Παρασκευή 10 Ιουνίου 2022

Αντίο...

- Έι, χαζοπούλι του Πηλίου, έλα να σου φτιάξω καφεδάκι!

Η πρώτη ανάμνηση, τούτη η φωνή από την ταράτσα. Κι ύστερα το φλιτζάνι με τον ελληνικό και δίπλα η ρακή η "ψημένη"... 


Δεν τα πάω καλά με τις αναμνήσεις κι έτσι δυσκολεύομαι και στα τηλέφωνα... Κι έτσι κατέληξα να μάθω με τόση καθυστέρηση ότι τούτη η φωνή "συχωρέθηκε"... Ένα επιπρόσθετο "πνίξιμο" για την αμέλειά μου... που δεν συγχωρείται... Και δίπλα ένα σφηνάκι με την ψημένη ρακή. Το καταχωνιασμένο μπουκάλι είχε σημειωμένο πάνω "2008" και το όνομά της. 

Μια άλλη ζωή. Κύκλοι που κλείνω ερμητικά και τους θάβω βαθιά στο μπαουλοντίβανο. Σαν να θέλω να ξεφύγω από τις μνήμες τους, ίσως κι από εμένα. Γιατί τόσο πολύ;

Εκείνη η θέα από το μπαλκονάκι. Ν'αγναντεύεις το γαλάζιο και τις βάρκες που φιλοξενεί. Η λιτή και μεγαλειώδης κακαβιά με το ξύδι κι οι τόσες κουβέντες που ανταλλάσσαμε...  Σαν να μην είχα ανάγκη από ύπνο σ'εκείνο το νησί. Λες κι ο αγέρας πού'κανε τα σύννεφα να τρέχουνε, εξαφάνιζε και κάθε διάθεση για νωχέλεια.

Πόσους θά βρεις σε τούτη τη ζωή να νοιαστούν; Και πραγματικά να χαρούν με την παρουσία σου; Κι εγώ πάλι καθυστέρησα...

Είναι κάποιοι άνθρωποι ξεχωριστοί, ιδιαίτεροι που συναντάς εκεί που δεν το περιμένεις και αφήνουν στην ψυχή σου το στίγμα τους. Κι ας μη σας δένουν τα χρόνια συναναστροφής. Άνθρωποι που αποδέχεσαι μοναχά την ομορφιά τους, την ομορφιά της ψυχής.

Ένα πιάτο δίπλες με μέλι στο κομοδίνο για καλωσόρισμα στις δυόμιση τα ξημερώματα που δένει το καράβι. Η πόρτα του δωματίου με το κλειδί πάνω να με περιμένει να την ανοίξω μες στην νύχτα. Ποιά Ελλάδα γνώρισα και ποιά μου ετοιμάζουν; Ίσως για τούτο και το μπαουλοντίβανο. Ίσως και για άλλα πολλά που πονάνε. 

 Σήμερα, όμως, αναγκάστηκα και το άνοιξα για να ρίξω μια κλεφτή ματιά! Έκλεψα λίγες λέξεις -δεκαεπτά χρόνια πριν γραμμένες- γεμάτες αρμύρα και φως και βιάστηκα να το ξανακλείσω:

"Κατέβηκε η θεία Καλλιόπη επίσημα ντυμένη για τη βόλτα στα Κατάπολα («Ε, πάμε στην Πρωτεύουσα, πώς θα έρθω, σαν το γύφτο με τη ρόμπα;» μου είπε όταν την πείραξα) φορώντας το υπέροχο άσπρο κεντητό μαντήλι στο κεφάλι και χωρίς το μπαστούνι της που την είχε νευριάσει! Πρώτα περάσαμε να πληρώσει τη δόση του ηλιακού, ύστερα σταματήσαμε έξω από το κοσμηματοπωλείο που εκτελεί χρέη ταχυδρομείου και, τέλος, στο μπακάλικο του Λ. για να φορτώσουμε τα ψώνια. Από εκεί, επισκεφτήκαμε μια φιλενάδα της που κατοικεί σε ένα διπλανό γουστόζικο σπιτάκι με ένα κουκλίστικο κουζινάκι με γαλάζιο ταβάνι και ξυλοδεσιά κι ατελείωτες ανοιχτές πιατοθήκες στερεωμένες στον άσπρο τοίχο χιλιοφορτωμένες με κατσαρόλες, τεντζερέδες, πιάτα και γλυκά."

"Ανεβήκαμε στην κυρά Καλλιόπη που μας ετοίμασε αμοργιανό πρωινό˙ βρεγμένο παξιμάδι με λαδορίγανη, ντοματούλα και ντόπιο σκληρό τυρί… Μας μίλησε για τις αλυκές, πέρα από τις Πλάκες, που πήγαιναν και μάζευαν αλάτι, τον αφρίτη, τόσο αφράτο που θρυμματιζόταν στα δάχτυλα… Μέσα στις γούβες των βράχων, όταν η θάλασσα λάδωνε, κυρίως τον Ιούνιο, πήγαιναν, κι ακόμη μερικοί πάνε, με τα καϊκάκια και σεργιάνιζαν στις Αλυκές για να το μαζέψουν με το κουταλάκι της σούπας. Κι αν τύχαινε καμιά γούβα με πολύ, που το μάζευαν με τη χούφτα, κάναν χαρά μεγάλη… Μια φορά είχε πάει με τον πατέρα της, με τα μουλάρια. Κι είχε κάτι βράχια μυτερά και κοφτερά που σου τρυπούσαν το πέλμα. Κι όταν το κουβαλούσαν να το φορτώσουν , ήταν βαρύ, δεν άντεξε… Κι έκανε ο πατέρας δυο αγώγια…."

 


Σα να ταξιδεύω σ'άλλες ζωές, αιώνες πίσω... Πόσο άλλαξα τούτα τα χρόνια. Όχι η ουσία μου, όχι η ψυχή μου. Μοναχά τα μάτια της από τα τόσα δάκρυα. Πόσο, όμως, άλλαξε η ίδια η ζωή. Τούτο πονάει πιότερο απ'τα δάκρυα...


Ψυχοσάββατο ξημερώνει αύριο. Ας είναι αναπαυμένη η ψυχούλα σου. Έκανες τούτο τον κόσμο πιο όμορφο... Και συγχώρεσέ με, αν θες, που ήμουν μακριά....