Παρασκευή 13 Δεκεμβρίου 2013

Κουμαριές και κούμαρα στο βουνό των Κενταύρων..

Μες στο κιτρινοχρυσαφιό φθινοπωρινό τοπίο, αλλά ακόμη και στο πιο μουντό και γκρίζο όταν αρχίζει να χειμωνιάζει, ξεπροβάλλουν κόκκινα, κίτρινα, πορτοκαλιά, θαρρείς κι είναι στολίδια που κάποιο χέρι ξωτικού απόθεσε στις αειθαλείς φυλλωσιές για να σπάσει τη μονοτονία, για να γιορτάσει κάποια δική του μυστική, άγνωστη σε μας τους ανύποπτους θνητούς, χαρά. Η φύση δεν παύει να χαμογελά με χρώματα σ'όλες τις γωνιές που δεν της ισοπεδώσαμε, να ζωγραφίζει ομορφιές με την αθάνατη παλέτα της, να μας χαρίζει χίλιων λογιών γεύσεις και μυρωδιές, να μας σιγομιλά αν την αφουγκραζόμαστε και να γιορτάζει τη ζωή ακόμη και στο συναπάντημα του θανάτου....



Ακόμα κι αν δε γνωρίζω πως θα χαρακτήριζα τη γεύση τους, που ίσως και ποτέ να μη με συγκινούσε αν τη δοκίμασα στα ράφια κάποιας υπεραγοράς, είναι αδύνατον ν'αντισταθώ και να μην απλώσω την παλάμη μου να δοκιμάσω τον κατακόκκινο μεστωμένο καρπό που μου κλείνει το μάτι προκλητικά όταν ανταμωθώ με κουμαριές στο βουνό μας. Γιατί, μπορεί στην εποχή μας να τα βάλαμε όλα χώρια, σε διαφορετικά πακετάκια μ'ετικέτες, ακόμα και τις ίδιες τις αισθήσεις μας, αλλά πολλές φορές τούτες δεν ξεχωρίζουν! Δεν είναι μοναχά η γεύση, είναι τ'ακούσματα και τα σιγομιλητά, τ'αρώματα κι οι πινελιές, τα παγωμένα από το κρύο χέρια, οι σκέψεις που χάνονται σε μια θημωνιά κι ακόμη-ακόμη η ίδια η στιγμή....



Κουμαριά "για κουρασμένους", σημειώνει σαν υπότιτλο στο βιβλίο του ο Κώστας Μπαζαίος ("100 βότανα, 2000 θεραπείες"), σε μια εποχή που οι περισσότεροι αισθανόμαστε λίγο-πολύ κάπως έτσι. Ως τονωτικό προτείνει τη διάλυση ώριμων καρπών σε σπιτικό κρασί (χωρίς φάρμακα και συντηρητικά) στο οποίο προσθέτουμε ένα φλιτζάνι νερό όπου έχουμε βράσει κανέλα και ζάχαρη. "Μπορείτε να πίνετε ένα κρασοπότηρο μετά το βραδινό φαγητό." Προτείνει, επίσης, την εντριβή από ρακή που φτιάχνεται με κούμαρα η οποία βοηθάει στην καταπολέμηση του πυρετού.
Τα κούμαρα θεωρούνται αιμοστατικά και στυπτικά, επίσης λιθοτριπτικά, καταπραϋνικά σε φλογώσεις των ουροφόρων οδών, αποτελεσματικά σε διάρροιες και εντεροκολίτιδες και άλλες παρόμοιες παθήσεις. Ο Μπαζαίος παρατηρεί ότι "στα απομνημονεύματα του Μακρυγιάννη βλέπουμε ότι οι πρακτικοί γιατροί, στην Επανάσταση του '21 καθάριζαν τις πληγές των τραυματιών με κρασί στο οποίο είχαν βράσει κούμαρα." Επιπλέον μας μεταφέρει μια συνταγή αντιφλεγμονώδους αλοιφής κατάλληλης για "καλογήρους" (δοθιήνες), αποστήματα και σπυριά σταφυλόκοκκου, που παρασκευάζεται απλά "δουλεύοντας σε γουδί 10-15 κούμαρα με λίγο παρθένο ελαιόλαδο και αγνό κερί, ώσπου να γίνουν πηχτός χυλός".



Ξεχασμένη τροφή, λιγουλάκι "πρωτόγονη" κι "απλοϊκή", γι'αυτό και λέμε "Δεν τρώγω κούμαρα!", δηλαδή "δεν είμαι απλοϊκός ώστε να σε πιστεύω!". Τροφή μάλλον των αγριόχοιρων πλέον κι έτσι κάπως και το "υβριστικό": "άι να φας κούμαρα!". Τροφή "ώρας ανάγκης" για τον άνθρωπο, όταν δεν υπάρχει κάτι καλύτερο στη γύρα, όταν δυσκολεύουν οι καιροί....

Ο αρχαίος ιατρός Γαληνός (2ος-1ος αι.π.Χ.) στο έργο του "Περί των εν ταις τροφαίς δυνάμεων" συγκαταλέγει τα κούμαρα στους καρπούς "αγρίων φυτών" (38) και τα κατατάσσει, μαζί με τα κάστανα και τα βελανίδια, ανάμεσα στους μοναδικούς τρεις άγριους καρπούς που "δίνουν αξιόλογη τροφή στο σώμα", καθώς οι υπόλοιποι ("άγριοι") "έχουν λίγη θρεπτικότητα" και "κακούς χυμούς". Επιπλέον σημειώνει πως "Το κούμαρο είναι σε όλα χειρότερο από το βελανίδι (βάλανον) των βελανιδιών, όπως ακριβώς και το βελανίδι είναι χειρότερο από τα επονομαζόμενα κάστανα' γιατί τα κάστανα είναι τα καλύτερα βελανίδια (βάλανοι) και μερικοί τα αποκαλούν "βελανίδια που ξεφλουδίζονται εύκολα"." (απόδοση στα νεοελληνικά: "Κάκτος")

Ο Π.Γ. Γεννάδιος στο "Λεξικόν Φυτολογικόν" αναφέρει τον καρπό ως "βρώσιμο και χρήσιμο προς κατασκευήν οινοπνεύματος, όπερ εις τινά μέρη λαμβάνουσι και χρησιμοποιούσι οι αγρόται" και παραθέτει και τη γνώμη του Διοσκουρίδη ο οποίος τον χαρακτηρίζει ως "αχυρώδη, κακοστόμαχον και κεφαλαλγή" σχολιάζοντας ότι πράγματι έτσι είναι. Μάλιστα, "κεφαλαλγές είνε και κακοστόμαχον και το μέλι το προερχόμενον εκ μελισσών νεμομένων εις τόπους ένθα φύονται πολλαί κουμαριαί." Βέβαια, φαντάζομαι, μιλάμε για μεγάλες ποσότητες και ιδιαιτέρως για κούμαρα που δεν έχουν ωριμάσει ή τα υπερώριμα τα οποία μπορούν και να προκαλέσουν στομαχικές διαταραχές. Σήμερα, εξάλλου, κάποιοι φτιάχνουν λικέρ, αλλά και μαρμελάδες από τα κούμαρα.

Αλλά ας δούμε κι ένα απόσπασμα των "Δειπνοσοφιστών" Β35 (Αθήναιος, απόδοση: Σ.Αλεξιάδου) που αφορά την κουμαριά:




Στα αρχαιοελληνικά η κουμαριά λέγεται κόμαρος και οι καρποί της μιμαίκυλα. Ο Σκαρλάτος Βυζάντιος ("Λεξικόν της ελληνικής γλώσσης") δίνει ως ετυμολογική ρίζα τα "κομάω" ή "κομέω", όπου:
κομαώ= έχω κόμη, δηλ. μακριά μαλλιά ή (επί δένδρων και φυτών) πολλά φύλλα, κλαδιά, άνθη, κτλ. και
κομέω= περιποιούμαι, συγυρίζω ή (επί φυτών) καλλιεργώ, κτλ.
εκ του κόμη=μαλλιά μακριά και περιποιημένα ή (επί δένδρων και φυτών) φυλλάς, χλόη ' (κυρ.δε) το ανθισμένον μέρος.

Ο δε Ι. Σταματάκος ("Λεξικόν της αρχαίας ελληνικής γλώσσης") σημειώνει, μεταξύ άλλων, "ορθότερον είναι τούτο να συγγενεύει προς το κάμαρος (δελφίνειον, φυτόν)."

Αυτά τα ολίγα περί κουμαριάς, η οποία δε διέφυγε ούτε από τις "Όρνιθες" (620) του Αριστοφάνη, ο οποίος πλάθοντας την περίφημη "Νεφελοκοκκυγυία" του βάζει τον Πισθέταιρο ν'αναφωνεί: "Σε πουρνάρια από κάτω και θάμνους θα ζούνε, τα σεβάσμια πουλιά μας' για ναό δέντρο ελιάς θά'χουνε πάλι. Κι ούτε πια στους Δελφούς ή στον Άμμωνα για θυσίες θα τρέχουμε εμείς, παρά ανάμεσα σε αγριλιές και σε κουμαριές ολόρθοι, με κριθάρι και στάρι, τα δυο χέρια σηκώνοντας προσευχή θα τους λέμε, απ' τ'αγαθά τους σε μας να χαρίζουν μερίδιο. Και για λίγα σπειριά που θα ρίχνουμε μείς, οι ευχές μας ευθύς θα εκπληρούνται."!



Πάντως, όπως και νά'χει, μια χούφτα πορφυρά κούμαρα καθώς διαβαίνεις τη γη των Κενταύρων δε βλάπτει.. Ένα τσιμπολόγημα στο διάβα, σαν τα πουλιά, χωρίς υπερβολή, με τόση απλότητα κι ομορφιά.. Ελπιδοφόρα κουμαριά που πρώτη ανασταίνεται μετά την πυρκαγιά, πρώτη πετάει βλαστάρια στα καμένα....

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου