Πέμπτη 25 Ιουνίου 2009

"Να λείπει το βύσσινο!" (γλυκό και λικέρ)


Γέμισε ο κήπος μου βυσσινιές... Ήταν λίγα μόνο χρόνια πριν, όταν μια γιαγιά γειτόνισσα με ρώτησε "Εσύ που τ'αγαπάς, θέλεις μια βυσσινιά; Φύτρωσε δίπλα στη δικιά μου και δε χωρά!" Καταχάρηκα! "Θέλω! Πώς δε θέλω;!".. Τη στρίμωξα σε μια γωνιά της πολυφυτεμένης γης μου και, καθώς ήταν μικρούλα ακόμη, την πρώτη χρονιά έφτιαξε μοναχά τρία βύσσινα για τα οποία ήμουν πολύ υπερήφανη! Τώρα, πώς τα τρία εκείνα βύσσινα γίνανε τρεις καινούριες βυσσινιές και πώς σιγά-σιγά, ξεφύτρωσαν τριγύρω μικρά δεντράκια, ούτε πρόλαβα να το καταλάβω! Τώρα ρωτώ εγώ όποιον τ'αγαπά, "Θέλεις μια βυσσινιά;"


Το βύσσινο γίνεται το καλύτερο γλυκό, το πιο εύγευστο ηδύποτο και, φυσικά, υπέροχη βυσσινάδα. Το γλυκό, κλασσικά, φτιάχνεται με αναλογία φρούτου προς ζάχαρης 1:1, δηλαδή για ένα φλιτζάνι (ξεκουκουτσιασμένο με προσοχή με τη φουρκέτα) βύσσινο, ένα φλιτζάνι ζάχαρη. Τα βάζουμε στην κατσαρόλα κι όταν πάρουν βράση χαμηλώνουμε τη φωτιά και ξαφρίζουμε με την τρυπητή κουτάλα. Το αφήνουμε μέχρι να "δέσει", αφού στο τέλος προσθέσουμε και λίγο χυμό λεμονάκι για να μη ζαχαρώσει το γλυκό.

Όσο για το λικεράκι είναι, ομολογουμένως, το ωραιότερο του είδους!


Εδώ στα χωριά μας, στο Πήλιο, τρία είναι τα συνηθέστερα χειροποίητα λικέρ που θα σε κεράσουν σε κάποιο σπίτικο: Το "βερίκοκο" (βλέπε: κουκούτσια από βερίκοκο...), το "καρυδάκι" και το "κερασώ" που δεν είναι φτιαγμένο από κεράσια (βλέπε: κεράσια, κερασάδα, γλυκό και λικέρ κεράσι..), αλλά από βύσσινα.

Εξάλλου, βυσσινιά ή βυσσινέα, ονομάζεται η "προύμνη η κέρασος" ή "κέρασος η οξύκαρπος ή οξύχυμος".

Η λέξη "βυσσινιά" είναι μεταγενέστερη και αντλεί την ονομασία της (σύμφωνα με το λεξικό "Τεγόπουλου-Φυτράκη") από το αρχαίο επίθετο "βύσσινος"(εκ βύσσου κατασκευασμένος), όπου "βύσσος" είναι είδος λεπτού και πολύτιμου νήματος εκ ξανθού λιναρίου.

Αναφέρει ο Άνθιμος Γαζής στο "Λεξικόν της Ελληνικής Γλώσσης":


Το λεξικό "Σουίδα", από την άλλη, συσχετίζει το "βυσσόν" με το πορφυρό χρώμα:



Το "κερασώ", κατά τη γνώμη μου, παίρνει τα πρωτεία! Εγώ το φτιάχνω ως εξής:

Σ'ένα γυάλινο δοχείο ρίχνουμε 750 γραμμάρια βύσσινο, 500 γραμμαρια κονιάκ, 300 γραμμάρια ζάχαρη, ένα ξυλαράκι κανέλας και μισό κουταλάκι γαρύφαλα. Το δοχείο το τοποθετούμε στον ήλιο για περίπου ένα μήνα, ανακατεύοντας κατά διαστήματα τα υλικά για να διαλυθεί η ζάχαρη. Ύστερα σουρώνουμε το περιεχόμενο και φιλτράρουμε το λικέρ που έχει σχηματιστεί μέσα από βαμβάκι (προφανώς στερεωμένο σε κάποιο χωνί), ώστε να συγκρατηθούν τυχόν υπολείμματα φρούτου. Το ηδύποτό μας είναι πλέον έτοιμο και το διατηρούμε μέσα σε γυάλινα καλοσφράγιστα μπουκαλάκια.


Άντε, και στην υγειά μας!

(Α, κι όπως αναφέρει το "Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν Ελευθερουδάκη", "Το απόσταγμα των βυσσίνων χρησιμεύει και ως συστατικόν καθαρκτικών αναμείξεων κατάλληλων προς νόσους φλογιστικάς.")

Τρίτη 23 Ιουνίου 2009

του άι-Γιαννιού του Λιοτροπιού, του Λαμπαδάρη, του Κλήδονα

"... Με τον Ιούνιο όμως συμπίπτει η ακμή του καλοκαιριού, οι θερινές ροπές του ηλίου, που θεωρούνται σημαντική και ορισμένες φορές επικίνδυνη καμπή του χρόνου.[...] Όσα αρχαία έθιμα ανάγονται στις θερινές τροπές του ηλίου συνδέθηκαν με το Γενέθλιον του Ιωάννου του Πρόδρομου (24 Ιουνίου).
Η συσχέτιση δεν έγινε χωρίς λόγο. Κατά τον ευαγγελιστή Λουκά (1,26-36) ο Ιωάννης ο Πρόδρομος ήταν έξι μήνες μεγαλύτερος από τον Ιησού. Αφού λοιπόν η γέννηση του Χριστού ορίστηκε από την εκκλησία στις 25 Δεκεμβρίου, δηλαδή κατά τις χειμερινές τροπές του ηλίου, επόμενο ήταν το Γενέθλιον του Ιωάννου του Προδρόμου να συμπέσει με την 24 Ιουνίου, δηλαδή κατά τις θερινές τροπές του ηλίου...[...]" (Γ.Α.Μέγα, "Ελληνικές γιορτές και έθιμα της λαϊκής λατρείας")


 ηλιοστάσια ( ήλιος + στάση, ίσταμαι=στέκομαι) ή ηλιοτρόπια (ήλιος + τροπή, τρέπομαι) είναι τα σημεία της εκλειπτικής τα έχοντα την μέγιστη απόσταση από τον ισημερινό, δηλαδή όταν ο ήλιος βρίσκεται σε αυτά έχει τη μέγιστη αυτού απόκλιση. Ονομάστηκαν δε έτσι, γιατί ο ήλιος κινούμενος επί της εκλειπτικής απομακρύνεται διαρκώς από τον ισημερινό μέχρις ότου φθάσει στα ηλιοστάσια, οπότε και έχει τη μέγιστη απόκλιση. Εκεί στέκεται και αρχίζει να τρέπεται πάλι προς τον ισημερινό.

"[...] Σε πολλά μέρη η γιορτή λέγεται κοινώς τ'αϊ-Γιαννιού του Λιοτροπιού (Κύθνος) ή Λιτροπίου (Κύμη) ή Λουτρόπου (Σινώπη) ή Αλιτροπιού (Λέσβος) και επικρατεί η πίστη ότι ο ήλιος της μέρας αυτής "τρέμει ή γυρίζει και είναι θαμπερός". Γι'αυτό σηκώνονται πρωί, για να δουν τον ήλιο που γυρίζει σα μύλος ή σαν τροχός (π.χ. στην Κομοτηνή της Θράκης). Στη Σινώπη μάλιστα διανυκτέρευαν κατά ομάδες τρώγοντας, πίνοντας και χορεύοντας όλη τη νύχτα και το πρωί, μόλις χάραζε, έβαζαν τη μαγείρισσα μες στο καζάνι, περνούσαν ξύλα από τα χέρια του καζανιού και τη σηκώναν τέσσερις. Οι άλλοι χορεύαν και με το χορό πηγαίνανε ως τη Φοινικίδα [εξοχή της Σινώπης]. Εκεί περιμένανε να βγει ο ήλιος, να δούνε τον ήλιο πως γυρνά εκείνη τη μέρα και βγαίνει. Πάλι με το χορό γύριζαν πίσω και πήγαιναν στην εκκλησιά.

Στα Νένητα Χίου άμα εξέλθουν της εκκλησίας, συνέρχονται καθ'ομάδας εις τ'αλώνια και, αφού φάγωσι διάφορα οπωρικά, αρχίζουν να συστρέφονται (να κουρδουβαλίζουν) μέχρι της μεσημβρίας.

Στην Οινόη Πόντου, μικροί παίδες περιέρχονται τας οικίας και ρίπτοντες εις αυτά λαλάτσια (λιθαράκια) επάδουσι εν χορώ: "Τρόπου, τρόπου, ήλιε, που γυρίζουν τα λαλάτσια, σα μέτερα και σα σέτερα..."

Το ηλιακό αυτό φαινόμενο ήταν φυσικό να προκαλέσει και δεισιδαιμονικούς φόβους και γενικές απαγορεύσεις. Έτσι τη μέρα αυτή δεν αρχίζουν καμιά δουλειά, επειδή, όπως λέγουν, είναι λιτρόπι. Και:


όποια μέρα πέσει το Λιοτρόπι τ'Αϊ-Γιαννιού τη φυλάνε όλο το χρόνο' δεν κάνουν γάμους, δεν κόβουν ρούχα, δεν φυτεύουν, δεν αρχίζουν σπορά. Είναι κακιά μέρα κι ό,τι αρχινήσεις, δεν πάει εμπρός (Σκύρος).


Χαρακτηριστικό έθιμο της γιορτής είναι, όπως γνωρίζουμε, οι φωτιές τ'Αϊ-Γιαννιού (κοινώς: φανοί, οφανοί, αφανοί, καλαφωνοί, κ.τ.λ.), από τις οποίες ο άγιος λέγεται και Φανιστής (Χίος) ή Λαμπαδάρης (Αθήνα) ή Λαμπροφόρος (Κύπρος). Την παραμονή δηλαδή ανάβουν στους δρόμους ή μπροστά από κάθε σπίτι με καλαμιές ή παλιοκοφίνια μια ή τρεις φωτιές, τις οποίες πηδούν, ενώ ταυτόχρονα λέγουν: Όξω ψύλλοι και κοριοί, μέσα η ρόγα η χρυσή (Λήμνος) ή Να πηδήσω τη φωτιά, μη με πιάσ' η αρρώστια (Πυλία). Στην Κάρπαθο οι γυναίκες καθώς πηδούν τους καλαφωνούς, αναφωνούν: "το (β)άρος μου μετάξυ" ή το "(β)άρος μου νά'ναι μάλαμα για το σπίτι". Αλλά την έννοια του εθίμου αποδίδει η αναφώνηση: "Αφήνω τον κακό χρόνο και πάω στον καλύτερο".


Αν θυμηθούμε την ανάλογη αρχαία φράση "Έφυγον κακόν, εύρον άμεινον", καταλαβαίνουμε την αρχική σημασία του πηδήματος των φωτιών: να καθαρθούν δηλαδή με τη δύναμη της φωτιάς οι άνθρωποι και απαλλαγμένοι από κάθε κακό να μπουν καθαροί και ακμαίοι στη νέα περίοδο του χρόνου (έθιμο καθαρτήριο και διαβατήριο).[...]


Σε πολλά μέρη στη φωτιά ρίχνουν το στεφάνι της Πρωτομαγιάς ή το στεφάνι του Άϊ-Γιάννη της περασμένης χρονιάς, ενώ τη στάχτη τη μεταχειρίζονται για αποτρεπτικούς και μαντευτικούς σκοπούς.[...]" (Γ.Α.Μέγα, "Ελληνικές γιορτές και έθιμα της λαϊκής λατρείας")




"Δεν ξεχνάει βέβαια κανείς την πυρολατρική καταγωγή της "φωτιάς" ούτε την ηλιολατρική τοποθέτηση του εθίμου γύρω από τις θερινές ηλιακές τροπές. Βασικά όμως πρέπει να σκεφτόμαστε τη συμβολική έννοια του "καθαρμού", που έχει η φωτιά αυτή, όπως όλες οι φωτιές (ακόμη και με τη χριστιανική αντίληψη), και που έφτασε να γεννάει την πίστη ότι, αν αναφτεί σ'ένα ξάγναντο, μπορεί να επιδράσει ευεργετικά σ'όλη την περιοχή που φωτίζει....[...]


Ένα έθιμο που κατάφερε τόσους αιώνες, παρ'όλες τις συχνές "πολεμικές", να επιζήσει, δεν είναι δικαίωμα της δικής μας γενιάς να το σβήσει. Έχουμε χρέος όχι μόνο να το ανεχόμαστε αλλά και να το βοηθούμε στις εκδηλώσεις του. Στην εποχή μας μάλιστα, με το μηχανικό ρυθμό και τις πολύπλυρες υπερφροντίδες, είναι παρήγορη η παρουσία ενός χαρούμενου και διαχρονικού εθίμου, που ενώνει αιώνες και γενιές.


Οι φωτιές που θ'αναφτούν αύριο το βράδυ στις πολιτείες και στα χωριά μας θα είναι ένας συγκινητικός δεσμός του σήμερα με το χθες. Τα μάτια των παιδιών, που θα λάμπουν χαρούμενα μπροστά στις φλόγες, τα μάτια των μεγάλων που θα τα παρακολουθούν στα πηδήματά τους, θα είναι μια ωραία παραδοσιακή προσοχή σε μια σχεδόν πανανθρώπινη γιορτή. Δεν είναι μικρή δουλειά να σκέφτεσαι, ότι ανάβοντας μια μικρή φωτιά έξω από το σπίτι σου, συνδέεσε με τους αιώνες που πέρασαν, έστω και με τους κοντινούς σου προγόνους, καθώς και με πολλούς άλλους λαούς, που την ίδια ώρα ανάβουν τη φωτιά της ημερομηνίας αυτής και χαίρονται παρόμοια το θέαμα και το συμβολισμό της..." (Δημ. Λουκάτου, "Τα καλοκαιρινά")



"[...] Σε μια τόσο σημαντική καμπή του χρόνου φυσικό είναι να θέλει κανείς να ρίξει ένα βλέμμα στο μέλλον. Είναι λοιπόν πάρα πολλές οι μαντείες της παραμονής και της 24 Ιουνίου. Ο λαός μάλιστα πιστεύει, ότι ο αϊ-Γιάννης φέρνει τύχες' για αυτό "έπρεπε από την παραμονή να ξεσκονίσουν, να σφουγγαρίσουν, να περιμένουν τις τύχεις" (Σινώπη). Γι' αυτό ο άϊ-Γιάννης λέγεται και Ριζικάρης. Και επειδή ο συνηθέστερος τρόπος, με τον οποίο ο Άγιος φανερώνει το ριζικό, δηλαδή την τύχη του κάθε ανθρώπου, είναι ο κλήδονας, ονομάζεται και άι-Γιάννης ο Κλήδονας (Νάξος) ή Ριζικάρης. [...] (Γ.Α.Μέγα, "Ελληνικές γιορτές και έθιμα της λαϊκής λατρείας")

Αναφέρει το σπουδάιο "Μέγα λεξικόν όλης της ελληνικής γλώσσης", του Δημητράκου:

κληδών: "Το δε κληδών ουκ έχει το ιώτα, επειδή ουκ έστιν από του κληϊζω, αλλ' από του κλω, του σημαίνοντος το καλώ, γέγονε κλήσω και κληδών", φήμη, φωνή περιέχουσα πρόρρησιν, μήνυμα, υπόδειξιν περί μέλλοντος, γεν. φωνή, ρήσις μαντική, παρ' Ομήρω εν τη σημασία ευτυχίας μήνυμα εκ λόγου συναγόμενον: Οδ.Σ 117 "Χαίρεν δε κλεηδόνι δίος Οδυσσεύς"..[...], Παυσ.9,11,17, "μαντικήν δε καθέστηκεν αυτόθι από κληδόνων", 2) είδησις, αγγελία, φήμη περί τινός, διάδοσις [...], 3)φήμη ένδοξος, κλέος, ξάκουσμα..[...] κ.λ.π.

Ο Κώστας Λιάπης, καταγράφει τα έθιμα του Κλήδονα στο Πήλιο, στο βιβλίο του "Ώρες του Πηλίου":

Στα "Αμοργιανά" (τεύχος 12), καταγράφονται στίχοι από το τραγούδι του κλήδονα, που τραγουδούσαν τα κορίτσια μεταξύ τους κατά τη διαδικασία:



Ενώ, ο Δημήτρης Λουκάτος, στα "Καλοκαιρινά" του, αναφέρεται στις "Νυφούλες" του Κλήδονα:



Αμέτρητα τα έθιμα για τη μέρες τούτες, τις μέρες του θερινού ηλιοστασίου, τις μέρες του άι-Γιάννη του Λαμπαδάρη, του Λιοτρόπου, του Κλήδονα.. αμέτρητες οι παραλλαγές, αλλά και οι καταγραφές τους.. όλες όμως με κοινή ρίζα στα βάθη των αιώνων..

Αναφέρει ακόμη ο λαογράφος Γεώργιος Μέγας τα κυριότερα είδη αυτής της μαντικής που λάμβανε χώρα αυτή τη μέρα: Την ονειρομαντεία με την αρμυροκουλούρα που παρασκευαζόταν με το αμίλητο νερό κι αλεύρι παρμένο από τρεις Μαρίες, την τεφρομαντεία με στάχτη από τρεις φωτιές, την κατοπτρομαντεία, τη μολυβδομαντεία, την αυγομαντεία, την υδατομαντεία, κ.λ.π.

Παραθέτει, επιπλέον, άλλες συνήθειες των ημερών αυτών, όπως τη συλλογή λουλουδιών, των λεγομένων "αγιάννηδων" και το κρέμασμα μπουκέτου ή στεφάνου στα σπίτια, τους αγυρμούς παιδιών που κρατούν λουλούδια ("καλογιάννηδες") κι ένα δοχείο νερό και χορεύοντας και τραγουδώντας, ρίχνουν νερό στα καλύβια, την έναρξη των μπάνιων στη θάλασσα, τη συγκομιδή ρίγανης (Άι-Γιάννης Ριγανάς) κι άλλα πολλά κι ενδιαφέροντα, αλλά, δυστυχώς, ξεχασμένα..

Παρασκευή 5 Ιουνίου 2009

σαν νά'χε σκαλώσει στο λαιμό του κανένα στυφό μέσπιλο..

Μέσπιλον ή Μούσμουλο...


Όταν ήμουν παιδί κι ερχόμουν στο Πήλιο μοναχά για διακοπές, στο απέναντι -τότε εγκαταλελειμένο- κτήμα δέσποζε μια θεόρατη - τουλάχιστον για τα μάτια μου- μουσμουλιά! Η εικόνα της μού'χει μείνει.. Ογκώδης, αγέρωχη με φύλλωμα πυκνό, και τα μουσμουλάκια να τη χρωματίζουν με τις πορτοκαλιές τους ανταύγειες κάπου εκεί ψηλά.. δύσκολα να τα φτάσεις...
Εγώ μεγάλωσα, η μουσμουλιά γέρασε και αρρώστησε..
Υπάρχουν, όμως, κι άλλες μουσμουλιές στο χωριό, και τούτες τις μέρες μας προσφέρουν απλόχερα τον ιδιαίτερο καρπό τους, που, ίσως να μην είναι και τόσο δημοφιλής κι ίσως να παραείναι κι ευαίσθητος ώστε να καταστεί αρκετά εμπορεύσιμος, είναι όμως αγνός, φρέσκος και ζουμερός, έτοιμος να μας δροσίζει και να μας γλυκάνει τις τελευταίες μέρες της άνοιξης και τις πρώτες του καλοκαιριού..
Πλούσιος σε βιταμίνες (Α, C) και σε ασβέστιο, φώσφορο και κάλιο, πλούσιος σε ίνες, καταπολεμά τις εντερικές διαταραχές, αλλά και τις διαταραχές του νευρικού συστήματος.


Μούσμουλον, από το μεσαιωνικό μούσπουλον και τούτο από το μέσπουλον που ανάγεται στο αρχαιοελληνικό μέσπιλον...
Αναφέρει το "Μέγα Λεξικόν της Ελληνικής Γλώσσης, Liddell-Scott":
μεσπίλη: "μεσπιλιά", "μουσμουλιά", Θεοφρ.π. Φυτ.Ιστ. 3.15,6
και
μέσπιλον: το, το δέντρον και ο καρπός της μεσπίλης, Αρχίλ.169, Άμφις εν Αδήλ.6, Διοσκ.1.169.

Τούτο το "μέσπιλον" αναφέρει και ο Γεώργιος Βιζυηνός στο διήγημά του, "Το μόνον της ζωής του ταξίδιον"... κι όσο και να μην έχει σχέση με το φρούτο το συγκεκριμένο απόσπασμα, παρά μονάχα αναφέρεται σε μια πρόταση μεταφορικά ("..του φαινόταν, πως έχει σκαλώσει στο λαιμό του κανένα στυφό μέσπιλο.."), αφορμή παίρνω για να το αναρτήσω εδώ.. Η πένα του Βιζυηνού πάντα μοναδική κι ιδιαίτερη, το διήγημα αυτό ένα από τα ωραιότερα της λογοτεχνίας μας.. ενώ το απόσπασμα τούτο ταξιδεύει την ψυχή σ'άλλες εποχές... δύσκολες, αλλά πιο αγνές.. ποτισμένες μ'αρώματα παραμυθιών κι ελπίδας.. τότε που ακόμη τα παιδιά τα φρούτα τα τρώγανε μόλις χρυσίζανε στις φυλλωσιές, παίζοντας και σκαρφαλώνοντας στα δέντρα...




Τρίτη 2 Ιουνίου 2009

Φιλύρα... νύμφη και φλαμουριά


Τρεις μέρες με φώναζε ο γείτονάς μου να πάω να μαζέψω τίλιο από τη φλαμουριά του.. "Άντε, θα πας; Θα πάει χαμένο τόσο φλαμούρι!.." Εγώ πνιγόμουν στις διάφορες εργασίες, είχα κι ένα τράβηγμα στον αυχένα που με είχε τσακίσει κι άντε να σκαρφαλώνω σε δέντρα έτσι.. κατάφερε να με αγχώσει ο άτιμος! "Ουφ.. ουφ.. αύριο το πρωί! Δε θα την προλάβω λες ανθισμένη;" και την πρόλαβα! Έτσι, προχθές πήγα και μάζεψα το τίλιο της χρονιάς! Το άπλωσα σ'ένα μεγάλο δίσκο νά ξεραθεί για να το φυλάξω αργότερα στα γυάλινα βαζάκια μου... Κι όσο σκεφτόμουν το φλαμούρι τόσες μέρες, άρχισα να αναρωτιέμαι για την ετυμολογία του, για τις ιδιότητές του -πέραν από τις κάτι λίγες που γνώριζα- και για ό,τι σχετικό.. Και μόλις βρήκα λίγο χρόνο, άρχισα να το ψάχνω.. Κι όταν αρχίζω να ψάχνω εγώ.. συνήθως καταλήγω με ένα δωμάτιο γεμάτο ανοιγμένα δεκάδες λεξικά, εγκυκλοπαίδειες και βιβλία.. Κι από αλλού ξεκινώ, αλλού καταλήγω... νέες απορίες μου γεννιούνται.. Για τους ελαχίστους που ίσως και να ενδιαφέρονται σχετικά, παραθέτω κάποια από τα σχετικά στοιχεία που μελέτησα:


Καταρχάς τίλιο και φλαμουριά -για όσους δεν το γνωρίζουν- είναι το ένα και το αυτό. Λέγεται ακόμη και φιλουργιά, σφεντάμι, φιλύρα, φιλούρα και λίπα.
Η ονομασία τίλιο, προέρχεται από την αντίστοιχη ιταλική tiglio, που πάρθηκε από το λατινικό tilia, η προέλευση του οποίου είναι η αρχαιοελληνική πτελέα (φτελιά). (Μείζον ελληνικό λεξικό, "Τεγόπουλου-Φυτράκη").
Το ίδιο λεξικό, ετυμολογεί το φλαμούρι από το μεσαιωνικό φλαμούριον, υποκοριστικό του φλάμουρον και ορίζει ως φλαμούρι, το δέντρο φιλύρα και το ξύλο του/ το αφέψημα από το τίλιο/ τα φύλλα του δέντρου αυτού.
Και πάμε στη φιλύρα:
Αναφέρει το "Μέγα λεξικόν όλης της ελληνικής γλώσσης" του Δ. Δημητράκου:


και, στη συνέχεια, το "Ετυμολογικόν μέγα" (Etymologicon magnum lexicon"):


Αναφέρει κι ο Άνθιμος Γαζής στο "Λεξικόν της ελληνικής γλώσσης":


Φιλύρα, λοιπόν, ή φιλύρη, φιλουριά ή φελιουριά ("εν Θράκη νυν", όπως αναφέρει το "Μέγαν λεξικόν της ελληνικής γλώσσης Liddell- Scott") και, τέλος, φλαμουριά...
Φιλύρα, όμως, ονομαζόταν κι η μανούλα του Κενταύρου Χείρωνα!! (βλ.Κένταυρος Χείρωνας) .. Ο Χείρων, ο διάσημος Κένταυρος, θεραπευτής και παιδαγωγός των ηρώων της μυθολογίας μας, που ο καλπασμός του ακόμα διακρίνεται στο βουνό μας, στο Πήλιον όρος, από όσους δεν έχουν ξεχάσει ν'αφουγκράζονται τους μύθους και τη μουσική τους... ήταν γιος του Κρόνου και της Ωκεανίδας Φιλύρας. Ο Κρόνος, μεταμορφωμένος σε άλογο, για να μην τον πάρει χαμπάρι η νόμιμη σύζυγός του Ρέα, έσμιξε με την όμορφη νύμφη Φιλύρα και γέννησε το Χείρωνα, ένα πλάσμα παράξενο, διαφορετικό.. από τη μέση και πάνω με μορφή ανθρώπινη.. από τη μέση και κάτω με μορφή ίππου...
Μια εκδοχή του μύθου, λοιπόν, μάλλον μεταγενέστερη, που την αναφέρει ο Αθανάσιος Σταγειρίτης στο έργο του "Ωγυγία ή Αρχαιολογία" (1815), συνδέει το μύθο της Φιλύρας με το δέντρο φλαμουριά, καθώς εμφανίζει τη Νύμφη απελπισμένη που έφερε στον κόσμο ένα "τέρας" να ζητάει από τους θεούς, να τη μεταμορφώσουν σε δέντρο κι εκείνοι να την εισακούνε και να τη μεταμορφώνουν σε φλαμουριά...:


Τώρα, βέβαια, κάποια λεξικά, ταυτίζουν και τη μελία με το δέντρο φιλύρα, αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία....
Όσον αφορά, όμως, τις ιδιότητες τούτου του δέντρου, ο Κώστας Μπαζαίος ("100 βότανα, 2000 θεραπείες"), είναι άκρως κατατοπιστικός. Μεταξύ άλλων αναφέρει:
"[...] Οι αρχαίοι γιατροί χρησιμοποιούσαν τους καρπούς ως φάρμακο κατά των αερίων της κοιλιάς. Ο Διοσκουρίδης έλεγε ότι ο χυμός των φύλλων και τα φύλλα σε επιθέματα θεραπεύουν δαγκώματα φιδιών, ενώ ο Πλίνιος συμπλήρωσε ότι τα φίδια δεν τολμούν να πλησιάσουν ούτε στη σκιά του δέντρου. Κι ακόμη, πολλοί χωρικοί διατηρούν τους καρπούς της φλαμουριάς σε ξύδι και αλάτι και τους τρώνε όπως την κάπαρη. [...]
Το αφέψημά της χρησιμοποιείται σε ρευματισμούς και αρθριτικά (διαλύει το ουρικό οξύ), αλλά και σε υδρωπικία, κυστίτιδα, δυσκοιλιότητα, δυσπεψία, στην απόφραξη της σπλήνας και του ήπατος. Τα φύλλα της είναι ελαφρά διουρητικά και αντιπυρετικά.
[...] Το έκχυμα και το αφέψημα των φύλλων είναι καταπραϋντικά και ελαφρά υπνωτικά για νευρασθενικούς, υστερικούς, υποχονδριακούς. Είναι και σπασμολυτικά, σε ημικρανίες, νευρικούς εμετούς. Εκτός από χολαγωγό, ένα ποτήρι αφέψημα φλούδας κάθε πρωί είναι καλό αποτέλεσμα κατά της ουρίας των διαβητικών, της αρτηριοσκλήρωσης, της ισχυαλγίας και του λουμπάγκο.
Με αφέψημα φύλλων και λουλουδιών πλένουμε τις φακίδες και τις ρυτίδες του προσώπου, για να εξαλειφθούν και τα μαλλιά (τα τονώνει και βοηθάει την ανάπτυξή τους).. [...]"