Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Βασίλειος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Βασίλειος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 1 Ιανουαρίου 2024

Ο δικός μας Άγιος Βασίλης....

 "Ο χειμώνας του 367/8 ήταν φαίνεται ο χειρότερος. Ο Βασίλειος έβγαινε στην πόλη και αρρώσταινε από το κακό που έβλεπε. Η πείνα... παντού η πείνα. Οι ναοί και αυτοί άδειαζαν. Οι πιστοί έμεναν άρρωστοι στα σπίτια τους ή δεν είχαν τις λίγες δυνάμεις που χρειαζόταν λίγη πεζοπορία. Η κατάσταση χτυπούσε αλύπητα τον ευαίσθητο Βασίλειο. Είχε μία λύση: την προσευχή. Ώρες ολόκληρες έπεφτε στα γόνατα. Εκλιπαρούσε το Θεό. Καλούσε τους πιστούς για παρακλήσεις στους ναούς.

Το θανατικό δεν υποχωρούσε. Και ό,τι τον συγκλόνισε βαθύτερα ήταν η συμφορά με τα παιδιά. Τα έβλεπε στην τρυφερή τους ηλικία να μαραίνονται, να σβήνουν, να χάνονται. Αυτό δεν το άντεξε. Αναστατώθηκε ως τα τρίσβαθά του. [...] Πήρε δύσκολη απόφαση για μεγάλο έργο. Θα δώσει ψωμί στα παιδιά. Κι όχι μόνο σ'αυτά. Θα τα σώσει από το θάνατο και τον εξευτελισμό. Πώς θα γίνει αυτό;[...]

Οι πλούσιοι κι οι μεγαλέμποροι της Καισάρειας την εποχή εκείνη είχαν καταντήσει απαίσια πληγή για το λαό. Προνοητικοί επιχειρηματίας καθώς ήσαν έβλεπαν την καταιγίδα που πλησίαζε και συνεχώς αποθήκευαν σιτάρι. Στοίβαζαν προϊόντα πρώτης ανάγκης και δεν τα πουλούσαν στις αγορές με συνηθισμένες τιμές.

Σαν άγρια πεινασμένα θηρία παραμόνευαν για το μεγάλο θύμα. Είχαν υπομονή γιατί το στομάχι τους ήταν γεμάτο. Τρόχιζαν τα σουβλερά τους νύχια και το ανάλγητο πνεύμα τους μεθόδευε την αφαίμαξη της φτωχολογιάς. Πόσο μικρός μπορεί να γίνει ο άνθρωπος!!!

Μόλις η έλλειψη τροφίμων κορυφώθηκε άνοιξαν προσεκτικά τις αποθήκες. Αλλά φυσικά για να κάνουν το σιχαμερό έργο της μαυραγοράς. Οι φτωχοί άνθρωποι ξεπουλούσαν το σπιτικό τους και τον εαυτό τους για ένα κομμάτι ψωμί. Και η νύφη της Καππαδοκίας, η όμορφη Καισάρεια κατήντησε πραγματική ζούγκλα. Οι πολλοί εξαγριώθηκαν για ένα κομμάτι ψωμί, οι λίγοι για ένα κομμάτι χρυσάφι. [...]

Στο χάος αυτό που οι δυνατοί γίνονται δυνατότεροι και οι αδύνατοι αδυνατότεροι έγινε το θαύμα. Η φοβερή αυτή τάξη πραγμάτων ανατράπηκε. Ένας μικρόσωμος καχεκτικός άνδρας υψώθηκε στη μέση του χάους. Τον μεγάλωσε ο Θεός τόσο που τον έβλεπαν όλοι.

Στα χέρια του ο Βασίλειος δε μπορούσε να κρατήσει μαστίγιο, μα ο λόγος του έγινε ανελέητος βούρδουλας. Τον σήκωνε απανωτά κι αλλοίμονο σ'αυτόν που είχε σημαδεύσει. Κι ενώ με το βούρδουλα του λόγου ξέσκιζε το πνεύμα των πλουσίων, την ίδια ώρα το μαλάκωνε με παρακάλια και παρηγοριά. 

Η Καισάρεια κλονίσθηκε συθέμελα. Η τρέλα του Βασιλείου δεν είχε όρια. Και όταν οι περισσότεροι τον πήραν για τρελό, τότε η χάρη του Θεού ημέρεψε λίγο τους πλουσίους και του εμπιστεύτηκαν σιτάρι. [...]

Όταν πια λύγισαν οι πλούσιοι άρχισε άλλο έργο. Πιο δύσκολο τούτο... Να συνάξει και να συντάξει τους επικίνδυνα πεινασμένους. Αυτούς που είχαν μεγαλύτερη, που ήσαν στα πρόθυρα του θανάτου. [...]

Οργάνωσε συνεργεία και σύναξε σε τόπο ευρύχωρο εκείνους που πεινούσαν περισσότερο. Και πριν από όλα τα παιδιά. Τα παιδιά πρώτα. [...] Στους πρόχειρους αυτούς καταυλισμούς χιλιάδες άνθρωποι έβρισκαν λίγο φαγητό για να συνέλθουν. [...]

Άλλα συνεργεία με επικεφαλής τον ίδιο το Βασίλειο γυρνούσαν για έρανο από αρχοντικό σε αρχοντικό, από αποθήκη σε αποθήκη. Μάζευαν κάθε είδος πρώτης ανάγκης, κάθε φαγώσιμο. Άλλα κουβαλούσαν στους ώμους κι άλλα φόρτωναν σε μουλάρια. Όλα έφταναν στον καταυλισμό. Εκεί σε καζάνια παρασκεύαζαν φαγητό...[ ...]

Λησμονήσαμε όμως και τις αρρώστιες. Θερίζουν όταν η πείνα εξασθενίζει τα σώματα. Καιρός τώρα να θυμηθούμε την άλλη επιστήμη του Βασιλείου. [...] νεαρός ο Βασίλειος σπούδασε στην Αθήνα και ιατρική [...] Εργάστηκε στον καταυλισμό ακόμη και σαν ιατρός. Έκανε ό,τι μπορούσε για να θεραπεύει τα σώματα. Ενδιαφερόταν για αυτά όπως ενδιαφερόταν και για τις ψυχές των ανθρώπων. [...]

Από τις ομιλίες του... στην εποχή του λιμού σώθηκαν τρεις...: Ο πλούτος είναι δώρο και μέσο για το καλό του ανθρώπου. Ο πλούσιος είναι διαχειριστής του πλούτου. Πρέπει να τον διοχετεύει όπου υπάρχει ανάγκη και όχι να τον απολαμβάνει μόνος του."

Οι θησαυροί του Αγίου Όρους- εικονογραφημένα χειρόγραφα


" Ο Ουάλης απέλυσε τους ασκούς της αιρέσεως παντού. Συνδυασμένες η βία και πονηριά του έδωσαν αποτελέσματα μεθυστικά. Σάρωσε την Ορθοδοξία και έσφιγγε τώρα σαν τανάλια την Καισάρεια. Είναι αλήθεια πως οι Καππαδόκες δεν είχαν γνωρίσει καλά τη βάναυση σκληρότητα του Ουάλη. Άκουγαν ό,τι συνέβαινε αλλού. Τους κοβόταν το αίμα. Τα διάφορα κέντρα της αυτοκρατορίας υποτάχθηκαν πράγματι στην πολιτική του αρειανόφρονα. Μα τούτο έγινε γιατί διώχθηκαν οι ορθόδοξοι, δημεύτηκαν οι περιουσίες τους, εξαναγκάσθηκαν, πιέσθηκαν με βίαια μέσα. Κι όσοι αντιστέκονταν αντικαταστάθηκαν. Η θηριωδία και το μίσος δεν είχαν όρια. [...] Το 371 είχε παραγίνει το κακό. Ο λαός είχε τρομοκρατηθεί. [...]

Οι πιέσεις στο Βασίλειο διαδέχονταν η μία την άλλη. Σήμερα τον προσέβαλαν. Αύριο του υπόσχονταν πολλά. [...] Τα τεχνάσματα δεν έφερναν αποτέλεσμα. Και ο Ουάλης βιαζόταν. Ήθελε να τελειώνει όσο γινόταν γρηγορότερα με την τελευταία εστία αντιστάσεως, με το Βασίλειο. Έτσι θα υποτάσσονταν αμέσως Καππαδοκία, Πόντος και Αρμενία. Αναγκάστηκε λοιπόν ο βασιλιάς να παίξει το τελευταίο του χαρτί. Έστειλε προπομπό στην Καισάρεια τον έπαρχο Μόδεστο, τον ύπαρχο των πραιτωριανών. Ήξερε τί έκανε.

Ο Μόδεστος ήταν από την άθλια εκείνη πάστα των ανθρώπων που γίνονται βασιλικότεροι του βασιλέως για να κρατήσουν τη θέση τους. Αδίστακτος κι απάνθρωπος για να υπηρετεί και να αρέσει στον αφέντη του. [...] Η αναμέτρηση με το Βασίλειο έγινε μάλλον στο δικαστήριο [...]

Ο χειμώνας της Καππαδοκίας έχει πέσει βαρύς. όλα ήσαν παγωμένα και έδειχναν ακίνητα. Ήταν προχωρημένος Δεκέμβριος. Στο σπίτι του ο Βασίλειος δεν είχε ανέσεις. Το κρύο τον περόνιαζε. Κινήθηκε όμως από μέσα του μια σπίθα που έγινε λίγο-λίγο φωτιά. Τον έκαιγε και τον δρόσιζε μαζί. Πώς; Κανείς δεν το καταλαβαίνει. Τον είδαν όμως το πρωί ιλαρό, γιορταστικό. [...]

... Με τα λόγια τούτα ο Βασίλειος φώτισε με δυνατό φως τον ισχυρό άρχοντα. Του έδειξε πόσο μικρός είναι και πόσο κωμική γίνεται η αυθάδειά του. Ο Μόδεστος το κατάλαβε. Ένιωσε να τον ξεγυμνώνουν, να του παίρνουν τη δύναμη με την οποία τρόμαζε τους μικρούς.

Άναψε και κόρωσε. Οι φλέβες του τινάχτηκαν. Το αίμα τους γύρευε να χυθεί στο πρόσωπο του ιλαρού, αγέρωχου άνδρα' να το κάψει, να το σκορπίσει. Μεμιάς ορθώθηκε στο θρόνο και σχεδόν άναρθρα φοβέρισε:

Μόδεστος: Δε φοβάσαι, λοιπόν, την εξουσία μου;

Βασίλειος: Μα, τί μπορείς να μου κάνεις; Τί πρόκειται να πάθω.

 Τώρα πια ο έπαρχος είχε χάσει ολότελα τον έλεγχο. Άθελά του η θηριωδία τον πήγαινε στον εξευτελισμό. Πάντα έτσι κάνει ο σατανάς. Εκεί οδηγεί τα θύματά του. Όρθιος και αγριώτερος απαντά στο ερώτημα του ιερού άνδρα:

Μόδεστος: Τί μπορώ; Ένα από τα πολλά που έχω δικαιοδοσία.

 Η ώρα του θριάμβου έφθασε για το Βασίλειο. Δεν την είχε προγραμματίσει. Απ'τη στιγμή όμως που δε φοβήθηκε την ανθρώπινη οργή, κέρδισε τον αγώνα. Τώρα του ήρθε να γελάσει, ειρωνικά. Δεν το έκανε.[...] Μα σαν αστραπή το πνεύμα του μειδίασε: "Θεέ μου, πόσο αφελείς είναι καμιά φορά οι άνθρωποι. Δεν βλέπει πως δεν έχω τίποτα από αυτά που μπορεί να βλάψει ο άνθρωπος τούτος;" ....

Βασίλειος: Ποιά είναι αυτά που θα πάθω, πέστα μου να τ' ακούσω.

Μόδεστος: Δήμευση της περιουσίας σου, εξορία, βασανιστήρια, θάνατο.

Βασίλειος: Με άλλο τίποτε φοβέρισέ με, αυτά δε με νοιάζουν.

Ο εξαγριωμένος έπαρχος ένιωσε τα λόγια τούτα μαχαίρι στα νεφρά του. [...] Όλα γύρω του χάνονταν. Από δυνατά γίνονται αδύνατα. Από ισχυρά, ανίσχυρα. Γιατί ο ίδιος μικραινε. Γινόταν αυτός που ήταν: μικρός. Μάζεψε τις δυνάμεις του όμως και ψέλλισε.

 Μόδεστος: Πώς γίνεται αυτό; Πώς και δε φοβάσαι;

Βασίλειος: Γιατί δε φοβάται δήμευση αυτός που δεν έχει τίποτα, εκτός από τριμμένα παλιά ρούχα και μερικά βιβλία. Αυτά είναι όλο το βιος μου, Μόδεστε! Η εξορία πάλι δε με τρομάζει γιατί δεν έχω τόπο δικό μου. Και η Καισάρεια στην οποία τώρα κατοικώ δεν είναι δική μου. Όπου κι αν με πετάξετε θα είναι τόπος του Θεού κι εγώ θα είμαι πάροικος και παρεπίδημος. 

Τα βασανιστήρια; Τί να κάνουν κι αυτά σε σώμα σαν το δικό μου! Ένα πρώτο χτύπημα θα δώσεις κι όλα τελιώσαν αμέσως. Αυτό είσαι ικανός να το κάνεις. Με απειλείς με θάνατο; Θα μου γίνεις ευεργέτης. Αυτό ποθώ κι εγώ, να πάω πιο γρήγορα στο Θεό, για τον οποίο ζω και αγωνίζομαι. Βιάζομαι να φτάσω στο Θεό μου, στον Πατέρα μου!

Ποιός θα μπορούσε να τρομάξει κάποιον που ζούσε και σκεπτόταν έτσι; Κανείς βέβαια! Πολύ περισσότερο ένα παλατιανό όργανο των αιρετικών. 

Ο Μόδεστος ομολόγησε μέσα του την ήττα. Το θηρίο νικήθηκε από τον ήμερο άνθρωπο. Κάθισε αποκαμωμένος στον ανώφελο θρόνο.[...]

"Νικηθήκαμε βασιλιά μου , από τον επίσκοπο αυτής εδώ της Εκκλησίας..." "
Οι θησαυροί του Αγίου Όρους- εικονογραφημένα χειρόγραφα


"Από το χειμώνα του 367/8, δούλευε στο μυαλό του ένα καταπληκτικό σχέδιο για μια πολιτεία που θα ανακούφιζε τον πόνο. Ο δυνατός αυτός άνθρωπος που άντεχε το δικό του σωματικό πόνο, λύγιζε στον πόνο του συνανθρώπου του και πάσχιζε να τον ανακουφίσει με κάθε τρόπο. Πόσος κόπος θα χρειαζόταν, πόσα έπρεπε να θυσιάσει... αυτά δε μετρούσαν, δεν τα υπολόγιζε. Φτάνει να έβλεπε λίγο χαμόγελο στο πρόσωπο του αρρώστου. 

Τώρα που ήταν πια αρχιεπίσκοπος της ξακουστής μα και ταλαίπωρης Καισάρειας ήταν αποφασισμένος να βάλει σε ενέργεια την ελπίδα του, το σχέδιό του δηλαδή. ...

Έλα όμως που όλα τα δαιμονικά τάγματα έπεσαν επάνω του να τον αφανίσουν... Αιρετικοί, κακόδοξοι, παλατιανοί, ο ίδιος ο αυτοκράτορας, οι μικρότητες των ορθοδόξων, η απαιδευσία του λαού, η ανελέητη αρρώστιά του' όλοι και όλα βάλθηκαν να του κόψουν το δρόμο. Οι δυνατοί όμως δε μικραίνουν. [...]

Στο πρώτο εξάμηνο της ακάνθινης τούτης χρονιάς (372) βρήκε το κουράγιο να θεμελιώσει το ελπιδοφόρο συγκρότημα. [...]"

 

Οι θησαυροί του Αγίου Όρους- εικονογραφημένα χειρόγραφα

"Κουράστηκε το φτωχικό δωμάτιο από την άσκηση του ιερού άντρα. Απόκαμε και το σώμα του τυλιγμένο ακόμα στο τρίχινο ράσο, χειμώνα καλοκαίρι. 

Όλα έβαλαν υπογραφή για το τέλος του. Ο κόσμος είχε κουρασθεί από τη δυνατή παρουσία του άνδρα. Ήταν τόσο μεγάλος που δεν τον άντεχε. Σιωπηλά ήθελε το θάνατό του. Το μεγαλείο του νεκρού δε χρειάζεται δύναμη να το σηκώσεις. Γιατί απλούστατα δεν το σηκώνεις. Αντίθετα ο άγιος νεκρός, το πνεύμα του άγιου νεκρού, σηκώνει το βάρος του ζωντανού κόσμου. Τον ενισχύει στη μαρτυρική επίγεια ζωή.

Την αλήθεια τούτη λίγοι άνθρωποι τη συνειδητοποιούν. Οι πολλοί κάτι ψυχανεμίζονται μα δεν την αποκρυπτογραφούν." 

(*αποσπάσματα από το εξαιρετικό έργο του Στυλιανού Παπαδόπουλου "Η ζωή ενός Μεγάλου- Βασίλειος Καισάρειας", εκδόσεις: Αποστολική Διακονία)


Καλή κι ευλογημένη χρονιά!

Δευτέρα 21 Δεκεμβρίου 2020

Έθιμα και παραδόσεις του Δωδεκαήμερου της παλιάς Αθήνας (Χριστούγεννα & Πρωτοχρονιά)

Κάλαντα, Αθήνα 1950-60-Βούλα Παπαϊωάννου
 

Συνήθως, όταν αναφερόμαστε σε έθιμα και παραδόσεις ο νους μας πάει στην ύπαιθρο και στην επαρχία. Έτσι σπάνια κανείς πετυχαίνει αναφορές για τα της πρωτευούσης. Προφανώς γιατί τα περισσότερα σβήσανε νωρίς... Ας πάρουμε μια "λαογραφική γεύση", λοιπόν, από τον εορτασμό του Δωδεκαημέρου στην παλιά Αθήνα από την πένα του Δημητρίου Καμπούρογλου (1852-1942) και τα σπουδαία έργα του "Αἱ παλαιαὶ  Άθῆναι" και "Ἰστορία τῶν Ἀθηναίων -Τουρκοκρατία" (τρίτομο):

Νικηφόρου Λύτρα-Τα κάλαντα (1872)

"Τὸ Δωδεκαήμερον ἤρχιζεν ἀπό τῆς παραμονῆς τῶν Χριστουγέννων καὶ ἐτελείωνε τὴν παραμονὴν τῶν Φώτων. Κατ' αὐτὸ ἰδίως ἐσωρεύθησαν αἱ πλεῖσται θρησκευτικαὶ προλήψεις, δοξασίαι, δεισιδαιμονίαι καὶ ἐορτασμοί. Ἐλέγετο δὲ κοινῶς "τοῦ Κολοβελονίου" ' διότι κατ' αὐτὰς τὰς ἠμέρας ἤρχοντο οἱ καταχθόνιοι οὖτοι Δαίμονες [...] " ("Η ιστορία των Αθηναίων", τόμος Γ'")

(Δ.Γρηγορίου Καμπούρογλου, "Η ιστορία των Αθηναίων", τόμος Α'")


 "Τότε ἐπέρχεται η στρατιὰ τοῦ Βάκχου, ἠ ὁποία ἀοράτως κρυφοζῇ εἰς τοὺς δρυμοὺς καὶ εἰς τὰ κάρκαρα [...], τότε τὰ μεσάνυχτα τῆς παραμονῆς ἐπέρχοναι κατὰ τῆς πόλεως διὰ νὰ παρενοχλήσουν ἰδίως τοὺς αὐστηροὺς τηρητὰς  τοῦ νἐου θρησκεύματος: τὶς γρῃές. Ἅν δὲ εἰσέρχονται διὰ τῆς καπνοδόχης, τοῦτο συμβαίνει, διότι ἡ πορτίτσα εἶναι ἀσφαλῶς κλεισμένη καὶ Σταυρὸς διὰ κατραμίου εἰς τὸ ὑπέρυθρον σχηματισμένος. [...] Καὶ ἐν τούτοις τὸ ὄρθιον καὶ εἰδικὸν ξύλον τὸ ὀποῖον τοποθετεῖ ἡ γραῖα εἰς τὴν παραφωτιὰν, δίδουσα κ' εἰς αὐτὸ τοῦ Καλικαντζάρου το ὄνομα: Κολοβελόνη ἐν Ἀθήναις ἀποκαλουμένου -ὡς ἀπεδείξαμεν ἀλλοτε [...] πρόκειται περί τῆς αὐτῆς λέξεως, ἀφοῦ καὶ αὐτὸ τὸ αἰχμηρὰ φύλλα ἔχον δένδρον: ὁ Κέντρος λέγεται καὶ Κάντζαρος- τὸ ξύλον αὐτὸν τῆς παραφωτιὰς καιόμενον δημιουργεῖ πολύτιμον τέφραν τὴν ὁποίαν ἐπιμελῶς περισυλλέγουσα ἡ γρῃὰ ραντίζει μὲ αὐτὴν τὸ ἀμπελάκι της." ("Αι παλαιαί Αθήναι")

καλικάντζαροι

"Τότε, ὅλες ᾑ ψυχαὶς, καλαὶς καὶ κακαίς, εἶναι στὴ γῆ - λύμα τὰ δαιμόνια. ᾙ καλαὶς βλέπουν τοὺς συγγενεῖς των ποῦ τοὺς ἔχουν ἀποθυμίσῃ καὶ ᾑ κακαὶς εἶναι οἱ κολοβελόνηδες. Εἴχαν δὲ καὶ ἄσβυστο-ἀκοίμητο- καντῆλι διὰ τῂς ψυχαὶς καὶ δεν ἐνυκτέρευον ' μιὰ πεθερὰ ὄμως δὲν 'μποροῦσε νὰ βλέπῃ τὴ νύφη της νὰ κάθεται τὸ βράδυ σταυροχεριασμένη καὶ τῆς λέει "ἔλα νύφη νὰ ξεμματίσωμε κουκιὰ" καὶ καθήσανε στὴν παραφωτιὰ ' μόνε βλέπουν εὐθὺς καὶ κατεβαίνουν ἀπό τὰ κεραμίδια δύο ἄγριοι κολοβελόνηδες' ὁ ἕνας κρατοῦσε ματσοῦκι καὶ ὁ ἄλλος καλάμι. Καὶ ἐκεῖνος ποῦ κρατοῦσε τὸ καλάμι ἐδειρε τὴ νύφη χωρὶς νὰ πονέσῃ καὶ πολὺ, καὶ ὁ ἄλλος ποῦ κρατοῦσε τὴν ματσοῦκα κατασκότωσε τὴ γρηὰ στὸ ξύλο. Κατὰ τὴν ἐκτέλεσιν ταύτην τῆς ποινῆς ἐτραγώδουν διὰ φωνῆς δαιμονιώδους τὸ ἆσμα:

"Παρωρίταις εἴμαστε,

παράωρα γυρίζομε

κουκκιὰ δὲν ξομματίζομε.

Βάρα τὴ γρηὰ μὲ τὴ ματσοῦκα

καὶ τὴν νειὰ μὲ τὴν καλάμα.""

("Η ιστορία των Αθηναίων", τόμος Γ' & Α"')

Κάλαντα, Αθήνα 1950-Κωνσταντίνος Μεγαλοκονόμος

 

" Τὸ κατὰ τὴν παραμονὴν τῶν Χριστουγέννων ψαλλόμενον ὑπὸ τῶν παίδων ἐν Ἀθήναις ᾇσμα δὲν εἷναι τὸ γνωστὸν: "Καλὴν ἐσπὲραν ἄρχοντες, κ.τ.λ.", ἀλλ' ἕτερόν τι ἔχον οὕτω: 

Χριστόγεννα, πρωτόγεννα, πρώτη γιορτὴ τοῦ κόσμου,

ὀποῦ 'γεννήθη ὅ Χριστὸς νὰ σὠσῃ τοὺς ἀνθρὠπους.

Στὸ μέλι ἐγεννήθηκε, στὸ γάλα ἀναθράφη.

Τὸ μέλι τρῶν' οἱ ἀρχοντες, τὸ γάλα οἱ ἀφεντάδες.

.............................................................................

Καὶ βάλε τὸ χεράκι σου στὴν ἀργυρῆ σου τσέπη' 

ἀν εἶναι χίλια, δός μάς τα, κι' ἀν εἶν' καὶ δυὸ χιλιάδες

ἀν εἶναι τρεῖς καὶ τέσσαρες, κι' αὐτὰ μὴν τὰ λυπᾶσαι.

Σ'αὐτὸ τὸ σπῆτι ποὔρθαμε πέτρα νὰ μὴ ραϊσῃ

κι' ὁ νοικοκύρης τοῦ σπιτιοῦ χρόνους πολλοὺς νὰ ζήσῃ." *

 ("Η ιστορία των Αθηναίων", τόμος Α'")

[* π.β. : ευχετήρια κάλαντα Φώτων στο Πήλιο- "καλησπερίσματα" ]

κάλαντα-μοιρασιά, Αθήνα 1950-Δημήτρης Χαρισιάδης

"Τὴν ἥμέραν τοῦ Ἀγίου Βασιλείου κατ' ἐξαίρεσιν δὲν ἐσκούπιζον, ἔκρυπτον μάλιστα τὴν σκοῦπα, τὸ θυμάρι ὅπως τὴν ἔλεγον, καὶ οὔτε ἀνέφερον τὸ ὄνομὰ του. 

Ἐπήγαινον δὲ εἰς τὴν ἐκκλησίαν, κρύπτοντες εἰς τὰ θυλάκιά των ἔν ρόδι καὶ ἐπιστρέφοντες ἐσπαζον τοῦτο εἰς τὸ μέσον τῆς αὐλῆς λέγοντες: "Χρόνια πολλὰ κι' εὐτυχισμένα".

Τὴν μεσημβρίαν ἔκοπτεν ὁ οἰκοδεσπότης τὴν βασιλόπητταν εἰς τὰ τέσσερα σταυροειδῶς. 

Μετὰ τὸ τέλος τοῦ φαγητοῦ τὸ τραπέζι ἐστρώνετο ἐκ νέου καὶ ὅστις τοὺς ἐπεσκέπτετο ἐλάμβανε κάτι ἐξ αὐτοῦ, συνήθως γλύκισμα.

Δῶρα ἄλλα πλὴν χρυσῶν νομισμάτων δὲν ἐδίδοντο. Χάριν τῆς ἐπικρατούσης κατὰ την ἡμέραν ταύτην ἐλευθεριότητος ἔλεγον τὴν παροιμιώδη ἔκφρασιν, "Ὀ Άϊ Βασίλης κάμπος μὲ τὰ λουλούδια"." ("Η ιστορία των Αθηναίων", τόμος Γ'")

 

Σπυρίδωνος Βικάτου - Χριστουγεννιάτικο δένδρο (προ 1932)

("Η ιστορία των Αθηναίων", τόμος Α'")

 

"Πολὺ χαρακτηριστικὴ εἷναι ἡ πρὸς τὸν Γεννάρην -Καλαντάρην- ἀπευθυνομένη ἰδίως προσφώνησι:

Κατὰ τὸ δεῖπνον δηλ. τῆς παραμονῆς τὰ κορίτσια τοῦ σπιτιοῦ τὴν πρώτην μπουκιὰ ποῦ ἔβαζαν εἰς τὸ στόμα των τὴν ἀπέσυρον μὲ τρόπον καὶ τὴν ἐφύλαττον μὲ προσοχή. Οἱ γεροντότεροι προσποιοῦντο ὅτι δὲν ἀντιλαμβάνοντο τοῦτο. Ὅταν δὲ ἐπήγαιναν νὰ κοιμηθοῦν αἱ κόραι, ἐτοποθέτουν τὴν μπουκιά των αὐτὴν κάτω ἀπὸ τὸ προσκέφαλόν των. Μὲ τὸ πρῶτον ὄνειρον -αὐτὸ ἧτο σημαντικὸν καὶ μυστηριῶδες- ἐξυπνοῦσαν, ἔπαιρναν τὴν μπουκιὰ ποῦ ἦτο κάτω ἀπὸ τὸ μαξιλάρι των, ἄνοιγον τὸ παράθυρον, τὴν ἐπετοῦσαν καὶ προσφωνοῦσαν ὡς ἐξῆς:                           

Ὥ Γεννάρη Καλαντάρη

καὶ καλὰ καλαντισμένε!

Ἐκεῖ στὴ Γέννα ποῦ θὰ πᾷς καὶ κεῖ ποῦ θὰ γυρίσῃς,

ἐκεῖ 'ναι ᾑ Μοίραις τῶν Μοιρῶν καὶ ἡ δική μου ἡ Μοῖρα.

Ἄν εἶναι πλούσια καὶ καλή, πές της νἀρθῇ να μ'εὕρῃ,

κι' ἄν εἶναι καὶ πεντάφτωχη, πάλι νἀρθῇ νὰ μ' εὕρῃ."

("Αι παλαιαί Αθήναι")

 

κουραμπιέδες -Βούλα Παπαϊωάννου

(Σημ. Τα κείμενα του Καμπούρογλου αφορούν, προφανώς, εποχές παλαιότερες εκείνων που απεικονίζουν οι φωτογραφίες (από το αρχείου Μουσείου Μπενάκη). Βέβαια εκείνα τα χρόνια δεν ήταν έτσι ραγδαία η εξέλιξη και οι αλλαγές στον κοινωνικό βίο, στα ήθη και στα έθιμα...)

Τετάρτη 2 Ιανουαρίου 2019

Ενας αλλιώτικος Αη Βασίλης...

του Νίκου Ψιλάκη (Εκδόσεις ΚΑΡΜΑΝΩΡ,  http://karmanor.gr/el)


"Τον είχα γνωρίσει κι εγώ. Χειμώνας καιρός, με τον ουρανό να φοβερίζει και τους παλιούς χωμάτινους δρόμους γεμάτους. Βιάζονταν οι άνθρωποι, άλλος να σπείρει, άλλος να μαζέψει τις ελιές του. Ένας απ' αυτούς ήταν ο Άη Βασίλης. Ούτε ράσα και καλυμμαύχια ούτε κόκκινες κάπες.

Στα πρώτα παιδικά χρόνια με ξυπνούσε ο πατέρας κάθε πρωί Πρωτοχρονιάς με τα κάλαντα. Σιγά, σχεδόν ψιθυριστά, άρχιζε να καλαναρχεί κι η φωνή του έμοιαζε με αρχαίο ψαλμούδισμα:

«Ταχιά - ταχιά 'ναι αρχιμενιά, ταχιά 'ναι αρχή του χρόνου...» έλεγε κι έφερνε μπροστά μου το θάμα.

Χρόνο με το χρόνο το έμαθα κι εγώ το τραγούδι. Και χτυπούσα πόρτες για ν' ανοίξουν και να μπει ο δικός μου Άη Βασίλης φορτωμένος με όλα τα μυριάκριβα δώρα του κόσμου, στάρια και κριθάρια και λάδια κι ελιές. Όλα τ' άλλα έρχονταν σε δεύτερη μοίρα. Όλα εκτός από τα γράμματα, τον ανυποχώρητο πόθο των γονιών μας. Γιατί κι ο Άη Βασίλης πήγαινε κάποτε στο σχολειό. Κάποτε, όταν ήταν μικρός - έτσι δεν λένε τα κάλαντα; Τον προκαλούσαν οι μεγάλοι, τον ρωτούσαν, όπως μας ρωτούσαν κι εμάς:

«Και σαν κατέχεις γράμματα, πες μας την άλφα βήτα...»



Ξωμάχος ήταν ο δικός μας Άη Βασίλης. Με στιβάνια και τρίχινο γαμπά (ρασίδι το λέγανε στα μέρη μας), με μια λουράτη ποδιά γεμάτη καρπό και δεμένη στη χοντρή κρασόχρωμη ζώνη του. Ίδιος ο παππούς, έτσι τον ένιωθα, προφανώς θα είχε κι εκείνος μεγάλες μουστάκες και γένια. Καθόλου παράξενο, λοιπόν, που κάποιοι παλιοί τον είχαν κάμει τραγούδι κι έλεγαν πως ήταν ο πρώτος άνθρωπος που συνάντησε ο νιογέννητος Χριστός όταν βγήκε να περπατήσει στον κόσμο. Τον είδε ν' αλετρίζει και τον χαιρέτησε:

«Ταχιά - ταχιά 'ναι αρχιμενιά, ταχιά 'ναι αρχή του χρόνου

ταχιά 'ναι που περπάτησε ο Κύριος στον κόσμο

και βγήκε και χαιρέτησε όλους τους ζευγολάτες

κι ο πρώτος που χαιρέτησε ήταν ο Άη Βασίλης:

- Ώρα καλή σου, Βασιλειό, καλό ζευγάρι -ν- έχεις...

-Καλό το λέει αφέντης μας, καλό κι ευλοημένο

απού το βλόησ' ο Θεός με τη δεξά του χέρα

με τη δεξά, με τη ζερβή, με τη μαλαματένια.

- Πες μου, να ζήσεις, Βασιλειό, τι σπέρνεις την ημέρα;

- Σπέρνω σιτάρι δώδεκα, κριθάρι δεκαπέντε

ταγή και ρόβι δεκοχτώ κι από νωρίς στο στάβλο.

- Μα σένα, αφέντη, σου 'πρεπε το πιο καλό ζευγάρι

το μαύρο και το μελισσό και το στεφανοκέρι

να 'ναι τ' αλέτρι σου χρυσό και μάλαμα ο ζυγός σου

τ' απανοζεύλια του ζυγού να 'ναι μαργαριτάρι

να 'ναι και το βουκέντρι σου βασιλικού κλωνάρι...»



Ζευγολάτης ήταν ο δικός μας Άη Βασίλης. Σαν όλους τους άλλους, ένας απ' όλους εκείνους που κινούσαν κάθε πρωί για τα χωράφια τους φορτωμένοι με τα σπορικά και τα ζυγάλετρα. Κι έζεφνε τα καματερά, και κρατούσε βουκέντρι, κι έσπερνε στάρι και κριθάρι, κι έκανε τη γης να βλασταίνει. Ούτε ράσα και καλυμμαύχια ούτε κόκκινες κάπες σαν αυτές που φόρεσαν οι ζωγράφοι της κατανάλωσης στον ροδαλό γεράκο της παγκόσμιας φτιασιδωμένης κουλτούρας.

Σε τούτα τα μέρη και οι άγιοι δεν αντέχουν να μένουν μόνο ζωγραφιές και να την αράζουν ξένοιαστοι στα εικονοστάσια· κατεβαίνουν στη γης, μοχτούν μαζί με τον εργάτη και τον ρεσπέρη, σπέρνουν, αλωνίζουν, συνάζουν τον καρπό κι αφήνουν πάντα ρεγάλο για τα πουλιά και τα περδίκια. Έτσι γιατί τούτος ο κόσμος ανήκει και σε μας και σ' εκείνα, ανήκει και στους αγίους που παραστέκουν τους δουλευτάδες. Όλοι έχουν το μερτικό τους από τα γεννήματα της γης.

«Σπέρνω σιτάρι δώδεκα, κριθάρι δεκαπέντε...». Ίσως τόσο χρειαζόταν το νοικοκυριό του για τον επόμενο χρόνο. Έτσι επέβαλλε ο πολιτισμός της αυτάρκειας. Στάρι, κριθάρι, ρόβι, ταγή. Τούτος ήταν ο πλούτος. Το Άγιο Ψωμί που το μοιράζονταν οι άνθρωποι με τους αγίους, που το έκαναν προζυμένιο κι εφτάζυμο, πρόσφορα κι άρτους, που ζύμωναν βασιλόπιτες κι ανεβατά λουκούμια για τη μεγάλη μέρα, την πρώτη του χρόνου.

Όλα τα άλλα έρχονταν σε δεύτερη μοίρα. Το ήξερε ακόμη κι ο Άη Βασίλης, που ακόμη και τούτη τη μεγάλη μέρα, την Αρχιχρονιά, κρατούσε την έχερη κι αλέτριζε της γης για να καρπίσει.

Από τον Νίκο και τη Μαρία Ψιλάκη (και τη φαμίλια τους) πολλές ευχές για τον καινούργιο χρόνο. Με τις αξίες του πολιτισμού μας ψηλά. Και γλυκοσαλισμένα τα χείλη.



ΥΓ 1. Κάθε που ακούω τα παλιά κάλαντα συνάζω τον πλούτο των λέξεων: στεφανοκέρι είναι το ζώο που τα κέρατά του σχηματίζουν στεφάνι, μελισσό το μελισσόχρωμο.

ΥΓ 2. Στη φωτογραφία: λεπτομέρεια από εικόνα του φίλου Τάκη Μόσχου."

Δευτέρα 31 Δεκεμβρίου 2012

Το ποδαρικό της αγελάδας κι άλλα έθιμα πρωτοχρονιάτικα!



("Χερσέ, βασιλόπιτες και άλλα", από το Αρχείο Προφορικής Παράδοσης του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών", έρευνα επιλογή: Ελένη Σταματοπούλου, σχέδια: Μάρκος Καμπάνης, εκδόσεις του Φοίνικα)


"Το βράδυ τούτο, που όλος ο κόσμος περιμένει την αλλαγή και μαζί με την αλλαγή του χρόνου και την αλλαγή της τύχης του, δεν κοιμάται, αν δε βεβαιωθεί για "τα μέλλοντα συμβήναι άγνωστα τοις θνητοίς" και αν δε γνωρίσει το άγνωστο τμήμα της Μοίρας του. Γι'αυτό και παίζει, γι'αυτό και γλεντάει, γι'αυτό και κάνει διάφορα μαντέματα.
Στο Δρυμό της Μακεδονίας, σαν συγκεντρώνονταν όλη η οικογένεια στο σπίτι το βράδυ, ένα αγόρι κατέβαινε στο στάβλο και ψαχουλεύοντας τα παχνιά με τα χέρια του, μάζευε κάμποσα σπυριά στάρι, όπως έπεφτε απ'τ'άχυρο, και ο πατέρας ή η μάνα, ονοματίζοντας ένα σπειρί για τον καθένα, τόβαζε στη ζεστή πλάκα της "παρστιάς" του τζακιού και όλοι κοίταζαν προς τα πού θα πήγαινε, την ώρα που θάσκαζε με κρότο από τη ζέστη της πλάκας. Κι' αν σκάζοντας πετούσε προς τ'απάνω, τούτο ήταν σημάδι δύναμης, υγείας και γερωσύνης, για κείνον που το βάζανε. Αν όμως καιγόταν, χωρίς ν'αλλάξει θέση, τότε ήταν σημάδι αδυναμίας, αρρώστιας και δυστυχίας....[...]
....τα κορίτσια της παλιάς Αθήνας [...] κάθονταν στο παράθυρο μετά τα μεσάνυχτα που άλλαζε ο χρόνος και κοιτάζοντας σ'ένα καθρέφτη περίμεναν ν'ακούσουν κάποιο αντρικό όνομα απ'τους διαβάτες, που θα περνούσαν απ'έξω. Μόλις άκουγαν το πρώτο αντρικό όνομα, έκαναν τρεις φορές το σταυρό τους και λέγανε σιγανά, για να μην τους ακούσει κανείς:
Τ'όνομά που άκουσα, νά είναι τ'όνομά του!
Του χρόνου νάναι κύρης μου, κι εγώ νά'μαι κυρά του."

(Κώστας Καραπατάκης,"Το Δωδεκαήμερο", εκδόσεις Παπαδήμα)




("Χερσέ, βασιλόπιτες και άλλα", από το Αρχείο Προφορικής Παράδοσης του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών", έρευνα επιλογή: Ελένη Σταματοπούλου, σχέδια: Μάρκος Καμπάνης, εκδόσεις του Φοίνικα)


"Για τον Κρητικό κάτοικο της υπαίθρου ο Άγιος Βασίλης ήταν ζευγολάτης που ξημεροβραδιαζόταν στα χωράφια για να προλάβει τη σπορά πριν προχωρήσει ο χειμώνας. Έσπερνε κριθάρι, σιτάρι, ταγή και ρόβι, όπως λένε τα κάλαντα, όπως έκανε και ο κάθε κρητικός αγρότης. [...]
Για να αποφευχθούν ανεπιθύμητες πρωτοχρονιάτικες επισκέψεις, οι άνθρωποι λάμβαναν τα μέτρα τους επιλέγοντας για το ποδαρικό της χρονιάς ένα παιδί "άκακο και προκομμένο". Ωστόσο, σε πολλές περιοχές δεν το διακινδυνεύανε. Αντί για άνθρωπο επέλεγαν ένα ζώο ή ένα εικόνισμα. Κατά γενικό κανόνα, οι οικογένειες που είχαν ως κύρια κατεύθυνσή τους την αγροτική παραγωγή, επέλεγαν μιαν αγελάδα για να τους κάνει το ποδαρικό. Κι αν είχαν ως προτεραιότητα την κτηνοτροφία, ένα πρόβατο. [...]
Το πρωί της Αρχιχρονιάς φρόντιζαν να βάλουν την αγελάδα στο σπίτι, να την κεράσουν με ψωμί ή γλυκίσματα και να την αφήσουν εκεί για κάμποση ώρα. Αλλού είχαν ζυμώσει ειδικά κουλουράκια τα οποία κρεμούσαν στα κέρατά της, ένα στο καθένα, και αλλού ειδική πίτα, τη βουιδόπιτα, πάνω στην οποία είχαν βάλει ένα κορδόνι με ζυμάρι και είχαν σχηματίσει το ζυγό, σύμβολο της επίπονης αλλά και της ευλογημένης και έντιμης εργασίας, όπως και της καλής σοδειάς. Θεωρούσαν πολύ καλό σημάδι το να "κατουρήσει μέσα στο σπίτι" η αγελάδα.[...]
Τα κουλούρια που κρεμούσαν στα κέρατα των βοδιών γίνονταν με το ζυμάρι των πρωτοχρονιάικων ψωμιών. Ήταν η "καλή χέρα" που έπαιρναν τα ζώα. [...]"


(Νίκος Ψιλάκης, "Λαϊκές τελετουργίες στην Κρήτη", εκδόσεις Καρμάνωρ)






("Χερσέ, βασιλόπιτες και άλλα", από το Αρχείο Προφορικής Παράδοσης του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών", έρευνα επιλογή: Ελένη Σταματοπούλου, σχέδια: Μάρκος Καμπάνης, εκδόσεις του Φοίνικα)


"Σύνταχα την Πρωτοχρονια, πριν ακόμα καλοφέξει, πηγαίνουν κι απιθώνουν στις πετρόβρυσες, στις ξυλόβρυσες και στα κρεμάμενα λαγκαδίσια νερά, γλυκά κι άλλα ζαχαρωτά, για τις μοίρες της χρονιάς. Κι αυτές, αφού λούσουν και χτενίσουν τα μαλλιά τους, τρώνε τα γλυκά κι ύστερα σκορπίζουν μες στο θαμποσκόταδο, χορέυοντας και χαμηλοτραγουδώντας.
Οι τσοπαναραίοι πιστεύουν πως αυτό, δηλαδή το φάγωμα των καλουδιών απ'τις μοίρες, είναι καλό σημάδι για την καινούρια χρονιά. "Γλυκάθηκαν οι τύχες, γλύκανε κι ο χρόνος", τους ακούς να λένε..[...] Αν όμως τα πιάσει το πρωί τούτα τα ζαχαρωτά και δεν τα φάγουν οι ειμαρμένες, αυτό είναι κακό σημάδι για τους τσελιγκάδες. [...]
Το πρωί, πάλι, τις πόρτες απ'τα κατοικιά των ζωντανών τις πρωτοπιάνουν και τις πρωτανοίγουν μικρές βλαχούλες για να γεννιούνται τ'αρνοκάτσια θηλυκά....."


(Βασίλης Λαμνάτος, "Οι μήνες στην αγροτική και ποιμενική ζωή του λαού μας", εκδόσεις Δωδώνη)




("Χερσέ, βασιλόπιτες και άλλα", από το Αρχείο Προφορικής Παράδοσης του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών", έρευνα επιλογή: Ελένη Σταματοπούλου, σχέδια: Μάρκος Καμπάνης, εκδόσεις του Φοίνικα)


Αλλά κι εδώ στα χωριά μας στο Πήλιο, έτσι θυμούνται οι παλιοί: "Στην αλλαγή του χρόνου έβανε η μάνα μου ένα μεγάλο κουτσουμπάνι στη φωτιά να καίει όλη μέρα. Έσβηνε την παλιά φωτιά κι έβαζε καινούρια μ'αυτό." Και το πρωί, "πάαινε η μάνα μου, έπαιρνε μια πέτρα και την έβαζε πίσω απ'την πόρτα για νά'ναι το σπίτι γερό, χωρίς να μιλήσει καθόλου. Πάαινε το πρωί κι έπαιρνε με το κανάτ' νερό στη βρύση για νά'ναι αμίλητο και τό'φερνε να πιούμε στα ποτήρια."



(Νίκος Καζαντζάκης, "Αλέξης Ζορμπάς", εκδόσεις Δημητράκου)


"Στη Σούδα και σ'άλλα μέρη της Κρήτης την παραμονή του Αγίου Βασιλείου, τα παιδιά περνούσαν και σπάζαν μπροστά στις πόρτες των σπιτιών από μια "ασκελετούρα" λέγοντας "χρόνια πολλά!".
Στα χωριά της Πρέβεζας, κρεμούσαν κρεμμύδες στις πόρτες των σπιτιών ή τις βάζανε στα κεραμίδια, "για να διώχνουν τα κακά". [...]
Οι μπότσικες, οι κρεμμύδες, τα σφερδούκλια και οι ασκελετούρες είχαν τον ίδιο σκοπό και το ίδιο νόημα. Όλα τούτα είναι σύμβολα της μακροζωϊας και της ανανέωσης του ανθρώπινου οργανισμού, που τόσο τα ποθούσε ο άνθρωπος και τα δυο, γιατί τούτα τα φυτά, αντί να μαραθούν και να σαπίσουν, όταν τα ξεριζώνουν και τα χωρίζουν από τη μάνα γη, αυτά όχι μόνο δε μαραίνονται και δεν σαπίζουν, μα βγάζουν καινούρια φύλλα και νέα βλαστάρια από το σώμα τους...."


(Κώστας Καραπατάκης,"Το Δωδεκαήμερο", εκδόσεις Παπαδήμα)

("Χερσέ, βασιλόπιτες και άλλα", από το Αρχείο Προφορικής Παράδοσης του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών", έρευνα επιλογή: Ελένη Σταματοπούλου, σχέδια: Μάρκος Καμπάνης, εκδόσεις του Φοίνικα)


Καλή Χρονιά!

Χρόνια πολλά, όμορφα και λεύτερα!

Τετάρτη 30 Δεκεμβρίου 2009

Βασιλόπιτα και έθιμα πρωτοχρονιάτικα

Η αναζήτησή μας για τις ρίζες του εθίμου της βασιλόπιτας, μας οδηγεί πίσω, στην αρχαιότητα, στις προσφορές άρτου ή και μελιπήκτων των αρχαίων ημών προγόνων, προς τους θεούς, κατά τη διάρκεια εορτών. Αναφέρει ο λαογράφος Φίλιππος Βρετάκος ("Οι δώδεκα μήνες του έτους και αι κυριώτεραι εορταί των"):

"Οι πρόγονοί μας εις την αρχαιότητα κατά τας μεγάλας αγροτικάς εορτάς προσέφερον εις τους θεούς, ως απαρχήν, έναν άρτον. Επί παραδείγματι κατά την εορτήν του θερισμού, που ελέγετο Θαλύσια και ήτο αφιερωμένη εις την Δήμητρα, κατασκευάζετο από το νέον σιτάρι ένας μεγάλος εορταστικός άρτος (ένα καρβέλι), που ελέγετο "Θαλύσιος άρτος", κατά δε την προς τιμήν Απόλλωνος εορτήν των Θαργηλίων εψήνετο, κατά το έθιμον,ο "θάργηλος άρτος".

Ο γνωστός λαογράφος, Δημήτριος Λουκάτος, έχοντας ερευνήσει εκτενώς το έθιμο τούτο, μας παρέχει αναλυτικές πληροφορίες στα συγγράμματά του. Ένα ενδιαφέρον σχετικό απόσπασμα από το βιβλίο του "Χριστουγεννιάτικα και των γιορτών" είναι το παρακάτω:


Επιπλέον, ο Γ.Α.Μέγας ("Ελληνικές γιορτές και έθιμα της λαϊκής λατρείας"), παρατηρεί:

"[...] Έτσι το κομμάτι του σπιτιού, που κόβεται αμέσως μετά το κομμάτι του αγίου Βασιλείου, πιθανώς είναι προσφορά προς το "στοιχειό του σπιτιού", τον αγαθό δαίμονα που, κατά την κοινή πίστη, κατοικείθ στο σπίτι και το προστατεύει εμφανιζόμενος στους ενοίκους με τη μορφή φιδιού, όπως ο "Αγαθός Δαίμων", δηλαδή "ο οίκουρος όφις" των αρχαίων.(*βλ.Ν.Γ.Πολίτη, "Παραδόσεις")."

Και πάμε στο Νικόλαο Πολίτη (Παραδόσεις, τόμος Β'):

"[...] Στη Ζάκυνθο έβαζαν άλλοτε ψωμί στην τρύπα όπου κατοικούσε το φίδι του σπιτιού κι όταν εμφανιζόταν, του πρόσφεραν ψωμί και σταφίδες. Τέτοιου είδους προσφορές στο στοιχειό του σπιτιού πρέπει να γίνονταν συνήθως την Πρωτοχρονιά, και μετεξέλιξη του εθίμου είναι το μοίρασμα της βασιλόπιτας, όπου το πρώτο κομμάτι, "του σπιτιού", προοριζόταν μάλλον για το στοιχειό "του σπιτιού".[...] Στη Χίο, την εποχή του Αλλάτιου, ο οικοδεσποτης τριγύριζε όλο το σπίτι τα χαράματα της Πρωτοχρονιάς κρατώντας ένα καλάθι με γλυκά, φρούτα και ψωμιά, και τα σκορπούσε παντού μουρμουρίζοντας ευχές για την ευημερία του σπιτιού και των ενοίκων. Ο Ν.Γ.Π. αναφέρει ακόμη τα εξής σύγχρονά του έθιμα:

"Σήμερον εις το χωρίον Πυργί της Χίου συνηθίζονται επίσης την πρώτη του έτους τοιαύτα καταχύσματα (οσπρίων, ρωδίων και των τοιούτων), αλλά ραίνει δια τούτων τον οίκον και τους εν αυτώ μετά την Θείαν Λειτουργίαν εις των του οίκου διελθών την νύκτα εν άλλη συγγενική οικία. Και αλλαχού δε της Ελλάδος συνηθίζονται τα καταχύσματα κατά την πρώτην του έτους. Εις τινα δε χωρία της Κύπρου την παραμονήν θέτουσιν εκ του εσπερινού των δείπνου το πρώτον πινάκιον και οίνον και βαλάντιον χρημάτων εις την αποθήκην του άρτου, την καλουμένην "κοφινίαν" ' αλλά την αρχαϊκοτάτην ταύτην θυσίαν, λησμονήσαντες τον εν αρχή σκοπόν αυτής, περιβάλλουσι δια χριστιανικού περιβλήματος, λέγοντες ότι την προσφέρουσιν εις τον εορταζόμενον κατά την ημέραν εκείνην άγιον Βασίλειον, δια να φάγη και ευλογήση το βαλάντιον του οικοδεσπότου. Αλλά τον προορισμόν της θυσίας δεν ελησμόνησαν οι Λέριοι ων αι γυναίκες συνηθίζουσι την εσπέραν της παραμονής της πρώτης Σεπτεμβρίου, της αρχής του θρησκευτικού έτους να παραθέτωσι τράπεζαν εστρωμένην εν τω μέσω της αιθούσης, και επ'αυτής πινάκια γλυκισμάτων "δια να φάγη τη νύκτα το στοιχειό του σπιτιού" ως λέγουσιν.""

Συνεχίζει ο Γεώργιος Μέγας ("Ελληνικές γιορτές και έθιμα της λαϊκής λατρείας"): "Ως "προσφορά" προς κάποια άλλα πνεύματα, τις "ψυχές των νεκρών" (που τις ημέρες του δωδεκαημέρου, όπως πιστεύεται, επιστρέφουν στον τόπο όπου κατοικούσαν πριν κατέβουν στον Άδη), πρέπει να θεωρηθούν και τα "πολυσπόρια", τα οποία σε πολλές περιοχές της Ελλάδας δε λείπουν από το πρωτοχρονιάτικο τραπέζι, μολονότι η σημασία τους δεν είναι, σ'αυτήν την περίπτωση, συνειδητή στο λαό' γι'αυτόν το λόγο θεωρήθηκαν -λανθασμένα- ως προσφορά προς τον άγιο Βασίλειο, ως κόλλυβα τ' αϊ-Βασίλη και συνδέθηκαν με δεισιδαιμονικούς φόβους και μαγικές ενέργειες. Π.χ. στην Κύθνο την παραμονή του αγίου Βασιλείου τρώγουν σιτάρι βρασμένο με μέλι και στην Απείρανθο της Νάξου "χίλια φαγιά νά'χουνε, βάζουνε και μεαριά στο τραπέζι και τρώνε: καλαμπόκι, σιτάρι και φασούλια μαζί μαγειρεμένα. Πρέπει να φάνε, γιατ' αλλιώς αν δε φάνε, πιάνει ψείρα το γέννημά τους".

Στην Κύπρο βράζουν εκλεκτό σιτάρι και το αναμειγνύουν με αμύγδαλα, σταφίδες, σπειριά ροδιών, κανέλα και ζάχαρη' κάνουν τα "κόλλυφα τ'αϊ-Βασιλείου (τα βασιλούδια)" κι αφού γεμίσουν ένα δίσκο με αυτά και βάλουν επάνω τη βασιλόπιτα με μια μικρή αναμμένη λαμπάδα επάνω της, τον τοποθετούν κάτω απ'το εικονοστάσι του σπιτιού. Στη Σκόπελο της Θράκης όλοι όσοι κάθονται στο τραπέζι παίρνουν στα χέρια τους κόλλυβα απ'το πιάτο, τα πετούν ψηλά προς την πόρτα του σπιτιού και λένε: "Όσα κ'κια ρίχνω, τόσ' αμάξια στάρ' να μου δωσ' ο καινούριος χρόνος. Ο καινούριος χρόνος βοήθεια! Όσα κ'κια στη φούχτα, τόσες αγελάδες, τόσα πρόβατα κ.τ.λ."."

Και επανερχόμενη στη βασιλόπιτα και στην προέλευσή της, να μην παραλείψω να αναφέρω ότι το έθιμο τούτο συνδέεται και με τα τελούμενα κατά την εορτή των Κρονίων (Σατουρναλίων) στη Ρώμη "οπόθεν προήλθε παρά τοις Φράγκοις και η συνήθεια να παρασκευάζουν πίτταν με νόμισμα μέσα και να ανακηρύσσουν βασιλέα της βραδυάς τον ευρίσκοντα αυτό εις το κομμάτι του. Ετίθετο δε και ένα φασόλι εντός της πίττας και όποιος το εύρισκε ανεφωνείτο φασουλοβασιλιάς. Κατά τα Σατουρνάλια προσεφέροντο νως δώρα καρποί και πλακούντες εντός χρυσών φύλλων ή στολίσματα με νομίσματα χρυσά. Υπάρχει όμως και μια θρησκευτική παράδοσις σχετική με την προέλευση του εθίμου της βασιλόπιττας...


("Νεώτερον Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν Ηλίου")


Όπως επίσης αναφέρει το παραπάνω λεξικό, η βασιλόπιτα παρασκευάζεται κυρίως από αλεύρι, αυγά, ζάχαρη, γάλα, αναλόγως τους είδους, και είναι φουσκωτή, αφράτη και γλυκειά. Σε όλες τις βασιλόπιτες τίθεται μέσα νόμισμα χρυσό κωνσταντινάτο, αργυρό ή και χάλικινο, αναλόγως του πλούτου της οικογενείας και, επιλέον, σε πολλές επαρχίες της Ελλάδος βάζουν μέσα ένα κομματάκι άχυρο, ένα κομματάκι κλήματος αμπέλου και κλώνου ελιάς κι αλλού στεφάνι ξύλινο μικρό (μικρογραφία μάνδρας) και όποιος βρει κάποιο από τούτα θα είναι τυχερός στα σπαρτά, στον ελαιόκαρπο, στο κρασί και ούτω καθ'εξής. Με σειρά αποφλοιωμένων αμυγδάλων επί της επιφανείας της βασιλόπιτας συνηθίζεται να αναγράφεται η αρίθμηση του νέου έτους.

Για το νόμισμα αυτό, αναφέρει ο Δημήτριος Λουκάτος ("Χριστουγεννιάτικα και των γιορτών"):




Κι αν και υπάρχουν πλήθος ακόμη έθιμα ανα την Ελλάδα σχετικά με τη βασιλόπιτα, θα κλείσω με την καταγραφή του Κώστα Καραπατάκη, στο "Α' Συμπόσιον Ποντιακής Λαογραφίας, Αθήναι 12-15.6.1981":




Καλή χρονιά, με υγεία, αγάπη και φώτιση!


Πέμπτη 1 Ιανουαρίου 2009

Άι-Βασίλης έρχεται, Γενάρης ξημερώνει..




Άι-Βασίλης έρχεται, Γενάρης ξημερώνει.
Βαστάει σπαθί, βαστάει λουρί, βαστάει μαύρο κοντάρι
κι οι κλέφτες τον εσταύρωναν πέρα στο μαυροδρόμι.
- Βασίλ' αμπόθεν έρχεσαι κι' αμπόθεν κατιβαίνεις;
- Από το δάσκαλο έρχομαι, στη μάνα μου πααίνω,
πάνω να πάρω το ψωμί και πίσω να γυρίσω.
- Σαν έρχεσ' απ' το δάσκαλο, πές μας την αλφαβήτα!
Στην πατερίτσ' ακούμπησε να πει την αλφαβήτα
κι' η πατερίτσα 'ταν χλωρή κι απόλεκε κλωνάρια,
κλωνάρια, χρυσοκλώναρα, χρυσοκομποδεμένα.
Κι' απάνω στις κορφούλες τις, περδίκα φωλιασμένη.
Κατέβηκε μια πέρδικα, να πιει κρύο νεράκι.
Παίρνει νερό στα νύχια της και χιόνι στα φτερά της,
ραντίζει τον αφέντη μας, ραντίζει την κυρά μας.
Και στο ραβδί τ' ακούμπησε να πει την αλφαβήτα.
Και το ραβδί 'τανε ξερό και βλάστησε κλωνάρια.
Κι απάνω στα κλωνάρια του πέρδικες κελαϊδούσαν.


Όλες μου οι ευχές για μια καλή χρονιά, ευτυχισμένη, ειρηνική (κόντρα στις ενδείξεις των καιρών..)... για πιο φωτισμένα μυαλά, πιο ζεσταμένες καρδιές, πιο πλατιά χαμόγελα.. με υγεία κι αγάπη για όλον τον κόσμο...