Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα επιθυμητικό. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα επιθυμητικό. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τρίτη 18 Ιανουαρίου 2022

μια χούφτα σκέψεις στις ράγες του τραίνου...

Άνοιξα τα παραθυρόφυλλα. Σκοτεινιά... Τί παράξενο να μη μπορώ να γράψω με τα παραθυρόφυλλα σφραγισμένα, κι ας είναι νύχτα πια. Θαρρώ πως θα κοντανασαίνω, πως οι σκέψεις μου θ'αμπαρωθούν κι αυτές ασφυκτικά μες στους τέσσερις τοίχους κι έτσι θα μείνουν ακίνητες, ανίκανες να ζωγραφίσουν εικόνες... Πώς ούτε καν σε μένα δε θα μπορούν να φτάσουν κι ο καμβάς του νου θα ξεμείνει δίχως χρώματα και πινέλα. Ίσως γιατί τις έχω μαθημένες λεύτερες να τραγουδούν καθεμιά το δικό της σκοπό, ίσως, πάλι, γιατί έχουν κείνες μαθημένο το βλέμμα μου να προτιμά να πλανάται έστω και στο σκοτάδι και τ'αγνωστο τ'ουρανού, παρά στη θαλπωρή και την ασφάλεια του μανταλωμένου παραθυρόφυλλου.


Σήμερα, λοιπόν, τις ταξίδεψα στις ράγες του τραίνου. Ένας ήλιος χειμωνιάτικος αναζωογονητικός κι εγώ να περπατώ να φτάσω στο λημέρι μου να μαζέψω μυρωδάτα άγρια χόρτα. Κι εκείνες, εκεί, ν'ακροβατούν στις σκουριασμένες ράγες και σταματημό να μην έχουν! Να σκαρφαλώνουν στα βράχια που περπάταγα παιδί προσπαθώντας να αποφύγω τα ορμητικά νερά του καταρράκτη και να στεναχωριούνται για τα σημερινά παιδιά που δε θα νιώσουν ποτέ τούτη τη συγκίνηση... Να γραπώνουν και να σπρώχνουν γελώντας το γιγάντιο μοχλό που αλλάζει την πορεία της αμαξοστοιχίας και να θέλουν σώνει και καλά να διαλέξουν κατεύθυνση όταν η διαδρομή τούτου του τραίνου έτσι κι αλλιώς δεν αλλάζει...



"... Τα άλογα λοιπόν των θεών και οι ηνίοχοι είναι όλοι καλοί κι από καλή γενιά, ενώ στους άλλους είναι ανακατωμένα. Και πρώτα-πρώτα ο δικός μας αρματηλάτης βαστάει με τα χαλινάρια ένα μονάχα ζυγάρι άλογα, κι απ'τα άλογα αυτά το ένα είναι όμορφο κι ευγενικό κι από καλή γενιά, ενώ το άλλο είναι απ'αντίθετη κι αντίθετο. Έτσι η ηνιόχηση είναι σ'εμάς απ'την ίδια τη μοίρα δύσκολη κι επίπονη..." (Πλάτωνος, "Φαίδρος" 246, απόδοση: Ι.Ν. Θεοδωρακοπούλου)

Ξεκίνησα μ'ένα σακίδιο στον ώμο κι ένα μαχαίρι. Το βουητό του νερού ακουγόταν εκκωφαντικό μετά από τις τόσες βροχές. Τα δάχτυλά μου περονιασμένα από την παγωνιά. Ούτε ένα τσιγάρο για συντροφιά. Τα παράτησα στο αυτοκίνητο, έτσι για να τη σπάσω στο "επιθυμητικό" που συνεχώς ζητάει! Τούτο το σώμα μας που δεν αποκάμει να γυρεύει κάτι: ποτό, φαγητό, τσιγάρο, ανάπαυση, σοκολάτα και κάθε είδους ηδονή και γούστο. Είπα λοιπόν κι εγώ να παλέψω να βαστήξω τα δυό μου άλογα γερά, καθώς θα τό'θελε ο Πλάτωνας ή ακόμη κι ο Μάξιμος της Ορθοδοξίας...

"Τί λοιπόν θα έπρεπε να πει κανείς για αυτούς; Όχι πως υπάρχει μες στην ψυχή τους κάτι που τους προστάζει και κάτι άλλο που τους εμποδίζει να πιουν, και πως αυτό το άλλο είναι διαφορετικό από το πρώτο και το νικά; ... Και μήπως άραγε εκείνο που σ'αυτή την περίσταση εμποδίζει, παρουσιάζεται μέσα στην ψυχή όταν παρουσιάζεται, εξ αφορμής του λογισμού, ενώ εκείνα που την τραβούν και τη σέρνουν είναι αποτελέσματα από τίποτα παθήματα και νοσήματα;... Δε θα ήταν λοιπόν παράλογο να ισχυριστούμε πως είναι δύο και διαφορετικά μεταξύ τους πράγματα αυτά, το ένα που την κάνει να στοχάζεται και το λέμε λογικό και το άλλο που ερωτεύεται και πεινά και διψά και ρίχνεται σαν παραλογιασμένο στις τέτοιες άλλες επιθυμίες, αλόγιστο και επιθυμητικό, σύντροφό της σε κάποιες απολαύσεις και ηδονές... Ας το πάρουμε λοιπόν πια για ορισμένο, πως δύο αυτά τα είδη υπάρχουν μες στην ψυχή' όσον αφορά τώρα το θυμό και τη δύναμη που μας κάνει να θυμώνουμε, να είναι τάχα τρίτο είδος....; [...]" (Πλάτωνος "Πολιτεία" 439c-e, απόδοση: Ιωάννου Γρυπάρη)

 


" Άλλα πάθη είναι σωματικά, άλλα ψυχικά. Και τα μεν σωματικά έχουν την αρχή τους στο σώμα' ενώ τα ψυχικά έχουν την αρχή τους στα εξωτερικά πραγματα. Και τα δύο τα αποκόπτει η αγάπη και η εγκράτεια' η μία τα ψυχικά, η άλλη τα σωματικά. Άλλα πάθη είναι του συναισθηματικού (θυμικού) μέρους της ψυχής και άλλα του επιθυμητικού. Και τα δύο ενεργοποιούνται μέσω των αισθήσεων κι η ενεργοποίηση αυτή συμβαίνει όταν η ψυχή απομακρύνεται από την αγάπη και την εγκράτεια. Τα πάθη του συναισθηματικού μέρους της ψυχής πολεμούνται πιο δύσκολα απ'του επιθυμητικού' γι'αυτό και το φάρμακο για το συναισθηματικό (θυμικό) μέρος δόθηκε από τον Κύριο πιο δυνατό: η εντολή της αγάπης." (Μάξιμου Ομολογητού, "Κεφάλαια περί αγάπης" 64-66, απόδοση: Βασιλείου Μπετσάκου)

 


Είχαν περάσει δυο-τρεις ώρες απ' όταν ξεκίνησα δίχως να το καταλάβω. Γύρω μου ακούγονταν μονάχα τα πτηνά του ουρανού και τα βήματά μου. Το βλέμμα βυθισμένο σε καυκαλήθρες και λαγομούστακα, η μύτη πασαλειμένη με χώμα κι οι πρότινες σκέψεις μου ξεχασμένες κάπου βαθιά μες στη λερωμένη παλάμη μου... Σιγά-σιγά ξύπνησες κι εσύ να μου ζητάς πιεστικά μια τζούρα τσιγαράκι και "τί όμορφα θα ήταν εδωνά να σταθείς να ξαποστάσεις να κάνεις δυο και τρεις ρουφηξιές αγναντεύοντας τη θέα"! Κι έπειτα, καθώς το συλλογίστηκες περισσότερο "κι ένα σφηνάκι τσίπουρο, δε θά'ταν καθόλου άσκημο!" κι ίσως και "λίγη καλή παρέα κι ένας μεζές"... Ανάθεμά σε που με τίποτα δε φχαριστιέσαι άνθρωπε! Κι η τόση ομορφιά του Θεού, δε σού'ναι αρκετή! Κι ύστερα μου λένε να μη ζηλεύω τους αγίους που όλα τούτα τά'χουν μέσα τους ταχτοποιημένα και αποζητούν μονάχα την ευλογία και το έλεος του Θεού... 

Πόσο δρόμο έχω ακόμη...

Πόσα εμπόδια να διαβώ...

 


Κίνησα για το δρόμο της επιστροφής. Με τον νου μου καρφωμένο σε μια τζούρα τσιγάρο και το βλέμμα να αναζητά ακόμη μια διέξοδο διαφυγής! Ο δρόμος της επιστροφής πάντα μακρύτερος... πάντα πιο αργός... Στη μια στροφή ξεπρόβαλλε ο ήλιος κι ο φωτισμένος Παγασητικός, στην επόμενη η άγρια βλάστηση σκίαζε τα πάντα. Κοίταζα την ξερολιθιά που ένωνε τ'αποκομένα βράχια κι έδενε τόσο μαζί τους πού'μοιαζε έργο της ίδιας της πλάσης κι αναρωτιόμουν αν οι παλιοί μερεμετίζαν το περιβάλλον τους τόσο ταπεινά για να μην το προσβάλουν με παράταιρες φανταχτερές πρωτοτυπίες όπως οι συγκαιρινοί μου ή αν η ίδια η πλάση με τον καιρό έχει το χάρισμα ν'αφομοιώνει τόσο ταιριαστά τ'ανθρώπινα καμώματα...


Ώρα να σφαλίσω τα παραθυρόφυλλα. Τούτο το μαραφέτι βογγάει και σταματά και κολλά και ζουζουνίζει ασταμάτητα, τόσο που κοντεύει να σκεπάσει τη βοή της ρεματιάς και κινδυνεύω να στοιχειώσει τα όνειρά μου. Έχω να ξεφυλλίσω και τα λόγια κανά-δυο μακρινών κι αγνώστων φίλων μου που με συντροφεύουν πριν κοιμηθώ, να τα κρατήσω για νανούρισμα.



Εκεί στο βουνό των Κενταύρων, που λέτε, υπάρχουν εδώ και χρόνια, οι ράγες ενός τραίνου. Που μια σωπαίνει, μια μιλά. Αν πλησιάσεις το αυτί στην ανάσα τους, θ'αφουγκραστείς πολλά. Ίσως να βρεις κρυμμένες και τις σκέψεις μου, ίσως και δικά σου μυστικά. Δοκίμασε να ελευθερώσεις την ανάσα σου κι όπως διαβαίνεις, επιτέλους να θυμηθείς τί αποζητούσες και τί αποζητάς. Μοναχά, πρόσεξε, αν συναντήσεις τη σπηλιά του Κενταύρου, φρόντισε τούτη νά'ναι του Χείρωνα....

Καλό ξημέρωμα, γειτόνοι!