επικοινωνίας. Και καλά, την τηλεόραση την έχω ξεχασμένη, αλλά και στο διαδίκτυο που θα περιηγηθώ τούτες οι εικόνες με κατακλύζουν ασταμάτητα: Αδικίες, βία, παραλογισμοί, ανωμαλίες, βιασμοί κι εκβιασμοί, δολοφονίες και ξυλοδαρμοί, πικρόχολοι και κακόψυχοι σχολιασμοί, φρίκη και ξεφτίλα της ανθρωπότητας... "Πώς να μη δω κακές εικόνες;" αναλογιζόμουνα. Δεν ξέρω πως μπορεί να ερμήνευσε τη σιωπή μου, αλλά αμέσως με συμβούλεψε: "Να μη βλέπεις κακές εικόνες, κορίτσι μου..."

Τριγύρω το χάος- κι ας με πει όποιος θέλει υπερβολική- και νιώθω να σκαλίζω μέσα σε τούτη τη βρωμιά να δω κάποιο κρυμμένο ανθάκι, ένα αληθινό χαμόγελο κι ένα καθαρό βλέμμα. Μιας και καθετί αγνό πλέον λασπολογείται τόσο άγρια, καλύπτεται με τόσο μένος και φανατισμό που μοναχά αναζητώντας την ευωδιά του μπορείς να το εντοπίσεις... 

Σ'έναν κόσμο που παραδόθηκε στο φόβο και καλλιέργησε τα πιο άγρια ένστικτά του για να τον αντιμετωπίσει, σε μια ρωμαϊκή αρένα ανθρωποφαγίας με πλαστούς και κίβδηλους ηθικισμούς και δικαιωματισμούς, σ'έναν κόσμο που καταρρέει ροκανίζοντας τις ρίζες και τις αξίες του στο όνομα μιας επίπλαστης καλοπέρασης, σε μια ανθρωπότητα που επιλέγει τα δεσμά στο όνομα της ελευθερίας, που έχει αποδεχτεί ως κοινή λογική τον παραλογισμό κι ως ζωή την επιβίωση, σε έναν κόσμο που έχει παραδοθεί στην πτώση του σφραγίζοντας με βουλοκέρι τα ώτα του μην τυχόν και μια κραυγή αλήθειας τον ξεβολέψει και χρειαστεί να δρασκελίσει δυο βήματα ανήφορο, που μαστιγώνει ό,τι στέκεται εμπόδιο στην κατρακύλα, που συνήθισε στα σκοτάδια και τον τυφλώνει το φως, προτιμώ να εστιάζω στην εικόνα από τα τζίνια της αυλής μου και να πορεύομαι σε κείνο το μονοπάτι της αυλής της μακαρίτισσας της κυρα-Δόξας με τ'αμέτρητα πολύχρωμα λουλούδια μες στις φρεσκοβαμμένες γλάστρες δεξιά κι αριστερά, με την ευωδιά και την απλότητα και νοικοκυροσύνη μιας άλλης εποχής που, όσα στραβά και να της καταλογίσει κανείς, οι λέξεις ακόμη κρατούσαν το νόημά τους και δεν είχαν στεφθεί άρχοντες η απόλυτη σύγχυση κι ο παραλογισμός. Γιατί:

"-Κι αν ήταν ανάγκη να παραβγεί μ'εκείνους τους παντοτινούς εκεί κάτω δεσμώτες λέγοντας τη γνώμη του για κείνες τις σκιές, ενώ ακόμη δε θα καλοδιάκρινε πριν αποκατασταθεί τέλεια η όρασή του, γιατί βέβαια δε θα χρειάζονταν και πολύ λίγος καιρός να ξανασυνηθίσει, δε θα τους έκανε να σκάσουν στα γέλια και δε θά'λεγαν γι'αυτόν πως γύρισε από κει πάνω π'ανέβηκε με χαλασμένα τα μάτια, και πως δεν αξίζει τον κόπο ούτε να δοκιμάσει κανείς ν'ανεβεί εκεί πάνω, κι αν κανείς επιχειρούσε να τους λύσει και να τους ανεβάσει, δε θα ήταν ικανοί και να τον σκοτώσουν ακόμα, αν μπορούσαν να τον πιάσουν στα χέρια;"
(Βλ. το σπήλαιο και οι δεσμώτες, Πλάτων, «Πολιτεία», βιβλίο Ζ', μετάφραση Ι.Γρυπάρη)

Επίκαιρο όσο ποτέ μου φαίνεται σήμερα το "σπήλαιο του Πλάτωνα". Κι ίσως το πιο τραγικό είναι ότι ο σημερινός άνθρωπος, ακόμη και διαβάζοντας τούτη την παραβολή (που το πιο πιθανό είναι να βαρεθεί ακόμη και να την αναγνώσει), δε θα μπορέσει ούτε καν να διδαχτεί κάτι απ'αυτήν γιατί έχει θρέψει τόσο εγωισμό μέσα του που θα του φανεί αδιανόητο έστω και να αναρωτηθεί μήπως κι εκείνος είναι ένας από τους δεσμώτες στα σκοτάδια, παρά θα θεωρήσει αυτόματα πως τούτο αφορά μοναχά τους διπλανούς του.



Αν βρισκόμαστε κάπου ανάμεσα στους στίχους της Οδύσσειας τώρα, αν ταξιδεύαμε παρέα με τον Οδυσσέα, μάλλον θα παραδέρναμε στα στενά της Σκύλλας και της Χάρυβδης, αφού πρώτα κατασπαράξαμε τους γλυκούς λωτούς της λησμονιάς, ανοίξαμε τον ασκό του Αιόλου, σαγηνευτήκαμε από την Κίρκη που μας μετέτρεψε σε άλογα τετράποδα κι αφεθήκαμε στο πλάνο τραγούδι των Σειρήνων. Στον οίκο μας κάνει κουμάντο ο Αντί-νοος (ο νους, του νοός) κι οι υπόλοιποι φιλήδονοι και θρασείς μνηστήρες κι ο γιος μας έχει αποδεχτεί την κατάσταση σιωπηλά....

 Κι αν κοπιάζοντας ο Οδυσσέας κατόρθωσε κι επέστρεψε στην Ιθάκη του κι είχε τη φρόνηση να τοξεύσει πρώτον τον Αντί-νοο για να βάλει σε μια τάξη το παλάτι του, πόσοι εταίροι του σώθηκαν; Ουδείς...

 ἀλλ' οὐδ' ὧς ἑτάρους ἐρρύσατο, ἱέμενός περ·
αὐτῶν γὰρ σφετέρῃσιν ἀτασθαλίῃσιν ὄλοντο,
νήπιοι, οἳ κατὰ βοῦς Ὑπερίονος Ἠελίοιο
ἤσθιον· αὐτὰρ ὁ τοῖσιν ἀφείλετο νόστιμον ἦμαρ. 

(Οδύσσεια Ομήρου α6-9)

- Πώς να μη βλέπω κακές εικόνες γέροντα; Το κακό το αφήσαμε να αμοληθεί παντού. Κι ενίοτε το βαπτίζουμε και καλό. Και βουτάμε στην κολυμπήθρα του τα παιδιά μας.... Ονομάσαμε ευλογία το εύκολο, το άνευ κόπου και καταλήξαμε εξαντλημένοι κι άδειοι να πνιγόμαστε στη ζωή μας που βάλτωσε. 

"Η ασκητική ζωή και οι ιδρώτες που την συνοδεύουν επινοήθηκαν από τους εραστές της αρετής, απλά για να αποτινάξουν από την ψυχή τους τα σάπια εκείνα στοιχεία της απάτης, που αυτοεγκαταστάθηκαν μέσα της μέσω των παγίδων των πέντε αισθήσεων. Δεν είναι σαν οι αρετές να εισάγονταν απ'έξω ως κάτι καινούριο, επειδή αυτές είναι ήδη μέσα μας από τη στιγμή της δημιουργίας μας. Ώστε όταν η απάτη εκδιωχθεί εντελώς από την ψυχή, τότε αυτή αφήνει να φανεί η λαμπρότητα και το μεγαλείο των φυσικών της αρετών. Έτσι την ασκητική ζωή δεν την ακολουθεί κανείς ούτε για να εισαγάγει ούτε για να δημιουργήσει αρετές, αλλά για να εξοστρακίσει (από την ανθρώπινη φύση) οτιδήποτε ο Θεός ουδέποτε εμφύτευσε ούτε δημιούργησε μέσα μας. Άρα, εκείνος που δεν είναι τρελός, είναι σώφρων κι εκείνος που δεν είναι ούτε δειλός, ούτε παράτολμος, αυτός είναι γενναίος και δυνατός. Συνεπώς, με την απομάκρυνση όλων των εμποδίων που αντιμάχονται τη φύση, παραμένουν και αναδεικνύονται μόνο τα συμβατά και συγγενεύοντα με αυτήν στοιχεία. Είναι ακριβώς το ίδιο πράγμα με το να κάνουμε φανερή τη φυσική γυαλάδα και λαμπρότητα τψν ράβδων του σιδήρου απομακρύνοντας όλη τη σκουριά από την επιφάνειά τους." (Αγίου Μαξίμου Ομολογητού, από τη "Θεολογία της Φύσεως", εκδ. Αρμός)

 


Χαρά μικρού παιδιού με συνεπήρε όταν είδα τα κεφαλάκια τους ν'ανθίζουνε! Πόσες, μα πόσες αποχρώσεις! Κι άλλα με πέταλα πυκνά σε στρώσεις, άλλα πιο ντελικάτα, λεπτά. Κι όλα να πασχίζουν ακόμη να ξεπεράσουν το επίπεδο της αυλής. Να τη φωτίσουν με τα χρώματα και τα χαμόγελά τους... Να πλησιάσουν το φως του ήλιου. . Έτσι απλά, αληθινά κι ανόθευτα ακολουθώντας τη φύση τους... Κάπως έτσι αν μεγαλώναμε κι εμείς....