Πέμπτη 28 Νοεμβρίου 2013

Το παραμύθι της Χελιδόνας....

Η ιστορία - ή το μύθι-μύθι παραμύθι....- της Χελιδόνας από τις "Παραδόσεις" του λαογράφου μας Νικολάου Πολίτου....:



"Ένα παλικάρι αγαπούσε μια νέα που δεν έδινε καμιά προσοχή σ'αυτόν. Για την πάρει λοιπόν, τί κάμει; Άλλαξε τα ρούχα του και πουλούσε στους δρόμους μήλα. Ήλθε κι από κάτω απ'το σπίτι της αγαπητικιάς του και φώναζε: "Μήλα, μήλα καλά!". Εκείνη, δεν τον γνώρισε και τον ρωτά: "Πόσο τα δίνεις τα μήλα;". "Όλα, κυρά μου, τα δίνω για ένα σοινίκι κεχρί." λέει αυτός. "Καλά, έλα να τ'αγοράσουμε μεις." του λέει η νέα. Μπήκε αυτός, πήρε το σοινίκι, έδωσε τα μήλα. Aλλά κει που έκανε ν'αδειάσει το κεχρί, το έχυσε επιταυτού καταγής, κι εκάθησε ύστερα να το μαζέψει στο σάκο του σπυρί, σπυρί. Η νέα είδε αυτή την ανοησία του νέου κι εγέλασε, και του είπε πως δεν γίνεται αυτό, να μαζέψει έτσι όλο το κεχρί και να του δώσουν άλλο σοινίκι. Εκείνος όμως δεν εδέχτηκε, και είπε πως δεν μπορεί να κάμει αλλιώς, έτσι θα το μαζέψει. Κι eμάζωνε όσο που ενύχτωσε. Τότε παρεκάλεσε να τον αφήσουν να μείνει την νύχτα στο σπίτι για να τελειώσει τη δουλειά του. Εκείνοι δεν υποπτεύθηκαν τίποτα, και γι' αυτό δεν εδυσκολεύθηκαν να τον αφήσουν, τον ελεεινολογούσαν μόνο για την επιμονή του την ανόητη.

Όταν πήγαν όλοι να πλαγιάσουν, ο νέος παρατήρησε καλά που θα κοιμηθεί η αγαπητικιά του, και τα μεσάνυχτα μπήκε στην κάμαρή της, την άρπαξε, και έφυγε χωρίς να τον καταλάβει κανείς, ούτε η ίδια η νέα, γιατί εκοιμότουνε βαθιά. Σαν εξημέρωσε, τότε μόνο κατάλαβε πως δεν ήταν στο πατρικό της σπίτι αλλά σε ξένο, κοντά στον νέο εκείνο που την αγαπούσε χωρίς αυτή να τον αγαπά. Αμέσως εννοήσε την παγίδα που της έστησε, κι αποφάσισε να μην τον αφήσει να του περάσει ο σκοπός του. Αποφάσισε λοιπόν να μη βγάλει μιλιά. Έκαμε εκείνος χίλια δύο για να βγάλει ένα λόγο από το στόμα της, αλλά εστάθη αδύνατο: Εκείνη έμενε σα βουβή.


Έτσι επέρασε πολύς καιρός. Και αφού είδε ο νέος πως του κάκου εβασανίζετο, αποφάσισε να παντρευτεί άλλη, που να μιλεί τουλάχιστο. Εκεί που εγίνετο το στεφάνωμα, ήτανε μπρος και η νέα, και από την λύπη της την πολλή, ξεσυνοϊσμένη, δεν κατάλαβε πως η λαμπάδα που κρατούσε στα χέρια εκάη τόσο, που παρ'ολίγο να κάψει και τα δάχτυλά της. Η νύφη, σαν είδε αυτό, δεν εκρατήθη, και ανάσυρε το νύφιασμά της και της εφώναξε:

"Άϊ, καημένη! Αν είσαι β'βή και βώκου,

δεν είσαι και τυφλή τυφλώκου."

Η νέα, που έως τότε εκαμώνετο, επειράχθη πολύ και γυρίζει και λέει της νύφης: "Τρία χρόνια υπόφερα εγώ χωρίς να βγάλω μιλιά, κι εσύ μια στιγμή δε μπόρεσες να υποφέρεις χωρίς να μιλήσεις;". Ν'ακούσει ο νέος την αγαπημένη του να μιλεί, εχύθη απάνου της να την πιάσει. Την άρπαξε απ'τις πλεξίδες, αλλ' εκείνη γένηκε χελιδόνι και οι πλεξίδες έμειναν στα χέρια του αγαπητικού της. Μόνον δύο της απόμειναν, κι αυτές είναι η ψαλιδωτή ορά του χελιδονιού." (Στενήμαχος της Θράκης)

Τετάρτη 20 Νοεμβρίου 2013

Άγιος Ανδρέας ο "Τρυποτηγανάς", οι τηγανίτες κι οι απαρχές του λαδιού!

Τελευταία μέρα του Νοεμβρίου, ή "Αγ'Αντριά" όπως τον λεν, είναι του Αγίου Αντρέα, του επονομαζο μένου "Τρυποτηγανά", καθώς τη μέρα της γιορτής του συνηθίζανε να τηγανίζουν λαλαγγίτες ή λουκουμάδες και λέγαν πως όποια νοικοκυρά το αμελήσει τούτο το έθιμο θα της τρυπούσε ο άγιος το τηγάνι! Δεν είναι και παράξενο που η μέρα τούτη συνδυάστηκε με τηγανιτές λιχουδιές, καθώς είναι μέρα γιορτινή που πέφτει σε περίοδο νηστείας (βλ. Σφουγγάτε τα χειλούδια σας του Άη Φιλίππου διάβη..) και μάλιστα σε μια εποχή που βγαίνει το πρώτο λάδι της χρονιάς. Έτσι κι αλλιώς στα μέρη μας, με το πρώτο λάδι -όπως και με το τελευταίο- συνηθίζαν να φτιάχνουν λουκουμάδες και λαλαγγίτες για να γλυκαθούν και να το εγκαινιάσουν!


Πολύ σωστά σημειώνει ο Νίκος Ψιλάκης ("Λαϊκές τελετουργίες στην Κρήτη", εκδόσεις Καρμανωρ) πως "Όποιος αρκείται στην ανάγνωση των συναξαρικών πηγών ίσως να μην κατανοήσει ποτέ γιατί συνδέθηκε με τα τηγάνια και τις τηγανίτες ο πρωτόκλητος μαθητής του Χριστού, ο ψαράς από τη Βησθαϊδά, που "όργωσε" τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία διδάσκοντας το λόγο του Διδασκάλου του. Θα το κατανοήσει μόνον αν θυμηθεί τους ειδικούς διαιτολογικούς κανόνες που ισχύουν κατά τις περιόδους των τεσσαρακοστών (η εορτή του Αγίου Ανδρέα πέφτει μέσα στη σαρακοστή των Χριστουγέννων) και αν παράλληλα παρακολουθήσει τη ζωή των αγροτικών κοινωνιών του ελληνικού χώρου, που αυτήν την περίοδο καταπιάνονται με την (κοπιώδη) συλλογή του ελαιοκάρπου."
Και συνεχίζει: "....Στα τέλη του μήνα, όμως, έπρεπε να έχουν αλεστεί οι πρώτες ελιές και να έχει φτάσει στο κάθε σπιτικό το καινούριο λάδι. Το τηγάνισμα κατά την ημέρα της γιορτής του Αγίου Ανδρέα (ή την παραμονή) έπρεπε να γίνει με λάδι από την καινούρια σοδειά. Η χρησιμοποίηση του καινούριου ελαιολάδου ενσωμάτωνε μια ιδιαίτερη τελετουργία. Συχνά έχυναν το λάδι στο τηγάνι σταυρωτά λέγοντας μιαν ευχή, όπως "καλοκατάλυτο" ή "και του χρόνου". Πιθανότατα πρόκειται για απήχηση των απαρχών, της συνήθειας να μοιράζονται οι πρώτοι καρποί της σοδειάς ή να προσφέρονται στους θεούς.
Οι απαρχές του ελαίου είναι ένα από τα πιο συγκινητικά έθιμα των ελαιοπαραγωγγικών περιοχών. Στη Μεσαρά 
"το πρώτο λάδι της χρονιάς δεν πήγαινε στο σπίτι, αν δεν σταματούσε εκείνος που το μετέφερε στην εκκλησία και να ανάψει με αυτό καντήλια...". 
Στο Λάστρο Σητείας 
"από το πρώτο λάδι πήγαιναν οπωσδήποτε ένα μπουκάλι ή ένα μίστατο, ανάλογα με το τί μπορούσε ο καθένας, στην εκκλησία. Το μίστατο ήταν σταμνί με πλατύ στόμιο και έβαζε εφτά οκάδες λάδι. .....Με το πρώτο λάδι έπρεπε να ανάψουν και το καντήλι του κάθε σπιτικού στο εικονοστάσι."
Εκτός από τις προσφορές στη θεότητα, το έθιμο απαιτούσε "μοίρασμα" των αγαθών που είχε στείλει η θεία ευλογία. Και ως καταλληλότερη μέρα γι'αυτό θεωρήθηκε η 30η Νοεμβρίου:
"πάσαι αι οικοδέσποιναι αφ' εσπέρας της εορτής ταύτης, ή και την πρωϊαν κατασκευάζουν τηγανίτας ή μελομακαρόνες κτλ. Όστις δε δεν κάνει τοιούτους, τρυπά το τηγάνιόν του ο άγιος, όθεν και τρυποτηγανάς επικαλείται..."
"Του Άι Αντρέα όποια γυναίκα δεν ψήσει τηγανίτους θα τρυπήσει το τηγάνι..."
Στις περιοχές όπου παρασκεύαζαν τηγανίτες φρόντιζαν να προσφέρουν από ένα πιάτο σε φιλικά ή συγγενικά σπίτια και, κυρίως, σε σπίτια που είχαν ανάγκη ή που δεν είχαν ελαιώνες. Η συνήθεια αυτή αποτελεί μία από τις πιο χαρακτηριστικές απηχήσεις των εθιμικών απαρχών. Το ίδιο ακριβώς γίνεται σε πολλές περιοχές του ελληνικού χώρου με το πρώτο ψωμί της χρονιάς....."

Αντίστοιχα καταγράφει κι ο Βασίλης Λαμνάτος ("Οι μήνες στην αγροτική και ποιμενική ζωή του λαού μας"): "Στις καλομέρες του Νοέμβρη γίνεται και το μάζεμα των ελιών, που θα δώσουν το πρωτολάδι κι απ'αυτό θα στείλουν οι νοικοκυραίοι ένα μπουκάλι στην εκκλησιά για το άναμμα των καντηλιών και για την ευλογία του παπά. Με το πρωτολάδι οι νοικοκυρές θα φτιάξουν πάλι και τηγανίτες και γλυκά., συνήθως χαλβά, για να τα μοιράσουν στη γειτονιά και σ'αυτούς που δεν έχουν λάδι. Θα τους δώσουν κιόλας και λίγο σ'ένα μπουκάλι, για να φτιάξουν καμιά λαχανόπιτα, να φάνε και να ευχηθούν και "του χρόνου πιότερο" ή "και του χρόνου να μην το χαρούν τα κιούπια"."

Ο λαογράφος μας Δημήτρης Λουκάτος ("Φθινοπωρινά"), μάλλον παραβλέπει το ρόλο της αγροτικής/ελαιοπαραγωγικής ζωής καθώς και της θρησκευτικής (σαρακοστή, νηστεία) σε τούτο το έθιμο και κάπως αόριστα αναφέρει πως "ίσως και στις δικές μας λουκουμάδες να κρύβεται κάποια μαγικοθρησκευτική (και εξευμενιστική) προφύλαξη για τη σπορά, με εκπρόσωπο τον άγιο Ανδρέα, που έλαχε να "κλείνει" την όλη φθινοπωρινή περίοδο." Και συνεχίζει γράφοντας πως "παραδίδεται, για τα παλαιότερα χρόνια των Πατρών, ότι συνήθιζαν να φτιάχνουν την παραμονή της γιορτής του αγίου Ανδρέα και "λαχανόπιτες", από τις οποίες έστελναν και στην εκκλησιά, για να μοιραστούν στους φτωχούς (Εξευμενιστικό κι αυτό και ίσως νεκρολατρευτικό έθιμο των "πλακούντων".)"  Προσωπικά πιστεύω πως κι αυτό το έθιμο στην Πάτρα έχει να κάνει και με την προσφορά των απαρχών του ελαίου, με το "μοίρασμα των αγαθών", κι ίσως κι ένα είδος "κοινής τράπεζας" (κάτι ανάλογο γίνεται ακόμη και στα "κουρμπάνια") που αφορά τον πρώτο καρπό σε μία περίοδο νηστείας που θα ήταν απαγορευτικό να μοιραστεί κάτι αρτύσιμο, οπότε η λαχανόπιτα (η οποία, παρεμπιπτόντως, φτιάχνεται από χόρτα τα οποία τέτοια εποχή ξεμυτίζουν στους αγρούς) ήταν το καταλληλότερο έδεσμα για την περίπτωση αυτή.
Ο Λουκάτος καταγράφει, επίσης, πως τη μέρα αυτή "Κάτι που θυμίζει τα πολυσπόρια της γιορτής των Εισοδίων (δηλ.της ίδιας αγροτικής περιόδου) είναι αυτό που γίνεται στην Ήπειρο, να βράζουν καλαμπόκι ("Αντριλούσια" ή "μπόλια") και να τα πηγαίνουν στην εκκλησιά να ευλογηθούν, ώστε ύστερα να τα μοιράσουν, για το καλό της χρονιάς, στον κόσμο. Στη Θράκη, έβραζαν επίσης, την ημέρα του αγ.Αντρέα, σιτάρι με ζάχαρη, σταφίδες κλπ.(δηλ.πανηγυρικά κόλλυβα) και τα μοίραζαν στον κόσμο. Στην Ακαρνανία έβραζαν (και βράζουν ακόμα) πραγματικά "πολυσπόρια", όπως της Παναγιάς, το ίδιο δε και στη Θεσσαλία, όπου τώρα τα λένε "Αντραλούσια". Όλα αυτά δείχνουν μαγικο-παραγωγικές ενέργειες της εποχής (τέλος σποράς, αναμονή της βλαστικής γονιμοποίησης)...." Ίσως τούτα τα πολυσπόρια να τα συνήθιζαν κυρίως σε μη ιδιαιτέρως ελαιοπαραγωγικές κοινωνίες, σε κοινωνίες που παρήγαγαν όσπρια και σιτηρά, καθώς ο Νοέμβριος είναι μήνας σποράς τούτων και ο Άγιος Αντρέας είχε τη φήμη, λόγω παρετυμολογίας του ονόματός του (Ανδρέας, ανδρείος, αντρειεύω)πως "αντρειεύει" το κρύο, την νύχτα (τη μεγαλώνει) και τα σπαρτά (τα μεγαλώνει, τ'αυξάνει)
Αναφέρει ο Γεώργιος Μέγας ("Ελληνικές γιορτές και έθιμα της λαϊκής λατρείας") πως "Για να ενισχύσουν την αύξηση των σπαρτών και την καρποφορία, οι γεωργοί βράζουν, όπως και κατά τα Εισόδια της Θεοτόκου, πολυσπόρια (καλαμπόκι και στάρι μαζί) και "τα πάνε στην εκκλησία και τα διαβάζει ο παπάς' τό'χουν σε καλό, όπως λέγουν, να τα βλογήσει ο Θεός, να γίνουν περισσότερα παρέκεια. Τα μοιράζουν στα σπίτια, για ν'αντρειωθούν τα σπαρτά." (Ήπειρος)."

"Σ'τσι τριάντα, τ'αγι'Αντριός
αντρειεύεται το κρύο."

"-Βλάχε μου, πότ' εκρύωσες;
-Αυτού κοντά τ'αγι'Αντριός, του γέρο Νικολάου!"

Εδώ, πάντως, στο βουνό των Κενταύρων, άρχισε να αντρειεύει το κρύο και καθώς από αύριο επισήμως θα υποδεχτούμε το χειμώνα... "Καλό χειμώνα" εύχομαι νά'χουμε, και φτιάξτε και καμιά τηγανίτα να γλυκαθείτε λίγο... κι η μέρα το ζητά κι οι πίκρες που μας ποτίζουν!

Σάββατο 16 Νοεμβρίου 2013

Παραμύθια με σύγχρονους δράκοντες στων Κενταύρων το βουνό..


Μια φορά κι έναν καιρό σ'ένα μικρό βασίλειο στο βουνό των Κενταύρων, ζούσε ένας πρίγκιπας. Ένας πρίγκιπας διαφορετικός από τους άλλους, γιατί αν και ήταν παλικάρι δυνατό κι όμορφο, άξιο για πολλά, οι δικοί του τον είχαν από παιδί φυλακισμένο σε μια διάφανη γυάλα, έτσι ώστε να ξεγελιέται και να νομίζει πως είναι ελεύθερος, ενώ δεν ήταν. Το ριζικό του ήταν προαποφασισμένο' όλα τα αδέρφια του είχανε παντρευτεί και τούτος έπρεπε να μείνει να υπηρετάει τους δικούς του. Το πολύ-πολύ να βρίσκαν και για αυτόν μια νύφη βολική, να την παραχώσουν μες στη γυάλα κι αυτήν να τους κάνει τα κέφια. Κι έτσι περνούσαν τα χρόνια κι ο πρίγκιπας απέμενε μόνος κι έρημος να τριγυρίζει εδώ κι εκεί ψάχνοντας κάτι να τον συγκινήσει. Δε γνώριζε πως κάποιες δράκαινες κακιές δε θα τον άφηναν ποτέ να ξεφύγει απ'αυτό που του'χανε κλωσμένο ...

Να όμως που μια μέρα, καβάλα στ'άλογό του συνάντησε μια ξένη βασιλοπούλα που του φώτισε την καρδιά! Κι από τότε όλο έψαχνε να την ξαναβρεί. Ώσπου μια μέρα, μετά από καιρό, η μοίρα το'φερε να βρεθούν οι δυο τους και ν'αγαπηθούνε. Κι ο πρίγκιπας, αγιάτρευτα ερωτευμένος μετακόμισε στο παλάτι της για να χτίσουν εκεί τη φωλιά της αγάπης τους. Ίσως δεν υπήρχε πιο αγαπημένο κι ευτυχισμένο ζευγάρι στο βουνό των Κενταύρων. Μαζί δουλεύαν, μαζί διασκεδάζαν, μαζί καβάλα στ'άλογα οργώναν το βουνό, μαζί, σα μικρά παιδιά, ψάχναν να θαυμάσουν τ'αγριολούλουδα της άνοιξης ...μαζί χαίρονταν τα πάντα! Πίστεψαν πως τίποτα δε θα μπορούσε να τους χαλάσει τ'όνειρο, πίστεψαν πως ήταν φτιαγμένοι ο ένας για τον άλλον και ριζικό τους να ανταμώσουν για να μοιραστούν τη ζωή τους που μέχρι τότε δεν είχε νόημα, ούτε για τον έναν, ούτε για τον άλλον ...

Αλλά λογάριαζαν δίχως να μπορούν να φανταστούν τι σχέδια υφαίναν πίσω από την πλάτη τους οι κακιές δράκαινες. Εκείνες που επιστρατεύτηκαν τα πάντα για να χωρίσουν το αγαπημένο ζευγάρι' ματζούνια, φίλτρα και δηλητήρια που σταλάζαν κρυφά και ύπουλα στον ανήξερο πρίγκιπα. Η ξένη βασιλοπούλα, ούτε καν μπορούσε να διανοηθεί όλα όσα γίνονταν εις βάρος της, αλλά σιγά-σιγά ανακάλυψε τη μεγάλη διάφανη γυάλα στην οποία είχαν εγκλωβίσει τον πρίγκιπά της και κόντευε να φυλακιστεί κι αυτή η ίδια κι άρχισε να διαμαρτύρεται. Η ανακάλυψή της αυτή τρόμαξε πολύ τους δικούς του που, ότι νόμιζαν ότι την είχαν γραπώσει κι αυτήν, είδαν ότι τους ξέφυγε και προσπαθούσε ν'ανοίξει τα μάτια του αγαπημένου της. Να του ανοίξει τα πελώρια φτερά του να πετάξει ψηλά.. Τότε ήταν που ξεκίνησε πραγματικός πόλεμος κατά της βασιλοπούλας, αλλά όχι πόλεμος φανερός, αλλά άκρως υπόγειος και ύπουλος. Την αρχηγία του ανέλαβε η Δράκαινα του μικρού βασιλείου, την οποία τρέμαν όλοι οι κάτοικοι για τα φαρμακερά της χείλη.

Τούτη η Δράκαινα, γέννημα θρέμμα του τόπου αυτού, κατοικούσε σε μια απόμερη δρακοσπηλιά κι εκεί είχε συγκεντρώσει όλη την ακολουθία της. Η ζωή της υπήρξε πολυτάραχη κι επικίνδυνη μιας και προσπαθούσε να καταβροχθίσει όλους τους άντρες του μικρού βασιλείου και να ξεκληρίσει τις λιγοστές οικογένειες μέχρι που οι κάτοικοι, για να γλιτώσουν από τη βουλιμία της, ρίξαν στα δίχτυα της ένα μικρό κι άβγαλτο παλικάρι και τον παντρέψανε μαζί της για να την ξεφορτωθούνε. Από τότε η Δράκαινα αυγάτισε την οικογένειά της που είχε υπό τον πλήρη της έλεγχο και μέσα από τη δρακοσπηλιά, ύφαινε τους δηλητηριώδεις της ιστούς ώστε να καταπιούν όποιον κακότυχο στραβοκύτταζε το μάτι της. Τούτα τα έμαθε η ξένη βασιλοπούλα, καθώς της τα ψιθύριζαν πολλοί κάτοικοι του μικρού βασιλείου, αλλά δε μπορούσε να φανταστεί ότι ο κυριότερος εχθρός της Δράκαινας ήταν η ίδια, ότι από την πρώτη στιγμή που έσμιξε με τον πρίγκιπά της η Δράκαινα και το επιτελείο της σχεδίαζαν την εξόντωσή της.

Βλέπετε, είχε την ατυχία ο πρίγκιπάς της να'χει συγγενέψει με τούτη τη Δράκαινα, μιας κι η κόρη της, η μικρή Δράκαινα, αντάξια διάδοχός της, είχε παντρευτεί τον έναν αδερφό του και του'χε φαρμακώσει εντελώς την ψυχή. Και σαν να μην έφτανε αυτό του'χε γεννοβολήσει και δυο μικρά δρακόπουλα, ολόϊδια με τη γιαγιά τους. Όλοι τούτοι προσπαθούσαν να ξεγελάσουν με κάθε τρόπο τη βασιλοπούλα μας, με προσποιητά χαμόγελα και ψεύτικες αγκαλιές. Κι ακόμα περισσότερο να ξεγελάσουν τον πρίγκιπα ότι, τάχα τον αγαπάνε κι αυτόν και τη βασιλοπούλα του, ώστε μετά μα φανούν πιστευτές οι διαβολές τους. Γιατί πίσω από την πλάτη τους είχαν επιστρατεύσει ολόκληρο στρατό για να διαβάλουν στα μάτια του τη βασιλοπούλα, για να τον πείσουν ότι δεν κάνει γι'αυτόν. Κι όσο περνούσε ο καιρός, υποχθόνια και σιωπηλά, ροκανίζαν με κάθε τρόπο τα θεμέλια της αγάπης τους ...

Από το μικρό βασίλειο, βρέθηκαν κάποιοι να προειδοποιήσουν τη βασιλοπούλα μας, αλλά κανείς δεν τόλμησε να προειδοποιήσει τον πρίγκιπα, από φόβο μη μαθευτεί και πέσει τ'όνομά του στο δηλητηριώδες σουφρωμένο στόμα της γερασμένης Δράκαινας.

Οι λόγοι τούτου του υπόγειου πολέμου ήταν φανεροί, είναι οι λόγοι που πάντοτε ακολουθούν το Κακό. Φθόνος και συμφέροντα ... Η γριά Δράκαινα που, παρά τα κρεμασμένα ξίγκια της, βγαίνοντας από τη δρακοσπηλιά της κυκλοφορούσε πάντα ντυμένη σαν να'τανε λυγερόκορμη πριγκίπισσα προκαλώντας τον κρυφό γέλωτα των κατοίκων, μαζί με τις θηλυκές διαδόχους της, θεωρούσαν πως ήταν οι μεγαλύτερες αρχόντισσες του μικρού βασιλείου. Πώς θα ανεχόντουσαν, λοιπόν, μια ξένη βασιλοπούλα, τόσο ανώτερή τους, να σμίξει με τον πρίγκιπα που τον θέλαν για πάντα υποτακτικό τους; Πόσο μάλλον, πώς θα τον άφηναν να κατοικεί στο παλάτι της ξένης βασιλοπούλας, όταν τόσα χρόνια είχαν επαναπαυθεί ότι εκείνος θα φρόντιζε τους γέροντες γονείς του, χωρίς να έχει καμία υποχρέωση η οικογένεια της Δράκαινας; Κι ακόμα περισσότερο πώς θα ανεχόντουσαν όλη η περιουσία του πρίγκιπα με την οποία η Δράκαινα υπολόγιζε να προικίσει της αντάξιες διαδόχους της, να περάσει στα χέρια κάποιου πιθανού απογόνου του; Όχι, ο πρίγκιπας έπρεπε να παραμείνει στο παλάτι των γονιών του, κλεισμένος στη διάφανη γυάλα του, να τους υπηρετεί όλους και να απομείνει άκληρος. Στη χειρότερη περίπτωση έπρεπε να τον παντρέψουν με μία δική της υποτακτική, ώστε να ακολουθεί πιστά τις εντολές τους.

Λόγια δηλητηριώδη και στρεβλά, βοτάνια φαρμακερά και πλάνα, φίλτρα παράξενα και μυστικά ανακατεύονταν μέσα στη δρακοσπηλιά. Οι δράκαινες κατόρθωσαν, με τούτα και με κείνα, να πιάσουν στον ιστό τους ακόμη και τη μάνα του πρίγκιπα που, όσο να'ναι, της κακόπεφτε ο γιος της να κοιμάται σ'άλλο παλάτι. Ο μόνος που γλίτωσε από τα κακά μάγια τους ήταν ο άλλος, ο καλόψυχος αδερφός του πρίγκιπα, ο μόνος που πραγματικά τον αγαπούσε και χαιρόταν να τον βλέπει ευτυχισμένο δίπλα στη βασιλοπούλα του. Αλλά ήταν μόνο αυτός κι η πριγκίπισσά του ενάντια σε τόσο Κακό ....

Τα μάγια, δυστυχώς, πιάσαν τόπο ... Ο καβαλάρης πρίγκιπας άρχισε να δηλητηριάζεται ... η βασιλοπούλα το'βλεπε στο βλέμμα του.. Προσπαθούσε να τον προειδοποιήσει, αλλά μάταια.. Τόσοι άνθρωποι και μάλιστα δικοί του, που τους εμπιστευόταν τυφλά, εργάζονταν εναντίον τους. Κι όταν μια φορά τσακώθηκαν, από τη δρακοσπηλιά δόθηκε η χαριστική βολή! Τον περικύκλωσαν και τον απομονώσαν από τη βασιλοπούλα του. Σφραγίσαν καλά τη διάφανη γυάλα, πελεκήσαν αδαμάντινα καρφιά τριγύρω, κι ενώ εκείνος ακόμη είχε τα υπάρχοντά του στο μικρό παλάτι της βασιλοπούλας του, του παραχώσαν μες στη σφραγισμένη γυάλα του μια υποτακτική τους για νύφη, παρουσιάζοντάς την ως τη μόνη σωτηρία του. Έτσι θα ξεφορτώνονταν μια και καλή τη βασιλοπούλα. Ο πρίγκιπας, όμως, άρχισε να ασφυκτιά και σ'αυτό δεν τους έκανε τη χάρη. Όσο και να του κακολογούσαν τη βασιλοπούλα του, εκείνος αυτήν είχε στην καρδιά του, όσο κι αν τον ποτίζαν τα μαγικά τους φίλτρα ώστε να τους υπακούει, όσο και να του μεταμορφώναν κάθε φόβο του σε γιγάντιο δαίμονα και έτσι παραλύαν τη θέλησή του για να τον εξουσιάζουνε, η ψυχή του διαμαρτυρόταν και πονούσε.. Κι ας μην ήταν πια ικανός να πάρει τη ζωή του στα χέρια του ... κι ας ήταν εγκλωβισμένος απόλυτα στη διάφανη γυάλα του ....

Έτσι, δυστυχώς, μια δράκαινα με το επιτελείο της κατάφερε να καταστρέψει μια τόσο όμορφη ιστορία αγάπης, αν και δεν κατόρθωσε να καταστρέψει την ίδια την αγάπη. Αυτή είναι η δύναμη του Κακού: ατρόμητη που ισοπεδώνει κάθε τι όμορφο στο διάβα της ... κι όμως, παρ'όλα τούτα, δε μπορεί να σβήσει τα πάντα ... γιατί αλλιώς δε θα'χε απομείνει τίποτα σ'αυτή τη ζωή που ν'αξίζει ... ...

Ίσως να μην είχαν άδικο οι παλιοί, που μιλούσαν στα παιδιά για ιστορίες όπου κακές μάγισσες μεταμορφώνανε τους πρίγκιπες σε βατράχια κι αρκούσε το φιλί της αγάπης μιας βασιλοπούλας για να ξαναπάρει ο πρίγκιπας την πρότερη μορφή του. Μονάχα, να, ξεχάσαν να μας εξιστορήσουν τι γίνεται όταν το φιλί της βασιλοπούλας έχει προηγηθεί από τα μάγια της μάγισσας ... Αν γνωρίζει κανείς, ας μου πει κι εμένα ..... μπας και ξεκινήσω να γράψω κανένα άλλο παραμύθι, πιο ευχάριστο ...

Υ.Γ.