Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ελιές. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ελιές. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τρίτη 31 Οκτωβρίου 2023

Τα λιοπερίβολα των Αγίων Αναργύρων....


Γλυκιά βραδιά, γλυκιά κούραση και φορώντας ακόμη τα ρούχα της δουλειάς μη και χάσω τη λιγοστή ενέργεια που μου απομένει παλεύω να συγκεντρώσω τις σημερινές εικόνες σε λέξεις, μπας κι αποτυπώσω τα χρώματα της μέρας στην ψυχρή οθόνη.... Χρώματα λαδιά, πράσινα και καφετιά... χρώματα της ελιάς, της γης, των ζωντανών, κι ύστερα των καντηλιών που αχνοφέγγουν στο σκοτάδι...


Λιγοστές οι ελιές, λιγοστό το μαξούλι φέτος στα χωριά μας, για λίγους τυχερούς που θα πουλήσουν λάδι σε τιμές πρωτόγνωρες. Ή, όπως, είπε κι η μάνα μου σε κάποιον που παραπονέθηκε πως φέτος με τέτοιες τιμές είχε ελάχιστη σοδειά, "Φροντίζει ο Θεός... φέτος που δεν έχεις μαξούλι νά'χει τιμή το λάδι για να τα βγάλετε πέρα..."  Να δούμε, βέβαια, πώς θα τα βγάλουμε γενικότερα πέρα...


Στα πρώτα δένδρα λιγοστός ο καρπός, τόσο που καθώς γυρνοβολούσα
 να μαζέψω ό,τι έπεφτε καταγής, μέχρι να γεμίσουν τα πανιά, ένιωθα σαν ν'ακολουθώ τα χνάρια του Κοντορεβυθούλη...Κι όμως, παρακάτω, νά'σου και κλαδιά να λυγάνε απ'τον καρπό: "Καλέ τούτες, είναι φορτωμένες! Αντώνηηη δες εδώ!" Και μια οι αρίλογες, μια οι φορτωμένες, μια να καθαρίσουν τα πανιά και μια να μαζευτεί η φρέσκια πεσιά... μας έπιασε η νύχτα... 


Τα πουλιά κουρνιάσανε, τα τιτιβίσματα λιγόστεψαν, τα γιδοπρόβατα που σεργιανίζανε ν'αρπάξουν τα τρυφερά λιόφυλλα φύγαν για το μαντρί τους κι εμείς φορτώναμε κλούβες στο αγροτικό καθώς το σκοτάδι άπλωνε το πέπλο του στο περιβόλι. Η νύχτα γλυκιά, σχεδόν καλοκαιρινή, να σε ξεγελά. Πρώτη χρονιά με φωνάζουν για ελιές τόσο νωρίς. Είναι, βλέπεις, λιγοστές και πρέπει να τις προλάβουμε πριν πέσουν στη γη και δεν απομείνει τίποτα...


Καληνυχτηθήκαμε. Εκείνοι θα πήγαιναν στο καλύβι να ξεφορτώσουν... Μα, τί όμορφη βραδιά! Κι αυτή η γλυκιά κούραση του σώματος, όταν το μυαλό έχει καθαρίσει από τη σκαρταδούρα με το φως του καταγάλανου ουρανού, με τα κελαρύσματα των πουλιών και το ρυθμικό, υπόκωφο χτύπο του λούρου... Και, να, συναπαντήθηκα με το ξωκλήσι των Αγίων Αναργύρων. Ανάμεσα στα λιοπερίβολα, κρυμμένο μες στη σκοτεινιά... "Γιορτάζουν απόψε" σκέφτηκα και μου κακοφάνηκε το τόσο σκοτάδι. Θυμήθηκα εκείνα τα λόγια του Αντώνη πέρσι το χειμώνα, παραμονές Χριστουγέννων:
"Ευλογημένο το δέντρο της ελιάς. Θέλω να πιστεύω πως είμαστε κι εμείς που ασχολούμαστε μ'αυτά. Χθες, Ολγίτσα μου, βράδυ ήταν, φεύγοντας από το καλύβι σταθήκαμε στους Αγίους Αναργύρους ν'ανάψουμε τα καντηλάκια και να κάνουμε το σταυρό μας... Ήταν μαγικά... Ουρανός με αστέρια και σύννεφα ανάμεικτα, χειμωνιάτικη ατμόσφαιρα υγρή και γαλήνια, το εκκλησάκι μικρό κάτω από τα πανύψηλα δέντρα, το χωριό καθισμένο στην πλαγιά του βουνού φωταγωγημένο, το ρολόι να χτυπά μες στη νύχτα επτά και το εκκλησάκι να φωτίζεται με τα αναμμένα καντηλάκια του μέσα στο Χριστουγεννιάτικο βράδυ, Φαντάζεσαι Ολγίτσα μου ...αγρυπνία... με χριστουγεννιάτικες καταβασιές... πόσο ωραία εορταστική ατμόσφαιρα θα δημιουργούσαν; Και μετά να κοινωνούσαμε και μετά στο καλύβι κοντά στο τζάκι για κρασόζουπα και ελιές πατσαστές...!"
Κοντοστάθηκα. Τηλεφώνησα στον Αντώνη: "Εσύ θα ξέρεις, που είναι το κλειδί ν'ανάψω ένα καντήλι;" "Γύρνα πίσω, να σου δώσω και λάδι!"



Βρεθήκαμε να πίνουμε από ένα τσιπουράκι στην αυλή του καλυβιού, ανάμεσα στα λουλούδια και τα δένδρα. Κι ύστερα όλοι μαζί, φεύγοντας, ν'ανάψουμε τα καντηλάκια σ'τσΑγιανάργυροι που γιορτάζανε απόψε... Κι αύριο, δυστυχώς, δε θα λειτουργηθούν. Γιατί, λέει ο παπάς, κόσμος δε μαζεύεται... Τουλάχιστον να μην νομίζουν πως όλοι τους ξεχάσαμε... και πως μοναχά τους θυμόμαστε όποτε έχουμε κάποια ανάγκη...



Κλειδώσαμε. Από το μικρό παραθύρι αχνοφέγγιζαν οι φλογίτσες από τα φυτίλια... Μας καληνύχτιζαν μ'ένα τρεμάμενο φως, θαρρείς και χαμογελούσαν στα κρυφά, χαρίζοντάς μας μια ζεστή θαλπωρή στην ψυχή μας... Τ'αποχαιρετήσαμε συνωμοτικά, τ'αφήσαμε να πανηγυρίσουν μονάχα στη τόση γαλήνη τούτης της βραδιάς, χωρίς ανθρώπινες παραφωνίες, τους αγίους που τόσα χρόνια πιστά διακονούνε...


Χρόνια πολλά κι ευλογημένα...

Σάββατο 24 Δεκεμβρίου 2022

Ευλογημένα Χριστούγεννα!

 

"Οι θησαυροί του Αγίου Όρους- εικονογραφημένα χειρόγραφα", εκδοτική Αθηνών, τ.Β', Μονή Αγίου Παντελεήμονος

"Έκανε πολύ κρύο τη βραδιά που γεννήθηκε ο Χριστός. Ο σπήλιος ήτανε παγωμένος και τα ζωντανά βαραναπνέανε για να ζεστάνουν με την αναπνιά τους το μωρό. Η Παναγία δεν εκάτεχε είντα να κάμει. Ήτανε κουκουλωμένη δίπλα στη ματζαδούρα και σκεφτόταν πώς θα καταφέρει να ξημερωθεί και να μην ξεπαγιάσει το μωρό. Απάνω στην ώρα ο Ιωσήφ σκέφτηκε ν'ανάψει φωτιά και να σπάσει λίγο την παγωνιά. Μα πού ξύλα;
Βγαίνει όξω από το σπήλιο, κάνει μια βόλτα, τίποτα. Ούτ' ένα ψιχάλι ξύλο δεν ηυρηκε. Μπαίνει πάλι μέσα μα την ώρα που δεν εκάτεχε ίντα να κάμει, θωρεί ένα σωρό άχερα, μεγάλους κοντύλους και άλλα που ήτανε πολυκαιρισμένα μέσα στη ματζαδούρα. Τσι κοντύλους δεν τσι τρώνε τα οζά κι είχανε παραπομείνει στη φάτνη. Μοναχά τους είχανε πάει τα άχερα ίσαμ' εκειά για να τους βάλουνε φωτιά και να ζεστάνουν το Χριστό. Ως τά'δε η Παναγία εδάκρυσε. Κι είπε:

- Νά'χουνε την ευκή μου κι ας είναι πάντα χρυσά, γιατί χρυσή 'ναι κι η ψυχή ντως.

Από τότε τα άχερα έχουνε χρυσό χρώμα. Κι είναι χρυσή η ψυχή ντως γιατί αυτά πομένουνε όντα λιχνίσομε το στάρι.

Μα τ'άχερα ανάψανε, εβγάλανε μια φλόγα κι εσβήσανε. Παγωνιά και πάλι στο σπήλιο. Ξαναβγαίνει όξω ο Ιωσήφ και τα πόδια του μπερδεύουν σ'ένα κλαδί. Δεντρολίβανο, αρισμαρί ήταν. Και με την ίδια τη φωνή του (εκειονά το βράδυ είχανε όλα, ζώα και δεντρά, φωνή) παρακάλεσε τον Ιωσήφ να το κόψει από τον πάτο και να το βάλει να καεί για να ζεσταθεί ο Χριστός. Έτσι κι έγινε. Ξαναδάκρυσε η Παναγιά και είπε:

- Νά'χει την ευκή μου και να μοσκομυρίζει, να το βάνουν στις εικόνες του γιου μου και να στολίζει τις εικόνες των αγίων.

Μα κι αυτό ήτανε λίγο, άναψε κι ώστε ν'ανάψει έσβησε κιόλας. Κι ο σπήλιος άρχισε και πάλι να παγώνει. Όσο περνούσε η ώρα αγρίευε ο καιρός. Περασμένα μεσάνυχτα ακούστηκε ένα τσαχάλισμα μέσα από το βουργιάλι του Ιωσήφ. Ήτανε μια χούφτα ελιές, που τις είχε φυλάξει μ'ένα ντάκο ψωμί για ώρα ανάγκης. "Πήγαινε Ιωσήφ στην πεζούλα πάνω από το σπήλιο. Εκειά 'ναι μια ελιά, η μάνα μας, γιατί δα ξεραθεί από το κακό της άμα μάθει πως εκινδύνεψε ο Χριστός και δεν της τό'παμε..."

Μια και δυο, πάει ο Ιωσήφ. Κι η γέρικη ελιά εχαμήλωσε τα κλωνάρια της, έσπασε τα ξερά κουτσούρια από τον κορμό της και τα τίναξε για να φτάξουν στη μπούκα του σπήλιου. Άναψαν φωτιά, έκαιγε όλη τη νύχτα, έσπασε η παγωνιά και εζεστάθηκε ο Χριστός. Κι όσο περνούσε η ώρα, τόσο κι έφταναν κι άλλα ξύλα στο σπήλιο. Μονάχα ντως! Το πρωί το δεντρό είχε 'πομείνει μόνο ένα κομμάτι κουτσούρι ρίζα, ελιά δεν υπήρχε.

Δάκρυσε η Παναγιά όταν την είδε. Έσκυψε, χάιδεψε το κουτσούρι, ούτ' ένα φύλλο δεν είχε 'πομείνει.

-Την ευκή μου νά'χεις, είπε. Και να μην ξεραίνεσαι ποτέ. Να βγάνεις βλαστούς από τη ρίζα, και να μη γερνάς ποτέ σου. Κι ο καρπός σου ευλογημένος νά'ναι, να τρέφει τους ανθρώπους, να τονε δίνεις να βγαίνει το λάδι, να φέγγουν τη νύχτα οι ανθρώποι και να ανάβει και το καντήλι του Χριστού.

Ειντά 'τονε να το πει. Ένας δροσερός βλαστός εβγήκε από την κουτσούρα τση ρίζας, από κειά απού'χε ακουμπισμένη τη χέρα τση η Παναγία, κι έφταξε ίσαμε ένα μπόι στο ύψος. Ίσαμε το βράδυ η ελιά ήτανε πάλι μεγάλη, όπως ήτανε πριν γεννηθεί ο Χριστός. Και δεν είχε ξεράδια. Είχε ξαναγενεί νέα γιατί είχε την ευκή τση Παναγίας.

Από τότε η ελιά δε γερνά. Ξεραίνεται, μα από την ξέρα τση ρίζας ξαναβγάνει βλαστούς και ξανανιώνει."

(Νίκου Ψιλάκη "Λαϊκές τελετουργίες στην Κρήτη", εκδόσεις Καρμάνωρ)


"Οι θησαυροί του Αγίου Όρους- εικονογραφημένα χειρόγραφα", εκδοτική Αθηνών, τ.Β', Μονή Αγίου Παντελεήμονος


"Η γέννηση
Έν’ άλλο βράδυ τον άκουσα να κλαίει δίπλα. 
Χτύπησα την πόρτα και μπήκα. 
Μου’ δειξε πάνω στο κομοδίνο ένα μικρό ξύλινο σταυρό.
 «Είδες, μου λέει – γεννήθηκε η ευσπλαχνία.» 
Έσκυψα τότε το κεφάλι κι έκλαψα κι εγώ, γιατί θα περνούσαν αιώνες και αιώνες και δε θα’ χαμε να πούμε τίποτα ωραιότερο απ’ αυτό."

(Τάσου Λειβαδίτη, "Ο αδελφός Ιησούς")

 

"Οι θησαυροί του Αγίου Όρους- εικονογραφημένα χειρόγραφα", εκδοτική Αθηνών, τ.Α', Μονή Διονυσίου

Ευλογημένα Χριστούγεννα!

Δευτέρα 13 Ιανουαρίου 2020

Ελιές και λιοπερίβολα στο βουνό των Κενταύρων...


Κοντά μεσάνυχτα... Κλείνεις κατάκοπη τα μάτια και πάλι τις βλέπεις μπροστά σου... ελιές, παντού σκορπισμένες ελιές και συ να πασχίζεις να τις μαζέψεις όσο πιο γρήγορα, να προχωρήσεις παρακάτω, προτού σαπίσει ο πεσμένος καρπός στα λασπωμένα χώματα, προτού ξεφορτώσουν κι άλλες τα δέντρα στη γη απ'το δριμύ αγέρα. Να τις προλάβουμε με τα πανιά... Μα όπου να γυρίσεις το βλέμμα σου πεσμένες ελιές, στρώμα πολύχρωμο καταγής. Κατά πού να κάνεις; "Απελπισία" μουρμουρίζει εκείνος.
Από δυο ευρώ ξεκίνησε το λάδι. Το πρώτο, το παρθένο, το ίσαμε 3-4 χαράκια. Απ'τις "γκρεμιστές", ακόμη πράσινες οι περισσότερες. Τώρα τα χαράκια έγιναν βαθμοί κι η "πεσιά" σωρός, τώρα η τιμή ζήτημα να ξεπερνά το ευρώ. Πόσες κλούβες μπορείς να συγκεντρώσεις απ'τα χώματα, απ'το πυκνό χορτάρι και τα φρέσκα αγκαθερά "βάτια" που ξεβλαστάρωσαν ξανά; Πού νά'ναι κι "αθάμνευτα"... Και τί θα πληρωθείς; Κι έχεις και τ'αγριογούρουνα κάθε βράδυ να γλεντοκοπάνε και να τις ανακατεύουν παντού αντάμα με πέτρες και κοπριές απ'τ'άλογα. Τί να ξεδιαλέξεις;
"Ο Πασχάλης τις παράτησε. Δε βγαίνει. Δουλεύει αλλού, μεροκάματο. Κι ο Αργύρης. Στρώνει από πάνω μοναχά και μαζώνει όσες κρατήθηκαν στα δέντρα. Εγώ τις λυπάμαι. Και σάμπως τί άλλο έχω να κάνω; Να τις παρατήσω έτσι;..." ξαναμουρμουρίζει. Κι έτσι απομένουμε μέχρι ο ήλιος ν'αποτραβηχτεί στα πέρα δώματα πολεμώντας να νικήσουμε το χρόνο που κανείς ποτέ του δεν νίκησε...
Κτήματα δυσπρόσιτα τα πιο πολλά, στο βουνό των Κενταύρων, να παλεύεις να σταθείς, να μην κατρακυλήσεις παρέα με τον κουβά, και να μην ξέρεις αν πιότερο αγωνιάς μην τσακιστείς ή μην ξανασκορπίσουν εκείνες και πρέπει σκυμμένη στα τέσσερα να τις ξαναμαζεύεις! Κρύο, παγωνιά, τα δάκτυλα να μουδιάζουν, η ραχοκοκκαλιά να πονά και τα γόνατα να μαγκώνουν απ'το πολύ ζόρι. Είχε πολύ "μαξούλι" φέτος, μπόλικη σοδειά, αλλά διαρκώς καινούριες αρρώστιες ξεφυτρώνουν. Σαν να μην έφτανε ο "δάκος", η μύγα που τις τρυπά, φάνηκε και το "γλοιοσπόριο" που τις έριξε όλες κάτω, προτού προλάβουν καν να μαυρίσουν. Και μέσα σ'όλα τούτα να κατρακυλά κι η τιμή του λαδιού απ'τους εμπόρους..
Είναι κτήματα πάνω στους δρόμους, μα είναι πολλά που δεν τα φτάνει το αυτοκίνητο ή σαν και τούτο το τελευταίο που πηγαίνουμε που θέλει πρώτα να κατεβείς παραλιακά κι από κει να παλέψεις ν'ανεβείς τον κακοτράχαλο μακρύ χωματόδρομο που πιάνει το "περιβόλι" απ'τη μια και την άλλη μεριά. Αλλά για να βγάλεις κλούβες και τσουβάλια απ'τις "σούρες" και τα "γκρεμίδια" εκειδά θες και κάποιο ζωντανό να σου τα κουβαλήσει.
"Θα κατεβάσεις τ'άλογο εσύ να πάρω σήμερα τ'αυτοκίνητο να τα φορτώσω;"



Μόλις πού'χε ξημερώσει και πήγα να πάρω τ'άλογο. Έχει μονοπάτι απ'το χωριό που βγάζει κάτω στα παραλιακά. Προς τα χαμηλά είναι και το κτήμα. Φασκιωμένη από πάνω μέχρι κάτω για την παγωνιά αποχαιρετούσα τα τελευταία σπίτια του χωριού, κρατώντας απ'την τριχιά το νυσταγμένο άλογο που βαριεστημένο και χαλαρό γλιστρούσε στον κατήφορο του "καλντεριμιού" κι αγνάντευα προς τα χαμηλά τα λιόδεντρα που ξεπρόβαλαν.  Μοναχά κάτι πουλιά ακούγονταν να τσουρτσουρίζουν στις φυλλωσιές και κανένας αετός να φωνάζει από ψηλά. Το σκυλί έτρεχε δώθε-κείθε, τάχα για να τα κυνηγήσει, γεμάτο ενθουσιασμό. Παραπέρα μικρές γουρνίτσες από νερό είχαν κρυσταλλώσει μες στην νύχτα και κριτσανούσαν καθώς τις πατούσαμε. Περάσαμε τη γέφυρα με το ποτάμι και προχωρήσαμε χωρίς ν'απαντήσουμε ψυχή. Μονάχα πιο χαμηλά ακούστηκε ένας μοναχικός που μόλις είχε στρώσει τα δίχτυα μες στο μονοπάτι κι ετοιμαζόταν να βαρέσει με το καλάμι. Παρκαρισμένα δυο άλογα λίγο πιο μπροστά. Άκουσε τα πατήματά μας, δίχως να μας δει. "Εεεεε Γιώργη! Περνάς;" ακούστηκε. Ύστερα γύρισε και είδε εμένα μ'έκλπηξη: "Εσύ είσαι Όλγα με τ'άλογο; Καλημέρα!" "Καλημέρα! Πήγε να πάρει τ'αυτοκίνητο να φορτώσει." "Περνάς;" "Πώς δεν περνώ; Περνώ."
Έφτασα στο σταυροδρόμι κι έψαχνα δέντρο χωρίς χαμηλά κλαριά να δέσω τ'άλογο να μην πάρει σβάρνα το σαμάρι. Εκείνο πάλι έψαχνε λαίμαργα που είχε το πιο πυκνό και νόστιμο χορτάρι να μασουλήσει. Πώς να του χαλάσεις το χατήρι; Όλα έπρεπε να ταχτοποιηθούν. Φώναξα το σκύλο να κατηφορήσουμε παρέα στο περιβόλι, παλεύοντας από τη μια να μη γλιστρίσω κι από την άλλη να μην πατήσω τις φρεσκοπεσμένες ελιές...
Άναψα ένα τσιγάρο, καθώς δε θ'ακουγα τη γκρίνια κανενός, να πάρω μια τζούρα κουράγιο για τις αμέτρητες ώρες ταλαιπωρίας που θ'ακολουθήσουν και να προσαρμοστώ στο σκηνικό.  Ο σκύλος, δίπλα μου, να με κοιτάζει παρακλητικά με τον νου του στον μόλις ανοιγμένο σάκο. Τον κέρασα ένα μεζέ και πετάχτηκα πάνω για να ξεκινήσω... Γέλασα μονάχη μου και σιωπηλά με τους λογισμούς μου:"Σκέτα λαογραφικά σύμμεικτα είσαι βρε κορίτσι! Τί κάθεσαι και ψάχνεις να καταγράφεις από δω κι από κει; Εσένανε θά'πρεπε να καταγράφεις!"  



Όση γαλήνη σε κυκλώνει στον κατήφορο, τόσος πόνος στην ανηφοριά! Σουρούπωνε, το κρύο ακόμη πιο τσουχτερό να σε διαπερνά παντού στα πονεμένα μέλη και το κορμί κατάκοπο. Κι όσο κοντοζυγώνεις στο χωριό, ο κοφτός μακρύς ανήφορος να σου σταματά την ανάσα. "Λίγο ακόμη και φτάσαμε... Πότε θα τελειώσουν οι ρημαδιασμένες;!" Κοκκαλωμένος απ'το "παταγούδι", από το ζόρι να ιδρωκοπάς...
Τ'άλογο στάθηκε στη γούρνα της πηγής να ξεδιψάσει. Πλατανόφυλλα την είχαν φράξει. Τά'κανα πέρα απαλά μην ανακατευτούν τα χώματα και γίνει σκέτη θολούρα. Ύστερα τό 'συρα κατά το στάβλο του, να το ξεσαμαρώσω, να του δώσω μια μπουκιά ψωμί που τού'χα φυλαγμένο και να συνεχίσω τον ανήφορο για το δικό μου σπιτικό...


Κατηφορίζαμε και πάλι το μονοπάτι. Οι ίδιες εικόνες των τελευταίων ημερών. Τριγύρω κτήματα, άλλα παρατημένα στο έλεος της άγριας φύσης, άλλα νοικοκυρεμένα να καθρεφτίζουν την επιμονή κι υπομονή του ανθρώπου που ακόμη στέκεται με ευλάβεια μπροστά στον καρπό που τον ανέθρεψε, άλλα φροντισμένα μεν, όμως με τον καρπό να κατρακυλά υφαίνοντας στρωσίδι πλουμιστό στη μάνα γη και την απελπισία να έχει πλέον κερδίσει τη μάχη. Θυμήθηκα κείνο το ζεύγος των παλιακών ηλικιωμένων, των εναπομείναντων, που καβάλα στα γαιδουράκια τους κανένα μήνα πριν, όταν ο καιρός δεν είχε αγριέψει τόσο, διαβαίναν από κει που μαζεύαμε. Άραγε πόσες να πρόλαβαν; Είμαστε "Οι τελευταίοι των Μοϊκανών"- ο τίτλος ξεπήδησε στον νου μου...


Κι ύστερα προχωρούσα κι αναρωτιόμουνα... Πόσοι θ'απομείνουν κι ως πότε να παλεύουν σε τούτα τα δύσκολα "περιβόλια"; Να τα "θαμνεύουν", να τα "ξεβατεύουν", να τα κλαδεύουνε και να καίνε σε μεγάλους σωρούς τα κλωνιά, να κόβουν τα χορτάρια του τόσο γόνιμου βουνού, ν'ανοίγουν γούρνες ποτιστικές και να παλεύουν με τ'αγριογούρουνα που "σαρίζουν" τις πεζούλες κι ανακατεύουν και κάνουν τις πλαγιές αδιάβατες; Να ψεκάζουν για κάθε καινούρια αρρώστια που φαίνεται, να "γκρεμίζουν" τον καρπό με τα γερά τους πονεμένα μπράτσα και τον αυχένα μαγκωμένο ολημερίς στα ψηλά, να μαζεύουν ώρες ατελείωτες σκυφτοί και διπλωμένοι στα δυο στα κατσάβραχα την "πεσιά", να φορτώνουν σακιά ασήκωτα τα σαμαρωμένα ζωντανά τους, να κουβαλάνε στα χέρια κλούβες ξέχειλες, να παλεύουν με την παγωνιά, τον άνεμο, την ξαφνική βροχή και το χιονιά να κουβαλούν δίχτυα και ραβδιά και μηχανήματα και βυτία και τόσα σύνεργα στις δυσπρόσιτες πλαγιές των Κενταύρων; Και πόσο μάλλον για να πάρουν μοναχά μια δραχμή που δεν επαρκεί για τ'αναγκαία... Πόσοι απομείναν; Πόσοι αντέχουν πια; Πόσοι μπορούν, στις μαλθακές μέρες μας, να ελέγχουν τόσο το κορμί τους; Και πόσοι θα απομείνουν για να συνεχίσουν;... Να ενώνουν τις ανασαιμιές τους με την ανάσα του βουνού... να παλεύουν να περισώσουν τον ευλογημένο καρπό απ'τη θλίψη της εγκατάλειψης και να νικήσουν τους πόνους του θνητού ευατού τους... να μπορούν ν'αφουγκράζονται τους ήχους της Πλάσης ανάμεσα στους λογισμούς τους και να δίνουν ακόμη ζωή στα μονοπάτια του Χείρωνα...;


Παρασκευή 27 Δεκεμβρίου 2019

Χριστούγεννα....

Κι εκεί που έλεγα πως θά'βρισκα επιτέλους λίγο χρόνο να ξεσκονίσω το διαδικτυακό σπιτικό μου και να περιδιαβώ στη γειτονιά, ξεκινήσαν οι ελιές! Και μαζί με τις ελιές χίλια-δυο καινούρια ντράβαρα! Να γυρνάς ταλαίπωρος, με το κορμί πονεμένο και νά'χεις ν'αντιμετωπίσεις -πέραν των άλλων εργασιών που σε περιμένουν- την απόλυτη παράνοια της γραφειοκρατίας, των λογιστικών λαθών και του σογιού σου μέχρι τα μαύρα μεσάνυχτα! Κι αυτό κάθε μέρα, καθημερινή, γιορτή και σχόλη! Είναι που κωλύομαι να τα περιγράψω εδωδά.... αλλιώς είναι για να τραβά κανείς τα μαλλιά του! Αυτό που μονολογεί κανείς ακατάπαυστα "Τί ζω, Θεέ μου;!". Δε μπορεί, σε κάποια φάση, θα τό'χετε νιώσει...
Κι έφτασαν τα Χριστούγεννα, χωρίς να ξεμπερδέψουμε ούτε με τις ελιές, ούτε με τις γραφειοκρατίες, ούτε δυστυχώς με το τρελόσογο! Αντ'αυτού, μου κατσικώθηκε και μια σπαστική ίωση για κερασάκι στην τούρτα! Δεν τό'βαλα όμως κάτω, νύχτα παραμονής ξεθεωμένη, με όλους τους αγωγούς του κεφαλιού φρακαρισμένους στο απόλυτο -κι όταν δεν αναπνέω, τρελαίνομαι!- και την κούραση μηνών συσσωρευμένη, με απαράμιλλο πείσμα επέμενα να ζυμώσω το προζυμένιο Χριστόψωμο και, μάλιστα, να το ψήσω στην ξυλόσομπα! Η οποία καινούρια   ξυλόσομπα, με μεγαλύτερο πείσμα επέμενε να μην ανεβάζει θερμοκρασία στο φουρνάκι της πάνω από 100 βαθμούς (Τονίζω το "καινούρια", καθώς η προηγούμενη, σε αντίθεση με τούτη, είχε τη μανία να εκτινάσσει τη θερμοκρασία στα ύψη, οπότε ξεροστάλιαζες με την αγωνία εάν θα γίνει κάρκατσο ή όχι το όποιο περιεχόμενο έψηνες! Για αυτό το λόγο και φέτος την άλλαξα. Και τώρα εκείνη μ'εκδικείται!), με αποτέλεσμα να ξενυχτήσουμε παρέα, για να γίνει τελικά το δικό μου, με συνέπειες, φυσικά, εις βάρος μου, εφόσον κατέληξα αξημέρωτα ένα απολύτως όρθιο πτώμα, μηχανικά κινούμενο, να ετοιμάζομαι για την εκκλησία...


Τέλος πάντων, πέραν των λοιπών αντιξοοτήτων, οφείλω να ομολογήσω πως το χοιρινό το πρασοσέλινο σιγοψημένο στο πήλινο τσουκάλι πάνω στην πυροστιά του τζακιού όλη νύχτα μ'αποζημίωσε την επομένη για τους κόπους μου κι ότι, αφού το απολαύσαμε, αφέθηκα, επιτέλους, να πέσω σε κώμα! Ελπίζοντας πως θα συνέλθω... αμ δε!
[σημ. Μέσα σ'όλα τ'άλλα τα σπαστικά, εδώ και κάποιες μέρες, στο αγαπητό μου κινητό δεν ανοίγει με τίποτα η "προβολή έκδοσης ιστού" του ιστολογίου μου, με αποτέλεσμα, να μη μπορώ να δω τα της γειτονιάς μου και ν'αφήσω μια κουβέντα, ούτε να ψαχουλέψω τα του "σπιτικού" μου διάφορα. Γάνιασα να πάρω μπρος και να καταφέρω ν'αλλάξω την επιλογή σε "προβολή κινητού", που δε με βολεύει καθόλου, μιας και κουράγια για να εγκαταλείψω τον καναπέ και να σταθώ στο γραφείο περιμένοντας ν'ανοίξει ο αρχαιολογικής αξίας επιτραπέζιος υπολογιστής για να περιδιαβώ στο διαδίκτυο, δεν υπήρχαν! Γνωρίζει κανείς να μου πει γιατί συμβαίνει αυτό; Επιβεβαιωμένο κι από άλλους, με την επιλογή "προβολής έκδοσης ιστού" (που είχα τόσον καιρό) το φιρικάκι δεν εμφανίζεται, η σελίδα κολλάει, βγαίνει μισή και δε μπορείς να διαχειριστείς τίποτα! Αν έχει την καλοσύνη κανείς γνώστης να με διαφωτίσει...]
Επειδή, όμως, με όλα τούτα που αραδιάζω, ξέφυγα από το πνεύμα των Χριστουγέννων, όσο μαζεύω κουράγια για να βγω στην παγωνιά να καλύψω μ'αυτοσχέδιες κατασκευές τις λεμονοπορτοκαλιές μου και τα λοιπά ευαίσθητα, καθώς μας έρχεται, κατά πως λένε, χιονιάς, σας παραθέτω εδώ την πιο όμορφη διήγηση για την νύχτα των Χριστουγέννων, καταγεγραμμένη από τον Νίκο Ψιλάκη ("Λαϊκές τελετουργίες στην Κρήτη", εκδόσεις Καρμάνωρ), κι ας την έχω ξαναδημοσιεύσει παλαιότερα:


"Έκανε πολύ κρύο τη βραδιά που γεννήθηκε ο Χριστός. Ο σπήλιος ήτανε παγωμένος και τα ζωντανά βαραναπνέανε για να ζεστάνουν με την αναπνιά τους το μωρό. Η Παναγία δεν εκάτεχε είντα να κάμει. Ήτανε κουκουλωμένη δίπλα στη ματζαδούρα και σκεφτόταν πώς θα καταφέρει να ξημερωθεί και να μην ξεπαγιάσει το μωρό. Απάνω στην ώρα ο Ιωσήφ σκέφτηκε ν'ανάψει φωτιά και να σπάσει λίγο την παγωνιά. Μα πού ξύλα;
Βγαίνει όξω από το σπήλιο, κάνει μια βόλτα, τίποτα. Ούτ' ένα ψιχάλι ξύλο δεν ηυρηκε. Μπαίνει πάλι μέσα μα την ώρα που δεν εκάτεχε ίντα να κάμει, θωρεί ένα σωρό άχερα, μεγάλους κοντύλους και άλλα που ήτανε πολυκαιρισμένα μέσα στη ματζαδούρα. Τσι κοντύλους δεν τσι τρώνε τα οζά κι είχανε παραπομείνει στη φάτνη. Μοναχά τους είχανε πάει τα άχερα ίσαμ' εκειά για να τους βάλουνε φωτιά και να ζεστάνουν το Χριστό. Ως τά'δε η Παναγία εδάκρυσε. Κι είπε:
- Νά'χουνε την ευκή μου κι ας είναι πάντα χρυσά, γιατί χρυσή 'ναι κι η ψυχή ντως.
Από τότε τα άχερα έχουνε χρυσό χρώμα. Κι είναι χρυσή η ψυχή ντως γιατί αυτά πομένουνε όντα λιχνίσομε το στάρι.
Μα τ'άχερα ανάψανε, εβγάλανε μια φλόγα κι εσβήσανε. Παγωνιά και πάλι στο σπήλιο. Ξαναβγαίνει όξω ο Ιωσήφ και τα πόδια του μπερδεύουν σ'ένα κλαδί. Δεντρολίβανο, αρισμαρί ήταν. Και με την ίδια τη φωνή του (εκειονά το βράδυ είχανε όλα, ζώα και δεντρά, φωνή) παρακάλεσε τον Ιωσήφ να το κόψει από τον πάτο και να το βάλει να καεί για να ζεσταθεί ο Χριστός. Έτσι κι έγινε. Ξαναδάκρυσε η Παναγιά και είπε:
- Νά'χει την ευκή μου και να μοσκομυρίζει, να το βάνουν στις εικόνες του γιου μου και να στολίζει τις εικόνες των αγίων.
Μα κι αυτό ήτανε λίγο, άναψε κι ώστε ν'ανάψει έσβησε κιόλας. Κι ο σπήλιος άρχισε και πάλι να παγώνει. Όσο περνούσε η ώρα αγρίευε ο καιρός. Περασμένα μεσάνυχτα ακούστηκε ένα τσαχάλισμα μέσα από το βουργιάλι του Ιωσήφ. Ήτανε μια χούφτα ελιές, που τις είχε φυλάξει μ'ένα ντάκο ψωμί για ώρα ανάγκης. "Πήγαινε Ιωσήφ στην πεζούλα πάνω από το σπήλιο. Εκειά 'ναι μια ελιά, η μάνα μας, γιατί δα ξεραθεί από το κακό της άμα μάθει πως εκινδύνεψε ο Χριστός και δεν της τό'παμε..."
Μια και δυο, πάει ο Ιωσήφ. Κι η γέρικη ελιά εχαμήλωσε τα κλωνάρια της, έσπασε τα ξερά κουτσούρια από τον κορμό της και τα τίναξε για να φτάξουν στη μπούκα του σπήλιου. Άναψαν φωτιά, έκαιγε όλη τη νύχτα, έσπασε η παγωνιά και εζεστάθηκε ο Χριστός. Κι όσο περνούσε η ώρα, τόσο κι έφταναν κι άλλα ξύλα στο σπήλιο. Μονάχα ντως! Το πρωί το δεντρό είχε 'πομείνει μόνο ένα κομμάτι κουτσούρι ρίζα, ελιά δεν υπήρχε.
Δάκρυσε η Παναγιά όταν την είδε. Έσκυψε, χάιδεψε το κουτσούρι, ούτ' ένα φύλλο δεν είχε 'πομείνει.
-Την ευκή μου νά'χεις, είπε. Και να μην ξεραίνεσαι ποτέ. Να βγάνεις βλαστούς από τη ρίζα, και να μη γερνάς ποτέ σου. Κι ο καρπός σου ευλογημένος νά'ναι, να τρέφει τους ανθρώπους, να τονε δίνεις να βγαίνει το λάδι, να φέγγουν τη νύχτα οι ανθρώποι και να ανάβει και το καντήλι του Χριστού.
Ειντά 'τονε να το πει. Ένας δροσερός βλαστός εβγήκε από την κουτσούρα τση ρίζας, από κειά απού'χε ακουμπισμένη τη χέρα τση η Παναγία, κι έφταξε ίσαμε ένα μπόι στο ύψος. Ίσαμε το βράδυ η ελιά ήτανε πάλι μεγάλη, όπως ήτανε πριν γεννηθεί ο Χριστός. Και δεν είχε ξεράδια. Είχε ξαναγενεί νέα γιατί είχε την ευκή τση Παναγίας.
Από τότε η ελιά δε γερνά. Ξεραίνεται, μα από την ξέρα τση ρίζας ξαναβγάνει βλαστούς και ξανανιώνει."

Κι ένα κερασματάκι, λόγω των ημερών:



Χρόνια πολλά κι ευλογημένα!!!

Κυριακή 31 Δεκεμβρίου 2017

-Μα, τί γιορτάζουμε τα Χριστούγεννα;

Κοντοζυγώνανε τα Χριστούγεννα κι εγώ πυρετωδώς πάσχιζα να στριμώξω στις ώρες πού'μουν ξυπνητή τα τόσα πού'χα να κάνω, να ξεμπερδεύω, βρε αδερφέ, με όλα τούτα που μαζεύτηκαν και μαζεμό δεν είχαν, να τα συμμαζέψω επιτέλους, να τα δω όμορφα και ταχτικά, να προφτάσω να πάρω μιαν ανάσα για να στολίζω τη Φάτνη με χαμόγελο κι όχι με όψη ασφυξίας! Κι όλο κάτι έβγαινε στη μέση κι εκεί που καθάριζα έπρεπε ξανά-μανά να στοκάρω και να περιμένω και να στεγνώσει το άτιμο για να περάσω ένα χέρι μπογιά και - ούπς!- να ξαναθέλει τώρα καθάρισμα μετά από όλα τούτα! Ήτανε κι οι ελιές που τελειωμό δεν είχανε (Τ'ακούς φιλενάδα; Εσύ να τ'ακούς! Πού σε ρώτησα αν έχει μαξούλι φέτος κι αν θα με χρειαστείτε για δουλειά και μου τσαμπούνισες ένα "Εεε...κάτι έχει..θα το πάρουμε και το λαδάκι μας και φέτος..." και, δε λέω, Δόξα να έχει ο Ύψιστος, αλλά "Ποιό "λαδάκι" μας μωρέ τρελή που θα φτάσει Πάσχα κι εμείς ακόμη θα μαζώνουμε;;!) και μου "τρώγανε" όλες τις φωτεινές ώρες της μέρας, κι ήταν και τα μαστόρια που, επιτέλους, θυμήθηκαν να καταφθάσουν λίγο καιρό πριν αποχαιρετήσουμε τη χρονιά και βρέθηκα παραμονές Χριστουγέννων κατάκοπη να σπάω με το τσεκούρι τα παλιοσάνιδα της στέγης του μπάνιου για προσανάμματα, να μπογιατίζω τοίχους και να καρφώνω καλώδια μες στη μαύρη νύχτα με το φακό! Τέλος πάντων, παραμονές τα κατάφερα και ξεμπέρδεψα με μια σπονδυλική στήλη να διαμαρτύρεται για τα πάντα και τους πάντες - κι αυτό το έρ'μο το στρώμα που βούλιαζε κι είπα να το αλλάξω για να σωθώ και κατέφθασε το καινούριο ,μα τόσο εντυπωσιακά ακλόνητο, σαν να ξαπλώνεις στο μπετό, μα τόσο πολύ που, στοίχημα πάω, και μενίρ να πέσει πάνω του, ανέπαφο θα τ'αφήσει, δε θα το καταφέρει να γουβιάσει ούτε τόσο δα... ε κι αυτό το στρώμα, λοιπόν, εναντίον της, να μη μπορεί να ξαποστάσει πουθενά..- κι εδέησα κι εγώ να στολίσω! Όχι πολλά πράγματα... λίγο λιόπουρνο στις πόρτες για το καλό, λιγοστά φωτάκια, ένα μικρό ξύλινο δεντράκι μα, πάνω από όλα, τη λιλιπούτεια Φάτνη μας...



Ήτανε χρόνια πριν που η μάνα μου, με τα χέρια της τα θαυματουργά, έπλασε από πηλό μια μικρή Παναγιά να κρατά αγκαλιά το Θείο Βρέφος, δίπλα της τον Ιωσήφ, έναν φοίνικα και τρία αρνάκια. Λιτή κι απέριττη την τοποθετούσαμε κάθε Χριστούγεννα στο σχιστόλιθο πάνω στο τζάκι. "Δε φτιάχνεις και τους Μάγους;" την ξεσήκωσα κάποτε. Κι ύστερα την άλλη χρονιά "Κι ένα γαϊδουράκι μήπως; Και το μοσχάρι να ζεσταίνει με την ανάσα του το μωρό;" Κι έτσι κάθε χρονιά η εικόνα μεγάλωνε. Νά'σου κι οι βοσκοί, νά'σου κι άλλα αρνάκια, κι ένα τσοπανόσκυλο να τα φυλάει, κι οι καμήλες των μάγων κι οι άγγελοι... Τί θα φτιάξουμε φέτος; Τί λείπει ακόμη; "Μιαν ελιά!", "Πώς θα την φτιάξω την ελιά, είναι δύσκολη;" ,"Ε, εσύ θα τα καταφέρεις..Κι είναι κι ένα βοσκόπουλο στην εικόνα που καθιστό παίζει τον αυλό."...Κι έτσι η μικρή μας φάτνη έγινε μικρή υπερπαραγωγή! Κι είναι το κύριο μέλημά μου κι η χαρά να τη στολίζω κάθε χρόνο, ακόμη κι όταν δεν έχω διάθεση για στολίδια και γιορτές. Μόλις, λοιπόν, τοποθετώ και το τελευταίο μικροσκοπικό αρνάκι, ναι, είμαι έτοιμη πια να καλωσορίσω τα Χριστούγεννα...



"Σπάνια βλέπεις φάτνη πια... Εσύ, που καταγράφεις τα λαογραφικά, θα πρέπει να αρχίσεις να τις φωτογραφίζεις... θα τις καταργήσουνε κι αυτές." μού'πε η μάνα μου. Δεν έχει κι άδικο. Παραμορφωμένοι αγιοβασίληδες, ξωτικά, πολύχρωμα λαμπάκια και κάθε λογής δέντρα πολυφορτωμένα δεσπόζουν παντού, αλλά σχεδόν τίποτα δε θυμίζει πια την ουσιαστική έννοια των Χριστουγέννων, τη γέννηση του Χριστού. Κι άντε να δεχτώ πως για την Πρωτοχρονιά υιοθετήσαμε τον Σάντα-Κλάους της κόκα-κόλας και της αμερικανιάς και τον ταυτίσαμε με τον δικό μας Άη Βασίλη, αλλά μου κακοφαίνεται πάρα πολύ που τα τελευταία χρόνια, κατά τα χολλυγουντιανά πρότυπα, του αλλάξαμε και ημερομηνία και τον καλωσορίζουμε την νύχτα της Γεννήσεως. Και να ακούω κάτι μικρά να με ρωτάνε Χριστουγεννιάτικα "Ξέρεις τί μου έφερε ο Άη Βασίλης;" . "Πότε, καλέ, ήρθε και σού'φερε δώρο ο Αη Βασίλης;". "Μα χθες...αφού ήταν Χριστούγεννα." Βέβαια, ίσως δε θά'πρεπε να απορώ, μιας κι αν καλούμουν να χαρακτηρίσω μ'ένα όνομα την εποχή μας πολύ πιθανόν να την ονομάτιζα "η εποχή της σύγχυσης", σύγχυσης κάθε λογής εννοιών και αξιών, λέξεων και θέσεων, λογικής και συναισθημάτων, με όλες τις σημασίες που αποδίδει το λήμμα της σ'ένα κοινό λεξικό (π.χ. βλ. Μείζον Ελληνικό Λεξικό: σύγχυση= ανακάτωμα, μπέρδεμα/ έλλειψη σαφήνειας/ ψυχική ταραχή/ (νομ.) συσκοτισμός της διάνοιας που ελαφρύνει ή αίρει τον καταλογισμό) και τα μικρά παιδιά, φυσικά, είναι τα πρώτα που βάλλονται από όλο τούτο το σκηνικό. Να κρατηθώ, λοιπόν, και να μην προχωρήσω στην επόμενη ερώτηση: "Μα, τί γιορτάζουμε τα Χριστούγεννα;"



Καλή Χρονιά σε όλους!!!

Πέμπτη 5 Φεβρουαρίου 2015

άρωμα ελιάς...

Είναι κάτι στιγμές που το ζοριλίκι συναγωνίζεται με την ομορφιά, η σωματική κόπωση συναναστρέφεται την ψυχική γαλήνη κι η πονεμένη μέση πάει πακέτο με το χαμόγελο της ευεξίας! Μπορεί να μην είναι και μονάχα στιγμές, αλλά μέρες ολάκερες....


Θυμάμαι, σαν σε όνειρο, τον πατέρα μου που μού'λεγε σαν ήμουν παιδί -όταν μεγάλωσα τον έχασα..- πως τον συμβούλευε ο δικός του πατέρας: "Όποια δουλειά θες διάλεξε να κάνεις, φτάνει να είσαι ο καλύτερος σ'αυτήν. Θες να γίνεις τσαγκάρης; Νά'σαι όμως ο καλύτερος." Εγώ, ίσως, θα το τροποποιούσα λιγάκι στο πιο ρομαντικό, αν και το τελικό νόημα δε χάνεται... "φτάνει να αγαπάς αυτό που κάνεις..." Τότε, συνήθως, γίνεσαι και καλός σ'αυτό. Το κάνεις με μεράκι... Αλλά, ακόμη περισσότερο, αισθάνεσαι ο ίδιος καλά!
Η επαφή με τη φύση, τουλάχιστον εμένα, όχι μόνο με αναζωογονεί, αλλά χτίζει και τις ισορροπίες μου. Και μιλώ για την ουσιαστική επαφή... εκείνη είναι πού'χει την τόση δύναμη. Να νιώσεις την προσφορά της γης, να γευτείς την διαδικασία. Όπως, ν'αναστήσεις με τα χέρια σου ένα δέντρο, να θαυμάσεις τους ανθούς του, να σκαλίσεις τις ρίζες του, να οσφρανθείς τ'αρώματά του, να απολαύσεις τα δώρα του, να γνωρίσεις τα μυστικά του... Γι'αυτό και τόσα χρόνια πια ζω στο χωριό...


Κι είναι τόση η ποικιλομορφία της φύσης, που δύσκολα θα βαρεθείς... Άλλη χάρη έχει το βουνό με τις κρυμμένες μανιτάρες του, τη μυρωδιά του ξύλου και, πιο χαμηλά, τα κόκκινα χαμόγελα που πλημμυρίζουν κάθε φθινόπωρο τα χωράφια με τις μηλιές, άλλη ο κήπος με τα ζαρζαβατικά και τα σποράκια που σκάνε διστακτικά και ξεπροβάλλουν μέσα απ'το χώμα μέχρι να γίνουν θεριά φυτά που θα σε γεμίσουν χίλια καλούδια, άλλη τ'αμπέλια κι οι κληματαριές που προσμένεις να φουκώσουν τα ματάκια τους να πετάξουν τον αραχνοϋφαντο ανθό τους να ωριμάσει και να γίνει ολάκερο τσαμπί κι ύστερα μοσχοβολιστό κρασάκι κι άλλη τα λιόδεντρα με το ασημιό τους φύλλωμα, με τις άγριες ανεμώνες πινελιές τριγύρω τους και τον πολύτιμο καρπό που κάθε σπιτικό λαχταρά..


Με τις ελιές, λοιπόν, και την επίπονη συγκομιδή τους στο βουνό των Κενταύρων, στιγμές-στιγμές νιώθεις σαν νά'χουν γυρίσει τα χρόνια πίσω... Ειδικά σαν πας σε κανένα περιβόλι, δυσπρόσιτο από το δρόμο, καβάλα στ'άλογο ή στο περπατητό, μέσα από μονοπάτια καθώς ο ήλιος τεντώνεται αγουροξυπνημένος και ξεπροβάλλει κι ενώ τα πουλιά τιτιβίζουν στις φυλλωσιές κι η πρωινή πάχνη σου παγώνει την ανάσα...


Πολλή "πεσιά" φέτος μετά τους αέρηδες και μετά το χιονιά... Κι είναι να απορεί κανείς, που ακόμη και σε τούτο τον αιώνα για το απαραίτητο λαδάκι, όλες οι ελιές, που δεν τις πρόλαβαν να τις γκρεμίσουν μες στα δίχτυα, μαζεύονται μια-μια από κάτω... μια-μια οι καλές, ξεδιαλέγοντάς τις απ'τις σάπιες για να γεμίσουνε οι κλούβες να πάνε στο λιοτρίβι...Σκυμμένος στα τέσσερα κι άντε πάμε παραπάνω. Στα ανηφορικά πρανή και στους γκρεμούς του βουνού των Κενταύρων. Και το βράδυ τ'αγριογούρουνα ν'ανακατεύουν τα χώματα και να κρύβουν στη γη την πολύτιμη σοδειά... Μια-μια και στο διάλεγμα οι "γκρεμιστές", πριν τις τσουρουφλήσει ο βαρύς χειμώνας, για να μπουν στην αλμύρα μοναχά οι γερές, όσες δεν είναι χτυπημένες απ'το δάκο που θα γίνει σκουλήκι. Άραγε την έχει την εικόνα αυτή, πως έχουν διαλεχτεί μια-μια, με το μάτι γαρίδα από πάνω μη και ξεφύγει το σημαδάκι, εκείνος που θα τις αγοράσει αύριο απ'τα μαγαζιά; Άσε που οι κόκκινες κι οι πράσινες μπαίνουνε χώρια... Ποτέ δεν το κατάλαβα αυτό. Να τους έχουν επιβάλλει τέτοιο πληκτικό διαχωρισμό στο εμπόριο. Εγώ πάντα καμάρωνα τα χρώματα στις γυάλες μου...πράσινες κόκκινες, μαύρες, όλες αντάμα σε μια χρωματική πανδαισία!


Είναι σημεία που καθώς τεντώνεις το κορμί να το ξεπιάσεις, αντικρίζεις τον ορίζοντα... σημεία που το βλέμμα σου φτάνει ως τη θάλασσα, ως τον βαθυγάλανο Παγασητικό. Κι η σκέψη σου ταξιδεύει ακόμη πιο πέρα, χωρίς να συναντά πουθενά τον βαμμένο τοίχο ενός ορθογώνιου γραφείου. Κι αφέντης σου, μοναχά ο Θεός... Τα συμπεράσματα κι η επιλογή του καθενός...
Κι όταν σταματάς να πάρεις μιαν ανάσα μ'ένα κύπελλο καφέ στο χέρι, η πλάση σαν να σου χαμογελά...
Κι αν παίζει και κανένας καλός μεζές, σ'αυτοσχέδια ψησταριά στα λιόφυλλα, μ'ένα σφηνάκι τσίπουρο για ζεστασιά... εκεί τα χαμόγελα γίνονται περισσότερα...


Ίσως κι ένα καλό τραγούδι στο ράδιο, νά'χεις να σιγομουρμουρίζεις, παρέα με τα πουλιά...


Άντε, και του χρόνου νά'μαστε καλά!

Δευτέρα 23 Δεκεμβρίου 2013

Μια γέρικη ελιά στη φάτνη του Χριστού...

Μια χριστουγεννιάτικη λαϊκή διήγηση της Κρήτης καταγεγραμμένη στο σπουδαίο βιβλίο του Νίκου Ψιλάκη "Λαϊκές τελετουργίες στην Κρήτη" των εκδόσεων Καρμάνωρ.....



"Έκανε πολύ κρύο τη βραδιά που γεννήθηκε ο Χριστός. Ο σπήλιος ήτανε παγωμένος και τα ζωντανά βαραναπνέανε για να ζεστάνουν με την αναπνιά τους το μωρό. Η Παναγία δεν εκάτεχε είντα να κάμει. Ήτανε κουκουλωμένη δίπλα στη ματζαδούρα και σκεφτόταν πώς θα καταφέρει να ξημερωθεί και να μην ξεπαγιάσει το μωρό. Απάνω στην ώρα ο Ιωσήφ σκέφτηκε ν'ανάψει φωτιά και να σπάσει λίγο την παγωνιά. Μα πού ξύλα;

Βγαίνει όξω από το σπήλιο, κάνει μια βόλτα, τίποτα. Ούτ' ένα ψιχάλι ξύλο δεν ηυρηκε. Μπαίνει πάλι μέσα μα την ώρα που δεν εκάτεχε ίντα να κάμει, θωρεί ένα σωρό άχερα, μεγάλους κοντύλους και άλλα που ήτανε πολυκαιρισμένα μέσα στη ματζαδούρα. Τσι κοντύλους δεν τσι τρώνε τα οζά κι είχανε παραπομείνει στη φάτνη. Μοναχά τους είχανε πάει τα άχερα ίσαμ' εκειά για να τους βάλουνε φωτιά και να ζεστάνουν το Χριστό. Ως τά'δε η Παναγία εδάκρυσε. Κι είπε:

- Νά'χουνε την ευκή μου κι ας είναι πάντα χρυσά, γιατί χρυσή 'ναι κι η ψυχή ντως.

Από τότε τα άχερα έχουνε χρυσό χρώμα. Κι είναι χρυσή η ψυχή ντως γιατί αυτά πομένουνε όντα λιχνίσομε το στάρι.

Μα τ'άχερα ανάψανε, εβγάλανε μια φλόγα κι εσβήσανε. Παγωνιά και πάλι στο σπήλιο. Ξαναβγαίνει όξω ο Ιωσήφ και τα πόδια του μπερδεύουν σ'ένα κλαδί. Δεντρολίβανο, αρισμαρί ήταν. Και με την ίδια τη φωνή του (εκειονά το βράδυ είχανε όλα, ζώα και δεντρά, φωνή) παρακάλεσε τον Ιωσήφ να το κόψει από τον πάτο και να το βάλει να καεί για να ζεσταθεί ο Χριστός. Έτσι κι έγινε. Ξαναδάκρυσε η Παναγιά και είπε:

- Νά'χει την ευκή μου και να μοσκομυρίζει, να το βάνουν στις εικόνες του γιου μου και να στολίζει τις εικόνες των αγίων.

Μα κι αυτό ήτανε λίγο, άναψε κι ώστε ν'ανάψει έσβησε κιόλας. Κι ο σπήλιος άρχισε και πάλι να παγώνει. Όσο περνούσε η ώρα αγρίευε ο καιρός. Περασμένα μεσάνυχτα ακούστηκε ένα τσαχάλισμα μέσα από το βουργιάλι του Ιωσήφ. Ήτανε μια χούφτα ελιές, που τις είχε φυλάξει μ'ένα ντάκο ψωμί για ώρα ανάγκης. "Πήγαινε Ιωσήφ στην πεζούλα πάνω από το σπήλιο. Εκειά 'ναι μια ελιά, η μάνα μας, γιατί δα ξεραθεί από το κακό της άμα μάθει πως εκινδύνεψε ο Χριστός και δεν της τό'παμε..."

Μια και δυο, πάει ο Ιωσήφ. Κι η γέρικη ελιά εχαμήλωσε τα κλωνάρια της, έσπασε τα ξερά κουτσούρια από τον κορμό της και τα τίναξε για να φτάξουν στη μπούκα του σπήλιου. Άναψαν φωτιά, έκαιγε όλη τη νύχτα, έσπασε η παγωνιά και εζεστάθηκε ο Χριστός. Κι όσο περνούσε η ώρα, τόσο κι έφταναν κι άλλα ξύλα στο σπήλιο. Μονάχα ντως! Το πρωί το δεντρό είχε 'πομείνει μόνο ένα κομμάτι κουτσούρι ρίζα, ελιά δεν υπήρχε.

Δάκρυσε η Παναγιά όταν την είδε. Έσκυψε, χάιδεψε το κουτσούρι, ούτ' ένα φύλλο δεν είχε 'πομείνει.

-Την ευκή μου νά'χεις, είπε. Και να μην ξεραίνεσαι ποτέ. Να βγάνεις βλαστούς από τη ρίζα, και να μη γερνάς ποτέ σου. Κι ο καρπός σου ευλογημένος νά'ναι, να τρέφει τους ανθρώπους, να τονε δίνεις να βγαίνει το λάδι, να φέγγουν τη νύχτα οι ανθρώποι και να ανάβει και το καντήλι του Χριστού.

Ειντά 'τονε να το πει. Ένας δροσερός βλαστός εβγήκε από την κουτσούρα τση ρίζας, από κειά απού'χε ακουμπισμένη τη χέρα τση η Παναγία, κι έφταξε ίσαμε ένα μπόι στο ύψος. Ίσαμε το βράδυ η ελιά ήτανε πάλι μεγάλη, όπως ήτανε πριν γεννηθεί ο Χριστός. Και δεν είχε ξεράδια. Είχε ξαναγενεί νέα γιατί είχε την ευκή τση Παναγίας.

Από τότε η ελιά δε γερνά. Ξεραίνεται, μα από την ξέρα τση ρίζας ξαναβγάνει βλαστούς και ξανανιώνει."

Τετάρτη 20 Νοεμβρίου 2013

Άγιος Ανδρέας ο "Τρυποτηγανάς", οι τηγανίτες κι οι απαρχές του λαδιού!

Τελευταία μέρα του Νοεμβρίου, ή "Αγ'Αντριά" όπως τον λεν, είναι του Αγίου Αντρέα, του επονομαζο μένου "Τρυποτηγανά", καθώς τη μέρα της γιορτής του συνηθίζανε να τηγανίζουν λαλαγγίτες ή λουκουμάδες και λέγαν πως όποια νοικοκυρά το αμελήσει τούτο το έθιμο θα της τρυπούσε ο άγιος το τηγάνι! Δεν είναι και παράξενο που η μέρα τούτη συνδυάστηκε με τηγανιτές λιχουδιές, καθώς είναι μέρα γιορτινή που πέφτει σε περίοδο νηστείας (βλ. Σφουγγάτε τα χειλούδια σας του Άη Φιλίππου διάβη..) και μάλιστα σε μια εποχή που βγαίνει το πρώτο λάδι της χρονιάς. Έτσι κι αλλιώς στα μέρη μας, με το πρώτο λάδι -όπως και με το τελευταίο- συνηθίζαν να φτιάχνουν λουκουμάδες και λαλαγγίτες για να γλυκαθούν και να το εγκαινιάσουν!


Πολύ σωστά σημειώνει ο Νίκος Ψιλάκης ("Λαϊκές τελετουργίες στην Κρήτη", εκδόσεις Καρμανωρ) πως "Όποιος αρκείται στην ανάγνωση των συναξαρικών πηγών ίσως να μην κατανοήσει ποτέ γιατί συνδέθηκε με τα τηγάνια και τις τηγανίτες ο πρωτόκλητος μαθητής του Χριστού, ο ψαράς από τη Βησθαϊδά, που "όργωσε" τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία διδάσκοντας το λόγο του Διδασκάλου του. Θα το κατανοήσει μόνον αν θυμηθεί τους ειδικούς διαιτολογικούς κανόνες που ισχύουν κατά τις περιόδους των τεσσαρακοστών (η εορτή του Αγίου Ανδρέα πέφτει μέσα στη σαρακοστή των Χριστουγέννων) και αν παράλληλα παρακολουθήσει τη ζωή των αγροτικών κοινωνιών του ελληνικού χώρου, που αυτήν την περίοδο καταπιάνονται με την (κοπιώδη) συλλογή του ελαιοκάρπου."
Και συνεχίζει: "....Στα τέλη του μήνα, όμως, έπρεπε να έχουν αλεστεί οι πρώτες ελιές και να έχει φτάσει στο κάθε σπιτικό το καινούριο λάδι. Το τηγάνισμα κατά την ημέρα της γιορτής του Αγίου Ανδρέα (ή την παραμονή) έπρεπε να γίνει με λάδι από την καινούρια σοδειά. Η χρησιμοποίηση του καινούριου ελαιολάδου ενσωμάτωνε μια ιδιαίτερη τελετουργία. Συχνά έχυναν το λάδι στο τηγάνι σταυρωτά λέγοντας μιαν ευχή, όπως "καλοκατάλυτο" ή "και του χρόνου". Πιθανότατα πρόκειται για απήχηση των απαρχών, της συνήθειας να μοιράζονται οι πρώτοι καρποί της σοδειάς ή να προσφέρονται στους θεούς.
Οι απαρχές του ελαίου είναι ένα από τα πιο συγκινητικά έθιμα των ελαιοπαραγωγγικών περιοχών. Στη Μεσαρά 
"το πρώτο λάδι της χρονιάς δεν πήγαινε στο σπίτι, αν δεν σταματούσε εκείνος που το μετέφερε στην εκκλησία και να ανάψει με αυτό καντήλια...". 
Στο Λάστρο Σητείας 
"από το πρώτο λάδι πήγαιναν οπωσδήποτε ένα μπουκάλι ή ένα μίστατο, ανάλογα με το τί μπορούσε ο καθένας, στην εκκλησία. Το μίστατο ήταν σταμνί με πλατύ στόμιο και έβαζε εφτά οκάδες λάδι. .....Με το πρώτο λάδι έπρεπε να ανάψουν και το καντήλι του κάθε σπιτικού στο εικονοστάσι."
Εκτός από τις προσφορές στη θεότητα, το έθιμο απαιτούσε "μοίρασμα" των αγαθών που είχε στείλει η θεία ευλογία. Και ως καταλληλότερη μέρα γι'αυτό θεωρήθηκε η 30η Νοεμβρίου:
"πάσαι αι οικοδέσποιναι αφ' εσπέρας της εορτής ταύτης, ή και την πρωϊαν κατασκευάζουν τηγανίτας ή μελομακαρόνες κτλ. Όστις δε δεν κάνει τοιούτους, τρυπά το τηγάνιόν του ο άγιος, όθεν και τρυποτηγανάς επικαλείται..."
"Του Άι Αντρέα όποια γυναίκα δεν ψήσει τηγανίτους θα τρυπήσει το τηγάνι..."
Στις περιοχές όπου παρασκεύαζαν τηγανίτες φρόντιζαν να προσφέρουν από ένα πιάτο σε φιλικά ή συγγενικά σπίτια και, κυρίως, σε σπίτια που είχαν ανάγκη ή που δεν είχαν ελαιώνες. Η συνήθεια αυτή αποτελεί μία από τις πιο χαρακτηριστικές απηχήσεις των εθιμικών απαρχών. Το ίδιο ακριβώς γίνεται σε πολλές περιοχές του ελληνικού χώρου με το πρώτο ψωμί της χρονιάς....."

Αντίστοιχα καταγράφει κι ο Βασίλης Λαμνάτος ("Οι μήνες στην αγροτική και ποιμενική ζωή του λαού μας"): "Στις καλομέρες του Νοέμβρη γίνεται και το μάζεμα των ελιών, που θα δώσουν το πρωτολάδι κι απ'αυτό θα στείλουν οι νοικοκυραίοι ένα μπουκάλι στην εκκλησιά για το άναμμα των καντηλιών και για την ευλογία του παπά. Με το πρωτολάδι οι νοικοκυρές θα φτιάξουν πάλι και τηγανίτες και γλυκά., συνήθως χαλβά, για να τα μοιράσουν στη γειτονιά και σ'αυτούς που δεν έχουν λάδι. Θα τους δώσουν κιόλας και λίγο σ'ένα μπουκάλι, για να φτιάξουν καμιά λαχανόπιτα, να φάνε και να ευχηθούν και "του χρόνου πιότερο" ή "και του χρόνου να μην το χαρούν τα κιούπια"."

Ο λαογράφος μας Δημήτρης Λουκάτος ("Φθινοπωρινά"), μάλλον παραβλέπει το ρόλο της αγροτικής/ελαιοπαραγωγικής ζωής καθώς και της θρησκευτικής (σαρακοστή, νηστεία) σε τούτο το έθιμο και κάπως αόριστα αναφέρει πως "ίσως και στις δικές μας λουκουμάδες να κρύβεται κάποια μαγικοθρησκευτική (και εξευμενιστική) προφύλαξη για τη σπορά, με εκπρόσωπο τον άγιο Ανδρέα, που έλαχε να "κλείνει" την όλη φθινοπωρινή περίοδο." Και συνεχίζει γράφοντας πως "παραδίδεται, για τα παλαιότερα χρόνια των Πατρών, ότι συνήθιζαν να φτιάχνουν την παραμονή της γιορτής του αγίου Ανδρέα και "λαχανόπιτες", από τις οποίες έστελναν και στην εκκλησιά, για να μοιραστούν στους φτωχούς (Εξευμενιστικό κι αυτό και ίσως νεκρολατρευτικό έθιμο των "πλακούντων".)"  Προσωπικά πιστεύω πως κι αυτό το έθιμο στην Πάτρα έχει να κάνει και με την προσφορά των απαρχών του ελαίου, με το "μοίρασμα των αγαθών", κι ίσως κι ένα είδος "κοινής τράπεζας" (κάτι ανάλογο γίνεται ακόμη και στα "κουρμπάνια") που αφορά τον πρώτο καρπό σε μία περίοδο νηστείας που θα ήταν απαγορευτικό να μοιραστεί κάτι αρτύσιμο, οπότε η λαχανόπιτα (η οποία, παρεμπιπτόντως, φτιάχνεται από χόρτα τα οποία τέτοια εποχή ξεμυτίζουν στους αγρούς) ήταν το καταλληλότερο έδεσμα για την περίπτωση αυτή.
Ο Λουκάτος καταγράφει, επίσης, πως τη μέρα αυτή "Κάτι που θυμίζει τα πολυσπόρια της γιορτής των Εισοδίων (δηλ.της ίδιας αγροτικής περιόδου) είναι αυτό που γίνεται στην Ήπειρο, να βράζουν καλαμπόκι ("Αντριλούσια" ή "μπόλια") και να τα πηγαίνουν στην εκκλησιά να ευλογηθούν, ώστε ύστερα να τα μοιράσουν, για το καλό της χρονιάς, στον κόσμο. Στη Θράκη, έβραζαν επίσης, την ημέρα του αγ.Αντρέα, σιτάρι με ζάχαρη, σταφίδες κλπ.(δηλ.πανηγυρικά κόλλυβα) και τα μοίραζαν στον κόσμο. Στην Ακαρνανία έβραζαν (και βράζουν ακόμα) πραγματικά "πολυσπόρια", όπως της Παναγιάς, το ίδιο δε και στη Θεσσαλία, όπου τώρα τα λένε "Αντραλούσια". Όλα αυτά δείχνουν μαγικο-παραγωγικές ενέργειες της εποχής (τέλος σποράς, αναμονή της βλαστικής γονιμοποίησης)...." Ίσως τούτα τα πολυσπόρια να τα συνήθιζαν κυρίως σε μη ιδιαιτέρως ελαιοπαραγωγικές κοινωνίες, σε κοινωνίες που παρήγαγαν όσπρια και σιτηρά, καθώς ο Νοέμβριος είναι μήνας σποράς τούτων και ο Άγιος Αντρέας είχε τη φήμη, λόγω παρετυμολογίας του ονόματός του (Ανδρέας, ανδρείος, αντρειεύω)πως "αντρειεύει" το κρύο, την νύχτα (τη μεγαλώνει) και τα σπαρτά (τα μεγαλώνει, τ'αυξάνει)
Αναφέρει ο Γεώργιος Μέγας ("Ελληνικές γιορτές και έθιμα της λαϊκής λατρείας") πως "Για να ενισχύσουν την αύξηση των σπαρτών και την καρποφορία, οι γεωργοί βράζουν, όπως και κατά τα Εισόδια της Θεοτόκου, πολυσπόρια (καλαμπόκι και στάρι μαζί) και "τα πάνε στην εκκλησία και τα διαβάζει ο παπάς' τό'χουν σε καλό, όπως λέγουν, να τα βλογήσει ο Θεός, να γίνουν περισσότερα παρέκεια. Τα μοιράζουν στα σπίτια, για ν'αντρειωθούν τα σπαρτά." (Ήπειρος)."

"Σ'τσι τριάντα, τ'αγι'Αντριός
αντρειεύεται το κρύο."

"-Βλάχε μου, πότ' εκρύωσες;
-Αυτού κοντά τ'αγι'Αντριός, του γέρο Νικολάου!"

Εδώ, πάντως, στο βουνό των Κενταύρων, άρχισε να αντρειεύει το κρύο και καθώς από αύριο επισήμως θα υποδεχτούμε το χειμώνα... "Καλό χειμώνα" εύχομαι νά'χουμε, και φτιάξτε και καμιά τηγανίτα να γλυκαθείτε λίγο... κι η μέρα το ζητά κι οι πίκρες που μας ποτίζουν!

Κυριακή 16 Δεκεμβρίου 2007

μαζεύοντας ελιές...

(η εγγραφή αφιερωμένη με όλη την αγάπη μου στη Φωτεινούλα...)
Παγωμένο σκηνικό... στα κτήματα... μια μέρα πριν καλωσορίσουμε τις πρώτες νιφάδες του χιονιού για το φετινό χειμώνα... καθώς μαζεύαμε ελιές... ίσα να προλάβουμε πριν τις τσουρουφλίσει εντελώς ο παγετός...


Σε μια τοποθεσία μαγική... από τη μια μεριά το βουνό, και πάνω του σκαρφαλωμένα τα σπιτάκια του χωριού, από την άλλη θέα στη θάλασσα, σ'ένα υπέροχο γαλάζιο που σμίγει με τον ουρανό...


Κι ένα διάλειμμα να ξαποστάσουμε δίπλα στη φωτιά... τραγούδια να σιγοπαίζει το παλιό τρανζιστοράκι... λίγο τσιπουράκι για να ζεσταθούμε... κι ένας μεζές στα κάρβουνα για να στυλωθούμε και να συνεχίσουμε μέχρι που η νύχτα να απλώσει το σκοτεινό της πέπλο...

"Ήλιε μου, για βασίλεψε, πούλια μου κάτσε κάτω,
να σκοτειδιάσουν τα βουνά, να πάψουν οι διαβάτες,
να πάν' οι ξένοι σπίτια τους κι οι ντόπιοι στα δικά τους,
να βγει κι εμέ η αγάπη μου, να γιάνει η ψυχή μου."