Τετάρτη 20 Φεβρουαρίου 2008

το σπήλαιο και οι δεσμώτες


Πλάτωνος Πολιτεία

«-Ύστερα απ'αυτά παράστησε τώρα την ανθρώπινη φύση, σχετικά με την παιδεία και την απαιδευσία, με την ακόλουθη εικόνα που θα σου ειπώ: Φαντάσου σαν μέσα σ'ένα σπήλαιο, κάτω απ'τη γη, που να έχει την είσοδό του ανοιγμένη προς το φως σ'όλο το μάκρος της ' ανθρώπους που από παιδιά να βρίσκουνται εκεί μέσα αλυσοδεμένοι απ'τα πόδια και τον τράχηλο, σε τρόπο που να μένουν πάντα στην ίδια θέση και μόνο εμπρός των να βλέπουν, χωρίς να μπορούν να στρέψουν γύρω την κεφαλή τους εξαιτίας τα δεσμά τους ' και από πίσω σε αρκετή απόσταση και υψηλότερά τους να υπάρχει αναμμένη φωτιά, που το φως της να έρχεται ως αυτούς κι ανάμεσα στη φωτιά και τους δεσμώτες ένας δρόμος προς τα επάνω ' και πλάι στο δρόμο φαντάσου ακόμα παράλληλά του χτισμένο ένα μακρύ τοιχαράκι σαν εκείνα τα διαφράγματα που έχουν βαλμένα οι θαυματοποιοί εμπρός απ'τους ανθρώπους και τους δείχνουν πάνω από κει τις ταχυδακτυλουργίες των.

-Τα φαντάζομαι όλα αυτά.

-Φαντάσου τώρα ανθρώπους να περνούν κατά μήκος αυτού του τοίχου φορτωμένοι κάθε λογής αντικείμενα καθώς και αγάλματα ανθρώπων και ζώων κατασκευασμένα από ξύλο ή πέτρα ή ό,τι άλλο, που να ξεπερνούν όλα αυτά πιο ψηλά από το τοιχαράκι, κι αυτοί που τα σηκώνουν, όπως είναι φυσικό, άλλοι να μιλούν καθώς περνούν μεταξύ τους κι άλλοι να σωπαίνουν.

-Πολύ παράξενη είναι η εικόνα και αλλόκοτοι οι δεσμώτες.

-Και μ'όλα αυτά όμοιοι με μας ' και πρώτα πρώτα νομίζεις πως αυτοί οι δεσμώτες έχουν ιδεί ποτέ και από τους εαυτούς των και από τους τριγυρνούς των τίποτε άλλο, εκτός από τις σκιές που πέφτουν από τη λάμψη της φωτιάς επάνω στο αντικρινό τους μέρος της σπηλιάς;

-Και πώς να δουν, αφού είναι αναγκασμένοι να κρατούν ακίνητα τα κεφάλια όλη τους τη ζωή;

-Ακόμα και από τα αντικείμενα που περνοδιαβαίνουν, άλλο τίποτα από τις σκιές των;

-Τι άλλο βέβαια;

-Κι αν θα μπορούσαν να μιλούν μεταξύ τους, δε νομίζεις να πιστεύουν πως τα ονόματα που δίνουν στις σκιές που βλέπουν να διαβαίνουν εμπρός τους, αναφέρονται σε αυτά τα ίδια τα αντικείμενα;

-Αναγκαστικά.

-Κι αν ακόμα η φυλακή τους έστελνε αντίλαλο από αντικρύ τους, όταν θα μιλούσε κανείς απ'όσους περνούν, νομίζεις πως τίποτα άλλο θα φανταζόνταν, παρά ότι η σκιά είναι εκείνη που μιλά;

-Τι άλλο βέβαια;

-Και εξάπαντως, τίποτα άλλο οι τέτοιοι δε θα πίστευαν αληθινό, παρά μονάχα εκείνες τις σκιές.

-Ανάγκη πάσα.

-Σκέψου τώρα, τι θά'πρεπε να συμβεί φυσικά μ'αυτούς, αν κανείς ήθελε τους λύσει απ'τα δεσμά τους και τους θεραπεύσει απ'την πλάνη και την άγνοιά τους ' κάθε φορά που θα λυνόνταν ένας και θ'αναγκάζονταν έξαφνα να σηκωθεί και να στρέψει το λαιμό του και να περπατήσει και να κοιτάξει προς το μέρος της φωτιάς, και πονούσε ενώ έκανε όλα αυτά και δε μπορούσε απ'το ακτιδοβόλισμα της φωτιάς να δει καθαρά εκείνα που έβλεπε ως τότε τις σκιές των, τι νομίζεις πως θα πει, αν του έλεγε κανείς, ότι όσα έβλεπε τότε ήταν φλυαρίες και πως τώρα, γυρισμένος κάπως πιο κοντά στο ον και σε αντικείμενα περισσότερο πραγματικά, βλέπει σωστότερα, κι αν μάλιστα δείχνοντάς του το καθένα απ'όσα θα περνούσαν από μπρος του, τον ανάγκαζε ν'αποκριθεί τι είναι αυτό, δε νομίζεις πως θα έπεφτε σε μεγάλη απορία και θα νόμιζε πως εκείνα που έβλεπε τότε, ήταν αληθινότερα απ'αυτά που του δείχνουν τώρα;

-Και πολύ μάλιστα.

-Κι αν λοιπόν τον ανάγκαζε κανείς να στρέψει τα μάτια του στο ίδιο το φως, δε θα του πονούσαν τα μάτια και δε θά'φευγε για να ξαναγυρίσει πάλι σ'εκείνα που μπορεί να βλέπει και δε θα νόμιζε πως εκείνα είναι πραγματικώς καθαρότερα και αληθινότερα απ'αυτά που του δείχνουν;

-Έτσι βέβαια.

-Κι αν τέλος τον ξεκολλούσε κανείς από κει κάτω με τη βία, από ένα κακοτρόχαλο και ανηφορικό δρόμο και δεν τον άφηνε πριν τον τραβήξει έξω στο φως του ήλιου, άραγε δε θα τραβούσε μαρτύρια και δε θα αγανακτούσε όσο τον έσερναν, κι όταν θα'φτανε στο φως με πλημμυρισμένα τα μάτια του απ'τη φεγγοβολή, θα μπορούσε να δει και ένα καν από όσα εμείς τώρα λέμε αληθινά;

-Όχι βέβαια, έτσι τουλάχιστο εξαφνικά.

-Θα χρειάζονταν πραγματικώς, να συνηθίσει πρώτα, για να κατορθώσει να βλέπει καθαρά όσα είναι εκεί επάνω ' και στην αρχή θα μπορούσε να βλέπει ευκολότερα τις σκιές, έπειτα επάνω στα νερά τα είδωλα των ανθρώπων και των άλλων, και στερνά κι αυτά τα ίδια ' κατόπι απ'αυτά και όσα είναι στον ουρανό και τον ίδιο τον ουρανό, θα μπορούσε να στραφεί ή να κοιτάξει τη νύχτα ευκολότερα, με το φως του φεγγαριού και των άστρων, παρά την ημέρα με τον ήλιο και το φως του.

-Πώς όχι;

-Και τελευταία, θα μπορούσε να ιδεί, υποθέτω, και αυτόν τον ίδιο τον ήλιο, όχι μέσα στα νερά ή σε άλλη θέση τα είδωλά του, αλλά αυτόν καθαυτόν στη θέση του, και να παρατηρήσει τι λογής είναι.

-Αναγκαστικά.

-Ύστερα απ'αυτά θά'κανε τη σκέψη για αυτόν, πως αυτός είναι που κάνει τις εποχές και τους ενιαυτούς, και διευθύνει σαν επίτροπος όλα στον ορατό κόσμο, και ο αίτιος, για να πούμε έτσι, όλων εκείνων που έβλεπαν αυτοί.

-Είναι φανερό πως σ'αυτό το συμπέρασμα θα'φτανε σιγά σιγά.

-Και τι λοιπόν; Όταν θα θυμόταν την πρώτη του εκείνη κατοικία και τη σοφία που είχαν εκεί κάτω αυτός και οι συνδεσμώτες του, δε νομίζεις πως θα μακάριζε τον εαυτό του γι'αυτή τη μεταβολή και θα ελεεινολογούσε εκείνους;

-Και πολύ μάλιστα.

-Και αν υπήρχαν μεταξύ τους εκεί κάτω έπαινοι και τιμές και τίποτα βραβεία για κείνον που θα'χε ισχυρότερη όραση να βλέπει ό,τι θα περνούσε εμπρός του, και να θυμάται ποια συνηθίζουν να περνούν πρώτα, ποια κατόπι τους και ποια μαζί-μαζί και έτσι να ήταν σε θέση να μαντεύει καλύτερα από κάθε άλλο τίνος θα είναι η σειρά του να παρουσιαστεί, τι λες; θα είχε καμιά επιθυμία για όλα αυτά και θα ζήλευε εκείνους που έτσι ετιμούσαν εκεί κάτω και που αφέντευαν επάνω στους άλλους; η δε θα πάθαινε εκείνο που λέει ο Όμηρος για τον Αχιλλέα, και θα προτιμούσε χίλιες φορές καλύτερα να ζει στον επάνω κόσμο και να δουλεύει κοντά σε έναν άλλο δίχως κλήρο άνθρωπο, παρά να έχει τις ίδιες τις ιδέες και την ίδια ζωή όπως εκεί κάτω;

-Κάθε άλλο κι εγώ παραδέχομαι πως θα προτιμούσε να πάθει, παρά να ζει μ'εκείνο τον τρόπο.

-Βάλε τώρα στο νου σου κι αυτό: αν ένας τέτοιος ήθελε ξανακατέβει πάλι εκεί και ξανακαθίσει στο θρονί του, δε θα γέμιζαν τα μάτια του ξανά σκοτάδι, καθώς θα'ρχόταν ξαφνικά απ'τον ήλιο;

-Και πολύ βέβαια.

-Κι αν ήταν ανάγκη να παραβγεί μ'εκείνους τους παντοτινούς εκεί κάτω δεσμώτες λέγοντας τη γνώμη του για κείνες τις σκιές, ενώ ακόμη δε θα καλοδιάκρινε πριν αποκατασταθεί τέλεια η όρασή του, γιατί βέβαια δε θα χρειάζονταν και πολύ λίγος καιρός να ξανασυνηθίσει, δε θα τους έκανε να σκάσουν στα γέλια και δε θά'λεγαν γι'αυτόν πως γύρισε από κει πάνω π'ανέβηκε με χαλασμένα τα μάτια, και πως δεν αξίζει τον κόπο ούτε να δοκιμάσει κανείς ν'ανεβεί εκεί πάνω, κι αν κανείς επιχειρούσε να τους λύσει και να τους ανεβάσει, δε θα ήταν ικανοί και να τον σκοτώσουν ακόμα, αν μπορούσαν να τον πιάσουν στα χέρια;

-Χωρίς άλλο.

-Αυτή λοιπόν την εικόνα, φίλε μου Γλαύκων, πρέπει να την εφαρμόσεις σ'όλα που λέγαμε πρωτύτερα και να παρομοιάσεις αυτό τον κόσμο, που βλέπουμε, με την όραση, με την κατοικία του δεσμωτηρίου, και την αντιλαμπή της φωτιάς μες σ'αυτήν με τη δύναμη του ήλιου ' αν ακόμα δεχτείς, πως εκείνος ο δεσμώτης που ανεβαίνει εδώ πάνω και βλέπει όσα βλέπει, παρασταίνει το ανέβασμα της ψυχής από τον ορατό στο νοητό κόσμο, θα είσαι μέσα σε κείνο που πιστεύω εγώ τουλάχιστο, αφού αυτό επιθυμούσες ν'ακούσεις. Κι ο Θεός πια το ξέρει, αν τυχαίνει να είναι αληθινή η ιδέα μου. Οπωσδήποτε για μένα έτσι φαίνονται πως είναι αυτά: πως μέσα στο νοητό κόσμο τελευταία που παρουσιάζεται είναι η ιδέα του αγαθού, μόλις και μετά βίας ορατή ' όταν όμως μια φορά τη δει κανείς, δε μπορεί να μη συμπεράνει πως αυτή είναι γενικώς η αιτία του κάθε καλού και ωραίου, πως αυτή είναι που γέννησε και μέσα στον ορατό κόσμο το φως και τον κύριο του φωτός, και μέσα στον νοητό αυτή είναι η δέσποινα που χαρίζει την αλήθεια και το νου, και ότι σ'αυτήν πρέπει να αποβλέπει όποιος το έχει σκοπό με φρόνηση να κυβερνηθεί και στον ιδιωτικό του και στο δημόσιο βίο.

-Συμμερίζομαι κι εγώ τη γνώμη σου, με τον τρόπο τουλάχιστο που μπορώ.

-Έλα τώρα λοιπόν να συμμεριστείς κι αυτήν ακόμα τη γνώμη και να μην παραξενεύεσαι, αν όσοι έφτασαν ως εδώ δε βρίσκουν πια ευχαρίστηση να καταγίνουνται με τις συνηθισμένες ανθρώπινες ασχολίες, αλλά αισθάνονται την ανάγκη να ζουν πάντα εκεί επάνω οι ψυχές των ' και είναι φυσικό να γίνεται έτσι, αν πάλι είναι σύμφωνο κι αυτό με την εικόνα που είπαμε πριν.

-Είναι βέβαια φυσικό.

-Τι λοιπόν; Σου φαίνεται τίποτα παράξενο, αν ένας που κατεβαίνει από κείνη τη θεϊκιά θεωρία στις ανθρώπινες αθλιότητες, δε γνωρίζει πώς να φερθεί και φαίνεται φοβερά γελοίος, καθώς δε βλέπει ακόμα καλά πριν συνηθίσει οπωσδήποτε με το σκοτάδι αυτού του κόσμου, και αναγκάζεται, ή στα δικαστήρια ή όπου αλλού, να υποστηρίζει την ιδέα του για τις σκιές του δικαίου και για τα είδωλα που παρασταίνουν οι σκιές και να πολεμά τις δοξασίες που έχουν για τη δικαιοσύνη όπου ποτέ του ποτέ δεν την είδαν;

-Μα καθόλου βέβαια παράξενο.

-Αλλά αν έχει κανείς νου, θα μπορούσε να θυμηθεί, πως είναι δυο ειδών και από δυο αφορμές προέρχεται η διατάραξη της όρασης: όταν μεταβαίνει κανείς από το σκοτάδι στο φως, και όταν από το φως στο σκοτάδι. Το ίδιο λοιπόν πρέπει να παραδεχτεί πως γίνεται και με την ψυχή και όταν δει καμιά να τα χάνει και να μη μπορεί να διακρίνει κάτι καθαρά, να μη γελά χωρίς λόγο, αλλά να εξετάζει τι από τα δύο συμβαίνει, τάχα επειδή ήρθε από φωτεινότερη ζωή έχουν σκοτισθεί τα μάτια της που δεν ήταν συνηθισμένα στο σκοτάδι, ή μήπως, αμάθητη στο περισσότερο, έφτασε σε πολύ δυνατότερο φως και έχουν γεμίσει τα μάτια της από ζωηρότερη φεγγοβολή; Και τότε βέβαια τη μια θα τη μακαρίσει για το πάθημά της και τη ζωή της και την άλλη θα την ελεεινολογήσει, κι αν είχε τη διάθεση να γελά μαζί της, το γέλιο του θα ήταν λιγότερο καταγέλαστο, παρά αν γελούσε με την ψυχή που έχει φτάσει από το επάνω εκεί φως.

-Πολύ λογικά τα λες.

-Πρέπει λοιπόν, αν είν'αυτά αληθινά, να παραδεχτούμε πως η παιδεία δεν είναι τέτοια όπως τη λένε πως είναι μερικοί που την έχουν επάγγελμά τους. Γιατί ισχυρίζονται πως επιστήμη δεν υπάρχει μέσα στην ψυχή αλλά αυτοί τη βάζουν, όπως σαν να βάζουν σε τυφλούς την όραση.

-Αυτό πραγματικώς λένε.

-Ενώ ο δικός μας τώρα ο λόγος θέλει να πει, πως ο καθένας έχει μέσα στην ψυχή του τη δύναμη να μαθαίνει και το κατάλληλο για τη μάθηση όργανο ' και όπως, αν δεν ήταν δυνατόν να γίνει διαφορετικά, θα έπρεπε να στρέφει κανείς το μάτι του με όλο μαζί το σώμα του από το σκοτεινό στο φωτεινό, έτσι πρέπει να στρέφει γύρω κι αυτή τη δύναμη και το όργανό της με όλη μαζί την ψυχή του από εκείνο που γίνεται προς το καθαυτό ον, ώσπου να κατορθώσει επιτέλους να ατενίζει, χωρίς να υποφέρει, το φωτεινότατο του όντος, που εμείς λέμε πως αυτό είναι το αγαθό ' δεν είναι έτσι;

-Ναι.

-Αυτής λοιπόν της περιστροφής θα ήταν τέχνη η παιδεία, με ποιο τρόπο να καταφέρει να μεταστραφεί όσο μπορεί ευκολότερα και ωφελιμότερα η ψυχή, όχι για να της βάλει κανείς μέσα της τη δύναμη να βλέπει, γιατί αυτή την έχει, αλλά για να διορθώσει την κατεύθυνσή της, που δεν είναι σωστά στραμμένη ούτε βλέπει εκεί που έπρεπε.»

(Πλάτων, «Πολιτεία», βιβλίο Ζ', μετάφραση Ι.Γρυπάρη)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου