Τετάρτη 15 Οκτωβρίου 2008

Ξεχειμαδιό



"Το βλαχοξεκίνημα για τα κατώτερα τις μέρες τ'Άη-Δημητριού, είναι μια χιλιόφωνη συναυλία. Τι και τι δεν ακούγεται, τι και τι δε βλέπεις κείνη την ώρα του φευγιού: Φωνές, σφυρίγματα, σαλαγμοί, κλάματα μικροπαιδιών, βελάσματα, αλυχτήματα σκυλιών, κουδουνίσματα, μισόκυπρα, κοφτά περπατήματα, κοπάδια, φορτιάρικα, σαρμανίτσες, ένα σωρό ακούσματα κι εικόνες.
Αληθινό βλάχικο πανηγύρι ξεπροβάλλει μπροστά στα μάτια σου, που ξεκινάει απ'τις κορφές και φτάνει ως τα χειμαδιά. Που φουντώνει στα βουνά και χάνεται στους κάμπους. Ένα πραγματικό διαβατάρικο ανθρώπινο και κοπαδίσιο κομπολόι, με ζωντανές χάντρες.
Τ'αγιάζι, απ'τη γιορτή του Άη-Δημήτρη κι ύστερα, αρχίζει να γίνεται ενοχλητικό κι όσο προχωράει ο καιρός πυκνώνει τα νερά του και τα βουνά αρχίζουν να γίνονται βαρετά. Καιρός πια ν'αποχαιρετήσει ο πραματολόος τα ψηλοτόπια του και το ελατόπλεχτο κονάκι του και μαζί μ'αυτόν ν'αποχαιρετήσουμε κι εμείς την τσοπανοζωή στα βουνά και να ροβολήσουμε πιο χαμηλά για να ιδούμε τα βλαχοπεράσματα:
Κάθε φορά που σίμωναν οι παγωνιές, τα κρύα,
κι άρχιζαν πάνω στις κορφές να σιγοπέφτουν χιόνια,
τότες, θυμάμαι πέρναγαν μεσ'στου χωριού τις στράτες
απ'των Κραβάρων τα βουνά για τα χαμπλά τα τόπια,
κοπάδια πρόβατα πολλά βάκρινα, λάγια, μπέλα.
Άλλα στους κόρφους τ'Αντλικού κι άλλα στο Μεσολόγγι
κι άλλα κοντά σ'απανεμιές τέλευαν το ταξίδι,
κει που δεν άφηνε ποτέ της θάλασσας το χνώτο
να πέσει χιόνι, κρύσταλλο, νά'ρθει βαρύς χειμώνας.
Κι η βλάχα γοργοπόδαρη κι αλαφροπερπατούσα,
με ξομπλιασμένο το κορμί, μ'ασημικά στα στήθια,
διάβαινε μπρος, κατάμπροστα, μ΄'ένα διπλό καμάρι,
πούδινε χάρη κι ομορφιά στην κάθε πατησιά της,
Κι ο βλάχος πίσω στην νουρά στου κοπαδιού το τέλος,
με το βουνίσιο το κοφτό περπάτημα στα πόδια,
ακολουθούσε χαρωπός τ'αραδιαστό μπουλούκι.
Κι εγώ στου δρόμου τις γωνιές, στους όχτους, στα πεζούλια,
καθόμουν και δε χόρταινα, δε χόρταινα να βλέπω."
(Βασίλη Λαμνάτου, "Οι μήνες στην αγροτική και ποιμενική ζωή του λαού μας")


Εδώ, στο Πήλιο, τούτες τις μέρες, οι τσοπαναραίοι κατεβάζουν τα κοπάδια τους από τα ορεινά της Μακρυνίτσας, απ'το περίφημο Πλιασίδι, προς τα χαμηλά της Αργαλαστής, προς το παραθαλάσσιο Τρίκερι. Τούτο το ταξίδι θα κρατήσει γύρω στις τρεις μέρες. Τσοπάνηδες, αλόγατα, γίδια, πιο λιγοστά πρόβατα κι οι σκύλοι-φύλακες του κοπαδιού, κατηφορίζουν από μονοπάτια, άλλοτε βγαίνοντας στον ασφαλτοστρωμένο δρόμο κι άλλοτε διασχίζοντας τα βουνά. Από κοντά, κανένα αγροτικό αυτοκίνητο, τα συνοδεύει. Κι ότανε προχωρούν στο δρόμο, εκατοντάδες ζα, φράκαρει η λιγοστή κυκλοφορία του φθινοπώρου. Η άσφαλτος γιομίζει μικρές μπαλίτσες δερβελιές (η κοπριά απ'τα κατσίκια) κι ο υποψιασμένος οδηγός, καραδοκεί την παρουσία του κοπαδιού σε μια απ'τις στροφές που ακολουθάνε. Ξεχύνονται τα γίδια από παντού, χρωματίζοντας με τα κορμιά τους, το νοτισμένο τοπίο...

2 σχόλια:

  1. Πρέπει να είμαστε από τους λίγους μπλόγκερς που ζούμε σε περιοχές όπου υπάρχουν ακόμη βοσκοί. Δυστυχώς εδώ δε συμβαίνουν αυτά που περιγράφεις, αλλά από το να ζει κανείς στην πόλη πάλι πιο καλά είναι.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Έτσι νομίζω κι εγώ!! Ακόμη κι αν εκεί δε συμβαίνουν αυτά που περιγράφω και μόνο η επαφή με τη φύση κι οι πιο ανθρώπινοι ρυθμοί, αρκούν για μια καλύτερη ποιότητα ζωής.. Καλή σου μέρα Λάκη!

    ΑπάντησηΔιαγραφή