Κι εκεί που έλεγα πως θά'βρισκα επιτέλους λίγο χρόνο να ξεσκονίσω το διαδικτυακό σπιτικό μου και να περιδιαβώ στη γειτονιά, ξεκινήσαν οι ελιές! Και μαζί με τις ελιές χίλια-δυο καινούρια ντράβαρα! Να γυρνάς ταλαίπωρος, με το κορμί πονεμένο και νά'χεις ν'αντιμετωπίσεις -πέραν των άλλων εργασιών που σε περιμένουν- την απόλυτη παράνοια της γραφειοκρατίας, των λογιστικών λαθών και του σογιού σου μέχρι τα μαύρα μεσάνυχτα! Κι αυτό κάθε μέρα, καθημερινή, γιορτή και σχόλη! Είναι που κωλύομαι να τα περιγράψω εδωδά.... αλλιώς είναι για να τραβά κανείς τα μαλλιά του! Αυτό που μονολογεί κανείς ακατάπαυστα "Τί ζω, Θεέ μου;!". Δε μπορεί, σε κάποια φάση, θα τό'χετε νιώσει...
Κι έφτασαν τα Χριστούγεννα, χωρίς να ξεμπερδέψουμε ούτε με τις ελιές, ούτε με τις γραφειοκρατίες, ούτε δυστυχώς με το τρελόσογο! Αντ'αυτού, μου κατσικώθηκε και μια σπαστική ίωση για κερασάκι στην τούρτα! Δεν τό'βαλα όμως κάτω, νύχτα παραμονής ξεθεωμένη, με όλους τους αγωγούς του κεφαλιού φρακαρισμένους στο απόλυτο -κι όταν δεν αναπνέω, τρελαίνομαι!- και την κούραση μηνών συσσωρευμένη, με απαράμιλλο πείσμα επέμενα να ζυμώσω το προζυμένιο Χριστόψωμο και, μάλιστα, να το ψήσω στην ξυλόσομπα! Η οποία καινούρια ξυλόσομπα, με μεγαλύτερο πείσμα επέμενε να μην ανεβάζει θερμοκρασία στο φουρνάκι της πάνω από 100 βαθμούς (Τονίζω το "καινούρια", καθώς η προηγούμενη, σε αντίθεση με τούτη, είχε τη μανία να εκτινάσσει τη θερμοκρασία στα ύψη, οπότε ξεροστάλιαζες με την αγωνία εάν θα γίνει κάρκατσο ή όχι το όποιο περιεχόμενο έψηνες! Για αυτό το λόγο και φέτος την άλλαξα. Και τώρα εκείνη μ'εκδικείται!), με αποτέλεσμα να ξενυχτήσουμε παρέα, για να γίνει τελικά το δικό μου, με συνέπειες, φυσικά, εις βάρος μου, εφόσον κατέληξα αξημέρωτα ένα απολύτως όρθιο πτώμα, μηχανικά κινούμενο, να ετοιμάζομαι για την εκκλησία...
Τέλος πάντων, πέραν των λοιπών αντιξοοτήτων, οφείλω να ομολογήσω πως το χοιρινό το πρασοσέλινο σιγοψημένο στο πήλινο τσουκάλι πάνω στην πυροστιά του τζακιού όλη νύχτα μ'αποζημίωσε την επομένη για τους κόπους μου κι ότι, αφού το απολαύσαμε, αφέθηκα, επιτέλους, να πέσω σε κώμα! Ελπίζοντας πως θα συνέλθω... αμ δε!
[σημ. Μέσα σ'όλα τ'άλλα τα σπαστικά, εδώ και κάποιες μέρες, στο αγαπητό μου κινητό δεν ανοίγει με τίποτα η "προβολή έκδοσης ιστού" του ιστολογίου μου, με αποτέλεσμα, να μη μπορώ να δω τα της γειτονιάς μου και ν'αφήσω μια κουβέντα, ούτε να ψαχουλέψω τα του "σπιτικού" μου διάφορα. Γάνιασα να πάρω μπρος και να καταφέρω ν'αλλάξω την επιλογή σε "προβολή κινητού", που δε με βολεύει καθόλου, μιας και κουράγια για να εγκαταλείψω τον καναπέ και να σταθώ στο γραφείο περιμένοντας ν'ανοίξει ο αρχαιολογικής αξίας επιτραπέζιος υπολογιστής για να περιδιαβώ στο διαδίκτυο, δεν υπήρχαν! Γνωρίζει κανείς να μου πει γιατί συμβαίνει αυτό; Επιβεβαιωμένο κι από άλλους, με την επιλογή "προβολής έκδοσης ιστού" (που είχα τόσον καιρό) το φιρικάκι δεν εμφανίζεται, η σελίδα κολλάει, βγαίνει μισή και δε μπορείς να διαχειριστείς τίποτα! Αν έχει την καλοσύνη κανείς γνώστης να με διαφωτίσει...]
Επειδή, όμως, με όλα τούτα που αραδιάζω, ξέφυγα από το πνεύμα των Χριστουγέννων, όσο μαζεύω κουράγια για να βγω στην παγωνιά να καλύψω μ'αυτοσχέδιες κατασκευές τις λεμονοπορτοκαλιές μου και τα λοιπά ευαίσθητα, καθώς μας έρχεται, κατά πως λένε, χιονιάς, σας παραθέτω εδώ την πιο όμορφη διήγηση για την νύχτα των Χριστουγέννων, καταγεγραμμένη από τον Νίκο Ψιλάκη ("Λαϊκές τελετουργίες στην Κρήτη", εκδόσεις Καρμάνωρ), κι ας την έχω ξαναδημοσιεύσει παλαιότερα:
"Έκανε πολύ κρύο τη βραδιά που γεννήθηκε ο Χριστός. Ο σπήλιος ήτανε παγωμένος και τα ζωντανά βαραναπνέανε για να ζεστάνουν με την αναπνιά τους το μωρό. Η Παναγία δεν εκάτεχε είντα να κάμει. Ήτανε κουκουλωμένη δίπλα στη ματζαδούρα και σκεφτόταν πώς θα καταφέρει να ξημερωθεί και να μην ξεπαγιάσει το μωρό. Απάνω στην ώρα ο Ιωσήφ σκέφτηκε ν'ανάψει φωτιά και να σπάσει λίγο την παγωνιά. Μα πού ξύλα;
Βγαίνει όξω από το σπήλιο, κάνει μια βόλτα, τίποτα. Ούτ' ένα ψιχάλι ξύλο δεν ηυρηκε. Μπαίνει πάλι μέσα μα την ώρα που δεν εκάτεχε ίντα να κάμει, θωρεί ένα σωρό άχερα, μεγάλους κοντύλους και άλλα που ήτανε πολυκαιρισμένα μέσα στη ματζαδούρα. Τσι κοντύλους δεν τσι τρώνε τα οζά κι είχανε παραπομείνει στη φάτνη. Μοναχά τους είχανε πάει τα άχερα ίσαμ' εκειά για να τους βάλουνε φωτιά και να ζεστάνουν το Χριστό. Ως τά'δε η Παναγία εδάκρυσε. Κι είπε:
- Νά'χουνε την ευκή μου κι ας είναι πάντα χρυσά, γιατί χρυσή 'ναι κι η ψυχή ντως.
Από τότε τα άχερα έχουνε χρυσό χρώμα. Κι είναι χρυσή η ψυχή ντως γιατί αυτά πομένουνε όντα λιχνίσομε το στάρι.
Μα τ'άχερα ανάψανε, εβγάλανε μια φλόγα κι εσβήσανε. Παγωνιά και πάλι στο σπήλιο. Ξαναβγαίνει όξω ο Ιωσήφ και τα πόδια του μπερδεύουν σ'ένα κλαδί. Δεντρολίβανο, αρισμαρί ήταν. Και με την ίδια τη φωνή του (εκειονά το βράδυ είχανε όλα, ζώα και δεντρά, φωνή) παρακάλεσε τον Ιωσήφ να το κόψει από τον πάτο και να το βάλει να καεί για να ζεσταθεί ο Χριστός. Έτσι κι έγινε. Ξαναδάκρυσε η Παναγιά και είπε:
- Νά'χει την ευκή μου και να μοσκομυρίζει, να το βάνουν στις εικόνες του γιου μου και να στολίζει τις εικόνες των αγίων.
Μα κι αυτό ήτανε λίγο, άναψε κι ώστε ν'ανάψει έσβησε κιόλας. Κι ο σπήλιος άρχισε και πάλι να παγώνει. Όσο περνούσε η ώρα αγρίευε ο καιρός. Περασμένα μεσάνυχτα ακούστηκε ένα τσαχάλισμα μέσα από το βουργιάλι του Ιωσήφ. Ήτανε μια χούφτα ελιές, που τις είχε φυλάξει μ'ένα ντάκο ψωμί για ώρα ανάγκης. "Πήγαινε Ιωσήφ στην πεζούλα πάνω από το σπήλιο. Εκειά 'ναι μια ελιά, η μάνα μας, γιατί δα ξεραθεί από το κακό της άμα μάθει πως εκινδύνεψε ο Χριστός και δεν της τό'παμε..."
Μια και δυο, πάει ο Ιωσήφ. Κι η γέρικη ελιά εχαμήλωσε τα κλωνάρια της, έσπασε τα ξερά κουτσούρια από τον κορμό της και τα τίναξε για να φτάξουν στη μπούκα του σπήλιου. Άναψαν φωτιά, έκαιγε όλη τη νύχτα, έσπασε η παγωνιά και εζεστάθηκε ο Χριστός. Κι όσο περνούσε η ώρα, τόσο κι έφταναν κι άλλα ξύλα στο σπήλιο. Μονάχα ντως! Το πρωί το δεντρό είχε 'πομείνει μόνο ένα κομμάτι κουτσούρι ρίζα, ελιά δεν υπήρχε.
Δάκρυσε η Παναγιά όταν την είδε. Έσκυψε, χάιδεψε το κουτσούρι, ούτ' ένα φύλλο δεν είχε 'πομείνει.
-Την ευκή μου νά'χεις, είπε. Και να μην ξεραίνεσαι ποτέ. Να βγάνεις βλαστούς από τη ρίζα, και να μη γερνάς ποτέ σου. Κι ο καρπός σου ευλογημένος νά'ναι, να τρέφει τους ανθρώπους, να τονε δίνεις να βγαίνει το λάδι, να φέγγουν τη νύχτα οι ανθρώποι και να ανάβει και το καντήλι του Χριστού.
Ειντά 'τονε να το πει. Ένας δροσερός βλαστός εβγήκε από την κουτσούρα τση ρίζας, από κειά απού'χε ακουμπισμένη τη χέρα τση η Παναγία, κι έφταξε ίσαμε ένα μπόι στο ύψος. Ίσαμε το βράδυ η ελιά ήτανε πάλι μεγάλη, όπως ήτανε πριν γεννηθεί ο Χριστός. Και δεν είχε ξεράδια. Είχε ξαναγενεί νέα γιατί είχε την ευκή τση Παναγίας.
Από τότε η ελιά δε γερνά. Ξεραίνεται, μα από την ξέρα τση ρίζας ξαναβγάνει βλαστούς και ξανανιώνει."
Κι έφτασαν τα Χριστούγεννα, χωρίς να ξεμπερδέψουμε ούτε με τις ελιές, ούτε με τις γραφειοκρατίες, ούτε δυστυχώς με το τρελόσογο! Αντ'αυτού, μου κατσικώθηκε και μια σπαστική ίωση για κερασάκι στην τούρτα! Δεν τό'βαλα όμως κάτω, νύχτα παραμονής ξεθεωμένη, με όλους τους αγωγούς του κεφαλιού φρακαρισμένους στο απόλυτο -κι όταν δεν αναπνέω, τρελαίνομαι!- και την κούραση μηνών συσσωρευμένη, με απαράμιλλο πείσμα επέμενα να ζυμώσω το προζυμένιο Χριστόψωμο και, μάλιστα, να το ψήσω στην ξυλόσομπα! Η οποία καινούρια ξυλόσομπα, με μεγαλύτερο πείσμα επέμενε να μην ανεβάζει θερμοκρασία στο φουρνάκι της πάνω από 100 βαθμούς (Τονίζω το "καινούρια", καθώς η προηγούμενη, σε αντίθεση με τούτη, είχε τη μανία να εκτινάσσει τη θερμοκρασία στα ύψη, οπότε ξεροστάλιαζες με την αγωνία εάν θα γίνει κάρκατσο ή όχι το όποιο περιεχόμενο έψηνες! Για αυτό το λόγο και φέτος την άλλαξα. Και τώρα εκείνη μ'εκδικείται!), με αποτέλεσμα να ξενυχτήσουμε παρέα, για να γίνει τελικά το δικό μου, με συνέπειες, φυσικά, εις βάρος μου, εφόσον κατέληξα αξημέρωτα ένα απολύτως όρθιο πτώμα, μηχανικά κινούμενο, να ετοιμάζομαι για την εκκλησία...
Τέλος πάντων, πέραν των λοιπών αντιξοοτήτων, οφείλω να ομολογήσω πως το χοιρινό το πρασοσέλινο σιγοψημένο στο πήλινο τσουκάλι πάνω στην πυροστιά του τζακιού όλη νύχτα μ'αποζημίωσε την επομένη για τους κόπους μου κι ότι, αφού το απολαύσαμε, αφέθηκα, επιτέλους, να πέσω σε κώμα! Ελπίζοντας πως θα συνέλθω... αμ δε!
[σημ. Μέσα σ'όλα τ'άλλα τα σπαστικά, εδώ και κάποιες μέρες, στο αγαπητό μου κινητό δεν ανοίγει με τίποτα η "προβολή έκδοσης ιστού" του ιστολογίου μου, με αποτέλεσμα, να μη μπορώ να δω τα της γειτονιάς μου και ν'αφήσω μια κουβέντα, ούτε να ψαχουλέψω τα του "σπιτικού" μου διάφορα. Γάνιασα να πάρω μπρος και να καταφέρω ν'αλλάξω την επιλογή σε "προβολή κινητού", που δε με βολεύει καθόλου, μιας και κουράγια για να εγκαταλείψω τον καναπέ και να σταθώ στο γραφείο περιμένοντας ν'ανοίξει ο αρχαιολογικής αξίας επιτραπέζιος υπολογιστής για να περιδιαβώ στο διαδίκτυο, δεν υπήρχαν! Γνωρίζει κανείς να μου πει γιατί συμβαίνει αυτό; Επιβεβαιωμένο κι από άλλους, με την επιλογή "προβολής έκδοσης ιστού" (που είχα τόσον καιρό) το φιρικάκι δεν εμφανίζεται, η σελίδα κολλάει, βγαίνει μισή και δε μπορείς να διαχειριστείς τίποτα! Αν έχει την καλοσύνη κανείς γνώστης να με διαφωτίσει...]
Επειδή, όμως, με όλα τούτα που αραδιάζω, ξέφυγα από το πνεύμα των Χριστουγέννων, όσο μαζεύω κουράγια για να βγω στην παγωνιά να καλύψω μ'αυτοσχέδιες κατασκευές τις λεμονοπορτοκαλιές μου και τα λοιπά ευαίσθητα, καθώς μας έρχεται, κατά πως λένε, χιονιάς, σας παραθέτω εδώ την πιο όμορφη διήγηση για την νύχτα των Χριστουγέννων, καταγεγραμμένη από τον Νίκο Ψιλάκη ("Λαϊκές τελετουργίες στην Κρήτη", εκδόσεις Καρμάνωρ), κι ας την έχω ξαναδημοσιεύσει παλαιότερα:
"Έκανε πολύ κρύο τη βραδιά που γεννήθηκε ο Χριστός. Ο σπήλιος ήτανε παγωμένος και τα ζωντανά βαραναπνέανε για να ζεστάνουν με την αναπνιά τους το μωρό. Η Παναγία δεν εκάτεχε είντα να κάμει. Ήτανε κουκουλωμένη δίπλα στη ματζαδούρα και σκεφτόταν πώς θα καταφέρει να ξημερωθεί και να μην ξεπαγιάσει το μωρό. Απάνω στην ώρα ο Ιωσήφ σκέφτηκε ν'ανάψει φωτιά και να σπάσει λίγο την παγωνιά. Μα πού ξύλα;
Βγαίνει όξω από το σπήλιο, κάνει μια βόλτα, τίποτα. Ούτ' ένα ψιχάλι ξύλο δεν ηυρηκε. Μπαίνει πάλι μέσα μα την ώρα που δεν εκάτεχε ίντα να κάμει, θωρεί ένα σωρό άχερα, μεγάλους κοντύλους και άλλα που ήτανε πολυκαιρισμένα μέσα στη ματζαδούρα. Τσι κοντύλους δεν τσι τρώνε τα οζά κι είχανε παραπομείνει στη φάτνη. Μοναχά τους είχανε πάει τα άχερα ίσαμ' εκειά για να τους βάλουνε φωτιά και να ζεστάνουν το Χριστό. Ως τά'δε η Παναγία εδάκρυσε. Κι είπε:
- Νά'χουνε την ευκή μου κι ας είναι πάντα χρυσά, γιατί χρυσή 'ναι κι η ψυχή ντως.
Από τότε τα άχερα έχουνε χρυσό χρώμα. Κι είναι χρυσή η ψυχή ντως γιατί αυτά πομένουνε όντα λιχνίσομε το στάρι.
Μα τ'άχερα ανάψανε, εβγάλανε μια φλόγα κι εσβήσανε. Παγωνιά και πάλι στο σπήλιο. Ξαναβγαίνει όξω ο Ιωσήφ και τα πόδια του μπερδεύουν σ'ένα κλαδί. Δεντρολίβανο, αρισμαρί ήταν. Και με την ίδια τη φωνή του (εκειονά το βράδυ είχανε όλα, ζώα και δεντρά, φωνή) παρακάλεσε τον Ιωσήφ να το κόψει από τον πάτο και να το βάλει να καεί για να ζεσταθεί ο Χριστός. Έτσι κι έγινε. Ξαναδάκρυσε η Παναγιά και είπε:
- Νά'χει την ευκή μου και να μοσκομυρίζει, να το βάνουν στις εικόνες του γιου μου και να στολίζει τις εικόνες των αγίων.
Μα κι αυτό ήτανε λίγο, άναψε κι ώστε ν'ανάψει έσβησε κιόλας. Κι ο σπήλιος άρχισε και πάλι να παγώνει. Όσο περνούσε η ώρα αγρίευε ο καιρός. Περασμένα μεσάνυχτα ακούστηκε ένα τσαχάλισμα μέσα από το βουργιάλι του Ιωσήφ. Ήτανε μια χούφτα ελιές, που τις είχε φυλάξει μ'ένα ντάκο ψωμί για ώρα ανάγκης. "Πήγαινε Ιωσήφ στην πεζούλα πάνω από το σπήλιο. Εκειά 'ναι μια ελιά, η μάνα μας, γιατί δα ξεραθεί από το κακό της άμα μάθει πως εκινδύνεψε ο Χριστός και δεν της τό'παμε..."
Μια και δυο, πάει ο Ιωσήφ. Κι η γέρικη ελιά εχαμήλωσε τα κλωνάρια της, έσπασε τα ξερά κουτσούρια από τον κορμό της και τα τίναξε για να φτάξουν στη μπούκα του σπήλιου. Άναψαν φωτιά, έκαιγε όλη τη νύχτα, έσπασε η παγωνιά και εζεστάθηκε ο Χριστός. Κι όσο περνούσε η ώρα, τόσο κι έφταναν κι άλλα ξύλα στο σπήλιο. Μονάχα ντως! Το πρωί το δεντρό είχε 'πομείνει μόνο ένα κομμάτι κουτσούρι ρίζα, ελιά δεν υπήρχε.
Δάκρυσε η Παναγιά όταν την είδε. Έσκυψε, χάιδεψε το κουτσούρι, ούτ' ένα φύλλο δεν είχε 'πομείνει.
-Την ευκή μου νά'χεις, είπε. Και να μην ξεραίνεσαι ποτέ. Να βγάνεις βλαστούς από τη ρίζα, και να μη γερνάς ποτέ σου. Κι ο καρπός σου ευλογημένος νά'ναι, να τρέφει τους ανθρώπους, να τονε δίνεις να βγαίνει το λάδι, να φέγγουν τη νύχτα οι ανθρώποι και να ανάβει και το καντήλι του Χριστού.
Ειντά 'τονε να το πει. Ένας δροσερός βλαστός εβγήκε από την κουτσούρα τση ρίζας, από κειά απού'χε ακουμπισμένη τη χέρα τση η Παναγία, κι έφταξε ίσαμε ένα μπόι στο ύψος. Ίσαμε το βράδυ η ελιά ήτανε πάλι μεγάλη, όπως ήτανε πριν γεννηθεί ο Χριστός. Και δεν είχε ξεράδια. Είχε ξαναγενεί νέα γιατί είχε την ευκή τση Παναγίας.
Από τότε η ελιά δε γερνά. Ξεραίνεται, μα από την ξέρα τση ρίζας ξαναβγάνει βλαστούς και ξανανιώνει."
Χρόνια πολλά Όλγα μου. Σε καταλαβαίνω με τόσα που έπαθες αλλά δεν έχεις και ησυχία μάτια μου.
ΑπάντησηΔιαγραφήΤο απόσπασμα που παραθέτεις πολύ όμορφο. Το απόλαυσα
Και δεν ξέρω από κινητά και τα συναφή για να βοηθήσω
Εύχομαι καλή και δημιουργική χρονιά
Να φέρει στο σπιτικό σου κάθε καλό
Τα φιλιά μου
Χρόνια πολλά Άννούλα μου! Ναι, ότι δεν έχω ησυχία, δεν έχω!!! Γι'αυτό δε χρειάζεται να μου τυχαίνουν και τόσα, ή, καλύτερα, δε χρειάζεται να μου χαλάνε και τη λίγη που έχω!!! (και ειδικά κάποιοι τρελοί από τους οποίους δε μπορώ να γλιτώσω....)
ΔιαγραφήΕίναι, όντως, μοναδική τούτη η διήγηση...
Νά'σαι καλά, με το καλό να δεχτείς τη νέα χρονιά!
Χρονια πολλα Ολγα μου.μη νομιζεις.ολα αυτα τα ωραια ταπερναμε και αλλοι.εξαιρουνται οι εληες.καλη ξεκουραση ευχομαι και καλη χρονια.
ΑπάντησηΔιαγραφήΧρόνια πολλά Λίτσα μου! Μην νομίζεις, δε διεκδικώ καμιά αποκλειστικότητα, ξέρω πως δύσκολα είναι για όλους. Απλώς παράγινε και πάλι.. και δεν είναι απλά η κούραση, είναι τα άλλα που κωλύομαι να εκθέσω στο διαδίκτυο, που μ'έφτασαν στο αμήν! Νά'σαι καλά, καλή χρονιά!
ΔιαγραφήΌλγα μου
ΑπάντησηΔιαγραφήκαλώς όρισες και πάλι! Χρόνια πολλά αγαπημένη φίλη.
Εντάξει, μέτρησα τα ...πάθη σου αυτές τις μέρες. Απ τη μία στενοχωρήθηκα απ την άλλη δεν μπόρεσα να συγκρατήσω τα γέλια μου με το "τρελόσογο" χαχαχαχαχαχα. Συγχώρα με ναι; Αλλά αυτό μου βγήκε.
Όμως η πίστη σου, η φλόγα σου σε οδήγησε σε μια παραμονή όμορφη.
Και σε ένα σωρό καλούδια που μας χάρισες εδώ.
Ευχές και αγάπη καλή μου φίλη.
Γέλα όσο θες με το σόι, Γιάννη μου!! Ας γελάσει και κάποιος, γιατί εγώ απλά ταράζομαι! Είναι που δε μπορώ να πω πολλά!!! Αχ.... Δεν παλεύονται! Κι ορισμένοι μάλιστα με την καμία λέμε -δεν έχω δει ούτε ένα καλό, δεν έχω ακούσει μα ούτε μια καλή κουβέντα, ούτε ένα "χρόνια πολλά" βρε αδερφέ, δεν έχουν φανεί σε καμιά ανάγκη κι όμως απαιτούν, ενοχλούν, σε ταράζουν και σε αγγαρεύουν μονίμως και σου κάνουν, με κάθε τρόπο, τη ζωή δύσκολη! Δεν υπάρχει λέμε... Σήμερα είμαι ξύπνια από τις πεντέμιση το πρωί, κλάδευα και μαστόρευα όλη μέρα παρέα με την ίωση, και στις τεσσεράμιση έπεσα ξεθεωμένη να κοιμηθώ... δεν πρόλαβα παρά λίγα λεπτά! Βροντούσε η πόρτα λες και βαρούσαν μπουνιές και καπάκι ακούω να χτυπάνε τα τζάμια του παραθύρου έτοιμα να σπάσουν κι ένα ουρλιαχτό "Άνοιξέ μου"!. Κατατρόμαξα! Αυτός ήταν ο θείος που ήρθε στο χωριό για τα Χριστούγεννα. Παραπατώντας ανοίγω, ρωτάει "κοιμόσουν;", "ναι", απαντά "δεν πειράζει", εισβάλλει μέσα χωρίς καν ένα "χρόνια πολλά" για τις μέρες κι αρχίζει να ρητορεύει τα δικά του. Με ταράζει καλά-καλά μια ώρα με διάφορα και σηκώνεται να φύγει. (Είπα να πω κι εγώ τον πόνο μου...) Δεν παλεύονται λέμε! Και μ'αυτούς να πρέπει να κάνεις υπομονή να συνεννοηθείς καθημερινά στα τηλέφωνα επί ώρες για διάφορα που προέκυψαν και πρέπει να επιλυθούν από κοινού. (Μη σου πω να ακούς και το εγκώμιο του Μητσοτάκη και να θες να ξεράσεις και να πρέπει να παραμένεις μουγκή γιατί αν εκνευρίσεις κι άλλο τον παλαβό δε θα εκδοθεί ποτέ το πιστοποιητικό να ξεμπλέξεις με την υπόθεση και δε θα γλιτώσεις ποτέ από όλους αυτούς... Είναι, νομίζεις, τα νεύρα μου για τέτοια;!) Ουφ τά'πα -όσα μπόρεσα- και ξέσπασα λίγο!
ΔιαγραφήΧρόνια πολλά και καλά Γιάννη μου!! Με αγάπη και υγεία. Νά'σαι καλά!
Μαύρα μάτια κάναμε να σε δούμε! Καιρός ήταν να μας δώσεις λίγη από την ομορφιά σου που την κρατάς ζωντανή μέσα απ' τις διηγήσεις σου!!!
ΑπάντησηΔιαγραφήΜπαίνω στο ιστολόγιό σου και μεταφέρομαι σε άλλες εποχές, ξεγελιέμαι και πιστεύω πως ζω μαζί σου το μάζεμα της ελιάς, και το πλάσιμο του χριστόψωμου. Μέχρι και πως ξημερωθήκαμε μαζί λέει, δίπλα στο χοιρινό με τα πράσα και πήγαμε μαζί στην πρωινή χριστουγεννιάτικη λειτουργία. Εκεί ένιωσα πως είμαστε ηρωίδες του Παπαδιαμάντη :)
Μου εξάπτεις τη φαντασία και αυτό είναι το πολυτιμότερο δώρο για μένα, έναν κάτοικο της μεγαλούπολης.
Επιτελείς θεάρεστο έργο αγαπητή Όλγα, να το υπογραμμίσω θέλω αυτό.
Να είσαι καλά, να προσέχεις λίγο και τον εαυτό σου και να μην μας ξεχνάς όλους εμάς που χρειαζόμαστε την αύρα σου.
Λυπάμαι Όλγα μου που δεν κατέχω τα τεχνικά θέματα του διαδικτύου για να σε βοηθήσω να λύσεις το πρόβλημά σου.
Σου εύχομαι να υποδεχτείς τον Νέο Χρόνο με υγεία και όλα τα καλά και να μην ξεχνάς να προσέχεις περισσότερο τον εαυτό σου.
Πολλά φιλιά :)
Καλημέρα Μαρία μου! Μες στο μυαλό μου είσαι! Τώρα που το λες, το βράδυ της παραμονής αυτό ακριβώς σκεφτόμουν... πως ήταν σαν νά'χα γυρίσει το χρόνο πίσω, όντως σαν νά'μουν ηρωίδα του Παπαδιαμάντη! Και είχα στον νου κάπως έτσι να ξεκινήσω να γράφω την ανάρτηση! Με αυτά τα λόγια! Με αυτές τις εικόνες να γυροφέρνουν στο κεφάλι μου... Αλλά μετά το ξέχασα! Όσο για τις ελιές, πρέπει να γράψω σχετικά οπωσδήποτε! Εκεί να δεις... Άσε χθες, που πήγαμε μες στην παγωνιά και μας έπιασε ο χιονιάς...
ΔιαγραφήΣ'ευχαριστώ πολύ για τα καλά σου λόγια, Μαράκι. Δεν ξέρω τί να πω... Μακάρι να καταφέρνω να σε ταξιδεύω έτσι..
Αυτό το πρόβλημα με το ιστολόγιο πολύ με ταλαιπωρεί. Πρέπει να βρω μια λύση. Κι όχι να αναγκάζομαι να ανοίγω κάθε φορά τον υπολογιστή, γιατί συνήθως όταν έχω χρόνο να "περιδιαβώ" δεν έχω κουράγια να σηκωθώ από τον καναπέ!!!
Χρόνια πολλά και καλά! Με το καλό να έρθει η νέα χρονιά! Κάθε καλό εύχομαι!!!
Με τούτα και με κείνα και παρά τα μύρια όσα τράβηξες οφείλω να ομολογήσω πως σε θαύμασα Όλγα μου γιατί τελικά κράτησες τις ισορροπίες και το πρασοσέλινο έτοιμο και το χριστόψωμο στο Χριστουγεννιάτικο τραπέζι και το σόι φαντάζομαι ευχαριστημένο.
ΑπάντησηΔιαγραφήΕίμαι σίγουρη αντοχές και υποχρεώσεις τερμάτισαν μαζί χέρι-χέρι.
Επίσης μπορώ να φανταστώ τι θα ακολουθήσει τους επόμενους μήνες. Ναι βέβαια από μια άποψη έχεις απόλυτο δίκιο, με όλα αυτά χρειάζεσαι αναρρωτική τουλάχιστον τρίμηνη αλλά κι απ’ την άλλη μια κουβέντα εδωνά....δεν σε ξεκουράζει;
Είναι η ψευδαίσθηση ότι αν μοιραστούμε λίγο απ’ τον πόνο μας ελαφραίνει το βάρος. Ξέρω και γω, έτσι νομίζω!
Χαρισματικός και πολυτάλαντος ο Ψιλάκης περιγράφει με ξεχωριστό τρόπο την λαογραφία της αγαπημένης του πατρίδας.
Όλγα μου εύχομαι από καρδιάς ο καινούργιος χρόνος να σε βρει με όλα τα προβλήματα τακτοποιημένα
Χρόνια πολλά Όλγα μου!
Καλημέρα Αννίκα μου!
ΔιαγραφήΝαι, οι ισορροπίες κρατήθηκαν (χεχε, κατέρρευσα μετά το χριστουγεννιάτικο τραπέζι) αλλά σόι δεν υπήρξε ευτυχώς!!!! Αλλά κουμπάροι! Απαπα! Ποιό ευχαριστημένο σόι;;; Ποτέ δεν είναι ευχαριστημένο το σόι! Το ενοχλούν τα πάντα -από το κρεμμύδι στο φαγητό μέχρι τη μουσική και το τσιγάρο, οι κουβέντες που θα πεις, κλπ, κλπ- και κυρίως το να σε βλέπουν ευχαριστημένο! Απαπα! Μακριά! Τα τελευταία χρόνια, γλίτωσα από αυτό ευτυχώς! Ειδικά ο θείος που ήταν εδώ. Για καλό δεν έρχεται ποτέ! Φοβάσαι και να μιλήσεις μην του γυρίσει το μάτι ανάποδα! Την τελευταία φορά που είχε φανεί αντίστοιχη γιορτινή μέρα, είχε κολλήσει γαστρεντερίτιδα, κι άκουγα ένα παραλήρημα ημερών ότι εγώ φταίω γιατί σίγουρα είχα αφήσει το κρέας εκτός ψυγείου για μέρες (αν είναι δυνατόν!) και τον δηλητηρίασα! Μακριαααααά!
Το έργο του Ψιλάκη είναι απλά μοναδικό....!
Χρόνια πολλά κι όμορφα εύχομαι, Αννίκα μου, με υγεία, χαμόγελο κι εσωτερική ζεστασιά! Νά'σαι καλά, ο νέος χρόνος να έρθει με ό,τι καλό!