Δευτέρα 31 Δεκεμβρίου 2007

για μια Καλή Χρονιά

Και τί να γράψω μια μέρα σαν κι αυτήν; Η τελευταία μέρα του 2007 λοιπόν... Πάει κι αυτή χρονιά... Καταρχήν να ευχηθώ να πάρει μαζί τις όλα τα στραβά και τα άσκημα, όλο τον πόνο και τη δυστυχία - κι ας μη με ακούει κανείς, εγώ το εύχομαι, με όλη μου την ψυχή πραγματικά- και ο επόμενος χρόνος να κυλήσει πιο ομαλά, πιο ελπιδοφόρα, πιο χαμογελαστά για όλον τον κόσμο...
Μ'όση ενέργεια λοιπόν μπορεί να διαθέτω στην ψυχή μου, εγώ, ένα μικροσκοπικό ίχνος του σύμπαντος τούτου θέλω να ξορκίσω καθετί κακό... να καλέσω τον Ήλιο να φωτίσει στις καρδιές όλων μας, να καλέσω την Πλάση να συνωμοτήσει για την `Ανοιξη της αγάπης, να καλέσω το Θεό να προστατεύσει τα ταλαιπωρημένα τέκνα του, να καλέσω το Δία να ρήξει κεραυνούς σε κάθε σπόρο δυστυχίας, να καλέσω τη Γη να συγχωρέσει τους άμυαλους ανθρώπους που φιλοξενεί, να καλέσω τα πουλιά να τραγουδήσουν τους πιο όμορφους σκοπούς μπας και ξυπνήσουν συνειδήσεις, να καλέσω τα ρόδα να σκορπίσουν το πιο ευωδιαστό τους άρωμα να γαληνέψουν οι ψυχές, να καλέσω τη Ζωή να μας χαρίζει υγεία, να καλέσω την Αθηνά να μας χαρίσει σταλαγματιές Σοφίας, να καλέσω τα λιόδεντρα να θεριέψουν και να απλώσουν το πέπλο της Ειρήνης και της Δικαιοσύνης στον κόσμο τούτο, να καλέσω όλα τα πλάσματα να συνεργαστούν για το Καλό... Να ξορκίσουμε δαιμόνια και χάροντες, να ξορκίσουμε αρρώστιες και πόνους, να ξορκίσουμε την πείνα, το κρύο, την ανελέητη μοναξιά, να ξορκίσουμε τον πόλεμο, τη βία, τη διαστροφή, την πίκρα, την απονιά... Να πλημμυρίσει η πλάση αγάπη και χαμόγελα...

Εύχομαι σε όλους μια πραγματικά Καλή Χρονιά!

Κυριακή 30 Δεκεμβρίου 2007

Τα πεινασμένα τσακάλια


Ένα απόσπασμα από την "Αιολική Γη" του Ηλία Βενέζη...

... Έρχονταν άλλες νύχτες, κι αυτές ήταν οι πιο πολλές, που ο Μεγάλος Δράκος, αποκάνοντας να φιλεύει και να κοιμίζει τα τσακάλια, τ'άφηνε να ξεχυθούν στον κάμπο, στην οργωμένη γη, να φάνε και να χορτάσουν. Την άνοιξη, όταν οι καρποί ακόμα δεν είχαν γϊνει, η επιδρομή τους ήτο ακίνδυνη, και κανένας στο κτήμα δε νοιαζόταν για αυτήν. Ακούγαμε τ'άγρια ουρλιαχτά τουτς μακριά στο βάθος, αδύνατα στην αρχή, και τα περιμένανμε με αγωνία και φόβο.

-Θά'ρθουν άραγες ίσαμε δω;...

[...]

Ερχόταν σπαραχτική και ιερή, μες στην ησυχία της γης, η φωνή της πείνας. Ποτέ σπαραγμός ανθρώπου, ποτές οδύνη θανάτου δεν αντήχησε έτσι άγρια. Τίποτα απ'όσα ξέραμε δε μπορούσε να είναι όμοιο μ'αυτό. Τα φύλλα ριγούσαν και σώπαιναν απάνω στα δέντρα, οι στάλες της δροσιάς, χτυπημένες απότομα στον αγέρα σταματούσαν να πέφτουν στη γη, οι ρίζες δε σάλευαν στα έγκατα, τα άστρα πια δεν πορεύονταν, οι υπόγειες φλέβες των νερών πάγωσαν- επειδή στα Κιμιντένια, θεότητα σκληρή κι αλύπητη ήρθε η πείνα. Ήμαστε τότε μικρά παιδιά, η καλή γη μας έδινε σπόρους και τα δέντρα καρπούς, δεν ξέραμε ακόμα τι ήταν η πείνα. Όμως είχαμε την καθαρή καρδιά μας οδηγό καλό, γι'αυτό όλα τα μυστικά του κόσμου μπορούσαν να βρουν μέσα μας χώρο φιλικό, μπορούσαμε να αιστανθούμε και να εννοήσουμε. Μες στην ασφάλεια των ψηλών τοίχων που μας προφυλάγανε, κάτω από τη σκιά του μεγάλου δέντρου -του παππού μας- που μας έσκεπε, δε γινόμαστε σαν τους μεγάλους ανθρώπους, που όταν εκείνοι δεν υποφέρνουνε είναι ανελέητοι και αδιάφοροι. Ζούσαμε όσο γίνεται δυνατά το δράμα της νύχτας.

- Αχ πια! πρώτη πάντα ξεσπούσε η Αγάπη, επειδή ήταν πιο αδύνατη και πιο ευαίσθητη απ'όλους.
Άρχιζε να κλαίει σπαραχτικά, με λυγμούς. Βλέποντάς την παίρναμε κι εμείς θάρρος, η `Αρτεμη, η Λένα κι εγώ, αρχίζαμε να κλαίμε όλοι μαζί και να ξεφωνίζουμε.

- Γιατί να πεινάνε τα τσακάλια; Γιατί να πεινάνε τα τσακάλια;

Γινόταν τότε πανδαιμόνιο μέγα: απέξω να ουρλιάζουν τ'αγρίμια και μέσα εμείς να οδυρόμαστε. Ο παππούς στην αρχή γελούσε με αυτά τα ξεσπάσματα της παιδικής καρδιάς, ενώ η μητέρα μας κι η γιαγιά τρέχαν να μας χαϊδέψουν και να μας μερώσουν.

- Γιαννακό! έλεγε σοβαρή η γιαγιά. Μην το κάνεις αυτό! Δεν τα βλέπεις; έλεγε κι έδειχνε το σπαραγμό μας.

Πολύ σπάνια του μιλούσε σ'αυτόν τον τόνο, σα να τον μάλωνε. Κι εκείνος τότε γινόταν απότομα σοβαρός, σαν άνθρωπος που έσφαλε, και σταματούσε να γελά.

- Ελάτε! Ελάτε τώρα! Ησυχάστε! μας καταπράυνε η γιαγιά. Θα βρει τροφή και για τα τσακάλια ο Θεός. Είναι καλός και θά 'βρει. Πηγαίνετε να κοιμηθείτε.

Πολύ αργά οι φωνές των τσακαλιών σβήνανε. Πια δεν ακουγόταν τίποτα. Κάναμε την προσευχή μας για να κοιμηθούμε και παρακαλούσαμε, όπως πάντα, το Θεό να φυλάει τον παππού, τη γιαγιά, τον πατέρα μας , τη μητέρα μας, τα δέντρα κι όλους τους ανθρώπους. Πέφταμε, μα ο ύπνος δε μας έπαιρνε. Ερχόταν και βάραινε απάνω στα ματόκλαδά μας, όμως βάζαμε όλη τη δύναμη να τον διώξουμε ίσαμε να βεβαιωθούμε πως τα τσακάλια πια φύγανε. Και τότες, όταν πια ήμαστε σίγουροι πως φύγανε, ψιθυρίζαμε μέσα μας ξανά την προσευχή μας και, πλάι στους ανθρώπους και στα δέντρα, παρακαλούσαμε και για τα πεινασμένα τσακάλια του κόσμου...


Ηλίας Βενέζης, "Αιολική Γη"

παραμονές Πρωτοχρονιάς... (2007+1)

Παραμονές Πρωτοχρονιάς... Πάει και τούτος ο χρόνος... Σκυφτός, γερασμένος... ετοιμάζεται να την κάνει... και καλά θα κάνει δηλαδή, αρκετά μας ταλαιπώρησε! Πάμε για άλλα καλύτερα, χειρότερα, μια από τα ίδια, ποιος ξέρει;... εγώ θα επιμένω να ελπίζω στα καλύτερα. `Αντε να ρίξουμε πάλι το ρόδι στην εξώπορτα να σκορπίσουν τα ροδοκόκκινα σπόρια τριγύρω για να αυγατέψουν τα αγαθά με το έμπα του νέου χρόνου, όπως λέει ο λαός μας, για να αυγατέψουν κι οι χαρές και τα χαμόγελα, όπως λέω εγώ. Να φροντίσουμε κανένας γουρλής να μας κάνει ποδαρικό φέτος, πάντα με το δεξί, για να πάει καλά η χρονιά κι όλα τα στραβά και τα ανάποδα να τα πάρει μαζί του ο στριμμένος γέροντας του 2007 και να τα θάψει στο χρονοντούλαπό του. Να κόψουμε και τη βασιλόπιτα, να δούμε σε ποιόν θα πέσει φέτος το φλουρί... και καθώς εγώ φλουρί ποτέ δε βλέπω, να παραχώσω και κανένα κλαράκι απ' τ'αμπέλι, όπως κάναν οι παλιοί, μπας και μου λάχει έτσι για τούτη τη χρονιά να μη δω τις λιγοστές κληματαριές μου να τις ρημάζουν οι αρρώστιες! Ν'ακούσουμε και τα κάλαντα την παραμονή, τα περίφημα «σούρβα», τις παιδικές φωνούλες να καλωσορίζουν το νέο έτος και να τραγουδούν για τον αγαπημένο τους `Αι Βασίλη, έστω και χωρίς τις «ματσούκες» που κρατούσαν παλιά, σα λιλιπούτειοι ποιμένες, για να ανακατώσουν τη χόβολη στη φωτιά λέγοντας ευχές που θα έφερναν πλούτη, υγεία και «παράδες μίρμιρο» σαν τη στάχτη της φωτιάς ή τις κλάρες από τις μπουμπουκιασμένες κρανιές που μ'αυτές χτυπούσαν στις πλάτες τους νοικοκυραίους για νά'ναι γεροί και καλόκαρδοι.

Άντε, πριν φύγει τούτη η χρονιά, να κάνω και το χατήρι στο Ειρηνάκι που μου το ζήτησε [ http://ireneko.pblogs.gr/2007/12/anamnhseis-2007-1.html] και δε μπορώ να του το αρνηθώ, να γράψω τις 2007 +1 αναμνήσεις μου...

2007+1 λοιπόν...

Αναμνήσεις...
Κάτι ευτυχισμένες στιγμές καθώς καλωσόριζα το καλοκαίρι... Ο λατρεμένος ήλιος κι η αγαπημένη θάλασσα... σε ένα τόπο μαγικό... κι όλες οι πληγές σαν να άρχιζαν να γιατρεύονται.
Δεν πρόλαβα να το χαρώ. Αρχές καλοκαιριού κι οι φωτιές κατέκαψαν τον τόπο μου... Κι ύστερα το κακό συνεχίστηκε σε όλη την πατρίδα μου. Πικρό καλοκαίρι...
Ένας πάρα πολύ δύσκολος χωρισμός και μια παντοτινή αγάπη και φιλία...
Έχασα το λατρεμένο μου Ισμηνάκι που μου έκανε συντροφιά για σχεδόν δεκαεπτά χρόνια.
Μια επίσκεψη στους Δελφούς...απλώς μαγεία...
Μια αγαπημένη φίλη που απόχτησα.
Και, φυσικά, που μπήκε στη ζωή μου το "μυριαγαπημένο" μου.

+ 1: Πολύ τσίπουρο, μα μιλάμε για πολύ τσίπουρο φέτος!!!
(καλά, μπορεί νά'ναι κι άλλα... αλλά τ'αφήνουμε κατά μέρος...)

Υ.Γ. Συγχωρέστε με, δε μπορώ να κάνω προσκλήσεις προσωπικά για τη συνέχεια του «μπλογκοπαίχνιδου» (με τα οποία γενικότερα δεν τα πάω πολύ καλά) των αναμνήσεων, θα ένιωθα λιγάκι σαν να «καταναγκάζω» (έχω κι εγώ κάτι λόξες!)... όποιος κάνει κέφι το συνεχίζει στο ιστολόγιό του.
Υ.Γ. 2. Α, και για κάποιο σπαστικό λόγο δε μπορώ να περάσω φωτογραφία στην εγγραφή σήμερα.

Σάββατο 29 Δεκεμβρίου 2007

Ο ποντικός κι η θυγατέρα του


Μια φορά ήταν ένας ποντικός κι είχε μια θυγατέρα πολύ όμορφη. Ήθελε να την παντρέψει, μα δεν ήθελε να τη δώσει σε ποντικό.
Κει που συλλογιότανε, βλέπει τον ήλιο να λάμπει.
Α! είπε με το νου του, να γαμπρός για το κορίτσι μου, και χωρίς να χάσει καιρό την παίρνει και την πάει στο παλάτι του ήλιου.
-Ήλιε, την παίρνεις τη θυγατέρα μου γυναίκα; Δε θέλω να την δώσω σ'άλλονα τόσο όμορφη, μόνο σε σένα πού'σαι τόσο όμορφος και δυνατός.
-Αχ! του λέει ο ήλιος, για να ξεφορτωθεί, δεν είμαι γω, όπως με θαρρείς, δυνατότερος απ'όλους στον κόσμο. Διε κείνα-να τα σύννεφα, άμα με πλακώσουν, σκοτεινιάζω και τίποτα δε μπορώ να κάμω. Σύρε σ'αυτά και χωρίς άλλο θα πετύχεις.
Ο καημένος ο ποντικός τί να κάμει! σηκώνεται και πάει στα σύννεφα, μα και κει σκούρα τα βρήκε.
-Βλέπεις το βοριά; του είπαν τα σύννεφα, αυτός όταν φυσά εμείς σκορπιζόμαστε και χάνουμε τα κομμάτια μας. Σύρε στο βοριά.
Τότε ο ποντικός παίρνει τη θυγατέρα του και πάει στο βοριά και του λέει με τι σκοπό ήρθε σ'αυτόνα.
-Μετά χαράς καημένε ποντικέ θα την έπαιρνα την όμορφή σου τη θυγατέρα, μα δεν είμαι εγώ όπως με θαρρείς, δυνατός. Σύρε σε κείνο τον πύργο. Τον βλέπεις; Σαράντα χρόνια φυσώντας δε μπόρεσα να τον ρίξω κάτω.
Να μην τα πολυλογούμε, πηγαίνει και στον πύργο και του λέει τα ίδια. Ο πύργος τότε γυρίζει και του λέει:
-Ποντικέ, ποντικέ, ακούς μια βοή μέσα στους τοίχους μου; τί θαρρείς πως είναι; αντρειωμένα θεριά, ποντικοί, που με κατατρώνε και κοντεύουνε να με ρίξουν κάτω. Απ'τους ποντικούς πλειότερο αντρειωμένος και δυνατός κανείς δεν είναι στον κόσμο και καθόλου κανένα να μην ακούς.
Τότε ο ποντικός γίνηκεν η καρδιά του και δίνει την κόρη του σ'έναν αντρειωμένο και όμορφο ποντίκαρο.

πηγή: "Γ.Μέγα: Ελληνικά παραμύθια, εκδ.Εστία"

Παρασκευή 28 Δεκεμβρίου 2007

Δροσοσταλίδα


Οι παρακάτω στίχοι είναι του ποιητή μας Τάκη Τσαντήλα που είχε όλη την καλή διάθεση να μας τους αφιερώσει (στη Φωτεινή, στη Γιώτα και σε μένα) και, πραγματικά, τον ευχαριστούμε θερμά...

Δροσοσταλίδα

"Αύρα στιλπνή
και χάδι ευωδιαστό
η παρουσία σου,
νωχελικά απλώνεται
σε ανθισμένους κήπους
και περίβολους
νοτίζοντας μ' αέναη πηγή
μοναχικά αγριολούλουδα 
Άκαυτη κιβωτός
κι ελπίδα ανάτασης
η ντροπαλή δροσοσταλίδα
που μου χτυπά
μεσάνυχτα την πόρτα
και σιωπηλά
κοιμάται πλάι μου
ως το χάραμα"

- Αφιερωμένο στην Φωτεινή, στην Γιώτα και στην Όλγα -
_ΤάκηςΤσαντήλας_

Τετάρτη 26 Δεκεμβρίου 2007

Τα κάλαντα

Νικηφόρος Λύτρας - Κάλαντα
Κάλαντα... Τραγούδια ευχετικά...

Αν και στις μέρες μας έχουν καθιερωθεί τα "λόγια" στιχουργήματα, όπως το "Καλήν εσπέραν άρχοντες..." και το "Αρχιμηνιά κι αρχιχρονιά..." και τραγουδιούνται πλέον σε όλες τις περιοχές της Ελλάδας, παλαιότερα τα κάλαντα συμπεριλάμβαναν επαίνους για το νοικοκύρη και την κυρά, καθώς και για τα άλλα μέλη της οικογένειας, τραγούδια πλασμένα από τον ίδιο το λαό που τα ταιριάζαν ανάλογα με τα γνωρίσματα κάθε σπιτικού που επισκέπτονταν.
Τα παιδιά, αφού διαλαλούσαν τραγουδώντας, το χαρμόσυνο μήνυμα της ημέρας είτε με το γνωστό πλέον "Καλήν εσπέραν άρχοντες..." , είτε ακόμη με τα καθαρά λαϊκά και τοπικά τραγούδια, όπως, για παράδειγμα:
"Χριστός γεννιέται, σα γήλιος φέγγει, σα νιο φεγγάρι, σαν παλικάρι" 
και
"Χριστούγεννα πρωτούγεννα, τώρα Χριστός γεννιέται
γεννιέται και βαφτίζεται στους ουρανούς πηγαίνει
Όλα τ'αγγέλια χαίρονται και τα δαιμόνια σκάζουν
σκάζουνε και πλαντάζουνε τα σίδερα ταράζουν"

συνέχιζαν με ευχές για την οικογένεια του σπιτιού. Η αστείρευτη λαϊκή φαντασία έπλαθε ολόκληρα στιχουργήματα για να παινέψει τα κάλλη της ανύπαντρης κόρης, να εγκωμιάσει τα πλούτη και το κύρος του εύπορου κύρη, να ευχηθεί μια καλή σοδειά στο γεωργό και πάει λέγοντας:

"Στο σπίτι ετούτο πού' ρθαμε του πλουσιονοικοκύρη
ν' ανοίξουνε οι πόρτες του να μπει ο πλούτος μέσα
να μπει ο πλούτος κι η χαρά κι η ποθητή ειρήνη .."
και
"Κι εμείς να τραγουδήσουμε για το αφεντικό μας
πού'ναι καλό κι ευγενικό στον κόσμο ξακουσμένο
πό'χει χιλιάδες πρόβατα και δυο χιλιάδες γίδια"
ή
"Πόλλα'παμε τ'αφέντη μας, ας πούμε της κυράς μας
Κυρά λιγνή, κυρά ψηλή, κυρά καμαροφρύδα,
όταν λουστείς και λυγιστείς και πας στην εκκλησιά σου
τα καρδερίνια τρέμουνε από την ομορφιά σου"

Ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα παρακάτω αποσπάσματα από το βιβλίο του Κώστα Καραπατάκη, "Το Δωδεκαήμερο- Παλιά χριστουγεννιάτικα ήθη και έθιμα":
"Κόλιαντα μπάμπω μ' κόλιαντα κι εμένα μπάμπω κλούρα
κι εμένα την τρανύτερη και τώρα και του χρόνου.
Κι αν δεν μας δώσεις κόλιαντα, δώσ' μας ένα σιτζιούκι.
Νάναι τρανό, νάναι χοντρό, νάναι ζαχαρωμένο.
Έτσι τραγουδούσαν τα παιδιά στα χωριά των Γρεβενών και της Σιάτιστας, σαν ξεκινούσαν τη νύχτα της παραμονής των Χριστουγέννων να πάνε από σπίτι σε σπίτι κι από μαχαλά σε μαχαλά, φέρνοντας την καλή είδηση της γέννησης του Χριστού με το τραγούδι:
Χριστούγεννα, πρωτούγενννα, πρώτη γιορτή του χρόνου!
Για βγάτε, δέτε μάθετε πως ο Χριστός γεννιέται!
Γεννιέται και βαφτίζεται στο μέλι και στο γάλα.
Το μέλι τρων οι άρχοντες, το γάλα οι αφεντάδες
και το κηρί της μέλισσας το τρώει η Παναγίτσα.
Τί κι αν φώναζαν οι Πατέρες της εκκλησίας, στην Έκτη Οικουμενική Σύνοδο, καταδικάζοντας όλες τούτες τις εκδηλώσεις και τα έθιμα του λαού, σαν έθιμα ειδωλολατρικά, που δεν ταιριάζουν στη νέα θρησκεία, στη θρησκεία του Χριστού!
...
Η ζωή προχωρούσε. Και μαζί της και ο λαός, που αν και ευλαβής και με καθαρή χριστιανική συνείδηση, υπακούοντας πάντα στη φωνή των Πατέρων, αντιστάθηκε επίμονα στο γκρέμισμα και στην εξαφάνιση των εθίμων του, μη δίνοντας προσοχή στις απειλές και στις κατάρες τους.
Οι παλιές συνήθειες του λαού, που ήταν βιώματα τόσων αιώνων και μέρος της αρχαίας θρησκευτικής του λατρείας, ήταν η ζωή του, το οξυγόνο του, που δεν ήταν δυνατόν να ξεριζωθούν και να σβήσουν, γιατί ήταν ζυμωμένες με το αίμα του και βαθιά ριζωμένες στην ψυχή του.
...Μία από τις συνήθειες αυτές, που κατόρθωσαν να αντισταθούν στους διωγμούς, μαζί με τόσες άλλες, και να επιζήσουν, ήταν και τα κάλαντα.
Με τα κάλαντα, δεν αναγγέλουν μόνο τον ερχομό και τη σημασία της μεγάλης γιορτής τα παιδιά, γυρίζοντας από σπίτι σε σπίτι και από μαχαλά σε μαχαλά, μα και εγκωμιάζουν τα πλούτη, την αρχοντιά και τη λεβεντιά του νοικοκύρη, την ομορφιά και το λυγερό παράστημα της κυράς, τους πόθους και τις λαχτάρες των κοριτσιών και των αγοριών, που είναι για αρραβώνα, καθώς και των μικρών παιδιών, που είναι ακόμα στην κούνια ή πηγαίνουν στο σχολείο. Κι αυτό, για να μπορέσουν κάτι να πάρουν, κάτι να κερδίσουν για τον κόπο τους.

"Σε τούτ' το σπίτι πούρθαμε, πέτρα να μη ραγίσει
κι ο νοικοκύρης του σπιτιού χρόνια πολλά να ζήσει" ...
Μα αν και η ονομασία των καλάντων είναι Ρωμαϊκή (από τις "Ρωμαϊκές καλένδες"), φερμένη και μεταφυτεμένη στο Βυζάντιο, το έθιμο που κρύβεται πίσω της δεν είναι ρωμαϊκό, μα γνήσιο ελληνικό που ξεκινάει από την αρχαιότητα με το όνομα Ειρεσιώνη.
Η Ειρεσιώνη στην αρχαιότητα ήταν ένα σύμβολο κι ένα έθιμο μαζί. Σύμβολο της ευφορίας και της γονιμότητας της γης, που γιορτάζονταν δυο φορές το χρόνο. Μια την άνοιξη που παρακαλούσαν τους θεούς να τους προστατεύσουν τα σπαρτά από τις καταστροφές και μια το φθινόπωρο, για να τους ευχαριστήσουν για τη συγκομιδή των καρπών.
Μαζί όμως με τα θρησκευτικά τους καθήκοντα και τις ευχαριστίες τους στους θεούς, έδιναν ευχές και στους ανθρώπους, γυρίζοντας από σπίτι σε σπίτι, τραγουδώντας:

"Στο σπίτι τούτο πούρθανε, του πλουσιονοικοκύρη
να ανοίξουνε οι πόρτες του να μπει ο πλούτος μέσα
να μπει ο πλούτος κι η χαρά κι η ποθητή ειρήνη,
για να γεμίσουν τα σταμνιά μέλι, κρασί και λάδι
κι η σκάφη του ζυμώματος με φουσκωτό ζυμάρι.
Ο γιος του νοικοκύρη μας να παντρευτεί μια ωραία
κι η κόρη με τα χέρια της να υφάνει πανωραία"
Τί λιγότερο και τί περισσότερο λένε τα δικά μας τραγούδια απ'αυτό;
Το παραπάνω τραγούδι, που μεταφράστηκε σε ελεύθερους στίχους, λένε πως το έγραψε ο ίδιος ο Όμηρος όταν βρισκόταν στη Σάμο.(...) Εκεί, όπως αναφέρει στο βιβλίο του 'Όμηρος" ο λογοτέχνης και πρώην καθηγητής του Βαρβακείου Γιάννης Οικονομίδης, ο Όμηρος σκάρωσε διάφορα τραγούδια κι όταν ήρθε η άνοιξη, πήγε μαζί με μια ομάδα παιδιών και το τραγούδησαν στα σπίτια των πλουσίων.
Ο Πλούταρχος μας δίνει ένα άλλο τραγούδι της Ειρεσιώνης, που κι αυτό είναι γεμάτο ευχές για την υγεία και την ευτυχία των ανθρώπων, καθώς και την καρποφορία της γης.

"Η Ειρεσιώνη σύκα φέρει
και φουσκωτά ψωμιά
και μέλι στο κύπελλο
και λάδι για το φως
και κούπα μ'αγνό κρασί,
για να μεθύσει
και να κοιμηθεί."
Όπως τώρα, έτσι και τότε τα παιδιά, συγκεντρωμένα σε ομάδες, με μια κλάρα δάφνης ή ελιάς, στολισμένη με γιρλάντες από άσπρο και κόκκινο βαμμένο μαλλί -σύμβολα της υγείας και της ομορφιάς- αφού τη στόλιζαν καλά και κρεμούσαν στα κλωνιά της σύκα, φρούτα και ψωμί και μαζί μ' αυτά και τρία δοχεία με λάδι, μέλι και κρασί, ξεκινούσαν για τα σπίτια τραγουδώντας.
Μπροστά πήγαινε ένα αγόρι, με μάνα και πατέρα στη ζωή, κρατώντας ψηλά την ειρεσιώνη και πίσω του όλα τ' άλλα τα παιδιά.
...Όπως τώρα, έτσι και τότε, σ' όσα σπίτια τραγουδούσαν τα παιδιά, οι νοικοκυρές τους έδιναν διάφορα φιλοδωρήματα.
...Τα κάλαντα τα λαϊκά, με τις υπέροχες εικόνες και τη γνήσια γλώσσα του λαού, που έθρεψαν και γιγάντωσαν τη λαϊκή ψυχή και τη λαϊκή φαντασία, μέσα στους αιώνες της τουρκικής σκλαβιάς, φύτρωσαν και άνθισαν την ίδια εποχή, που άρχισε να ανθίζει και το δημοτικό τραγούδι στην πατρίδα μας." (
Κώστα Καραπατάκη, "Το Δωδεκαήμερο- Παλιά χριστουγεννιάτικα ήθη και έθιμα")

Τρίτη 25 Δεκεμβρίου 2007

ένα λαϊκό παραμύθι...


Ένα χριστουγεννιάτικο παραμύθι του λαού μας για απόψε...

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα κοριτσάκι ορφανό από μάνα που ζούσε με τον πατέρα του και τη μητριά του. Ο πατέρας του κοριτσιού ταξίδευε συχνά κι έτσι η μικρή τον περισσότερο καιρό έμενε με τη μητριά του, που ήταν κακιά και το βασάνιζε και προσπαθούσε με κάθε τρόπο να το ξεφορτωθεί.
Καθώς ήρθαν τα Χριστούγεννα, το δαιμόνιο μυαλό της μητριάς σκαρφίστηκε τρόπο για να βγάλει από τη μέση το κοριτσάκι μας. Σκέφτηκε πως, μιας και τις νύχτες τούτες κυκλοφορούσαν τα καλλικαντζάρια, ήταν ευκαιρία να βρει αφορμή να το στείλει για κάποιο θέλημα ένα βράδυ, ώστε να την αρπάξουν και να γλιτώσει από αυτό. Κι έτσι, αφού σκοτείνιασε το έστειλε στο μύλο να πάει να αλέσει στάρι, τάχα γιατί είχε σωθεί το αλεύρι και δεν είχανε να φτιάξουνε ψωμί. Το κοριτσάκι, που γνώριζε για τους καλλικαντζάρους, δεν ήθελε να βγει μες στη νύχτα καθώς φοβόταν πως θα το έπαιρναν μαζί τους, αλλά δε μπορούσε να κάνει κι αλλιώς κι αναγκάστηκε να πάει.
Φόρτωσε λοιπόν τα σακιά με το στάρι στο γαϊδουράκι και ξεκίνησε. Φτάνοντας στο μύλο, βρήκε το μυλωνά να σφαλίζει την πόρτα. Μόλις το είδε ο μυλωνάς, απόρησε:
-Γιατί κοριτσάκι γυρνάς τέτοια ώρα έξω; Δεν ξέρεις πως τέτοια ώρα βγαίνουν τα καλλικαντζάρια;
-Το ξέρω, μα και τι να κάνω; Με έστειλε η μητριά μου για αλεύρι.
αποκρίθηκε εκείνο.
-Καλά, έμπα μέσα και άλεσε. Μα σαν τελειώσεις, φεύγοντας, κλείσε την πόρτα.
τού'πε ο μυλωνάς κι έφυγε.
`Αρχισε να αλέθει το κοριτσάκι και νά'σου φανερώνονται τα καλλικαντζάρια κι αρχίσαν να του λένε πως θα το πάρουνε μαζί του. Τί να κάνει το κοριτσάκι, προσπάθησε να τα καθυστερήσει, μπας και γλιτώσει. Κι έτσι, κάθε φορά που το ρωτούσαν αν θά'ρθει μαζί τους, εκείνο τους ζητούσε κι από ένα πράγμα για ανταλλάγμα. Μ'αυτό τον έξυπνο τρόπο, προσπαθούσε να τα καθυστερήσει μέχρι να λαλήσει ο πετεινός τρεις φορές κι εκείνα να εξαφανιστούν! Κι έτσι κι έγινε. Κι όταν τελικά λάλησε ο κόκκορας τρίτη φορά, όχι μόνο τα καλλικαντζάρια ξεκουμπίστηκαν, αλλά το κοριτσάκι είχε κερδίσει κι ένα σωρό καλούδια από κείνα που τους ζητούσε κάθε φορά που τη ρωτούσαν αν θα πήγαινε μαζί τους.
Έτσι, όταν έφτασε στο σπίτι της, η κακιά μητριά, που την είδε να γυρίζει πίσω σώα και μάλιστα φορτωμένη με ένα σωρό δώρα, σάστισε κι άρχισα να ζητάει να μάθει πως έγινε τούτο και πως βρέθηκαν τόσα πράγματα. Το κοριτσάκι της εξήγησε πως της τα δώσαν τα καλλικαντζάρια καθώς τους τα ζήταγε για αντάλλαγμα για να τα ακολουθήσει. Μόλις τ'άκουσε αυτό η άπληστη μητριά αποφάσισε να πάει κι εκείνη στο μύλο το επόμενο βράδυ.
Όταν, λοιπόν, πήγε η μητριά και φανερώθηκαν τα καλλικαντζάρια για να την πάρουνε μαζί τους, εκείνη ανυπόμονη και αχόρταγη τους ζήτησε μονομιάς όλα εκείνα που ήθελε μαζεμένα. Οπότε οι καλλικάντζαροι της τά'φεραν στη στιγμή, δεν είχε απομείνει πια τίποτε να ζητήσει, οπότε την άρπαξαν και την κατέβασαν μαζί τους στα άδυτα της γης. Κι έτσι, το κοριτσάκι μας γλίτωσε από την κακιά μητριά κι έζησε ευτυχισμένο με τον πατέρα του που γύρισε απ'τα ταξίδια.

Χριστουγεννιάτικες ώρες... (Ώρες του Πηλίου...)


του Κώστα Λιάπη...

"Χριστούγεννα, πρωτούγεννα
πρώτη γιορτή του χρόνου"

Μέσα στο αυγινό σύθαμπο της παραμονής της μεγάλης για τη Χριστιανοσύνη μέρας, οι αδέξιες, αλλά ζωηρές φωνούλες των μικρών καλαντιστών τσακίζουν τα κρύσταλλα του Δεκεμβριάτικου πρωινού. Τα στενά καλντερίμια κι οι γραμμένες πηλιορείτικες ρούγες παίρνουν άλλη όψη ζωής καθώς το χαρούμενο λεφούσι των μικρών τροβαδούρων γυροφέρνει την ευφρόσυνη ανεμελιά του και σκορπάει σε πασίχαρους τόνους το μέγα χαροποιό άγγελμα:


"Για βγέτε, δέστε, μάθετε
όπου Χριστός γεννιέται..."

Το πηλιορείτικο χωριό ξυπνάει απ'το βαθύ χειμωνιάτικο λήθαργο, τεντώνει γραφική τη γυμνή και γκρίζα παρουσία του κι αφουγκράζεται το μεγάλο μήνυμα.
Η μονοτονία της άχαρης εποχής σπάζει, η πλήξη που γέννησε η χειμωνιάτικη απραξία διαλύεται. Ένας αλλιώτικος μυστηριακός και ιλαρός τόνος διαχύνεται και σκορπίζει την αχλύ και ξαστερώνει τις σφιγμένες πηλιορείτικες καρδιές.
Η προαιώνια μυστικόπαθη γοητεία που παίρνει ανανεωτική και θερμουργό πνοή απ'το μεγάλο Γεγονός του ερχομού του θείου βρέφους, μπολιάζει και τον κόσμο του βουνού μας με μια απροσδόκιτη μακαριότητα, τον νανουρίζει με τους γλυκούς τόνους μιας υπερκόσμιας μελωδίας πού'ρχεται απ'τα βάθη των αιώνων κι όμως είναι πάντα τόσο νέα ακόμα, τόσο ευφρόσυνη στις ακοές των κουρασμένων ανθρώπων της γης μας...
Χριστούγεννα... Ένας καινούριος φωτεινός ορίζοντας, μια όαση χαράς κι ευδαιμονίας, μια ιλαρή και ζεστή πινελιά στο μουντό πίνακα του πηλιορείτικου καταχείμωνου.
[...]
Η μανιά παίρνει απ'τη στίβα και βάζει στο τζάκι το μεγαλύτερο "κουτσιμπάνι" που τα υπολείμματά του πρέπει να τα βρει ο καινούριος χρόνος. Το κούτσουρο τούτο θ'αποδιώχνει τις κρύες νύχτες τους μαγαρισμένους καλικάντζαρους, θα συμβολίζει και το μελλούμενο γαμπρό σ'όσα σπίτια στεγάζουν ανύπαντρα κορίτσια.
Εκεί στο ίδιο τζάκι θα τσιτσιρίζουν τούτες τις άγιες μέρες οι λουκουμάδες και οι λαλαγκίτες, εκεί θα καψαλίζεται το σπιτίσιο ψωμί, εκεί θα ετοιμαστούν τα πατροπαράδοτα "σιδεράκια" για το κέρασμα των ξένων, εκεί τέλος θα ψηθεί και το καθιερωμένο "γ'ρουνίσιου", πού'ναι απαραίτητο συμπλήρωμα του πηλιορείτικου χριστογεννιάτικου τραπεζιού.
Σαν η φαμίλια, απολείτουργα της μεγάλης μέρας, γυρίσει νυχτίσα ακόμα στο ζεστό σπιτικό της, σ'ένα καινούριο τότε ναό μεταβάλλεται η ταπεινή τούτη κάμαρη.

Πλημμυρισμένη από ψυχική ευωδία, μπολιασμένη απ'τη χάρη της θείας Φάτνης και την ευφροσύνη του χαροποιού μηνύματος πού'ρχεται γλυκό απ'τη μακρινή Βηθλεέμ και μεταγγίζει αγάπη στις καρδιές και διαλύει τα πούσια που φέρνουν στα σκοτεισμένα φρένα οι βασανιστικές βιοτικές μέριμνες, κουκουβίζει πασίχαρη η φαμίλια γύρω στο ολόφλογο τζάκι και γεύεται ευδαιμονικά τη γλύκα του ζεστού κονακιού, τη χαρά της οικογενειακής λατρευτικής σύναξης.
[...]
Ο Χριστός για μια ακόμα χρονιά δε γεννήθηκε μόνο μέσα στην κρύα φάτνη της Βηθλεέμ. Γεννήθηκε και μέσα στο ζεστό κονάκι του πηλιορείτη ξωμάχου, γεννήθηκε και μέσα στη διψασμένη γι'αγάπη και καλοσύνη καρδιά του.


Κώστας Λιάπης, "Ώρες του Πηλίου"


Χρόνια πολλά και καλά για όλο τον κόσμο!

Κυριακή 23 Δεκεμβρίου 2007

Τα Παγανά


απόσπασμα από "τα Παγανά" του Στρατή Μυριβήλη...

..."Από τα Γέννα ως τα Φώτα αυτή 'ταν η μυστική λαχτάρα ανάμεσα σε μικρούς και μεγάλους. Θα τα δούνε φέτος τα Παγανά; Κάθε βράδι γι' αυτά μιλούσαν. Για τα συνήθια και για τα καμώματά τους.

Η μάνα, σαν έγερναν να κοιμηθούν, έριχνε μια φούχτα αλάτι στη σκεπασμένη χόβολη. Τσατ, πατ, έσκαγε κάθε λίγο και λιγάκι τ'αλάτι, να τρομάζουν οι καλλικαντζάροι, να μη σβήνουν τη φωτιά με τον τρόπο πούξεραν. Τρόμαζαν τα Παγανά, τρόμαζαν και τα παιδιά πάνω στον ύπνο τους και ξεπετιόνταν. Πριν πέσει να κοιμηθεί στρίμωχνε και μια ρίζα αφάνες μπροστά στη σταχτοθυρίδα, μην κατεβούν και κατουρήσουν τη στάχτη κ' ύστερα λιώνουν και τρυπάνε τα ρούχα στη μπουγάδα.

Κρέμαζαν οι γυναίκες μάτσα τρικοκκιές και γύρω στο ψωμοσάνιδο, να μη μπορούν να μαγαρίσουν τη ζυμωσιά.

Όμως κάποιο βράδυ έρχονται πλια οι Καλλικαντζάροι, και μάλιστα με τον πιο πίσημον τρόπο.

Κει που καθόντανε κουλουριασμένα τα παιδιά μέσα στο παραγώνι κι άκουγαν νυσταγμένα τα παραμύθια της γριάς, πατημασιές έτριζαν πάνω στο χιονισμένο δώμα, γέλια πνιγμένα και μικρά ουρλιαχτά.

Κόβονταν τότε στη μέση οι κουβέντες, οι καρδιές χτυπούσαν με λαχτάρα, τα μάτια καρφώνονταν στο ταβάνι.

-Αυτοί είναι, μάνα!

Τα παιδιά πετάγονταν έξω από το παραγώνο, χλωμά-θειαφοκέρι.

-Εμ, Αυτοί θάναι, έλεγαν οι μεγάλοι, και κοιτάζονταν με νόημα. Ποιός άλλος, μέρες πούναι!

Είτανε αλήθεια οι Καλλικαντζάροι.

Σε λίγο γινόταν μια μικρή φασαρία από σιδερικά εκεί ψηλά, μέσα στα μαύρα βάθια της καμινάδας. Τσάγκα, τσούγκα! Οι καπνιές πλια μαδούσαν και πέφτανε πάνω στα κούτσουρα, και σε λίγο να και κατέβαινε σιγά-σιγά ένα λανάρι κρεμασμένο από ψιλό σκοινί. Το λανάρι κουνιότανε πέρα-δώθε πάνω από τη φωτιά, και μεσ' από την καμινάδα ακούγονταν οι Καλλικαντζάροι που τραγουδούσαν το τραγούδι τους:

Λαγκούρ, λουγκούρ τα λανάρια

του παπά τα καλεντάρια!

Για μια πίτα με τυρί

για σαράντα σαραϊλί!

Είτανε κάτι που δε λέγεται το τί νιώθαν οι μικροί. Μια γλυκιά φρίκη έτρεχε μέσα στα φυλλοκάρδια, στύλωναν τα μάτια, κ' η καρδιά χτυπούσε να σπάσει.

Η μάνα πήγαινε έφερνε τυρόπιτα και την κάρφωνε στα καρφιά του λαναριού. Που να βρεθούν "σαράντα σαραϊλί" στο φτωχικό τους.

Οι Καλλικάντζαροι ανασέρνανε πάλι το λανάρι, και πριν να φύγουν κατέβαινε ακόμη μια φορά η φωνή τους μέσ' από τον μπουχαρή.

-Και του χρόνου Χριστιανοί!

-Αμήν! έλεγαν σοβαρά, σιγανά όλοι οι μεγάλοι. Και του χρόνου νάμαστε γεροί."....

Στρατής Μυριβήλης, "τα Παγανά", εκδ.Εστία

Πέμπτη 20 Δεκεμβρίου 2007

ας μιλήσουμε για φιρίκια!

Φιρίκι... κατά πολλούς "ο βασιλιάς των μήλων"!



Επειδή έχει αρχίσει να με εντυπωσιάζει ο αριθμός όσων παραπέμπονται στο ιστολόγιό μου αναζητώντας στο google για "φιρίκια" και ιδαίτερα για το "γλυκό του κουταλιού φιρίκι", σκέφτηκα να παραθέσω εδώ λίγα λόγια για το φρούτο αυτό καθώς και την τοπική συνταγή, μπας και τους εξυπηρετήσω τους ανθρώπους! Εξάλλου, το γλυκό αυτό είναι το κατεξοχήν γλυκό του κουταλιού της περιοχής μας, καθώς οι φιρικιές αφθονούν στα μέρη μας. Και, καιρός είναι και να τιμήσω κι εγώ λίγο το όνομα του ιστολόγιού μου!
Καταρχάς το φιρίκι είναι μια σχετικά δυσεύρετη ποικιλία μήλου με χαρακτηριστικό άρωμα και σχήμα κι ιδιαίτερη γεύση που, συγκριτικά, ακόμη αφθονεί στο Πήλιο. Το βασικό μειονέκτημα της φιρικιάς για τον αγρότη, είναι ότι χρειάζεται γύρω στα δεκαπέντε χρόνια για να δώσει καρπό, ενώ οι κοινές μηλιές ήδη καρπίζουν στο τέταρτο ή πέμπτο έτος τους. Όπότε, το γεγονός και μόνο πως για να φυτέψει κανείς ένα κτήμα με φιρικιές, χρειάζεται να περιμένει δεκαπέντε χρόνια για να αρχίσουν αυτές να αποδίδουν είναι σίγουρα ανασταλτικό. Παράλληλα, σε περίπτωση που ξεραθούν και πρέπει να αντικατασταθούν κάποια γέρικα δέντρα φιρικιάς και πάλι συνηθίζουν να βάζουν στη θέση τους κοινές μηλιές που είναι αποδοτικότερες σε σύντομο χρονικό διάστημα. Κι έτσι, με αυτά τα δεδομένα, η φιρικιά αποτελεί πλεόν μια ποικιλία της οποίας η καλλιέργεια όλο και περιορίζεται.
Οι συνταγές για το γλυκό φιρίκι όλο και κάποιες ψιλοπαραλλαγές έχουν. Εγώ θα παραθέσω εδώ δύο αντιπροσωπευτικές παραλλαγές όπως μου τις έχουν μεταφέρει γυναίκες του χωριού μας.

Χρειαζόμαστε 1 κιλό ζάχαρη για 16 μεγάλα ή 20-22 μικρά φιρίκια (προτιμότερο), γύρω στο ενά ποτήρι νερό, λίγο χυμό λεμόνι, φυλλαράκια "μόσχου" (αρμπαρόριζας) και ξεφλουδισμένα αμύγδαλα. Άλλοι, βέβαια, χρησιμοποιούν τη βανίλια σαν αρωματικό.
Πρώτα καθαρίζουμε με προσοχή την καρδιά (τα κουκουτσάκια και εσωτερικό) του μήλου και στη συνέχεια τη φλούδα. Όπως τα καθαρίζουμε τα ρίχνουμε σε μια λεκάνη με νερό όπου έχουμε στύψει και λίγο λεμόνι, για να μη μαυρίσουν. Καλό είναι και να τα αφήσουμε κανένα μισάωρο σε αυτό το νερό.
Στη συνέχεια ρίχνουμε στην κατσαρόλα 1 κιλό ζάχαρη και περίπου ενά ποτήρι νερό μέχρι αυτή να "αναλύσει" (να διαλυθεί η ζάχαρη). Ύστερα βάζουμε και τα φιρίκια.

Εάν θέλουμε το χρώμα των φιρικιών να παραμείνει ανοιχτό και σχετικά διάφανο, ακολουθούμε την εξής μέθοδο: Αφού τα βάζουμε σε χαμηλή φωτιά, δυναμώνουμε σιγά σιγά (όχι τόσο ώστε το μείγμα να βράσει έντονα που να ξεχειλίσει) και περιμένουμε να δέσει το γλυκό. Έχουμε ήδη προσθέσει την αρμπαρόριζα ή τη βανίλια. Στο τέλος ρίχνουμε τα μύγδαλα και το χυμό από ένα ζουμερό λεμόνι και το αφήνουμε να κρυώσει.

Εάν θέλουμε το χρώμα τον φιρικιών να σκουρύνει αρκετά, όταν πάρουν βράση, τα ραντίζουμε με λίγο νεράκι ώστε να κοπεί ο "χόχλος", για να μη δέσει γρήγορα το γλυκό, γιατί έτσι δε θα προλάβει το μήλο να πάρει χρώμα. Τέσσερις πέντε φορές κάνουμε την ίδια διαδικασία. Μετά, κατεβάζουμε την κατσαρόλα από το μάτι, τη σκεπάζουμε με μια στεγνή πετσέτα και αφήνουμε το γλυκό να κρυώσει. Αφού κρυώσει εντελώς, επαναλαμβάνουμε την αρχική διαδικασία μέχρι να πάρει τρεις τέσσερις ακόμη βράσεις. Έχουμε ήδη ρίξει την αρμπαρόριζα και στο τέλος προσθέτουμε το στιμμένο λεμόνι (για να μη ζαχαρώσει το γλυκό) και τα αμύγδαλα (για να πάρουν γεύση από το σιρόπι).

Τέλος, καθώς βάζουμε το γλυκό στο βάζο, τοποθετούμε από ένα αμυγδαλάκι στο εσωτερικό κάθε φιρικιού.

Και, για να μην ξεχνιόμαστε, σήμερα είναι του Αγίου Ιγνατίου που ο λαός μας, παρετυμολογώντας το όνομά του, τον έκανε "`Αγιο Αγνάντιο", καθώς "αγναντεύουν" τα Χριστούγεννα...

Τετάρτη 19 Δεκεμβρίου 2007

ήλιε μου, πού κρύφτηκες;

Σήμερα πάλι βασιλεύει η καταχνιά... Τόσο που δεν ξεχωρίζω τη θάλασσα... Ο Παγασητικός έγινε ένα με το γκρίζο ουρανό και τα πέρα μακρινά βουνά. Μονάχα τα πλατάνια, εδώ μπροστά, χρωματίζουν με τα λιγοστά τους, πλέον, θαμπά και καφεκίτρινα φύλλα το τοπίο...
Ε,ναι! Μου τη δίνει ο καιρός αυτός! `Αντε, αρκετά έβρεξε, χιόνισε και λιγάκι, έριξε κι ένα ψιλό χαλάζι... όλα τά'κανε! Ας μας χαμογελάσει και με μια ηλιαχτίδα αυτός ο μουντός ουρανός και, μετά, ας επανέλθει ξανά στο μελαγχολικό του σκηνικό! Να πάρουμε κι εμείς, τα τέκνα του πατέρα ήλιου, λίγη ενέργεια...
Κι αφού δε μπορώ να κάνω άλλο τίποτα, κόντρα σ'αυτόν το σκοτεινιασμένο καιρό, θα κάθομαι κι εγώ λοιπόν να ζωγραφίζω ήλιους, μπας και αλλάξουν γύρω μου τα χρώματα...

Τρίτη 18 Δεκεμβρίου 2007

`Αγιος Μόδεστος, ο προστάτης των ζώων...

Άγιος Μόδεστος ο προστάτης των ζώων...

Σήμερα, 18 Δεκεμβρίου, γιορτάζεται η μνήμη του Αγίου Μοδέστου που, καθώς κατά το βίο του θεράπευε όχι μόνον ανθρώπους, αλλά και τα ζώα που εκείνοι εκτρέφαν, θεωρείται από το λαό άγιος προστάτης και θεραπευτής τους. Και ιδιαιτέρως των μεγαλόσωμων ζώων, των ζώων των κτηνοτρόφων και γεωργών, των οποίων η επιβίωση- ειδικά τότε- θεωρούνταν υψίστης σημασίας για τη διαβίωση των ανθρώπων.
Τέτοια μέρα, λοιπόν, γίνεται το «συλλείτουργο», δηλαδή με κοινή συμμετοχή, κάνουν κόλλυβα που προσφέρουν στα ζώα και αγιασμό. Με τον αγιασμό τούτο ραντίζουν τα ζώα και τους στάβλους. Σε ορισμένες περιοχές, μάλιστα, ραντίζουν με αγιασμό και τα σπαρμένα χωράφια και ρίχνουν κόλλυβα στη γη.
Στο Βυθό Βοϊου διαβάζεται αγιασμός για τα ζώα, αφού τα συγκεντρώσουν σε ένα μέρος. Ο παπάς τα ραντίζει με αγιασμένο νερό και το υπόλοιπο το παίρνουν οι κτηνοτρόφοι μαζί τους για τα πρόβατα και τα άλλα ζώα. Στο Δρυμό Μακεδονίας, το «ύψωμα» από το πρόσφορο το δίδουν στα ζώα, ενώ τους εύχονται να ζήσουν χρόνια πολλά. Σε περιοχές της Κρήτης, οι αγρότες τηρούν αυστηρή αργία για χάρη των ζώων τους που, έτσι και τα βάλουν να δουλέψουν, θεωρούν πως θα προκαλέσουν την οργή του αγίου. Στη Λήμνο, ρίχνουν τα κόλλυβα στην τροφή των ζώων υπερ υγείας και μακροβιότητας αυτών. Σε χωριά της Λέσβου, πηγαίνουν τον αγιασμό στα χωράφια, για να τα προστατεύσει από τις αρρώστιες και τις ακρίδες κι είναι κι εκεί μέρα αργίας.
Σήμερα, λοιπόν, του Αγίου Μοδέστου, προστάτη των γεωργών, των κτηνοτρόφων και των οικόσιτων ζώων τους. Αν και πλέον έχει ξεχαστεί σα γιορτή, κάποτε θεωρούνται ξεχωριστή μέρα για το λαό μας. Τότε, που η επιβίωσή του ανθρώπου εξαρτιόταν σε μεγάλο βαθμό από εκείνα, τον τιμούσαν με μεγαλοπρέπεια. Κι όταν έχαναν και κάποιο ζώο, φρόντιζαν να κάνουν τάμα στον άγιο τούτο, για να τους το στείλει πίσω.


(*στοιχεία κυρίως από Γ.Α. Μέγα "Ελληνικές γιορτές και έθιμα της λαϊκής λατρείας")

Υ.Γ. Για περισσότερα βλ. και νεότερη ανάρτηση: Άγιος Μόδεστος, ο προστάτης και θεραπευτής των ζώων

Κυριακή 16 Δεκεμβρίου 2007

μαζεύοντας ελιές...

(η εγγραφή αφιερωμένη με όλη την αγάπη μου στη Φωτεινούλα...)
Παγωμένο σκηνικό... στα κτήματα... μια μέρα πριν καλωσορίσουμε τις πρώτες νιφάδες του χιονιού για το φετινό χειμώνα... καθώς μαζεύαμε ελιές... ίσα να προλάβουμε πριν τις τσουρουφλίσει εντελώς ο παγετός...


Σε μια τοποθεσία μαγική... από τη μια μεριά το βουνό, και πάνω του σκαρφαλωμένα τα σπιτάκια του χωριού, από την άλλη θέα στη θάλασσα, σ'ένα υπέροχο γαλάζιο που σμίγει με τον ουρανό...


Κι ένα διάλειμμα να ξαποστάσουμε δίπλα στη φωτιά... τραγούδια να σιγοπαίζει το παλιό τρανζιστοράκι... λίγο τσιπουράκι για να ζεσταθούμε... κι ένας μεζές στα κάρβουνα για να στυλωθούμε και να συνεχίσουμε μέχρι που η νύχτα να απλώσει το σκοτεινό της πέπλο...

"Ήλιε μου, για βασίλεψε, πούλια μου κάτσε κάτω,
να σκοτειδιάσουν τα βουνά, να πάψουν οι διαβάτες,
να πάν' οι ξένοι σπίτια τους κι οι ντόπιοι στα δικά τους,
να βγει κι εμέ η αγάπη μου, να γιάνει η ψυχή μου."

εμείς και τ' αστέρια...


-απόσπασμα από την "Κόμη της Βερενίκης" του Γιώργου Γραμματικάκη:

...Η εκτόξευση τεραστίων ποσοτήτων ύλης στο διάστημα απ'την έκρηξη υπερκαινοφανούς εμφανίζεται πράξη σπάταλη. Πολύ περισσότερο, όταν για εκετομμύρια χρόνια πριν, η ύλη αυτή είχε υποστεί επίμονη πυρινική κατεργασία και περιείχε, δύσκολα να συντεθούν, στοιχεία.
"Τίποτε δεν είναι άσκοπο, τίποτε περιττό." έγραψε ωστόσο ο Αριστοτέλης' και στη συγκεκριμένη περίπτωση, αυτό είναι παραπάνω από αληθινό. Διότι, σε μία ή περισσότερες παρόμοιες εκρήξεις οφείλουμε κι εμείς την ύπαρξή μας! Η ενδιάθετη ανάγκη του ανθρώπου να συνδεθεί με τον αστρικό κύκλο και την αιωνιότητα, συμπίπτει εδώ με την επιστημονική πεποίθηση.
[...]
Ασφαλώς, είναι μια εικόνα που υπερβαίνει τα μέτρα της καθημερινότητος: Ότι ο άνθρακας στο χαρτί του παρόντος βιβλίου, ο χρυσός που κοσμεί το λαιμό μια γυναίκας ή ο φώσφορος των ψαριών, σχηματίστηκαν στο εσωτερικό κάποιου ή κάποιων αστέρων. Και σε κάποια στιγμή απογνώσεως εκσφενδονίστηκαν στο Σύμπαν για να συλληφθούν από τον αμυδρό πρόγονο της Γης.
Το ίδιο όμως ισχύει και για τα πρωτογενή υλικά της ανθρώπινης ύπαρξης- το οξυγόνο, τον σίδηρο ή το ασβέστιο- που συνιστούν το σώμα ή το μυαλό μας. Είναι προϊόντα επίμονης αστρικής κατεργασίας. Η αυτοκτονία του άστρου που τα σκόρπισε κάποτε ως αστρική σκόνη, δε φαίνεται μια πράξη άσκοπη. Συγκλονιστική όσο κι αν είναι η ιδέα, εντούτοις είμαστε φτιαγμένοι από αστερόσκονη. Και τη ζωή μας, οφείλουμε στο θάνατο κάποιου άστρου...



-απόσπασμα από "Τα άστρα και οι μύθοι τους" των Στρ. Θεοδοσίου-Μ.Δανέζη:

Η Βερενίκη ήταν κόρη του δυνάστη της Κυρήνης Μάγα και της Απάμης, κόρης του βασιλιά της Συρίας Αντιόχου του Α'. Παντρεύτηκε μετά από περιπέτειες και διάφορους αρραβώνες τον Πτολεμαίο το Γ' τον ευεργέτη. Για κακή τους, όμως, τύχη, αμέσως μετά το γάμο τους, ο άντρας της αναγκάστηκε να εκστρατεύσει στη Συρία (246-243π.Χ.). Τότε η νεαρή νύφη έκανε τάμα στη θεά του έρωτα Αφροδίτη τα πλούσια μαλλιά της, την κόμη της δηλαδή, που θα τα έκοβε σύρριζα, αν ο αγαπημένος άντρας της γυρνούσε σώος και νικητής από την εκστρατεία.
Μόλις λοιπόν πληροφορήθηκε την επιστροφή του νικητή άντρα της, η Βερενίκη έκοψε σύρριζα τα μαλλιά της και τα αφιέρωσε στο ναό της Αφροδίτης. Η πράξη της αυτή την έκανε πολύ αγαπητή στο λαό. Ο αστρονόμος Κόνων ο Σάμιος, για να κολακεύσει το βασιλικό ζευγάρι, μια που την επόμενη ημέρα η κόμη εξαφανίστηκε από το ναό, είπε ότι τα μαλλιά της βασίλισσας ανηρπάγησαν από τους θεούς και έγιναν αστερισμός. Δείχνοντας τα επτά άστρα του Πλοκάμου, ο Κόνων είπε ότι ο Δίας μετέφερε την Κόμη ακριβώς εκεί, για να τη βλέπουν οι άνθρωποι και να επαινούν την αγάπη της Βερενίκης για το σύζυγό της, τη θεοσέβειά της και τη συνέπεια του λόγου της.

Σάββατο 15 Δεκεμβρίου 2007

Ξημερώνει...




αφιερωμένο σε όσους φίλους είναι "κάπως" απόψε...
μια γλυκιά καληνύχτα κι ένα όμορφο ξημέρωμα, εύχομαι...

Μια χιονισμένη καλημέρα...του Αγίου Ελευθερίου σήμερα

Μια χιονισμένη καλημέρα σήμερα... Λευκό το τοπίο εδώ, έπειτα από το πρώτο χιονάκι του χειμώνα που καλοδεχτήκαμε χθες...


Του Αγίου Ελευθερίου σήμερα, προστάτη κάθε έννοιας ελευθερίας, αλλά ιδαιτέρως των εγκύων γυναικών καθώς πιστεύεται ότι δίνει "καλή λευτεριά"!
"Αϊ-Λευτέρη, λευτέρωσέ με" απευθύνονται στον `Αγιο προστάτη και ποτέ τη μέρα της γιορτής του δεν πιάνουν βελόνα στα χέρια τους. Σε πολλά μέρη, όπως στη Λέσβο, δεν είναι μόνο οι έγκυες που τάζουν άρτους στον `Αγιο, αλλά και οι μαμές, για να τους "βγαίνουν καλά οι γέννες". Ακόμη, σε περίπτωση δύσκολου τοκετού, οι μέλλουσες μητέρες τάζουν το παιδί τους στον `Αγιο και του δίνουν το όνομά του.

Κι ας θυμηθούμε λίγο την Ειλείθυια, τη θεά του τοκετού που επικαλούνταν για βοήθεια οι επίτοκες στην αρχαία Ελλάδα και το σχετικό μύθο για τη γέννηση του Απόλλωνα...

Όταν η Λητώ, διωγμένη από παντού, και κυνηγημένη από τη ζήλια και το μένος της Ήρας καταφεύγει στη Δήλο για να γεννήσει το γιο του Δία, εννιά ολόκληρα μερόνυχτα τη βασανίζουν πόνοι αβάσταχτοι και δε μπορεί να ελευθερωθεί. Στο νησί συγκεντρώνονται μεγάλες θεές να της παρασταθούν, αλλά δε μπορούν να προσφέρουν βοήθεια, μιας και αρμόδια για τους τοκετούς είναι η θεά Ειλείθυια. Έτσι αποφασίζουν να στείλουν την Ίριδα στον Όλυμπο να τη βρει και να της μηνύσει νά'ρθει, προσέχοντας φυσικά να μην την πάρει χαμπάρι η ζηλόφθονη Ήρα. Της τάζουν, μάλιστα, κι ένα γιορντάνι εννιά πήχες μακρύ, αρκεί μονάχα να βιαστεί κι εκείνη δέχεται. Με το που πάτησε το πόδι της στο νησί, η ώρα της γέννας έφτασε και το παιδί βγήκε στο φως ανάμεσα στις δοξαστικές κραυγές των γυναικών που αμέσως το πήραν να το λούσουν, να το τυλίξουν σε λευκό σεντόνι και να το φασκιώσουν με χρυσή φασκιά. Η Θέμιδα το ταϊζει με νέκταρ κι αμβροσία και αμέσως το θαύμα γίνεται, τα σπάργανα λύνονται κι ο θεός μεγαλώνει απότομα και παίρνει τη μορφή κανονικού άντρα. Τους αναγγελεί, μάλιστα, πως σκοπό του θά'χει να παίζει την κιθάρα, να δοξεύει και να μηνάει στους ανθρώπους τις αλάθητες βουλές του πατέρα του...

Χρόνια πολλά σε όσους κι όσες γιορτάζουν σήμερα!

Υ.Γ. βλ. και νεότερη ανάρτηση για έθιμα Αγίου Ελευθερίου: Άγιε Ελευθέριε, ελευθέρωσέ μας!

Παρασκευή 14 Δεκεμβρίου 2007

Γη των ανθρώπων...

(για τη Φωτεινούλα μου)


αποσπάσματα από τη "Γη των ανθρώπων" του Αντουάν ντε Σαιντ-Εξιπερύ

"... Ένιωθα πως δεν ήμουν καλά προετοιμασμένος. Η Ισπανία ήταν φτωχή σε καταφύγια. Φοβόμουν πως, σε περίπτωση βλάβης, δε θά'ξερα που να αναζητήσω κανένα πεδίο προσγείωσης. Είχα μελετήσει τους χάρτες, χωρίς να βρω, στη στέγνα τους, τις πληροφορίες που χρειαζόμουν.[...]

Μα τί παράξενο μάθημα γεωγραφίας πήρα τότε! Ο Γκυγιωμέ δε μου μάθαινε την Ισπανία, την έκανε φίλη μου: Δε μου μίλησε ούτε για υδρογραφία, ούτε για πληθυσμούς, ούτε για πανίδα. Δε μου μίλησε για το Κάδιξ, μα για τρεις πορτοκαλιές που υπήρχαν σε ένα χωράφι, κοντα στο Κάδιξ: "Πρόσεχέ τες, σημείωσέ τες στο χάρτη σου". Κι οι τρεις πορτοκαλιές έπιαναν από τότε στο χάρτη μου περισσότερη θέση από τη Σιέρα Νεβάδα. Δε μου μίλησε για το Λόρκα, μα για μια απλή φάρμα κοντά στο Λόρκα. Για μια ζωντανή φάρμα. Και για τον ιδιοκτήτη της και τη γυναίκα του. Και το ζευγάρι αυτό, χαμένο στο διάστημα, χίλια πεντακόσια χιλιόμετρα μακριά μας, έπαιρνε για μας μια υπέρμετρη σημασία. Καλοβαλμένοι στην πλαγιά του βουνού τους, ήταν έτοιμοι, σα φαροφύλακες κάτω απ'τα αστέρια τους, να τρέξουν να βοηθήσουντους ανθρώπους.
Ανασύραμε έτσι απ'τη λήθη τους, απ'την ασύλληπτη απομάκρυνσή τους, λεπτομέρειες που αγνοούσαν οι γεωγράφοι όλου του κόσμου. Γιατί μόνο ο Έβρος που αρδεύει τις μεγάλες πόλεις ενδιαφέρει τους γεωγράφους. Όχι όμως κι αυτό το ρυάκι, το κρυμμένο κάτω απ'τα χόρτα, δυτικά του Μοτρίλ, πατέρας-τροφοδότης για καμιά τριανταριά λουλούδια. "Πρόσεχέ το αυτό το ρυάκι, διαβρώνει το χωράφι... Σημείωσέ το κι αυτό στο χάρτη σου..." Α! Θα το θυμόμουν αυτό το φιδάκι του Μοτρίλ! Έδειχνε πως δεν ήταν τίποτα, πως με το ζόρι ίσως, με το ανάλαφρο μουρμούρισμά του, να γοήτευε μερικούς βατράχους - λαγοκοιμόταν, όμως, με το ένα μάτι. Στον παράδεισο του βοηθητικού αυτού πεδίου απογειώσεως, ξαπλωμένο κάτω απ'τα χόρτα, με παραφύλαγε, δυο χιλιάδες χιλιόμετρα από δω. Με την πρώτη ευκαιρία θα με έκανε ένα κουβάρι φλόγες...
Το ίδιο αποφασιστικά περίμενα κι εκείνα τα τριάντα μαχητικά πρόβατα, που υπήρχαν εκεί, στην πλαγιά του λόφου, έτοιμα να επιτεθούν! "Νομίζεις πως είναι ελεύθερο αυτό το λιβάδι, κι ύστερα φραπ! να τα τριάντα σου πρόβατα που σου χώνονται κάτω απ'τις ρόδες." Κι εγώ απαντούσα μ'ένα σαστισμένο χαμόγελο σε μια τόσο ύπουλη απειλή.
Κι έτσι, σιγά σιγά, η Ισπανία του χάρτη μου γινόταν, κάτω απ'το φως της λάμπας, μια παραμυθένια χώρα. Σημείωνα, μ'ένα σταυρό, τα καταφύγια και τις παγίδες. Σημείωνα κείνον τον αγρότη, αυτά τα τριάντα πρόβατα, αυτό το ρυάκι. Έβαζα, στη σωστή της θέση, αυτή τη βοσκοπούλα που είχαν παραμελήσει οι γεωγράφοι...."

"...Προσγειώθηκα μέσα στη γλύκα του απόβραδου. Πούντα Αρένας! Ακουμπώ σε μια κρήνη και κοιτάζω τα κορίτσια. Δυο βήματα απ'τη χάρη τους, νιώθω καλύτερα το ανθρώπινο μυστήριο. Σ'ένα κόσμο που η ζωή ανταμώνει τόσο γρήγορα τη ζωή, όπου τα λουλούδια, στην ίδια την κλίνη του ανέμου, σμίγουν με τα λουλούδια, όπου ο κύκνος γνωρίζει όλους τους κύκνους, μονάχα οι άνθρωποι χτίζουν τη μοναξιά τους.
Πόσο χώρο κρατάει ανάμεσά τους ο πνευματικός κόσμος μας! Ένα όνειρο μια κοπέλας την απομονώνει από μένα- πώς να την πλησιάσω; Τί μπορεί να ξέρεις για μια κοπέλα που γυρίζει σπίτι της, με βήματα αργά, με μάτια χαμηλωμένα, χαμογελώντας μόνη της, γεμάτη ήδη επινοήσεις κι αξιολάτρευτες ψευτιές; Μπόρεσε απ'τις σκέψεις, απ'τη φωνή κι απ'τη σιωπή ενός εραστή να δημιουργήσει ένα βασίλειο, κι από τότε, έξω από αυτό, δεν υπάρχουν για κείνη παρά βάρβαροι. Καλύτερα από το νά'ταν σε κάποιον άλλο πλανήτη, τη νιώθω κλεισμένη στο μυστικό της, στις συνήθειές της, στους τραγουδιστούς αντίλαλους της μνήμης της. Γεννημένη χθες από ηφαίστεια, από πρασιές, απ'την αλμύρα της θάλασσας- έγινε κιόλας σχεδόν θεά.
Πούντα Αρένας! Ακουμπώ σε μια κρήνη. Μερικές γριές έρχονται να πάρουν νερό. Από το δράμα τους δε θα μάθω παρά αυτή την κίνηση της υπηρέτριας. Ένα παιδί, ακουμπισμένο στον τοίχο, κλαίει σιωπηλά. Στη μνήμη μου δε θα απομείνει απο αυτό παρά ένα ωραίο παιδί, απαρηγόρητο παντοτινά. Είμαι ξένος. Δεν ξέρω τίποτα. Δεν εισχωρώ στα βασίλειά τους... "

"... Σε τί φτωχό διάκοσμο παίζεται αυτό το μεγάλο παιχνίδι του μίσους, της φιλίας, της ανθρώπινης χαράς! Από πού οι άνθρωποι αντλούν αυτήν την αίσθηση της αιωνιότητας, παρακινδυνεύοντας πάνω σε μια χλιαρή ακόμα λάβα, απειλούμενοι ήδη για το μέλλον απ'την άμμο και τους πάγους; Οι πολιτισμοί τους δεν είναι παρά ευθραυστα επιχρυσώματα: Ένα ηφαίστειο τους εξαλείφει ή μια καινούρια θάλασσα ή μια αμμοθύελλα..."

"... Κι όμως, αγαπήσαμε την έρημο.
Αν δεν είναι στην αρχή παρά κενό και σιωπή, είναι γιατί δεν προσφέρεται σε εφήμερους εραστές. Κι ένα απλό ακόμα χωριό του τόπου μας μας κρύβεται. Αν δεν απαρνηθούμε, για χάρη του, όλον τον υπόλοιπο κόσμο, αν δεν ταυτιστούμε με τις παραδόσεις του, με τα έθιμά του, με τους ανταγωνισμούς του, αγνοούμε τα πάντα για αυτό που είναι πατρίδα για μερικούς από μας. Ακόμα καλύτερα, δυο βήματα από μας, ο άνθρωπος που κλείνεται μέσα στο μοναστήρι του, και ζει σύμφωνα με κανόνες άγνωστους σε μας, αναδύεται πραγματικά μέσα από μια ερμητική μοναξιά, σε μια απόσταση όπου κανένα αεροπλάνο δε θα μας μεταφέρει ποτέ. Τί κι αν πάμε να επισκεφτούμε το κελί τους; Είναι άδειο. Το βασίλειο του ανθρώπου βρίσκεται μέσα του. Έτσι κι η έρημος δεν είναι φτιαγμένη από άμμους, ούτε από Τουαρέγκ, ούτε από Μαυριτανούς, έστω κι οπλισμένους με τουφέκια...
Να όμως που σήμερα νιώσαμε τη δίψα. Και μόνο σήμερα ανακαλύπτουμε πως αυτό το πηγάδι που ξέρουμε ακτινοβολεί σε όλη την έκταση. Μια αθέατη γυναίκα μπορεί να μαγεύει με τον ίδιο τρόπο ένα ολόκληρο σπίτι. Μια πηγή ακτινοβολεί πολύ μακριά, όπως η αγάπη.
Οι αμμώδεις εκτάσεις είναι στην αρχή έρημος. Έρχεται όμως η μέρα, που, καθώς φοβόμαστε την εμφάνιση των ανταρτών, μελετάμε πάνω τους τις πτυχές του μεγάλου μανδύα που τις περιβάλει. Το αντάρτικο μεταμορφώνει έτσι την έρημο.
Αποδεχτήκαμε τους κανόνες του παιχνιδιού- το παιχνίδι, μας πλάθει καθ'ομοίωσή του. Η Σαχάρα αποκαλύπτεται μέσα μας. Δεν την πλησιάζουμε με την επίσκεψή μας σε κάποια όαση, μα κάνοντας θρησκεία μας μια πηγή της...."

"Κάθησα απέναντι σε ένα ζευγάρι. Ανάμεσα στον άντρα και στη γυναίκα το παιδί είχε κουρνιάσει και κοιμόταν. Μα γύρισε στον ύπνο του, και στο φως της λάμπας είδα το πρόσωπό του. Α! Τί γλυκό προσωπάκι! Από κείνο το ζευγάρι είχε βγει κάτι σα χρυσός καρπός. Από κείνα τα βαριά σκουτιά είχε βγει αυτό το επίτευγμα της γοητείας και της χάρης. Έσκυψα πάνω σε αυτό το απαλό μέτωπο. Σ'αυτά τα γλυκά σουφρωμένα χείλη και είπα μέσα μου: Να ένα πρόσωπο μουσουργού, να ο Μότσαρτ όταν ήταν παιδί, να μια ωραία υπόσχεση ζωής. Οι μικροί πρίγκιπες των παραμυθιών δεν είχαν καμιά διαφορά από αυτό: προστατευμένο, χαϊδεμένο, καλλιεργημένο, και τί δε θα μπορούσε να γίνει! Όταν στους κήπους γεννιέται, από διασταύρωση, ένα καινούριο ρόδο, όλοι οι κηπουροί συγκινούνται. Το απομονώνουν, το καλλιεργούν, το προσέχουν και το περιποιούνται. Μα δεν υπάρχουν κηπουροί για τους ανθρώπους. [...] Είναι κάτι σαν το ανθρώπινο γένος που πληγώνεται εδώ, κι όχι το άτομο. Αυτό που με βασανίζει δε θεραπεύεται με τις σούπες των λαϊκών συσσιτίων. Αυτό που με βασανίζει δεν είναι ούτε αυτές οι καμπούρες, ούτε αυτές οι ασκήμιες. Είναι ο Μότσαρτ που δολοφονείται μες στον καθένα από αυτούς τους ανθρώπους...."

Antoine de Saint-Exupery

Τρίτη 11 Δεκεμβρίου 2007

Νυχτάκι


Σήμερα φιλοξενούμε το Νυχτάκι...
Είναι ένα από τα μικρούλικα της γειτονιάς που τριγυρνάνε στα καλντερίμια. Το παράτησε η μάνα του εδώ γύρω κι εκείνο βρήκε καταφύγιο κοντά στο σπίτι, παρέα με τα υπόλοιπα γατιά. Ώσπου αντιμετώπισε ένα δυσάρεστο πρόβλημα και το πήγαμε στο γιατρό. Κι αφού το πήγαμε στο γιατρό και καθώς τα ράμματα είναι φρέσκα κι είμαστε στην ανάρρωση, έγινε και φιλοξενούμενός μας, μέχρι να συνέλθει. Κι είναι το καημένο μες στη γκρίνια, καθώς, πέρα από τα πονάκια, είναι μαθημένο να γυρνοβολά έξω και δεν του αρέσει να κλείνεται στο σπίτι. Δε μοιάζει με το άλλο το μικρούλι που, κάθε που ανοίγουμε την πόρτα, τρέχει να τρυπώσει στη ζεστασιά. Άλλος χαρακτήρας αυτό! Κι εγώ που την περίοδο αυτή, το μόνο που θέλω να αποφύγω είναι να δεθώ και με άλλο γατί, τί να κάνω; Το έχω εδώ και το νταντεύω..

Δευτέρα 10 Δεκεμβρίου 2007

Τα νυχτέρια...


γραμμένο από το χέρι της πηλιορείτισσας Μαρίας Α. Γιαννιού ("Αναμνήσεις και εικόνες μιας ζωής") πριν κάποια χρόνια...

"Όταν βράδιαζε και η νύχτα άπλωνε σιγά-σιγά το σκοτάδι, όλες οι κοπέλες της γειτονιάς, μαζεύονταν σε κάποιο σπίτι για το νυχτέρι να φτιάσουν τα προικιά τους -πότε στο ένα σπίτι, πότε στο άλλο. Την ημέρα δούλευαν στα χωράφια, στα αμπέλια. Τα προικιά τα κάναν τη νύχτα... με γέλια, με τραγούδια, με πειράγματα περνούσαν την ώρα τους. Η μια κεντούσε, η άλλη έπλεκε, γνέθαν να υφάνουν σεντόνια, άλλη ύφανε τις καρπέτες, τα κιλίμια. `Επλεκαν δαντέλες για σεντόνια, για μαξιλάρια και λέγανε «ποιος θα είναι αυτός ο τυχερός που θα κοιμηθεί πάνω στο μαξιλάρι;».
Περίμεναν να έρθει η γιορτή των Αγίων Θεοδώρων (βλ. Ο `Aγιος Θόδωρος και το φανέρωμα του γαμπρού), να βάλουν σιτάρι κάτω από το μαξιλάρι τους να ιδούν το γαμπρό. Να γίνει γάμος, να πάρουν κουφέτο από την τσέπη του γαμπρού, να το βάλουν κάτω από το μαξιλάρι τους, να ιδούν στον ύπνο τους το γαμπρό και τα βράδια στο νυχτέρι να τα λένε, να γελούν...
Στη γιορτή των Αγίων Σαράντα (βλ. Οι Σαράντα, ο γαμπρός, το γεφύρι και η αρμυρόκ'λουρα!)γύριζαν γύρω από το σπίτι, μάζευαν ξυλαράκια, πήγαιναν σε ένα αυλάκι και κανένα γεφυράκι, βάζανε μετάνοιες και παρακαλούσαν τους Αγίους να περάσει ο γαμπρός πάνω από το γεφύρι, να τον ιδούν στον ύπνο τους. Και λέγοντας όλα αυτά και τραγουδώντας, το αδράχτι στριφογύριζε και οι βελόνες και ο κορσές πάλευαν στα δάχτυλα των κοριτσιών και το χτένι στον αργαλειό χτυπούσε σα να συνόδευε το τραγούδι τους. Και άρχιζαν τα κουτσομπολιά: «Τα μάθατε; Ο Γιάννης αγαπάει τη Λενιώ. Αν δεν του τη δώσουνε, θα την κλέψει." Και μια νύχτα έγινε απαγωγή. Τους κυνηγούσαν να τους πιάσουν. Ο Γιάννης έτρεχε μπροστά και η Λενιώ από πίσω και φώναζε «Γιάννη μ' , Γιάννη μ' , εσύ δρομάς κι εγώ δε βλέπω. Παντρειά ήταν αυτή απόψε;». Και λέγοντας και τραγουδώντας, η ώρα περνούσε και γύριζαν στα σπίτια τους με την ευχή να ανταμώσουν το άλλο βράδυ, να συνεχίσουν το νυχτέρι τους, να γελάσουν, να τραγουδήσουν...
Πλέκοντας και κεντώντας τα προικιά τους, έπλεκαν και κεντούσαν τα όνειρά τους, τα όνειρα που κάνει κάθε κοπέλα για τη ζωή της."

Κυριακή 9 Δεκεμβρίου 2007

`Αννα...


Της Αγίας Άννας σήμερα... μητέρας της Παναγιάς...

Χρόνια πολλά σ' όλες τις Αννούλες... και, πρώτα από όλα, στη μητέρα μου...

Της Αγίας Άννας, που "ανασαίνει" η μέρα, καθώς πλησιάζει ο καιρός που θα αρχίσει αυτή να μεγαλώνει εις βάρος της σκοτεινιάς...

Κι εδώ, η Αγία Άννα στην αγαπημένη Αμοργό του απέραντου γαλάζιου...


Το τραγούδι, φυσικά, αφιερωμένο...

Σάββατο 8 Δεκεμβρίου 2007

Σάββατο κι απόβραδο...

Και το τραγούδι αυτό, όχι μονάχα απλά επειδή είναι Σαββατόβραδο απόψε, αλλά για πολλούς και διάφορους λόγους δικούς μου, άσχετους μεταξύ τους με μια πρώτη ματιά, σχετικούς ίσως από κάποιο άλλο πρίσμα, τους οποίους θα δυσκολευόμουν πολύ να εξηγήσω εδώ... εξάλλου, τί νόημα θα είχε άραγε; Σαββατόβραδο απόψε...για άλλους μια βραδινή έξοδος, για άλλους μοναχικό, για άλλους ευχάριστο κι ελπιδοφόρο, για άλλους νοσταλγικό, μελαγχολικό, πληκτικό ή ακόμα και θανατηφόρα πνιγηρό... όπως και νά'χει, το κομμάτι αφιερωμένο σε όσους θά 'θελαν να το ακούσουν...

βράζοντας τα τσίπουρα...


Και μιας και θυμήθηκα τα καζάνια χθες το βράδυ, μού 'ρθε στο μυαλό κάποιο χειμωνιάτικο γιόμα που βράζαμε τσίπουρα στου φίλου μου του Ν. Είχε παγωνιά, καταχείμωνο, μες στο δωδεκαήμερο των Χριστουγέννων. Είχε αρχίσει να σκοτεινιάζει και ψιλούτσικες υγρές νιφάδες χόρευαν κάτω απ' το βλέμμα ενός ήλιου που χανόταν πίσω απ' το βουνό... Χιονόνερο... Και μεις στην «παράγκα», κάτω απ' το σπίτι, δίπλα στα καζάνια που βράζανε... Και δώσ' του κι άλλες κλάρες στη φωτιά, κι άντε άλλη μια καζανιά... Το άρωμα μεθυστικό να διαχέεται παντού... και κάθε τόσο να δοκιμάζουμε κι από ένα ποτηράκι για να ζεσταθεί το μουδιασμένο απ' το κρύο κορμί και να γελάσει η καρδιά μας. Βάζουνε διάφορα αρωματικά στο τσίπουρο εδώ... μπόλικο γλυκάνισο, μήλα, σύκα, από καμιά πορτοκαλόφλουδα, μια χούφτα κριθάρι και καλαμπόκι, ένα κρεμμυδάκι... και, άντε μια γουλιά ακόμη... Μας πήρε η νύχτα κι ανάψανε τα κάρβουνα στην ψησταριά, δίπλα στα καζάνια. Κι οι μυρωδιές να κάνουν πανηγύρι... Τ' άρωμα του χειμώνα, του ξύλου που καιγόταν και της φωτιάς, το οινόπνευμα να διαπερνά τα ρουθούνια και να σε πλημμυρίζει κι ύστερα το γλυκάνισο να μπερδεύεται με την τσίκνα του χωριάτικου λουκάνικου που τσιτσίριζε παραδίπλα... Κι άντε στην υγειά μας, και του χρόνου... κι άντε νά 'μαστε καλά κι ένα ποτηράκι ακόμα...

Παρασκευή 7 Δεκεμβρίου 2007

στην υγειά μας..

Δύσκολη νύχτα... Σηκώνει τσιπουράκι μπόλικο... Άντε, να βάλουμε τα καζάνια να βράζουνε, λοιπόν... και στην υγειά μας!

Δάφνη


Κάποτε ήτανε μια Νύμφη, κόρη του Πηνειού ποταμού, ξακουσμένη παντού για την ομορφιά της. Η Νύμφη τούτη ολημερίς κυνηγούσε στα δάση, σαν τη θεά `Αρτεμη, και κουβέντα δεν ήθελε να ακούσει για τα τόσα παλικάρια που την πολιορκούσαν. `Αδικα πάσχιζε ο πατέρας της, ο ποταμός, να την πείσει να παντρευτεί, να του χαρίσει εγγόνια. Εκείνη προτιμούσε να τρέχει ελεύθερη κι αγνή στα βουνά και να ασχολείται μονάχα με το κυνήγι. Η Νύμφη αυτή ονομαζόταν Δάφνη.

Κάποια μέρα, όμως, έτυχε να την ανταμώσει ο Απόλλωνας, ο οποίος ξετρελάθηκε από την ομορφιά της και θέλησε να την κάνει δική του. Εκείνη, για να γλιτώσει από τον πόθο του θεού και να παραμείνει παρθένα, έτρεξε να του ξεφύγει. Κι ο Απόλλωνας, γιος του πανίσχυρου Δία, έτρεξε στο κατόπι της προσπαθώντας να τη μεταπείσει. Αμετάπειστη η Δάφνη, πιο γρήγορος στα πόδια, όμως, ο θεός, καταφέρνει να τη φτάσει. Και τη στιγμή που εκείνος απλώνει τα χέρια του να τη γραπώσει, απελπισμένη η Δάφνη επικαλείται τη βοήθεια του πατέρα της του Πηνειού ώστε να τη γλιτώσει. Ο ποταμός τότε, για να κάνει τη χάρη στην κόρη του, τη μεταμόρφωσε σε δέντρο. Τα πόδια της έγιναν ρίζες, το σώμα της κορμός, τα χέρια της έγιναν κλαριά και τα μαλλιά της φύλλα. Κι έτσι ο θεός αγκάλιασε ένα δέντρο. Ήταν, όμως, τέτοιο το πάθος του για κείνην που της βροντοφώναξε «Αφού δε θέλησες να γίνεις γυναίκα μου, από δω και πέρα θα είσαι το δέντρο μου το αγαπημένο. Θα στεφανώνω με τους κλώνους σου τα μαλλιά μου, τη λύρα και τη φαρέτρα μου!» Κι έτσι η δάφνη έγινε του Απόλλωνα το ιερό φυτό...

Οπότε η δάφνη έπαιξε πολύ σημαντικό ρόλο στη λατρεία του θεού Απόλλωνα. Φύλλα δάφνης μασούσε η Πυθία πριν ανέβει στο δαφνοστεφανωμένο τρίποδα για να δώσει χρησμό, με δάφνη στεφάνωναν τους νικητές των Πυθικών αγώνων, με δάφνη εξάγνισε ο Απόλλωνας τον Ορέστη από το φόνο της μητέρας του κ.λ.π, κ.λ.π.... Μάλιστα, λένε, πως είχε τόσο στενά συνδεθεί με την προστασία από το κακό, αλλά και με τη δόξα, που αν ξεραινόταν κάποιος θάμνος δάφνης, το είχαν για άσκημο οιωνό.

Οι ιδιότητες της δάφνης, θεωρούνταν και θεωρούνται ακόμη φαρμακευτικές. Παλιά χρησιμοποιούσαν το δαφνόλαδο για επαλείψεις στο δέρμα των ζώων, ώστε να καταπολεμήσουν τις ψείρες καθώς και άλλα παράσιτα. Κάποιοι χωρικοί πλένουν ακόμη τα ζώα τους με νερό από βρασμένα δαφνόφυλλα για να μην τα πλησιάζουν οι αλογόμυγες. Το 19ο αιώνα γιατροί τη χρησιμοποιούσαν με μορφή επιθεμάτων σε φαρυγγίτιδα και ιγμορίτιδα, κι ακόμα και σήμερα, το αφέψημά της, χρησιμοποιείται από πολλούς για γαργάρες και πλύσεις στόματος σε πονόλαιμους και διάφορες στοματικές μολύνσεις. Ακόμη κάνουν ζεστές κομπρέσες με δαφνόζουμο σε αποστήματα ή νευραλγίες. Η συμβολή της είναι πολύ σημαντική στην καταπολέμηση της γαστρίτιδας και άλλων στομαχικών διαταραχών, όπως η αεροφαγία. (Δεν είναι τόσο τυχαίο που την προσθέτουν σαν αρωματικό στις φακές ή στη φασολάδα.) Η σκόνη ξερών δαφνόφυλλων σταματά τη ρινορραγία. Το λούσιμο με νερό στο οποίο έχουν βράσει φύλλα και καρποί της δάφνης δυναμώνει, σκουραίνει και γυαλίζει τα μαλλιά. Και τόσα άλλα ακόμη...

Πέμπτη 6 Δεκεμβρίου 2007

Του Αϊ Νικόλα, των ναυτικών και του χιονιού


Παγωνιά σήμερα... Το περίμενα... Του Αϊ Νικόλα, βλέπεις! Από τότε που εγκαταστάθηκα μόνιμα σε τούτο το χωριό, έμαθα πως ο `Αγιος Νικόλας δεν είναι μονάχα ο προστάτης των θαλασσινών, αλλά κι ο άρχοντας του χειμώνα. Από τις 6 Δεκεμβρίου, λοιπόν, περιμένουμε τα πρώτα χιόνια. Τόσο πολύ τον έχω συνδυάσει τούτο τον `Αγιο με την έναρξη της βαρυχειμωνιάς, που το μυαλουδάκι μου είναι αδύνατον να διανοηθεί χιονόπτωση πριν από τη μέρα της γιορτής του. Από την άλλη, με το που θα πάει 6 του Δεκέμβρη, από μέρα σε μέρα την προσμένω. Η πεποίθησή μου αυτή ισχυροποιήθηκε έτσι τους πρώτους εκείνους χειμώνες που πέρασα στο χωριό, που λες και τά 'χανε κανονισμένα, ο `Αγιος των ναυτικών κι ο ουρανός και, κάθε φορά, ανήμερα της γιορτής του ένα πέπλο λευκό σκέπαζε το τοπίο. Έκτοτε, βέβαια, υπήρξαν και χρονιές που δε χιόνισε την ίδια μέρα, αλλά πάντοτε θα χιόνιζε λίγες μέρες μετά και ποτέ νωρίτερα!

Αργότερα έμαθα πως δεν είμαι μόνο εγώ και οι ντόπιοι τούτου του τόπου που συνδυάζουμε τον `Αγιο Νικόλαο με τις πρώτες παγωμένες νιφάδες, αλλά πως η ίδια αντίληψη επικρατεί και στην παράδοση του λαού μας.

«`Αγιος Νικόλας έρχεται τα χιόνια φορτωμένος» λέει ο λαός.

Κι ακόμα ακούγονται ένα σωρό παροιμίες για τα «Νικολοβάρβαρα» (τις τρεις αυτές γιορτές στην αρχή του Δεκέμβρη) :

«Η Βαρβάρα βαρβαρώνει (το κρύο), ο Αϊ Σάββας σαβανώνει κι ο Αϊ Νικόλας παραχώνει (το χιόνι).»

«Αγιά Βαρβάρα γέννησε (το χιόνι), Αϊ Σάββας το εδέχθη και Αϊ Νικόλας έτρεξε να πάει να το βαφτίσει.»

«Τα Νικολοβάρβαρα σιμά στο στάβλο!» (σαν προειδοποίηση για τους ψυχρούς αέρηδες που φυσούν αυτές τις μέρες)

«Αγιά Βαρβάρα μίλησε και Σάββας απεκρίθη:

-Μαζέψτε ξύλα κι άχυρα και σύρτε και στο μύλο,

γιατί Αϊ Νικόλας έρχεται στα χιόνια φορτωμένος!»

Του Αγίου Νικολάου, λοιπόν, σήμερα, «πού 'ναι της γης και του πελάγου», κύριος των ανέμων, της τρικυμίας και της παγωνιάς, του Αγίου Νικολάου, κατεξοχήν προστάτη των ναυτικών, που για να τον εξευμενίσουν πετούσαν κόλλυβα στη θάλασσα ανήμερα της γιορτής του και βύθιζαν την εικόνα του μες στο νερό, που τον επικαλούνται οι θαλασσινοί στις δύσκολες ώρες και τάζουν τάματα στο όνομά του, του Αγίου Νικολάου, του «καραβοκύρη» και «χιονιά» και πολιούχου του αγαπημένου μου Βόλου. 
Χρόνια πολλά και πανέμορφα σε όσους και όσες γιορτάζουν σήμερα και φυσικά ιδιαιτέρως στο Νίκο μας (Τέρα Άμου ) από τη Νίσυρο.

Τρίτη 4 Δεκεμβρίου 2007

Οι παραδόσεις μας κι η Αγιά Βαρβάρα

«Η Βαρβάρα βαρβαρώνει» λέει ο λαός, καθώς συνηθίζει να συνδυάζει ομόηχες λέξεις κι έτσι τη φαντάζεται, αν μη τι άλλο, ως μια Αγία ιδιαίτερα δυναμική. Με τούτη τη δυναμική Αγία, λοιπόν, συνδέονται εντυπωσιακά πολλές παραδόσεις, έθιμα και δοξασίες του λαού μας κάποια από τα οποία, κρύβουν φυσικά και αρχαιοελληνικές ρίζες.


Η Αγία Βαρβάρα, πάνω από όλα, θεωρείται προστάτιδα των παιδιών από την ευλογιά, αλλά κι από άλλες κακιές αρρώστιες. Τούτο στηρίζεται στην παράδοση που λέει πως ο πατέρας της, που ήταν φανατικός εθνικός, είχε τέτοιο μίσος για τους Χριστιανούς που, για να την κάνει να αρνηθεί την πίστη της την έκλεισε σε ένα πύργο όπου τη βασάνιζε τόσο, ώστε εκείνη να αρρωστήσει και να βγάλει σπυριά σε όλο της το σώμα. Τότε μάλιστα, την πέταξε σε ένα καζάνι για να καεί, όμως έγινε το θαύμα κι εκείνη, όχι μόνο δε κάηκε, αλλά έσβησαν και τα σπυριά από το κορμί της! Για το λόγο αυτό, οι μανάδες, εκείνες τις εποχές που ευλογιά θέριζε σαν επιδημία, έκαναν προσφορές στο όνομά της, ώστε να προστατεύσει τα παιδιά τους από την αρρώστια κι από τις άσκημες αυλακώσεις που προκαλούσε στα τρυφερά τους προσωπάκια. Έτσι, της έφτιαχναν μελόπιτες και πολυσπόρια, αλλά και κολλυβόζουμο, που τό 'λεγαν «βαρβάρα» προς τιμήν της.

Το έθιμο αυτό λέγεται πως κρατάει από την εποχή που ο σατανικός νους του πατέρα της, του Διόσκουρου, βάλθηκε να εξοντώσει του Χριστιανούς δηλητηριάζοντας το ψωμί τους. (`Αλλη εκδοχή, πάλι, μιλάει για τους Τούρκους κι όχι για το Διόσκουρο.) Το μυστικό, όμως, το έμαθε η κόρη του και ειδοποίησε τους Χριστιανούς να αποφύγουν εκείνες τις μέρες το ψωμί και να αρκούνται στο να βράζουν και να τρώνε ό,τι καρπούς είχαν φυλαγμένους στο σπίτι τους. Κι έτσι, ανήμερα της γιορτής της, οι νοικοκυρές συνήθιζαν να ετοιμάζουν τη «βαρβάρα», βάζοντας στάρι και διάφορους καρπούς (καρύδια, μύγδαλα, ρόδια, σταφίδες) ή φρούτα (συνήθως μήλο) ψιλοκομμένα και μπόλικα μυρωδικά, όπως κανέλα.

Αναφέρεται πως σε μέρη της Μικρασίας, τη «βαρβάρα» μαζεύονταν οι γειτόνισσες και την έφτιαχναν, την παραμονή, σε ένα σταυροδρόμι. Κι ύστερα το πρωί, φώναζαν τον παπά να τη διαβάσει, στο ίδιο εκείνο τρίστρατο. Αντίστοιχα, αλλού έφτιαχναν τη μελόπιτα (πίτα που αφού ψηθεί περίχυναν με μέλι) την οποία το τοποθετούσαν σε ένα τραπέζι και την πήγαιναν και πάλι σε ένα τρίστρατο όπου ερχόταν ο παπάς να τη ευλογήσει. Από το μέλι της πίτας αυτής έκαναν κι ένα σταυρό στην πόρτα τους.

Κι εδώ νομίζω αξίζει να παρατεθεί ένα απόσπασμα από το βιβλίο του Γ.Α.Μέγα «Ελληνικές γιορτές και έθιμα της λαϊκής λατρείας» : «Θα ήταν πραγματικά δύσκολο να εξηγηθούν οι μελόπιτες, η πανσπερμία και η έκθεσή τους στο «τρίστρατο», αν δε μας βοηθούσαν οι γνώσεις μας για την αρχαίακουροτρόφο θεά, την Εκάτη. Οι Έλληνες πίστευαν πως η Εκάτη, ως ενοδία ήτριοδίτις θεά, ήταν εγκατεστημένη στα τρίστρατα, όπου προς το βράδυ, τις τελευταίες μέρες του μήνα, όταν δηλαδή άρχιζε η νέα σελήνη, τοποθετούσαν πάνω στους βωμούς και κάτω από τα αγάλματα τροφές για τη θεά, τα λεγόμενα «Εκαταία» ή τον «Εκάτης δείπνον». Αν λάβουμε υπόψη, ότι αυτός ο τρόπος ετοιμασίας και έκθεσης των προσφορών στην Αγία Βαρβάρα συναντάται ιδιαίτερα στη Μ.Ασία και ότι η λατρεία της Εκάτης επικρατούσε κυρίως εκεί (από όπου η τριοδίτις θεά μεταφέρθηκε νωρίς στην αρχαία Ελλάδα ως θεά της μαγείας) καταλαβαίνουμε ποια αρχαία θεότητα αντικατέστησε, ως βοηθός του ανθρώπου, η Αγία Βαρβάρα.»

Παράλληλα, εκτός από τα παραπάνω, η Αγία Βαρβάρα έχει καθιερωθεί και προστάτιδα του Πυροβολικού μας, λόγω της παράδοσης που ακουγόταν σε σχέση με το θάνατό της. Καθώς έχασε τη ζωή της από τον ίδιο της τον πατέρα και φανατικό ειδωλολάτρη κι ενώ εκείνος την αποκεφάλισε με το ξίφος του, η Θεία Δίκη, με μορφή κεραυνού, λέγεται πως έπεσε πάνω του και τον έκαψε. Αυτόν τον τιμωρό κεραυνό συμβολίζουν τα πυρά του Πυροβολικού και για το λόγο αυτό καθιερώθηκε προστάτιδά του το 1829. Μάλιστα, προς τιμήν της, προσφέρονται και λουκουμάδες, επειδή μοιάζουν με τα τότε σφαιρικά βλήματα των πυροβόλων.

(βλ. και: Η Αγια-Βαρβάρα, η ευλογιά, το μέλι και τα τρίστρατα!)

Κυριακή 2 Δεκεμβρίου 2007

Σαββατοκύριακο στην εξοχή!



Πρωινό Σαββάτου στο χωριό... εγώ σπίτι, η μάνα μου σε κάποια δουλειά, ένα χιλιόμετρο πιο πέρα... Με παίρνει στο κινητό από αριθμό άγνωστο: «Έλα, το κινητό μού 'σβησε και δεν ανοίγει. Θα έρθεις να με πάρεις στις δύο που θα έχω τελειώσει; Μη με ξεχάσεις και δεν έχω και τηλέφωνο εδώ!» Οπότε, κατά τις δύο παρά ανεβαίνω πλατεία για να πάρω το αυτοκίνητο. Αμ, δε! Κλεισμένο το αυτοκίνητο από κάποιον άγνωστο και πανικός στο πάρκιν! «Μπας και καταφέρω να βάλω μπρος το παλιό της μάνας μου;» αναρωτήθηκα και άλλαξα κατεύθυνση. Αμ, δε! Την άκουσα τη μπαταρία να ξεψυχάει... Και που να βάζεις τώρα μπρος πάλι με τα καλώδια, που να βρεις αυτοκίνητο με μπαταρία διαθέσιμη, όταν επικρατεί το χάος... Και πάνω που αναλογιζόμουνα τι να κάνω, εμφανίζεται ο τύπος που με είχε κλείσει και παίρνει το αυτοκίνητο από μπροστά. Ωραία! Δεν τού 'πα τίποτα του ανθρώπου, δε βαριέσαι, αφού δεν άργησε και να φανεί κι αφού τώρα μπορούσα να φύγω... Αμ, δε! Πάω να βγω από το πάρκιν, ο ίδιος τύπος σταματημένος μου έκλεινε την έξοδο. Τι έγινε πάλι; Βγαίνω έξω να δω... Α, θά 'θελε να στρίψει αριστερά το χρυσό μου, κι από τα αριστερά ερχόταν ολόκληρο πούλμαν και που να χωρέσει να περάσει. Τι να κάνουμε, θά 'τρωγα εγώ το πούλμαν στη μάπα, που θα τό 'χα μπροστά μου στρίβοντας δεξιά σε αυτό το θεόστενο δρόμο. Περνάει το πούλμαν, το οποίο το ακολουθεί ουρά αυτοκινήτων. Άντε να περάσουν όλοι τούτοι, να πάρουμε σειρά κι εμείς! Αμ, δε! Το πούλμαν ξάφνου σταματάει μπροστά μας και δεν κινείται. Ξαναβγαίνω να δω. Ένας τύπος με φορτοεκφορτώσεις του είχε κόψει την πορεία. Ωραία ώρα διάλεξες φίλε μου! Έχω αρχίσει να εκνευρίζομαι λίγο κι ακόμη περισσότερο καθώς σκέφτομαι ότι πλησίαζε η ώρα που θα κατέφθανε το υπεραστικό λεωφορείο από την αντίθετη μεριά και τότε, τη βάψαμε!. Αποφασίζει ο «φορτοεκφορτώσεις» να βάλει μπρος. Αμ, δε! Δεν πρόλαβε να έρθει το υπεραστικό, άλλο πούλμαν ανηφόριζε από τα δεξιά. Υπέροχα! Κι οι ουρές αυτοκινήτων ευτυχισμένων τουριστών που αποδράσανε στην εξοχή για το Σ/Κ να έχουν φρικάρει καθώς είχαν φρακάρει όλο το χωριό κι από τις δυο μεριές. Εντωμεταξύ, όλο το μπλοκάρισμα μπροστά στην αστυνομία. Απτόητοι οι αστυνομικοί μας, σε νιρβάνα όπως πάντα σε τέτοιες περιπτώσεις, κανείς δεν εμφανίστηκε να ρυθμίσει λίγο την κυκλοφορία...
Ήδη έχει περάσει μισή ώρα από τη στιγμή που βγήκα από το σπίτι μου. Και πάνω που αναρωτιέμαι πώς να ειδοποιήσω τη μάνα μου πως πιο γρήγορα θα φτάσει στο χωριό με τα πόδια, παρά αν με περιμένει μες την παγωνιά, διακρίνω κάποια κίνηση. Αμ, δε! Προχωράμε, λοιπόν, πέντε μέτρα και σταματάμε ξανά. Και νά 'θελα, ήταν πλέον αδύνατον να επιστρέψω στο πάρκιν! Σιγά-σιγά, όμως, αρχίζει να ξεμπλοκάρει η κατάσταση. Και τότε βλέπω το δεύτερο λεωφορείο που ο οδηγός του, μάγος τιμονιού και ψυχραιμίας, το είχε στριμώξει στο πιο απίστευτο σημείο, με τον πλέον απίστευτο τρόπο, για να μπορέσουμε να περάσουμε. Ήρωας! Νά 'ναι καλά ο άνθρωπος! `Αλλη ουρά, βέβαια, από την άλλη πλευρά... ξυστά περνούσαν όλα τα αυτοκίνητα... Και μόλις στρίβω και ξεμπλοκάρω από το χαμό, νά 'σου και το υπεραστικό! Δύο λεπτά νωρίτερα να είχε ανέβει, εκεί θα βρισκόμουν ακόμη! Πάλι καλά! Βέβαια, θα το ξαναπετύχαινα στην επιστροφή, δεν τη γλίτωνα... `Ασε που δε θά 'βρισκα και πάρκιν για δείγμα! Κι όσο τα σκεφτόμουν αυτά είχα πλέον για τα καλά εκνευριστεί! Κι έτσι κι έγινε. Και φυσικά το πέτυχα! Να το ακολουθεί ένα φορτηγό κι η κλασική ουρά αυτοκινήτων. Και φυσικά φτάνω στο πάρκιν και θέση γιοκ. Και προχωράω προς τα πάνω, όπου βρω να το αφήσω. Και τότε νά 'σου κι άλλο πούλμαν να μου κλείνει το δρόμο σταματημένο για να κατέβει ένα τσούρμο καταχαρούμενων τουριστών με το πάσο τους! Αυτοί μάλιστα! Δεν καταλαβαίνουν Χριστό... Μακάριοι... Αυτοί είναι οι μόνοι, τελικά, που μπορούν να περάσουν ένα χαλαρό Σαββατοκύριακο στην εξοχή μας....

Σάββατο 1 Δεκεμβρίου 2007

ο χειμώνας κι εγώ!




Πάλι συννεφιά, πάλι μουντάδα... Είναι κάποιοι άνθρωποι που γαληνεύουν με τον καιρό αυτό, που ευχαριστιούνται. Μαζί με αυτούς κι οι αγαπητές μου σαρανταποδαρούσες, που βρίσκουν τη χαρά τους να κυκλοφορούν σε ένα κλίμα απόλυτης υγρασίας... Εγώ πάλι, μελαγχολώ... καθόλου δε μου αρέσει. Που κρύφτηκε ο ήλιος μου; Ο προστάτης μου; Ο σύντροφός μου; Και μ' άφησε μόνη σε αυτή την καταχνιά...

Εδώ, συνήθως ο χειμώνας είναι βαρύς και το καλοκαίρι δροσερό... Καθόλου του γούστου μου συνεπώς. Εγώ αποζητώ έναν ήλιο να με τσουρουφλάει και να μου φωτίζει τη μέρα... Έτσι, πέρσι, ευχήθηκα με όλη μου την ψυχή να μην κάνει χειμώνα. Δεν νομίζω ότι είχε κανείς λόγο να εισακούσει τις προσευχές μου αυτές, παρόλα αυτά, χειμώνα δεν έκανε! Αληθινό χειμώνα, δηλαδή. Αλλά και πάλι, από τη μύτη μας το έβγαλε! Όλα τα ζούμπερα επιβιώσαν, καθώς οι θερμοκρασίες παρέμειναν υψηλές και μας βρήκε η άνοιξη με εκατομμύρια παράσιτα να ροκανίζουν λαίμαργα δέντρα, λουλούδια και κηπευτικά... Ποιές ψείρες Γιωτάκι;; Εκεί να δεις! Όλος ο μικρόκοσμος στον κήπο μου! Ακαταμάχητος, να ξεζουμίζει τα πάντα! Ούτε ένα κεράσι δε φάγαμε. Πιο πολύ το κρέας από το φρούτο!

Κι έρχεται και το καλοκαίρι κι ο τόπος θεόξερος... η χαρά της φωτιάς! Κι η δική μας απελπισία...

Οπότε, πού να τολμήσω να ευχηθώ για φέτος ήπιο χειμώνα;; Τρόμος με πιάνει! Κάτι χειρότερο κι από τη θέα της σαρανταποδαρούσας!

Ελά όμως που δεν την αντέχω αυτή τη μούχλα. Αυτό το θλιβερό σκηνικό... αυτή τη μελαγχολία... Είμαστε που είμαστε στην απομόνωση... Ποιός να κυκλοφορήσει με τόση βροχή... με τα καλντερίμια να θυμίζουν καταρράκτες, το στραβοχυμένο πάρκιν κάτι σα βάλτο και τα μπατζάκια μες στη λάσπη για να μπεις στο αυτοκίνητο; Μένουμε εμείς, τα σαλιγκάρια κι οι σαρανταποδαρούσες... Κι άντε με τα σαλιγκάρια, έχουμε καλές σχέσεις, κι ας μου καταβροχθίζουν τα μαρούλια... Με τις άλλες, τις ακατανόμαστες;;;

Το θέμα ίσως ρυθμιζόταν αν έβρεχε μόνο τη νύχτα. Την ώρα που κοιμάμαι... Και μετά, ο φίλος μου ο ήλιος να μας καλημερίζει... Αλλά, ποιός με ακούει εμένα; Κι ας κάνει και παγωνιά, χρειάζεται... Πρέπει, δηλαδή να ρίξει και δυο μέτρα χιόνι; Ας το ριξει σε δόσεις! Να το χαρούμε κι εμείς, να χαρεί κι αυτό! Όχι να σκάβουμε σαν είλωτες για να απεγκλωβιστούμε! Και μετά να παγώνει στους μικροσκοπικούς διαδρόμους που ανοίγουμε και να κάνουμε τσουλήθρα! Και καλή η τσουλήθρα...δε βαριέσαι... Τις ρουκέτες που έχουν αμολήσει όλοι οι σκύλοι του χωριού στα στενά μονοπατάκια, πώς τις αποφεύγεις, μου λες; Όταν μάλιστα κουβαλάς και τις σακούλες με τα ψώνια και προσγειώνεσαι με τον κώλο και τα χέρια ψηλά! Κι αναρωτιέσαι... να αφήσω τα ψώνια να προσγειωθούν στις ρουκέτες ή να πέσω εγώ; Πριν προλάβεις να το σκεφτείς, έχεις πέσει πάνω τους και εσύ και τα τρόφιμα από το μπακάλη! `Αντε, καλή όρεξη μετά..

Κι άμα σε πιάνει και το κλειστοφοβικό το δικό μου... άσ' τα να πάνε! Να σκάβεις τούνελ κι η χιονοθύελλα να τα κλείνει στο μισάωρο! Και πως θα βγεις στην πλατεία, να δεις κανέναν άνθρωπο; Γιατί μπορεί να μη θες να δεις κανέναν μπροστά σου ως τη στιγμή που δε μπορείς να ανοίξεις την πόρτα σου από το χιόνι. Ε, τότε, εμένα με πιάνει μια απίστευτη κοινωνικότητα. Και σκάβω σαν τρελή για να βγω στην πιάτσα. Αλλά οι υπόλοιποι δεν κουβαλάνε τη δική μου τρέλα και μένουν κουρνιασμένοι στα σπιτάκια τους. Και βρίσκω μόνο τον σχεδόν ενενηντάχρονο περιπτερά να μου λέει "Βρε, θηρίο! Πώς ανέβηκες μέχρι εδώ με τόσο χιόνι;" κι εγώ απορημένη και κατάπληκτη να τον κοιτάζω και να τον ξανακοιτάζω και να αναρωτιέμαι πιο μαγικό ραβδάκι τον μετέφερε από την άλλη άκρη του χωριού μέσα στο περίπτερό του, περιτριγυρισμένο από ενάμιση μέτρο χιόνι...

Άντε, καλό μήνα νά'χουμε και καλό χειμώνα!

απλώς για μια καληνύχτα...

Παρασκευή 30 Νοεμβρίου 2007

`Αγιος Αντρέας ο "Τρυποτηγανάς"



Πάει κι αυτός ο μήνας... Κι από αύριο, τυπικά μπαίνουμε στο χειμώνα...

Σήμερα του Αγίου Αντρέα, του «Τρυποτηγανά» ή «Τρυποτηγανίτη». Σα σήμερα, οι νοικοκυρές έφτιαχναν λουκουμάδες ή τηγανίτες. Αλίμονο σε όποιαν αμελούσε να φτιάξει τέτοια μέρα! Ο `Αγιος, για να την τιμωρήσει θα της τρυπούσε το τηγάνι! Κι από το ζυμάρι για τις τηγανίτες, έκαναν με το δάχτυλο σταυρό στο αμπάρι του σπιτιού, που αποθήκευαν το σιτάρι της χρονιάς, για να παραμένει τούτο πάντοτε γεμάτο.
Εκτός από «Τρυποτηγανάς», ο `Αγιος Αντρέας είναι ο προάγγελος του χειμώνα που ακολουθεί, καθώς «αντρειεύει», δυναμώνει δηλαδή, και το κρύο.
«Σ' τσι τριάντα τ' `Αγι-Αντριός,
αντριεύται το κρύο»
Και δεν αντρειεύει μονάχα το κρύο, αλλά και τα σπαρτά κι όλα τα ζωντανά. Για αυτό κι οι αγρότες συνήθιζαν και τούτη τη μέρα να ετοιμάζουν «πολυσπόρια» για να τα διαβάσει ο παπάς και «να πάει καλά η χρονιά με πλούσια μπερεκέτια». Αλλού πάλι, από την παραμονή της εορτής του και για τρεις συνεχόμενες βραδιές, οι νοικοκυρές έριχναν στα κεραμίδια του σπιτιού βρασμένο στάρι και καλαμπόκι, λέγοντας «Αντρά, Αντρά ν'αντρώσ'ν τα στάρια και τα καλαμπόκια μας».
Του Αγίου Αντρέα, λοιπόν, σήμερα, του πολιούχου των Πατρών και προστάτη της πόλης του Ναυπλίου, αφού καθώς ξημέρωνε η γιορτή του, το 1822, έπειτα από πολύμηνη δύσκολη πολιορκία, οι Έλληνες κατέλαβαν το Παλαμήδι. Χρόνια πολλά σε όσους και όσες γιορτάζουν και, φυσικά, στην αγαπημένη μου φοιτητούπολη...

(Υ.Γ. Βλ. και: Άγιος Ανδρέας ο "Τρυποτηγανάς", οι τηγανίτες κι οι απαρχές του λαδιού!)

Τετάρτη 28 Νοεμβρίου 2007

σπίτια και "σπιτικά"


Μένω σε ένα χωριό. Από κείνα τα χωριουδάκια που ξεφυτρώνουν στο βουνό, με την πλούσια βλάστηση, τα τρεχούμενα νερά και τις ρεματιές, τα πετρόχτιστα σπίτια με τις μεγάλες αυλές τίγκα στο λουλουδικό και την κεντρική πλατεία με την εκκλησιά, τα μαγαζάκια τριγύρω και το γέρο πλάτανο να δεσπόζει στη μέση... Ένα όμορφο χωριό, βουνίσιο, με θέα τη θάλασσα, ανεξερεύνητα μονοπάτια κι όμορφες διαδρομές. Το μόνο που ίσως έχει να ζηλέψει από τα γειτονικά του χωριά είναι κάποια αναπαλαιωμένα διώροφα ή τριώροφα αρχοντικά, μιας και τούτο το χωριό το κάψανε οι Γερμανοί κι ό,τι είχε απομείνει όρθιο ήρθε να το αποτελειώσει κι ο σεισμός.
Ένα μεγαλοχώρι που όσο κι αν χρονιά τη χρονιά οι κάτοικοι λιγοστεύουν, παραμένει ακόμη ζωντανό, με ντόπιους αλλά και αρκετούς παραθεριστές. Όπως σε κάθε τουριστικό προορισμό, τα παλιά εγκαταλελειμμένα σπιτάκια αγοράζονται κι επισκευάζονται, μα ακόμη περισσότερο προτιμούνται τα οικόπεδα κι οι νέες κατασκευές. Κι έτσι σιγά-σιγά το χωριό αλλάζει, εξαπλώνεται, μεταμορφώνεται... Κι επειδή ζούμε σε μια εποχή, που της «παράδοσης», σαν έννοια, της έχουν αλλάξει τον αδόξαστο, στο όνομα αυτής της «παράδοσης», βλέπω μετά λύπης μου καθημερινά να ξεφυτρώνουν νέα τερατουργήματα.
Προσπαθώ να ξεκαθαρίσω στο μυαλουδάκι μου, πως όλα αυτά τα παλιακά σπιτάκια έχουν τόση ζεστασιά κι ακτινοβολούν τέτοια ομορφιά και πως τα περισσότερα σύγχρονα είναι κακόγουστα έως απωθητικά. Είχαν τόσο γούστο οι παλιοί μαστόροι, ήταν άλλα τα υλικά, ή η φθορά του χρόνου είναι που σκέπασε τις όποιες «δυσμορφίες»; Πάντως εκείνα τα παλιά σπιτάκια έχουν το χάρισμα να δένουν τόσο αρμονικά με το περιβάλλον και την τριγύρω φύση, ο ίδιος ο τόπος να τα αγκαλιάζει και γίνονται ένα με το βουνό, τόσο που τα θεωρεί κανείς γεννήματα της πλάσης. Και ακόμη και κείνα που τυχαίνει να πέσουν στα χέρια ανοικοκύρευτων ιδιοκτητών, εκείνα που η μορφή τους προδίδει αφροντισιά και ταλαιπωρία, ακόμη κι αυτά κατορθώνουν να μη «βγάζουν μάτι», να μην ασκημαίνουν το τοπίο.
Τα άλλα, όμως, τα καινούρια που ξεφυτρώνουν παντού; Ελάχιστα από αυτά καταφέρνουν να αγαπηθούν από τον τόπο, προσδίδοντας τη δική τους ιδιαίτερη μα και οικεία πινελιά. Είναι εκείνα που το μεράκι των ιδιοκτητών τους τους χάρισε ψυχή. Τα περισσότερα, άχαρα και άψυχα, κραυγάζουν την κρυφή απέχθεια των δημιουργών τους προς το γύρω περιβάλλον καθώς και τη μεγαλομανία και την ακαλαισθησία των νοικοκυραίων τους. Τσιμεντένιοι ασουλούπωτοι όγκοι με ατελείωτους άχρηστους χώρους γεμάτους ψεύτικα διακοσμητικά, που ονομάζονται «εξοχικά» από ανθρώπους που, κατά βάση, απεχθάνονται την έννοια της εξοχής, από ανθρώπους που θα τους φιλοξενήσουν λιγότερο από δεκαπέντε μέρες το χρόνο. Κι αυτά τα «κουτιά», που συνηθίζουν να τους κοτσάρουν πλέον και από μια πισίνα, η οποία συνήθως δε χρησιμοποιείται ποτέ, παρά μόνο για να περισυλλέγει τα μαραμένα πλατανόφυλλα, αυτά τα σκληρά και, με μανιώδη σχολαστικότητα, ορθογωνισμένα τσιμεντένια «κουτιά», θα τα επενδύσουν με φλούδες από γυαλιστερή και ισιοκομμένη πέτρα, για να τα βαφτίσουν «παραδοσιακά». Η ίδια πέτρα θα κολληθεί και τριγύρω από το θεόρατο «παραδοσιακό» τζάκι φυσικά, για να μπορούν να «θαυμάζουν» οι επισκέπτες τον «παραδοσιακό πέτρινο τοίχο» που δένει τόσο μοναδικά με τα «παραδοσιακά» ξύλα και την εστία. Και πάει λέγοντας...
Αυτά τα σπίτια που δεν είναι «σπιτικά», αυτά τα σπίτια τα άψυχα που τώρα αρχίζουν να βγαίνουν και σε αναρίθμητα πανομοιότυπα καλούπια - καθώς έχουνε γίνει της μόδας και τα λεγόμενα «συγκροτήματα κατοικιών» - αρχίζουν να κατακλύζουν το χωριό μου και να του αλλάζουν μορφή... και δεν καταλαβαίνω... αφού όλοι τούτοι δεν ψάχναν για χωριό, αλλά για κάποιο Αθηναϊκό προάστιο, τι κουβαλήθηκαν εδώ και σταματημό δεν έχουν να χτίζουν;