Η σουσουράδα, λοιπόν - απ'το σεισ-ουράδα, σεισ-ούρα, καθώς σείει την ουρά της- που χάρισε τ'όνομά της σε κάθε "πεταχτή" γυναίκα! Επισημότερα και πιο καθαρευουσιάνικα λεγόταν -πώς αλλιώς;- σεισοπυγίς, από το σείω και το πυγή = γλουτοί, οπίσθια (εξ ου κι η γνωστότατη πυγο-λαμπίδα). Αλλά αναφέρεται και ως σεισ-ούρα και ως κωλο-σούσα! Είχε, δεν είχε, με το πολύ το κούνημα της έμεινε το παρατσούκλι! Και σαν να μην έφτανε αυτό, με τις τσαχπινιές της θεώρησαν πως έρρεπε προς τον έρωτα και την αφιερώσανε στην Αφροδίτη. Κι έτσι βρήκε μεγάλους μπελάδες από κάτι μάγισσες που ανακατεύονταν με ερωτικά μαντζούνια και από απελπισμένες γυναίκες που κυνηγούσαν τους άντρες τους! Αλλά ας τα πάρουμε απ'την αρχή:
Επομένως, ίυγξ κατέληξε να σημαίνει μεταφορικά "θέλγητρον, πανδήποτέ τι εφελκυστικόν' ακατάσχετος επιθυμία, σφοδρά έφεσις", αλλά και ο ίδιος "ο μαγικός τροχός επί τον οποίον περιεστρέφετο δεδεμένη η ίυγξ" (Λεξικόν της Ελληνικής Γλώσσης", Ανθίμου Γαζή).
Βεβαίως-βεβαίως, με τόσες ταλαιπωρίες, δε μπορούσε παρά να γίνει και διάσημη. Έτσι, ο Θεόκριτος (3ος αι.π.Χ.) στα περίφημα "Ειδύλλιά" του και, συγκεκριμένα, στις "Φαρμακεύτριες" την αναφέρει επανειλημμένως:
"Θέστυλι, πουν' οι δάφνες μου και που τα μαγικά μου;
Με πρόβειο κόκκινο μαλλί στόλισε τη λεκάνη,
αυτόν που με βαρέθηκε να τον μαγέψω πάλι.
Δώδεκα 'μέρες πέρασαν, ούτ' ήρθε κι ούτ' εφάνη,
ούτε και ξέρει ο άκαρδος αν ζούμε ή αν δε ζούμε,
ούτ' έκρουσε την πόρτα μου δώδεκα 'μέρες τώρα.
Ώ! δίχως άλλο ο Έρωτας κι η πονηρή Αφροδίτη
θα του σηκώσαν το μυαλό κι έπιασεν άλλη αγάπη.
Ταχυά θα πάω να τόνε βρω μονάχη στην παλαίστρα
και θα του παραπονεθώ για όσα κακά μου κάνει.
Τώρα μ' ευωδιαστούς καπνούς θε να του κάνω μάγια.
Σελήνη, αθόρυβη θεά, φέγγε γλυκά και λάμπε·
στα μάγια πρίν καταπιαστώ θα τραγουδήσω εσένα
και την Εκάτη πούρχεται μεσ' απ' της γης τα σπλάχνα
και τριγυρνά στα μνήματα και την φοβούνται οί σκύλλοι.
Ώ! χαίρε, Εκάτη τρομερή, παρακαλώ σε, Εκάτη,
συντρόφεψε και βόηθα μας απ' την αρχή ως το τέλος
και κάνε και τα μάγια μας όμοια μ' αυτά της Κίρκης,
κατώτερα να μη γενούν απ' της Μηδείας τα μάγια
μηδ' απ' τα μάγια της ξανθής εκείνης Περιμήδης.
Φέρε τον, σουσoυράδα μου, τον άντρα μου στο σπίτι!"
(απόδοση: Ι.Πολέμη)
Αλλά την σουσουράδα -καθώς ο πλούτος της γλώσσας μας είναι αστείρευτος- την αποκαλούσαν και "κίγκλο", ενώ κιγκλίζω σημαίνει "κινώ, σαλεύω τι εδώ κι εκεί δίκην κίγκλου, ως ο κίγκλος την ουρά του" ("Μέγα Λεξικόν όλης της Ελληνικής Γλώσσης", Δ.Δημητράκου). Και, μάλιστα, κυκλοφορούσε και σχετική παροιμία "κίγκλου πτωχότερος", για κάποιον ιδιαίτερα φτωχό γιατί θεωρούσαν ότι ο κίγκλος δεν είχε δική του φωλιά.
Υ.Γ. Βλέπε και: Η σουσουράδα κι ο Αργειφόντης!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου