Καθώς οδηγούσα και χίλιες μύριες σκέψεις τριβελίζαν στο νου μου, καρφώθηκε η σκέψη μου σε μια εικόνα... κάτι κυκλάμινα, θαρρείς βαμμένα με έντονο ρουζ, να ξεφυτρώνουν σε μια καμένη γη... Σκάλιζα να βρω τη χρονολογία -θά'χαν περάσει δέκα χρόνια; Μέσα έπεσα.. Αυτή η εικόνα, που είχα συναντήσει τότε, πάλι οδηγώντας, κι είχα βιαστικά αποθανατίσει με τη μηχανή, ως δύναμη πίστης στην ελπίδα, ως δύναμη ζωής, μ'ακολουθούσε χρόνια τώρα και που και που ξεπρόβαλλε πεισματικά από κάπου να γαντζωθεί στους ακατάσχετους συνειρμούς μου. Ένα φθινοπωρινό τοπίο απελπισίας, ντυμένο στα πένθιμα, μαύρη γη σαβανωμένη με φαιά σεντόνια, κι όμως, αν παρατηρούσες, μικρές ροδομάγουλες γωνιές, μικρές αγκαλιές από κοντυλογραμμένα ανθάκια, μικρές πινελιές του Γεννήτορα, ξεφυτρώναν τολμηρά εδώ κι εκεί.
Μες στη χαλασιά, μες στο καρβούνιασμα, η μάνα γη προφύλαξε το βολβό, προφύλαξε το γόνο της, προφύλαξε τη φύτρα. Να τι μας μένει να προφυλάξουμε, λοιπόν.. εκείνο το μικρό σποράκι που θα δώσει ξανά τη ζωή, τη γενεσιουργό δύναμη, την ελπίδα, την ανάσταση.. Μες σ'ένα τοπίο καμένο, βομβαρδισμένο, εικονικά νεκρό... Να διαφυλάξουμε ό,τι πολύτιμο μας έχει απομείνει...
(Ομήρου "Ιλιάς" Σ, απόδοση: Κ.Δούκας)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου