"Από την παιδική μου ήδη ηλικία, ήμουν παθιασμένος με την ζωγραφική. Τελείωσα ταυτόχρονα τις γυμνασιακές σπουδές μου στο κολλέγιο και τις καλλιτεχνικές στη σχολή Τεχνών του Κιέβου όπου εκδηλώθηκαν τα χαρίσματά μου. Η κλίση μου στη ζωγραφική ήταν τόσο φανερή, ώστε αποφάσισα να εισαχθώ στη σχολή Καλών Τεχνών της Αγίας Πετρούπολης. Όμως, κοντά στις εξετάσεις εισαγωγής με κυρίευσε η αμφιβολία: Αυτός ήταν ο δρόμος που έπρεπε να διαλέξω; Ύστερα από σύντομο δισταγμό, συμπέρανα ότι δεν είχα το δικαίωμα να κάνω αυτό που με ευχαριστούσε, αλλά ότι όφειλα να αφιερωθώ σε κείνο που θα βοηθούσε να ανακουφιστούν οι άνθρωποι από τα βάσανά τους. Από την Ακαδημία έστειλα στη μητέρα μου ένα τηλεγράφημα να της αναγγείλω την απόφασή μου να εισαχθώ στην ιατρική σχολή. [...]
Μετά την απονομή των διπλωμάτων, οι συνάδελφοί μου με ρώτησαν τί σκόπευα να κάνω. Όταν τους απάντησα ότι θα ήθελα να είμαι γιατρός σε ζέμστβο (μονάδα τοπικής αυτοδιοίκησης), γούρλωσαν τα μάτια λέγοντας: "Εσείς, επαρχιακός γιατρός; Εσείς είστε άνθρωπος επιστήμων εκ φύσεως."
Θίχτηκα που δε με καταλάβαιναν. Είχα σπουδάσει, πράγματι, ιατρική με μόνο σκοπό να γίνω επαρχιακός γιατρός, γιατρός των μουζίκων, για να συντρέχω τους φτωχούς ανθρώπους. [...]"
"Δεν είχαν απομείνει λοιπόν, παρά ένας νοσοκόμος στο νοσοκομείο και επιπλέον μια νοσοκόμα από το Κρασνογιαρσκ που είχε φτάσει μαζί μου: Ήταν νεαρή κοπέλα που μόλις είχε αποφοιτήσει από τη σχολή νοσοκόμων και που ανησυχούσε στη σκέψη ότι θα εργαζόταν στο πλευρό ενός καθηγητή. Με αυτούς τους δύο βοηθούς έκανα σημαντικές εγχειρίσεις, όπως: εκτομή άνω γνάθου, λαπαροτομές, γυναικολογικές επεμβάσεις και μεγάλο αριθμό επεμβάσεων στα μάτια. [...]
Με είχαν προειδοποιήσει ότι ο πρόεδρος του τοπικού συμβουλίου του Τουρουχάνσκ ήταν μεγάλος εχθρός της θρησκείας. Την απεχθανόταν. Αυτό πάντως δεν τον εμπόδισε να φωνάξει τον Θεό για να σωθεί, όταν η μικρή του βάρκα βρέθηκε μέσα σε τρομερή θύελλα στον Γιενισέι. Αφού το ζήτησε, με κάλεσαν στην GPU όπου με ειδοποίησαν με επίσημη απαγόρευση να μην ευλογώ τους αρρώστους στο νοσοκομείο, να μην κηρύττω στο μοναστήρι και να μην πηγαίνω εκεί πάνω σε έλκηθρο καλυμμένο από τάπητες. Απάντησα ότι το επισκοπικό μου καθήκον με εμποδίζει να αρνηθώ να δίνω ευλογία. Πρότεινα στον πρόεδρο να έρθει αυτό ο ίδιος και να κολλήσει πάνω στην πόρτα του νοσοκομείου μια ειδοποίηση που να απαγορεύει στους χωρικούς να ζητούν την ευλογία μου- πράγμα που όντως δε μπόρεσε να κάνει. Του πρότεινα επίσης να απαγορεύσει στους χωρικούς να θέτουν στη διάθεσή μου ένα έλκηθρο καλυμμένο με τάπητα- πράγμα ακόμα πιο δύσκολο για αυτόν.
Ωστόσο, δεν υπέφεραν για πολύ τη σταθερότητά μου. [...] Ο τοπικός αρχηγός της GPU με υποδέχτηκε με πολύ κακία. μου είπε πως εφόσον δε συμμορφωνόμουν προς τις απαιτήσεις της εκτελεστικής επιτροπής έπρεπε να φύγω αμέσως μακριά από το Τουρουχάνσκ. Μου έδιναν μισή ώρα να ετοιμάσω τις αποσκευές μου. Ρώτησα μόνον ήσυχα:
"Πού με στέλνουν;"
"Στην άκρη του Παγωμένου Ωκεανού.", μου απάντησαν με τόνο εριστικό. [...]"
"Από εκεί μεταφέρθηκα στη Μόσχα μέσα σε ένα άλλο βαγόνι με κελιά και η πορεία συνεχίστηκε μέχρι την πόλη του Κότλας. Μέσα στο βαγόνι υπήρχαν τόσες ψείρες, ώστε βράδυ-πρωί έβγαζα όλα μου τα εσώρουχα. Καθημερινά, έβρισα καμιά εκατοντάδα από δαύτες, κάποιες από τις οποίες ανήκαν σε ένα είδος που ποτέ άλλοτε δεν ξαναείχα δει: μεγάλες και μαύρες. Δεν παίρναμε για τροφή παρά ένα κομμάτι ψωμί και μια ωμή ρέγκα για δύο. Δεν τα έτρωγα. [...]
Ακριβώς πριν τη μεταφορά μου ξέσπασε επιδημία εξανθηματικού τύφου. Οι κάτοικοι του Κοτλάς μου διηγήθηκαν ότι την προηγούμενη χρονιά ο τύφος είχε ενσκήψει υπό διαφορετικές μορφές καθώς επίσης επιδημίες όλων των παιδικών μολυσματικών ασθενειών. Εκείνη την εποχή, τρομερό πράγμα, άνοιγαν κάθε μέρα στη Μακάριχα μια μεγάλη τάφρο όπου μέσα της έθαβαν κάπου εβδομήντα πτώματα.
Δε χειρούργησα παρά για πολύ λίγο στο νοσοκομείο του Κότλας. Σε λίγο μου κατέστη γνωστό ότι έπρεπε να πάω στο Αρχαγγέλσκ με το ατμόπλοιο. [...]"
"Μου πρότειναν να χειρουργώ σε ένα νοσοκομείο μετακινούμενο. Είδα εκεί γυναίκες που δεν είχαν χειρουργηθεί καλά, από καρκίνο του μαστικού αδένα. Για αυτό όταν μια ασθενής από αυτές ήρθε να με συμβουλευτεί, δεν την έστειλα στο νοσοκομείο, αλλά αποφάσισα να την φροντίσω σαν εξωτερική ασθενή. Της έκαμα μια επέμβαση πολύ ριζική. Όταν τον έμαθαν οι γιατροί του νοσοκομείου πήγαν αμέσως να κάνουν παράπονα για μένα...[...]
Έχοντας έρθει το Σάββατο, λίγο πριν την αγρυπνία στο σπίτι του μητροπολίτη, πήγα στη μεγάλη εκκλησία του μοναστηριού με μία τελείως μέτρια διάθεση. Ένας ιερομόναχος ιερουργούσε, εγώ ήμουν όρθιος μέσα στο Ιερό Βήμα. Μόλις πριν την ανάγνωση του Ευαγγελίου του Όρθρου αισθάνθηκα κάτι ακατανόητο, μία συγκίνηση που γρήγορα μεγάλωσε και μου έγινε τρομερά δυνατή όταν άκουσα την ανάγνωση. Ήταν στο όγδοο Εωθινό, τα λόγια που απεύθυνε ο Κύριος μας Ιησούς Χριστός στον Απόστολο Πέτρο: Σίμων Ἰωνᾶ, ἀγαπᾷς με πλεῖον τούτων; Βόσκε τὰ ἀρνία μου..."[Ιω.κδ15] Δέχτηκα αυτές τις λέξεις με πολλή συγκίνηση και πολύ φόβο σαν να μην απευθύνονταν στον Πέτρο, αλλά σε μένα προσωπικά.[...]"
"Τελείως εξαντλημένος από την απεργία πείνας και τις αλυσιδωτές ανακρίσεις λιποθύμησα κι έπεσα πάνω στο λερωμένο και βρώμικο πάτωμα όταν μας έβγαλαν για να πάμε στην τουαλέτα. Χρειάστηκε να με μεταφέρουν στο κελί μου. Την άλλη μέρα με άδειασαν στο "μαύρο κοράκι" της GPU για την κεντρική φυλακή της περιοχής. Πέρασα εκεί οχτώ περίπου μήνες σε συνθήκες πολύ δύσκολες. [...]
Δε θυμάμαι πια για ποιό λόγο "προσγειώθηκα" στο νοσοκομείο της φυλακής. Εκεί, με τη βοήθεια του Θεού, είχα την ευκαιρία να σώσω τη ζωή ενός νεαρού κλεφτάκου που ήταν πολύ άρρωστος. Βλέποντας ότι ο καινούριος γιατρός της φυλακής δεν καταλάβαινε τίποτε από την ασθένεια του μικρού κλέφτη, τον εξέτασα ο ίδιος και εντόπισα ένα απόστημα στην σπλήνα του. [...]"
"Έφτασε το καλοκαίρι του 1941. Οι χιτλερικές ορδές, αφού τέλειωσαν με τις χώρες της Δύσης όρμησαν στο Σοβιετική Ένωση. Στο τέλος του Ιουλίου ο προϊστάμενος χειρουργός της περιοχής του Κρασνογιάρσκ αποβιβάστηκε στην Μπολσάγια Μοπύρτα. Με παρακάλεσε να ξαναπάρω μαζί του το αεροπλάνο για το Κρασνογιάρσκ όπου είχα διοριστεί προϊστάμενος χειρουργός του νοσοκομείου [...]
Οι τραυματίες, αξιωματικοί και στρατιώτες, με αγαπούσαν πολύ. Όταν το πρωί γυρνούσα τις αίθουσες οι πληγωμένοι με υποδέχονταν με χαρά. Κάποιοι ανάμεσά τους που τους είχα γιατρέψει από αποτυχημένες εγχειρίσεις (που είχαν γίνει) σε άλλα νοσοκομεία με χαιρετούσαν με τεντωμένα τα πόδια, κρεμασμένα πολύ ψηλά.[...]"
Αγίου Λουκά Συμφερουπόλεως, "Ταξιδεύοντας μέσα στον πόνο" (αυτοβιογραφικές αφηγήσεις), εκδόσεις: Εν πλω
Κάποιοι άνθρωποι έρχονται στη ζωή μόνον για να προσφέρουν. Σπάνιοι και αναντικατάστατοι. Ευτυχώς που υπάρχουν κι αυτοί για να μας δείχνουν διαχρονικά και την φωτεινή πλευρά του ανθρώπου γιατί την σκοτεινή την ζούμε καθημερινά.
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαλημέρα Όλγα μου, να είσαι καλά και να προσέχεις τη ζέστη.
Πολλά φιλιά!!
Άγιοι... Αχ Μαράκι μου, το ζητούμενο της Ορθοδοξίας είναι αυτό... ο αγιασμός του ανθρώπου... Αν δεν ήταν κι αυτοί να μας δείχνουν τη φωτεινή πλευρά του ανθρώπου... (κι ειδικά τούτες τις εποχές που έχουμε την τύχη να ζούμε!!!).. και να αποτελούν κι ένα παράδειγμα για μας...
ΔιαγραφήΠολλή ζέστη όντως κι ηταν και δυσκολουτσικη μέρα (φτάσαμε ως τη Λάρισα...), αλλά όλα καλά, επιβιώσαμε!!
Κι εσύ να είσαι καλά Μαρία μου! Καλό ξημέρωμα..