Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα κουρμπάνι. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα κουρμπάνι. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 18 Ιανουαρίου 2021

Του Αγίου Αθανασίου τα κουρμπάνια

Η μνήμη του Αγίου Αθανασίου (Πατριάρχης Αλεξανδρείας, 295-373), που επονομάστηκε Μέγας για την αρετή και πνευματικότητά του αλλά και τους αγώνες του για την Ορθοδοξία, εορταζόταν πανηγυρικά από το λαό μας -κυρίως δε το βορειοελλαδίτικο- με παύση εργασιών, κοινά συμπόσια και λοιπά έθιμα.

Φωτίου Κόντογλου, "Έκφρασις της Ορθοδόξου Εικονογραφίας", τ.Α', εκδ. Αστήρ

Ο Γεώργιος Μέγας μας πληροφορεί πως η γιορτή του Αγίου Αθανασίου "σε αγροτικές περιοχές της Β. Ελλάδας, συνοδεύεται με θυσία βοδιού ή προβάτων, που σφάζονται κατά τη διάρκεια πανηγυριού αφιερωμένου στο άγιο, για κοινό σκοπό, για την υγεία δηλαδή και την ευτυχία ολόκληρης της κοινότητας." Το έθιμο τούτο λέγεται "κουρμπάνι" και το συναντάμε και σε εορτές άλλων Αγίων. Μπορεί η "θυσία ζώου" να φαντάζει στα μάτια των σημερινών ως "βάρβαρο" έθιμο, αλλά αν αναλογιστεί κανείς, από τη μια, ότι τότε η κρεωφαγία ήταν πολύ πιο περιορισμένη από όσο στις "πολιτισμένες" κι "ήμερες" ημέρες μας- και λόγω φτώχειας, αλλά και λόγω των νηστειών της Ορθοδοξίας που η πλειονότητα του λαού τηρούσε ευλαβικά- κι από την άλλη, πως ειδικά στην ύπαιθρο τα κρέατα δεν τα προμηθεύονταν πακεταρισμένα από κάποια αγορά ή σύγχρονο κρεοπωλείο, αλλά οι ίδιοι ή κάποιος χωριανός έπρεπε, έτσι κι αλλιώς να σφάξει για να μπορέσουν να τραφούν, η διαδικασία της τελετουργικής"θυσίας" (που νιώθω πως αποδίδει και κάποιο σεβασμό στο ζώο και στο θάνατό του, σε αντίθεση με την κατάσταση στα σύγχρονα σφαγεία) την οποία ακολουθεί το κοινό καζάνι και το κοινό συμπόσιο όλης της κοινότητας στα πλαίσια του κοινού εορτασμού (εξάλλου, μονάχα κάτι τέτοιες γιορτινές μέρες είχαν την δυνατότητα να γεύονται κρέας) και της κοινής ευχής για κοινή ευημερία του συνόλου μου φαντάζει πολύ λιγότερο απολίτιστη και βάναυση....

Ο έτερος λαογράφος μας, Γεώργιος Αικατερινίδης, του οποίου μάλιστα η διδακτορική διατριβή αφορούσε συγκεκριμένα τις θυσίες ζώων, καταγράφει, μεταξύ άλλων:

"Με τη γιορτή του Αγίου Αθανασίου και με τις θυσίες που γίνονται την ημέρα αυτή μεταφερόμαστε αποκλειστικά στο χώρο της Β. Ελλάδας, όπου τα κουρμπάνια έχουν μεγάλη διάδοση, και ιδιαίτερα στη Θράκη [...]

Η θυσία είναι κατά κανόνα "δημοτελής" -και φυσικά το κρέας μοιράζεται από κοινού- γι' αυτό και πρόκειται για ακριβά σφάγια, όπως συμβαίνει σε όλες αυτές τις δημόσιες, με έξοδα της κοινότητας, θυσίες: κριάρια, βόδια, μοσχάρια, αγελάδες, πολύ σπανιότερα δαμάλι, γίδα, προβατίνα. Τέλος σφάζονται πετεινοί ως ιδιωτική θυσία. Φανερή είναι πάλι η προτίμηση στο αρσενικό ζώο. [...]

Χαρακτηριστική περιγραφή της θυσίας, από κληρικό μάλιστα, έχουμε από το Διδυμότειχο: 

Στην πλατεία της συνοικίας "Πέρα μαχαλάς" ή "Πυρωστιά", μπροστά από το σπίτι του παπά, υπήρχε πηγάδι, το "πηγάδι του Αγίου Αθανασίου". Στη συνοικία γινότανε κάθε χρόνο στις 18 Ιανουαρίου το "κουρμπάνι". Το βράδυ της παραμονής, μόλις έδυε ο ήλιος, οι ενορίτες, και προπάντων όσοι κατοικούσαν γύρω στην πλατεία, έφερναν στο πηγάδι από μια μικρή λαμπάδα και θυμίαμα' τις λαμπάδες τις άναβαν γύρω στο πηγάδι, πάνω στο πέτρινο περιστόμιο' το λιβάνι το έκαιαν πάνω σε κεραμίδι, που το στήριζαν στο μέσο του στομίου του πηγαδιού με κλαδιά τοποθετημένα σε σχήμα σταυρού. Όταν καίγονταν οι λαμπάδες και το λιβάνι, ό,τι έμενε το έριχναν μέσα στο πηγάδι. Στη συνοικία υπήρχε και μια παλιά, καθώς έλεγαν, εικόνα του Αγίου Αθανασίου, που τη φύλαγε στο εικονοστάσι του όλη τη χρονιά ένας ενορίτης, ο οποίος εκλεγόταν για ένα έτος και άναβε κάθε μέρα καντήλι μπροστά της. Την ημέρα εκείνη έφερνε την εικόνα στο πηγάδι και την τοποθετούσε σε κάθισμα σκεπασμένο με καθαρό κάλυμμα. Δίπλα της, πάνω σε άλλο κάθισμα, έβαζε θυμιατό αναμμένο και σ'ένα τραπέζι δίσκο με ποτηράκι γεμάτα ρακή ή κονιάκ και λίγα "λεμπλεπιά" (φρυγμένα ρεβύθια) και κερνούσε όσους έρχονταν να προσκυνήσουν. Λίγα βήματα πιο πέρα έβραζαν μερικά κομμάτια του θυσιασμένου ζώου, που ήταν πρόβατο ή κριός ή και μεγαλύτερο ακόμα και το είχαν σφάξει το πρωί, αφού πριν το είχε ευλογήσει ο παπάς. Από το πρωί επίσης ένας φτωχός της συνοικίας, "μπαχτσεβάν" (κηπουρός), γύριζε μ'ένα σακούλι στη συνοικία με συνοδεία παιδιών που φώναζαν: "Άλας και πιπέρι στου μπαξεβάν το χέρι." και μάζευε από τα σπίτια ό,τι χρειαζόταν για το βράσιμο και το καρύκευμα του κρέατος: ξύλα, αλάτι, κόκκινο πιπέρι, κρεμμύδια, πράσα, όσπρια, σιτηρά, κλπ. Το μεγαλύτερο μέρος του θύματος μοιραζόταν πριν μαγειρευτεί στους νοικοκύρηδες, που το πήγαιναν στο σπίτι τους, πληρώνοντας ένα ποσό. Το υπόλοιπο το έτρωγαν στην πλατεία, αφού ο παπάς διάβαζε την ανάλογη ευχή. Τα έξοδα επιβάρυναν κάθε φορά τον φύλακα της εικόνας, που τα ξεπλήρωνε από τα έσοδα' ό,τι έμενε το διάθεταν για κοινωφελή έργα της συνοικίας. Ο νέος φύλακας οριζόταν από κεινού μετά τη γιορτή. 

Υπήρχε κι εδώ ο ψυχολογικός- εθιμικός εξαναγκασμός: η παράλειψη του εθίμου ήταν κακός οιωνός' μια φορά που δεν έγινε "επήλθε πανώλις κι απέθανον πενήντα άτομα εκ της συνοικίας". 

Η ευλόγηση του σφαγίου από τον ιερέα, συνηθισμένη σε μεγάλες θυσίες έρχεται από παλαιά, ενώ το άναμμα των κεριών στο πηγάδι μπορεί να θεωρηθεί εξασθενημένη παραλλαγή ενός τελετουργικού στοιχείου, που διασώθηκε σε αρκετές άλλες περιπτώσεις. Π.χ., "Του Αγίου Αθανασίου μετά τη λειτουργία φέρνουμε το βόδι στο προαύλιο της εκκλησίας. Τοποθετούμε στα κέρατά του δυο κεριά και τα ανάβομε. Ο παπάς διαβάζει μια ευχή και μετά σφάζεται το βόδι."

Στις μαρτυρίες που υπάρχουν γίνεται λόγος, έστω και έμμεσα, για την αιτία της προτιμήσεως των Θρακομακεδόνων στον Άγιο Αθανάσιο' φαίνεται δηλαδή ότι ο Άγιος, κατά παρετυμολογία του ονόματός του, θεωρείται προστάτης απ'τις αρρώστιες: "Αφού το γδάρουν, το κομματιάζουν σε τόσες μερίδες, όσες είναι οι οικογένεις του χωριού, κι έπειτα, αφού το διαβάσει ο παπάς, χτυπούν την καμπάνα, μαζεύονται όλοι οι χωρικοί με τα πιάτα τους και το μοιράζουν. Η κάθε νοικοκυρά το μαγειρεύει στο σπίτι της και τρώγουν όλοι για να προστατεύονται, με τη φροντίδα του Αγίου Αθανασίου, από τις διάφορες αρρώστιες. 

Κάποτε η γιορτή και η θυσία της ημέρας αυτής συνδέονται με παραδόσεις για σωτηρία από λοιμό. Ειδικότερα, η μακεδονική μαρτυρία, ανέκδοτη από την Τσάκονη της Καστοριάς, μας πληροφορεί, ότι η θυσία και η τοπική γιορτή επικράτησαν όταν παρουσιάστηκε μεγάλη επιδημία στο χωριό και για να απαλλαγούν θυσίασαν ένα δαμαλάκι τριών χρονώ στον Άγιο Αθανάσιο, αφού πρώτα έζωσαν κυκλικά με ασημένιο αλέτρι τρεις φορές το χωριό. Πρόκειται δηλαδή για πρακτική συνήθη για την αποτροπή ασθενειών [...] Οπωσδήποτε, η σύμπτωση της πιο πάνω μαγικής τελετής με την ημέρα του Αγίου Αθανασίου ενίσχυε την άποψη, ότι η θυσία αυτή είχε έντονο αποτρεπτικό, και μάλιστα από ασθένειες, χαρακτήρα.

Και η παρουσία σε ορισμένες (θρακικές) περιπτώσεις της αλεκτοροθυσίας συνηγορεί για τον αποτρεπτικό χαρακτήρα της ενέργειας. Ο πετεινός θυσιάζεται συνήθως στο περιθώριο της δημόσιας εκδηλώσεως του κουρμπανιού, ιδιωτικά, σε κάθε σπίτι για την υγεία των μελών, ως μια ενίσχυση της δυνάμεως της μεγάλης και συλλογικής θυσίας. 

Εξάλλου, η αλεκτοροθυσία συνδέει τη σύγχρονη θυσία με αρχαία λατρευτικά έθιμα, που υπήρχαν στην ίδια περιοχή. Ο Ν.Γ. Πολίτης [...] θεωρεί "πιθανωτάτη" τη σχέση του σημερινού εθίμου με την προσφορά αλεκτρυόνος στον Ασκληπιό. Και ο Γ.Α. Μέγας, πολύ πιο συγκεκριμένα, κάνει ταύτιση "αρχαίου" παρεκκλησίου του Αγίου Αθανασίου με ιερό του Ασκληπιού και οδηγείται στο συμπέρασμα, "ότι ο Ασκληπιός κατείχεν εξέχουσαν θέσιν εν τη λατρεία των αρχαίων (...) Θρακών. [...]"(Γεωργίου Αικατερινίδη, "Νεοελληνικές αιματηρές θυσίες", Δελτίον ελληνικής λαογραφικής εταιρείας 1979)


Από την άλλη, ο Δημήτριος Λουκάτος παρατηρεί: "Από την ετυμολογία του ονόματος του αγίου "Αθανάσιος- αθάνατος" (ή κι από την παρετυμολογία του "Θανάσης - θνητός"), προέρχεται η συχνότητα των μικρών εκκλησιών στα Νεκροταφεία μας, με το όνομα "Άι- Θανάσης". Είναι γνωστή και η παροιμιακή φράση "Είναι για τον Άι-Θανάση", που δηλώνει τον ετοιμοθάνατο. Τον φοβούνται ή τον σέβονται οι παραδοσιακές ελληνικές κοινωνίες τον Άι-Θανάση, και σαν ιερό Χάρο (που μπορεί να φέρει ή και να γιατρέψει αρρώστιες), γι'αυτό και την ημέρα της γιορτής του τη χειμωνιάτικη, σφάζουν κόκκορο ή κοινό κουρμπάνι, για την υγεία όλων, τη δε καλοκαιρινή (2 Μαϊου), βγαίνουν στο ύπαιθρο, λειτουργούν τα εκκλησάκια των Κοιμητηρίων κι έπειτα... χορεύουν, για μια συνέχεια ζωή. Στη Δωδεκάνησο (Σύμη) μαντεύονται με κλήδονα τα κορίτσια, και ρίχνουν τον "Κουκουμά":

-Άι-Θανάση αφέντη μας, έλα στη γειτονιά μας!

Στην αντιθανατική αυτή "συμπεριφορά" της ελληνικής λαϊκής λατρείας οφείλονται και τα πολλά βαφτιστικά "Αθανάσιος" των νεοελλήνων, που, ενώ στη βάφτιση τα παίρνουν για αθανασία, όμως αυτοί τα προσεγγίζουν προς το θάνατο, λέγοντας συνήθως Θανάσης. [...]"(Δημητρίου Λουκάτου, "Συμπληρωματικά του Χειμώνα και της Άνοιξης", εκδόσεις Φιλιππότη)

Τέλος, ο Γεώργιος Μέγας αναφέρει επιπλέον για τη μέρα τούτη: " ακόμη "τ'αγιο-Θανασού τό'χουνε  σε κακό να κάνουνε αρχή" (μιας εργασίας) και οι γυναίκες απέχουν από κάθε δουλειά: "δε ζυμώνουν, δεν πλένουνε, λένε είναι της Άσπρης"." (Γεωργίου Μέγα, "Ελληνικές γιορτές και έθιμα της λαϊκής λατρείας", εκδόσεις Οδυσσέας)

Παρασκευή 27 Δεκεμβρίου 2013

Ο Άγιος Στέφανος, τα στέφανα και τα κουρμπάνια.

Του Αγίου Στεφάνου σήμερα, προστάτου των στεφάνων και των νιόπαντρων ζευγαριών. 
Ο Δημήτριος Λουκάτος ("Συμπληρωματικά του χειμώνα και της άνοιξης") καταγράφει σχετικά:
"Η χριστιανική υμνογραφία έπαιξε λυρικά με το όνομα του αγίου αυτού, μιλώντας για στέφανο του μαρτυρίου του:
Λόγων στεφάνοις στέφω Στέφανον, ον προέστεψαν λίθοι!...
και: 
Δεύτε Στέφανον ενδόξως στεφανώσωμεν.
Αυτή η ένδοξη εναλλαγή στεφάνων και στεφανώματος, μαζί με τη νεανική ηλικία και μορφή του πρωτομάρτυρα, που κι οι ίδιοι οι δικαστές του τον αντίκρυσαν σε μια στιγμή να έχει "πρόσωπον αγγέλου" (κι αυτό μας το δίνουν επίσης οι μεγάλοι αγιογράφοι) έκαμε ώστε ο άγιος Στέφανος να θεωρείται και προστάτης των νιόπαντρων ζευγαριών, η να τον επικαλούνται, με προσκόμιση λουλουδιών, οι ανύπαντρες κοπέλες.



Νομίζω ότι δεν είναι άσχετη με τη νεανικότητα του αγίου και με τον μεταφυσικό συμβολισμό του στεφάνου του, η εντονότερη λατρεία του από τον γυναικείο κόσμο, κι η αφιέρωση γυναικείων Μοναστηριών στ' όνομά του (Μετέωρα, Χίος, Αττική, Θεσσαλονίκη)."

Λέγεται, ακόμη, πως πολλά νιόπαντρα ζευγάρια του αφιέρωναν τα στέφανά τους, ώστε "νά'χουν καλά στέφανα", καλό γάμο.

Στα Ψαχνά Ευβοίας, στο εκκλησάκι του Αγίου Στεφάνου, υπάρχει τό εξής έθιμο, που κράτησε κυρίως μέχρι τη δεκαετία του '70, "όποια κοπέλα ή άνδρας δε μπορούσε να βρει γαμπρό ή νύφη αντίστοιχα, πήγαινε στο εξωκκλήσι του Αγίου και άφηνε μπροστά στην Ωραία Πύλη δεμένο (κόμπος) μανδήλι με χρήματα μέσα. Όποιος πιστός το έβρισκε, το έλυνε, έπαιρνε τα χρήματα και ταυτόχρονα "ελευθερωνόταν" η τύχη αυτού που άφησε το μανδήλι." Επίσης, τη μέρα αυτή "οι παντρεμένες γυναίκες βγάζουν τα στέφανά τους στο φως της ημέρας για να τα καθαρίσουν και να τα θυμιατίσουν." (πηγή: http://psahnaevia.blogspot.gr/2012/12/2.html)

Η γιορτή του Αγίου Στεφάνου, όμως, συνδέεται και με τα χοιροσφάγια (βλ.καιΤα χοιροσφάγια των Χριστουγέννων), καθώς σε πολλά μέρη της Ελλάδος συνηθιζόταν τούτη τη μέρα να σφάζουν τα γουρούνια, αντί τις παραμονές των Χριστουγέννων, γι'αυτό και αρκετή την ονόμαζαν "γουρουνοστέφανο". Ιδιαιτέρως για την περιοχή της Χαλκιδικής ο Ιωακείμ Κρικέλικος ("Το Δωδεκαήμερο στη Χαλκιδική" - σε ηλεκτρονική μορφή εδώ: http://www.halkidikinews.gr/dodeka/) αναφέρει:
"Του Αγίου Στεφάνου: Μεγάλη μέρα για την Αρναία, που γιορτάζει τον πολιούχο της Άγιο σημαντική όμως μέρα και για τα πιο πολλά χωριά της Χαλκιδικής, αφού σήμερα σφάζουν τα γουρούνια, εις ανάμνηση, λένε, της σφαγής των δεκατεσσάρων χιλιάδων νηπίων από τον Ηρώδη ή του λιθοβολισμού του αγίου Στεφάνου.
Πιθανότατα το έθιμο της σφαγής του οικόσιτου χοίρου ανάγεται στους ρωμαϊκούς χρόνους, τότε που οι γεωργοί θυσίαζαν, κατά τα «Σατουρνάλια» (17-25 Δεκεμβρίου), προς τιμή του Κρόνου και της Δήμητρας, χοίρο για την ευφορία της γης.
Σίγουρα, πάντως, έσφαζαν το γουρούνι τα Χριστούγεννα οι Χαλκιδικιώτες, διότι και το κρύο επέτρεπε τη διατήρηση του χοιρινού κρέατος για πολύ καιρό και να φάνε δεν είχαν· και οι "αλείξουρις" αυτές ημέρες χρειάζονταν πολύ και καλό φαγητό· «φαγούσ'μου ήταν κι δ'λειές δεν είχαν».
Η σφαγή του γουρουνιού, από παρέα φίλων και γειτόνων, ήταν όντως τελετουργική: λίγο πριν τη σφαγή, το έβγαζαν από το «κουμάσι» για να περπατήσει, «να σκνίσ'» ελεύθερα και να «χαρεί», προτού θανατωθεί. Ευθύς μετά το σφάξιμο, η νοικοκυρά το θύμιαζε μ' ένα κεραμίδι "για να φύγουν τα μαϊκά" τα κάρβουνα από το αυτοσχέδιο θυμιατό τα έριχνε μετά στο λαιμό του χοίρου «για την ψυχή του ζώου αλλού, «έβαζαν στο στόμα του γουρουνιού κώνο («κουκ'νάρα») καλαμποκιού, για να μένει ανοιχτό (ίσως για να βγει πιο εύκολα η η ψυχή του!) σ' άλλα πάλι χωριά, τα κάρβουνα με το θυμίαμα τα έριχναν στα αυτιά του γουρουνιού, για να φύγουν οι Καλικάντζαροι αλλού, τέλος, θυμίαμα και κρεμμύδι έβαζαν στο στόμα του, για να έχει γλυκό και νόστιμο κρέας.
Η θυσία του ζώου γίνεται, σίγουρα, με προφύλαξη, αγνείες, καθαρμούς και εξιλαστικές πράξεις, που συναντούμε σε πανάρχαιες τοτεμικές τελετουργίες, όπως λ.χ. στα «Βουφόνια» των αρχαίων, έτσι ώστε οι θύτες να γλιτώνουν από το κρίμα.
Μετά το γδάρσιμο και τον τεμαχισμό, τα παιδιά έπαιρναν τη «φούσκα» του (ουροδόχο κύστη), αφού πρώτα «τα έδειχναν» (τα γεννητικά τους όργανα), την τρίβανε στη στάχτη για να μαλακώσει, τη φούσκωναν και έπαιζαν με τούτο το αυθεντικό και ανθεκτικό μπαλόνι.
Ακολουθούσε το θυσιαστικό συμπόσιο: τη μέρα αυτή έτρωγαν το μαύρο συκώτι, μαγειρεμένο με κρεμμύδια και κόκκινο πιπέρι. Το άσπρο το έτρωγαν την Πρωτοχρονιά.
Τις επόμενες μέρες οι νοικοκυρές έβγαζαν τη λίγδα (λίπος), έφτιαχναν τις «τσιγαρίδες» ή «πιτσουρούδις» (τσιγαρισμένα κομμάτια κρέατος και λίπους μαζί), γέμιζαν τα λουκάνικα καθάριζαν τις «ουματιές» ή "ματιές", αλάτιζαν τον παστό και έφτιαχναν από τηγανισμένα κομμάτια κρέατος, λίπους και λουκάνικων τον «πασπαλά» (καβουρμά), που τον φύλασσαν σε πήλινα δοχεία, τις «βουτνάρες», για το θέρο.
Και επειδή από "του γ'ρούν' τίπουτι δεν πιτχιέτι", στην Κασσάνδρα φτιάχνανε:
1) «μπάμπου», με το στομάχι του χοίρου που καθαριζόταν καλά, παραγεμιζόταν με «γιουμίδια» (γλυκό τραχανό, μυρωδικά, ψιλοκομμένο και ζεματιστό πνευμόνι) και τρωγόταν τη δεύτερη ή την τρίτη μέρα μετά το σφάξιμο,
2) τον «αϊτό», με τα «τραγανάδια» (χόνδρινα μέρη) του στήθους, που τεμαχίζονταν, βράζονταν με γλυκό τραχανό και γίνονταν πίτα, και
3) τον «πατσιά», με το κεφάλι και τα πόδια του γουρουνιού, που μαγειρευόταν την παραμονή της Πρωτοχρονιάς.
Οι νοικοκυραίοι, τέλος, το δέρμα του γουρουνιού το καθάριζαν, το τέντωναν και το άπλωναν να ξεραθεί. Απ' αυτό αργότερα έφτιαχναν τα «γρουνουτσάρ'χα»."


Ο Γεώργιος Αικατερινίδης, στο έργο του "Νεοελληνικές αιματηρές θυσίες", αναφέρεται, επίσης, σε θυσίες ζώων την ημέρα τούτη:


Αναφορά σε κουρμπάνι, δηλαδή σε "θυσία ζώου", αλλά και σε άλλες παραδόσεις κατά την ημέρα του Αγίου Στεφάνου κάνει και η Αργυρώ Μάμαλη-Κοπάνου στο βιβλίο της "Αντέτια Δωδεκαημέρου":
"Την τρίτη ημέρα μετά τα Χριστούγεννα, γιορταζόταν ο Άγιος Στέφανος, ιδιαίτερα στην Καππαδοκία. Στο Γκέλβερι, ήταν προστάτης των παντοπωλών και στα Φάρασα, ο "Ε-Στέφανος" λατρευόταν σε κάτζι (βράχο), όπου ήταν και η σπηλιά που αγίασε. Η συνοικία του Αγίου Στεφάνου ήταν ένα παραλιακό προάστιο της Κωνσταντινούπολης, στην Προποντίδα, που τιμούσε ιδιαίτερα τη μνήμη του Αγίου. Χαρακτηριστικό έθιμο του πανηγυριού ήταν τα τάματα που έφερναν Ρωμιοί, Τούρκοι κι Αρμένιοι, ζώα στολισμένα με χρυσές κλωστές που θυσίαζαν στον αυλόγυρο κι έπειτα άλειφαν χέρια και πρόσωπο με το αίμα της θυσίας "για το καλό", όπως πίστευαν. Ήταν ένα κουρμπάνι (θυσία ζώου) που γινόταν, όπως και άλλα, στη λατρεία των Αγίων, το οποίο όμως διατηρήθηκε μέχρι τα νεώτερα χρόνια.
Στον Πόντο, στο χωριό Χατσάβερα της Ροδόπολης, υπήρχε ναός του Αγίου μέσα σε σπηλιά. Στη γιορτή γινόταν τοπικό πανηγύρι και οι κάτοικοι έσφαζαν πρόβατα και δαμάλια για να φιλέψουν τους προσκυνητές. Ο Άγιος, πίστευαν, "από πέτρα γεννήθηκε κι από πέτρα πέθανε". Σύμφωνα με την παράδοση, την τρίτη μέρα των Χριστουγέννων, τρεις γυναίκες πήγαν για επίσκεψη στην Παναγία που ήταν λεχώνα. Οι δύο είχαν από ένα παιδί στην αγκαλιά και η τρίτη που δεν είχε, πήρε μια πέτρα από το δρόμο και τη φάσκιωσε. Η Παναγία ρώτησε ποιά ήταν τα ονόματα των παιδιών των γυναικών. Οι δύο πρώτες απάντησαν, η τρίτη όμως αποκρίθηκε δειλά: Στέφανος. "Το πιστεύω", είπε η Παναγία, "ας είναι Στέφανος τ'όνομά του". Λυπήθηκε την άτεκνη γυναίκα κι έκανε το θαύμα της. Έτσι έγινε ο Αϊ-Στέφανος, που από πέτρα γεννήθηκε και από πέτρα θανατώθηκε (με λιθοβολισμό)."

Ίσως, μάλιστα, με βάση αυτήν την τελευταία παράδοση, κάποιοι να τον θεωρούν και προστάτη "για την ευτοκία και ευτεκνία".
Τέλος, στον Άγιο Γεώργιο της Χίου (πηγή: http://www.alithia.gr/newspaper/2005/30122005/30122005,13619.html): "Ανήμερα του Αγίου Στεφάνου οι άντρες του χωριού κατέβαιναν στην πόλη κρατώντας έναν «τουρβά», έναν τρίχινο υφαντό σάκκο όπου συνήθως τοποθετούσαν τα ψώνια. Κατέβαιναν εκείνη τη μέρα στη χώρα, πουλούσαν τις ελιές τους, τις «τρούπες» και ψώνιζαν τα αναγκαία για το σπιτικό τους. Αυτός ο τουρβάς γέμιζε με καλούδια κάθε λογής. Kαρύδια, ακόμη και πατσά. Ο κάθε νοικοκύρης έκανε την κουμπανία του», θυμάται ένας κάτοικος του χωριού" .

Τρίτη 16 Ιουλίου 2013

Η αγια-Μαρίνα, τ'αλώνι του παπά κι ο βράχος των Νυμφών...

"Εκεί κοντά που μπαίνουνε στην Ταβιά, στο δημόσιο δρόμο χάμου, είναι νια τρούπα βαθιά, που πρώτα ήταν αλώνι. Άκου να ιδείς πως έγινε τούτο: Στις δεκαφτά τ'Αλωνάρη είναι η γιορτή της αγιά-Μαρίνας. Ένας παπάς είχε τη θημωνιά του εκεί κοντά στ'αλώνι του, κι έβανε τ'άλογα ανήμερα να πατήσουνε. Λέει, είν' αλαφρή γιορτή, δεν κάνει να καθόμαστ' άνεργοι, ξερά τα χέρια. Το μεσημέρι πλια, που ησύχασ' ο κόσμος, ο τραγόπαπας ακόμα αλώνιζε, και δώσ' του με τις φωνές εξεκούφαινε τον κόσμο. Μα σαν ήρθε ντάλα μεσημέρι, που δεν ακούς άλλη μιλιά εξόν από τουν τσιντσίρωνε, ο διαβολόπαπας- τα ίδια της συχωρεμένης και χειρότερα. Τότενες έβανε και την ντουάνα κι εστάθηκε απάνου όλορθος, και δώσ'του εψόφησε τ'άλογα. Εκείν' την ώρα, νά σου, μάτια μου, κι έρχεται νια όμορφη γυναίκα με χρυσά μαλλιά, ασπροφόρα, και χαιρετάει τον παπά. Εκείνος, τη δουλειά του: αλώνιζε και δεν της είπε μάιδ' ένα καλωσόρισες. Του λέει η γυναίκα: "Γιατί αλωνίζεις σήμερα, που είναι της αγιά-Μαρίνας;" "Μπα" λέει, "και τί; Θα σε βάνω γω ξεταστή τί κάνω; Έτσι θέλω κι αλωνίζω!" Δεν επρόφτασε να τελειώσει το λόγο, κι ακούγεται νια βουή, Παναϊά μου! Ελέγαμε πως έγινε σειγμός κι επεταχτήκαμε ούλοι στο πόδι. Πηγαίνουμε κατά τη μεριά π'ακούστηκε ο βρόντος, και τί γλέπουμε; Μια καταβόθρα, ε, άκωλη τον κατήφορο! Η γυναίκα εκείνη ήτανε η αγια-Μαρίνα, και είπε κι εσκίστηκε η γης, κι εκατάπιε και παπά κι άλογο κι αλώνι.
Άλλοι πάλι έχουν να πούνε πως δεν ήτανε η αγια-Μαρίνα, και πως ήτανε νια νεράιδα, που την έστειλε η Κυρά να χαντακώσει τον παπά, γιατ' εχούγιαζε ντάλα μεσημέρι και εχάλαγε την ησυχία τουν νεράιδωνε, που είχαν τότες τραπέζι." (Νικολάου Πολίτη,"Παραδόσεις Α', 61.Στου παπά τ'αλώνι", Δαβιά Μαντινείας)

Ο Νικόλαος Πολίτης αναφέρει ακόμη και μια "όμοια παράδοση που κυκλοφορούσε και για ένα τέλμα στο Αίγιο, γνωστό με το όνομα "Του παπά η λούτσα"", αλλά και κάνει λόγο και για μια παραλλαγή από την περιοχή του Άργους και καταλήγει πως "η αγία Μαρίνα αντικατέστησε στις ευσεβείς διηγήσεις άλλα πλάσματα της φαντασίας". ("Παραδόσεις Β'")

Αλλά κι ο Βασίλης Λαμνάτος ("Οι μήνες στην αγροτική και ποιμενική ζωή του λαού μας"), αφού τονίζει το φόβο των ξωμάχων να δουλέψουν τέτοια μέρα, καταγράφει μια παρόμοια ιστορία από την Αλωνίσταινα της Αρκαδίας: "Κάποτε την ημέρα της Αγίας Μαρίνας, αλώνιζε ένας παπάς με τ'άλογά του. Δεν πρόφτασαν νά'ρθουν τρεις γύρες αυτός και τ'άλογά του και τ'αλώνι άνοιξε και τον κατάπιε αυτόν και τα ζωντανά του. Κι από τότε, κάθε φορά της Αη-Μαρίνας ακούγεται το καταμεσήμερο ο παπάς να κλαίει και να λέει: "Α Μαρίνα, α!"."


Ο Γεώργιος Μέγας ("Ελληνικές γιορτές και έθιμα της λαϊκής λατρείας") σημειώνει: "Όπως φαίνεται , η παρετυμολογία του ονόματός της (Μαρίνα-μαραίνω) συντέλεσε, ώστε ο λαός να τρέφει προς την αγία, που μαρτύρησε το 262 στην Αντιόχεια, μεγάλο σεβασμό, αλλά και δεισιδαιμονικό φόβο (πρβλ την παροιμία:"Άγια Μαρίνα μάρανε, μάνα και θυγατέρα"). Κι επειδή η γιορτή της συμπίπτει με την εποχή της ωρίμανσης των σταφυλιών, η μνήμη της γιορτάζεται με εξόδους στ'αμπέλια και τους λαχανόκηπους και με προσφορές των πρώτων καρπών (σύκων, σταφυλιών, κλπ) στην εκκλησία. Γεμάτα λαό είναι τα πανηγύρια την ημέρα της γιορτής της και μεγάλα πλήθη συρρέουν στους ναούς της. Σε μερικούς τόπους, όπως στο Δεμάτι της Ηπείρου:
μετά τη λειτουργίαν θυσιάζεται βους και τέμνεται εις 30-32 τεμάχια, τα οποία διανέμονται εις τους απογόνους ισάριθμων οικογενειών, όσαι ήσαν προφανώς αι αρχικαί οικογένειαι του χωρίου. Μετά ταύτα παρατίθεται τράπεζα υπό παλαιάν δρυν, ένθα οι κάτοικοι ευωχούνται άδοντες και χορεύοντες.
Η αγία Μαρίνα προστατεύει και από τα βλαπτικά ζωύφια και στη γιορτή της γίνεται αγιασμός και ραντισμός των σπαρτών για τα σκαθάρια και άλλα "ζούμπερα"."

Ας περάσουμε και στην Κρήτη, όπου ο Νίκος Ψιλάκης ("Λαϊκές τελετουργίες στην Κρήτη", εκδ. Καρμανωρ) μας πληροφορεί: "Οι 16 τοιχογραφημένοι ναοί της που βρίσκονται διάσπαρτοι σε όλη την Κρήτη, πριν από το 16ο αιώνα, τα μικρά και τα μεγάλα προσκυνήματα, τα αγιάσματα και τα μεγάλα πανηγύρια αποτελούν αδιάψευστους μάρτυρες της λατρείας της. [...] Το πιο σημαντικό στοιχείο για τη λαϊκή λατρεία προέρχεται πάλι από τις συναξαρικές πηγές και αναφέρει ότι η μικρή Μαρίνα κατάφερε να κατανικήσει τον διάβολο, που την είχε επισκεφτεί στη φυλακή, λίγο πριν τον αποκεφαλισμό της, χτυπώντας τον με σφυρί στο κεφάλι.
Για να κατανοήσουμε, όμως, το λατρευτικό πλαίσιο της μεγάλης αυτής εορτής ας επιστρέψομε στη Βόνη, στο πιο σημαντικό ίσως ιερό της Αγίας Μαρίνας στον ελληνικό χώρο. Οι παλαιότερες εικόνες λαϊκής τέχνης που υπάρχουν σήμερα στο μοναστήρι εικονίζουν τη Μαρίνα σε κίνηση. Με το ένα χέρι κρατά από τα μαλλιά τον διάβολο, που εικονίζεται ως δυσείδης ανδρική μορφή μαύρου χρώματος, και με το άλλο κρατά ένα σφυρί με το οποίο τον χτυπά. Στον παλιό ναό υπάρχει μια εικόνα αυτού του εικονογραφικού τύπου, κατάφορτη με χρυσά αφιερώματα, κοσμήματα και ρολόγια. Την ώρα που βρισκόμασταν δίπλα στην εικόνα αυτή στις 16 Ιουλίου 2004 ένας προσκυνητής είχε ήδη προσκυνήσει και ήταν έτοιμος να φύγει. Ξαφνικά τον είδαμε να επιστρέφει, να αγνοεί την πίεση των ανθρώπων που σχημάτιζαν τεράστια ουρά πίσω του, να βγάζει το ρολόι από το χέρι του και να το αποθέτει στην εικόνα. Δίπλα ήταν κι άλλα, όχι καινούρια, και έδιναν την εικόνα μιας αυθόρμητης προσφοράς που αποφασίζεται την τελευταία στιγμή χωρίς να έχει προηγηθεί σχετικό τάξιμο.



Στην κάτω δεξιά γωνία του εικονοστασίου οι καλόγριες έχουν τοποθετήσει ένα γυάλινο βάζο, μέσα στο οποίο διατηρείται εμβαπτισμένο σε συντηρητικό υγρό ένα μικρό φίδι. Ο επισκέπτης καταλαβαίνει αμέσως ότι δεν έχει τοποθετηθεί για προσκύνημα αλλά ως έκθεμα και ως τεκμήριο κάποιας λατρευτικής ή άλλης πράξης. Οι καλόγριες είναι πρόθυμες να διηγηθούν μιαν ευσεβή ιστορία που αναφέρει ότι μια γυναίκα τσιγγάνικης καταγωγής που διέμενε κοντά στη Θεσσαλονίκη ήρθε άρρωστη και με φουσκωμένη κοιλιά στο μοναστήρι όπου, μόλις σταυρώθηκε με λάδι από την καντήλα της Αγίας, γέννησε ("έπεσε από μέσα της") αυτό το φίδι. Η χριστιανική συμβολική έχει υιοθετήσει την ιουδαϊκή αντίληψη για το φίδι το οποίο θεωρεί έκφραση του διαβόλου. Η αντίληψη αυτή έχει περάσει στη λαϊκή θρησκεία, που αγνοεί τον αρχαιοελληνικό συμβολισμό του όφεως, ως έκφραση των χθονίων θεοτήτων και των δυνάμεων που σχετίζονται με τη βλάστηση. Στην περίπτωση της Βόνης το φίδι λειτουργεί ως έξεθεμα που παραπέμπει στο κατά παράδοση θαύμα. [...] Η Αγία εξακολουθεί να μάχεται και να κατανικά το διάβολο.[...]"

Η Αγία Μαρίνα, λοιπόν, από τη μια θεωρείται ότι προστατεύει τα χωράφια από όλα τα ζούμπερα και τα διαόλια που καταστρέφουν τους καρπούς των σπαρτών, κι από την άλλη θεωρείται ότι προστατεύει τον άνθρωπο από τα δαιμόνια που "τρώνε" την ψυχή του. Καθώς η ίδια κατανίκησε το διάβολο, έγινε μεμιάς προστάτης του ανθρώπου από το κακό, το κακό που μπορεί να του στείλουν οι άλλοι ("Η Μαρίνα μαραίνει το κακό το μάτι"), αλλά και τον κακό δαίμονα που μπορεί να στοιχειώσει στην ψυχή του κι έτσι αναφέρεται ως θεραπεύτρια κάθε ψυχικής νόσου και διαταραχής. Ακόμη καταγράφεται ως προστάτιδα των παιδιών (πρβλ προστάτιδα των καρπών) και δη των καχεκτικών και άρρωστων, ιδιαίτερα τις εποχές που θανατηφόρες επιδημίες θέριζαν τα νεογνά και βρέφη ως πιο ευάλωτα, ίσως διότι με παρετυμολογία του ονόματός της βεβαίωνε πως μπορεί να "μαράνει" τα κακά σπυριά και την ασθένεια. 
Γράφει σχετικά ο Δημήτρης Λουκάτος ("Τα καλοκαιρινά") διηγούμενος "το μεγάλο πανηγύρι που γίνεται στο χώρο του Θησείου, κάθε καλοκαίρι, την παραμονή κι ανήμερα της Αγιά-Μαρίνας".:
"Είναι γνωστή η μεγάλη τώρα ενοριακή εκκλησιά της Αγίας Μαρίνας, που από μικρό παλιό εκκλησάκι, πάνω στο βράχο των Νυμφών (σημ.: πάλι οι νεράιδες μπροστά μας!), έγινε μεγαλόπρεπη κι ανταγωνιστική, με τους πολλούς τρούλους της, πιο κάτω από τους θόλους του νεοκλασσικού Αστεροσκοπείου.
Ο βράχος και το εκκλησάκι μένουν ακόμη πυρήνες αναλλοίωτοι της παλιάς λατρείας, όταν από τα χρόνια της Τουρκοκρατίας έρχονταν εδώ προσκυνητές μητέρες έγκυες, μητέρες με παιδιά, περνούσαν τη νύχτα τους στον χώρο της εκκλησιάς και παρακαλούσαν την Αγιά-Μαρίνα να τους χαρίσει τον καλό τοκετό, ή να δώσει γεροσύνη στα "μαραμένα" άρρωστα παιδιά τους.
Είναι γνωστό, πως από το ίδιο της το όνομα η Αγία Μαρίνα καλείται να γιατρεύει κάθε "μαραμένο" και καχεκτικό κορμί, ή να "μαραίνει" την αρρώστια τους και να "μαρανίσκει" τα παιδιά, δηλ. να τα ησυχάζει και να τους δίνει ύπνο, όταν βασανίζονται από κάποια αρρώστια. Έχουμε μαρτυρίες, πως έρχονταν πάντα προσκυνητές, απ' όλη την Αττική, εδώ στην Αγία-Μαρίνα του Θησείου, και περνούσαν τη νύχτα τους στον γραφικό τούτο βράχο, που είναι γεωλογικά όμοιος με το βράχο της Ακρόπολης και της Πνύκας, ζεστός από τον ήλιο του καλοκαιριού, γεμάτος απαλές κοιλότητες, κατάλληλες για "εγκοιμήσεις" (κάποτε δάπεδα από αρχαίους χώρους λαξευτούς), ή γλιστερές επιφάνειες για μαγικές "κατολισθήσεις"(*). Έφερναν τα παιδιά τους και τους άλλαζαν τα ρούχα μπροστά στην εικόνα της Αγίας (διώχνοντας έτσι την αρρώστια από πάνω τους), ή τα αφιέρωναν για ένα χρόνο στην εκκλησιά και τα ρασοφορούσαν. Ύστερα ξάπλωναν όλοι, με τα ρούχα και τις κουβέρτες τους, πάνω στο βράχο και περνούσαν τη νύχτα ακούοντας την ολονύχτια ψαλτική, ή ζητώντας με τη νέα αυτή "εγκοίμηση" τον ύπνο της θεραπείας...[...]
....κοιτάζοντας πάνω σ'όλη την έκταση του λευκού απλωτού βράχου, που κατηφορίζει ως τον μεγάλο δρόμο του Θησείου, θα δούμε παντού πλήθος προσκυνητές, που έχουν ξαπλώσει κατά γης, πάνω σε κουβέρτες και σε προσκέφαλα, έχουν πιάσει το χώρο με μια "εγκατάσταση" οικογενειακή, και περιμένουν τη νύχτα για να "τελέσουν" την ιερή τους "εγκοίμηση", αυτοί και τα παιδιά τους. Έχουν πάρει μαζί τους ελάχιστα φαγώσιμα και νερό, που με πραγματική νηστευτική εγκράτεια -σαν τους αρχαίους στα μεγάλα Ιερά- θα τα χρησιμοποιήσουν, για να περάσουν τη νύχτα τους, ενώ πολλοί θα μεταλάβουν ίσως το πρωί....
Στο διάστημα της ολονυχτίας, καθώς θ'ακούνε την ψαλτική, κάτω από τα άστρα του δικού τους ουρανού, ή και μέσα στο θρησκευτικό ύπνο τους, κάποια φωνή από την εκκλησία θα τους φέρει το συγκινητικό μήνυμα, πως ένας παράλυτος, ένα παιδάκι, μία άρρωστη... δέχτηκαν τη θαυματουργή επίσκεψη της αγίας...
Τούτην τη νύχτα στέκεται ξάγρυπνη από αντίκρυ κι η Ακρόπολη. Βιάζεται να ξοφλήσει αποβραδίς με τον ζαλιστικό για τα μνημεία της "Ήχο και φως", και όταν ξαναβρίσκει την ησυχία του τοπίου της πλησιάζει λες και ψιθυρίζει στους πανηγυριστές του λόφου των Νυμφών (σε "ήχο", που δε μπορεί να τον συλλάβει εύκολα ο Τουρισμός):
"Σας ευχαριστώ που συνεχίζετε κάτι δικό μου! Έχω χαρεί τόσες παρόμοιες γιορτές εδώ πάνω στο χώρο μου! Αλήθεια, πόσο μου ζωντανεύετε την ελληνική θύμιση!" "
(*) "Εις το ΒΑ πέρας του λεγομένου λόφου των Νυμφών εν Αθήναις, εν τω οποίω υπάρχουσι πολλά ίχνη παλαιοτάτων οικήσεων λελαξευμένων εν τω βράχω [...]Το μέρος τούτο λέγεται "Κυλίστρα", από της συνηθείας των Αθηναίων γυναικών καθήμεναι επί της κορυφής να κατολισθαίνωσι μέχρι της βάσεως' εκ της συνηθείας δε ταύτης δια της συνεχούς επί μακρούς χρόνους προστριβής προήλθε και η λείανσις της πέτρας. Κατά τους νεωτάτους χρόνους κατολισθαίνουν αι επίτοκοι γυναίκες, νομίζουσαι ότι ούτως ευκολύνουσι τον τοκετό, παλαιότερον δ'όμως η συνήθεια είχεν άλλον, συγγενή πάντως, σκοπόν. [...]



[...] Οι μύθοι ούτοι φέρονται ως τροποποίησις αρχικού απλουστέρου μύθου περί γεννήσεως ανθρώπων εκ λίθων, προσάγοντες αιτιολογίαν και εξήγησιν αυτού, ήτοι αποδίδοντες κυρίως την γέννησιν εις την επενέργειαν σπέρματος πεσόντος επί του λίθου. Ο απλούς δ'όμως και πρωτογενής τύπος του μύθου ανευρίσκεται όχι μόνο εις τους ελληνικούς περί της δημιουργίας ανθρώπων μετά τον επί Δευκαλίωνος κατακλυσμόν, αλλά και παρ' άλλοις λαοίς [...]" (Νικολάου Πολίτου, Λαογραφικά Σύμμεικτα Β', "ΩΚΥΤΟΚΙΑ")

Το αγίασμα και το λάδι από το καντήλι της αγια-Μαρίνας θεωρούνται θεραπευτικά. Όπως μας πληροφορεί ο Νίκος Ψιλάκης, στη Βόνη, με το αγίασμα από την πηγή που υπάρχει στο ιερό, συνήθιζαν να ζυμώνουν ψωμί χωρίς τη χρήση προζυμιού, δηλαδή το νερό αυτό είχε την ιδιότητα να προκαλεί από μόνο του ζύμωση.

Τέλος, ας αναφέρω και μια ακόμη ιστοριούλα σχετική με την αγία Μαρίνα που αφηγείται ο Βασίλης Λαμνάτος στο βιβλίο του "Οι μήνες στην αγροτική και ποιμενική ζωή του λαού μας": "Η Αγία Μαρίνα είναι ακόμα και "νεροφανερούσα" μού'πε ένας λεβεντόγερος στο Κεφαλοχώρι Πλάτανο Ναυπακτίας, πριν δεκα πέντε περίπου χρόνια από τη στιγμή που γράφω τούτο μου το γραφτό. Να, τι μου διηγήθηκε τότες:
 "Κοιμόμουνα μεσημέρι στο χωράφι μου Φτελιά κι είδα στον ύπνο μου μια όμορφη κοπέλα να μου δείχνει, σαν τώρα δα με το χέρι της το μέρος που θά'σκαβα και θά'βρισκα νερό. Σάλεψε ο νους μου στ'όνειρο, πετάχτηκα και νόμιζα πως το ζάω. Την άλλη μέρα πήρα τον κασμά μου κι άρχισα να σκάβω. Έσκαψα θυμάμαι δυο μέρες και την τρίτη, χτυπώντας μια πέτρα που βρήκα σφηνωμένη βαθιά, τί να ιδώ, δάκρυσε ο τόπος όλος. Το νεράκι της Αγίας Μαρίνας είπα, έκανα το σταυρό μου και φίλησα τρεις φορές το χώμα. Από τότε στη γιορτή της δεν έλειψα ούτε μια φορά από την εκκλησιά". 
Δοξασμένο νά'ναι τ'όνομά της, είπε το γεροντάκι και σώπασε μ'ένα χαμόγελο πού'σβηνε αχνά στο στόμα του, αχνά και θεϊκά."


Παραμονή της αγίας Μαρίνας απόψε... Καθώς σουρούπωνε σιγά-σιγά έλαβε χώρα η αρτοκλασία στα ξωκλήσια της, εδώ στο Πήλιο. Ήταν λίγα χρόνια πριν, όταν, ακολουθώντας μια διαδρομή γεμάτη παράξενους κι έντονους συμβολισμούς, κατέληξα, επιστρέφοντας, στη θύρα της. Τότε ίσως πρώτη φορά παρατήρησα την εικόνα: "Η αγία Μαρίνα υποτάσσει το δαίμονα"... και μού'κανε εντύπωση. Δε γνώριζα την ιστορία της. Δεν την είδα και καθαρά, εκεί ψηλά που βρισκόταν. Την παραλλήλισα ξαφνικά με τον Άη Γιώργη και το δράκοντα. Σα μικρό παιδί έψαχνα να βρω το συμβολισμό τούτο λίγο πριν το τέρμα της παράξενης διαδρομής μου. Δεν έχει, ίσως, σημασία πως τον ερμήνευσα τότε, που ξαφνικά ανθίσαν στη ζωή μου πανέμορφα λιβάδια. Ακολούθησε μια έναρξη, τώρα μάλλον σημαίνει η λήξη. Όπως και νά'χει, όλοι μας έχουμε να υποτάξουμε κάποιον δαίμονα στη ζωή μας...

Τρίτη 21 Μαΐου 2013

Αναστενάρια και Αναστενάρηδες!

Μια από τις μεγαλύτερες πανελλήνιες γιορτές σήμερα, Κωνσταντίνου και Ελένης, οι οποίοι σε πολλές περιοχές τιμώνται με μεγάλα πανηγύρια, λιτανείες και χορούς. Σε κάποια από τα πανηγύρια τούτα, μάλιστα, θυσιάζονται -ή, έστω θυσιάζονταν μέχρι πρότινως- "ταύροι ή κριάρια για την υγεία και την ευτυχία της κοινότητας και τα κρέατα μοιράζονται στους πιστούς. Τη γιορτή κλείνουν αγώνες και χοροί." (Γ.Μέγας)

Ένα από τα πιο εντυπωσιακά έθιμα της μέρας, όμως, αποτελεί η τελετή των Αναστεναρίων που παλαιότερα λάμβανε χώρα σε περιοχή της Ανατολικής Θράκης, αλλά αργότερα, μετά την ανταλλαγή πληθυσμών του 1923, άρχισε να συναντάται σε περιοχές της Μακεδονίας όπου μεταφέρθηκαν οι θρακιώτικοι εκείνοι πληθυσμοί. Είναι ένα έθιμο, από τη μία μεν πλέον χριστιανικό καθώς εκφράζει τη βαθιά πίστη των λατρευόντων προς τον άγιο Κωνσταντίνο, αλλά σαφέστατα με πολύ βαθιές κι αρχέγονες ρίζες, κατάλοιπο της αρχαίας θρησκείας. Και δεν είναι καθόλου τυχαίο που το έθιμο τούτο το αντικρίζουμε σε θρακιώτικο έδαφος, το οποίο αποτελούσε και την κοιτίδα της λατρείας του θεού Διονύσου, πάνω από 3000 χρόνια πριν από τις μέρες μας. Αλλά, ας αφήσω το μεγάλο λαογράφο μας Γεώργιο Μέγα ("Ελληνικές γιορτές και έθιμα της λαϊκής λατρείας") να μας περιγράψει τα του εθίμου τούτου:






















































Και για όποιον ενδιαφέρεται περισσότερο για το έθιμο αυτό, μεταφέρω εδώ και κάποια αποσπάσματα από τη σπουδαία μελέτη του λαογράφου της Θράκης, Πολυδώρου Παπαχριστοδούλου, "Τ' Αναστενάρια, οι Καλόγεροι, Σεϊμένηδες κ' οι Πιτεράδες: Έθιμα πανάρχαια της Ανατολ. Θράκης και συγκαιρινά." , από μια σπάνια ανατύπωση του Αρχείου Θρακικού Λαογραφικού και Γλωσσικού Θησαυρού.:
















































Παρασκευή 21 Δεκεμβρίου 2012

Τα χοιροσφάγια των Χριστουγέννων

"Ξημερώνοντας η παραμονή των Χριστουγέννων, οι γυναίκες έπρεπε να είναι νεταρισμένες από τα ζυμώματα και τις χριστουγεννιάτικες κουλούρες. Σε λίγο θα έπρεπε να καταπιαστούν με τα γουρούνια που θα έσφαζαν οι άντρες, γιατί σ'αυτές θα έπεφτε όλο το βάρος και η φροντίδα για τα "χοιροσφάγια"." (Κώστας Καραπατάκης, "Το Δωδεκαήμερο")

Μέρες Χριστουγέννων πλησιάζουν, κι ακόμη και σήμερα, στα χωριά του Πηλίου, όσα σπιτικά συντηρούν χοίρους αναμένουν τον άνθρωπο που θ'αναλάβει να τα σφάξει, για το απαραίτητο χοιρινό, συνήθως μαγειρεμένο πρασοσέλινο, αλλά και ως τηγανιά, του γιορτινού τραπεζιού. Κι αν είναι και κανένας μερακλής, μπορεί να φτιάξει και λουκάνικο!

"Άλλο έθιμο των Χριστουγέννων είναι το σφάξιμο του γουρουνόπουλου. Το γουρουνόπουλο αυτό το τρέφουν από πολύ καιρό στα χωριά της δυτικής θεσσαλομαγνησίας και όταν έρθουν οι μέρες των Χριστουγέννων το σφάζουν για να το φάνε τούτες τις χρονιάρες μέρες. Το πιο πολύ όμως το κάνουν λουκάνικα. Σχετικό είναι και το έθιμο όταν σφάζουν το γουρούνι να ρίχνουν στο κεφάλι του μπόλικο λεμόνι και θυμίαμα μαζί. Γιατί έτσι πιστεύουν πως διώχνουν μακριά τους καλλικαντζάρους, που έχουν ιδιαίτερη προτίμηση στο κρέας." ("Κοντά στις ρίζες μας", Μαθητική Κοινότητα στ' τάξης 11ου Δημοτικού Σχολείου Βόλου)

Φωτ. Νίκου Ψιλάκη, από "Λαϊκές τελετουργίες στην Κρήτη", εκδ. Καρμάνωρ

Μας πληροφορεί κι ο Νίκος Ψιλάκης στο πολύτιμο βιβλίο του "Λαϊκές τελετουργίες στην Κρήτη" (εκδόσεις Καρμανωρ):

"Φωνές γροικώ στσι γειτονιές,
μουγκρές γροικώ στσι σταύλους
χαρούμενο συντάλαχο γροικώ στα καλντιρίμια.
Στσι γειτονιές ζυμώνουνε, στσι σταύλους μαχαιρώνου...
... και στα σιντεροτσίκαλα νερό στσ' αυλές τως βράζου,
τσι χοίρους τσι θροφάρηδες που σάξα να μαδήσου...

Οι στίχοι αυτοί του Κωστή Φραγκούλη (Δίφορα, βιβλίο Β) που αποκαλύπτουν όλη τη μαγεία της τελετουργίας των χοιροσφαγίων στον αγροτικό χώρο της Κρήτης θυμίζουν έντονα την αρχαία παροιμία "αι των χοίρων φωναί περί τας Καλάνδας". Ο Κρητικός ποιητής είναι πιο λυρικός και πιο περιγραφικός από την παροιμιώδη φράση' στην ουσία, όμως, και τα δύο αποσπάσματα λένε το ίδιο ακριβώς πράγμα κι ας τα χωρίζουν κάμποσοι αιώνες. Ίσως να μη χρειάζονταν καν για να καταδείξουν τη συνέχεια για ένα πανελλήνιο έθιμο που απηχεί παλαιότερες επιβιώσεις, το έθιμο της ρωμαϊκής χοιροθυσίας, τα χοιροσφάγια, όπως αναφέρονται μετά τον εκχριστιανισμό τους. Οι ρίζες του εθίμου πρέπει να αναζητηθούν στα πανάρχαια διαβατήρια έθιμα που έχουν ως στόχο να υποβοηθήσουν τη γονιμότητα ενεργοποιώντας, μέσω της θυσίας, τις ευνοϊκές για την περίσταση δυνάμεις. Εκτός απ'αυτή τη διάσταση, όμως, πρέπει να αναζητηθεί και η σχέση του ίδοου του χίρου με τη βλάστηση, μια σχέση που έχει επισημανθεί από σύγχρονους εθνολόγους, αλλά φαίνεται πως χρειάζεται να ερμηνευτεί περισσότερο. Ο Α. Ρουσουνίδης συνδέει το βλαστικό και γονιμικό χαρακτήρα του χοίρου με την ιδιότητα του αγριόχοιρου να καταστρέφει "περισσότερον εις τας πρωτογόνους εποχάς, την βλάστησιν, αγρίαν και ήμερον." (*)
Η αρχαία συνήθεια της θυσίας χοίρου κατά τις τελευταίες ημέρες του χρόνου καταφέρνει να επιβιώσει πολύ εύκολα στα βυζαντινά χρόνια και να παραμείνει μέχρι και το τρίτο τέταρτο του 20ου αιώνα ως κυρίαρχο στοιχείο του χριστουγεννιάτικου εθιμολογίου. Ο Ιωάννης Λαυρέντιος Λυδός, που στο "Περί Μηνών" έργο του διασώζει σημαντικές πληροφορίες για το ρωμαϊκό εορτολόγιο και τους θρύλους που συνδέονται με την τελετουργία, σημειώνει:


(*) "Ο χοίρος είναι πιθανότατα μία ενσάρκωση του βλαστικού και γονιμικού δαίμονα, είτε, επειδή με την αδηφαγία του καταστρέφει τη βλάστηση είτε και εξαιτίας της πολυτοκίας του." (http://www.kentrolaografias.gr/default.asp?V_DOC_ID=2326)

Ενώ ο Κώστας Καραπατάκης ,μεταξύ άλλων, καταγράφει:

"Με τα οικόσιτα αυτά γουρούνια, που τα λέγανε και "χοιράδια" και "χοιροσφάια", όλα τα γεωργικά σπίτια εξασφάλιζαν το κρέας για το χειμώνα και το λίπος για όλη τη χρονιά. Ύστερα, δεν ήταν και τόσο δύσκολο να διατηρεί το κάθε σπίτι και από ένα "χοιράδι", γιατί με τη γεωργία και την κτηνοτροφία που ασχολούνταν οι πιο πολλοί Έλληνες, και γεννήματα είχαν να τα δώσουν, και τυρόγαλο έβγαζαν, και αποφάγια εξασφάλιζαν, που όλα αυτά, αντί να τα πετάνε, τα δίναν στα γουρούνια τους.
[...] Για νάναι τα γουρούνια τους "φαγουδερά", πριν τ'αγοράσουν, κοίταζαν τ'αυτιά τους να είναι μεγάλα και κρεμασμένα προς τα κάτω, ο "ζουρνάς" τους μικρός, οι τρίχες τους κατσαρές και τα κορμιά τους "ξεπλεμένα". Όσο πιο πολύ έτρωγε ένα γουρούνι, τόσο πιο πολύ λίπος έβαζε και τόσο πιο πολλούς τενεκέδες "λίγδα" έβγαζε το σπίτι.
[...] Στην Αγιοπηγή της Καρδίτσας, καθώς και στ'άλλα τα γύρω χωριά, την ώρα που κόβανε το κεφάλι του γουρουνιού, έπαιρνε ένας το φτυάρι με το λιβάνι και θυμιάτιζε όλους, όσοι ήταν εκεί κι' ύστερα τα κάρβουνα, μαζί με το λιβάνι, τάριχνε στο κομμένο μέρος του λαιμού, λέγοντας:
"Μέλι, ζάχαρη και με γεια να ξοδευτεί!"
Μετά το σφάξιμο, η πρώτη τους δουλειά ήταν ν'ανοίξουν την κοιλιά και να βγάλουν τα σπλάχνα του. Τα "μέσα" του κάτι λέγανε για το τυχερό του σπιτιού, που έπρεπε να το ξέρουν όλοι και ιδαιίτερα ο νοικοκύρης του σπιτιού.
Αν η σπλήνα ήταν διπλωμένη, κάποιος θα παντρευόταν απ'το σπίτι και θα γινόταν διπλός. Αν η σπλήνα ήταν φαρδιά στο πίσω μέρος, τότε θα είχαν όψιμο χειμώνα. Αν ήταν στο μπροστινό, τότε ο χειμώνας θα ήταν πρώιμος. [...] Αν το συκώτι ήταν χωρισμένο σε περισσότερα κομμάτια από τα μέλη της οικογένειας, κάποιος θα παντρευόταν ή θα γεννιόταν στο σπίτι. Αν όμως ήταν λιγότερα, τότε ο χρησμοδότης σταματούσε να λαλεί.
Όλο αυτό το τελετουργικό, καθώς και η χρησμοδότηση και οι παρατηρήσεις των σπλάχνων, θυμίζανε λίγο τους βωμούς και τις θυσίες των αρχαίων.
Σαν τέλειωνε κι' αυτό, οι άντρες, τραβούσαν το γουρούνι μέσα στο σπίτι κι' η νοικοκυρά τηγάνιζε τα συκώτια και με δυνατή μεταβγαλμένη ρακή κερνούσε τους αυτοσχέδιους χασάπηδες, για να τους ευχαριστήσει."


Τέλος, ο λαογράφος μας Γεώργιος Αικατερινίδης, στη διδακτορική του διατριβή για τις "Νεοελληνικές αιματηρές θυσίες", μας δίνει πλούσια στοιχεία σχετικά με το έθιμο τούτο:

"Τους χοίρους όχι σπάνια πριν ή κατά ή μετά το σφάξιμο, που κάποτε γίνεται με ξεχωριστό μαχαίρι, τους θυμιατίζουν και τους σταυρώνουν. Στους Βλαχόφωνους π.χ. της Πίνδου πριν γδάρουν το χοίρο, χαράσσουν με μαχαιράκι στην κοιλιά του, κοντά στον ομφαλό, ένα σταυρό και επάνω βάζουν αναμμένα κάρβουνα και θυμίαμα' συγχρόνως ένα παιδί απαγγέλει το "Πάτερ ημών". Το κάνουν για να καθαρισθεί ο χοίρος, τον οποίον θεωρούν ζώο ακάθαρτο, τον τρώγουν όμως, γιατί πιστεύουν ότι έτσι διακρίνονται οι Χριστιανοί από τους Εβραίους και τους Οθωμανούς. (σημ. Ανέκδοτη Θεσσαλική παράδοση δικαιολογεί αλλιώς τα χοιροσφάγια: "Τα Χ'στούγιννα σφάζ'μι τα γ'ρούνια, γιατί τα Χ'στούγιννα πήγινι η Παναγιά μι τουν Ιουσήφ και πίσου τα γ'ρούνια χαλούσαν τα χνάρια κι γι'αυτό τα κάνουμ' gουρbάν', τά'χουμι για του καλύτιρου gουρbάν'")
Στην περιοχή της Καλαμπάκας όταν σφάζουν το γουρούνι, με το οικογενειακό μαχαίρι, χαράσσουν στην κοιλιά και κοντά στον αφαλό του ένα σταυρό, και επάνω του βάζουν αναμμένα κάρβουνα με θυμίαμα και φύλλα δάφνης (σημ. Προβάλλει εδώ η ιερότητα της δάφνης και η χρήση της για αποτρεπτικούς σκοπούς.), ενώ ένα παιδί και εδώ λέει το "Πάτερ ημών". [...] Στον Κρόκο Κοζάνης πίστευαν ότι θυμιατίζουν το γουρούνι, γιατί είναι κουρμπάνι, υπήρχε δηλαδή η συνείδηση της προσφοράς της θυσίας' τη συνείδηση αυτή βρίσκομε και στη Γρατινή Κομοτηνής και στους Σαρακατσάνους. Στα χωριά των Γρεβενών δεν έβαζαν το χοίρο στο σπίτι, αν πρώτα δεν τον διάβαζε ο παπάς.[...]
Από το αίμα τωτου ζώου σχηματίζουν σταυρό στο μέτωπο των μικρών παιδιών ή και των ζώων, ή κάνουν και άλλες παρεμφερείς χρήσεις για θεραπευτικούς, μαγικούς ή αποτρεπτικούς σκοπούς.[...]
Για μαγικούς-αποτρεπτικούς σκοπούς χρησιμοποε'ιται επίσης και το ρύγχος του χοίρου: το καρφώνουν στον τοίχο ή πάνω από την πόρτα, για να απομακρύνουν τους καλλικαντζάρους, ή το κρεμούν στο αχούρι για να μη ζυγώσει αρρώστια τα ζώα, ή το βάζουν πίσω στην πόρτα για να ξορκλίζουν τις αρρώστιες. Για μαγικοθεραπευτικούς και μαντικούς σκοπούς χρησιμοποιούνται ακόμα το λίπος ή άλλα όργανα του χοίρου: μέσα στην κύστη του χοίρου ρίχνουν τόσα ρεβύθια, όσα είναι τα ζώα που έχουν και την κρεμούν "στη σκέπο" (ταβάνι)' έτσι τα ζώα μένουν μαντρωμένα και δεν προκαλούν ζημιές. [...]

Ο καθαρά θυσιαστικός χαρακτήρας της χοιροσφαγίας δηλώνεται όχι μόνο από τις πολλαπλές χρήσεις του "καθαγιασμένου" αίματος, αλλά και από τα μαντεύματα που γίνονται τότε και από τις άλλες μαγικές ενέργειες, που είδαμε να συνδέονται με το σφάξιμο των γουρουνιών. Το χαρακτήρα αυτό τονίζει άριστα το κυπριακό έθιμο (περιοχή Μαραθάσας) να μοιράζουν τα Χριστούγεννα στην εκκλησία "χοίρειον κρέας προς κοινήν μετάληψιν, αντί ηυλογημένου άρτου"."

Τετάρτη 27 Ιουλίου 2011

...και τ'αγιού Παντελεήμονα γιομάτο το κοφίνι!



"Της Αγιά Μαρίνας ρούγα και τ'Αη-Λια σταφύλι
και τ'Αγιού Παντελεήμονα γιομάτο το κοφίνι!"


 
Αμέσως μετά την Αγία Παρασκευή, γιορτάζει ο Άγιος Παντελεήμων.. Σαν τους χιώτες δυο-δυο, πάνε τούτοι οι άγιοι, διάσημοι για τις θεραπευτικές τους ικανότητες, κι εορτάζονται πανηγυρικά σε πολλά χωριά της υπαίθρου μας. Σε πολλές περιοχές, μάλιστα, στην πανήγυρι του αγίου Παντελεήμονος επιτελείται θυσία ζώου και κοινή συνεστίαση των πιστών, το λεγόμενο κουρμπάνι. Ο Άγιος αυτός είναι ο κατεξοχήν προστάτης των αναπήρων, καθώς θεωρούνταν ιατρός και μάλιστα ανάργυρος (<α στερητικό+άργυρος,αργύρια, εξ ου και οι Άγιοι Ανάργυροι, επίσης αγίοι θεραπευτές που δεν πληρώνονταν). Εξ ου κι η παροιμία "Κουτσοί, στραβοί στον άγιο Παντελεήμονα ξεπεζεύουνε!" 
 
Ο Δημήτριος Λουκάτος ("Καλοκαιρινά") μας διασώζει την εξής λεσβιακή παράδοση (Π.Νικήτα, Το Λεσβιακό μηνολόγιο) η οποία, όπως αναφέρει, "περιέχει μέσα της και την αρχαία έννοια του ασκληπιακού συμβόλου, του φιδιού": "Παραδίδεται για τον Άγιο Παντελεήμονα (και τους Αγ.Ανάργυρους) ότι προσφέρθηκαν να μην πληρώνονται ως γιατροί και γι'αυτό δεν τους πείραζαν οι Χριστιανοδιώκτες. Κάποτε όμως που δέχτηκαν, σαν αμοιβή, ένα αυγό, εκείνοι βρήκαν πρόφαση και τους φυλάκισαν. Τους ζήτησαν να πληρώσουν μεγάλο πρόστιμο, για να τους βγάλουν. Αυτοί, ώσπου να μαζέψουν τα χρήματα, τους έδωσαν εγγύηση ένα χρυσό φίδι. Όταν όμως πλήρωσαν το χρέος τους, οι άλλοι δεν τους έδωσαν πίσω το φίδι. Οι άγιοι προσευχήθηκαν και ζωντάνεψε το χρυσό φίδι και έπνιξε τους ειδωλολάτρες."

 
 
Το πραγματικό του όνομα ήταν Παντολέων, ένεκα όμως της φιλανθρωπίας του, καθώς ελεούσε
τους πάντες, μετονομάστηκε σε Παντελεήμων. Και καθώς δε θεράπευε μονάχα, αλλά φρόντιζε και να ελεεί τους πεινασμένους, να προσφέρει άρτο σε όσους δεν είχαν να φάνε, καθιερώθηκε στη συνείδηση του λαού μας ως ο προστάτης των αρτοποιών!
 
Ο Γεώργιος Μέγας ("Ελληνικές γιορτές και έθιμα της λαϊκής λατρείας") καταγράφει: "Οι τρόποι με τους οποίους ο άγιος παρέχει πλούσια τις θεραπείες του είναι πολλοί και διάφοροι. Συνήθως οι ασθενείς προσφεύγουν στ'αγιάσματά του. Στην Κίο "όποιος πονούσε πήγαινε στον άγιο Παντελεήμονα κι έπαιρνε ένα βάσταγμα (αφιέρωμα) από την εικόνα του και το κρεμούσε στο εικονοστάσι του. Το είχεν εκεί, ώσπου να γινότανε καλά ο άρρωστος' κατόπιν έκανε κι αυτός ένα όμοιο βάσταγμα κι επήγαινε και τα κρεμούσε και τα δύο στον άγιο Παντελεήμονα.""
 
Στους Παξούς, σύμφωνα με τον Δημήτριο Λουκάτο ("Λαογραφικά Σύμμεικτα Παξών"), "τον έχουνε για τα παιδιά". "Την παραμονή της γιορτής του (στα Μαστοράτικα) παίρνουν την πετσέτα του αγίοι και τη βάζουν απάνω τους για να γίνουν καλά. Επίσης λάδι από το καντήλι του. (Και τις άλλες μέρες.)"
 
Τέλος, να κλείσω με κάποιες ενδιαφέρουσες ποντιακές παραδόσεις σε σχέση με τον άγιο τούτο. Γράφει ο Ιωάννης Μελετίδης (το αλίευσα εδώ: http://www.inout.gr/showthread.php?t=25289):
"Ο Αγιος Παντελεήμονας ήταν ιδιαίτερα γνωστός και αγαπητός στον Πόντο. Ηταν και είναι γιατρός για όλες τις ασθένειες και τα σωματικά ελαττώματα. Χαρακτηριστικά έλεγαν: "Ούμπαν κοτζοί κι ούμπαν στραβοί στον Αι Παντελεήμονα" (δηλαδή όπου κουτσοί και όπου στραβοί στον άγιο Παντελεήμονα).
Ολοι προσδοκούσαν ότι θα έβρισκαν γιατρειά από τον Αγιο. Μόνο η γερασμένη καρδιά, πίστευαν, δεν παίρνει θεραπεία. "Οι άρρωστοι ολ' χαίρουνταν, ελπίζ' νε να λαρούνταν και μονάχον το γερασμένον η καρδά λαρωμονήν κι παίρει (δηλ. οι άρρωστοι όλοι χαίρονταν, ελπίζανε να θεραπευτούν και μόνο η γηρασμένη η καρδιά θεραπεία δεν παίρνει).
Στον Πόντο και το Καρς (Καύκασος) υπήρχαν πολλές εκκλησίες και εξωκλήσια στη χάρη του Αγίου. Την ημέρα της γιορτής του Αγίου επικρατούσε αυστηρά αργία από κάθε χειρωνακτική εργασία. Εξαίρεση, από την αργία, αποτελούσε μόνο η βοήθεια σε χήρες, ορφανά και ανήμπορους.
Πίστευαν, ακόμη, ότι τα κατάγματα και οι εξαρθώσεις οφείλονταν σε κάποια ασέβεια στον Αγιο.
Η συρροή του κόσμου στα θρησκευτικά πανηγύρια, που είχαν και εμπορικό χαρακτήρα, ήταν ιδιαίτερα μεγάλη στα εξωκλήσια. Πήγαιναν και από μεγάλες αποστάσεις με τα πόδια, για να εναποθέσουν τις ελπίδες τους στον Αγιο για τη θεραπεία κάποιας ασθένειας. Μάλιστα, έταζαν ή έφερναν τάματα.
Χαρακτηριστικοί είναι οι στίχοι ενός τραγουδιού: "Τάζ'νε λαμπάδας σον Αέρ' ελάδ' σηνΠαναϊαν και τριπόπαδοι λουτρούεμαν σον Αε - Παντελεήμον" (δηλ. τάζουν λαμπάδες στον άγιο Γεώργιο, λάδι στην Παναγία και λειτουργία από τρεις παπάδες στον άγιο Παντελεήμονα). Ακόμα τη βοήθεια του Αγίου την επικαλούνταν και οι Μουσουλμάνοι. Αναβαν κεράκι και έφερναν τάματα. Ισως κατάλοιπο από την προηγούμενη χριστιανική τους πίστη ή να ήταν κρυπτοχριστιανοί. Μετά τη θεία λειτουργία ακολουθούσε διασκέδαση με χορούς και τραγούδια.
Η παράδοση λέει, ότι όταν κάποτε ο Αγιος ζούσε σ' ένα ερημικό μοναστήρι ο διάβολος θέλησε να τον ενοχλήσει. Ο Αγιος κατάλαβε ότι ο διάβολος χτυπούσε την πόρτα. Αφού πρώτα τον "έδεσε", μετά άνοιξε και του είπε: "Εωσφόρε, εσύ είσαι;
Ο δάβολον εφογώθεν, επαρακάλεσέν ατονε, "άφ'ς με, ας φεύω!... Ατσ' πα ο Αιον έλυσέν ατονε κι' επήεν εχάθεν" (δηλ. Εωσφόρε, εσύ είσαι; Ο διάβολος φοβήθηκε, τον παρακάλεσε "άφησε με να φύγω"! Ετσι ο Αγιος τον έλυσε και πήγε και χάθηκε"."

Πέμπτη 10 Φεβρουαρίου 2011

εκεί, στον Άγιο Χαράλαμπο.. (2)

Έγραφα εδώ ("εκεί, στον Άγιο Χαράλαμπο...") τρία χρόνια πριν, τέτοια μέρα...


Φέτος, λοιπόν, ο ήλιος χαμογέλασε στο σπιτικό του Άη Χαραλάμπη! Φέτος, δε χωρούσε δικαιολογία! Ο καιρός σαν να γαλήνεψε, το ενοχλητικό τσουρόβροχο σταμάτησε, η ατμόσφαιρα γλύκανε.. Και το μικρό ξωκλήσι ετοιμάστηκε, επιτέλους, να υποδεχτεί τις λιγοστές ανθρώπινες ανασαμιές που το είχαν ακόμη στη θύμισή τους.. Φτωχικά, όπως πάντα, στο τέλος του χειμώνα, με λιγοστά ανθάκια, τσουρουφλισμένα απ'τον αγέρα, να στολίζουν την εικόνα του.. Αλλά η θύρα του ανοιχτή, το χαμηλό κατώφλι χαμογελαστό, τα κεράκια στριμωγμένα να στραφταλίζουν τις σχεδόν ενωμένες φλόγες τους.. Ο άρτος, το κρασί, το λάδι και το στάρι εκεί, να ευλογηθούν, να μοιραστούν στο κοινό "συμπόσιο" των λιγοστών...


Ο Άγιος Χαράλαμπος, λοιπόν, με το μαρτυρικό θάνατο και το λαμπερό όνομα, σχετίζεται με πλήθος εθίμων οι ρίζες των οποίων φτάνουν στην αρχαιότητα.. Είχα αναφέρει, τότε, πως θεωρείται ο προστάτης της πανώλης (αλλά και, γενικότερα, των επιδημιών), που θέριζε κόσμο και κοσμάκη κάποιες εποχές.. Κατέγραφε ο Γεώργιος Μέγας ("Ελληνικές γιορτές και έθιμα της λαϊκής λατρείας"):

" Κυρίως του αφιερώνουν, κάθε χρόνο ή κάθε 3 ή 4 χρόνια, μια ποδιά ή ένα πουκαμισάκι, που κατασκευάζεται, με ολότελα μαγικό τρόπο, από μονομερίτικο πανί. Γυναίκες και κορίτσια του χωριού μαζεύονται νύχτα σ'ένα σπίτι και εκεί ξεκουκκίζουν βαμβάκι, γνέθουν και υφαίνουν ' το πανί που με αυτόν τον τρόπο κατασκευάζεται μονόμερα, με πολλές μαγικές διατυπώσεις, έχει εξαιρετική μαγική δύναμη. Όπως φαίνεται, με μονομερίτικο πανί κατασκευάστηκε κάποτε, σε καιρό επιδημίας, πουκάμισο, από το οποίο θα πέρασαν όλοι οι κάτοικοι του χωριού, ύστερα το πέταξαν και μαζί πετάχτηκε και η ασθένεια και σώθηκε το χωριό. Από τότε θα παρέμεινε η συνήθεια ν'αφιερώνεται ένα τέτοιο πουκάμισο στον άγιο Χαράλαμπο, που θεωρείται διώκτης της Πανώλης."

Ο Νικόλαος Πολίτης, ο έτερος μεγάλος μας λαογράφος, αναφέρει σχετικά στα "Λαογραφικά Σύμμεικτα Γ'":



Και δε μπορώ, εδώ, να μην κάνω μια παρένθεση και να παραθέσω τούτη τη γλαφυρογραμμένη ναξιώτικη παράδοση που αναφέρεται στην παραπάνω υποσημείωση (Νικολάου Πολίτου, "Παραδόσεις") σχετικά με το μονομερήτικο πουκάμισο. Διαβάζεται σαν παραμύθι απ'τα παλιά...:




Κι επανερχόμαστε στον Άη Χαραλάμπη μας..

Ο Γεώργιος Μέγας αναφέρει ακόμη ότι ο άγιος τούτος "λατρεύεται από τους βοσκούς και γενικά τους κτηνοτρόφους" και πως στην Πυλία "τον άγιο Χαράλαμπο τον φυλάνε οι τσοπάνηδες για το φίδι", ενώ στο Κατσιδόνι της Κρήτης "τον λειτουργά όποιος τα ζώα του δεν επηγαίνουν καλά και τάσσεται να του τα θεραπεύσει".

Το πιο εντυπωσιακό, όμως, έθιμο που σχετίζεται με τον άγιο Χαράλαμπο κι έχει τις ρίζες του βαθιά στην αρχαιότητα, είναι το πανηγύρι με τη δημοτική θυσία ταύρου στην αγία Παρασκευή της Λέσβου, κοινώς "το κουρμπάνι".. Κουρμπάνια γίνονταν με αφορμή την εορτή αρκετών αγίων, ιδιαίτερα στην περιοχή της Θράκης, και η όλη διαδικασία δεν περιοριζόταν, σαφώς, στη σφαγή ενός ζώου, αλλά αποτελούσε θυσία την οποία ακολουθούσε κοινό συμπόσιο με συμμετοχή-κοινωνία όλης της κοινότητας. Το συγκεκριμένο έθιμο καταγράφει χαρακτηριστικά ο Γεώργιος Μέγας ("Ελληνικές γιορτές και έθιμα της λαϊκής λατρείας"):



Τέλος, ο Φίλιππος Βρετάκος ("Οι δώδεκα μήνες του έτους και αι κυριώτεραι εορταί των") μας πληροφορεί πως: "Οικογένειαι που είχον ανύπαντρα κορίτσια, επήγαιναν εις την Εκκλησίαν προσφοράς και ήναπτον "άσπρες λαμπάδες", δια να βοηθήση ο Άγιος να υπανδρευθούν εντός του έτους.".