Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Παύλος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Παύλος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο 22 Φεβρουαρίου 2025

Την οργή των νεκρών να φοβάστε....

 



Ξημερώνει Ψυχοσάββατο... Δυο τρεις μέρες τώρα παλεύει να ντυθεί στα λευκά το τοπίο, μα θαρρείς ούτε τούτο το χιόνι δε δέχεται να καλύψει τις πομπές και τα σκοτάδια μας! Πασπαλίζει τις στέγες στα ψηλά, μα όσο πλησιάζει κι αγγίζει τα χαμηλά στέκεται μοναχά εδώ κι εκεί, φουσκώνει στους χωμάτινους αρμούς του καλντεριμιού, αλλά την πέτρα την αφήνει γυμνή.  Και μόλις θαρρείς φορτσάρει να γεμίσει τα κενά, γίνεται κάτι σαν γκρίζα νερουλιασμένη γρανίτα και χάνεται.

Πασπάλι ζάχαρης στο κόλλυβο, τούτο το χιόνι στη γη. Στο κόλλυβο όλων τούτων των ημερών που οι νεκροί ανασαίνουν.... Κι είναι το στάρι υγρό απ'τα δάκρυα και λεκιάζει με στάμπες την άχνη. Λες και ντράπηκε η ζάχαρη ν'αναμείξει τη γλύκα της με τόσο πόνο και βυθίζεται για να κρυφτεί....

Την οργή των νεκρών να φοβάστε....

Οδυσσέα Ελύτη, "Άξιον Εστί, Τα Πάθη, Ανάγνωσμα 1ο"

Χορεύουν οι νιφάδες του χιονιού έξω απ'το παράθυρό μου... Πυκνές, αλλά αδύνατες. Δεν είναι εύκολο να αλλάξει το τοπίο... Θέλει στέρεους λυγμούς και ισχυρούς δεσμούς για να κρουσταλλώσουν τα κύτταρά τους... Χοροπηδούν ακόμη στα τυφλά χωρίς κατεύθυνση... Ίσα να σου θυμίσουν πως είναι το λευκό, ίσα να σκεπάσουν λίγο τη βρωμιά μπας κι ανασκαλίσεις λίγο τη μνήμη σου. Μπας και θυμηθείς  και γραπώσεις τούτο το άλφα το ανυπότακτο και κάνεις την λήθη σου ξανά α-λήθεια...

Πώς φτάσαμε ως εδώ; 

Πώς καταλήξαμε νεκροί;

"ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτῷ· Ἀκολούθει μοι, καὶ ἄφες τοὺς νεκροὺς θάψαι τοὺς ἑαυτῶν νεκρούς." (Κατά Ματθαίον η22)


Πώς καταλήξαμε να νιώθουμε ζωή αυτό που ζούμε;

"οἱ δὲ ἐξελθόντες ἀπῆλθον εἰς τὴν ἀγέλην τῶν χοίρων · καὶ ἰδοὺ ὥρμησεν πᾶσα ἡ ἀγέλη τῶν χοίρων κατὰ τοῦ κρημνοῦ εἰς τὴν θάλασσαν, καὶ ἀπέθανον ἐν τοῖς ὕδασιν." (Κατά Ματθαίον η32)


ἡ δ᾿ αἶψ᾿ ἐξελθοῦσα θύρας ὤιξε φαεινὰς
καὶ κάλει: οἱ δ᾿ ἅμα πάντες ἀιδρείῃσιν ἕποντο:
Εὐρύλοχος δ᾿ ὑπέμεινεν, ὀισάμενος δόλον εἶναι.
εἷσεν δ᾿ εἰσαγαγοῦσα κατὰ κλισμούς τε θρόνους τε,
ἐν δέ σφιν τυρόν τε καὶ ἄλφιτα καὶ μέλι χλωρὸν

οἴνῳ Πραμνείῳ ἐκύκα: ἀνέμισγε δὲ σίτῳ
φάρμακα λύγρ᾿, ἵνα πάγχυ λαθοίατο πατρίδος αἴης.
αὐτὰρ ἐπεὶ δῶκέν τε καὶ ἔκπιον, αὐτίκ᾿ ἔπειτα
ῥάβδῳ πεπληγυῖα κατὰ συφεοῖσιν ἐέργνυ.
οἱ δὲ συῶν μὲν ἔχον κεφαλὰς φωνήν τε τρίχας τε

καὶ δέμας, αὐτὰρ νοῦς ἦν ἔμπεδος, ὡς τὸ πάρος περ.
ὣς οἱ μὲν κλαίοντες ἐέρχατο, τοῖσι δὲ Κίρκη
πάρ ῥ᾿ ἄκυλον βάλανόν τε βάλεν καρπόν τε κρανείης
ἔδμεναι, οἷα σύες χαμαιευνάδες αἰὲν ἔδουσιν.
(Ομήρου Οδύσσεια κ230-243)


"Τρέχει στὴ θύρα τὴ λαμπρὴ κι ἀνοίγει τότε ἡ Κίρκη,
καὶ τοὺς καλεῖ· καὶ μπήκανε χωρὶς νὰ στοχαστοῦνε·
ὅμως δὲν μπῆκε ὁ Εὐρύλοχος, φοβώντας κάποιο δόλο.
Τοὺς πῆρε καὶ τοὺς κάθισε σὲ θρόνους καὶ καθέδρες·
τυρὶ κι ἀλεύρια καὶ ξανθὸ μέλι τοὺς ἀναδεύει
μὲ κρασὶ Πράμνειο, κι ἔσμιξε κακόχυμα βοτάνια,
ποὺ πίνοντας τὴν πατρικὴ τὴ γῆς τους νὰ ξεχάσουν.
Καὶ σὰν τοὺς κέρασε, κι αὐτοὶ σὰν ἤπιαν, τότ' ἐκείνη
χτυπώντας τους μὲ τὸ ραβδὶ τοὺς κλεῖ στὶς χοιρομάντρες·
κι ἄξαφνα χοίρου κάνουνε φωνή, κορμί, κεφάλι
καὶ τρίχες, καὶ μονάχα ὁ νοῦς τοὺς ἔμενε σὰν πρῶτα.
Ἐκεῖ κλεισμένοι κλαίγανε, καὶ γιὰ νὰ φᾶνε ἡ Κίρκη
τοὺς ἔρριχνε πρινόκαρπους, ἀκράνια, βαλανίδια,
ποὺ οἱ χοῖροι οἱ χαμοκύλητοι νὰ τρῶνε συνηθᾶνε."
(απόδοση:Α.Εφταλιώτη)

[...]
Σουρούπωσε... Το χιονάκι ακόμη πιο ψιλό όσο πέφτει το σκοτάδι. Το κρύο ακόμη πιο δριμύ. Οι καμπάνες σιγήσαν. Οι προσευχές κόπασαν. Οι προσφορές μοιράσθηκαν. Οι κεκοιμημένοι -όσοι δε λησμονήθηκαν ακόμη- αφουγκράστηκαν τα ονόματα και δυο σταλαμίδες δροσιάς... Προσμένουν, τώρα, το ξημέρωμα, να κοινωνήσουν μαζί μας....




Οδυσσέα Ελύτη, "Άξιον Εστί, Τα Πάθη, Ανάγνωσμα 1ο"

"... και το αίμα πίσω να πάρω των νεκρών μου των άθαφτων.!..."


"...οὐ δι᾿ ἐμὲ αὕτη ἡ φωνὴ γέγονεν, ἀλλὰ δι᾿ ὑμᾶς.
νῦν κρίσις ἐστὶ τοῦ κόσμου τούτου, νῦν ὁ ἄρχων τοῦ κόσμου τούτου ἐκβληθήσεται ἔξω·..." 
(κατά Ιωάννη ιβ 31)


Το Τριώδιο άνοιξε, οι μάσκες πέσανε. Λιγοστοί περιφέρονται ακόμη -σαν τις άτακτες, αδύναμες νιφάδες που σκορπάει ο άνεμος παντού- να επιμένουν να πιστεύουν σε τούτο το άθλιο Καρναβάλι. Αλλά ξεχνούν, πώς, όσο μεγάλη κι αν είναι τούτη η πομπή, ακόμη κι αν αμέτρητοι -αθώοι κι ένοχοι- συναινούν και συμμετέχουν σε τούτη την παρέλαση,  ΠΑΝΤΟΤΕ στο τέλος της βραδιάς οι ίδιοι είναι που το βασιλιά Καρνάβαλο θα τον κάψουνε. Νυν και αεί η μοίρα του είναι η πυρά.... 

"[...] περὶ δὲ κρίσεως, ὅτι ὁ ἄρχων τοῦ κόσμου τούτου κέκριται." (Κατά Ιωάννην ιστ 11)

"... ἐνδύσασθε τὴν πανοπλίαν τοῦ Θεοῦ πρὸς τὸ δύνασθαι ὑμᾶς στῆναι πρὸς τὰς μεθοδείας τοῦ διαβόλου· ὅτι οὐκ ἔστιν ἡμῖν ἡ πάλη πρὸς αἷμα καὶ σάρκα, ἀλλὰ πρὸς τὰς ἀρχάς, πρὸς τὰς ἐξουσίας, πρὸς τοὺς κοσμοκράτορας τοῦ σκότους τοῦ αἰῶνος τούτου, πρὸς τὰ πνευματικὰ τῆς πονηρίας ἐν τοῖς ἐπουρανίοις..." (Προς Εφεσίους 6,11)

Οδυσσέα Ελύτη, "Άξιον Εστί, Τα Πάθη, Ανάγνωσμα 1ο"



Στο πείσμα των εχτρών .... ανάντισα κρατήθηκα ψυχώθηκα κραταιώθηκα....


Σκοτείνιασε για τα καλά. Ξημερώνει Σάββατο των ψυχών. Κι αμέσως μετά ακολουθεί η Κυριακή της Αποκριάς ή, αλλιώς, η Κυριακή της Κρίσεως: 
" ῞Οταν δὲ ἔλθῃ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἐν τῇ δόξῃ αὐτοῦ καὶ πάντες οἱ ἅγιοι ἄγγελοι μετ᾿ αὐτοῦ, τότε καθίσει ἐπὶ θρόνου δόξης αὐτοῦ, καὶ συναχθήσεται ἔμπροσθεν αὐτοῦ πάντα τὰ ἔθνη, καὶ ἀφοριεῖ αὐτοὺς ἀπ᾿ ἀλλήλων ὥσπερ ὁ ποιμὴν ἀφορίζει τὰ πρόβατα ἀπὸ τῶν ἐρίφων, καὶ στήσει τὰ μὲν πρόβατα ἐκ δεξιῶν αὐτοῦ, τὰ δὲ ἐρίφια ἐξ εὐωνύμων. τότε ἐρεῖ ὁ βασιλεὺς τοῖς ἐκ δεξιῶν αὐτοῦ· δεῦτε οἱ εὐλογημένοι τοῦ πατρός μου, κληρονομήσατε τὴν ἡτοιμασμένην ὑμῖν βασιλείαν ἀπὸ καταβολῆς κόσμου. ἐπείνασα γάρ, καὶ ἐδώκατέ μοι φαγεῖν, ἐδίψησα, καὶ ἐποτίσατέ με, ξένος ἤμην, καὶ συνηγάγετέ με, γυμνός, καὶ περιεβάλετέ με, ἠσθένησα, καὶ ἐπεσκέψασθέ με, ἐν φυλακῇ ἤμην, καὶ ἤλθετε πρός με. τότε ἀποκριθήσονται αὐτῷ οἱ δίκαιοι λέγοντες· κύριε, πότε σε εἴδομεν πεινῶντα καὶ ἐθρέψαμεν, ἢ διψῶντα καὶ ἐποτίσαμεν; πότε δέ σε εἴδομεν ξένον καὶ συνηγάγομεν, ἢ γυμνὸν καὶ περιεβάλομεν; πότε δέ σε εἴδομεν ἀσθενῆ ἢ ἐν φυλακῇ, καὶ ἤλθομεν πρός σε; καὶ ἀποκριθεὶς ὁ βασιλεὺς ἐρεῖ αὐτοῖς· ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ἐφ᾿ ὅσον ἐποιήσατε ἑνὶ τούτων τῶν ἀδελφῶν μου τῶν ἐλαχίστων, ἐμοὶ ἐποιήσατε. τότε ἐρεῖ καὶ τοῖς ἐξ εὐωνύμων· πορεύεσθε ἀπ᾿ ἐμοῦ οἱ κατηραμένοι εἰς τὸ πῦρ τὸ αἰώνιον τὸ ἡτοιμασμένον τῷ διαβόλῳ καὶ τοῖς ἀγγέλοις αὐτοῦ. ἐπείνασα γάρ, καὶ οὐκ ἐδώκατέ μοι φαγεῖν, ἐδίψησα, καὶ οὐκ ἐποτίσατέ με, ξένος ἤμην, καὶ οὐ συνηγάγετέ με, γυμνός, καὶ οὐ περιεβάλετέ με, ἀσθενὴς καὶ ἐν φυλακῇ, καὶ οὐκ ἐπεσκέψασθέ με. τότε ἀποκριθήσονται αὐτῷ καὶ αὐτοὶ λέγοντες· κύριε, πότε σε εἴδομεν πεινῶντα ἢ διψῶντα ἢ ξένον ἢ γυμνὸν ἢ ἀσθενῆ ἢ ἐν φυλακῇ, καὶ οὐ διηκονήσαμέν σοι; τότε ἀποκριθήσεται αὐτοῖς λέγων· ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ἐφ᾿ ὅσον οὐκ ἐποιήσατε ἑνὶ τούτων τῶν ἐλαχίστων, οὐδὲ ἐμοὶ ἐποιήσατε. καὶ ἀπελεύσονται οὗτοι εἰς κόλασιν αἰώνιον, οἱ δὲ δίκαιοι εἰς ζωὴν αἰώνιον. "(Κατά Ματθαίον ΚΕ' 31-46)

- Μα, τελικά, πόσο ταιριαχτά και πόσο ταχτοποιημένα όλα τούτα... Το χιόνι με το κόλλυβο, οι ψυχές με τ'άψυχο κορμί, η Κρίση της περικοπής με έναν κόσμο που ξεψυχά, το βλέμμα της μάνας με την Ανάσταση.  Θαρρείς και μια σιωπηρή κραυγή τα στοίβαξε μεμιάς όλα μαζί μέσα στα συναξάρια... Παραμονές Σαρακοστής, καθώς ανοίγουν οι Πύλες της Μετανοίας...

"Και το θλιβερότερο, βέβαια, από όλα, ή, για να μιλήσω πιο αληθινά, το πιο βαρύ, που και λέγοντάς το γεμίζω οδύνη, πόσο μάλλον υποφέροντάς το, είναι ο χωρισμός από το Θεό και τις άγιες δυνάμεις του και η συντροφιά με το διάβολο και τους πονηρούς δαίμονες που διαρκεί στον αιώνα και δεν αφήνει να ελπίσουμε καμιά απελευθέρωση από αυτά τα δεινά..." (Αγίου Μαξίμου Ομολογητού- "Μαξιμιανόν Ταμείον [λήμμα: κόλασις], Βενεδίκτου Ιερομονάχου Αγιορείτου)

" Τι είναι η κόλαση;
Υποστηρίζω ότι είναι ο πόνος του να μην μπορείς να αγαπάς..."
 (Ντοστογιέφσκυ, "Αδελφοί Καραμαζώφ")

Κοντεύουν μεσάνυχτα και ξαναγυρνώ εδώ. Κι αναρωτιέμαι... Ποιούς τάχα ονοματίζουμε νεκρούς, ποιούς ζωντανούς και ποιούς κεκοιμημένους; 

"...οὐκέτι πολλὰ λαλήσω μεθ᾿ ὑμῶν· ἔρχεται γὰρ ὁ τοῦ κόσμου ἄρχων, καὶ ἐν ἐμοὶ οὐκ ἔχει οὐδέν·..." (Κατά Ιωάννην ιδ 30)

Την οργή των νεκρών να φοβάστε.... ζώντων και κεκοιμημένων....



Πέμπτη 6 Φεβρουαρίου 2025

Βαρσανουφίου και Ιωάννου ερωταποκρίσεις

 

Μνήμη των οσίων Βαρσανούφιου και Ιωάννου

(6 Φεβρουαρίου)

"Κείμενα Διακριτικά και Ησυχαστικά"

Ερωταποκρίσεις (αποσπάσματα)


{ιζ'}

"[...] Πρώτον σε ελέγχω: Ονόμασες τον εαυτό σου αμαρτωλό και στην πράξη δεν τον έχεις για τέτοιο. Διότι αυτός που πιστεύει ότι αμαρτωλός και αίτιος για τα κακά που γίνονται, δεν αντιλέγει σε κανέναν, δε μάχεται, ούτε οργίζεται εναντίον κάποιου, αλλά όλους τους θεωρεί καλύτερους απ'αυτόν. Αν λοιπόν σε χλευάζουν οι λογισμοί ότι είσαι αμαρτωλός, πώς κινούν την καρδιά σου ενάντια στους καλύτερους από σένα; Πρόσεχε αδελφέ' δεν είναι αλήθεια, διότι δεν φθάσαμε ακόμη να θεωρούμε τους εαυτούς μας αμαρτωλούς.

Αν κάποιος αγαπά αυτόν που τον ελέγχει, είναι σοφός.  Αν λέει πως τον αγαπά και όσα ακούει απ'αυτόν δεν τα κάνει πράξη αυτό φανερώνει ότι, αντί αγάπης, τρέφει στην καρδιά του το μίσος. Εάν είσαι αμαρτωλός, γιατί μέμφεσαι τον πλησίον σου και τον κατηγορείς ότι εξαιτίας του δοκιμάζεις θλίψη; Δεν ξέρεις ότι ο καθένας πειράζεται από τις διεργασίες της δικής του συνείδησης, που κάνει σε κάθε περίπτωση και αυτές του φέρνουν τη θλίψη; Αυτό εννοούσα με αυτό που σου έγραψα για τους αδελφούς, δηλαδή ότι μπορεί να σου δείξουν στα πράγματα ένα κουνούπι και συ να το δεις καμήλα κτλ. Θα έπρεπε δε να κάνεις εντατική προσευχή, ώστε ο Θεός να σε αξιώσει να έχεις πάντοτε τον ίδιο με αυτούς φόβο Θεού. 

Το ότι δε αποκάλεσες τον εαυτό σου ανόητο, μη χλευαστείς πως το πιστεύεις! Ερεύνησε τον εαυτό σου και θα βρεις ότι δεν το ζεις έτσι. Διότι, αν το ζούσες έτσι, όφειλες να μην οργιστείς, αφού ο ανόητος δε μπορεί να διακρίνει αν έγινε καλώς ή κακώς ένα πράγμα. Αλλά ο ανόητος ονομάζεται μωρός. Και ο ανόητος και ο μωρός ερμηνεύεται ανάλατος. Και ο ανάλατος πώς μπορεί να καρυκεύει και να αλατίζει άλλους; Πρόσεχε, αδελφέ, διότι χλευαζόμαστε και λέμε μόνο λόγια, ενώ τα έργα μας δείχνουν τί πραγματικά είμαστε. 

Τότε πάλι που προσπαθούμε να αναιρέσουμε τους λογισμούς μας δεν παίρνουμε δύναμη, επειδή έχουμε δεχτεί εκ των προτέρων την κατάκριση του πλησίον και έτσι χάνει το πνεύμα μας την ουσιαστική του δύναμη. Και μετά κατηγορούμε τον αδελφό μας, ενώ εμείς οι ίδιοι είμαστε οι ένοχοι. Αν γνωρίζεις ότι το παν εξαρτάται από τον ελεήμονα Θεό και δεν είναι ούτε "του θέλοντος ούτε του τρέχοντος", γιατί δεν αποδέχεσαι και δεν αγαπάς τον αδελφό σου με τέλεια αγάπη; Πόσοι, στ'αλήθεια, ήθελαν να συναντήσουν εμάς τους Γέροντες και έκαναν το παν, έτρεχαν, αλλά δεν τους δόθηκε; Και κάποιος άλλος, ενώ καθόταν αμέριμνος, έστειλε εμάς ο Θεός προς αυτόν, και τον έκανε τέκνον μας γνήσιο' διότι ο Θεός αγαπά τη βαθιά και αφανή προαίρεση. [...]"

{ιε'}

"[...] Έχε το νου σου να μη σε ξεγελάσουν οι πονηροί δράκοντες και χύσουν μέσα σου το δηλητήριό τους, διότι είναι θανατηφόρο. Κανένας, ποτέ, δεν επιχειρεί να διορθώσει με το κακό το καλό, διότι ζημιώνεται ο ίδιος, χρησιμοποιώντας το κακό, αλλά με το καλό διορθώνει το κακό. (Ρωμ.12,21) [...]"

{λα'}

"[...] Αγαπήστε τους ως αδελφούς γνήσιους και φροντίστε ώστε ο λογισμός σας να αναπαύσει το δικό τους λογισμό.[...]"

{κα'}

"[...] Αν πάλι υπάρξει ανάγκη να δώσεις μια διαταγή σε κάποιον, εξέτασε τον εαυτό σου μήπως προκειται να βγει η διαταγή από μέσα σου αναμεμειγμένη με εμπάθεια. Και αν σου φανεί ότι δεν θα ωφελήσει, κρύψε το λογισμό σου κάτω απ'τη γλώσσα σου, ενθυμούμενος αμέσως εκείνον που είπε: "Τί έχει να ωφεληθεί ο άνθρωπος εάν κερδίσει όλον τον κόσμο και βλάψει την ψυχή του;" (Ματθαίος 16,26). Μάθε δε τούτο, αδελφέ μου, ότι κάθε λογισμός, ο οποίος, πριν να φανερωθεί, δεν έχει τη γαλήνη της ταπεινώσεως, δεν είναι κατά Θεό, αλλά φανερά προέρχεται από τα αριστερά. Διότι ο Κύριός μας έρχεται πάντα με γαληνότητα, ενώ όλα όσα κάνει ο αντίδικος γίνονται με ταραχή και ακαταστασία. Έστω κι αν φαίνονται ότι φορούν ένδυμα προβάτων, όμως από την ταραχή που υπάρχει φανερώνονται ότι είναι μέσα τους λύκοι αρπακτικοί. Διότι λέει: "Από τους καρπούς τους,θα τους γνωρίζετε." (Ματθαίος 7,16). Είθε να δώσει ο Θεός σε όλους σύνεση, για να μην πλανηθούν από τις αρετές τους, "αφού όλα είναι γυμνά και ξεσκεπασμένα μπροστά στα μάτια Του" (Εβρ. 4,13)." 

{λα'}

"[...] Μικροψυχείς στις θλίψεις σαν ένας σαρκικός άνθρωπος, επειδή δεν αποδέχτηκες ότι "θλίψεις θα είναι απλωμένες μπροστά σου." (Πραξ.20,23), όπως το Πνεύμα είπε και στον απόστολο Παύλο. Και μ'αυτό τον ικάνωσε να προσκαλεί αυτούς που ήταν μαζί στο πλοίο να μην χάνουν τη χαρά τους (Πραξ.27,22). Δεν γνωρίζεις ότι "είναι πολλές οι θλίψεις των δικαίων" (Ψαλ.33,19) και σ'αυτές οι δίκαιοι δοκιμάζονται όπως το χρυσάφι στη φωτιά; Αν λοιπόν είμαστε δίκαιοι, ας δοκιμαστούμε με τις θλίψεις. Αν πάλι είμαστε αμαρτωλοί, ας τις υπομένουμε ως άξιοι για αυτές, διότι η δοκιμασία οδηγεί λίγο-λίγο στην υπομονή. (Ρωμ.5,3)."

{λε'}

"[...] Αδελφέ, η απόκριση σε αυτούς τους τρεις λογισμούς, για τους οποίους με ρωτάς, είναι μία. Μη βιάζεις την προαίρεση κανενός, αλλά σπείρε με ελπίδα. Διότι και ο Κύριός μας δεν ανάγκασε κανέναν, αλλά ευαγγελιζόταν και όποιος ήθελε Τον άκουγε."

* Βαρσανούφιου και Ιωάννου"Κείμενα Διακριτικά και Ησυχαστικά" (Ερωταποκρίσεις), εκδόσεις "Ετοιμασία" (Ιεράς Μονής Τιμίου Προδρόμου Καρέας)

Σάββατο 28 Μαρτίου 2020

Χρώματα φόβου κι αγάπης (2)...

[συνέχεια του: Χρώματα φόβου κι αγάπης... ]

Ὅσοι τὸ χάλκεον χέρι
βαρὺ τοῦ φόβου αἰσθάνονται,
ζυγὸν δουλείας, ἂς ἔχωσι·
θέλει ἀρετὴν καὶ τόλμην
ἡ ἐλευθερία.
(Ανδρέας Κάλβος- Εις Σάμον)



"Αν ξαναζούσα, θά'θελα νά'μουν πουλί..." μού'πε η ξαδέρφη μου σε μια κουβέντα για τα χάλια τούτου του κόσμου. Εγώ, πάλι, δε βρήκα ούτε σ'αυτό παρηγοριά κι είπα πως δε θά'θελα μήτε να ξαναζήσω... Κι όσο το ξανασκέφτομαι, να βρω τί θά'θελα, θά'θελα μοναχά νά'μαι ελεύθερη από όλα τούτα που μας χάρισαν απλόχερα και μεις τα κάναμε κτήμα μας και ζωή μας για να ζούμε με φόβο μήπως τα χάσουμε, θά'θελα νά'μαι ελεύθερη από τούτο το ψέμα που μ'εγκλώβισε σε μια ζωγραφιά με χιλιάδες χρώματα, ελεύθερη να πετώ στο λευκό κι αχρωμάτιστο φως του Θεού.... Ίσως, μάλιστα, κάτι τέτοιο νά'θελε να πει κι εκείνη.

Αὐτὴ (καὶ ὁ μῦθος κρύπτει
νοῦν ἀληθείας) ἐπτέρωσε
τὸν Ἴκαρον· καὶ ἂν ἔπεσεν
ὁ πτερωθεὶς κ᾿ ἐπνίγη
θαλασσωμένος·

 Ἀφ᾿ ὑψηλὰ ὅμως ἔπεσε,
καὶ ἀπέθανεν ἐλεύθερος. -
Ἂν γένῃς σφάγιον ἄτιμον
ἑνὸς τυράννου, νόμιζε
φρικτὸν τὸν τάφον.
(Ανδρέας Κάλβος- [συνέχεια] Εις Σάμον)



Βρέχει ασταμάτητα μέρες τώρα στο βουνό των Κενταύρων. Θαρρείς κι οι λυγμοί μαζευτήκαν όλοι στα σύγνεφα τ'ουρανού. Τα σύννεφα που πάσχιζε να ξεπεράσει ένας Ίκαρος για να φτάσει ψηλά στον Ήλιο- μόνο που τα φτερά του ήταν φτιαγμένα από κερί...

"- Τα μάτια, δεν ξέρεις πως όταν τα στρέφει κανείς σε αντικείμενα που στην επιφάνειά τους δεν απλώνεται πια το φως της ημέρας, αλλά η νυχτερινή αντιφεγγιά, δεν καλοβλέπουν και μοιάζουν επάνω κάτω τυφλά, σαν να μην υπάρχει μέσα τους καθαρή όψη;
 - Μάλιστα, το ξέρω.
 - Όταν όμως θαρρώ, πέφτει επάνω των κατάλαμπρος ο ήλιος, τα βλέπουν ολοκάθαρα, και φαίνονται πως κι αυτά τα μάτια έχουν μέσα τους την όραση.
 - Πραγματικώς.
 - Το ίδιο λοιπόν να φανταστείς πως γίνεται και με την ψυχή' όταν στηρίζει το βλέμμα της επάνω σε κάτι που ολόλαμπρη πέφτει επάνω του η αλήθεια και το ον, τότε ολοκάθαρα το αντιλήφθηκε και το γνώρισε και φαίνεται πως έχει νου' όταν όμως το στρέφει σε πράγματα που είναι ανακατωμένα με το σκοτάδι, που γίνονται και χάνονται, τότε πια δε βλέπει καθαρά, σχηματίζει δοξασίες που αλλάζουν και πάνε άνω κάτω και μοιάζει τότε μ'έναν που δεν έχει νου.
 - Πραγματικώς μοιάζει.
 - Αυτό λοιπόν που χορηγεί στα νοητά αντικείμενα την αλήθεια και στην ψυχή τη δύναμη να τα γνωρίζει, αυτό να λες πως είναι η ιδέα του αγαθού, κι αυτό έχε στον νου σου πως είναι η αιτία της επιστήμης και της αλήθειας, όταν γίνεται αντικείμενο της γνώσης [...]
 [...]
 - Φαντάσου λοιπόν πως το αγαθό και ο ήλιος είνιαι, καθώς λέμε, δυο βασιλιάδες, ο ένας του νοητού κόσμου, κι ο άλλος τους ορατού [...]"

(Πλάτων- "Πολιτεία" 508c κ.ε., απόδοση: Ι.Γρυπάρη)

Πνίγομαι... Θέλω να μεταλάβω αγάπη και φως. Απ'το ίδιο κουτάλι μ'όσους πίστεψαν εκεί ψηλά, εκεί που δεν υπάρχουν πια χρώματα, εκεί που ο νους υπερβαίνει τον νου, εκεί που κατοικούν μοναχά ταπεινοί, μάρτυρες κι ήρωες... Ποιός άραγε κλείδωσε την ψυχή μου σε τούτα τα δεσμά; Πιο χαμηλά κι απ'το χαμηλό χορτάρι; Βλέπω το κλειδί μπροστά μου, κι αυτό το "μπροστά" φαντάζει τόσο μακρινό που δεν τολμούν τα δάχτυλα να το αγγίξουν. Κάτω απ'τους λυγμούς της βροχής τα βλαστάρια της πλάσης ξεπροβάλλουν. Η τροφή της γης μοναχά με τα δάκρυα τ'ουρανού σαν σμίξει τους δίνει ανάστημα. Τα κοιτώ κι αρχίζω ν'ανασαίνω...

"Όμως αφού κι αυτό το γένος το σκέπασε το χώμα,
Ένα άλλο πάλι, τέταρτο, επάνω στην πολύτροφη τη γη
ο Δίας, ο γιος του Κρόνου, έφτιαξε, πιο δίκαιο κι ανώτερο,
το θείο γένος των ηρώων. Λέγονται αυτοί ημίθεοι,
η προηγούμενη από μας γενιά πάνω στη γη τη δίχως όρια.
Και τούτους ο κακός πόλεμος και η φοβερή μάχη
άλλους κάτω απ'τα τείχη της Θήβας της εφτάπυλης, στη γη του Κάδμου,
τους αφάνισε, καθώς για του Οιδίποδα τα ποιμνία
(μήλα) πολεμούσαν,
κι άλλους με πλοία κι επάνω από της θάλασσας το μέγα χάσμα
οδηγώντας τους στην Τροία για χάρη της καλλίκομης Ελένης.
Άλλους εκεί τους σκέπασε το τέλος του θανάτου
κι άλλους ξέχωρα απ'τους ανθρώπους ζωή και τόπο ο Δίας τους έδωσε,
ο γιος του Κρόνου, στα πέρατα της γης τους έβαλε να μένουν.
Και κατοικούν ξέγνοιαστη έχοντας καρδιά
στις νήσους των μακάρων, πλάι στον Ωκεανό με τη βαθιά τη δίνη,
μακάριοι ήρωες που η σιτοδότρα γη τους δίνει
γλυκό σαν μέλι τον καρπό που θάλλει τρεις φορές το χρόνο
[...]
Μακάρι εγώ ανάμεσα στου πέμπτου γένους τους ανθρώπους
να μην ήμουν, μα είτε πιο μπροστά να πέθαινα ή ύστερα να γεννιόμουν.
Αφού τώρα πια το σιδερένιο υπάρχει γένος. Κι ούτε θα πάψουνε ποτέ
τη μέρα να κοπιάζουν και να δυστυχούν, να βασανίζονται την νύχτα
μα μέριμνες σκληρές σ'αυτούς οι θεοί θα δίνουν.
Όμως και σ'αυτούς ανάμικτα θα υπάρξουνε καλά με τα κακά.
Κι ο Δίας θ'αφανίσει και τούτο των θνητών το γένος,
την εποχή που σαν γεννιούνται οι άνθρωποι θα γίνονται ασπρομάλληδες.
Με τα παιδιά του όμοιος δε θα είναι ο πατέρας, μήτε με τον πατέρα τα παιδιά,
κι ούτε ο φιλοξενούμενος αγαπητός σ'αυτόν που τον φιλοξενεί,
στο σύντροφο ο σύντροφος, μήτε θα είναι ο αδερφός αγαπητός σαν πρώτα.
Μόλις γεράσουν οι γονείς τους θα τους ατιμάζουν,
θα τους κατηγορούν μιλώντας τους με λόγια φοβερά,
οι άθλιοι, την τιμωρία των θεών περιφρονώντας. Κι ούτε
στους γέροντες γονείς τους το χρέος που τους ανάθρεψαν θ'ανταποδίδουν.
Στη βία των χεριών το δίκιο τους. Κι ένας την πόλη του άλλου θ'αφανίσει.
Διόλου δε θα τιμάται ο πιστός στον όρκο τους, ο αγαθός,
ο δίκαιος, μα του κακού το δράστη θα τιμήσουν πιο πολύ και τον ακόλαστο.
Στη βία των χεριών το δίκαιο και η ντροπή θα είναι,
ο άντρας ο κακός θα βλάπτει τον καλύτερο,
θα τον κατηγορεί με λόγια διεστραμμένα, δίνοντας κι από πάνω όρκο.
Ο φθόνος χαιρέκακος, κακόγλωσσος, στην όψη μισητός,
θα συνοδεύει όλους τους ταλαίπωρους ανθρώπους.
Και τότε προς τον Όλυμπο απ'τη γη με τους πλατιούς τους δρόμους,
αφού σε άσπρα πέπλα το ωραίο σώμα τους καλύψουν,
θα παν να σμίξουνε με των αθανάτων το γένος, τους ανθρώπους πίσω αφήνοντας,
η Αιδώς και η Νέμεση. Και μόνο οι πόνοι οι θλιβεροί θα απομείνουν
στους θνητούς ανθρώπους. Κι απ'το κακό προφύλαξη δε θα υπάρχει."

(Ησίοδος- "Εργα και Ημέραι" 256κ.ε., απόδοση: Σ.Γκιργκένη)


Το χρώμα του φόβου λένε πως είναι το κίτρινο -κάτι σαν το "χλωρόν δέος" του Ομήρου- κι εκείνο της αγάπης και του έρωτα το πορφυρό - σαν το αίμα, τη ζωή, σαν το φονικό, τη βαθιά πληγή και το θάνατο, σαν τη θυσία. Σαν την Ανάσταση. Το μενεξεδί βαφτίστηκε πένθιμο, ανταύγεια χρωματιστή του άχρωμου μαύρου. 
Το πράσινο τό'κλεψε η φρεσκάδα των βλαστών, ενώ το καφεδί έντυσε των δέντρων τους αιωνόβιους κορμούς και τη γη των σπόρων κι όπου αλλού απλώνονται οι ρίζες μας να τις προφυλάξει. Λένε πως το ένα γαληνεύει και ζωογονεί, ενώ τ'άλλο δίδει σιγουριά και σταθερότητα.
Όσο για το αγνό λευκό της καθαρότητας, αντάμα με το γαλάζιο του ουρανού και της αδάμαστης θάλασσας, σμίγουν στ'ασβεστωμένα ξωκλήσια στα νησιά, στην ψυχή και στη σημαία μας....
Κείνο της πίστης ακόμα αναζητώ... Μα, ξέχασα, τούτη δεν έχει χρώματα, φτάνει στο φως και τα υπερβαίνει... 

 αὕτη δέ ἐστιν ἡ κρίσις, ὅτι τὸ φῶς ἐλήλυθεν εἰς τὸν κόσμον, καὶ ἠγάπησαν οἱ ἄνθρωποι μᾶλλον τὸ σκότος ἢ τὸ φῶς· ἦν γὰρ πονηρὰ αὐτῶν τὰ ἔργα. πᾶς γὰρ ὁ φαῦλα πράσσων μισεῖ τὸ φῶς καὶ οὐκ ἔρχεται πρὸς τὸ φῶς, ἵνα μὴ ἐλεγχθῇ τὰ ἔργα αὐτοῦ· ὁ δὲ ποιῶν τὴν ἀλήθειαν ἔρχεται πρὸς τὸ φῶς, ἵνα φανερωθῇ αὐτοῦ τὰ ἔργα, ὅτι ἐν Θεῷ ἐστιν εἰργασμένα.(Ιωάννου 3,19)


Θ'ανηφορίσω προς την πλατεία, αφού υπογράψω άδεια ειδική στον εαυτό μου μονάχη μου. Με λένε τάδε, μένω εδώ και τούτη την ώρα, ξεκινώ από το σπίτι για να πάω στο φαρμακείο. Α, ρε τρελογιατρέ, αν σου τό'λεγα τούτο μέρες πριν με πόσα χάπια θα με χαπάκωνες; Γελώ με τη σκέψη! Να μην ξεχάσω και την ταυτότητα! Χάσαμε που χάσαμε την ταυτότητά μας, ας κουβάλαμε μαζί και τούτο το δελτίο που είναι ό,τι μας απέμεινε για να μας προσδιορίζει... Μην και ξεχάσουμε ολωσδιόλου το ποιοί είμαστε -τουλάχιστον να απομείνει τ'όνομα και κάποιοι σκόρπιοι, αδιάφοροι για την πλάση αριθμοί... 

"ἐπεὶ οὖν τὰ παιδία κεκοινώνηκε σαρκὸς καὶ αἵματος, καὶ αὐτὸς παραπλησίως μετέσχε τῶν αὐτῶν, ἵνα διὰ τοῦ θανάτου καταργήσῃ τὸν τὸ κράτος ἔχοντα τοῦ θανάτου, τοῦτ᾿ ἔστι τὸν διάβολον, καὶ ἀπαλλάξῃ τούτους, ὅσοι φόβῳ θανάτου διὰ παντὸς τοῦ ζῆν ἔνοχοι ἦσαν δουλείας."(Παύλου- Προς Εβραίους 2,14)


Περπάτησα μες στη βροχή. Πήρα ακόμη μιαν ανάσα. Αντάλλαξα δυο λόγια, κι άλλα δυο. Έρημο το τοπίο. Μοναχά από κανένα αυτοκίνητο για προμήθεια "αγαθών πρώτης ανάγκης". Υπάρχει άραγε αγαθό υπέρτερο της ελευθερίας; ... Και δε μιλώ για το χαζόχαρτο που υπέγραψα, ούτε για τον κάθε νόμο που στο χέρι μας είναι ν'αλλάξει. Μιλώ για το φόβο, μοναχά για αυτόν.... Για αυτόν τον φόβο, που ανεξέλεγκτος, ορίζει όλα τα δεσμά. Για αυτό το φόβο που βγάζει στο φως τα πιο θηριώδη ένστικτα του ανθρώπου, τα πιο δειλά, τα πιο τιποτένια, ακόμη και τα πιο ανόητα. Που γίνεται σύμμαχος στα σκήπτρα κάθε λογής χθόνιων κι υποχθόνιων βασιλιάδων.
"Όλα τα δεινά έχουν γίνει μάλλον για να τρομοκρατούν αυτούς που τα περιμένουν, παρά να λυπούν αυτούς που πλήττουν. Ο φόβος είναι τόσο βλαβερός, ώστε πολλοί ήδη υφίστανται το κακό, προτού νά'ρθει, όπως λόγου χάριν αυτοί που ταλαιπωρούνται από την τρικυμία σε καράβι και δεν περίμεναν να βουλιάξει το πλοίο, αλλά αυτοκτόνησαν πριν..." 
(Διογένης- Στοβαίου Ανθολόγιον, απόδοση Χ.Θεοδωράτου)


Βαρέθηκα τόσο τούτη τη μουντάδα, μπούχισα από το τόσο γκρι. Φέρτε μου χρώματα να βάλω τον ήλιο ξανά στον ουρανό, σαν παιδική ζωγραφιά! Μ'ακτίνες μακριές, παράταιρες, ν'αγγίζουν κάθε πλάσμα πονεμένο! Και να του φτιάξω στο πρόσωπο ένα χαμόγελο τρανταχτό, να στέλνει την αγάπη του σ'όλη την πλάση. Μια θάλασσα και γλάρους να πετούν, κι ένα γλαράκι μικρό -τάχα το λένε Ιωνάθαν;- να παλεύει να φτάσει ψηλά, εκεί που μονάχα οι αετοί πλησιάζουν. Θα ζωγραφίσω κι ένα καράβι.
Θά'ναι εκείνο το καράβι της ζωής, το καράβι του Οδυσσέα που βολοδέρνει στα πέλαγα ποθώντας να επιστρέψει στην πατρίδα. Δε δοκίμασε το λωτό, δεν ξεγελάστηκε από της λησμονιάς την πλάνη. Μα τύφλωσε τον Κύκλωπα, κι αν σώθηκε (κρυμμένος κάτω απ'το πυκνόμαλλο αρνί), νέες δοκιμασίες τον καταδιώκουν. Πόσα μπορώ να στριμώξω, λοιπόν, σε μια ζωγραφιά; Νήπιοι εταίροι, ανοίγουν τον ασκό και σβήνει απ'τον ορίζοντα η Ιθάκη. Ανθρωποβόροι γίγαντες ξεπροβάλλουν κι η μάγισσα Κίρκη με το ραβδί που της ψυχής τα πάθη φανερώνει. Ο Κάτω Κόσμος, όπου αναγκάζεται να κατεβεί, να λάβει γνώση. Σειρήνες στα βράχια πλάνα του τραγουδούν, η Σκύλλα κι η Χάρυβδη του φράζουν το δρόμο- πρέπει, κάποια στιγμή, να διαλέξει τί θα θυσιάσει. Του Ήλιου το νησί από όπου ξεβράζεται πια μοναχός- αὐτῶν γὰρ σφετέρῃσιν ἀτασθαλίῃσιν ὄλοντο... Της Καλυψώς τα δεσμά κι επιτέλους τ'απόμακρο μυστηριώδες νησί (του βασιλιά με το άλκιμο νου), απ'όπου στον τόπο της ψυχής του θα μπορέσει να επιστρέψει... Ούτε, όμως, εκεί θα βρει αναπαμό...
Και το καράβι συνεχίζει να ταλαντεύεται στον φουρτουνιασμένο της γένεσης κόσμο... Και το μικρό γλαράκι πασχίζει να πετάξει ακόμη πιο ψηλά....
"Ας δούμε συνεπώς αν οι δειλοί είναι δυνατόν να είναι δίκαιοι. Τους αντιθέτους των, δηλαδή τους θρασείς, τους βρήκαμε πως είναι άδικοι, γιατί κάνουν πολλά δια της βίας. Λοιπόν η δειλία είναι διαφθορά έννομης αντιλήψεως περί του τί είναι δεινό και τί όχι, ή άγνοια των δεινών και των μη δεινών ή και εκείνων που δεν είναι ούτε το ένα ούτε το άλλο. Πώς λοιπόν είναι δυνατόν αυτοί που έχουν ενστερνισθεί αντιλήψεις εσφαλμένες και παράνομες να είναι δίκαιοι; Διότι προφανώς δεν είναι δυνατόν να βγάλουν για οτιδήποτε ορθά συμπεράσματα , αφού δεν επιτρέπει σ'αυτούς ο φόβος για τη ζωή τους να προβούν σε οποιαδήποτε έρευνα."(Ιεροκλής "Περί δικαιοσύνης"- Στοβαίου Ανθολόγιον, απόδοση Χ.Θεοδωράτου)


Κι όπως πάσχιζε το μικρό γλαράκι να φτάσει πιο μακριά, αντίκρυσε το μικρό ξωκλήσι στον ψηλό βράχο της ακροθαλασσιάς. Στάθηκε πάνω στον ξύλινο σταυρό κι αφουγκράστηκε. Άλλη ψυχή ζωντανή δεν υπήρχε εκειδά. Μα πόσες ανασαιμιές, προσευχές, δάκρυα κι ελπίδες σφράγιζε μέσα του τούτος ο πετρόχτιστος ναός! Έρημος πια, θαρρείς πως έλειψε το γένος των ανθρώπων...Το γλαράκι δεν ήξερε να ψάλλει, ούτε να τραγουδά. Κι έτσι φτερούγιζε μονάχα, κάνοντας κύκλους, να χαιρετίσει την Παναγιά που απόψε μονάχη γιόρταζε... Και μη με ρωτήσει κανείς, πώς ένα μικρό γλαράκι την είδε και την γνώρισε! Μη με ρωτήσει κανείς πως ένα γλαράκι θα μπορούσε να έχει πίστη! Με κούρασαν όλα αυτά... Μη με ρωτήσει κανείς πως βλέπουμε πέρα απ'τα χρώματα, ούτε να με ρωτήσει κανείς την ανάσα μου ποιός θέλω να ορίζει... Μη με ρωτήσει καν τί τούτα τα λόγια μπορεί να σημαίνουν...
"Χριστὸς ἀνέστη ἐκ νεκρῶν, θανάτῳ θάνατον πατήσας καὶ τοῖς ἐν τοῖς μνήμασι ζωὴν χαρισάμενος..."


Υ.Γ. "Όποιος ελεύθερα συλλογάται, συλλογάται καλά." - Ρήγας Φεραίος