Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα πίστη. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα πίστη. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 21 Ιανουαρίου 2022

γνώση vs πίστη

 

Ἡ ψυχὴ, ἥτις περιπατεῖ τὴν ὁδὸν τῆς πίστεως καὶ ἐξασκεῖ τὰς διαφόρους ἀρετάς, ἐάν στραφῆ πάλι εἰς τοὺς τρόπους τῆς γνώσεως τοῦ ἀνθρωπίνου συλλογισμοῦ, εὐθὺς χωλαίνει κατὰ τὴν πίστιν καὶ χάνει τὴν νοερὰν αὐτῆς δύναμιν, ἥτις φαίνεται εἰς τὴν καθαρὰν ψυχὴν ἐκ τῆς ἐναλλαγῆς τῶν βοηθειῶν καὶ τῆς μεθ' ἁπλότητος ἀναστροφῆς εἰς πάσας αὐτῆς τὰς ἐργασίας [...]

Ἡ γνώσις ὑπάρχει νόμος τῆς φύσεως, ἥτις φυλάττει αὐτὴν εἰς πάσας αὐτῆς τὰς πράξεις' αλλ' ἡ πίστις ἐνεργεῖ ὑπερφυσικῶς [...] Εἰς τὴν γνῶσιν ἀκολουθεῖ φόβος, εἰς δὲ τὴν πίστιν ἐλπίς. Ὁσον τις ἐνεργεῖ κατὰ τοὺς νόμους τῆς γνώσεως, τοσοῦτον δεσμεύεται ὑπὸ τοῦ φόβου καὶ δὲν δύναται δύναται ν'ἀξιωθῆ τῆς ἑαυτοῦ ἐλευθερίας' ἀλλ' ὅστις ἀκολουθεῖ τὴν πίστιν, ὑπάρχει ἐλεύθερος καὶ αὐτεξούσιος καὶ ὡς υἱὸς τοῦ Θεοῦ μετὰ ἐλευθερίας καὶ έξουσίας μεταχειρἰζεται πάντα τὰ πράγματα. [...]

 


Ἡ γνῶσις πάντοτε ζητεῖ μέσα, διὰ τῶν ὁποίων προφυλάττει τὸν ἔχοντα αὐτήν' ἡ πίστις ὅμως λέγει, ὅτι ἐάν μὴ ὁ Κύριος οἰκοδομήσει οἴκον, καὶ φυλάξη πόλιν, ματαίως αγρυπνεῖ ὁ φυλάσσων, καὶ ματαίως κοπιάζει ὁ οἰκοδομῶν. [...] ἡ γνῶσις πανταχοῦ ἐπαινεῖ τὸν φόβον [...] τί δὲ λέγει καὶ ἡ πίστις; "Ἐφοβήθη λέγει, ὁ Πέτρος, καὶ ἤρχισε νὰ καταποντίζηται" '  καὶ πάλιν, "δὲν ἐλάβατε πνεῦμα δουλείας εἰς φόβον, ἀλλὰ πνεῦμα υἱοθεσίας εἰς ἐλευθερίαν πίστεως καὶ ἐλπίδος Θεοῦ" [...] 

[...] πολλάκις συμβαίνουσιν εἰς τὴν ψυχὴν περιστατικά τινα καὶ ἀφορμαὶ δύσκολοι καὶ πολλαὶ προφάσεις πλήρεις κινδύνων, εἰς τὰ ὁποῖα οἱ γνῶσεις καὶ οἱ τρόποι τῆς ἔξω σοφίας οὐδεμίαν βοήθειαν δύνανται νὰ δώσωσιν' ἡ πίστηι ὅμως δὲν νικᾶταί ποτε ἐξ ἐκεῖνων, τὰ ὁποῖα εἶναι δυσυπόφερτα, καὶ δὲν προλαμβάνονται δι'ὅλης τῆς δυνάμεως τῆς ἀνθρωπίνης γνώσεως' ἐπειδὴ ἡ ἀνθρωπίνη γνώσις δὲν εἶναι ἱκανὴ νὰ βοηθήση εἰς τοὺς φανεροὺς πολέμους, οὔτε νὰ παραταχθῆ ἐναντίον τῶν ἀοράτων ἐχθρῶν ἤ τῶν ἐνσωμάτων δυνάμεων, καὶ ἄλλων πολλῶν.


Δὲν εἶναι κατηγορημένη ἡ ἀνθρώπινη γνῶσις, ἀλλ' ἡ πίστις ὑπάρχει ὑψηλοτέρα αὐτῆς' καὶ δὲν μεμφόμεθα τὴν γνῶσιν, μὴ γένοιτο, ἀλλὰ λέγομεν ταῦτα, ἵνα διακρίνομεν τοὺς διαφόρους παρηλλαγμένους τρόπους, διὰ τῶν ὁποίων ἡ γνῶσις ὁδηγεῖ τὸν ἄνθρωπον [...] Ἀλλὰ καὶ αύτὴ ἡ γνῶσις διὰ τῆς πίστεως τελειοῦται, καὶ ἀποκτᾶ δύναμιν, καὶ ὑψοῦται πρὸς τὰ ἄνω, καὶ αἰσθάνεται έκεῖνο τὸ ὁποῖον ὑπάρχει ὑπὲρ πᾶσαν αἴσθησιν, καὶ βλέπει ἐκείνην τὴν αὐγὴν τὴν άκατάληπτον καὶ εἰς τὸν νοῦν καὶ εἰς τὴν αἴσθησιν τῶν κτισμάτων. ἡ γνῶσις εἶναι βαθμὶς διὰ τῆς ὁποίας ἀνέρχεταί τις εἰς τὸ ὕψος τῆς πίστεως, καὶ ὅταν φθάση πλησίον αὐτῆς, δὲν ἔχει πλέον χρείαν τῆς γνώσεως [...]


Ὅταν ἡ ἀνθρώπινη γνῶσις ἀκολουθῆ τὴν σαρκικὴν ἐπιθυμίαν, τότε ἐξ ἀνάγκης ἐπασχολεῖται εἰς τὰ ἐξῆς, εἰς τὸν πλοῦτον, εἰς τὴν κενοδοξίαν, εἰς τὸν στολισμὸν, εἰς τὴν ἀνάπαυσιν τοῦ σώματος, εἰς τὴν σπουδὴν τῆς ἔξω σοφίας, ἥτις κυβερνᾶ τὰ τοῦ κόσμου, καὶ εφευρίσκει ανανεώσεις τῶν τεχνών καὶ ἐπιστημῶν, καὶ ἐν γένει εἰς πάντα ὅσα στολίζουσι τὸ σῶμα εἰς τοῦτον τὸν ὁρατὸν κόσμον. Ὅταν ἡ γνῶσις ἐπασχολεῖται εἰς ταῦτα τὰ εἴδη, γίνεται ἐναντία εἰς τὴν τελείαν πίστιν, καὶ ὀνομάζεται ψιλὴ γνῶσις' καθότι ὐπάρχει γυμνὴ ἀπὸ πᾶσαν θείαν φροντίδα, καὶ φέρει εἰς τὴν διάνοιαν ἄλογόν τινα ἀδυναμία ἐπειδὴ ἐξουσιάζεται ὑπὸ τοῦ σώματος, καὶ πᾶσα αὐτῆς ἡ φροντὶς ἀφορᾶ εἰς τὰ τοῦ κόσμου τούτου.

[...] καὶ ὅμως μεθ'ὅλην αὐτῆς τὴν εἰς τὰ τοιαῦτα σπουδὴν δὲν δύναται νὰ μένη χωρὶς διηνεκῆ φροντίδα καὶ φόβον περὶ τοῦ σώματος' καὶ διὰ τοῦτο τοὺς τοιούτους γνωστικοὺς κυριεύει ἡ ὀλιγοψυχία, ἡ λύπη, ἡ ἀπόγνωσις, ὁ φόβος τῶν δαιμόνων, ἡ δειλία, ἡ περί ληστῶν φήμη, ἡ ἀκοὴ τῶν διαφόρων θανάτων, ἡ φροντὶς περὶ ασθενείας, ἡ μέριμνα τῆς πτωχεύσεως, ὁ φόβος τοῦ θανάτου, τῶν παθῶν καὶ τῶν θηρίων, καὶ πάντα τα τούτοις παρόμοια, τὰ ὁποῖα συμβαίνουσιν εἰς τὴν θάλασσαν τῆς παρούσης ζωῆς, ἥτις ταράττεται νύκτα καὶ ἡμέρα ὑπό τῶν τοιούτων κυμάτων, καὶ ἀναβράζει ταῦτα ἐναντίον αυτῶν. [...]


Εἰς ταύτην τὴν γνῶσιν ὑπάρχει πεφυτευμένον τὸ ξύλον τῆς γνώσεως τῶν καλῶν καὶ κακῶν, τὸ ὁποῖον ἐκριζοῖ τὴν ἀγάπην. Αὕτη ἡ γνῶσις ἐρευνᾶ καὶ ἐξετάζει τὰ μικρὰ σφἀλματα τῶν ἄλλων ἀνθρώπων, καὶ τὰς αἰτίας καὶ τὰς άδυναμίας αυτῶν. Αὕτη ἡ γνῶσις κάμνει τὸν ἄνθρωπον νὰ δογματίζη, καὶ νὰ ἐναντιῆται εἰς τοὺς λόγους τῶν ἄλλων, καὶ νὰ δολιεύηται διὰ μηχανημάτων καὶ πανουργιῶν καὶ διὰ ἄλλων τρόπων ἅτινα ἀτιμάζουσι τὴν ἀνθρωπότητα. Αὕτη ἡ γνῶσις παρευρίσκεται πανταχοῦ, καὶ εἰς αὐτὴν υπάρχει ἐν ἀληθείᾳ ὑψηλοφροσύνη καὶ ὑπερηφάνεια' καθότι αὕτη πάντα τὰ καλὰ ἀποδίδει εἰς ἑαυτήν, καὶ ὄχι εἰς τὸν Θεόν. [...]

Ἡ γνῶσις τῆς αληθείας διὰ τῆς ταπεινώσεως τελειοποιεῖ τὴν ψυχὴ ἐκείνων, οἵτινες ἀπέκτησαν αὐτήν [...] ἀλλὰ ἡ ἀνθρώπινη γνῶσις πρεπόντως ὑπερηφανεύεται έπειδὴ περιπατεῖ στο σκότος καὶ δὲν γνωρίζει ὅτι ὐπάρχει τι ἀνώτερον αὐτῆς. Πάντες οἱ τοιοῦτοι γνωστικοὶ κυριεύονται ἀπὸ ἔπαρσιν καὶ ὑπερηφάνειαν' ἐπειδὴ εἶναι προσηλωμένοι εἰς τὴν γῆν, καὶ πολιτεύονται κατὰ τὰ θελήματα τῆς σαρκός καὶ ἐπιστηρίζονται εἰς τὰ ἴδια αὐτῶν ἔργα, χωρὶς ποσῶς νὰ συλλογίζονται τὰ θεῖα [...]


Ὅταν ἡ πρώτη γνῶσις ὑψωθῆ ἐκ τῶν γηίνων καὶ ἐκ τῆς φροντίδος τῆς ἐργασίας αὐτῶν καὶ ἀρχίσει διὰ τῶν νοερῶν αὐτῆς ὀφθαλμῶν νὰ παρατηρῆ καὶ νὰ ἐξετάζη τοὺς λογισμοὺς αὐτῆς καὶ νὰ καταφρονῆ τὰ πράγματα ἐκείνα ἐκ τῶν ὁποίων πηγάζει ἡ κακία τῶν παθῶν, καὶ ὑψώσει αὐτὴν πρὸς τὰ ἄνω [...] τότε ἡ πίστις καταπίνει αὐτὴν καὶ στραφεῖσα γεννᾶ αὐτὴν ἐξ ἀρχῆς  ὥστε νὰ γίνη ὅλως πνεῦμα.

 


Οὕτοί εἰσιν οἱ τρεῖς τρόποι τῆς γνώσεως, εἰς τοὺς ὁποίους συγκεντροῦται ἅπας ὁ δρόμος τοῦ ἀνθρωπίνου βίου κατὰ τὸ σῶμα, κατὰ τὴν ψυχὴν καὶ κατὰ τὸ πνεῦμα, καὶ ἐντεῦθεν ἄρχεταί τις νὰ διακρίνη τὸ καλὸν καὶ το κακόν' καὶ μέχρις οὗ ἐξέλθη ὁ ΄ἄνθρωπος ἐκ τούτου τοῦ κόσμου, εἰς αὐτοὺς τοὺς τρεῖς τρόπους περιστρέφεται ἡ ψυχή, καὶ ἐργάζεται διὰ τῶν ρηθέντων τριῶν τρόπων τὸ πλήρωμα πάσης ἀδικίας καὶ ἀσεβείας, καὶ τὸ πλήρωμα πάσης ἀρετῆς, καὶ τὸ νὰ ἐρευνᾶ τὸ βάθος ὅλων τῶν μυστηρίων τοῦ πνεύματος, καὶ εἰς αὐτὴν τὴν γνῶσιν κινεῖται πάντοτε ο νοῦς ὅταν ἀνεβαίνη καὶ κατεβαίνη εἰς τὰ καλὰ ἤ κακὰ ἤ μάταια [...] Ταῦτα εἶναι τὰ τρία πλάγια, εἰς τὰ ὁποῖα ἀνεβαίνει καὶ κατεβαίνει ἡ μνήμη τῆς ψυχῆς, ὅταν ἐργάζεταί τις τὴν ἀρετὴν φυσικῶς, ἤ ὑπερφυσικῶς, ἤ ἀπέρχεται νὰ βοσκήση χοίρους ὡς ὁ ἄσωτος υἱός. 


Ἡ πρώτη τάξις τῆς γνώσεως ψυχραίνει τὴν ψυχὴν, καὶ ἐμποδίζει αὐτὴν ἀπὸ τὰ κατὰ Θεὸν ἔργα τῆς ἀρετῆς' ἡ δευτέρα θερμαίνει αὐτὴν καὶ τὴν κάμνει νὰ προχωρεῖ εἰς τὰ ἔργα τῆς πίστεως' ἡ δὲ τρίτη εἶναι ἀνἀπαυσις' ἐπειδὴ διὰ μονης τῆς φροντίδος τῆς διάνοιας ἐντρυφᾶ ἡ ψυχὴ εἰς τὰ μυστήρια τοῦ μέλλοντος αἰώνος. 


ἀποσπάσματα:

 Ἰσαάκ τοῦ Σύρου, "Ἀσκητικά" 

(ἐκδόσεις: Μ.Ρηγοπούλου)

Σάββατο 28 Μαρτίου 2020

Χρώματα φόβου κι αγάπης (2)...

[συνέχεια του: Χρώματα φόβου κι αγάπης... ]

Ὅσοι τὸ χάλκεον χέρι
βαρὺ τοῦ φόβου αἰσθάνονται,
ζυγὸν δουλείας, ἂς ἔχωσι·
θέλει ἀρετὴν καὶ τόλμην
ἡ ἐλευθερία.
(Ανδρέας Κάλβος- Εις Σάμον)



"Αν ξαναζούσα, θά'θελα νά'μουν πουλί..." μού'πε η ξαδέρφη μου σε μια κουβέντα για τα χάλια τούτου του κόσμου. Εγώ, πάλι, δε βρήκα ούτε σ'αυτό παρηγοριά κι είπα πως δε θά'θελα μήτε να ξαναζήσω... Κι όσο το ξανασκέφτομαι, να βρω τί θά'θελα, θά'θελα μοναχά νά'μαι ελεύθερη από όλα τούτα που μας χάρισαν απλόχερα και μεις τα κάναμε κτήμα μας και ζωή μας για να ζούμε με φόβο μήπως τα χάσουμε, θά'θελα νά'μαι ελεύθερη από τούτο το ψέμα που μ'εγκλώβισε σε μια ζωγραφιά με χιλιάδες χρώματα, ελεύθερη να πετώ στο λευκό κι αχρωμάτιστο φως του Θεού.... Ίσως, μάλιστα, κάτι τέτοιο νά'θελε να πει κι εκείνη.

Αὐτὴ (καὶ ὁ μῦθος κρύπτει
νοῦν ἀληθείας) ἐπτέρωσε
τὸν Ἴκαρον· καὶ ἂν ἔπεσεν
ὁ πτερωθεὶς κ᾿ ἐπνίγη
θαλασσωμένος·

 Ἀφ᾿ ὑψηλὰ ὅμως ἔπεσε,
καὶ ἀπέθανεν ἐλεύθερος. -
Ἂν γένῃς σφάγιον ἄτιμον
ἑνὸς τυράννου, νόμιζε
φρικτὸν τὸν τάφον.
(Ανδρέας Κάλβος- [συνέχεια] Εις Σάμον)



Βρέχει ασταμάτητα μέρες τώρα στο βουνό των Κενταύρων. Θαρρείς κι οι λυγμοί μαζευτήκαν όλοι στα σύγνεφα τ'ουρανού. Τα σύννεφα που πάσχιζε να ξεπεράσει ένας Ίκαρος για να φτάσει ψηλά στον Ήλιο- μόνο που τα φτερά του ήταν φτιαγμένα από κερί...

"- Τα μάτια, δεν ξέρεις πως όταν τα στρέφει κανείς σε αντικείμενα που στην επιφάνειά τους δεν απλώνεται πια το φως της ημέρας, αλλά η νυχτερινή αντιφεγγιά, δεν καλοβλέπουν και μοιάζουν επάνω κάτω τυφλά, σαν να μην υπάρχει μέσα τους καθαρή όψη;
 - Μάλιστα, το ξέρω.
 - Όταν όμως θαρρώ, πέφτει επάνω των κατάλαμπρος ο ήλιος, τα βλέπουν ολοκάθαρα, και φαίνονται πως κι αυτά τα μάτια έχουν μέσα τους την όραση.
 - Πραγματικώς.
 - Το ίδιο λοιπόν να φανταστείς πως γίνεται και με την ψυχή' όταν στηρίζει το βλέμμα της επάνω σε κάτι που ολόλαμπρη πέφτει επάνω του η αλήθεια και το ον, τότε ολοκάθαρα το αντιλήφθηκε και το γνώρισε και φαίνεται πως έχει νου' όταν όμως το στρέφει σε πράγματα που είναι ανακατωμένα με το σκοτάδι, που γίνονται και χάνονται, τότε πια δε βλέπει καθαρά, σχηματίζει δοξασίες που αλλάζουν και πάνε άνω κάτω και μοιάζει τότε μ'έναν που δεν έχει νου.
 - Πραγματικώς μοιάζει.
 - Αυτό λοιπόν που χορηγεί στα νοητά αντικείμενα την αλήθεια και στην ψυχή τη δύναμη να τα γνωρίζει, αυτό να λες πως είναι η ιδέα του αγαθού, κι αυτό έχε στον νου σου πως είναι η αιτία της επιστήμης και της αλήθειας, όταν γίνεται αντικείμενο της γνώσης [...]
 [...]
 - Φαντάσου λοιπόν πως το αγαθό και ο ήλιος είνιαι, καθώς λέμε, δυο βασιλιάδες, ο ένας του νοητού κόσμου, κι ο άλλος τους ορατού [...]"

(Πλάτων- "Πολιτεία" 508c κ.ε., απόδοση: Ι.Γρυπάρη)

Πνίγομαι... Θέλω να μεταλάβω αγάπη και φως. Απ'το ίδιο κουτάλι μ'όσους πίστεψαν εκεί ψηλά, εκεί που δεν υπάρχουν πια χρώματα, εκεί που ο νους υπερβαίνει τον νου, εκεί που κατοικούν μοναχά ταπεινοί, μάρτυρες κι ήρωες... Ποιός άραγε κλείδωσε την ψυχή μου σε τούτα τα δεσμά; Πιο χαμηλά κι απ'το χαμηλό χορτάρι; Βλέπω το κλειδί μπροστά μου, κι αυτό το "μπροστά" φαντάζει τόσο μακρινό που δεν τολμούν τα δάχτυλα να το αγγίξουν. Κάτω απ'τους λυγμούς της βροχής τα βλαστάρια της πλάσης ξεπροβάλλουν. Η τροφή της γης μοναχά με τα δάκρυα τ'ουρανού σαν σμίξει τους δίνει ανάστημα. Τα κοιτώ κι αρχίζω ν'ανασαίνω...

"Όμως αφού κι αυτό το γένος το σκέπασε το χώμα,
Ένα άλλο πάλι, τέταρτο, επάνω στην πολύτροφη τη γη
ο Δίας, ο γιος του Κρόνου, έφτιαξε, πιο δίκαιο κι ανώτερο,
το θείο γένος των ηρώων. Λέγονται αυτοί ημίθεοι,
η προηγούμενη από μας γενιά πάνω στη γη τη δίχως όρια.
Και τούτους ο κακός πόλεμος και η φοβερή μάχη
άλλους κάτω απ'τα τείχη της Θήβας της εφτάπυλης, στη γη του Κάδμου,
τους αφάνισε, καθώς για του Οιδίποδα τα ποιμνία
(μήλα) πολεμούσαν,
κι άλλους με πλοία κι επάνω από της θάλασσας το μέγα χάσμα
οδηγώντας τους στην Τροία για χάρη της καλλίκομης Ελένης.
Άλλους εκεί τους σκέπασε το τέλος του θανάτου
κι άλλους ξέχωρα απ'τους ανθρώπους ζωή και τόπο ο Δίας τους έδωσε,
ο γιος του Κρόνου, στα πέρατα της γης τους έβαλε να μένουν.
Και κατοικούν ξέγνοιαστη έχοντας καρδιά
στις νήσους των μακάρων, πλάι στον Ωκεανό με τη βαθιά τη δίνη,
μακάριοι ήρωες που η σιτοδότρα γη τους δίνει
γλυκό σαν μέλι τον καρπό που θάλλει τρεις φορές το χρόνο
[...]
Μακάρι εγώ ανάμεσα στου πέμπτου γένους τους ανθρώπους
να μην ήμουν, μα είτε πιο μπροστά να πέθαινα ή ύστερα να γεννιόμουν.
Αφού τώρα πια το σιδερένιο υπάρχει γένος. Κι ούτε θα πάψουνε ποτέ
τη μέρα να κοπιάζουν και να δυστυχούν, να βασανίζονται την νύχτα
μα μέριμνες σκληρές σ'αυτούς οι θεοί θα δίνουν.
Όμως και σ'αυτούς ανάμικτα θα υπάρξουνε καλά με τα κακά.
Κι ο Δίας θ'αφανίσει και τούτο των θνητών το γένος,
την εποχή που σαν γεννιούνται οι άνθρωποι θα γίνονται ασπρομάλληδες.
Με τα παιδιά του όμοιος δε θα είναι ο πατέρας, μήτε με τον πατέρα τα παιδιά,
κι ούτε ο φιλοξενούμενος αγαπητός σ'αυτόν που τον φιλοξενεί,
στο σύντροφο ο σύντροφος, μήτε θα είναι ο αδερφός αγαπητός σαν πρώτα.
Μόλις γεράσουν οι γονείς τους θα τους ατιμάζουν,
θα τους κατηγορούν μιλώντας τους με λόγια φοβερά,
οι άθλιοι, την τιμωρία των θεών περιφρονώντας. Κι ούτε
στους γέροντες γονείς τους το χρέος που τους ανάθρεψαν θ'ανταποδίδουν.
Στη βία των χεριών το δίκιο τους. Κι ένας την πόλη του άλλου θ'αφανίσει.
Διόλου δε θα τιμάται ο πιστός στον όρκο τους, ο αγαθός,
ο δίκαιος, μα του κακού το δράστη θα τιμήσουν πιο πολύ και τον ακόλαστο.
Στη βία των χεριών το δίκαιο και η ντροπή θα είναι,
ο άντρας ο κακός θα βλάπτει τον καλύτερο,
θα τον κατηγορεί με λόγια διεστραμμένα, δίνοντας κι από πάνω όρκο.
Ο φθόνος χαιρέκακος, κακόγλωσσος, στην όψη μισητός,
θα συνοδεύει όλους τους ταλαίπωρους ανθρώπους.
Και τότε προς τον Όλυμπο απ'τη γη με τους πλατιούς τους δρόμους,
αφού σε άσπρα πέπλα το ωραίο σώμα τους καλύψουν,
θα παν να σμίξουνε με των αθανάτων το γένος, τους ανθρώπους πίσω αφήνοντας,
η Αιδώς και η Νέμεση. Και μόνο οι πόνοι οι θλιβεροί θα απομείνουν
στους θνητούς ανθρώπους. Κι απ'το κακό προφύλαξη δε θα υπάρχει."

(Ησίοδος- "Εργα και Ημέραι" 256κ.ε., απόδοση: Σ.Γκιργκένη)


Το χρώμα του φόβου λένε πως είναι το κίτρινο -κάτι σαν το "χλωρόν δέος" του Ομήρου- κι εκείνο της αγάπης και του έρωτα το πορφυρό - σαν το αίμα, τη ζωή, σαν το φονικό, τη βαθιά πληγή και το θάνατο, σαν τη θυσία. Σαν την Ανάσταση. Το μενεξεδί βαφτίστηκε πένθιμο, ανταύγεια χρωματιστή του άχρωμου μαύρου. 
Το πράσινο τό'κλεψε η φρεσκάδα των βλαστών, ενώ το καφεδί έντυσε των δέντρων τους αιωνόβιους κορμούς και τη γη των σπόρων κι όπου αλλού απλώνονται οι ρίζες μας να τις προφυλάξει. Λένε πως το ένα γαληνεύει και ζωογονεί, ενώ τ'άλλο δίδει σιγουριά και σταθερότητα.
Όσο για το αγνό λευκό της καθαρότητας, αντάμα με το γαλάζιο του ουρανού και της αδάμαστης θάλασσας, σμίγουν στ'ασβεστωμένα ξωκλήσια στα νησιά, στην ψυχή και στη σημαία μας....
Κείνο της πίστης ακόμα αναζητώ... Μα, ξέχασα, τούτη δεν έχει χρώματα, φτάνει στο φως και τα υπερβαίνει... 

 αὕτη δέ ἐστιν ἡ κρίσις, ὅτι τὸ φῶς ἐλήλυθεν εἰς τὸν κόσμον, καὶ ἠγάπησαν οἱ ἄνθρωποι μᾶλλον τὸ σκότος ἢ τὸ φῶς· ἦν γὰρ πονηρὰ αὐτῶν τὰ ἔργα. πᾶς γὰρ ὁ φαῦλα πράσσων μισεῖ τὸ φῶς καὶ οὐκ ἔρχεται πρὸς τὸ φῶς, ἵνα μὴ ἐλεγχθῇ τὰ ἔργα αὐτοῦ· ὁ δὲ ποιῶν τὴν ἀλήθειαν ἔρχεται πρὸς τὸ φῶς, ἵνα φανερωθῇ αὐτοῦ τὰ ἔργα, ὅτι ἐν Θεῷ ἐστιν εἰργασμένα.(Ιωάννου 3,19)


Θ'ανηφορίσω προς την πλατεία, αφού υπογράψω άδεια ειδική στον εαυτό μου μονάχη μου. Με λένε τάδε, μένω εδώ και τούτη την ώρα, ξεκινώ από το σπίτι για να πάω στο φαρμακείο. Α, ρε τρελογιατρέ, αν σου τό'λεγα τούτο μέρες πριν με πόσα χάπια θα με χαπάκωνες; Γελώ με τη σκέψη! Να μην ξεχάσω και την ταυτότητα! Χάσαμε που χάσαμε την ταυτότητά μας, ας κουβάλαμε μαζί και τούτο το δελτίο που είναι ό,τι μας απέμεινε για να μας προσδιορίζει... Μην και ξεχάσουμε ολωσδιόλου το ποιοί είμαστε -τουλάχιστον να απομείνει τ'όνομα και κάποιοι σκόρπιοι, αδιάφοροι για την πλάση αριθμοί... 

"ἐπεὶ οὖν τὰ παιδία κεκοινώνηκε σαρκὸς καὶ αἵματος, καὶ αὐτὸς παραπλησίως μετέσχε τῶν αὐτῶν, ἵνα διὰ τοῦ θανάτου καταργήσῃ τὸν τὸ κράτος ἔχοντα τοῦ θανάτου, τοῦτ᾿ ἔστι τὸν διάβολον, καὶ ἀπαλλάξῃ τούτους, ὅσοι φόβῳ θανάτου διὰ παντὸς τοῦ ζῆν ἔνοχοι ἦσαν δουλείας."(Παύλου- Προς Εβραίους 2,14)


Περπάτησα μες στη βροχή. Πήρα ακόμη μιαν ανάσα. Αντάλλαξα δυο λόγια, κι άλλα δυο. Έρημο το τοπίο. Μοναχά από κανένα αυτοκίνητο για προμήθεια "αγαθών πρώτης ανάγκης". Υπάρχει άραγε αγαθό υπέρτερο της ελευθερίας; ... Και δε μιλώ για το χαζόχαρτο που υπέγραψα, ούτε για τον κάθε νόμο που στο χέρι μας είναι ν'αλλάξει. Μιλώ για το φόβο, μοναχά για αυτόν.... Για αυτόν τον φόβο, που ανεξέλεγκτος, ορίζει όλα τα δεσμά. Για αυτό το φόβο που βγάζει στο φως τα πιο θηριώδη ένστικτα του ανθρώπου, τα πιο δειλά, τα πιο τιποτένια, ακόμη και τα πιο ανόητα. Που γίνεται σύμμαχος στα σκήπτρα κάθε λογής χθόνιων κι υποχθόνιων βασιλιάδων.
"Όλα τα δεινά έχουν γίνει μάλλον για να τρομοκρατούν αυτούς που τα περιμένουν, παρά να λυπούν αυτούς που πλήττουν. Ο φόβος είναι τόσο βλαβερός, ώστε πολλοί ήδη υφίστανται το κακό, προτού νά'ρθει, όπως λόγου χάριν αυτοί που ταλαιπωρούνται από την τρικυμία σε καράβι και δεν περίμεναν να βουλιάξει το πλοίο, αλλά αυτοκτόνησαν πριν..." 
(Διογένης- Στοβαίου Ανθολόγιον, απόδοση Χ.Θεοδωράτου)


Βαρέθηκα τόσο τούτη τη μουντάδα, μπούχισα από το τόσο γκρι. Φέρτε μου χρώματα να βάλω τον ήλιο ξανά στον ουρανό, σαν παιδική ζωγραφιά! Μ'ακτίνες μακριές, παράταιρες, ν'αγγίζουν κάθε πλάσμα πονεμένο! Και να του φτιάξω στο πρόσωπο ένα χαμόγελο τρανταχτό, να στέλνει την αγάπη του σ'όλη την πλάση. Μια θάλασσα και γλάρους να πετούν, κι ένα γλαράκι μικρό -τάχα το λένε Ιωνάθαν;- να παλεύει να φτάσει ψηλά, εκεί που μονάχα οι αετοί πλησιάζουν. Θα ζωγραφίσω κι ένα καράβι.
Θά'ναι εκείνο το καράβι της ζωής, το καράβι του Οδυσσέα που βολοδέρνει στα πέλαγα ποθώντας να επιστρέψει στην πατρίδα. Δε δοκίμασε το λωτό, δεν ξεγελάστηκε από της λησμονιάς την πλάνη. Μα τύφλωσε τον Κύκλωπα, κι αν σώθηκε (κρυμμένος κάτω απ'το πυκνόμαλλο αρνί), νέες δοκιμασίες τον καταδιώκουν. Πόσα μπορώ να στριμώξω, λοιπόν, σε μια ζωγραφιά; Νήπιοι εταίροι, ανοίγουν τον ασκό και σβήνει απ'τον ορίζοντα η Ιθάκη. Ανθρωποβόροι γίγαντες ξεπροβάλλουν κι η μάγισσα Κίρκη με το ραβδί που της ψυχής τα πάθη φανερώνει. Ο Κάτω Κόσμος, όπου αναγκάζεται να κατεβεί, να λάβει γνώση. Σειρήνες στα βράχια πλάνα του τραγουδούν, η Σκύλλα κι η Χάρυβδη του φράζουν το δρόμο- πρέπει, κάποια στιγμή, να διαλέξει τί θα θυσιάσει. Του Ήλιου το νησί από όπου ξεβράζεται πια μοναχός- αὐτῶν γὰρ σφετέρῃσιν ἀτασθαλίῃσιν ὄλοντο... Της Καλυψώς τα δεσμά κι επιτέλους τ'απόμακρο μυστηριώδες νησί (του βασιλιά με το άλκιμο νου), απ'όπου στον τόπο της ψυχής του θα μπορέσει να επιστρέψει... Ούτε, όμως, εκεί θα βρει αναπαμό...
Και το καράβι συνεχίζει να ταλαντεύεται στον φουρτουνιασμένο της γένεσης κόσμο... Και το μικρό γλαράκι πασχίζει να πετάξει ακόμη πιο ψηλά....
"Ας δούμε συνεπώς αν οι δειλοί είναι δυνατόν να είναι δίκαιοι. Τους αντιθέτους των, δηλαδή τους θρασείς, τους βρήκαμε πως είναι άδικοι, γιατί κάνουν πολλά δια της βίας. Λοιπόν η δειλία είναι διαφθορά έννομης αντιλήψεως περί του τί είναι δεινό και τί όχι, ή άγνοια των δεινών και των μη δεινών ή και εκείνων που δεν είναι ούτε το ένα ούτε το άλλο. Πώς λοιπόν είναι δυνατόν αυτοί που έχουν ενστερνισθεί αντιλήψεις εσφαλμένες και παράνομες να είναι δίκαιοι; Διότι προφανώς δεν είναι δυνατόν να βγάλουν για οτιδήποτε ορθά συμπεράσματα , αφού δεν επιτρέπει σ'αυτούς ο φόβος για τη ζωή τους να προβούν σε οποιαδήποτε έρευνα."(Ιεροκλής "Περί δικαιοσύνης"- Στοβαίου Ανθολόγιον, απόδοση Χ.Θεοδωράτου)


Κι όπως πάσχιζε το μικρό γλαράκι να φτάσει πιο μακριά, αντίκρυσε το μικρό ξωκλήσι στον ψηλό βράχο της ακροθαλασσιάς. Στάθηκε πάνω στον ξύλινο σταυρό κι αφουγκράστηκε. Άλλη ψυχή ζωντανή δεν υπήρχε εκειδά. Μα πόσες ανασαιμιές, προσευχές, δάκρυα κι ελπίδες σφράγιζε μέσα του τούτος ο πετρόχτιστος ναός! Έρημος πια, θαρρείς πως έλειψε το γένος των ανθρώπων...Το γλαράκι δεν ήξερε να ψάλλει, ούτε να τραγουδά. Κι έτσι φτερούγιζε μονάχα, κάνοντας κύκλους, να χαιρετίσει την Παναγιά που απόψε μονάχη γιόρταζε... Και μη με ρωτήσει κανείς, πώς ένα μικρό γλαράκι την είδε και την γνώρισε! Μη με ρωτήσει κανείς πως ένα γλαράκι θα μπορούσε να έχει πίστη! Με κούρασαν όλα αυτά... Μη με ρωτήσει κανείς πως βλέπουμε πέρα απ'τα χρώματα, ούτε να με ρωτήσει κανείς την ανάσα μου ποιός θέλω να ορίζει... Μη με ρωτήσει καν τί τούτα τα λόγια μπορεί να σημαίνουν...
"Χριστὸς ἀνέστη ἐκ νεκρῶν, θανάτῳ θάνατον πατήσας καὶ τοῖς ἐν τοῖς μνήμασι ζωὴν χαρισάμενος..."


Υ.Γ. "Όποιος ελεύθερα συλλογάται, συλλογάται καλά." - Ρήγας Φεραίος