Φέτος το καλοκαίρι, η κληματαριά της αυλής μας εξέπληξε πολύ ευχαριστά! Ποτέ δεν την είχα δει περισσότερο φορτωμένη τσαμπιά -μωρέ ποιά είναι πιότερα, τα τσαμπιά ή τα φύλλα;- ρώγες λαχταριστές, υγιέστατες, χαμογελαστές, να κρύβουν τον ουρανό απ'το σμίξιμό τους και αργά-αργά ν'αρχίζουν να ροδοκοκκινίζουν ντροπαλά στο άγγιγμα του ήλιου.... Κι ούτε ψεκάσματα δεν είχε χρειαστεί το καημένο, πέρα από λίγη γαλαζόπετρα στις αρχές, καθώς "ο φόβος φυλάει τα έρ'μα"... Όποιος περνούσε, λοιπόν, απ'την αυλή, τα θαύμαζε "μωρέ μπράβο σταφύλια!" και τόσο τα καμαρώναμε που, δεν άντεξα, κρέμασα και δυο σκορδάκια ανάμεσά τους για το "κακό το μάτι". Μοναχά μια λαχτάρα μας έκανε... Τότε με τις πολλές τις ζέστες -τις πάρα πολλές, γιατί από πολλές χορτάσαμε όλο το καλοκαίρι!- όταν ξαφνικά είδαμε τα φυλλαράκια της να γέρνουν και να μαζώνονται σαν κάτι να τους είχε ρουφήξει τη δύναμη. "Μπας και θέλει νερό;", που το αποφεύγαμε. Μπα... κι έτσι που άρχισα να τα παρατηρώ, διέκρινα κάτι μικροσκοπικά -σαν ψύλλους στο μέγεθος να πω- μαμουνάκια να την περπατούν. Κι αν ρώτησα περισσότερο ειδήμονες κρασοσταφυλάδες τις περιοχής δεν τα γνώριζαν. Πράσινα, σαν λιλιπούτειες ακριδούλες, ίσα που διακρίνονταν, να εξαπλώνονται με τρελό ρυθμό σ'όλα τα κληματόφυλλα. Ευτυχώς, τα τσαμπιά απείρακτα. Ψάχνω και 'γω στο διαδίκτυο μήπωςβγάλω καμιά άκρη, νά'τα, τα πέτυχα "τζιτζικάκια" να τα ονοματίζουν. Και βλέπω ένα κατεβατό χημικών για την καταπολέμησή τους! Εκεί τσίνισα... Μπας και να δοκιμάσω το παραδοσιακό πλέον σαπουνόνερο; Ρίχνω μια σταγόνα σαπούνι για τα πιάτα σ'ένα λίτρο νερό και ψεκάζω λίγα φυλλαράκια. Τα τζιτζικάκια τεζάρανε στο λεπτό. Ε, ένα ψεκασμός αρκούσε κι ο εχθρός εξολοθρέφτηκε. Οι δικές μας απώλειες, μονάχα από αισθητικής απόψεως, κάτι κληματόφυλλα λιγουλάκι ταλαιπωρημένοι πολεμιστές... Τα τσαμπιά όμως ακμαία συνεχίσαν το φλερτάκι τους με τον ήλιο και στα πιο πονηρά, που ξετρυπώναν επίμονα τις ακτίδες του, πήραν να κοκκινίζουν τα μάγουλά τους!
Θέλεις ήταν πολλά, θέλεις είναι κι όψιμη η ποικιλία, αργήσανε πάντως να γλυκάνουνε. Κι εμείς δεν τα βιαστήκαμε- ποιός ο λόγος; Εξάλλου, παλιά εδώ, αργούσε ο τρύγος... σήμερα που όλα γίνονται με βιασύνη, τα μαζεύουν νωρίτερα... Φέτος, μας βοήθησε κι ο καιρός... αυτό το καλοκαίρι που δε λέει να τελειώσει... δεν είχαμε απανωτές βροχές να τα φοβηθούμε!
Μια καλή πρωία, λοιπόν, πριν δέκα μέρες, τα μαζέψαμε. Μαζέψαμε και κάτι λίγα, γειτονικά, που δεν τα θέλανε, τα στίψαμε παραδοσιακά -εντάξει, μη φανταστεί κανείς πατητήρι και χοροπήδημα... "ημίπαραδοσιακά", να πω, χωρίς μηχάνημα δηλαδή (εξάλλου δεν ηταν και τόσο πολλά), με πάτημα μέσα σε χοντρές σακούλες και με στίψιμο στο χέρι στον κουβά...- και τα βάλαμε στο βαρελάκι μας! 14 βαθμοί, παρακαλώ, ο μούστος! Συνετέλεσε πολύ σ'αυτό μια κλούβα γειτονικά πού'χαν σταφιδιάσει, ολότελα ζαχαρωμένα. Αφού απορρίψαμε όλες τις προτάσεις διαφόρων -δε θα βράσουν, ρίξτε νερό, ρίξτε λεμόν-τουζού, ρίξτε λεμονάκι στιμμένο- και το μόνο που κάναμε είναι να προσθέσουμε μισό κουβά ξινούτσικα που είχαμε αφήσει κατά μέρος, περιμέναμε δυο μερούλες και τά'δαμε επιτέλους να βράζουν κανονικότατα! Ε, είναι πάντως κομματάκι συγκινητικό, ν'ανοίγεις το βαρέλι, να τα πατάς με το μουστωτήρι, και να τα ακούς να σιγουμουρμουρίζουν το τραγούδι τους... το τραγούδι της ζύμωσης, το τραγούδι της μεταμόρφωσής τους από σταφύλια σε οίνο...
Ναι, ναι.. το ομολογώ... μετά τρελού πόνου ψυχής, τράβηξα τρία λίτρα μούστο -τί γλυκόπιοτος, ο άτιμος!- για να φτιάξω μουσταλευριά! Ε, ναι, ως λάτρης του ντόπιου οίνου, τό'κλαιγα το κρασάκι που "χαραμιζόταν" -δεν έχουμε και ποσότητα να βγει και πολύ- αλλά, ήθελα να το κάνω κι αυτό! Γιατί τόσα χρόνια δεν έτυχε νά'χω στα χέρια μου μούστο δικό μου, να κάνω όλη τούτη τη διαδικασία. Και για να την χαρώ, προσκάλεσα μια γειτόνισσα να μου την δείξει με το δικό της τρόπο, παρ'όλο που μπορούσα και στο διαδίκτυο να βρω πληροφορίες σχετικές... αλλά δεν θά'χε την ίδια χάρη...
Καταρχάς, λοιπόν, κόβουμε το μούστο με στάχτη. Στάχτη από ξύλα, καθαρή.. Ρίχνουμε στην κατσαρόλα το μούστο και για κάθε λίτρο του κι από μια μικρή χουφτίτσα στάχτη κοσκινισμένη και το αφήνουμε να βράσει. Αφαιρούμε τυχόν αφρούς, κι αφού καθαρίσει το μείγμα έτσι, τ'αφήνουμε να κατασταλάξει, να "ηρεμήσει". Όσο περισσότερες ώρες, τόσο καλύτερα θα κατακάτσει το ίζημα της στάχτης. Εμείς μπορεί να συντομέψαμε αρκετά τη διαδικασία λόγω συνθηκών (έβαλα και τη ζεστή κατσαρόλα μέσα σε μια λεκάνη με παγωμένο νερό, για λίγη επιτάχυνση), αλλά ίσως το καλύτερο είναι να το αφήσεις μια νύχτα να ηρεμήσει.
Εν συνεχεία, παίρνουμε ένα κομμάτι ύφασμα -κατά προτίμηση μια παλιά μαξιλαροθήκη- τη στερεώνουμε σ'ένα σουρωτήρι και το στραγγάμε από κει. Αυτή η διαδικασία πρέπει να γίνει δυο-τρεις φορές και καλό είναι, ενδιάμεσα, να το αφήνουμε και πάλι για λίγη ώρα να ηρεμήσει.
Κι έχουμε έτοιμο τον καθαρό μας μούστο!
Και πάμε στη μουσταλευριά... Η γειτόνισσα κρατάει τις αναλογίες για τέσσερις κούπες μούστο, μια κούπα αλεύρι. Κι άλλες γυναίκες που ρώτησα απ'τα χωριά μας το ίδιο μου είπαν. Για άλλους, όμως, μια τέτοια αναλογία φαίνεται υπερβολική σε αλεύρι. Ίσως η φίλη μας η Vita (Μουσταλευριά και "κόψιμο" (καθάρισμα) του μούστου) νά'χει δίκιο που προτείνει μια αναλογία έξι προς ένα (φαντάζομαι θα την δοκιμάσω αν έχω την ευκαιρία να ξαναφτιάξω μόνη μου). Το σίγουρο είναι ότι όσο περισσότερο μούστο έχει, σε σχέση με το αλεύρι, τόσο περισσότερο βράσιμο θέλει για να δέσει. Και λογικό είναι, να γίνεται πιο νόστιμη έτσι. Πάντως κι η δική μας νοστιμότατη έγινε, δε μπορώ να πω!
Υλικά πρόσθετα εδώ δε χρησιμοποιούνε ("για να μη μπερδευτεί η νοστιμιά του μούστου", όπως μού'πανε), πέρα απ'το τριμμένο καρυδάκι και την κανέλα που βάζουμε για γαρνίρισμα.
Μούστος, λοιπόν, και αλευράκι σε δράση!
Ζεσταίνουμε λιγάκι στη φωτιά το μούστο μας. Ύστερα παίρνουμε λίγο από αυτό για να διαλύσουμε το αλευράκι με τη βοήθεια ενός τρυπητού και μια ξύλινης κουτάλας. Τα αναμειγνύουμε ξανά και βάζουμε το μείγμα μας να βράσει.
Ανακατεύουμε διαρκώς κι έχουμε το νου μας να χαμηλώσουμε τη φωτιά μόλις πάρει βράσει για να μην καταλήξουμε σε ατυχήματα! Η διαδικασία αυτή κρατάει κανένα μισάωρο (εξαρτάται κι απ'την αναλογία μούστου κι αλευριού).
Το πότε θά'ναι έτοιμη, το αντιλαμβανόμαστε από την υφή της που έχει δέσει και τις χαρακτηριστικές φουσκαλίτσες στην κατσαρόλα.
Η Βαγγελιώ, είναι πιο κατατοπιστική σ'αυτό, οπότε όποιος ενδιαφέρεται μπορεί να ρίξει και μια ματιά στην πολύ όμορφη εγγραφή της, εδώ: Μουσταλευριά και "κόψιμο" (καθάρισμα) του μούστου
Τη σερβίρουμε σε πιατάκια ή μπωλάκια, πασπαλίζουμε με τριμμένα καρύδια και κανέλα και... απολαμβάνουμε!
Αυτά περί μουσταλευριάς... Τώρα αναμένουμε το κρασάκι μας! Φτού του, φτού του, ελπίζω ν'ανταποκριθεί στις προσδοκίες μας!
Υ.Γ. Και για να μην ξεχνιόμαστε!:
Μούστος: εκ του λατινικού vinum mustum= κρασί νέο
Ελληνιστί: γλεύκος, όπου, κατά το Μεγάλο Ετυμολογικόν (Etymologicon Magnum):
Γλεύκος: Το από της ληνού απόσταγμα αυτομάτως καταρρέον από της σταφυλής. Εστί δε τούτο γλυκύτατον και λιπαρώτατον. Και:
Γλυκύς: Παρά το γλεύκος, ο εστίν ο νεωστί αποστάζων εκ της ληνού οίνος.
Κοινώς, μούστος και γλύκα ένα πράγμα... από τη γλύκα του μούστου έχουμε και τον γλυκύ!
Θέλεις ήταν πολλά, θέλεις είναι κι όψιμη η ποικιλία, αργήσανε πάντως να γλυκάνουνε. Κι εμείς δεν τα βιαστήκαμε- ποιός ο λόγος; Εξάλλου, παλιά εδώ, αργούσε ο τρύγος... σήμερα που όλα γίνονται με βιασύνη, τα μαζεύουν νωρίτερα... Φέτος, μας βοήθησε κι ο καιρός... αυτό το καλοκαίρι που δε λέει να τελειώσει... δεν είχαμε απανωτές βροχές να τα φοβηθούμε!
Μια καλή πρωία, λοιπόν, πριν δέκα μέρες, τα μαζέψαμε. Μαζέψαμε και κάτι λίγα, γειτονικά, που δεν τα θέλανε, τα στίψαμε παραδοσιακά -εντάξει, μη φανταστεί κανείς πατητήρι και χοροπήδημα... "ημίπαραδοσιακά", να πω, χωρίς μηχάνημα δηλαδή (εξάλλου δεν ηταν και τόσο πολλά), με πάτημα μέσα σε χοντρές σακούλες και με στίψιμο στο χέρι στον κουβά...- και τα βάλαμε στο βαρελάκι μας! 14 βαθμοί, παρακαλώ, ο μούστος! Συνετέλεσε πολύ σ'αυτό μια κλούβα γειτονικά πού'χαν σταφιδιάσει, ολότελα ζαχαρωμένα. Αφού απορρίψαμε όλες τις προτάσεις διαφόρων -δε θα βράσουν, ρίξτε νερό, ρίξτε λεμόν-τουζού, ρίξτε λεμονάκι στιμμένο- και το μόνο που κάναμε είναι να προσθέσουμε μισό κουβά ξινούτσικα που είχαμε αφήσει κατά μέρος, περιμέναμε δυο μερούλες και τά'δαμε επιτέλους να βράζουν κανονικότατα! Ε, είναι πάντως κομματάκι συγκινητικό, ν'ανοίγεις το βαρέλι, να τα πατάς με το μουστωτήρι, και να τα ακούς να σιγουμουρμουρίζουν το τραγούδι τους... το τραγούδι της ζύμωσης, το τραγούδι της μεταμόρφωσής τους από σταφύλια σε οίνο...
Ναι, ναι.. το ομολογώ... μετά τρελού πόνου ψυχής, τράβηξα τρία λίτρα μούστο -τί γλυκόπιοτος, ο άτιμος!- για να φτιάξω μουσταλευριά! Ε, ναι, ως λάτρης του ντόπιου οίνου, τό'κλαιγα το κρασάκι που "χαραμιζόταν" -δεν έχουμε και ποσότητα να βγει και πολύ- αλλά, ήθελα να το κάνω κι αυτό! Γιατί τόσα χρόνια δεν έτυχε νά'χω στα χέρια μου μούστο δικό μου, να κάνω όλη τούτη τη διαδικασία. Και για να την χαρώ, προσκάλεσα μια γειτόνισσα να μου την δείξει με το δικό της τρόπο, παρ'όλο που μπορούσα και στο διαδίκτυο να βρω πληροφορίες σχετικές... αλλά δεν θά'χε την ίδια χάρη...
Καταρχάς, λοιπόν, κόβουμε το μούστο με στάχτη. Στάχτη από ξύλα, καθαρή.. Ρίχνουμε στην κατσαρόλα το μούστο και για κάθε λίτρο του κι από μια μικρή χουφτίτσα στάχτη κοσκινισμένη και το αφήνουμε να βράσει. Αφαιρούμε τυχόν αφρούς, κι αφού καθαρίσει το μείγμα έτσι, τ'αφήνουμε να κατασταλάξει, να "ηρεμήσει". Όσο περισσότερες ώρες, τόσο καλύτερα θα κατακάτσει το ίζημα της στάχτης. Εμείς μπορεί να συντομέψαμε αρκετά τη διαδικασία λόγω συνθηκών (έβαλα και τη ζεστή κατσαρόλα μέσα σε μια λεκάνη με παγωμένο νερό, για λίγη επιτάχυνση), αλλά ίσως το καλύτερο είναι να το αφήσεις μια νύχτα να ηρεμήσει.
Εν συνεχεία, παίρνουμε ένα κομμάτι ύφασμα -κατά προτίμηση μια παλιά μαξιλαροθήκη- τη στερεώνουμε σ'ένα σουρωτήρι και το στραγγάμε από κει. Αυτή η διαδικασία πρέπει να γίνει δυο-τρεις φορές και καλό είναι, ενδιάμεσα, να το αφήνουμε και πάλι για λίγη ώρα να ηρεμήσει.
Κι έχουμε έτοιμο τον καθαρό μας μούστο!
Και πάμε στη μουσταλευριά... Η γειτόνισσα κρατάει τις αναλογίες για τέσσερις κούπες μούστο, μια κούπα αλεύρι. Κι άλλες γυναίκες που ρώτησα απ'τα χωριά μας το ίδιο μου είπαν. Για άλλους, όμως, μια τέτοια αναλογία φαίνεται υπερβολική σε αλεύρι. Ίσως η φίλη μας η Vita (Μουσταλευριά και "κόψιμο" (καθάρισμα) του μούστου) νά'χει δίκιο που προτείνει μια αναλογία έξι προς ένα (φαντάζομαι θα την δοκιμάσω αν έχω την ευκαιρία να ξαναφτιάξω μόνη μου). Το σίγουρο είναι ότι όσο περισσότερο μούστο έχει, σε σχέση με το αλεύρι, τόσο περισσότερο βράσιμο θέλει για να δέσει. Και λογικό είναι, να γίνεται πιο νόστιμη έτσι. Πάντως κι η δική μας νοστιμότατη έγινε, δε μπορώ να πω!
Υλικά πρόσθετα εδώ δε χρησιμοποιούνε ("για να μη μπερδευτεί η νοστιμιά του μούστου", όπως μού'πανε), πέρα απ'το τριμμένο καρυδάκι και την κανέλα που βάζουμε για γαρνίρισμα.
Μούστος, λοιπόν, και αλευράκι σε δράση!
Ζεσταίνουμε λιγάκι στη φωτιά το μούστο μας. Ύστερα παίρνουμε λίγο από αυτό για να διαλύσουμε το αλευράκι με τη βοήθεια ενός τρυπητού και μια ξύλινης κουτάλας. Τα αναμειγνύουμε ξανά και βάζουμε το μείγμα μας να βράσει.
Ανακατεύουμε διαρκώς κι έχουμε το νου μας να χαμηλώσουμε τη φωτιά μόλις πάρει βράσει για να μην καταλήξουμε σε ατυχήματα! Η διαδικασία αυτή κρατάει κανένα μισάωρο (εξαρτάται κι απ'την αναλογία μούστου κι αλευριού).
Το πότε θά'ναι έτοιμη, το αντιλαμβανόμαστε από την υφή της που έχει δέσει και τις χαρακτηριστικές φουσκαλίτσες στην κατσαρόλα.
Η Βαγγελιώ, είναι πιο κατατοπιστική σ'αυτό, οπότε όποιος ενδιαφέρεται μπορεί να ρίξει και μια ματιά στην πολύ όμορφη εγγραφή της, εδώ: Μουσταλευριά και "κόψιμο" (καθάρισμα) του μούστου
Τη σερβίρουμε σε πιατάκια ή μπωλάκια, πασπαλίζουμε με τριμμένα καρύδια και κανέλα και... απολαμβάνουμε!
Αυτά περί μουσταλευριάς... Τώρα αναμένουμε το κρασάκι μας! Φτού του, φτού του, ελπίζω ν'ανταποκριθεί στις προσδοκίες μας!
Υ.Γ. Και για να μην ξεχνιόμαστε!:
Μούστος: εκ του λατινικού vinum mustum= κρασί νέο
Ελληνιστί: γλεύκος, όπου, κατά το Μεγάλο Ετυμολογικόν (Etymologicon Magnum):
Γλεύκος: Το από της ληνού απόσταγμα αυτομάτως καταρρέον από της σταφυλής. Εστί δε τούτο γλυκύτατον και λιπαρώτατον. Και:
Γλυκύς: Παρά το γλεύκος, ο εστίν ο νεωστί αποστάζων εκ της ληνού οίνος.
Κοινώς, μούστος και γλύκα ένα πράγμα... από τη γλύκα του μούστου έχουμε και τον γλυκύ!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου