Η ιστορία - ή το μύθι-μύθι παραμύθι....- της Χελιδόνας από τις "Παραδόσεις" του λαογράφου μας Νικολάου Πολίτου....:
"Ένα παλικάρι αγαπούσε μια νέα που δεν έδινε καμιά προσοχή σ'αυτόν. Για την πάρει λοιπόν, τί κάμει; Άλλαξε τα ρούχα του και πουλούσε στους δρόμους μήλα. Ήλθε κι από κάτω απ'το σπίτι της αγαπητικιάς του και φώναζε: "Μήλα, μήλα καλά!". Εκείνη, δεν τον γνώρισε και τον ρωτά: "Πόσο τα δίνεις τα μήλα;". "Όλα, κυρά μου, τα δίνω για ένα σοινίκι κεχρί." λέει αυτός. "Καλά, έλα να τ'αγοράσουμε μεις." του λέει η νέα. Μπήκε αυτός, πήρε το σοινίκι, έδωσε τα μήλα. Aλλά κει που έκανε ν'αδειάσει το κεχρί, το έχυσε επιταυτού καταγής, κι εκάθησε ύστερα να το μαζέψει στο σάκο του σπυρί, σπυρί. Η νέα είδε αυτή την ανοησία του νέου κι εγέλασε, και του είπε πως δεν γίνεται αυτό, να μαζέψει έτσι όλο το κεχρί και να του δώσουν άλλο σοινίκι. Εκείνος όμως δεν εδέχτηκε, και είπε πως δεν μπορεί να κάμει αλλιώς, έτσι θα το μαζέψει. Κι eμάζωνε όσο που ενύχτωσε. Τότε παρεκάλεσε να τον αφήσουν να μείνει την νύχτα στο σπίτι για να τελειώσει τη δουλειά του. Εκείνοι δεν υποπτεύθηκαν τίποτα, και γι' αυτό δεν εδυσκολεύθηκαν να τον αφήσουν, τον ελεεινολογούσαν μόνο για την επιμονή του την ανόητη.
Όταν πήγαν όλοι να πλαγιάσουν, ο νέος παρατήρησε καλά που θα κοιμηθεί η αγαπητικιά του, και τα μεσάνυχτα μπήκε στην κάμαρή της, την άρπαξε, και έφυγε χωρίς να τον καταλάβει κανείς, ούτε η ίδια η νέα, γιατί εκοιμότουνε βαθιά. Σαν εξημέρωσε, τότε μόνο κατάλαβε πως δεν ήταν στο πατρικό της σπίτι αλλά σε ξένο, κοντά στον νέο εκείνο που την αγαπούσε χωρίς αυτή να τον αγαπά. Αμέσως εννοήσε την παγίδα που της έστησε, κι αποφάσισε να μην τον αφήσει να του περάσει ο σκοπός του. Αποφάσισε λοιπόν να μη βγάλει μιλιά. Έκαμε εκείνος χίλια δύο για να βγάλει ένα λόγο από το στόμα της, αλλά εστάθη αδύνατο: Εκείνη έμενε σα βουβή.
Έτσι επέρασε πολύς καιρός. Και αφού είδε ο νέος πως του κάκου εβασανίζετο, αποφάσισε να παντρευτεί άλλη, που να μιλεί τουλάχιστο. Εκεί που εγίνετο το στεφάνωμα, ήτανε μπρος και η νέα, και από την λύπη της την πολλή, ξεσυνοϊσμένη, δεν κατάλαβε πως η λαμπάδα που κρατούσε στα χέρια εκάη τόσο, που παρ'ολίγο να κάψει και τα δάχτυλά της. Η νύφη, σαν είδε αυτό, δεν εκρατήθη, και ανάσυρε το νύφιασμά της και της εφώναξε:
"Άϊ, καημένη! Αν είσαι β'βή και βώκου,
δεν είσαι και τυφλή τυφλώκου."
Η νέα, που έως τότε εκαμώνετο, επειράχθη πολύ και γυρίζει και λέει της νύφης: "Τρία χρόνια υπόφερα εγώ χωρίς να βγάλω μιλιά, κι εσύ μια στιγμή δε μπόρεσες να υποφέρεις χωρίς να μιλήσεις;". Ν'ακούσει ο νέος την αγαπημένη του να μιλεί, εχύθη απάνου της να την πιάσει. Την άρπαξε απ'τις πλεξίδες, αλλ' εκείνη γένηκε χελιδόνι και οι πλεξίδες έμειναν στα χέρια του αγαπητικού της. Μόνον δύο της απόμειναν, κι αυτές είναι η ψαλιδωτή ορά του χελιδονιού." (Στενήμαχος της Θράκης)
"Ένα παλικάρι αγαπούσε μια νέα που δεν έδινε καμιά προσοχή σ'αυτόν. Για την πάρει λοιπόν, τί κάμει; Άλλαξε τα ρούχα του και πουλούσε στους δρόμους μήλα. Ήλθε κι από κάτω απ'το σπίτι της αγαπητικιάς του και φώναζε: "Μήλα, μήλα καλά!". Εκείνη, δεν τον γνώρισε και τον ρωτά: "Πόσο τα δίνεις τα μήλα;". "Όλα, κυρά μου, τα δίνω για ένα σοινίκι κεχρί." λέει αυτός. "Καλά, έλα να τ'αγοράσουμε μεις." του λέει η νέα. Μπήκε αυτός, πήρε το σοινίκι, έδωσε τα μήλα. Aλλά κει που έκανε ν'αδειάσει το κεχρί, το έχυσε επιταυτού καταγής, κι εκάθησε ύστερα να το μαζέψει στο σάκο του σπυρί, σπυρί. Η νέα είδε αυτή την ανοησία του νέου κι εγέλασε, και του είπε πως δεν γίνεται αυτό, να μαζέψει έτσι όλο το κεχρί και να του δώσουν άλλο σοινίκι. Εκείνος όμως δεν εδέχτηκε, και είπε πως δεν μπορεί να κάμει αλλιώς, έτσι θα το μαζέψει. Κι eμάζωνε όσο που ενύχτωσε. Τότε παρεκάλεσε να τον αφήσουν να μείνει την νύχτα στο σπίτι για να τελειώσει τη δουλειά του. Εκείνοι δεν υποπτεύθηκαν τίποτα, και γι' αυτό δεν εδυσκολεύθηκαν να τον αφήσουν, τον ελεεινολογούσαν μόνο για την επιμονή του την ανόητη.
Όταν πήγαν όλοι να πλαγιάσουν, ο νέος παρατήρησε καλά που θα κοιμηθεί η αγαπητικιά του, και τα μεσάνυχτα μπήκε στην κάμαρή της, την άρπαξε, και έφυγε χωρίς να τον καταλάβει κανείς, ούτε η ίδια η νέα, γιατί εκοιμότουνε βαθιά. Σαν εξημέρωσε, τότε μόνο κατάλαβε πως δεν ήταν στο πατρικό της σπίτι αλλά σε ξένο, κοντά στον νέο εκείνο που την αγαπούσε χωρίς αυτή να τον αγαπά. Αμέσως εννοήσε την παγίδα που της έστησε, κι αποφάσισε να μην τον αφήσει να του περάσει ο σκοπός του. Αποφάσισε λοιπόν να μη βγάλει μιλιά. Έκαμε εκείνος χίλια δύο για να βγάλει ένα λόγο από το στόμα της, αλλά εστάθη αδύνατο: Εκείνη έμενε σα βουβή.
Έτσι επέρασε πολύς καιρός. Και αφού είδε ο νέος πως του κάκου εβασανίζετο, αποφάσισε να παντρευτεί άλλη, που να μιλεί τουλάχιστο. Εκεί που εγίνετο το στεφάνωμα, ήτανε μπρος και η νέα, και από την λύπη της την πολλή, ξεσυνοϊσμένη, δεν κατάλαβε πως η λαμπάδα που κρατούσε στα χέρια εκάη τόσο, που παρ'ολίγο να κάψει και τα δάχτυλά της. Η νύφη, σαν είδε αυτό, δεν εκρατήθη, και ανάσυρε το νύφιασμά της και της εφώναξε:
"Άϊ, καημένη! Αν είσαι β'βή και βώκου,
δεν είσαι και τυφλή τυφλώκου."
Η νέα, που έως τότε εκαμώνετο, επειράχθη πολύ και γυρίζει και λέει της νύφης: "Τρία χρόνια υπόφερα εγώ χωρίς να βγάλω μιλιά, κι εσύ μια στιγμή δε μπόρεσες να υποφέρεις χωρίς να μιλήσεις;". Ν'ακούσει ο νέος την αγαπημένη του να μιλεί, εχύθη απάνου της να την πιάσει. Την άρπαξε απ'τις πλεξίδες, αλλ' εκείνη γένηκε χελιδόνι και οι πλεξίδες έμειναν στα χέρια του αγαπητικού της. Μόνον δύο της απόμειναν, κι αυτές είναι η ψαλιδωτή ορά του χελιδονιού." (Στενήμαχος της Θράκης)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου