Παρασκευή 25 Ιανουαρίου 2008

Αμοργός

στον κυρ-Γιώργη που έφυγε...


Ήταν τόσο γαλήνια όταν φτάσαμε που δεν τολμούσα να προσβάλω τη μαγεία της σιωπής, την απόκρυφη συνομιλία της φύσης, με τη βάρβαρη φωνή μου. Το νερό σιγοτραγουδούσε το δικό του σκοπό, τα κύματα φλέρταραν διακριτικά τα κοιμισμένα βραχάκια, ο αγέρας χόρευε σ' ένα δικό του παράξενο ρυθμό και τα βότσαλα ακτινοβολούσαν ήλιο. Κάτι κιτρινωπά πουλιά σκιάχτηκαν και τιτιβίζοντας ζωηρά χάθηκαν πίσω από μακρινά βράχια. Μια μύγα ζουζούνιζε επίμονα κι επιθετικά γύρω απ' το κορμί μου... Κι ο ήλιος, σιωπηλός και γενναιόδωρος, έστελνε απλόχερα τη θερμή του ενέργεια, δώρο ζωής στα απομακρυσμένα τέκνα του...
Πώς να μιλήσω; Πώς να προσθέσω μια ξένη πινελιά σε έναν αριστουργηματικό πίνακα; Διακριτικά ψάχνω μια θέση να ξαποστάσω στην εικόνα αυτή, να γίνω ένα...





Δευτέρα 21 Ιανουαρίου 2008

Απλά μια καλημέρα...

Χειμώνα δεν είδαμε ακόμη εδώ... Αληθινό χειμώνα δηλαδή... αυτό που λέμε χειμώνα εδώ... Χιονοθύελλες, τοπίο ντυμένο στα κατάλευκα, φτυάρι ανά χείρας, διακοπές ρεύματος, αποκλεισμός, αγωνία για τα δέντρα, τη σοδειά και τα ευαίσθητα λουλουδικά, μάζωμα στα γειτονικά σπίτια για κονιακάκι και λίγη συντροφιά...
Μια ηλιόλουστη καλημέρα, λοιπόν,... από εδώ...πού'χα μάθει να ζω τις εποχές να εναλλάσονται παρέα με τις ομορφιές και τις δυσκολίες τους... και τώρα... σαν κάτι να λείπει... κι ας είμαι εγώ παιδί του καλοκαιριού κι ας μην τον θέλω το χειμώνα... δυο χρόνια τώρα έχουμε να τον δούμε... πού νά'χει κρυφτεί άραγε; πότε θα ξεπροβάλει ξαφνικά κι απρόσμενα να μας αναστατώσει με το αληθινό του πρόσωπο εκεί που το ξεχάσαμε; εκεί που το καταχωνιάσαμε, σε μνήμες περασμένες και συνεχίζουμε να λιαζόμαστε σαν να μην άλλαξε τίποτα...


Σάββατο 19 Ιανουαρίου 2008

Το περίπτερο


Γιατί μού'χει μείνει καρφωμένη στο νου η εικόνα τούτη, πέρα από τις τόσες άλλες; Δεν ξέρω... δεν είχε κάτι τόσο ιδιαίτερο ή ξεχωριστό... ούτε θα μπορούσε να ενταχθεί σε κάποια συγκεκριμένη μέρα, να τη συμπεριλάβει κάποια ημερομηνία.. Σε κείνο το περίπτερο πήγαινα συχνά, παιδί για καμιά σοκολάτα, όταν μεγάλωσα για τσιγάρα και πάντοτε για να αφήσω την καλημέρα μου... χρόνια... κοντά δυο δεκαετίες, το ίδιο πρόσωπο πίσω από το παραθυράκι, πότε να με κοιτά συνοφρυωμένο, πότε να μου χαμογελά, πότε μ'εκείνο το βλέμμα το αλλόκοσμο, το ταξιδιάρικο... Και πάντα θα ανταλλάσσαμε δυο κουβέντες παραπάνω, από τα καθημερινά τυπικά «τι κάνεις;», «τι κάνω;» και «καλά κρασιά»! 
Όταν ήμουνα πολύ μικρή, το περίπτερο τό'χε ο παππούς. Αμυδρά τον θυμάμαι... Θυμάμαι μόνο κάτι τσιχλίτσες πού'χε χύμα σ'ένα πλαστικό κυλινδρικό κουτί, σε σχέδιο μπάλας ποδοσφαίρου. Κι όταν μου περίσσευαν τίποτε ψιλά, αγόραζα από αυτές. Ένα πενηνταράκι η μία! Δε θυμάμαι νά'χα αγόρασε ποτέ τίποτά άλλο με πενηνταράκι... αυτή τη θύμιση έχω μονάχα από αυτό. Τη γεύση της τσιχλόφουσκας. Το πενηνταράκι γρήγορα καταργήθηκε και η τιμή της τσίχλας πήγε μια δραχμή. Κάπου τότε που είχα χάσει τον παππού μου. Κι ο γέρος περιπτεράς, που έκαναν τα καλοκαίρια παρέα, με είχε ρωτήσει τότε: «Ο παππούς σου δεν ήρθε;». «Έφυγε...» τού'χα απαντήσει, θά'μουν δε θά'μουν έξι χρονών... Μού'χει μείνει τούτο το «Έφυγε...» που είχα συλλαβίσει τότε... δεν ξέρω γιατί... Κι ούτε ξέρω γιατί δεν είπα «πέθανε», για παράδειγμα. Μετά από λίγο καιρό, «έφυγε» κι ο περιπτεράς ...; 
Κι ύστερα, για χρόνια, το ίδιο πρόσωπο... Κάθε, μα κάθε μέρα εκεί, σταθερά κι ο χρόνος περνούσε... Και μεγάλωνα... Κι έφευγα κι ερχόμουν κι εκείνος εκεί. Ένα με την πλατεία. Ένα με το γέρο πλάτανο. Κι εγώ να χαζολογώ και να πιάνουμε την κουβέντα. Και μού'δειχνε κάτι παράξενες μάρκες τσιγάρων, που δεν πολυκυκλοφορούσαν, με καπνό «σέρτικο, βαρύ, τον καλύτερον», που επέμενε να τις προμηθεύεται κι ας μην τις τιμούσε η περιορισμένη πελατεία του. Κι έτσι κάθε φορά που κανένας τουρίστας ρωτούσε με δισταγμό, αντικρίζοντας το παλιό ξύλινο περίπτερο του μικρού χωριού, «Μπας και έχετε...;», το πακέτο προσγειωνόταν με φόρα μπροστά του. Κανένας δεν έφευγε παραπονεμένος. Τουλάχιστον από τα προϊόντα. Γιατί τότε, τα περίπτερα δεν ήταν έτσι όπως σήμερα πολυφορτωμένα, αλλά εκείνο είχε μεγαλύτερη ποικιλία σε τσιγάρα, σοκολάτες και ζαχαρωτά ακόμα κι από κείνα τα διάφορα συνοικιακά της Αθήνας! 
Βέβαια, πολλοί έφευγαν παραπονεμένοι ή ακόμα κι οργισμένοι, για άλλο λόγο. Για τη σιωπή... Γιατί, όταν βαριόταν, δε μιλούσε. Ούτε μια καλημέρα του Θεού... Ούτε καν, να απαντήσει σε μια απλή απορία «Από πού πάνε για...;» ενός νέου επισκέπτη. Σιωπούσε και, μοναχά, σε κοίταζε με ένα ανέκφραστο, εγκλωβισμένο σε κρυφές εικόνες, βλέμμα. `Ασε που μπορούσε να πετάξει και κανένα σιχτίρισμα, αν επέμενες! Αλλά, εγώ δεν είχα τέτοιο πρόβλημα. Σε μένα μιλούσε και με τις ώρες... Κι αν κάποτε δε γούσταρε να πει καλημέρα, ας μην την έλεγε. Θα την άκουγα την επομένη διπλή, μ'άλλες λέξεις. Βέβαια, είχαμε κι εμείς μια φορά τσακωθεί... 
Ούτε που θυμάμαι τι συζητούσαμε κατά καιρούς... Για τους ανθρώπους, για τη μουσική, ακόμη και για τα αγριολάχανα που μαζεύουνε για να βράσουνε σαλάτα. `Αλλες φορές πάλι, σα να μη λέγαμε τίποτα, απλά χαζεύαμε τις μυρωδιές και τους ήχους γύρω μας. 
Αλλά μού'χει μείνει εκείνη η εικόνα... Χειμώνας... ερημιά... ξερά βρεγμένα πλατανόφυλλα στις γκρίζες πλάκες, κρύο τσουχτερό και σκοτάδι. Εγώ απ'έξω τυλιγμένη σ'ένα χοντρό παλτό, εκείνος μέσα με το παραθυράκι ανοιχτό, να κουβεντιάζουμε... Τσιγάρα νά'χα πάει να αγοράσω; Που θυμάμαι.. Θυμάμαι μονάχα που κάπως έτσι, μια τέτοια εικόνα ξόρκιζε τη μοναξιά της έρημης νύχτας στο χωριό...και το περίπτερο ήταν πάντα εκεί, ανοιχτό, φωτισμένο κι ας κόντευαν μεσάνυχτα, κι ας είχαν χαθεί τα βήματα των ανθρώπων μέσα στα ζεστά κονάκια, κι ας είχαν αποκοιμηθεί ακόμα κι οι σκιές...

Παρασκευή 18 Ιανουαρίου 2008

τα κουρμπάνια

Του Αγίου Αθανασίου...

"Άι-Θανάση αφέντη μας

έλα στη γειτονιά μας"

έλεγε ο λαός..

Του Αγίου Αθανασίου, τό'χανε σε κακό να κάνουν αρχή οποιασδήποτε εργασίας κι οι γυναίκες απέφευγαν να ζυμώσουν ή να πλύνουν τέτοια μέρα. Λέγανε "είναι της Άσπρης" σήμερα...

Έθιμα με ρίζες πανάρχαιες και μάλιστα που αφορούν θυσίες ζώων σφράγιζαν τούτη τη γιορτή στη Βόρεια Ελλάδα κι ιδιαίτερα στη Θράκη. Σε αγροκτηνοτροφικές περιοχές, στα πανηγύρια που έκαναν τέτοια μέρα προς τιμή του αγίου, συνήθιζαν να σφάζουν κάποιο ζώο υπέρ υγείας, ευτυχίας και μακροβιότητας όλης της κοινότητας. Το έθιμο αυτό το λέγανε και "κουρμπάνια" κι είναι περιοχές όπου τούτο εξακολουθεί να διασώζεται και να ανθεί ακόμη και σήμερα. Ουσιαστικά, αποτελούσε και μια αφορμή να συγκεντρωθεί όλη η κοινότητα και να γευματίζει αντάμα, από ένα κοινό καζάνι, το οποίο όλοι και είχαν τροφοδοτήσει με κάτι. Παλιότερα το κρέας προερχόταν από ζώα που πιστοί είχαν τάξει στον άγιο στη διάρκεια της χρονιάς, σήμερα απλουστεύεται το έθιμο με την αγορά ζώων (προς σφαγή) ή του ίδιου του κρέατος από κάποιο κοινό ταμείο της κοινότητας. Οι ζωοθυσίες που πραγματώνονταν κάποια χρόνια παλαιότερα, με την ευλογία του παπά του χωριού, σαφώς κι εξαλείφονται, ο αρχέγονος τελετουργικός χαρακτήρας υποχώρησε, αλλά έχει παραμείνει η γιορτινή ατμόσφαιρα κι ο "συμποσιακός" χαρακτήρας σε πολλά πανηγύρια που εξακολουθούν και γίνονται προς τιμήν του αγίου.


Χρόνια πολλά σε όσους και όσες γιορτάζουν κι ιδιαίτερα στον πιτσιρικά της Γιώτας μας και στο φίλο μας Θανάση(ludovik).

Υ.Γ. Βλέπε και νεότερη ανάρτηση: Του Αγίου Αθανασίου τα κουρμπάνια

Πέμπτη 17 Ιανουαρίου 2008

Λι...

η εγγραφή αφιερωμένη σε δυο ψυχές...

πρώτα στον Α.

αλλά και στο Γ.



Αποσπάσματα από τη "Λι" του Νίκου Καββαδία:

"... Στάθηκε μπροστά μου πατώντας ανάλαφρα στα δάχτυλα των ποδιών για να δείξει ψηλότερη.

-Λοιπόν θα με πάρεις;

-Ναι. Πώς σε λένε;

Μού'πε κάτι που θά'ταν αδύνατο να το θυμηθώ και να το ξαναπώ.

-Θα σε λέω Λι, της είπα.

Συμφώνησε.

-Πόσο χρονών είσαι;

Σήκωσε τα δάχτυλα και με μούντζωσε και με τα δέκα δάχτυλα.

Κατάλαβα.

[...]

Μπήκαμε στο Καρρέ. Πήρα ένα αυγό ωμό και της τό'δωσα. Τό'σπασε και τό'δωσε του αδερφού της. Το κατάπιε σα φίδι.

-Φάε ό,τι θέλεις, της είπα.

-Δώσε μου, αποκρίθηκε.

-Διάλεξε μόνη σου.

Δίστασε. Πήρε λίγο απ'όλα και τα τύλιξε σ'ένα χαρτί. Κίνησε να φύγει. Την κάθισα δίπλα μου με το ζόρι. Πήρα ένα μπισκότο και το πλησίασα στο στόμα της. Έσφιξε τα χείλα της.

-Γιατί δεν τρως;

-Πρέπει να το πάω στο σπίτι.

-Φάε αυτό, θα σου δώσω κι άλλο.

-Και το άλλο θα το πάω.

-Ποιός σ'έμαθε έτσι;

-Κανείς.

Τότε;

Τσιμουδιά. Το πήρε, έκοψε λίγο και το μάσησε ανόρεχτα. Έδωσε το περισσότερο στον αδελφό της που το κατάπιε σα γλάρος.

[...]

Το απόγευμα ανέβηκα στον Ασύρματο. Έλαμπε από την πάστρα. Το ίδιο κι η κάμαρά μου. Η μικρή καθόταν σ'ένα πεζούλι, το μωρό κοιμόταν στα γόνατά της. Σηκώθηκε και τό'βαλε στην πλάτη.

-Πολλά βιβλία, είπε, είναι δικά σου;

-Ναι.

-Και τά'χεις διαβάσει;

-Όλα.

-Θα ξέρεις πολλά.

-Όχι περισσότερα από σένα, συλλογίστηκα, κι ό,τι δεν ξέρω το μαθαίνω τώρα από σένα, στα σαράντα μου.

[...]

Είμαι ένας ατζαμής - ο μεγαλύτερος που ξέρω- στις κρίσιμες ώρες. Λέω κάτι κουβέντες, που δεν έχουν καμιά θέση κείνη την ώρα και που τις θυμούνται οι άλλοι και περισσότερο απ'όλους εγώ όταν έρχονται στο νου μου, την ώρα που πάω να κοιμηθώ, και με βασανίζουν. Είναι κάτι παγίδες που στήνω σ'εμένα τον ίδιο.

-Θα με θυμάσαι όταν φύγω; τη ρώτησα. Θα με θυμάσαι;

Δεν αποκρίθηκε. Γιατί τό'πα; Για να μου απαντήσει μ'ευχαριστίες; Να μου δείξει τί μου χρωστούσε; Ποιός δαίμονας ξέρει; Και με γαργαλάει με την ουρά του, καταστρέφει την ευτυχισμένη στιγμή και κάνει τους άλλους να τραβιούνται από μένα.

[...]

-Πάρε όσα αυγά περίσσεψαν, είπε, και μια ντουζίνα κονσέρβες σολομό. Δώσε τα στην ψυχοκόρη σου να μην πάνε χαμένα. Κάθε πρωί ερχόταν και μου γέμιζε το θερμός νερό.

Της τό'πα.

-Τώρα είμαι πλούσια, είπε. Καμιά σ'όλα τα Σαμπάν δεν έχει το βιος μου.

Κατέβασε το κεφάλι της.

-Το ευχαριστώ είναι πρόστυχη πληρωμή. Όταν δυο άνθρωποι ζούνε ο ένας με την ανάσα του άλλου δε χωράει πληρωμη.

-Θα ξαναγυρίσω, της είπα.

-Κανείς δεν ξαναγυρίζει. Ο καλός Δράκος κατεβαίνει στα σπίτια μας μονάχα μια φορά. Πολλοί δεν τον έχουν ούτε συναντήσει. Εγώ τον είδα.

-Τότε γιατί δεν τον δένεις με σκοινί της Μανίλλα, να μη σου φύγει.

-Όσοι τον αγγίσανε μίκρυνε. Έγινε ένα σκουλήκι ίσαμε το νύχι μου. Σκλαβωμένος δε μπορεί πια να κάνει καλό.

-Πώς είναι;

-... είναι κεντημένος με χρυσές κλωστές σε μεταξωτό του Σαντούνγκ.

-Και πώς βοηθάει;

-Δε βοηθάει. Προλαβαίνει. Όταν κάποιος πέσει στο ποτάμι, κανείς δικός του δεν τον βοηθάει. Δεν πρέπει. Το σωστό είναι να τον προλαβαίνουν πριν πέσει.

Είναι νάνος, σκέφτηκα. Δεν είναι φυσικό να μιλάει έτσι.

-Την αλήθεια, πες μου την αλήθεια, της είπα. Πόσο χρονών είσαι;

-Όσο και προχτές που με ρώτησες. Δέκα. Μα γιατί ρωτάς;

[...]

Στο τελωνείο του Πειραιά, ένας ελεγκτής, ψάχνοντας τις αποσκευές μου, βρήκε στον πάτο ενός σάκου που δεν είχε ανοίξει από την ημέρα που αφήσαμε το καράβι ένα μικρό δέμα από στρατσόχαρτο. Το άνοιξε. Ξετύλιξε με προσοχή μια μικρή παλιά παντιέρα πού'χε στο μάκρος της ένα Δράκοντα κεντημένο με χρυσοκλωνά ξεφτισμένη.

Τη χαρακτήρισε "αντικείμενο άνευ αξίας" και την ξανάβαλε στη θέση της."

Ν.Καββαδίας



αν μ'αγαπάς...


Τρίτη 15 Ιανουαρίου 2008

Ο κυρ-Λάζαρος κι οι δράκοι


Ήταν ένας μπαλωματής και τον έλεγαν Λάζαρο. Και μνια μέρα, όπου μπάλωνε, μαζώθηκαν πολλές μύγες, και τράβησε ένα μπάτσο και σκότωσε σαράντα μύγες. Τότες πήγε κι έφκιακ' ένα σπαθί κι έγραψε "Με μνια τραβησιά σκότωσα σαράντα ψυχές!". Κι αφού το έφκιασε το σπαθί, κίνησε και πήγε στην ξενιτιά. Και σαν πήγε δυο μέρες μακριά από τον τόπον του, ήβρε ένα πηγάδι κι έπεσε κι εκοιμήθηκε. Εκεί εκάθονταν οι δράκοι. Τότες ήρθεν ένας να πάρει νερό κι είδε το Λάζαρο, πού εκεοιμόνταν' είδε και κείνα, που ήταν γραμμένα στο σπαθί του, και πήγε κι είπε και των άλλων. Οι άλλοι του είπαν, να του πει να γένουν βλάμηδες. Πήγεν ο δράκος και τον εφώναξε και του είπε, αν έχει ευκαρίστηση να γένουν βλάμηδες. Ο Λάζαρος του είπε, πως θέλει, και γίνηκαν και κάθονταν αντάμα. Και του είπαν οι δράκοι να πηγαίνουν με την αράδα για νερό καθώς και για ξύλα.

Πήγαν οι δράκοι για ξύλα και για νερό. Ήρθε κι η αράδα του Λάζαρου να πάνει να φέρει νερό. Ο λάζαρος με μεγάλη δυσκολία πήγε το ασκί άδειο στο πηγάδι, κι επειδή δε μπορούσε να το φέρει το νερό, δεν το εγέμισε το ασκί, μον' έσκαφτε ολόγυρα το πηγάδι. Οι δράκοι σαν άργησε ο Λάζαρος, εφοβήθηκαν κι έστειλαν έναν, να πάει να ιδεί τι γίνηκε. Ο δράκος πήγε και του είπε: "Τί κάνεις αυτού κυρ-Λάζαρε;" "Δε μπορώ, του λέει, κάθε μέρα να έρχομαι να παίρνω νερό' να φέρω μνια φορά όλο το πηγάδι να ξεγλιτώσω!" "Για όνομα του Θεού, κυρ-Λάζαρε, μη, γιατί ψοφούμε από τη δίψα, πηγαίνουμε εμείς στην αράδα σου."

Του ήρθε του Λάζαρου να φέρει και ξύλα, κι επειδή δεν μπορούσε να φορτωθεί ένα δένδρο καθώς οι άλλοι δράκοι, έδενε όλα τα δέντρα με πέτσες. Και σαν άργησε ως το βράδυ. έστειλαν πάλι οι δράκοι ένα δράκο να ιδεί τι κάνει. "Τί κάνεις αυτού κυρ-Λάζαρε;" του είπε. "Θέλω να φέρω όλο το ρουμάνι μνια φορά για να ξεγλιτώσω.", του λέει. "Μη κυρ-Λάζαρε, γιατί θα ψοφήσουμε απ'το κρύο. Θα πηγαίνουμε εμείς στην αράδα σου." Και πήρε ο δράκος το δέντρο και το πήγε.

Ύστερ'από κάμποσον καιρό είπαν οι δράκοι να τον σκοτώσουν, κι αποφάσισαν το βράδυ να τον χτυπήσουν όλοι από μνια τσεκουριά. Ο Λάζαρος τα άκουσ'αυτά, και το βράδυ έβαλ'ένα κούτσουρο και το εσκέπασε με την κάπα του. Το βράδυ εχτύπησαν το κούτσουρο όλοι από μνια τσεκουριά και το έκαναν κομμάτια, και πάντεχαν, πως το εσκότωσαν. Αφού αποκοιμήθηκαν οι δράκοι, ο Λάζαρος πήρε το κούτσουρο και τό'ριξε όξω και πλάγιασε και προς τα ξημερώματα εβούγκηξε, και τον άκουσαν οι δράκοι και τον ρώτησαν "Τί έχεις;" Κι αυτός τους είπε ότι κάμποσοι ψύλλοι τον ετσίμποησαν. Οι δράκοι πάντεχαν, ότι ψύλλους ενόμιζε τις τσεκουριές, και την άλλη μέρα του είπαν, αν έχει παιιδιά, γυναίκα, κι αν θέλει, να του δώσουν ένα ταγάρι φλουριά, και να πηγαίνει στο σπίτι του. Ο Λάζαρος τους είπε, πως έχει ευκαρίστηση να πάρει κι ένα δράκο από αυτούς να του φέρει τα φλουριά στο σπίτι του. Πήρε το δράκο φορτωμένο το φλουρί και πήγε στο σπίτι του.

Στο δρόμο, όπου πήγαινε, του είπε του δράκου: "Στάσου, να πηγαίνω να δέσω τα παιδιά μου, να μη σε φαν!" Πήγε κι έδεσε τα παιδιά του με κάτι σχοινιά παλιά και τους είπε: "Όντας ιδείτε το δράκο, να φωνάζετε 'κρέας από δράκο'." Κι όντας επλησίασ' ο δράκος, εφώναξαν τα παιδιά "Κρειάτο από δράκο!". Ο δράκος με μεγάλη τρομάρα άφηκε τα φλουριά κι έφυγε.

Στο δρόμο όπου πήγαινε ο δράκος, ήβρε μνια αλωπού, και τον ρώτησε, γιατί είναι τρομοκρατημένος τόσο. Κι αυτός της είπε πως τη γλίτωσε, θα τον έτρωγαν τα παιδιά του κυρ-Λάζαρου. "Απ'τα παιδιά του κυρ-Λάζαρου εσκιάχτηκες; Αυτός είχε δυο κότες και τη μνια του την έφαγα εψές, και την άλλη θα πάω να του την φάω τώρα. Κι αν δεν πιστεύεις, έλα κοντά μου να ιδείς, δέσου απ'την ουρά μου." Εδέθηκε ο δράκος απ'την ουρά της αλωπούς, και πήγε να ιδεί. Όντας επλησίασαν το σπίτι του Λάζαρου, ο Λάζαρος εφύλαε με το ντουφέκι, γιατί εσκιαζόνταν απ'τους δράκους. Σαν είδε την αλωπού, όπου έρχονταν μαζί με το δράκο, της είπε: "Δε σου είπα να φέρεις μόνον αυτόν τον δράκο, μούν' να τους φέρεις όλους." Αυτό ακούοντας ο δράκος έγινε άφαντος, κι από τη μεγάλη τη βία, οπού έπαιρνε την αλωπού, εψόφησε. Κι αφού ελευτερώθηκε από τους δράκους ο κυρ-Λάζαρος, έφκιασε το σπίτι του λαμπρό κι έζησε καλά.


από τα "Παραμύθια του λαού μας" (επιμέλεια:Γιώργος Ιωάννου & εικονογράφηση: Ράλλης Κοψίδης)

Δευτέρα 14 Ιανουαρίου 2008

εκεί, στη χώρα της απόγνωσης...





Εκεί, λοιπόν, στη χώρα της απόγνωσης που τριγυρνάς, αν συναντήσεις μια μαραμένη κόκκινη ανεμώνα πού'χει φυτρώσει μοναχή στις ρίζες ενός γέρικου πλατάνου, για να την κρύβει ο ίσκιος του από τον κόσμο τούτο, στάσου να ξαποστάσεις μια στιγμή. Να της χαρίσεις ένα ματωμένο χάδι σου μπας και μπορέσει να σου προσφέρει το λιγοστό και ξεχασμένο άρωμά της...

Εκεί, λοιπόν, στα μονοπάτια που πετάς και χάνεσαι, αφουγκράσου... πέρα από τους βόμβους της πονεμένης σκέψης σου, πέρα από τις κραυγές των πληγωμένων λουλουδιών, αφουγκράσου ένα θλιμμένο χαμόγελο που ανθίζει με τα τραγούδια των αηδονιών και μαραίνεται κάθε που σιωπούν... Δεν έχει να σου δώσει πολλά, οι ρίζες του γέρο πλάτανου στερέψαν την τροφή του, ο ίσκιος του του έκρυψε το φως, αλλά ίσως μπορεί να μοιραστεί μαζί σου την παγωνιά και μια μικρή ηλιαχτίδα που κάθε τόσο τρυπώνει άναρχα ανάμεσα απ'τα καφετιά φυλλώματα..

Είναι το τραγούδι που λένε τις ζεστές νύχτες των καλοκαιριών τ'αηδόνια. Γνωρίζεις τους στίχους άραγε; Τους άκουσες ποτέ; Τους διάβασες στο χρώμα της φωνής τους; Ή σε ταξιδεύουν μοναχά οι μελωδίες; Φευγαλέες κι ονειρικές, χάνονται κάθε ξημέρωμα... Τότε που ο ήλιος σκορπίζει τις ανταύγειες του στην πλάση κι εσύ κρύβεσαι σε σκιές, να μη φανούν τα ματωμένα σου δάκρυα...

Δευτέρα 7 Ιανουαρίου 2008

του Αϊ Γιάννη...


του Αϊ Γιάννη του Πρόδρομου σήμερα...

χρόνια πολλά σε όλους και όλες όσες γιορτάζουν κι ιδαίτερα στον υπέροχο γιο της φίλης μου της Γιώτας..



Έθιμα ξεχασμένα για σήμερα...

Όταν κάποτε τέτοια μέρα έπαιρναν τους νιόπαντρους και τους και τους έβρεχαν με νερό από τη θάλασσα, είτε κατεβάζοντάς τους στο γιαλό με συνοδεία μουσικής, είτε με κανάτια, για νά'χουν γεροσύνη, να ζήσουν χρόνια πολλά και να τους δώσει ο Θεός παιδιά. Ή στη Θράκη, που γύριζαν οι χωριανοί με δοχεία νερό και κλωνάρια για να ραντίζει ο ένας τον άλλον για το καλό του χρόνου...



η εγγραφή αφιερωμένη σε κάποιον που θα γιόρταζε σήμερα...



If...



If you can keep your head when all about you
Are losing theirs and blaming it on you,
If you can trust yourself when all men doubt you
But make allowance for their doubting too,
If you can wait and not be tired by waiting,
Or being lied about, don't deal in lies,
Or being hated, don't give way to hating,
And yet don't look too good, nor talk too wise:



If you can dream--and not make dreams your master,
If you can think--and not make thoughts your aim;
If you can meet with Triumph and Disaster
And treat those two impostors just the same;
If you can bear to hear the truth you've spoken
Twisted by knaves to make a trap for fools,
Or watch the things you gave your life to, broken,
And stoop and build 'em up with worn-out tools:



If you can make one heap of all your winnings
And risk it all on one turn of pitch-and-toss,
And lose, and start again at your beginnings
And never breath a word about your loss;
If you can force your heart and nerve and sinew
To serve your turn long after they are gone,
And so hold on when there is nothing in you
Except the Will which says to them: "Hold on!"



If you can talk with crowds and keep your virtue,
Or walk with kings--nor lose the common touch,
If neither foes nor loving friends can hurt you;
If all men count with you, but none too much,
If you can fill the unforgiving minute
With sixty seconds' worth of distance run,
Yours is the Earth and everything that's in it,
And--which is more--you'll be a Man, my son!


--Rudyard Kipling





Κυριακή 6 Ιανουαρίου 2008

Τα νυχτοκάλαντα...



Τα νυχτοκάλαντα των Φώτων...

αφιερωμένο στη Φωτεινούλα

Φωτεινούλα μου, χρόνια πολλά και καλά και πάντα την αγάπη μου...


Παραμονή των Φώτων , καθώς σουρουπώνει, οι άντρες του χωριού μαζεύονται για να τραγουδήσουν τα «νυχτοκάλαντα» ή, όπως συνηθίζουν να τα λένε, τα «καλησπερίσματα», ένα έθιμο που ακόμη κρατάει γερά στο Πήλιο. Μέχρι αργά τη νύχτα, ξεχύνονται σε όλα τα σπίτια του χωριού για να ευχηθούν και να κεραστούν και να συγκεντρώσουν κάποια χρήματα, είτε υπέρ της εκκλησίας, είτε υπέρ του πολιτιστικού συλλόγου. Βραδιές χειμωνιάτικες, βραδιές παγωμένες κι εμείς κουρνιασμένοι στην απαράμιλλη θαλπωρή του αναμμένου τζακιού περιμένουμε ν'ακούσουμε τον απόηχο των τραγουδιών τους να πλησιάζει και το δικό μας σπιτικό, χρωματίζοντας τη νυσταγμένη σιωπή της νύχτας. Τα κεράσματα απλωμένα στο τραπέζι, γλυκά και πιοτά με το καθιερωμένο τσίπουρο πάντα να πρωτοστατεί, για να τους καλωσορίσουμε και να τους ζεστάνουμε μόλις καταφθάσουν. Τα γέλια και τα τραγούδια τους αντιλαλούν σ'όλη τη γειτονιά στους ρυθμούς που δίνει το τουμπερλέκι που, τουλάχιστον στο χωριό μας, τους συνοδεύει σταθερά τα τελευταία χρόνια:

"Να τον καλησπερίσουμε και τούτον τον αφέντη...

Καλησπερίσ' αφέντη μου, καλησπερίσ' κυρά μου

Απόψε ήρθα στο σπίτι σου, ήρθα στ'αρχοντικό σου

Να μη σου κακοφάνηκε, να μη σου πέσει βάρος

έτσι τα φέρνει ο καιρός και τα γυρίζει ο χρόνος

Αφέντη, αφεντούτσικε, δέκα φορές αφέντη

Δέκα κρατούν το άλογο, δέκα το καλιγώνουν

και δέκα το παρακαλούν να καβαλ'κέψ' ο αφέντης

Κι ο αφέντης καβαλίκεψε στ'αστέρι τ'άλογό του

αστέρι έχει στη μύτη του, φεγγάρι στο λαιμό του

και πίσω στην κουβέρτα του τρεις φραγκοπούλες παίζουν

Η μια παίζει τον ταμπουρά, η άλλη το λαγούτο

κι η τρίτη η μικρότερη παίζει με τον αφέντη

Παίζοντας και χορεύοντας αποκοιμήθ' ο αφέντης

φέρτε νταούλια να βροντούν, ζουρνάδες να χουιάζουν

για να ξυπνήσει ο αφέντης μας να λύσει το μαντήλι

Λύσε το αφέντη μ', λύσε το, το αργυρομάντηλό σου

κι αν έχεις και χρυσά φλουριά, δώς τα, μην τα λυπάσαι

κι αν έχεις και γλυκό κρασί, κέρνα τα παλικάρια

Κέρνα τα αφέντη μ', κέρνα τα, να σε πολυχρονίσουν

να ζήσεις χρόνια εκατό κι απάνω απ'τα διακόσια

κι απά διακόσια σα μπροστά, ν'ασπρίσεις, να γεράσεις

να γένεις σαν τον Όλυμπο, σαν τ'άσπρο περιστέρι

σαν τ'αηδονάκι που λαλεί, χειμώνα καλοκαίρι

Πολλά'παμε τ'αφέντη μας, ας πούμ' για την κυρά μας

Κυρά μ' ψιλή, κυρά μ' λιγνή, κυρά μ' καγκελοφρύδου

κυρά μ' όταν στολίζεσαι να πας στον αγιασμό σου

βάνεις τον ήλιο πρόσωπο και το φεγγάρι αστήθη

και του κοράκου το φτερό βάνεις καγκελοφρύδι

Πολλά'παμε για την κυρά, ας πούμε για την κόρη

'Εχεις και κόρη έμορφη γραμματικό γυρεύει

κι εκείνος ο γραμματικός πολλά προικιά γυρεύει

Γυρεύει αμπέλια 'τρύγυτα, ψωράφια με τα στάχυα,

γυρεύει μύλους δώδεκα μ'όλους τους μυλωνάδες,

γυρεύει και τη θάλασσα με όλα τα καράβια,

γυρεύει και τον κυρ-βοριά να τα καλαρμενίζει

Προξενητάδες έρχονται μέσα από την Πόλη

κι όλοι ρωτούν, ξαναρωτούν πού νά'βρουν τέτοια κόρη

Πολλά'παμε της κόρης του, ας πούμε για το γιο του

Έχεις και γιο στα γράμματα, διαβάζει το ψαλτήρι,

να τ'αξιώσει ο Θεός να βάλει πετραχήλι

Στο σπίτ' που τραγουδήσαμε πέτρα να μη ραΐσει

κι ο νοικοκύρης του σπιτιού, χίλια χρόνια να ζήσει!"

Φυσικά, οι παραλλαγές κι οι εμπνεύσεις της στιγμής  δίνουν και παίρνουν, ανάλογα με τις ιδιότητες και τα χαρακτηριστικά των νοικοκυραίων. Το κέφι, τα τσίπουρα κι η χιουμοριστική διάθεση, προκαλούν και μικρές παρεμβάσεις στον καθιερωμένο ευχετήριο στίχο, κι έτσι ο μπακάλης του χωριού μπορεί να ακούσει:

"...Κι ο νοικοκύρ'ς του μαγαζιού, πατάτες να πουλήσει!"

Θα προσθέσω εδώ κι ένα απόσπασμα από τις "'Ωρες Πηλίου" του Κώστα Λιάπη, που αναφέρεται στις περιπτώσεις που ο «αφέντης» κάνει τον κουφό πίσω απ'την πόρτα του και δεν ανοίγει στους τραγουδιστάδες:

«Έχει όμως τον τρόπο της και τότε η κουστωδία να σου τον 'περιποιηθεί', χωρίς μάλιστα ν'αλλάξει χαβά, καταπώς του αξίζει:

Αφέντη μου στην κάπα σου, εννιά χιλιάδες ψείρες

άλλες γενούν, άλλες κλωσούν κι άλλες αυγομαζώνουν

κι άλλες Θεό παρακαλούν να μην τις ζεματίσουν.

Αν μάλιστα ο 'αφέντης' έχει την ατυχία νά'χει και κόρη της παντρειάς η έμμετρη 'περιποίησή' του γίνεται δηκτικότερη:

Την κόρη σου την έμορφη, βάντην μες στο ζεμπίλι

και κρέμασέ την υψηλά, να μην τη φαν οι ψύλλοι...»

`Αντε, και του χρόνου!