Σάββατο 7 Νοεμβρίου 2020

Στις φυλλωσιές του Νοέμβρη...

Κοιτάζεις ζαλισμένα το φθινοπωρινό πέπλο που απλώνεται γύρω σου και συλλογίζεσαι, συλλογίζεσαι σε βαθμό εκνευριστικό. Πού είναι τώρα κείνη η θάλασσα να ξεπλύνει στο διάβα της τις σκέψεις και τις αγωνίες; Πού κρύφτηκαν τα πρασινογάλαζα νερά να βυθιστείς στην αλμύρα τους να σβήσεις τις κακώσεις και τα σημάδια του φόβου; 

- Και, θαρρείς, τί σκέφτεσαι; "Μια δεκάρα για τις σκέψεις σου, παιδί!". Πόσες δεκάρες έχεις μαζεμένες;

Δένεις σφικτά το κομπόδεμα σε ιδρωμένο μαντήλι, σαν κείνα τα πετσετικά που φύλαγαν το λιγοστό προσφάι του ξωμάχου. Δέκα ελιές μαύρες και ζαρωμένες, μια δράκα ζυμωτό σκληρό ψωμί και δυο σκελίδες σκόρδο. Νά'χεις να πορεύεσαι... Το κρατάς σφιχτά στην ροζιασμένη παλάμη και περπατάς, συνεχίζεις τον αγώνα. Οι φαγωμένες κροκάλες κραυγάζουν στα πληγωμένα πέλματα κι εσύ επιμένεις να προχωράς, δεν υπάρχει κανένα περιθώριο για να σταματήσεις. Στο γεφύρι σε πιάνει ίλιγγος και δεν έχεις πουθενά να κρατηθείς. Σταυροκοπιέσαι και περνάς βιαστικά, παραπατώντας ασυντόνιστα, τρεκλίζοντας σα γέρος μεθυσμένος.

Είναι απίθανο αν το συλλογιστείς πως σε μια μικρή στιγμή αλλάζουν κι ανατρέπονται όλα. Όλα τα δεδομένα και τα σταθερά, λες και κάποιος εισέβαλε στην ιματιοθήκη σου κρυφά να σου αλλάξει όλες τις φορεσιές της γκαρνταρόμπας! Κι άντε να βρεις εσύ τώρα ρούχο στα μέτρα σου! Κι άντε να πάρεις ανάσα, αν τύχει και σου είναι όλα στενά...

Τούτη την ανατροπή ακόμη κι αν την υποψιαζόσουν ή, κατά βάθος, την γνώριζες, κτήμα σου δε δέχτηκες να την κάνεις ποτέ και φορεσιές δεν κρατούσες στα μέτρα της. Το μυαλό μας ότι φοβάται το ξορκίζει! Το κλειδαμπαρώνει σε σκοτεινά κουτάκια και πετά στον υπόνομο το κλειδί, μην τυχόν μπει στον πειρασμό και τ'ανοίξει! Τί να το κάνεις;! Όσο βαθιά και να το καταχωνιάσεις, όταν ωριμάσει και θεριέψει θα φανεί! Θα σπάσει τις κλειδωνιές λες και τούτες είναι τσόφλι αυγού και κείνο εκκολαπτόμενος νεοσσός αποφασισμένος να φανεί στον κόσμο. 

 

"Αν δεν υπήρχε λίγο πόνος, αρρώστιες, κλπ, θα γίνονταν θηρία οι άνθρωποι' δε θα πλησίαζαν καθόλου το Θεό.", λέει ο φίλος μου ο Παϊσιος κι εγώ συλλογίζομαι κάτι μικρά παιδιά να μεγαλώνουν ξαπλωμένα στα πούπουλα χωρίς γρατζουνιά ούτε στο γόνατο, ούτε στην ψυχή... Και προσπαθώ να φανταστώ τον άνθρωπο χωρίς νά'χει νιώσει ποτέ πόνο κι αρρώστια, κι έτσι να λογίζει την πάρτη του για Θεό και τρομάζω.  Εδώ με τόσους πόνους κι αρρώστιες που μόνο με ταπείνωση καρτερείς κι η αυτή η ρημάδα κατάρα της έπαρσης και του εκκωφαντικού εγωισμού συνεχίζει ν'αυγατίζει και μαύρα πέπλα υφαίνει που μας τύλιξαν. (Είναι τόσο εύκολο αλλά και πόσο μάταιο έως κωμικό, αμπελοφιλοσοφώντας με τεχνάσματα σοφιστικά, με ανθρώπινες θεωρίες να επιμένεις να πλάθεις ιδανικές κοινωνίες να χορεύουν μονιασμένα κι αρμονικά σ'έναν κόσμο -τόσο εγωκεντρικό!- που εξακολουθεί εν φθορά να πορεύεται.)

- Και τώρα τί θα κάνεις; Τί παρηγορεί την ανημποριά; Η ελπίδα; Κι αν και τούτη δραπετεύσει χλευάζοντας; Πώς θα συνεχίσεις τη διαδρομή; Πώς θ'ανασάνεις ξανά τις πρασινογάλαζες ανταύγειες;

Ξαποσταίνεις να κολατσίσεις ατενίζοντας τον ουρανό. Στέλνεις μια σιωπηρή προσευχή εκεί που τα χρώματα χάνονται...

Φθινοπώριασε για τα καλά. Η μπόρα ακολούθησε τη γαλήνη. Οι δυνατοί βοριάδες τα σαρώνουν όλα στο διάβα τους. Οι Μοίρες άνοιξαν τον ασκό του Αιόλου. Κι εσύ στο κατάρτι σφιχτοδεμένος βογγάς ακούγοντας τις Σειρήνες να τραγουδούν. Κι αναζητάς βαθιά μέσα σου τις κόρες της Μνημοσύνης, τις φημισμένες Μούσες του Ελικώνα, να φανούν και να τους παραβγούν, με κάποιο τρόπο επιβάλλεται να τις επισκιάσουν. Μπας και το πεντάγραμμο της ζωής σου, αλλάξει ρότα....

 Αναζητώντας απεγνωσμένα στο πιθάρι της Πανδώρας την ελπίδα:

"-Γέροντα, αυτό το άρρωστο παιδάκι... πολύ ταλαιπωρείται.

-Ε, σιγά-σιγά θα ξεπεράσει την αρρώστια του, αλλά θα του μείνει μια ευαισθησία, για να θυμάται την αρρώστια του, και αυτή η ευαισθησία θα το βοηθάει πνευματικά."

Αναζητώντας αγκομαχώντας την ελπίδα... 

Πόσο τρόμο κρύβει η τόση σιωπή; Όταν γνωρίζεις πια πως δεν έχει απολύτως κανένα νόημα να ακουστεί, πως δεν υπάρχει κανείς εδώ γύρω να τον ξορκίσει... Όταν κι εσύ αρνείσαι πεισματικά ν'ακούσεις τους παλμούς του... - μη δώσεις τροφή στο θηρίο και εκείνο σε καταπιεί. 

Κοιτάζεις ζαλισμένα το φθινοπωρινό πέπλο και ν'ανασάνεις βαθιά προσπαθείς, ανάμεσα στ'απανωτά τσιγάρα. "Θα περάσει κι αυτό..." λες, ενώ συνεχίζεις να ματώνεις χωρίς μιλιά, γρατζουνώντας πεισματικά του πιθαριού τον πάτο.