Σάββατο 28 Μαρτίου 2020

Χρώματα φόβου κι αγάπης (2)...

[συνέχεια του: Χρώματα φόβου κι αγάπης... ]

Ὅσοι τὸ χάλκεον χέρι
βαρὺ τοῦ φόβου αἰσθάνονται,
ζυγὸν δουλείας, ἂς ἔχωσι·
θέλει ἀρετὴν καὶ τόλμην
ἡ ἐλευθερία.
(Ανδρέας Κάλβος- Εις Σάμον)



"Αν ξαναζούσα, θά'θελα νά'μουν πουλί..." μού'πε η ξαδέρφη μου σε μια κουβέντα για τα χάλια τούτου του κόσμου. Εγώ, πάλι, δε βρήκα ούτε σ'αυτό παρηγοριά κι είπα πως δε θά'θελα μήτε να ξαναζήσω... Κι όσο το ξανασκέφτομαι, να βρω τί θά'θελα, θά'θελα μοναχά νά'μαι ελεύθερη από όλα τούτα που μας χάρισαν απλόχερα και μεις τα κάναμε κτήμα μας και ζωή μας για να ζούμε με φόβο μήπως τα χάσουμε, θά'θελα νά'μαι ελεύθερη από τούτο το ψέμα που μ'εγκλώβισε σε μια ζωγραφιά με χιλιάδες χρώματα, ελεύθερη να πετώ στο λευκό κι αχρωμάτιστο φως του Θεού.... Ίσως, μάλιστα, κάτι τέτοιο νά'θελε να πει κι εκείνη.

Αὐτὴ (καὶ ὁ μῦθος κρύπτει
νοῦν ἀληθείας) ἐπτέρωσε
τὸν Ἴκαρον· καὶ ἂν ἔπεσεν
ὁ πτερωθεὶς κ᾿ ἐπνίγη
θαλασσωμένος·

 Ἀφ᾿ ὑψηλὰ ὅμως ἔπεσε,
καὶ ἀπέθανεν ἐλεύθερος. -
Ἂν γένῃς σφάγιον ἄτιμον
ἑνὸς τυράννου, νόμιζε
φρικτὸν τὸν τάφον.
(Ανδρέας Κάλβος- [συνέχεια] Εις Σάμον)



Βρέχει ασταμάτητα μέρες τώρα στο βουνό των Κενταύρων. Θαρρείς κι οι λυγμοί μαζευτήκαν όλοι στα σύγνεφα τ'ουρανού. Τα σύννεφα που πάσχιζε να ξεπεράσει ένας Ίκαρος για να φτάσει ψηλά στον Ήλιο- μόνο που τα φτερά του ήταν φτιαγμένα από κερί...

"- Τα μάτια, δεν ξέρεις πως όταν τα στρέφει κανείς σε αντικείμενα που στην επιφάνειά τους δεν απλώνεται πια το φως της ημέρας, αλλά η νυχτερινή αντιφεγγιά, δεν καλοβλέπουν και μοιάζουν επάνω κάτω τυφλά, σαν να μην υπάρχει μέσα τους καθαρή όψη;
 - Μάλιστα, το ξέρω.
 - Όταν όμως θαρρώ, πέφτει επάνω των κατάλαμπρος ο ήλιος, τα βλέπουν ολοκάθαρα, και φαίνονται πως κι αυτά τα μάτια έχουν μέσα τους την όραση.
 - Πραγματικώς.
 - Το ίδιο λοιπόν να φανταστείς πως γίνεται και με την ψυχή' όταν στηρίζει το βλέμμα της επάνω σε κάτι που ολόλαμπρη πέφτει επάνω του η αλήθεια και το ον, τότε ολοκάθαρα το αντιλήφθηκε και το γνώρισε και φαίνεται πως έχει νου' όταν όμως το στρέφει σε πράγματα που είναι ανακατωμένα με το σκοτάδι, που γίνονται και χάνονται, τότε πια δε βλέπει καθαρά, σχηματίζει δοξασίες που αλλάζουν και πάνε άνω κάτω και μοιάζει τότε μ'έναν που δεν έχει νου.
 - Πραγματικώς μοιάζει.
 - Αυτό λοιπόν που χορηγεί στα νοητά αντικείμενα την αλήθεια και στην ψυχή τη δύναμη να τα γνωρίζει, αυτό να λες πως είναι η ιδέα του αγαθού, κι αυτό έχε στον νου σου πως είναι η αιτία της επιστήμης και της αλήθειας, όταν γίνεται αντικείμενο της γνώσης [...]
 [...]
 - Φαντάσου λοιπόν πως το αγαθό και ο ήλιος είνιαι, καθώς λέμε, δυο βασιλιάδες, ο ένας του νοητού κόσμου, κι ο άλλος τους ορατού [...]"

(Πλάτων- "Πολιτεία" 508c κ.ε., απόδοση: Ι.Γρυπάρη)

Πνίγομαι... Θέλω να μεταλάβω αγάπη και φως. Απ'το ίδιο κουτάλι μ'όσους πίστεψαν εκεί ψηλά, εκεί που δεν υπάρχουν πια χρώματα, εκεί που ο νους υπερβαίνει τον νου, εκεί που κατοικούν μοναχά ταπεινοί, μάρτυρες κι ήρωες... Ποιός άραγε κλείδωσε την ψυχή μου σε τούτα τα δεσμά; Πιο χαμηλά κι απ'το χαμηλό χορτάρι; Βλέπω το κλειδί μπροστά μου, κι αυτό το "μπροστά" φαντάζει τόσο μακρινό που δεν τολμούν τα δάχτυλα να το αγγίξουν. Κάτω απ'τους λυγμούς της βροχής τα βλαστάρια της πλάσης ξεπροβάλλουν. Η τροφή της γης μοναχά με τα δάκρυα τ'ουρανού σαν σμίξει τους δίνει ανάστημα. Τα κοιτώ κι αρχίζω ν'ανασαίνω...

"Όμως αφού κι αυτό το γένος το σκέπασε το χώμα,
Ένα άλλο πάλι, τέταρτο, επάνω στην πολύτροφη τη γη
ο Δίας, ο γιος του Κρόνου, έφτιαξε, πιο δίκαιο κι ανώτερο,
το θείο γένος των ηρώων. Λέγονται αυτοί ημίθεοι,
η προηγούμενη από μας γενιά πάνω στη γη τη δίχως όρια.
Και τούτους ο κακός πόλεμος και η φοβερή μάχη
άλλους κάτω απ'τα τείχη της Θήβας της εφτάπυλης, στη γη του Κάδμου,
τους αφάνισε, καθώς για του Οιδίποδα τα ποιμνία
(μήλα) πολεμούσαν,
κι άλλους με πλοία κι επάνω από της θάλασσας το μέγα χάσμα
οδηγώντας τους στην Τροία για χάρη της καλλίκομης Ελένης.
Άλλους εκεί τους σκέπασε το τέλος του θανάτου
κι άλλους ξέχωρα απ'τους ανθρώπους ζωή και τόπο ο Δίας τους έδωσε,
ο γιος του Κρόνου, στα πέρατα της γης τους έβαλε να μένουν.
Και κατοικούν ξέγνοιαστη έχοντας καρδιά
στις νήσους των μακάρων, πλάι στον Ωκεανό με τη βαθιά τη δίνη,
μακάριοι ήρωες που η σιτοδότρα γη τους δίνει
γλυκό σαν μέλι τον καρπό που θάλλει τρεις φορές το χρόνο
[...]
Μακάρι εγώ ανάμεσα στου πέμπτου γένους τους ανθρώπους
να μην ήμουν, μα είτε πιο μπροστά να πέθαινα ή ύστερα να γεννιόμουν.
Αφού τώρα πια το σιδερένιο υπάρχει γένος. Κι ούτε θα πάψουνε ποτέ
τη μέρα να κοπιάζουν και να δυστυχούν, να βασανίζονται την νύχτα
μα μέριμνες σκληρές σ'αυτούς οι θεοί θα δίνουν.
Όμως και σ'αυτούς ανάμικτα θα υπάρξουνε καλά με τα κακά.
Κι ο Δίας θ'αφανίσει και τούτο των θνητών το γένος,
την εποχή που σαν γεννιούνται οι άνθρωποι θα γίνονται ασπρομάλληδες.
Με τα παιδιά του όμοιος δε θα είναι ο πατέρας, μήτε με τον πατέρα τα παιδιά,
κι ούτε ο φιλοξενούμενος αγαπητός σ'αυτόν που τον φιλοξενεί,
στο σύντροφο ο σύντροφος, μήτε θα είναι ο αδερφός αγαπητός σαν πρώτα.
Μόλις γεράσουν οι γονείς τους θα τους ατιμάζουν,
θα τους κατηγορούν μιλώντας τους με λόγια φοβερά,
οι άθλιοι, την τιμωρία των θεών περιφρονώντας. Κι ούτε
στους γέροντες γονείς τους το χρέος που τους ανάθρεψαν θ'ανταποδίδουν.
Στη βία των χεριών το δίκιο τους. Κι ένας την πόλη του άλλου θ'αφανίσει.
Διόλου δε θα τιμάται ο πιστός στον όρκο τους, ο αγαθός,
ο δίκαιος, μα του κακού το δράστη θα τιμήσουν πιο πολύ και τον ακόλαστο.
Στη βία των χεριών το δίκαιο και η ντροπή θα είναι,
ο άντρας ο κακός θα βλάπτει τον καλύτερο,
θα τον κατηγορεί με λόγια διεστραμμένα, δίνοντας κι από πάνω όρκο.
Ο φθόνος χαιρέκακος, κακόγλωσσος, στην όψη μισητός,
θα συνοδεύει όλους τους ταλαίπωρους ανθρώπους.
Και τότε προς τον Όλυμπο απ'τη γη με τους πλατιούς τους δρόμους,
αφού σε άσπρα πέπλα το ωραίο σώμα τους καλύψουν,
θα παν να σμίξουνε με των αθανάτων το γένος, τους ανθρώπους πίσω αφήνοντας,
η Αιδώς και η Νέμεση. Και μόνο οι πόνοι οι θλιβεροί θα απομείνουν
στους θνητούς ανθρώπους. Κι απ'το κακό προφύλαξη δε θα υπάρχει."

(Ησίοδος- "Εργα και Ημέραι" 256κ.ε., απόδοση: Σ.Γκιργκένη)


Το χρώμα του φόβου λένε πως είναι το κίτρινο -κάτι σαν το "χλωρόν δέος" του Ομήρου- κι εκείνο της αγάπης και του έρωτα το πορφυρό - σαν το αίμα, τη ζωή, σαν το φονικό, τη βαθιά πληγή και το θάνατο, σαν τη θυσία. Σαν την Ανάσταση. Το μενεξεδί βαφτίστηκε πένθιμο, ανταύγεια χρωματιστή του άχρωμου μαύρου. 
Το πράσινο τό'κλεψε η φρεσκάδα των βλαστών, ενώ το καφεδί έντυσε των δέντρων τους αιωνόβιους κορμούς και τη γη των σπόρων κι όπου αλλού απλώνονται οι ρίζες μας να τις προφυλάξει. Λένε πως το ένα γαληνεύει και ζωογονεί, ενώ τ'άλλο δίδει σιγουριά και σταθερότητα.
Όσο για το αγνό λευκό της καθαρότητας, αντάμα με το γαλάζιο του ουρανού και της αδάμαστης θάλασσας, σμίγουν στ'ασβεστωμένα ξωκλήσια στα νησιά, στην ψυχή και στη σημαία μας....
Κείνο της πίστης ακόμα αναζητώ... Μα, ξέχασα, τούτη δεν έχει χρώματα, φτάνει στο φως και τα υπερβαίνει... 

 αὕτη δέ ἐστιν ἡ κρίσις, ὅτι τὸ φῶς ἐλήλυθεν εἰς τὸν κόσμον, καὶ ἠγάπησαν οἱ ἄνθρωποι μᾶλλον τὸ σκότος ἢ τὸ φῶς· ἦν γὰρ πονηρὰ αὐτῶν τὰ ἔργα. πᾶς γὰρ ὁ φαῦλα πράσσων μισεῖ τὸ φῶς καὶ οὐκ ἔρχεται πρὸς τὸ φῶς, ἵνα μὴ ἐλεγχθῇ τὰ ἔργα αὐτοῦ· ὁ δὲ ποιῶν τὴν ἀλήθειαν ἔρχεται πρὸς τὸ φῶς, ἵνα φανερωθῇ αὐτοῦ τὰ ἔργα, ὅτι ἐν Θεῷ ἐστιν εἰργασμένα.(Ιωάννου 3,19)


Θ'ανηφορίσω προς την πλατεία, αφού υπογράψω άδεια ειδική στον εαυτό μου μονάχη μου. Με λένε τάδε, μένω εδώ και τούτη την ώρα, ξεκινώ από το σπίτι για να πάω στο φαρμακείο. Α, ρε τρελογιατρέ, αν σου τό'λεγα τούτο μέρες πριν με πόσα χάπια θα με χαπάκωνες; Γελώ με τη σκέψη! Να μην ξεχάσω και την ταυτότητα! Χάσαμε που χάσαμε την ταυτότητά μας, ας κουβάλαμε μαζί και τούτο το δελτίο που είναι ό,τι μας απέμεινε για να μας προσδιορίζει... Μην και ξεχάσουμε ολωσδιόλου το ποιοί είμαστε -τουλάχιστον να απομείνει τ'όνομα και κάποιοι σκόρπιοι, αδιάφοροι για την πλάση αριθμοί... 

"ἐπεὶ οὖν τὰ παιδία κεκοινώνηκε σαρκὸς καὶ αἵματος, καὶ αὐτὸς παραπλησίως μετέσχε τῶν αὐτῶν, ἵνα διὰ τοῦ θανάτου καταργήσῃ τὸν τὸ κράτος ἔχοντα τοῦ θανάτου, τοῦτ᾿ ἔστι τὸν διάβολον, καὶ ἀπαλλάξῃ τούτους, ὅσοι φόβῳ θανάτου διὰ παντὸς τοῦ ζῆν ἔνοχοι ἦσαν δουλείας."(Παύλου- Προς Εβραίους 2,14)


Περπάτησα μες στη βροχή. Πήρα ακόμη μιαν ανάσα. Αντάλλαξα δυο λόγια, κι άλλα δυο. Έρημο το τοπίο. Μοναχά από κανένα αυτοκίνητο για προμήθεια "αγαθών πρώτης ανάγκης". Υπάρχει άραγε αγαθό υπέρτερο της ελευθερίας; ... Και δε μιλώ για το χαζόχαρτο που υπέγραψα, ούτε για τον κάθε νόμο που στο χέρι μας είναι ν'αλλάξει. Μιλώ για το φόβο, μοναχά για αυτόν.... Για αυτόν τον φόβο, που ανεξέλεγκτος, ορίζει όλα τα δεσμά. Για αυτό το φόβο που βγάζει στο φως τα πιο θηριώδη ένστικτα του ανθρώπου, τα πιο δειλά, τα πιο τιποτένια, ακόμη και τα πιο ανόητα. Που γίνεται σύμμαχος στα σκήπτρα κάθε λογής χθόνιων κι υποχθόνιων βασιλιάδων.
"Όλα τα δεινά έχουν γίνει μάλλον για να τρομοκρατούν αυτούς που τα περιμένουν, παρά να λυπούν αυτούς που πλήττουν. Ο φόβος είναι τόσο βλαβερός, ώστε πολλοί ήδη υφίστανται το κακό, προτού νά'ρθει, όπως λόγου χάριν αυτοί που ταλαιπωρούνται από την τρικυμία σε καράβι και δεν περίμεναν να βουλιάξει το πλοίο, αλλά αυτοκτόνησαν πριν..." 
(Διογένης- Στοβαίου Ανθολόγιον, απόδοση Χ.Θεοδωράτου)


Βαρέθηκα τόσο τούτη τη μουντάδα, μπούχισα από το τόσο γκρι. Φέρτε μου χρώματα να βάλω τον ήλιο ξανά στον ουρανό, σαν παιδική ζωγραφιά! Μ'ακτίνες μακριές, παράταιρες, ν'αγγίζουν κάθε πλάσμα πονεμένο! Και να του φτιάξω στο πρόσωπο ένα χαμόγελο τρανταχτό, να στέλνει την αγάπη του σ'όλη την πλάση. Μια θάλασσα και γλάρους να πετούν, κι ένα γλαράκι μικρό -τάχα το λένε Ιωνάθαν;- να παλεύει να φτάσει ψηλά, εκεί που μονάχα οι αετοί πλησιάζουν. Θα ζωγραφίσω κι ένα καράβι.
Θά'ναι εκείνο το καράβι της ζωής, το καράβι του Οδυσσέα που βολοδέρνει στα πέλαγα ποθώντας να επιστρέψει στην πατρίδα. Δε δοκίμασε το λωτό, δεν ξεγελάστηκε από της λησμονιάς την πλάνη. Μα τύφλωσε τον Κύκλωπα, κι αν σώθηκε (κρυμμένος κάτω απ'το πυκνόμαλλο αρνί), νέες δοκιμασίες τον καταδιώκουν. Πόσα μπορώ να στριμώξω, λοιπόν, σε μια ζωγραφιά; Νήπιοι εταίροι, ανοίγουν τον ασκό και σβήνει απ'τον ορίζοντα η Ιθάκη. Ανθρωποβόροι γίγαντες ξεπροβάλλουν κι η μάγισσα Κίρκη με το ραβδί που της ψυχής τα πάθη φανερώνει. Ο Κάτω Κόσμος, όπου αναγκάζεται να κατεβεί, να λάβει γνώση. Σειρήνες στα βράχια πλάνα του τραγουδούν, η Σκύλλα κι η Χάρυβδη του φράζουν το δρόμο- πρέπει, κάποια στιγμή, να διαλέξει τί θα θυσιάσει. Του Ήλιου το νησί από όπου ξεβράζεται πια μοναχός- αὐτῶν γὰρ σφετέρῃσιν ἀτασθαλίῃσιν ὄλοντο... Της Καλυψώς τα δεσμά κι επιτέλους τ'απόμακρο μυστηριώδες νησί (του βασιλιά με το άλκιμο νου), απ'όπου στον τόπο της ψυχής του θα μπορέσει να επιστρέψει... Ούτε, όμως, εκεί θα βρει αναπαμό...
Και το καράβι συνεχίζει να ταλαντεύεται στον φουρτουνιασμένο της γένεσης κόσμο... Και το μικρό γλαράκι πασχίζει να πετάξει ακόμη πιο ψηλά....
"Ας δούμε συνεπώς αν οι δειλοί είναι δυνατόν να είναι δίκαιοι. Τους αντιθέτους των, δηλαδή τους θρασείς, τους βρήκαμε πως είναι άδικοι, γιατί κάνουν πολλά δια της βίας. Λοιπόν η δειλία είναι διαφθορά έννομης αντιλήψεως περί του τί είναι δεινό και τί όχι, ή άγνοια των δεινών και των μη δεινών ή και εκείνων που δεν είναι ούτε το ένα ούτε το άλλο. Πώς λοιπόν είναι δυνατόν αυτοί που έχουν ενστερνισθεί αντιλήψεις εσφαλμένες και παράνομες να είναι δίκαιοι; Διότι προφανώς δεν είναι δυνατόν να βγάλουν για οτιδήποτε ορθά συμπεράσματα , αφού δεν επιτρέπει σ'αυτούς ο φόβος για τη ζωή τους να προβούν σε οποιαδήποτε έρευνα."(Ιεροκλής "Περί δικαιοσύνης"- Στοβαίου Ανθολόγιον, απόδοση Χ.Θεοδωράτου)


Κι όπως πάσχιζε το μικρό γλαράκι να φτάσει πιο μακριά, αντίκρυσε το μικρό ξωκλήσι στον ψηλό βράχο της ακροθαλασσιάς. Στάθηκε πάνω στον ξύλινο σταυρό κι αφουγκράστηκε. Άλλη ψυχή ζωντανή δεν υπήρχε εκειδά. Μα πόσες ανασαιμιές, προσευχές, δάκρυα κι ελπίδες σφράγιζε μέσα του τούτος ο πετρόχτιστος ναός! Έρημος πια, θαρρείς πως έλειψε το γένος των ανθρώπων...Το γλαράκι δεν ήξερε να ψάλλει, ούτε να τραγουδά. Κι έτσι φτερούγιζε μονάχα, κάνοντας κύκλους, να χαιρετίσει την Παναγιά που απόψε μονάχη γιόρταζε... Και μη με ρωτήσει κανείς, πώς ένα μικρό γλαράκι την είδε και την γνώρισε! Μη με ρωτήσει κανείς πως ένα γλαράκι θα μπορούσε να έχει πίστη! Με κούρασαν όλα αυτά... Μη με ρωτήσει κανείς πως βλέπουμε πέρα απ'τα χρώματα, ούτε να με ρωτήσει κανείς την ανάσα μου ποιός θέλω να ορίζει... Μη με ρωτήσει καν τί τούτα τα λόγια μπορεί να σημαίνουν...
"Χριστὸς ἀνέστη ἐκ νεκρῶν, θανάτῳ θάνατον πατήσας καὶ τοῖς ἐν τοῖς μνήμασι ζωὴν χαρισάμενος..."


Υ.Γ. "Όποιος ελεύθερα συλλογάται, συλλογάται καλά." - Ρήγας Φεραίος

Κυριακή 22 Μαρτίου 2020

Χρώματα φόβου κι αγάπης...

- Αλήθεια, κατάλαβε;
- Κατάλαβε! Είναι, φαίνεται, το μυαλό των ανθρώπων όπως τα χρώματα τ' ουράνιου τόξου... Κάθε νοημοσύνη συντονίζεται και σε άλλες συχνότητες, όπως τα χρώματα της Ίριδας! Άλλος μπορεί να αντιληφθεί το κόκκινο, άλλος το θαλασσί...
Στάθηκε και με κοίταζε. Συνέχισα να μιλώ:
- Έτσι φαίνεται. Τώρα μόλις έκανα κι εγώ τους συνειρμούς. Κι όμως ναι, τούτο το κατάλαβε κάποιος που δεν λογίζεις έξυπνο, γιατί σε τούτες τις συχνότητες εκπέμπει το μυαλό του. Κι αυτό το "χρώμα" τό'δε, το αντιλήφθηκε το μυαλό του. Δες τους σκύλους: Ακούνε ήχους σε συχνότητες που εμείς δεν αντιλαμβανόμαστε. Έτσι και με την νοημοσύνη! Αλλουνού του κόβει εδώ κι αλλουνού εκεί. Είναι πόσα χρώματα μπορείς να δεις, πόσες συχνότητες αφουγκράζεσαι. Ίσως κάτι σαν αυτό που λέμε "πόσες οπτικές". Ένα ευέλικτο μυαλό θα δει και παραπάνω χρώματα...
Χάθηκα στους συλλογισμούς....
Και η αλήθεια; Η αλήθεια, λοιπόν, και επισήμως δε θά'χει χρώμα, θά'ναι διάφανο λευκό σαν το φως που περικλείει κι αγκαλιάζει όλα τα χρώματα....


Η άνοιξη χαμογελά. Οι ανεμώνες που κάθε χρονιά σηματοδοτούν τη λήξη του χειμώνα αρχίζουν να χλωμαίνουν στα λιοπερίβολα για να παραδώσουν τη σκυτάλη στα καθ'αυτό αγριολούλουδα του έαρος. Όλα συνεχίζουν το διάβα τους από τούτη τη ζωή σύμφωνα με το μερτικό που τους δώρισε η πλάση. Έτσι κι οι ανεμώνες. Γνωρίζουν καλά πότε να ξεπροβάλουν το κεφαλάκι τους απ' την εγκυμονούσα γη και να χαρούν τις ανασαιμιές τους κάτω απ'τις αχτίδες του ηλιάτορα. "Τώρα έφτασε η στιγμή..." μονολογούν με τα δικά λόγια και θαρεττά αναφαίνονται με το κορμάκι τους στητό να κυνηγάει το φως που καταφθάνει από ψηλά. Άλλες θα τανυόνται γαλήνια προς τον ήλιο μέχρι να χλωμιάσουν με τον καιρό και να μαραθούν, άλλες δε θα προλάβουν να χαμογελάσουν για πολύ στο περιβόλι μιας κι ένα χέρι ζήλεψε την ομορφιά τους και τις θέλησε δικές του, άλλες μπορεί να τσαλαπατηθούν από το βιαστικό διαβάτη, κι άλλες θα στολιστούν με δάκρυα απ'το μαύρο σύγνεφο που τσαλάκωσε τα λεπτεπίλεπτα πέταλά τους. Έρχονται και φεύγουν... Μα καμιά, δεν πιστεύω, να σκέφτηκε να ζητήσει κλουβί απ'το Θεό ή τον άνθρωπο για να την προφυλάξει...
"Μας έπιασε ο φόβος για τον ερχόμενο καιρό
Για την τύχη που θ' αγνάντευαν οι χτεσινές μας πράξεις
Και αγαπήσαμε αγαπήσαμε τα δέντρα
Τα πράγματα που στέκονται απά στο έδαφος
Ενώ ο άνεμος εμάς μας διώχνει."

(Γιώργος Σαραντάρης)

Όχι πως δε σκέφτονται. Όχι, όχι, εμάς μας βολεύει να το πιστεύουμε αυτό, καθώς δε μπορούμε ν'αφουγκραστούμε τα σκιρτήματά τους. Κι έχουν τη φρονιμάδα να μαζεύουν τα πεταλάκια τους προστατεύοντας το λιλιπούτειό τους πρόσωπο όταν σκοτεινιάσει ο ουρανός. Κι άλλοτε να χορεύουν στο ρυθμό του ανέμου για να μην τσακίσει το κορμί τους. Να χώνουν τις ρίζες τους βαθιά στη γη, πολλές φορές μέσα σε βράχους και κάτω από πετραδάκια για να σταθούν γερά. Μα καμιά, δεν πιστεύω να ονειρεύεται και να παρακαλά να σωθεί μέσα σ'ένα ανθοδοχείο μακριά απ'το χάδι της πλάσης για να γλιτώσει το τσαλαπάτημα του αδιάφορου διαβάτη...
"Μιαν από τις ανήλιαγες μέρες εκείνου του χειμώνα, ένα πρωί Σαββάτου, σωρός αυτοκίνητα και μοτοσυκλέτες εζώσανε το μικρό συνοικισμό του Λευτέρη, με τα τρύπια τενεκεδένια παράθυρα και τ’ αυλάκια των οχετών στο δρόμο. Και φωνές άγριες βγάνοντας, εκατεβήκανε άνθρωποι με χυμένη την όψη στο μολύβι και τα μαλλιά ολόισα ίδιο άχερο. Προστάζοντας να συναχτούν οι άντρες όλοι στο οικόπεδο με τις τσουκνίδες. Και ήταν αρματωμένοι από πάνου ώς κάτου, με τις μπούκες χαμηλά στραμμένες κατά το μπουλούκι. Και μεγάλος φόβος έπιανε τα παιδιά, επειδή τύχαινε, σχεδόν όλα, να κατέχουνε κάποιο μυστικό στην τσέπη ή στην ψυχή τους. Αλλά τρόπος άλλος δεν ήτανε, και χρέος την ανάγκη κάνοντας, λάβανε θέση στη γραμμή, και οι άνθρωποι με το μολύβι στην όψη, το άχερο στα μαλλιά και τα κοντά μαύρα ποδήματα, ξετυλίξανε γύρω τους το συρματόπλεγμα. Και κόψανε στα δύο τα σύγνεφα, όσο που το χιονόνερο άρχισε να πέφτει, και τα σαγόνια με κόπο κρατούσανε τα δόντια στη θέση τους, μήπως τους φύγουν ή σπάσουνε.
Τότε, από τ’ άλλο μέρος φάνηκε αργά βαδίζοντας να ’ρχεται Αυτός με το Σβησμένο Πρόσωπο, που σήκωνε το δάχτυλο κι οι ώρες ανατρίχιαζαν στο μεγάλο ρολόι των αγγέλων. Και σε όποιον λάχαινε να σταθεί μπροστά, ευθύς οι άλλοι τον αρπάζανε από τα μαλλιά και τον εσούρνανε χάμου πατώντας τον. Ώσπου έφτασε κάποτε η στιγμή να σταθεί και μπροστά στο Λευτέρη. Αλλά κείνος δε σάλεψε. Σήκωσε μόνο αργά τα μάτια του και τα πήγε μεμιάς τόσο μακριά —μακριά μέσα στο μέλλον του— που ο άλλος ένιωσε το σκούντημα κι έγειρε πίσω με κίντυνο να πέσει. Και σκυλιάζοντας, έκανε ν’ ανασηκώσει το μαύρο του πανί, ναν του φτύσει κατάμουτρα. Μα πάλι ο Λευτέρης δε σάλεψε.[...]"

(Οδυσσέας Ελύτης, "Άξιον Εστί- Ανάγνωσμα Τέταρτον")

Πόσο απολαμβάνω τον ήχο των βημάτων μου στο χωμάτινο μονοπάτι στη σιγαλιά. Μοναχά το κελάρυσμα των πουλιών ν'ακούγεται κι ο ήχος απ'τα πετραδάκια που σκιρτούν σε κάθε πατημασιά. Τούτα τα βήματα, τόσο ρυθμικά σα δείκτες παλιού ρολογιού, να θυμίζουν το χρόνο και τη θνητότητα που βαδίζει σ'αυτήν την απέραντη κι αέναη ομορφιά που, καθώς προχωρώ, πλημμυρίζει τους οφθαλμούς και το είναι μου...  Στη στροφή ατενίζω την καταγάλανη θάλασσα να σμίγει με τον ορίζοντα, πέρα μακριά, κι εγώ στο μυθικό βουνό ανάμεσα στα ασημένια ελιόφυλλα. 
- Θεέ μου, πώς έφτιαξες τόση ομορφιά;  Κι εμείς τόσο "δειλοί, μοιραίοι κι άβουλοι αντάμα..."
"Φόβος οὐκ ἔστιν ἐν τῇ ἀγάπῃ, ἀλλ᾿ ἡ τελεία ἀγάπη ἔξω βάλλει τὸν φόβον, ὅτι ὁ φόβος κόλασιν ἔχει, ὁ δὲ φοβούμενος οὐ τετελείωται ἐν τῇ ἀγάπῃ."
(Ιωάννου Α' 4,18)

Ξύπνησα από έναν εφιάλτη. Ήτανε, λέει, όλα να απαγορευτούν, όλα. Πώς ξεκίνησε τ'όνειρο δε θυμάμαι. Θυμάμαι μοναχά πως βρήκα έναν παπά σ'έναν χώρο απροσδιόριστο κι εγώ ήθελα, θυμάμαι, να του μιλήσω -ίσως να του εξομολογηθώ όλα τούτα που πλάκωναν την ψυχή μου- κι ήθελα απλά να γονατίσω και να βάλω τα κλάματα. Ο παπάς έφυγε πριν μ'ακούσει και γω βρέθηκα σ'έναν χωματόδρομο όπου δεν ακούγονταν πατημασιές -ούτε καν οι δικές μου- μην ξέροντας κατά που να κάνω. Κίνησα, θυμάμαι, για το σπίτι κι η μάνα μου φάνηκε ξαφνικά δίπλα μου να βαστάει ένα μωρό και να το παίρνω εγώ για να την ξαλαφρώσω. Κι είχε ένα όχι ανθρώπινο όνομα το μωρό, όπως κάποια κατοικίδια, και της λέω να του δώσουμε άλλο κι όπως τό'ψαχνα με το νου νομίζω είπα να τ'ονομάσουμε Ζωή. Μα, ύστερα, καθώς συλλογιζόμουνα, θέλησα να κάνω κατά την άλλη μεριά του δρόμου και της ξανάφησα το μωρό, να προλάβω νά'μαστε προετοιμασμένοι πριν με σταματήσουν... Κι όπως δεν ήξερα με σιγουριά κατά που να κάνω και πάσχιζα να δω το συμφερότερο με τη λογική, απ'την αγωνία ξύπνησα! "Όνειρο ήτανε ευτυχώς... όλα καλά... Μα... όχι, στάσου, δεν είναι μοναχά στ'όνειρο!" 
"Μέσα στὸν φόβο καὶ στὲς ὑποψίες,
μὲ ταραγμένο νοῦ καὶ τρομαγμένα μάτια,
λυώνουμε καὶ σχεδιάζουμε τὸ πῶς νὰ κάμουμε
γιὰ ν’ ἀποφύγουμε τὸν βέβαιο
τὸν κίνδυνο ποῦ ἔτσι φρικτὰ μᾶς ἀπειλεῖ.
Κι’ ὅμως λανθάνουμε, δὲν εἶν’ αὐτὸς στὸν δρόμο·
ψεύτικα ἦσαν τὰ μηνύματα
(ἢ δὲν τ’ ἀκούσαμε, ἢ δὲν τὰ νοιώσαμε καλά).
Ἄλλη καταστροφή, ποῦ δὲν τὴν φανταζόμεθαν,
ἐξαφνική, ραγδαία πέφτει ἐπάνω μας,
κι ἀνέτοιμους — ποῦ πιὰ καιρὸς — μᾶς συνεπαίρνει."
(Κωνσταντίνος Καβάφης, "Τελειωμένα")


- Πόσα χρώματα βλέπεις;
Κοιτάζω απ'το παράθυρο.
- Αλλάξαν οι αποχρώσεις τ'ουρανού σήμερα. Χλώμιασε το σκηνικό. Ο Παγασητικός έσβησε μες στο γαλοζόγκριζο του τοπίου. Γκρίζες κι οι σκεπές με τον σχιστόλιθο. Μοναχά η γη καταπράσινη με κίτρινες πινελιές εδώ κι εκεί, μικροσκοπικές φιγούρες από αγριολούλουδα. Κι η κερασιά που στολίστηκε με τα πρώτα της λευκά ανθάκια. 
Κυριακής της Σταυροπροσκυνήσεως σήμερα. Κυριακή Σταυρολουλουδιά κι ο σταυρός απέμεινε χωρίς λουλούδια... "Κύριε σώσον τον λαόν σου και ευλόγησον την κληρονομίαν σου..."  
«Πάτερ, ἄφες αὐτοῖς˙ οὐ γὰρ οἴδασι τί ποιοῦσι» 
(Λούκ. 23,34)

- Φόβος δεν είναι η αγάπη, μη σε ξεγελούν, κλείσε τ'αυτιά σου! Μοναχά η αγάπη τον φόβο νικά...
Ο θεός του πολέμου Άρης κι η θεά του έρωτα και του σμιξίματος Αφροδίτη γέννησαν, λέει, δυο γιούς, τον Φόβο και τον Δείμο (=τρόμος). Τούτοι γινήκαν και δορυφόροι (δόρυ+φέρω) του πιστοί, μ' άλλα λόγια οπλισμένοι σωματοφύλακες.
Γέννησαν, όμως, και μια θυγατέρα, την Αρμονία... 
Κι η Γη συνεχίζει να περιστρέφεται γύρω απ'τον Ήλιο χρόνια τώρα, με την τροχιά της πάντα ανάμεσα σ'εκείνες του Άρη και της Αφροδίτης. Κι οι γιοι του συνεχίζονται να περιστρέφονται γύρω από αυτόν ως ακόλουθα και πιστά του ουράνια σώματα...
"Κι ὅπως τραβᾶ στὸν πόλεμο ὁ ανθρωποβόρος Ἄρης
κι ὁ Φόβος πλάι ἕπεται, γιος δυνατὸς κι ἀτρόμητος,
καρτερικὸ πολεμιστὴ ἀκόμη φευγατίζοντας..."

(Ομήρου Ιλιάς Ν299)

Κατηφορίζω ξανά με τον νου προς τα λιοπερίβολα. Μήπως συναπαντήσω ξανά στις ζωγραφιές του Θεού τη γαλήνη που μου ξέφυγε, την θυγατέρα Αρμονία. Μήπως κατορθώσω και μιμηθώ τα λιλιπούτεια ταπεινά πλάσματά του που με τόση σωφροσύνη διαφυλάσσουν ευλαβικά το μερτικό τους στη ζωή. Μήπως κι οσφρανθώ την Χάρη Του  κρυμμένη στα ροδοπέταλά τους. Μήπως κι ακούσω την Αλήθεια Του στους ύμνος των πουλιών. Αφουγκράζομαι ξανά τα βήματά μου πάνω στο ξερό χώμα του μονοπατιού. Να συντονίσω τους ακανόνιστους χτύπους της καρδιάς μου στο ρυθμό τους. Ν'αγγίξω για μια, έστω φευγαλέα στιγμή, με την θνητή μου ύπαρξη τη μελωδία της αιωνιότητας... Συγκεντρώνομαι ξανά στα βήματά μου...
"[...] Φοβᾶμαι τοὺς ἀνθρώπους ποὺ ἄλλαζαν πεζοδρόμιο ὅταν σὲ συναντοῦσαν
καὶ τώρα σὲ λοιδοροῦν γιατὶ, λέει, δὲν βαδίζεις ἴσιο δρόμο.
Φοβᾶμαι, φοβᾶμαι πολλοὺς ἀνθρώπους.
Φέτος φοβήθηκα ἀκόμη περισσότερο."

(Μανώλης Αναγνωστάκης, "Φοβάμαι")


Μπήκε η άνοιξη στο βουνό των άγριων και μέθυσων Κενταύρων. Ο Χείρων, από άλλη γενιά, μοναχός με τους εσσαεί μαθητές του διδάσκει και θεραπεύει στα ξεχασμένα μονοπάτια του. 
Γέρνω ξανά να δω απ'το παράθυρο. Στην κληματαριά σκάσαν τα πρώτα τρυφερά φυλλαράκια. Δισταχτικά, κουβαριασμένα ακόμη θαρρείς, ξεπροβάλλουν. Κι ο νεαρός ποιητής που χάθηκε τότε που πολεμούσαν για την πατρίδα και τη λευτεριά, μου σιγοτραγουδά:
"Δεν είμαστε ποιητές" σημαίνει: φεύγουμε
σημαίνει: εγκαταλείπουμε τον αγώνα
παρατάμε τη χαρά στους ανίδεους
τις γυναίκες στα φιλιά του ανέμου
και στη σκόνη του καιρού
σημαίνει πως φοβόμαστε
και η ζωή μας έγινε ξένη,
ο θάνατος βραχνάς"

(Γιώργος Σαραντάρης, "Δεν είμαστε ποιητές")

 

[Υ.Γ. βλ. και: Χρώματα φόβου κι αγάπης (2) ]

Κυριακή 1 Μαρτίου 2020

Καλό μήνα!

Καλό μήνα,

με δυο παλιότερες αναρτήσεις μου για την ημέρα αυτή,

μια για τα έθιμα του Μάρτη και της "Πρωτομαρτιάς", στον παρακάτω σύνδεσμο:

Ο Μάρτης, οι γριές, τα χελιδονίσματα κι ο "μαγικός" κύκλος!



και μια για τα έθιμα της Κυριακής της Τυρινής και τη "χάσκα" με το αυγό, στον παρακάτω σύνδεσμο:

Χάσκα και φωτιές!