Λιγοστές οι ελιές, λιγοστό το μαξούλι φέτος στα χωριά μας, για λίγους τυχερούς που θα πουλήσουν λάδι σε τιμές πρωτόγνωρες. Ή, όπως, είπε κι η μάνα μου σε κάποιον που παραπονέθηκε πως φέτος με τέτοιες τιμές είχε ελάχιστη σοδειά, "Φροντίζει ο Θεός... φέτος που δεν έχεις μαξούλι νά'χει τιμή το λάδι για να τα βγάλετε πέρα..." Να δούμε, βέβαια, πώς θα τα βγάλουμε γενικότερα πέρα...
Τα πουλιά κουρνιάσανε, τα τιτιβίσματα λιγόστεψαν, τα γιδοπρόβατα που σεργιανίζανε ν'αρπάξουν τα τρυφερά λιόφυλλα φύγαν για το μαντρί τους κι εμείς φορτώναμε κλούβες στο αγροτικό καθώς το σκοτάδι άπλωνε το πέπλο του στο περιβόλι. Η νύχτα γλυκιά, σχεδόν καλοκαιρινή, να σε ξεγελά. Πρώτη χρονιά με φωνάζουν για ελιές τόσο νωρίς. Είναι, βλέπεις, λιγοστές και πρέπει να τις προλάβουμε πριν πέσουν στη γη και δεν απομείνει τίποτα...
Καληνυχτηθήκαμε. Εκείνοι θα πήγαιναν στο καλύβι να ξεφορτώσουν... Μα, τί όμορφη βραδιά! Κι αυτή η γλυκιά κούραση του σώματος, όταν το μυαλό έχει καθαρίσει από τη σκαρταδούρα με το φως του καταγάλανου ουρανού, με τα κελαρύσματα των πουλιών και το ρυθμικό, υπόκωφο χτύπο του λούρου... Και, να, συναπαντήθηκα με το ξωκλήσι των Αγίων Αναργύρων. Ανάμεσα στα λιοπερίβολα, κρυμμένο μες στη σκοτεινιά... "Γιορτάζουν απόψε" σκέφτηκα και μου κακοφάνηκε το τόσο σκοτάδι. Θυμήθηκα εκείνα τα λόγια του Αντώνη πέρσι το χειμώνα, παραμονές Χριστουγέννων:
"Ευλογημένο το δέντρο της ελιάς. Θέλω να πιστεύω πως είμαστε κι εμείς που ασχολούμαστε μ'αυτά. Χθες, Ολγίτσα μου, βράδυ ήταν, φεύγοντας από το καλύβι σταθήκαμε στους Αγίους Αναργύρους ν'ανάψουμε τα καντηλάκια και να κάνουμε το σταυρό μας... Ήταν μαγικά... Ουρανός με αστέρια και σύννεφα ανάμεικτα, χειμωνιάτικη ατμόσφαιρα υγρή και γαλήνια, το εκκλησάκι μικρό κάτω από τα πανύψηλα δέντρα, το χωριό καθισμένο στην πλαγιά του βουνού φωταγωγημένο, το ρολόι να χτυπά μες στη νύχτα επτά και το εκκλησάκι να φωτίζεται με τα αναμμένα καντηλάκια του μέσα στο Χριστουγεννιάτικο βράδυ, Φαντάζεσαι Ολγίτσα μου ...αγρυπνία... με χριστουγεννιάτικες καταβασιές... πόσο ωραία εορταστική ατμόσφαιρα θα δημιουργούσαν; Και μετά να κοινωνούσαμε και μετά στο καλύβι κοντά στο τζάκι για κρασόζουπα και ελιές πατσαστές...!"
Κοντοστάθηκα. Τηλεφώνησα στον Αντώνη: "Εσύ θα ξέρεις, που είναι το κλειδί ν'ανάψω ένα καντήλι;" "Γύρνα πίσω, να σου δώσω και λάδι!"
Βρεθήκαμε να πίνουμε από ένα τσιπουράκι στην αυλή του καλυβιού, ανάμεσα στα λουλούδια και τα δένδρα. Κι ύστερα όλοι μαζί, φεύγοντας, ν'ανάψουμε τα καντηλάκια σ'τσΑγιανάργυροι που γιορτάζανε απόψε... Κι αύριο, δυστυχώς, δε θα λειτουργηθούν. Γιατί, λέει ο παπάς, κόσμος δε μαζεύεται... Τουλάχιστον να μην νομίζουν πως όλοι τους ξεχάσαμε... και πως μοναχά τους θυμόμαστε όποτε έχουμε κάποια ανάγκη...
Κλειδώσαμε. Από το μικρό παραθύρι αχνοφέγγιζαν οι φλογίτσες από τα φυτίλια... Μας καληνύχτιζαν μ'ένα τρεμάμενο φως, θαρρείς και χαμογελούσαν στα κρυφά, χαρίζοντάς μας μια ζεστή θαλπωρή στην ψυχή μας... Τ'αποχαιρετήσαμε συνωμοτικά, τ'αφήσαμε να πανηγυρίσουν μονάχα στη τόση γαλήνη τούτης της βραδιάς, χωρίς ανθρώπινες παραφωνίες, τους αγίους που τόσα χρόνια πιστά διακονούνε...