αφιερωμένο στον κύριο Λι...
Άντε να δούμε αν θα τα καταφέρω! Γιατί βεβαίως-βεβαίως, στόχος μου είναι να γράψω αυτό πού'χω στο μυαλό μου, αλλά η δυσκολία μεγάλη. Μεγάλη διότι εγώ δεν αναφέρομαι σ'έναν κάποιον υποθετικό Κάγκουρα ενός νησιού, αλλά σε βιωματικά τεκταινόμενα που έλαβαν χώρα στον συγκεκριμένο τόπο. Ο νοών νοείτο, παραπάνω δεν ημπορώ να επεξηγήσω καθ'ότι δε φέρω ψευδώνυμο κι ο κόσμος είναι μικρός! Ευτυχώς, ο αγαπητός κύριος Λι με διευκόλυνε τα μάλα με την τελευταία ανάρτησή του που, κατ'αυτόν μεν κανονικά προηγούνταν της προηγηθείσας δικής μου, αλλά κατ'εμέ προηγείται κανονικότατα της σημερινής δικής μου! Με διευκόλυνε, διότι μπορώ να δανειστώ στοιχεία, χωρίς να εκτεθώ και να εκθέσω! Οπότε, όποιος π.χ. αναρωτηθεί στην πορεία ποιός στο καλό είναι ο Σωτηράκης, ξέρει που να ανατρέξει! Και όχι, δεν εμπνεύστηκα από την ανάρτησή του, δεν ήταν προσχεδιασμένο, απλά κάποια πράγματα βρίσκουν την ώρα και συμβαίνουν! Είναι αυτό το ρημάδι το τάιμινγκ που λέγαν κι οι παλιοί... Πολλά είπα για εισαγωγή....
Αυτός ο Μάρτης, τό'χω ξαναπεί, με δυσκολεύει, πολύ με δυσκολεύει τελευταίως! Έχει κάποιο απωθημένο μαζί μου, θαρρείς. Κι είναι άδικο γιατί εγώ πάντοτε τον εκτιμούσα και περίμενα πως και τί κάθε χρόνο να περάσει η μουρτζούφλα του χειμώνα και να καλωσορίσουμε την Άνοιξη με τον Ηλιάτορά της! Τέλος πάντων, φέτος, προς το παρόν παλεύεται, αλλά αυτό δε σημαίνει πως είναι κι ολότελα ανώδυνος. Άσε που είναι πολύ νωρίς ακόμη για συμπεράσματα...
Χθες, λοιπόν, είχαμε μια "επεμβασούλα" να την πω... η μητέρα δηλαδή. Ευτυχώς, δεν έχω παράπονο, καλά πήγανε τα πράγματα, αλλά επειδή αυτή η ιστορία δεν έχει τελειωμό κι επειδή τα ωραία μας ταμεία χαρίζουν συντάξεις και ασφαλισιμότητες αλλού κι αλλού (ως κι εκτός συνόρων), αλλά όχι στην περίπτωσή μας -κι ας πλήρωνε μια ζωή ο πατέρας μου χωρίς να προφτάσει καν να χαρεί την σύνταξή του- είναι ένα θεματάκι. Αλλά αυτό δεν είναι το θέμα μας. Το θέμα μας είναι ότι εγώ ήμουν άκρως προβληματισμένη. Κι επιπλέον, "ξυπνήσαν" και κάτι άλλα θεματάκια δικά μου -δεν εννοώ ψυχολογικά- κι όλα τούτα τ'άλυτα έπρεπε κάπως να λυθούν. Οπότε, καθώς σουρούπωνε, άραξα λίγο να ξεκουραστώ από τον μαραθώνιο της ημέρας και να διαχειριστώ τους προβληματισμούς μου. Κι ακούω, η καλή σου ξαφνικά, το Σωτηράκη στην αυλή να φωνάζει τη μητέρα. Σηκώνομαι ν'ανοίξω. "Καλησπέρα. Τί έγινε;". Ο Σωτηράκης σοβαρός-σοβαρός: "Η μητέρα σου είναι εδώ;". "Εδώ είναι." και πριν προλάβω να του εξηγήσω πως είναι λιγουλάκι ασθενής και ταλαιπωρημένη, εισέρχεται στην οικία και ξαναρχίζει να την φωνάζει δυνατά. Η μητέρα ανήσυχη εμφανίζεται απ'το δωμάτιό της: "Τί έγινε; Συμβαίνει κάτι;". Ο Σωτηράκης, ο μονίμως χαριέστατος, αφύσικα σοβαρός, τόσο που ο νους μας πήγε στο κακό. "Ναι, συμβαίνει. Πρέπει να σας μιλήσω κι εσείς θα κρίνετε..." ."Ε, πες μας ντε! Καλό ή κακό;"
Τον Σωτηράκη, όμως, δεν έχει νόημα να τον ζορίζεις. Γιατί, έτσι κι αλλιώς, οι διηγήσεις του έχουν μια άλφα ελάχιστη χρονική διάρκεια την οποία δεν παρεβαίνει ποτέ. Πώς μας λέγαν στο σχολείο; "Θα γράψετε μια έκθεση με χίλιες λέξεις." Ε, οι λέξεις θά'ναι οπωσδήποτε χίλιες. Η διήγηση δε μπορεί να πέσει σε λιγότερες των χιλίων λέξεων, ακόμη κι αν το θέμα αναλύεται με δύο, π.χ. στην ερώτηση: "Πού αγόρασες αυτό το εργαλείο;" Μόνο που δεν ακολουθεί τη δομή των κλασικών εκθέσεων. Στην περίπτωση μας οι τουλάχιστον εννιακόσιες εμπεριέχονται στον πρόλογο κι όχι στο κυρίως θέμα. Κι επιπλέον η έκθεση είναι "κυοφορούσα"! Δηλαδή, κυοφορεί παρενθέσεις οι οποίες αναλύονται και πάλι σε διήγημα χιλίων λέξεων τουλάχιστον έκαστη! Οπότε κανείς αποπροσανατολίζεται, αλλά ποτέ δεν πρέπει να κάνει το λάθος (που συνηθίζει η μητέρα μου, αλλά ευτυχώς χθες ήταν αρκετά ταλαιπωρημένη για να ζητάει εξηγήσεις) να θέσει ερώτημα προς διευκρίνηση! Τότε αντιλαμβάνεσαι ότι επίλογος δεν θα υπάρξει ποτέ! (Κάθε, μα κάθε φορά, μού'ρχεται στο νου η εικόνα από εκείνο το αριστούργημα -για μένα- του ελληνικού κινηματογράφου: "Η κυρά μας η μαμή", όπου σε μια στάση που κάνει το λεωφορείο που μεταφέρει το γιατρό με την οικογένεια στο χωριό της συζύγου, ο Παντελής Ζερβός προσπαθεί να εξηγήσει στον έκθαμβο Ορέστη Μακρή ποιός είναι ο μπατζανάκης του κουνιάδου του Φούτουλα!)
Καθόμαι, λοιπόν κι αναμένω παρατηρώντας το ανεξήγητα σοβαρό ύφος του Σωτηράκη, με χίλιες κακές σκέψεις στο μυαλό: "Τί στην ευχή συνέβη πάλι; Έλεος!".
"Στου Τάδε.... ήταν ο Γιώργης ο "Γλύκας" ή Παρλαπίπας και μίλαγε με τον τέτοιον που δουλεύει στον αποτέτοιον και δεν είναι ο έτσι, αλλά είναι ο αλλιώς... Κατάλαβες ποιός είναι ο τέτοιος; Όχι ο ένας με φουσκωτά μάγουλα, ούτε ο άλλος ο λιανός, ούτε εκείνος ο Αλβανάκος, ούτε..... κλπ, κλπ. Είναι κι ένας άλλος που δουλεύει στον αποτέτοιον, που είναι... κλπ,κλπ. ... και τον λένε Μπάκουρα! (Όχι, κύριε Λι, δεν μπρεδεύτηκα πάλι, στην προκειμένη τον Παναγιώτη τον λένε όντως Μπάκουρα κι όχι Κάγκουρα!) Κι εγώ τους άκουγα, αλλά δεν ξέραν πως τους άκουγα. Και έλεγε ο Γιώργης ο "Γλύκας" για την Αθήνα. Και ξέρεις πώς τα λέει ο Γιώργης ο "Γλύκας"....κλπ,κλπ... Και τον ρωτάει ο Μπάκουρας: "Εδώ στο χωριό ξέρεις κανένα καλό κορίτσι να μου γνωρίσεις;". Κι απαντά ο Γιώργης ο "Γλύκας": "Την Όλγα ξέρω!". "
Κι εκεί ο Σωτηράκης κάνει παύση και σοβαρεύει ακόμη περισσότερο, προσθέτοντας: "Εγώ όφειλα να σου τα πω! Εσύ θα κρίνεις!".
Κι εκεί κάνω παύση κι εγώ και βάζω τα γέλια! Περί κουτσομπολιού, λοιπόν, πρόκειται! "Άντε βρε Σωτηράκη και με ανησύχησες τζάμπα! Πες ό,τι θες, αφού δεν πρόκειται για θανατικά και νοσοκομεία, πάει καλώς!"
Ο Σωτηράκης, όμως, παρέμεινε εντυπωσιακά σοβαρός, και συνέχισε: "Τον ρωτάει, λοιπόν, ο Μπάκουρας ποιά είναι η Όλγα. Κι εκείνος απαντάει: "Να εκείνη που μένει εκειδά!" "Αυτήν;! Μα την έχω δει και μ'αρέσει!" κάνει ο Μπάκουρας."
Και τότε είναι που παρεμβαίνει ο Σωτηράκης! Εμφανίζεται στο ξαφνικό και τους διακόπτει, αφού μου εξηγεί: "Δε θά'φηνα τον Παρλαπίπα να λέει για σένα, καταλαβαίνεις! Χρειαζόταν κάποιος σοβαρός. Είπα: "Για την Όλγα θα μιλήσω εγώ! Αλλά πρώτα θα μου πεις αν σ'αρέσει σοβαρά και μιλάς για γάμο! Μόνο αν μιλάς για γάμο, κι όχι για γκομενιλίκια, θα αναλάβω εγώ να κανονίσω το θέμα και θα μιλήσω στη μητέρα της. Αλλιώς, ξέχασέ το!" Σωστά δε μίλησα;" ξανασταματά τη διήγηση ζητώντας επιβεβαίωση από τη μητέρα μου!
Αυτό ήταν! Είχα ξεχάσει πλέον επεμβάσεις, γιατρούς, προβλήματα, οικονομικά και προσπαθούσα να εστιάσω σε ποιά ελληνική ταινία είχα, ξαφνικά, μεταφερθεί! Και, ποιός, τέλος πάντων, ήταν αυτός ο Μπάκουρας που με είδε και ήθελε να με παντρευτεί! Γιατί, φυσικά, έτσι του απάντησε κατηγορηματικά του Σωτηράκη, αραδιάζοντας μάλιστα και τα προσόντα του: Πρώτον και κύριον, διευκρίνισε πως δε θέλει προίκα! Δεύτερον και βασικότατον, τόνισε να είμαι ήσυχη γιατί δε θα χρειάζεται να δουλεύω καθώς ο μισθός του φτάνει και για μένα (Μπράβο Μπάκουρα! Και για μένα και για την Παναγιώταινα;! Ένας μισθός στις μέρες μας; Κοίτα να δεις!... Γιατί, παρεμπιπτόντως, ο Παναγιώτης ο Μπάκουρας έχει και μια πρώην Παναγιώταινα μ'ένα τέκνο). Τρίτον και άκρως καταπληκτικόν, ότι έχει οικόπεδο στο Κάτω Κατσιλιέρι και μπορούμε να φτιάξουμε εκεί ένα σπιτικό! (Κι ότι είχα όνειρο να παρατήσω το σπιτάκι μου να πάω να ζήσω στο Κάτω Κατσιλιέρι ένα πράγμα! Αυτό, μάλιστα, είναι κίνητρο! Ν'αφήσω το βουνό του Χείρωνα, για το οποίο εγκατέλειψα την πρωτεύουσα, για να καταλήξω στο νεόδμητο στο Κάτω Κατσιλιέρι με τον Μπάκουρα!). Τέταρτον, ότι υπάρχει και σπίτι στην πολιτεία, αν θέλω! Αμέ! (Εκεί, είμαι σίγουρη, θα μένει κι η πεθερά!). Και, πέμπτον και "απογειωτικόν" (ναι, πλέον ξεφεύγουμε από την παλιά ελληνική ταινιά!), το οποίον μου ανέφερε πραγματικά εκστασιασμένος ο Σωτηράκης: "Ξέρει ΚΑΙ να μαγειρεύει ο Μπάκουρας!". Αυτό ομολογώ ουδέποτε τό'χω ξανακούσει ως προτεινόμενο προσόν σε προξενιό, ούτε σε ταινίες, ούτε σε βιβλία, ούτε σε παλιές ιστορίες! Εκεί, ναι, κάνουμε τη διαφορά! Είναι το μεγάλο μας ατού! (Κατ'εμέ θα προτιμούσα να πλένει τα πιάτα, βέβαια, γιατί με το μαγείρεμα έχω σχέση πάθους. Αλλά, δε βαριέσαι... εκεί θα κολλήσουμε!).
Όλα έχουν να κάνουν και με τη φάση στην οποία βρίσκεται κανείς. Οπότε ίσως είναι δύσκολο να γίνουν κατανοητές και οι όποιες αντιδράσεις μου. Πέρασα μια εφιαλτική χρονιά και έχω ένα σωρό θεματάκια να επιλύσω, οπότε το τελευταίο πράγμα με το οποίο θά'θελα να απασχολήσω το μυαλό μου είναι ο κάθε Μπάκουρας κι οι προσφορές του! Από την άλλη, μετά από αλλεπάλληλα πολιτισμικά και μη σοκ που έχω καταπιεί, έχω φτάσει στο σημείο που και γάιδαρο να δω να πετάει, δε θα μου κάνει εντύπωση. Το πολύ-πολύ να σκεφτώ ότι καβάλησε ένα ντρόουν! Εδώ έχει εμφανιστεί μια τρελή και λέει πως είναι κόρη της γιαγιάς μου! Το ότι η γιαγιά μου θά'πρεπε να την είχε γεννήσει πλησιάζοντας τα 70 δεν έχει καμία σημασία! Όχι μονάχα για την τρελή, αλλά και για την μπακάλισσα του χωριού (κι όχι μόνο!) που μου την κουβάλησε νυχτιάτικα σπίτι -και γάνιασα να την ξεφορτωθώ- ενώ στην απορία μου αν η γιαγιά μου ήταν η Σάρα απάντησε απαθέστατα: "Ξέρω γω; Τόσα γίνονται!" . Οπότε, τελευταίως, ίσως αντιδρώ σαν να βρίσκομαι μέσα σε κάποιο ψυχιατρείο. Γιατί, αντί να πω: "Δε με παρατάς Χριστιανέ μου με τον Μπάκουρα βραδιάτικα, μόλις ήρθαμε από την κλινική!", λυπήθηκα το σοβαρό ύφος του και την ενδόμυχη περηφάνεια του για τον σημαντικό του ρόλο κι απάντησα: "Αυτή τη στιγμή δε θέλω κανέναν Μπάκουρα. Έχω αρκετά προβλήματα. Πες του πως ευχαριστώ, αλλά δε με ενδιαφέρει κανείς." Τί τό'θελα;! Η έρ'μη η πρώην αστή! "Τί εννοείς δε σε ενδιαφέρει κανείς; Αυτό δε μπορώ να το πω. Θα νομίσει άλλα ο άνθρωπος... Όχι, δε γίνεται να το πω αυτό!"απάντησε σαστισμένος ο Σωτηράκης. Χρειάστηκα κάτι δευτερόλεπτα να "μεταφράσω" στο μυαλό μου τί θέλει να πει ο Σωτηράκης και συνειδητοποίησα πως στο δικό του μυαλό αυτό ερμηνευόταν σαν να έλεγε στο Μπάκουρα πως "έχω άλλα γούστα", γιατί αλλιώς θά'ταν ακατανόητο να μη με ενδιαφέρει κανένας Μπάκουρας! Αχ, Θεέ μου.... Αυτό μόνο δεν έχω ακούσει σ'αυτό το χωριό για μένα, αυτό μού'λειπε να ακούσω! "Ωραία, πες του ότι έχω προβλήματα, πες του ό,τι θες, φτάνει να καταλάβει ότι δεν ενδιαφέρομαι! Μην τον προσβάλουμε τον άνθρωπο (είμαι και ψυχοπονιάρα, τρομάρα μου), αλλά δεν..."
Αμ, δε που θα τελειώναμε εκεί! Ξεκίνησε καινούριο διήγημα- έκθεση! Τα του Σωτήρη και της Σωτηράκαινας με πάσα λεπτομέρεια (για χιλιοστή φορά) με γενικό συμπέρασμα- επίλογο πως είναι κατάρα να απομένεις μόνος σε τούτη τη ζωή! Δηλαδή, πως μόνο ένας Μπάκουρας με σώζει! Καθώς μάλιστα φαίνεται να είναι τόσο καλό παιδί, όσο καλή φάνηκε κι η Σωτηράκαινα κι αυτό είναι το σημαντικό. Δεν τον γνωρίζει σαφώς για να πάρει όρκο, αλλά αν τον εγνώριζε θα επέμενε περισσότερο, μου το διευκρίνισε! Όχι δεν υπήρχε σωτηρία... όχι, ό,τι κι αν έλεγα κατανοητή δε θα γινόμουν! Αναγκαστικά "κλείσαμε" μ'αυτό που κατάλαβε ο Σωτηράκης: "Θα του πω, λοιπόν, πως αυτές τις μέρες έχεις κάτι προβλήματα, αλλά μετά θα το σκεφτείς!". Δε μ'έπαιρνε να πω τίποτα άλλο. Η συζήτηση δε θα τελείωνε ποτέ! Ή έπρεπε να ουρλιάξω... Αλλά, όπως προείπα, δεν ήμουν σε τέτοια φάση κι εκείνες τις περίφημες σταγόνες- ανθοϊάματα που ανακάλυψα πως μου πρόσδιδαν έναν ιδιαίτερο εκνευρισμό στις αντιδράσεις μου, τις είχα, επ'αυτού, δυστυχώς σταματήσει μόλις την προηγουμένη. Δεν το καθυστερούσα μια μέρα κι εγώ;!
(Υ.Γ. Και ναι, όλα τούτα δεν είναι καθόλου της φαντασίας μου, σας το βεβαιώ!)