Σάββατο 18 Οκτωβρίου 2008

Οι Ώρες κι ο ωραίος



"Ώραι. Θεότητες εις την αρχαίαν Ελληνικήν μυθολογίαν. Αρχικώς ήσαν προσωποποίησις κάποιου φυσικού φαινομένου, συν τω χρόνω όμως ενεφανίσθησαν ως προστάτιδες της αυξήσεως και της ευημερίας με τα ονόματα Θαλλώ, Αυξώ και Καρπώ, δηλαδή ως προσωποποίησις της φύσεως κατά το έαρ (άνοιξιν), θέρος και φθινόπωρον, ακόμη δε ως αυθυπόστατοι μορφαί Δίκη και Ειρήνη και τέλος με συμβολικόν ή αλληγορικόν χαρακτήρα, κατέληξαν ως υποδιαιρέσεις του χρόνου. Ο Όμηρος δεν καθορίζει ούτε τον αριθμόν των, ούτε την καταγωγή των, εμφανίζει μόνον αυτάς ως φύλακας των Πυλών του Ουρανού τας οποίας έκλεινον ή άνοιγον τοποθετούσαι προ του Ολύμπου νέφη ή αφαιρούσαι αυτά. Ήσαν δηλαδή έφοροι του καιρού. Κατά την μυθολογίαν ήσαν ωραίαι παρθένοι στολισμένες με άνθη και καρπούς. Αυταί εστόλισαν την Πανδώραν και υπεδέχθησαν την Αφροδίτην εις την Κύπρον. Ήσαν η συνοδεία του Διονύσου, του θεού της αναγγενομένης Φύσεως και της Περσεφόνης όταν επανήρχεταο εις το φως εκ του Άδου. Ο Ησίοδος εις την "Θεογονίαν" του ορίζει τον αριθμό των εις τρεις. Θυγατέρες του Διός και της Θέμιδος, θεάς της τάξεως, έλαβον τα ονόματα Ευνομία, Δίκη και Ειρήνη, εκφράζοντα την ιδέαν της αρμονίας και της τάξεως εις την φύσιν. Βραδύτερον ελαττωθείσης της αρχικής ιδιαιτέρας των σημασίας, προσέλαβον αι θεότητες αυταί αλληγορικόν και συμβολικόν χαρακτήρα. Δεν έπαυσαν βεβαίως εντελώς να είναι αι θεότητες του καιρού, αλλ' ο αριθμός των δεν είναι πλέον ωρισμένος. Εις τας Αθήνας, ως προαναφέρθη, ήσαν τρεις, η Θαλλώ, η Αυξώ και η Καρπώ. Οι Αλεξανδρινοί ήθελον ταύτας δώδεκα, δηλαδή όσαι αι ώραι της ημέρας και της νυκτός, εθεώρουν δε αυτάς ως θυγατέρας του Χρόνου και της Γαίας. Οι Ρωμαίοι ήθελον τας ώρας τέσσαρας και εθεώρουν αυτάς θυγατέρας του Ηλίου και της Σελήνης.
Η λατρεία των Ωρών ήτο διαδεδομένη εις πάρα πολλάς περιοχάς της Ελλάδος, όπου υπήρχον ειδικοί δια τας Ώρας ναοί και βωμοί. Εις τας Αθήνας ετιμώντο δια της τελέσεως ειδικής εορτής της ονομαζομένης Ωραίας. Αγάλματα επίσης αυτών εστόλιζον την αρχαίαν Ολυμπίαν και τους ναούς διαφόρων πόλεων."



"ωραίος. Εις την αρχαίαν Ελληνικήν ο παραγόμενος ή γινόμενος κατά την πρέπουσαν ώραν, ο έγκαιρος. Μεταφορικώς ο πρόσφορος, ο κατάλληλος, επί προσώπου, ο ώριμος δια κάτι, ο εις την ακμήν της ηλικίας ευρισκόμενος, εν αντιθέσει προς το άωρος. Εν την νέαν Ελληνικήν ο πλήρης χάριτος, ο ευειδής, ο εύμορφος, ο εξαίρετος, ο λαμπρός, ωραίος καιρός, ωραία εικών, ωραίον τοπίον. Επίρρημα ωραίως και εις την δημοτικήν ωραία. Ουσιαστικό ωραιότης, η ωριμότης, η ιδιότης του ωραίου, η ακμή της νεότητος, το κάλλος, η ομορφιά." ("Νεώτερον εγκυκλοπαιδικόν λεξικόν "Ηλίου", Ιωάννη Πασσά")



"...Δεύτερη πήρε σύζυγο τη λαμπερή τη Θέμιδα που γέννησε τις Ώρες,
την Ευνομία, τη Δίκη και τη θαλερή Ειρήνη
που των ανθρώπων των θνητών φροντίζουνε τα έργα.."
(Ησιόδου, "Θεογονία" 901, μετάφραση Σταύρου Γκιργκένη)

".. Η Ήρα με μαστίγιο γρήγορα κτύπησε τους ίππους '
αυτόματες οι πύλες μηκήθηκαν τ'ουρανού, που τις έχουν οι Ώρες,
γιατί σ'αυτές έχει ανατεθή τον μέγαν Ουρανό και τον Όλυμπο,
ν'ανοίγουν με πυκνό νέφος και να κλείνουν.
Απ'αυτές ανάμεσα πέρασαν οι κεντιζόμενοι ίπποι '
εύρον τον Κρονίωνα καθήμενο μεταξύ θεών άλλων
στην ακρότατη κορυφή του πολυκορύφου Ολύμπου.."
(Ομήρου "Ιλιάς", Ε749, μετάφραση Κώστα Δούκα)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου