"Ευλογημένο το δέντρο της ελιάς. Θέλω να πιστεύω πως είμαστε κι εμείς που ασχολούμαστε μ'αυτά. Χθες, Ολγίτσα μου, βράδυ ήταν, φεύγοντας από το καλύβι σταθήκαμε στους Αγίους Αναργύρους ν'ανάψουμε τα καντηλάκια και να κάνουμε το σταυρό μας... Ήταν μαγικά... Ουρανός με αστέρια και σύννεφα ανάμεικτα, χειμωνιάτικη ατμόσφαιρα υγρή και γαλήνια, το εκκλησάκι μικρό κάτω από τα πανύψηλα δέντρα, το χωριό καθισμένο στην πλαγιά του βουνού φωταγωγημένο, το ρολόι να χτυπά μες στη νύχτα επτά και το εκκλησάκι να φωτίζεται με τα αναμμένα καντηλάκια του μέσα στο Χριστουγεννιάτικο βράδυ, Φαντάζεσαι Ολγίτσα μου ...αγρυπνία... με χριστουγεννιάτικες καταβασιές... πόσο ωραία εορταστική ατμόσφαιρα θα δημιουργούσαν; Και μετά να κοινωνούσαμε και μετά στο καλύβι κοντά στο τζάκι για κρασόζουπα και ελιές πατσαστές...!"
στὸ βουνὸ τῶν Κενταύρων, στὰ μονοπάτια τοῦ Χείρωνα... (παραδόσεις κι έθιμα, Θεός και φύση, μυθολογία και γλώσσα, σκέψεις κι εικόνες...)

Τρίτη 31 Οκτωβρίου 2023
Τα λιοπερίβολα των Αγίων Αναργύρων....
Σάββατο 16 Σεπτεμβρίου 2023
καταιγίδα... (ή, στην Παναγιά τη Λαμπηδόνα)
"ὀφθαλμοὺς ἔχοντες οὐ βλέπετε
καὶ ὦτα ἔχοντες οὐκ ἀκούετε;
καὶ οὐ μνημονεύετε;"
(Μαρκ.8,18)
Κατήφορος:
Είχε αρχίσει ήδη να σουρουπώνει. 'Ισα που προλαβαίναμε να φτάσουμε πριν σκοτεινιάσει για τα καλά. Και δε γνωρίζαμε καν αν είχε απομείνει μονοπάτι ή κάτι που να μοιάζει με αυτό μετά από τόση καταστροφή. Η τόση θλίψη των ημερών έπρεπε, θαρρείς, κάπως να κατανικηθεί έστω με την αύξηση της αδρεναλίνης! Αλλιώς δεν εξηγείται πώς μπήκαμε στη διαδικασία.
Τελικά, παρόλες τις βαθιές αυλακιές απ'το ορμητικό νερό και τις κατολισθήσεις σε κάποια σημεία, ήταν σχετικά βατό. Απλά σε συνδυασμό με τον απότομο κατήφορο και τη σκοτεινιά ο βαθμός δυσκολίας μεγάλωνε κι η αίσθηση πως κινδυνεύεις να γλυστρίσεις στο πουθενά προκαλούσε μια εσωτερική αναταραχή.
Ανήφορος:
Νύχτωσε. Ανηφορίζαμε σχεδόν στα τυφλά. Γρήγορα, πριν μας καταπιεί εντελώς το σκοτάδι. Χαλαρά, όμως, και κουβεντιάζοντας. Στον ανήφορο δεν κινδύνευες να γκρεμοτσακιστείς! Κι ας θεωρείται πιο κοπιαστικός. Συλλογιζόμουν την ανατομία μας, την κλίση των μελών μας στο περπάτημα... Ναι, είμαστε πλασμένοι για ανηφόρες! Η ίδια η φύση μας το μαρτυρά! Ο άνθρωπος είναι πλασμένος για ν'ανηφορίζει. Είναι ουσιαστικά κατασκευασμένος να ακολουθεί δρόμο ανηφορικό. Πώς δεν το έχουμε αντιληφθεί; Στον κατήφορο χάνει την ισορροπία του κι αγωνιά, κινδυνεύει... να τσακιστεί, να κατρακυλήσει, νά'χει μια πορεία γεμάτη ταραχή, να χάσει την ψυχή του...
"Ὅστις θέλει ὀπίσω μου ἐλθεῖν, ἀπαρνησάσθω ἑαυτὸν, καὶ ἀράτω τὸν σταυρὸν αὐτοῦ, καὶ ἀκολουθείτω μοι".... (Μαρκ.8,34)
Πόσο παράλογο ν'αντέξεις πια; Επήλθε κορεσμός. Σαν τούτο τον κορεσμό της γης μετά από τη συνεχόμενη καταιγίδα. Και σφουγγάρι νά'ταν, θα ξερνούσε νερό. Έτσι κι η ψυχή δεν το χωράει τόσο παράλογο! Γιατί παντού, μα παντού κυριαρχεί μια τρέλα, μια παράνοια, μια διαστρέβλωση των πάντων, μια παραμορφωμένη εικόνα, ένας αποσυντονισμός, ένα ψέμα, μια αηδία, ένα χάος... που σου επιβάλλουν βίαια να αποδεχτείς, να ζήσεις μέσα σ'αυτό: να το καταπιείς και να το χωνέψεις αμάσητο, μάλιστα! Αντιδράσεις και διαμαρτυρίες δε γίνονται δεκτές. Αν αντιδράσεις μαστιγώνεσαι ή λοιδορείσαι άγρια και γελοιοποιείσαι βασανιστικά. Πρέπει απαρεγκλίτως να αποδεχτείς το επίσημο αφήγημα, την πραγματικότητα/κανονικότητα που σου σερβίρουν. Τί επιλέγεις;
Πολλοί καταπίνουν τούτο τον παρανοϊκό αχταρμά που τους σερβίρουν ως πραγματικότητα, νομίζοντας ίσως πως μόνον έτσι θα επιβιώσουν και θα ανταπεξέλθουν στις συνθήκες, με αποτέλεσμα τον κορεσμό της ψυχής τους από "παρά φύσιν" χαοτικό υλικό το οποίο, εν συνεχεία, αναγκαστικά αρχίζει να "ξερνάει" και να αναπαράγει αυτή η ίδια. Όμως η πάλη για επιβίωση με τούτο τον τρόπο οδηγεί μαθηματικά σε "βίο αβίωτο" και για τους ίδιους και για τους διπλανούς. Και σε σίγουρο βασανιστικό μελλοντικό πνιγμό. Κάποιοι λίγοι μπόρεσαν κι έστησαν κάποια αναχώματα ώστε να μην τους πάρουν σβάρνα τα ορμητικά λασπόνερα, αλλά αυτοί συνήθως σιωπούν για να προφυλαχτούν, μην αντέχοντας να ανοίξουν μια πιθανή δίοδο κινδύνου. Είναι, βλέπεις, κι αυτοί στα όρια του κορεσμού, λίγο πριν ξεπεραστεί η κρίσιμη στάθμη. Κι ελάχιστοι, όπως πάντα, παλεύουν να κολυμπήσουν μέσα σε τούτα λύματα προσπαθώντας ν'αναπνεύσουν ουρανό, για να χτίσουν αναχώματα για τους γειτόνους τους, για να πετάξουν παραδίπλα λέμβους σωτηρίας. Αλλά, δυστυχώς, μαζί με τούτους φροντίζουν να ανακατεύονται κι οι διάφοροι μασκοφορεμένοι σατανάδες του αφηγήματος καθώς και ουκ ολίγοι μη σκεπτόμενοι φανατισμένοι γραφικοί, ώστε να δημιουργηθεί σύγχυση, να τους καταστήσουν δυσδιάκριτους και να τους απομονώσουν...
Πήραμε τον κατήφορο... κι όχι μόνο τούτο! Κι εκεί που κάνεις στροφή ν'αλλάξεις κατεύθυνση, κάποιος θα κατρακυλήσει καταπάνω σου να σε πάρει αντάμα!
"ὀφθαλμοὺς ἔχοντες οὐ βλέπετε
καὶ ὦτα ἔχοντες οὐκ ἀκούετε;
καὶ οὐ μνημονεύετε;"
(Μαρκ.8,18)
Κυριακή 10 Ιουλίου 2022
Τα τζίνια της αυλής
Πρέπει νά'ταν του Σταυρού που μας είχε καλέσει για καφεδάκι. Θαύμασα την περιποιημένη αυλή -ούτε ένα τόσο δα φυλλαράκι λησμονημένο- και τα λουλούδια. Κι αμέσως η ματιά μου καρφώθηκε σ'αυτά! Από παιδί είχα να τα συναπαντήσω! Μια χρονιά μοναχά βρήκα κάποια σε κάτι φυτώρια, μα ήταν αλλιώτικα, σαν καημένα' δεν παίρναν μπόι σαν και τούτα - μόνο τόσο όσο, θαρρείς, για να στέκονται στο γλαστράκι τους χωρίς να λυγάνε- και, ύστερα, τόσο φιλάσθενα - γρήγορα σταχτιάσαν κι αρρωστήσανε.
Έτρεξα να τη ρωτήσω:
"Έχεις τζίνια;!!"
"Τί τζίνια; Ποιά λες;"
"Τα λουλούδια, αυτά τα ψηλά με το μεγάλο ανθό. "
"Τις ντάλιες λες;"
"Όχι καλέ! Τ'άλλα. Εκεί!"
"Τους κεφαλάδες λες! Κεφαλάδες τα ξέρουμε εμείς!"
"Εγώ τζίνια τα ξέρω. Μας τα φύτευε η Δόξα όταν ήμουν παιδί. Είναι εκείνα τα ντόπια; Ρίχνεις σπόρο;"
"Ναι."
"Θα μου κρατήσεις να φυτέψω;"
"Θα σου κρατήσω."
Κι έτσι όταν μπήκε η άνοιξη, μαζί με τα κηπευτικά, έσπειρα με δέος πραγματικό και τα τζίνια μου και περίμενα να μεγαλώσουν. Δεν τά'σπειρα απ'ευθείας στο αυλάκι όπως έκανε η Δόξα και τα βρίσκαμε να ξεπροβάλουν τα κορμάκια τους καθώς ερχόμαστε για το καλοκαίρι, αλλά σ'ένα τελάρο πρώτα μέχρι να ξεπεταχτούν, από φόβο μη μου χαθούν, μην μπερδευτούν μ'αγριοχόρταρα, μην κάτι τα ενοχλήσει και δυσκολευτούν να ριζώσουν.
Και νά'τα τώρα, μετά από τόσα χρόνια, ξαναβρήκαν τη θέση τους κάτω από την αυλή του μικρού σπιτιού, να πασχίζουν να την ξεπεράσουν με το μπόι τους και να χρωματίζουν μ'όλες τους τις γλυκές αποχρώσεις το καλοκαίρι μου!
Με ρώτησε ένας γέροντας: "Βλέπεις κακές εικόνες στην τηλεόραση... στο διαδίκτυο;" κι εγώ είχα απομείνει να τον κοιτάζω, μιας και δεν πήγε ο νους μου σε κάτι πονηρό, μα μοναχά αναλογιζόμουν πόσες "κακές" εικόνες ξεπροβάλλουν καθημερινά στα μάτια μου, η μια μετά την άλλη με το που θ'ανοίξω οποιοδήποτε μέσο επικοινωνίας. Και καλά, την τηλεόραση την έχω ξεχασμένη, αλλά και στο διαδίκτυο που θα περιηγηθώ τούτες οι εικόνες με κατακλύζουν ασταμάτητα: Αδικίες, βία, παραλογισμοί, ανωμαλίες, βιασμοί κι εκβιασμοί, δολοφονίες και ξυλοδαρμοί, πικρόχολοι και κακόψυχοι σχολιασμοί, φρίκη και ξεφτίλα της ανθρωπότητας... "Πώς να μη δω κακές εικόνες;" αναλογιζόμουνα. Δεν ξέρω πως μπορεί να ερμήνευσε τη σιωπή μου, αλλά αμέσως με συμβούλεψε: "Να μη βλέπεις κακές εικόνες, κορίτσι μου..."
Τριγύρω το χάος- κι ας με πει όποιος θέλει υπερβολική- και νιώθω να σκαλίζω μέσα σε τούτη τη βρωμιά να δω κάποιο κρυμμένο ανθάκι, ένα αληθινό χαμόγελο κι ένα καθαρό βλέμμα. Μιας και καθετί αγνό πλέον λασπολογείται τόσο άγρια, καλύπτεται με τόσο μένος και φανατισμό που μοναχά αναζητώντας την ευωδιά του μπορείς να το εντοπίσεις...
Σ'έναν κόσμο που παραδόθηκε στο φόβο και καλλιέργησε τα πιο άγρια ένστικτά του για να τον αντιμετωπίσει, σε μια ρωμαϊκή αρένα ανθρωποφαγίας με πλαστούς και κίβδηλους ηθικισμούς και δικαιωματισμούς, σ'έναν κόσμο που καταρρέει ροκανίζοντας τις ρίζες και τις αξίες του στο όνομα μιας επίπλαστης καλοπέρασης, σε μια ανθρωπότητα που επιλέγει τα δεσμά στο όνομα της ελευθερίας, που έχει αποδεχτεί ως κοινή λογική τον παραλογισμό κι ως ζωή την επιβίωση, σε έναν κόσμο που έχει παραδοθεί στην πτώση του σφραγίζοντας με βουλοκέρι τα ώτα του μην τυχόν και μια κραυγή αλήθειας τον ξεβολέψει και χρειαστεί να δρασκελίσει δυο βήματα ανήφορο, που μαστιγώνει ό,τι στέκεται εμπόδιο στην κατρακύλα, που συνήθισε στα σκοτάδια και τον τυφλώνει το φως, προτιμώ να εστιάζω στην εικόνα από τα τζίνια της αυλής μου και να πορεύομαι σε κείνο το μονοπάτι της αυλής της μακαρίτισσας της κυρα-Δόξας με τ'αμέτρητα πολύχρωμα λουλούδια μες στις φρεσκοβαμμένες γλάστρες δεξιά κι αριστερά, με την ευωδιά και την απλότητα και νοικοκυροσύνη μιας άλλης εποχής που, όσα στραβά και να της καταλογίσει κανείς, οι λέξεις ακόμη κρατούσαν το νόημά τους και δεν είχαν στεφθεί άρχοντες η απόλυτη σύγχυση κι ο παραλογισμός. Γιατί:
Επίκαιρο όσο ποτέ μου φαίνεται σήμερα το "σπήλαιο του Πλάτωνα". Κι ίσως το πιο τραγικό είναι ότι ο σημερινός άνθρωπος, ακόμη και διαβάζοντας τούτη την παραβολή (που το πιο πιθανό είναι να βαρεθεί ακόμη και να την αναγνώσει), δε θα μπορέσει ούτε καν να διδαχτεί κάτι απ'αυτήν γιατί έχει θρέψει τόσο εγωισμό μέσα του που θα του φανεί αδιανόητο έστω και να αναρωτηθεί μήπως κι εκείνος είναι ένας από τους δεσμώτες στα σκοτάδια, παρά θα θεωρήσει αυτόματα πως τούτο αφορά μοναχά τους διπλανούς του.
Αν βρισκόμαστε κάπου ανάμεσα στους στίχους της Οδύσσειας τώρα, αν ταξιδεύαμε παρέα με τον Οδυσσέα, μάλλον θα παραδέρναμε στα στενά της Σκύλλας και της Χάρυβδης, αφού πρώτα κατασπαράξαμε τους γλυκούς λωτούς της λησμονιάς, ανοίξαμε τον ασκό του Αιόλου, σαγηνευτήκαμε από την Κίρκη που μας μετέτρεψε σε άλογα τετράποδα κι αφεθήκαμε στο πλάνο τραγούδι των Σειρήνων. Στον οίκο μας κάνει κουμάντο ο Αντί-νοος (ο νους, του νοός) κι οι υπόλοιποι φιλήδονοι και θρασείς μνηστήρες κι ο γιος μας έχει αποδεχτεί την κατάσταση σιωπηλά....
Κι αν κοπιάζοντας ο Οδυσσέας κατόρθωσε κι επέστρεψε στην Ιθάκη του κι είχε τη φρόνηση να τοξεύσει πρώτον τον Αντί-νοο για να βάλει σε μια τάξη το παλάτι του, πόσοι εταίροι του σώθηκαν; Ουδείς...
ἀλλ' οὐδ' ὧς ἑτάρους ἐρρύσατο, ἱέμενός περ·
αὐτῶν γὰρ σφετέρῃσιν ἀτασθαλίῃσιν ὄλοντο,
νήπιοι, οἳ κατὰ βοῦς Ὑπερίονος Ἠελίοιο
ἤσθιον· αὐτὰρ ὁ τοῖσιν ἀφείλετο νόστιμον ἦμαρ.
(Οδύσσεια Ομήρου α6-9)
- Πώς να μη βλέπω κακές εικόνες γέροντα; Το κακό το αφήσαμε να αμοληθεί παντού. Κι ενίοτε το βαπτίζουμε και καλό. Και βουτάμε στην κολυμπήθρα του τα παιδιά μας.... Ονομάσαμε ευλογία το εύκολο, το άνευ κόπου και καταλήξαμε εξαντλημένοι κι άδειοι να πνιγόμαστε στη ζωή μας που βάλτωσε.
"Η ασκητική ζωή και οι ιδρώτες που την συνοδεύουν επινοήθηκαν από τους εραστές της αρετής, απλά για να αποτινάξουν από την ψυχή τους τα σάπια εκείνα στοιχεία της απάτης, που αυτοεγκαταστάθηκαν μέσα της μέσω των παγίδων των πέντε αισθήσεων. Δεν είναι σαν οι αρετές να εισάγονταν απ'έξω ως κάτι καινούριο, επειδή αυτές είναι ήδη μέσα μας από τη στιγμή της δημιουργίας μας. Ώστε όταν η απάτη εκδιωχθεί εντελώς από την ψυχή, τότε αυτή αφήνει να φανεί η λαμπρότητα και το μεγαλείο των φυσικών της αρετών. Έτσι την ασκητική ζωή δεν την ακολουθεί κανείς ούτε για να εισαγάγει ούτε για να δημιουργήσει αρετές, αλλά για να εξοστρακίσει (από την ανθρώπινη φύση) οτιδήποτε ο Θεός ουδέποτε εμφύτευσε ούτε δημιούργησε μέσα μας. Άρα, εκείνος που δεν είναι τρελός, είναι σώφρων κι εκείνος που δεν είναι ούτε δειλός, ούτε παράτολμος, αυτός είναι γενναίος και δυνατός. Συνεπώς, με την απομάκρυνση όλων των εμποδίων που αντιμάχονται τη φύση, παραμένουν και αναδεικνύονται μόνο τα συμβατά και συγγενεύοντα με αυτήν στοιχεία. Είναι ακριβώς το ίδιο πράγμα με το να κάνουμε φανερή τη φυσική γυαλάδα και λαμπρότητα τψν ράβδων του σιδήρου απομακρύνοντας όλη τη σκουριά από την επιφάνειά τους." (Αγίου Μαξίμου Ομολογητού, από τη "Θεολογία της Φύσεως", εκδ. Αρμός)
Χαρά μικρού παιδιού με συνεπήρε όταν είδα τα κεφαλάκια τους ν'ανθίζουνε! Πόσες, μα πόσες αποχρώσεις! Κι άλλα με πέταλα πυκνά σε στρώσεις, άλλα πιο ντελικάτα, λεπτά. Κι όλα να πασχίζουν ακόμη να ξεπεράσουν το επίπεδο της αυλής. Να τη φωτίσουν με τα χρώματα και τα χαμόγελά τους... Να πλησιάσουν το φως του ήλιου. . Έτσι απλά, αληθινά κι ανόθευτα ακολουθώντας τη φύση τους... Κάπως έτσι αν μεγαλώναμε κι εμείς....
Παρασκευή 10 Ιουνίου 2022
Αντίο...
Η πρώτη ανάμνηση, τούτη η φωνή από την ταράτσα. Κι ύστερα το φλιτζάνι με τον ελληνικό και δίπλα η ρακή η "ψημένη"...
Δεν τα πάω καλά με τις αναμνήσεις κι έτσι δυσκολεύομαι και στα τηλέφωνα... Κι έτσι κατέληξα να μάθω με τόση καθυστέρηση ότι τούτη η φωνή "συχωρέθηκε"... Ένα επιπρόσθετο "πνίξιμο" για την αμέλειά μου... που δεν συγχωρείται... Και δίπλα ένα σφηνάκι με την ψημένη ρακή. Το καταχωνιασμένο μπουκάλι είχε σημειωμένο πάνω "2008" και το όνομά της.
Μια άλλη ζωή. Κύκλοι που κλείνω ερμητικά και τους θάβω βαθιά στο μπαουλοντίβανο. Σαν να θέλω να ξεφύγω από τις μνήμες τους, ίσως κι από εμένα. Γιατί τόσο πολύ;
Εκείνη η θέα από το μπαλκονάκι. Ν'αγναντεύεις το γαλάζιο και τις βάρκες που φιλοξενεί. Η λιτή και μεγαλειώδης κακαβιά με το ξύδι κι οι τόσες κουβέντες που ανταλλάσσαμε... Σαν να μην είχα ανάγκη από ύπνο σ'εκείνο το νησί. Λες κι ο αγέρας πού'κανε τα σύννεφα να τρέχουνε, εξαφάνιζε και κάθε διάθεση για νωχέλεια.
Πόσους θά βρεις σε τούτη τη ζωή να νοιαστούν; Και πραγματικά να χαρούν με την παρουσία σου; Κι εγώ πάλι καθυστέρησα...
Είναι κάποιοι άνθρωποι ξεχωριστοί, ιδιαίτεροι που συναντάς εκεί που δεν το περιμένεις και αφήνουν στην ψυχή σου το στίγμα τους. Κι ας μη σας δένουν τα χρόνια συναναστροφής. Άνθρωποι που αποδέχεσαι μοναχά την ομορφιά τους, την ομορφιά της ψυχής.
Ένα πιάτο δίπλες με μέλι στο κομοδίνο για καλωσόρισμα στις δυόμιση τα ξημερώματα που δένει το καράβι. Η πόρτα του δωματίου με το κλειδί πάνω να με περιμένει να την ανοίξω μες στην νύχτα. Ποιά Ελλάδα γνώρισα και ποιά μου ετοιμάζουν; Ίσως για τούτο και το μπαουλοντίβανο. Ίσως και για άλλα πολλά που πονάνε.
Σήμερα, όμως, αναγκάστηκα και το άνοιξα για να ρίξω μια κλεφτή ματιά! Έκλεψα λίγες λέξεις -δεκαεπτά χρόνια πριν γραμμένες- γεμάτες αρμύρα και φως και βιάστηκα να το ξανακλείσω:
"Κατέβηκε η θεία Καλλιόπη επίσημα ντυμένη για τη βόλτα στα Κατάπολα («Ε, πάμε στην Πρωτεύουσα, πώς θα έρθω, σαν το γύφτο με τη ρόμπα;» μου είπε όταν την πείραξα) φορώντας το υπέροχο άσπρο κεντητό μαντήλι στο κεφάλι και χωρίς το μπαστούνι της που την είχε νευριάσει! Πρώτα περάσαμε να πληρώσει τη δόση του ηλιακού, ύστερα σταματήσαμε έξω από το κοσμηματοπωλείο που εκτελεί χρέη ταχυδρομείου και, τέλος, στο μπακάλικο του Λ. για να φορτώσουμε τα ψώνια. Από εκεί, επισκεφτήκαμε μια φιλενάδα της που κατοικεί σε ένα διπλανό γουστόζικο σπιτάκι με ένα κουκλίστικο κουζινάκι με γαλάζιο ταβάνι και ξυλοδεσιά κι ατελείωτες ανοιχτές πιατοθήκες στερεωμένες στον άσπρο τοίχο χιλιοφορτωμένες με κατσαρόλες, τεντζερέδες, πιάτα και γλυκά."
"Ανεβήκαμε στην κυρά Καλλιόπη που μας ετοίμασε αμοργιανό πρωινό˙ βρεγμένο παξιμάδι με λαδορίγανη, ντοματούλα και ντόπιο σκληρό τυρί… Μας μίλησε για τις αλυκές, πέρα από τις Πλάκες, που πήγαιναν και μάζευαν αλάτι, τον αφρίτη, τόσο αφράτο που θρυμματιζόταν στα δάχτυλα… Μέσα στις γούβες των βράχων, όταν η θάλασσα λάδωνε, κυρίως τον Ιούνιο, πήγαιναν, κι ακόμη μερικοί πάνε, με τα καϊκάκια και σεργιάνιζαν στις Αλυκές για να το μαζέψουν με το κουταλάκι της σούπας. Κι αν τύχαινε καμιά γούβα με πολύ, που το μάζευαν με τη χούφτα, κάναν χαρά μεγάλη… Μια φορά είχε πάει με τον πατέρα της, με τα μουλάρια. Κι είχε κάτι βράχια μυτερά και κοφτερά που σου τρυπούσαν το πέλμα. Κι όταν το κουβαλούσαν να το φορτώσουν , ήταν βαρύ, δεν άντεξε… Κι έκανε ο πατέρας δυο αγώγια…."
Σα να ταξιδεύω σ'άλλες ζωές, αιώνες πίσω... Πόσο άλλαξα τούτα τα χρόνια. Όχι η ουσία μου, όχι η ψυχή μου. Μοναχά τα μάτια της από τα τόσα δάκρυα. Πόσο, όμως, άλλαξε η ίδια η ζωή. Τούτο πονάει πιότερο απ'τα δάκρυα...
Ψυχοσάββατο ξημερώνει αύριο. Ας είναι αναπαυμένη η ψυχούλα σου. Έκανες τούτο τον κόσμο πιο όμορφο... Και συγχώρεσέ με, αν θες, που ήμουν μακριά....
Τρίτη 18 Ιανουαρίου 2022
μια χούφτα σκέψεις στις ράγες του τραίνου...
Άνοιξα τα παραθυρόφυλλα. Σκοτεινιά... Τί παράξενο να μη μπορώ να γράψω με τα παραθυρόφυλλα σφραγισμένα, κι ας είναι νύχτα πια. Θαρρώ πως θα κοντανασαίνω, πως οι σκέψεις μου θ'αμπαρωθούν κι αυτές ασφυκτικά μες στους τέσσερις τοίχους κι έτσι θα μείνουν ακίνητες, ανίκανες να ζωγραφίσουν εικόνες... Πώς ούτε καν σε μένα δε θα μπορούν να φτάσουν κι ο καμβάς του νου θα ξεμείνει δίχως χρώματα και πινέλα. Ίσως γιατί τις έχω μαθημένες λεύτερες να τραγουδούν καθεμιά το δικό της σκοπό, ίσως, πάλι, γιατί έχουν κείνες μαθημένο το βλέμμα μου να προτιμά να πλανάται έστω και στο σκοτάδι και τ'αγνωστο τ'ουρανού, παρά στη θαλπωρή και την ασφάλεια του μανταλωμένου παραθυρόφυλλου.
Σήμερα, λοιπόν, τις ταξίδεψα στις ράγες του τραίνου. Ένας ήλιος χειμωνιάτικος αναζωογονητικός κι εγώ να περπατώ να φτάσω στο λημέρι μου να μαζέψω μυρωδάτα άγρια χόρτα. Κι εκείνες, εκεί, ν'ακροβατούν στις σκουριασμένες ράγες και σταματημό να μην έχουν! Να σκαρφαλώνουν στα βράχια που περπάταγα παιδί προσπαθώντας να αποφύγω τα ορμητικά νερά του καταρράκτη και να στεναχωριούνται για τα σημερινά παιδιά που δε θα νιώσουν ποτέ τούτη τη συγκίνηση... Να γραπώνουν και να σπρώχνουν γελώντας το γιγάντιο μοχλό που αλλάζει την πορεία της αμαξοστοιχίας και να θέλουν σώνει και καλά να διαλέξουν κατεύθυνση όταν η διαδρομή τούτου του τραίνου έτσι κι αλλιώς δεν αλλάζει...
"... Τα άλογα λοιπόν των θεών και οι ηνίοχοι είναι όλοι καλοί κι από καλή γενιά, ενώ στους άλλους είναι ανακατωμένα. Και πρώτα-πρώτα ο δικός μας αρματηλάτης βαστάει με τα χαλινάρια ένα μονάχα ζυγάρι άλογα, κι απ'τα άλογα αυτά το ένα είναι όμορφο κι ευγενικό κι από καλή γενιά, ενώ το άλλο είναι απ'αντίθετη κι αντίθετο. Έτσι η ηνιόχηση είναι σ'εμάς απ'την ίδια τη μοίρα δύσκολη κι επίπονη..." (Πλάτωνος, "Φαίδρος" 246, απόδοση: Ι.Ν. Θεοδωρακοπούλου)
Ξεκίνησα μ'ένα σακίδιο στον ώμο κι ένα μαχαίρι. Το βουητό του νερού ακουγόταν εκκωφαντικό μετά από τις τόσες βροχές. Τα δάχτυλά μου περονιασμένα από την παγωνιά. Ούτε ένα τσιγάρο για συντροφιά. Τα παράτησα στο αυτοκίνητο, έτσι για να τη σπάσω στο "επιθυμητικό" που συνεχώς ζητάει! Τούτο το σώμα μας που δεν αποκάμει να γυρεύει κάτι: ποτό, φαγητό, τσιγάρο, ανάπαυση, σοκολάτα και κάθε είδους ηδονή και γούστο. Είπα λοιπόν κι εγώ να παλέψω να βαστήξω τα δυό μου άλογα γερά, καθώς θα τό'θελε ο Πλάτωνας ή ακόμη κι ο Μάξιμος της Ορθοδοξίας...
"Τί λοιπόν θα έπρεπε να πει κανείς για αυτούς; Όχι πως υπάρχει μες στην ψυχή τους κάτι που τους προστάζει και κάτι άλλο που τους εμποδίζει να πιουν, και πως αυτό το άλλο είναι διαφορετικό από το πρώτο και το νικά; ... Και μήπως άραγε εκείνο που σ'αυτή την περίσταση εμποδίζει, παρουσιάζεται μέσα στην ψυχή όταν παρουσιάζεται, εξ αφορμής του λογισμού, ενώ εκείνα που την τραβούν και τη σέρνουν είναι αποτελέσματα από τίποτα παθήματα και νοσήματα;... Δε θα ήταν λοιπόν παράλογο να ισχυριστούμε πως είναι δύο και διαφορετικά μεταξύ τους πράγματα αυτά, το ένα που την κάνει να στοχάζεται και το λέμε λογικό και το άλλο που ερωτεύεται και πεινά και διψά και ρίχνεται σαν παραλογιασμένο στις τέτοιες άλλες επιθυμίες, αλόγιστο και επιθυμητικό, σύντροφό της σε κάποιες απολαύσεις και ηδονές... Ας το πάρουμε λοιπόν πια για ορισμένο, πως δύο αυτά τα είδη υπάρχουν μες στην ψυχή' όσον αφορά τώρα το θυμό και τη δύναμη που μας κάνει να θυμώνουμε, να είναι τάχα τρίτο είδος....; [...]" (Πλάτωνος "Πολιτεία" 439c-e, απόδοση: Ιωάννου Γρυπάρη)
" Άλλα πάθη είναι σωματικά, άλλα ψυχικά. Και τα μεν σωματικά έχουν την αρχή τους στο σώμα' ενώ τα ψυχικά έχουν την αρχή τους στα εξωτερικά πραγματα. Και τα δύο τα αποκόπτει η αγάπη και η εγκράτεια' η μία τα ψυχικά, η άλλη τα σωματικά. Άλλα πάθη είναι του συναισθηματικού (θυμικού) μέρους της ψυχής και άλλα του επιθυμητικού. Και τα δύο ενεργοποιούνται μέσω των αισθήσεων κι η ενεργοποίηση αυτή συμβαίνει όταν η ψυχή απομακρύνεται από την αγάπη και την εγκράτεια. Τα πάθη του συναισθηματικού μέρους της ψυχής πολεμούνται πιο δύσκολα απ'του επιθυμητικού' γι'αυτό και το φάρμακο για το συναισθηματικό (θυμικό) μέρος δόθηκε από τον Κύριο πιο δυνατό: η εντολή της αγάπης." (Μάξιμου Ομολογητού, "Κεφάλαια περί αγάπης" 64-66, απόδοση: Βασιλείου Μπετσάκου)
Είχαν περάσει δυο-τρεις ώρες απ' όταν ξεκίνησα δίχως να το καταλάβω. Γύρω μου ακούγονταν μονάχα τα πτηνά του ουρανού και τα βήματά μου. Το βλέμμα βυθισμένο σε καυκαλήθρες και λαγομούστακα, η μύτη πασαλειμένη με χώμα κι οι πρότινες σκέψεις μου ξεχασμένες κάπου βαθιά μες στη λερωμένη παλάμη μου... Σιγά-σιγά ξύπνησες κι εσύ να μου ζητάς πιεστικά μια τζούρα τσιγαράκι και "τί όμορφα θα ήταν εδωνά να σταθείς να ξαποστάσεις να κάνεις δυο και τρεις ρουφηξιές αγναντεύοντας τη θέα"! Κι έπειτα, καθώς το συλλογίστηκες περισσότερο "κι ένα σφηνάκι τσίπουρο, δε θά'ταν καθόλου άσκημο!" κι ίσως και "λίγη καλή παρέα κι ένας μεζές"... Ανάθεμά σε που με τίποτα δε φχαριστιέσαι άνθρωπε! Κι η τόση ομορφιά του Θεού, δε σού'ναι αρκετή! Κι ύστερα μου λένε να μη ζηλεύω τους αγίους που όλα τούτα τά'χουν μέσα τους ταχτοποιημένα και αποζητούν μονάχα την ευλογία και το έλεος του Θεού...
Πόσο δρόμο έχω ακόμη...
Πόσα εμπόδια να διαβώ...
Κίνησα για το δρόμο της επιστροφής. Με τον νου μου καρφωμένο σε μια τζούρα τσιγάρο και το βλέμμα να αναζητά ακόμη μια διέξοδο διαφυγής! Ο δρόμος της επιστροφής πάντα μακρύτερος... πάντα πιο αργός... Στη μια στροφή ξεπρόβαλλε ο ήλιος κι ο φωτισμένος Παγασητικός, στην επόμενη η άγρια βλάστηση σκίαζε τα πάντα. Κοίταζα την ξερολιθιά που ένωνε τ'αποκομένα βράχια κι έδενε τόσο μαζί τους πού'μοιαζε έργο της ίδιας της πλάσης κι αναρωτιόμουν αν οι παλιοί μερεμετίζαν το περιβάλλον τους τόσο ταπεινά για να μην το προσβάλουν με παράταιρες φανταχτερές πρωτοτυπίες όπως οι συγκαιρινοί μου ή αν η ίδια η πλάση με τον καιρό έχει το χάρισμα ν'αφομοιώνει τόσο ταιριαστά τ'ανθρώπινα καμώματα...
Ώρα να σφαλίσω τα παραθυρόφυλλα. Τούτο το μαραφέτι βογγάει και σταματά και κολλά και ζουζουνίζει ασταμάτητα, τόσο που κοντεύει να σκεπάσει τη βοή της ρεματιάς και κινδυνεύω να στοιχειώσει τα όνειρά μου. Έχω να ξεφυλλίσω και τα λόγια κανά-δυο μακρινών κι αγνώστων φίλων μου που με συντροφεύουν πριν κοιμηθώ, να τα κρατήσω για νανούρισμα.
Εκεί στο βουνό των Κενταύρων, που λέτε, υπάρχουν εδώ και χρόνια, οι ράγες ενός τραίνου. Που μια σωπαίνει, μια μιλά. Αν πλησιάσεις το αυτί στην ανάσα τους, θ'αφουγκραστείς πολλά. Ίσως να βρεις κρυμμένες και τις σκέψεις μου, ίσως και δικά σου μυστικά. Δοκίμασε να ελευθερώσεις την ανάσα σου κι όπως διαβαίνεις, επιτέλους να θυμηθείς τί αποζητούσες και τί αποζητάς. Μοναχά, πρόσεξε, αν συναντήσεις τη σπηλιά του Κενταύρου, φρόντισε τούτη νά'ναι του Χείρωνα....
Καλό ξημέρωμα, γειτόνοι!
Σάββατο 15 Ιανουαρίου 2022
Μικρό οδοιπορικό...
Ένα πασπάλι μοναχά... Ίσα να λευκοντυθεί το τοπίο, αχνά, μ'ένα αραχνοΰφαντο, εύθραυστο νυφικό κι οι νιφάδες σκόρπιες, ασύνταχτες, θαρρείς αποπροσανατολισμένες, να γυροφέρνουν φλερτάροντας με τις διαθέσεις του αγέρα. Έτσι ξημέρωσε χτές... Μετά από κείνα τα ποτάμια βροχής που ξεπλύναν τις σκόνες και τις αμαρτίες μας, μετά από κείνους τους τρελούς αγέρηδες που σκορπίσαν κλωνάρια και ξεχασμένα υπάρχοντα καταγής... Κι ακολούθησε μια παγωνιά που τό'φτιαξε κριτσανιστό να ραγίζει σε κάθε πάτημα στην πέτρα του καλντεριμιού. Δεν πήγα πουθενά... Μοναχά στο μπακάλικο.
Σήμερα μου κακοφάνηκε και ξεκίνησα να περπατώ προς τα ψηλά να το συναπαντήσω.
Αναζητώντας την ανάσα της κίνησης και καμιά ζωγραφιά να μου τραβήξει τη σκέψη και τη ματιά.
Όσο ανηφόριζα, το χιόνι πιο πυκνό στο τοπίο. Ξάφνου, έστριψα στο μονοπάτι, με πόθο ν'αντικρύσω το μικρό ξωκλήσι μου χιονοσκεπασμένο. Ο ήλιος ήδη μαλάκωνε το παγωμένο λευκό πέπλο κι ο σχιστόλιθος δάκρυζε στα κρυφά για όλα τα ανομολόγητα...
Έλυσα την πορτοκαλιά κορδέλα, έσκυψα να διαβώ και χαιρέτησα την εικόνα του. Πόσο γλυκός κι όμορφος μου φάνηκε εκεί. Λες και δεν την είχα ξαναδεί! Ποιός τον ζωγράφισε; Ποιός σκάλισε τόσο "παιδικά" το όνομά του; Πόσο παράξενο... σαν να ξανασυστηνόμαστε μετά από τόσα χρόνια...
Ένα μικρό μεταλλικό τάμα, πρασινισμένο από την υγρασία, πεσμένο παραδίπλα. Το σήκωσα. Ποιός ξέρει τί προσευχές έκρυβε φυλαγμένες;
Το βλέμμα μου καρφώθηκε στις χαρακιές της παλιάς ξύλινης πόρτας. Λες και καθρέφτιζε τις πληγές αιώνων. Σαρακοφαγωμένη εδώ κι εκεί να θυμίζει θαρρείς το σαράκι που μαραίνει τη γενιά μας...
Έριξα μια τελευταία ματιά στα βιαστικά -έτσι κι αλλιώς σήμερα βάδιζα λιγουλάκι σα μετέωρη κι υπνωτισμένη- και στράφηκα προς στην έξοδο. Ένα κατώφλι χαμηλό, ίσα με το μπόι ενός παιδιού, να σου σιγοψιθυρίζει πως στο κατώφλι του Θεού πλησιάζουν μοναχά οι ταπεινοί...
Τρίτη 29 Ιουνίου 2021
Νυχτερινό 6ο... (νύχτα βαθιά ή το τενεκεδάκι)
Κι είναι κάτι στιγμές που η απεγνωσμένη ανάγκη να γίνουν εικόνα οι σκέψεις που κλωθογυρίζουν μέσα σου νικά τις όποιες αναστολές περί ματαιότητας και την κούραση και τη θλίψη και το χρόνο που μετρά αντίστροφα και την νύχτα που κάλυψε εδώ και ώρες με το πέπλο της το βουνό (κι εδώ και μήνες την ψυχή σου...), ακόμη και τα βίτσια του χαλασμένου πλέον υπολογιστή με την επίμονη μπλε οθόνη....
Κι αν ρωτήσεις "ποιά εικόνα ονειρεύτηκες με τόσο πάθος να ζωγραφίσεις"; Αλίμονο, είναι τόσο ταπεινή! Ένα μοναχά παλιό και ξεχασμένο κονσερβοκούτι κάποιου άγιου γέροντα, κατά τον φίλο μου τον Παϊσιο, μοναδικό σκεύος στο καλύβι του για να βράσει το λιγοστό κολατσιό του και να πιει νερό. Πόσο ζήλεψα τη λευτεριά του! Τόσο πολύ που σκέφτηκα να αδειάσω κι εγώ το "καλύβι" μου απ'τα πολλά μπας κι οσφρηστώ για μια στιγμή, έστω και φευγαλέα, το άρωμά της! Και τότε συνέλαβα πόσα πολλά άχρηστα με κρατούσαν στη γη δεμένη, αναίτια, χωρίς να το αποζητώ, από μια, θαρρείς αρρωστημένη ασυνείδητη συνήθεια των σημερινών ανθρώπων, και βάραιναν τόσο δυσβάσταχτα τα φτερά μου. Τελειωμό δεν έχει το ξεσκαρτάρισμα... και πώς ύστερα να ξεσκαρτάρεις την ψυχή όταν δυσκολεύεσαι να ξεσκαρτάρεις ακόμη και τέσσερα ντουβάρια;
Κι έτσι ξεκίνησα την προσπάθεια να απεγκλωβιστώ, εστιάζοντας στο ποθούμενο, το παλιό κονσερβοκούτι, μοναδικό σκεύος μιας γαλήνιας ψυχής που είχε κερδίσει τη λευτεριά της! Τούτη την περιβόητη λευτεριά που άλλοι τη διαφημίζουν με τελάληδες στην αγορά, άλλοι την ανταλλάσσουν με τρύπιες χρυσές δεκάρες, κι άπαντες την εκπορνεύουν και την εξευτελίζουν, νταβατζήδες μιας κοινωνίας που, ενώ παραδόθηκε αμαχητί στη σήψη, βάλθηκε αυθαίρετα κι επιθετικά να βαφτίζει κάθε διαστροφή της ευλογία....
"Μια φορά ήτανε ένας σουλτάνος, γνωστικός και καλός, που αγαπούσε σαν πατέρας τον κόσμο πούχε στην εξουσία του. Είχε κι έναν βεζίρη, σοφόν άνθρωπο, αστρολόγο, και δεν έκανε τίποτα ο σουλτάνος δίχως να πάρει τη γνώμη του.
Μια μέρα, λέγει ο βεζίρης στον σουλτάνο: «Πολυχρονεμένε σουλτάνε, σε δυο-τρεις μήνες ο Αλλάχ θα βρέξει ένα τρελλό νερό, και πρέπει να το γνωρίζεις, για να κάνεις το χρέος σου από τώρα». «Και τι είν’ αυτό το τρελλό νερό, βεζίρ εφέντη;» τον ρώτησε ο σουλτάνος. «Αυτό το νερό, αποκρίθηκε ο βεζίρης, λέγεται τρελλό νερό, επειδής όποιος το πιεί, ή άνθρωπος ή ζωντανό, θα τρελλαίνεται και θα κάνει πράματα παλαβά κι ανάποδα απ’ ό,τι δείχνει στον άνθρωπο η φρονιμάδα που τούδωσε ο Θεός, κι έτσι θα πέσει στον κόσμο μεγάλη ταραχή και δυστυχία. Κι εμείς, οι άρχοντές του, δεν θα μπορέσουμε πια να τον κυβερνήσουμε, γιατί μηδέ ο Αλλάχ δεν μπορεί να κυβερνήσει τρελλούς ανθρώπους». «Το λοιπόν, τι θα κάνουμε, βεζίρ εφέντη;». «Είναι ανάγκη, πολυχρονεμένε μου σουλτάνε, να μαζέψουμε από τώρα από τούτο το καλό νερό που πίνουμε, και να το φυλάξουμε, για να πίνουμε εμείς οι άρχοντες, ώστε να μην τρελλαθούμε κι εμείς μαζί με τους άλλους, και να τους κυβερνούμε καλά και με δικαιοσύνη, αφού ο Αλλάχ τους κρέμασε στο λαιμό μας, και θα δώσουμε απολογία για τη ζωή τους». Ο σουλτάνος το παραδέχθηκε, και πρόσταξε να μαζέψουνε καλό νερό στις στέρνες του παλατιού.
Στον διορισμένον καιρό, που είπε ο βεζίρης, έβρεξε αληθινά ένα νερό τρελλό και πίνοντάς το, τρελλαθήκανε άνθρωποι και ζωντανά, και βγήκανε από τα φρένα τους και τα βλέπανε όλα ανάποδα, το καλό το λέγανε κακό, το γνωστικό το λέγανε τρελλό, το τρελλό το λέγανε σωστό, το δίκιο άδικο, το άδικο δίκιο.
Ο σουλτάνος κι ο βεζίρης πίνανε από το καλό νερό, κι έτσι είχανε σωστά τα φρένα τους, και κυβερνούσανε δίκαια και γνωστικά τον τρελλό κόσμο.
Μα ο κόσμος, ενώ αγαπούσε πρωτύτερα τον σουλτάνο και τον βεζίρη, τώρα, με το στριμμένο μυαλό του, ένοιωθε το δίκιο για άδικο, και φώναζε καταπάνω τους, πώς γινήκανε άδικοι και κακούργοι.
Μια μέρα, δυο μέρες, τρεις μέρες, περνούσε ο καιρός, κι ο κόσμος ολοένα αγρίευε καταπάνω στον σουλτάνο.
Τότε βλέποντας ο σουλτάνος πως θα τον σκοτώνανε, φώναξε μια μέρα τον βεζίρη και του λέγει: «Βεζίρ-εφέντη, βλέπω πως δεν μπορούμε να συνεννοηθούμε μ’ αυτούς τους παλαβούς και στο τέλος θα μας σκοτώσουνε. Το λοιπόν, ή πρέπει να περιμένουμε ένα τέτοιο τέλος, κυβερνώντας τους δίκαια και καλά, ή να πιούμε κι εμείς από το τρελλό νερό, για να γίνουμε τρελλοί σαν κι αυτούς, και μ’ αυτόν τον τρόπο θα μπορέσουμε να συνεννοηθούμε μαζί τους. Ο Αλλάχ θα μας συγχωρέσει που θα χαθεί η αλήθεια, μ’ αυτό που θα κάνουμε».
Έτσι κ’ έγινε. Ο σουλτάνος κι ο βεζίρης ήπιανε από το νερό και τρελλαθήκανε, και κάνανε κακουργήματα και παράλογα πράγματα, μα ο λαός τους δόξαζε και τους πολυχρόνιζε και τους έλεγε πατεράδες του και φύλακες της δικαιοσύνης και της αλήθειας.
Άραγε, εμείς που δεν ήπιαμε το τρελλό νερό που έχουνε πιεί οι σημερινοί άνθρωποι, και γι’ αυτό μας έχουνε για τρελλούς, άραγε θα βαστάξουμε, ή θα πιούμε κι εμείς στο τέλος, να τρελλαθούμε, για να μπορούμε να συνεννοηθούμε με τους άλλους τρελλούς, μέσα σε τούτο το φρενοκομείο του σημερινού «πολιτισμού»;" -Φώτης Κόντογλου "Μυστικά Άνθη"
Περασμένα μεσάνυχτα κι αγναντεύω το σκοτάδι. Η πνιγηρή ζέστη που δένει τόσο με τη πνιγηρή ατμόσφαιρα που αναδύεται από παντού, δε σου δίνει και πολλά περιθώρια να δραπετεύσεις. Μοναχά τούτο το κονσερβοκούτι τριβελίζει στη σκέψη μου σα μυστική διέξοδος. Ναι, διέξοδος προς το ξαλάφρωμα και τη λευτεριά -κορόιδευε εσύ, δε θα πειραχτώ! μοναχά θα ευχόμουν τόσο να μπορούσες κι εσύ να καταλάβεις...- προς το λυτρωμό από την ρημάδα την ανάγκη που πολλαπλασιάζεται, ίδια Λερναία Ύδρα, όσο την τροφοδοτείς, αλλά κι ακόμη περισσότερο προς το λυτρωμό από το φόβο που στοιχειώνει όλες τούτες τις πλαστές ανάγκες....
Με τα σημερινά κοσμικά κριτήρια ο γέροντας τούτος θα χαρακτηριζόταν λοξός ή θεόχαζος, με τα θρησκευτικά ίσως άγιος αναχωρητής... εγώ απλά απόψε βλέπω μοναχά τη λευτεριά που κέρδισε με τούτο το κονσερβοκούτι, όσα πάθη κι αν κουβαλούσε η ψυχή του. Τη λευτεριά που χάνω κι ίσως θα μπορούσα παλεύοντας να αξιωθώ να ψηλαφίσω κι εγώ. Μέσα σε τούτη την νύχτα να ρουφήξω μιαν ανασαιμιά της! Εξάλλου η λευτεριά ποτέ δε χαρίζεται, ούτε εξαγοράζεται, ούτε τιμολογείται -μην ακούς τους περίφημους πλασιέ και τελάληδες της εποχής! Ανήκει σε κείνες τις έννοιες τις ανώτερες, τις νοητές, που χλευάζουν οι "προοδευτικοί" τεχνοκράτες μας, γιατί δε χωράει και δε στέκεται στον πάγκο του μπακάλη, στην οθόνη του υπολογιστή ή στο μικροσκόπιο να τη δουν και να την μετρήσουνε. Γιατί γεννάει ήρωες, και τούτοι δεν κατοικούν στα θλιβερά τεφτέρια τους κι είναι πολύ μεγάλοι για να στριμωχτούν στη χλωμή ζωγραφιά του όποιου μυαλού τους. Είναι όμως τόσο ταπεινή που, χωράει, αν κι εσύ την αποζητήσεις, ακόμη και σ'ένα σκουριασμένο τενεκεδάκι. Έστω και σα νυχτερινή σκέψη δική μου, σα μικρή ελπίδα, σαν κάποιος πρωτόγνωρος τρόπος σωτηρίας ή διαφυγής....
Τρίτη 9 Φεβρουαρίου 2021
εκ των ένδον...
"Μπορούσαν κάποτε να μιλάνε τόσο ελεύθερα δημόσια εε;...."
Πραγματικά με σόκαρε η απάντηση της μικρής (πρωτοετούς φοιτήτριας) φιλενάδας μου, όταν της έστειλα ένα δίλεπτο της Μαλβίνας που μιλούσε τότε για "εθνική απονεύρωση" (για να πονέσουμε λιγότερο όταν χάσουμε το δοντάκι μας...): "Και πώς θα γίνει αυτή η απονεύρωση; Από ποιούς θα γίνει; Ε, από ανθρώπους που νομίζουν ότι η χώρα μας είναι μια ευρωπαϊκή εταιρεία, αγνοώντας την αιματηρή ιστορία της.... Από πληρωμένους κονδυλοφόρους...."
Θα μου πεις, τουλάχιστον αν είσαι έστω και λίγο σκεπτόμενος: "Πού το περίεργο της απάντησης; Γιατί σε σόκαρε; Εσύ η ίδια δεν το νιώθεις καλά ότι ελευθερία λόγου δεν υπάρχει πλέον; Ακόμη και στο διαδίκτυο οι όποιες αναρτήσεις "αντιφρονούντων" διαγράφονται, αποκλείονται, λοιδορούνται, εξαφανίζονται...". Ναι, αλλά ίσως είναι διαφορετικό το να συνειδητοποιείς με ποιό τρόπο έχει αποτυπωθεί όλο τούτο σ'ένα νέο παιδί. Ουσιαστικά με σόκαρε που, κατα βάθος, σοκαρίστηκε που μπορούσαν να είναι τα πράγματα αλλιώς! Όπως με σοκάρουν πράγματα που τους διδάσκουν στο Πανεπιστήμιο, όπως επίσης και πράγματα που δεν τους διδάσκουν, πράγματα ουσιώδη που εντελώς αγνοούν και τους αφήνουν να αγνοούν, εκείνους που προετοιμάζονται για να διδάξουν τις επόμενες γενιές μας... Όπως με σοκάρουν κι όσα γίνονται γύρω μου και επικρατεί άκρα του τάφου σιγή...
Κι ύστερα σκέφτηκα το "πως γράφω" τα τελευταία χρόνια εγώ, και το "πως έγραφα" δεκατέσσερα χρόνια πριν που πρωτοξεκίνησα. Πόσο πιο "σιωπηρά" και "κεκαλυμμένα" τώρα... Τόσο κεκαλυμμένα που όταν αποτυπώνω την κραυγή μου στις λέξεις, λαμβάνω σχόλια για την "ομορφιά των τοπίων" που περιγράφω... Κι αναρωτιέμαι ύστερα: κανείς δεν κατάλαβε ή κανείς δε θέλει ή δεν αντέχει να καταλάβει; Τό'χα κρύψει εγώ τόσο καλά, ή είδαν εκείνοι μονάχα αυτό που θέλησαν να δουν;
Όταν ήμουν λίγο μεγαλύτερη από κείνη, οι ΗΠΑ βομβάρδιζαν το Αφγανιστάν. Με είχε πιάσει φρίκη και τότε ήμουν πολύ πιο εκρηκτική... Σε μια κουβέντα με έναν, αρκετά μεγαλύτερό μου φίλο, που εκτιμούσα, κοντέψαμε να τσακωθούμε. "Μα για το καλό τους το κάνουν. Να τους γλυτώσουν από τους Ταλιμπάν." έλεγε πραγματικά ικανοποιημένος. "Για το καλό τους; Νοιάζονται τόσο για το καλό τους; Σοβαρολογείς;" μου είχε ανέβει το αίμα στο κεφάλι, ακριβώς επειδή τον εκτιμούσα και, μάλιστα, για την ευαισθησία του. Τον ζόρισα τόσο με τον οργισμένο μου αντίλογο που στο τέλος μου ομολόγησε "Τί θες τώρα; Εγώ δεν αντέχω να το δω όπως το βλέπεις εσύ! Αν το συλλάβω έτσι στο μυαλό μου, απλά δε μπορώ να το αντέξω! Οπότε θέλω να σκέφτομαι πως το κάνουν όντως για το καλό τους."
Σαφώς δε μεταφέρω ακριβώς τα λόγια, μετά από τόσα χρόνια, αλλά το νόημά τους. Κι αυτό το νόημα μού'μεινε. Και πάντα αναρωτιέμαι για τους άλλους -αλλά σε μερικές περιπτώσεις ακόμη και για τον ίδιο μου τον εαυτό- αν πράγματα ολοφάνερα, δεν τα αναγνωρίζουν, ακριβώς επειδή δεν αντέχουν να μπουν σε αυτή τη διαδικασία κι έτσι αποδέχονται όποια εναλλακτική ερμηνεία τους προτείνεται (και, μάλιστα, από το όποιο "Σύστημα" την προωθεί) αρκεί να είναι πιο διαχειρίσιμη μέσα τους, πιο "εύπεπτη", πιο ανώδυνη και πιο "βολική" στην τελική. Και τούτο, πλέον, παρατηρώ πως γίνεται κατά κόρον. Εξάλλου ο σύγχρονος άνθρωπος είναι τόσο τσιτωμένος, τόσο βομβαρδισμένος με μαυρίλα και φρίκη, τόσο πνιγμένος από φόβο, ανασφάλεια, θλίψη κι οργή ["Ὑπὲρ τοῦ ῥυσθῆναι ἡμᾶς ἀπὸ πάσης θλίψεως, ὀργῆς, κινδύνου καὶ ἀνάγκης, τοῦ Κυρίου δεηθῶμεν"...] που δεν αντέχει άλλες επιβαρυντικές, για την ψυχική του υγεία, σκέψεις που, ίσως, οδηγούν σ'επικίνδυνα μονοπάτια γι'αυτήν. Κι έτσι μπαίνουμε σ'ένα φαύλο κύκλο... Κι η γάγγραινα προχωρεί...
"Ἄνδρα μοι ἔννεπε, Μοῦσα, πολύτροπον, ὃς μάλα πολλὰ
πλάγχθη, ἐπεὶ Τροίης ἱερὸν πτολίεθρον ἔπερσεν·
πολλῶν δ᾿ ἀνθρώπων ἴδεν ἄστεα καὶ νόον ἔγνω,
πολλὰ δ᾿ ὅ γ᾿ ἐν πόντῳ πάθεν ἄλγεα ὃν κατὰ θυμόν,
ἀρνύμενος ἥν τε ψυχὴν καὶ νόστον ἑταίρων.
ἀλλ᾿ οὐδ᾿ ὣς ἑτάρους ἐρρύσατο, ἱέμενός περ·
αὐτῶν γὰρ σφετέρῃσιν ἀτασθαλίῃσιν ὄλοντο,
νήπιοι, οἳ κατὰ βοῦς Ὑπερίονος Ἠελίοιο
ἤσθιον· αὐτὰρ ὁ τοῖσιν ἀφείλετο νόστιμον ἦμαρ.
τῶν ἁμόθεν γε, θεά, θύγατερ Διός, εἰπὲ καὶ ἡμῖν."
(Ομήρου Οδύσσεια α1-10)
Ιστόρησέ μου Μούσα τον άνδρα τον πολύτροπο που τόσο πολύ περι-πλανήθηκε, αφού της Τροίας την ιερή πόλη πόρθησε' πολλών ανθρώπων τον νου και τις πόλεις γνώρισε, πολλά άλγη έπαθε στον πόντο κατά θυμόν, αγωνιζόμενος να διασώσει την ψυχή του και την επάνοδο των εταίρων του. Αλλά όσο και να το επιθυμούσε δεν έσωσε τους εταίρους του' διότι εκείνοι από δικές τους ατασθαλίες εξολοθρεύτηκαν- οι νήπιοι, που καταβρόχθισαν τα θηλυκά βόδια του Υπερίονος Ηλίου και τότε εκείνος τους αφαίρεσε τη μέρα της επιστροφής... Κάποια από τούτα, θεά, θυγάτέρα τους Διός, πες και σ'εμάς....
Αγωνιζόμενος να σώσει την ψυχή του...
Ιστόρησέ μου, Μούσα, λοιπόν, για τούτον τον άνδρα που παράδερνε στη θάλασσα, αφ'ότου κατέστρεψε την ιερή πόλη της Τροίας, τούτον τον άνδρα που περιπλανιότανε χρόνια παλεύοντας να σώσει την ψυχή του και τους συντρόφους του και μετά από τόσες δοκιμασίες κατόρθωσε μονάχος να επιστρέψει στην πατρική γη που τόσο ποθούσε. Κι όσοι σύντροφοι τού'χαν απομείνει μετά από τις πρώτες δοκιμασίες, χαθήκαν κι εκείνοι από δικά τους σφάλματα, όσο κι αν τούτος πάλευε να τους προστατεύσει, όσο κι αν τους συμβούλευε σοφά να μην αγγίξουν τα όσια κι ιερά του Ηλίου για να κατευνάσουν την ακόρεστη, ζωώδη πείνα τους....
Μέρες καλοκαιρινές στο βουνό των μέθυσων Κενταύρων αλλά και του σοφού Κενταύρου Χείρωνα. Θαρρείς κι ο καιρός παραλογίστηκε για να ταιριάξει με τους παράλογους ανθρώπους. Άραγε ο Ήλιος βάλθηκε να μας ξεγελάσει για τις ατασθαλίες μας, απατηλά να χορτάσει την ακόρεστη ανάγκη μας για φως μέσα στα σκοτάδια που οι ίδιοι πλάσαμε για να ζούμε;
"Μπορούσαν κάποτε να μιλάνε τόσο ελεύθερα δημόσια εε;...."
Με βρίσκω πλέον να σιωπώ κι αναρωτιέμαι... Φταίει το μήνυμα που διοχετεύεται μεθοδευμένα και παντί τρόπω κι έχει στοιχειώσει τη συνείδησή μας πως έτσι κι αλλιώς "είμαστε με δεμένα τα χέρια" και "δε μπορούμε να κάνουμε τίποτα πια", παρά μονάχα να παρακολουθούμε τη ροή των γεγονότων...; Ή μήπως τόσο κουράστηκα από τους ανθρώπους που δεν αντέχω να ριψοκινδυνέψω ν'ακούσω έστω κάτι ακόμα, κάτι το ελάχιστο σα σχόλιο που να επιβεβαιώνει το θέατρο του παραλόγου που με περιστοιχίζει; Γιατί έχει κι η ψυχή μου τα όριά της. Κι οι συνεχόμενες υπερβάσεις έχουν καταντήσει άκρως εξουθενωτικές.
Μ'ανησυχεί λιγουλάκι, βεβαίως, που χθες το βράδυ μια φράση του Δαμασκηνού (κι ας τη βιώνω ως μια καθοριστικά θλιβερή διαπίστωση) μου χάρισε και μια περίεργη ανακούφιση, καθώς επιτέλους αποτυπώθηκε με λέξεις μια κάποια απάντηση σε μια διαχρονική απορία μου.
"Επειδή λοιπόν ο Θεός μας δημιούργησε για την αφθαρσία, όταν αθετήσαμε τη σωτήρια εντολή του μας καταδίκασε στη φθορά του θανάτου, για να μην είναι το κακό αθάνατο." (Ιωάννου Δαμασκηνού, "Έκδοσις ακριβής της Ορθοδόξου πίστεως- Δ")
[υποσημείωση Ν.Ματσούκα:"Βασική και χαρακτηριστική άποψη της πατερικής θεολογίας' ο θάνατος δεν είναι τιμωρία με την καθαρή νομική έννοια, αλλά μια έσχατη παραχώρηση της θείας φιλανθρωπίας ώστε το κακό να μη γίνει αθάνατο."]
Κι όταν θέλησα να φανταστώ τούτη την ανθρωπότητα (πόσο μάλλον εκείνους που μας κυβερνούν κι αποφασίζουν για μένα, χωρίς εμένα) με το "δώρο" της αθανασίας στα χέρια της και το συναίσθημα ήταν τόσο τρομακτικό που δε μπόρεσα καν να το κάνω εικόνα.
"Μπορούσαν κάποτε να μιλάνε τόσο ελεύθερα δημόσια εε;...."
Τώρα σαν τί να πείς;
Πώς το εμβόλιο μπορεί και νά'χει μακροχρόνιες παρενέργειες, οι οποίες δεν έχουν καν μελετηθεί; Αμέσως θα σε κατατάξουν στους "αρνητές" κι άρα στους "ψεκασμένους"...
Τώρα σαν τί να πεις;
Πως σύσσωμοι οι κυβερνώντες ξεπούλησαν τη Μακεδονία κι ετοιμάζονται να ξεπουλήσουν και τη μισή Ελλάδα; Αμέσως θα σε κατατάξουν στους "ακροδεξιούς φασίστες" και στους "Χρυσαυγίτες".
Να πείς τί;
Πως δεν είναι όλοι τούτοι που εισβάλουν στη χώρα μας ταλαιπωρημένοι πρόσφυγες, αλλά οι περισσότεροι είναι αδίστακτοι εγκληματίες; Εκεί τελείωσες! Έχεις θεωρηθεί, τουλάχιστον, απάνθρωπο τέρας κι έχεις άμεσα καταταχτεί στους ρατσιστές-φασίστες (των οποίων μάλιστα "η ζωή δεν έχει ουδεμία αξία" όπως έχει αποφανθεί ο "φιλάνθρωπος όχλος των ανθρωπιστών"), οπότε και να θελήσεις να εξηγήσεις τί θες να πεις, ουδείς ενδιαφέρεται να ακούσει, αλλά σε "στολίζουν" με τα χυδαιότερα επίθετα όλοι τούτοι που θεωρούν εαυτούς τάχα "δημοκρατικούς" και "αυτοκλητους" υποστηρικτές του ανθρώπινου δικαίου και της ελευθερίας"! Πού να τολμήσεις να μιλήσεις! Π.χ., το πολύ απλό: ότι δυστυχώς περιμαζεύουμε μαζί με τους αληθινούς πρόσφυγες τους ίδιους τους σφαγείς τους, τους ίδιους τους υπαίτιους δηλαδή που κάποιοι άνθρωποι ξερριζώθηκαν από τον τόπο τους, καταστράφηκαν, βιάστηκαν, μαρτυρήσανε, σκοτώθηκαν, εξαθλιώθηκαν.... τους οποίους και βαφτίζουμε επίσης "ταλαιπωρημένους πρόσφυγες"... όχι, είναι αδύνατον να το κάνουν εικόνα οι περισσότεροι! Θα πέσουν να σε φάνε! Θα σε ταυτίσουν με κάτι ελάχιστους (θέλω να πιστεύω) διαταραγμένους υπανθρώπους που, για ακατανόητο λόγο, μισούν κάθε τί ξένο προς αυτούς. Ναι ρε φίλε, αλλά αν ένας τσοπάνης περιμαζέψει στη στάνη του τα πρόβατα της γειτονικής στάνης που δέχτηκαν επίθεση από λύκους και κατακρεουργήθηκαν, δε θα περιμαζέψει και τους λύκους μαζί, μην τυχόν κι ο βασιλιάς των ζώων τον πει ρατσιστή! Τόσο απλό είναι.... Ούτε θα διοχετεύσει σε όλες τις στάνες του χωριού μαζί με τα κατατρεγμένα πρόβατα τους λύκους που τα κυνηγούν! Κι ας είναι ο μεγαλύτερος φιλόζωος! Θα περιμαζέψει μοναχά τα κυνηγημένα πρόβατα, δε θ'αφήσει τις θύρες ανοιχτές κι όποιον πάρει ο Χάρος! Πόσο πια απλά να το πω;
Και πάει λέγοντας... Οπότε, γιατί να μιλήσεις;
Η κοινή λογική έμαθε να σιωπά γιατί βρίσκεται αντιμέτωπη με τους χιλιάδες αυλικούς του βασιλιά (βλ."Τα καινούρια ρούχα του αυτοκράτορα", Χανς Κρίστιαν Άντερσεν) που ήταν γυμνός, μα κανείς δεν τολμούσε να του το πει καθώς σύμφωνα με τον περίφημο ράφτη του "τούτα τα ρούχα ήτανε αόρατα και μπορούσαν μονάχα να τα δουν όσοι ήταν έξυπνοι"... Κι αν κάποιοι αφελείς κι ανασφαλείς δεν τολμούσαν αναλογιζόμενοι ότι θα φανεί λειψή η νοημοσύνη τους, κάποιοι άλλοι δεν τολμούσαν από φόβο μην τον θυμώσουν και τους τιμωρήσει, ενώ άλλοι εδράττοντο, πανευτυχείς, της ευκαιρίας να παραδεχτούν πως τάχα τα βλέπουν μοναχά για να τον κολακεύσουν και να επωφεληθούν... Κι αν ανάμεσα σε όλους αυτούς βρεθεί κι από κανένα μικρό παιδί ν'αναφωνήσει "Κοιτάξτε! Ο βασιλιάς είναι γυμνός! Θα κρυώσει!", θα πέσουν αυτοστιγμεί χιλιάδες "αυλικοί" και "ειδικοί" να το φιμώσουνε....
"Έπειτα, ο βασιλιάς διέταξε να βγουν όλοι στους δρόμους για να θαυμάσουν τα καινούρια του ρούχα. Καθώς περνούσε ανάμεσα στους υπηκόους του, που είχαν μείνει άφωνοι, φώναζε καμαρώνοντας:
– Μόνο όσοι είναι έξυπνοι μπορούν να δουν τα ρούχα μου!
Και οι καημένοι οι άνθρωποι χειροκροτούσαν και φώναζαν ενθουσιασμένοι ότι τα καινούρια ρούχα του βασιλιά ήταν καταπληκτικά!"
Και να πω τί;
Ότι κουράστηκα να ζω στο θέατρο του παραλόγου;
Να μιλήσω για αυτά που με απασχολούν; Πώς; Να πω τί;
Ότι ανησυχώ για την πατρίδα μου, παραθέτοντας αναγκαστικά πρώτα έναν απολογητικό πρόλογο όπου θα οφείλω να διευκρυνίσω πρώτα το αυτονόητο για να μην παρεξηγηθώ, δηλαδή πως δεν είμαι φασίστρια, ρατσίστρια, ακροδεξιά, ξενοφοβική κι οτιδήποτε άλλο από όλες αυτές τις μυριάδες ταμπέλες που σου τοποθετεί το "σύστημα" μεμιάς μόλις αναφέρεις τη λέξη "πατρίδα", αφού πρώτα, μεταξύ άλλων, άφησε ανενόχλητη μια εγκληματική οργάνωση να την καπηλευτεί για να μπορέσει, εκ των υστέρων, να την ταυτίσει μαζί της;
Λυπάμαι παίδες αλλά βαριέμαι να εξηγώ διαρκώς τα αυτονόητα και σιχαίνομαι να μπαίνω στη διαδικασία να απολογούμαι επειδή η κοινωνία μας (οι άνθρωποί της) αποδέχτηκαν την απόλυτη σύγχυση και διαστρέβλωση των εννοιών... Σιχαίνομαι, μάλιστα, ακόμη περισσότερο με τη σκέψη πως θα προσπαθούσα να πείσω πως δεν είμαι φασίστρια όλους εκείνους τους "μη φασίστες" που έσπευσαν να ευχηθούν με τόσο μένος και ακραία ηδυπάθεια αλλά και ανεξάντλητη χυδαία δημιουργικότητα (βλ.σκίτσα, κολάζ, ανεκδοτάκια, κλπ), "καλό βιασμό" από τους συγκρατούμενούς τους στα μέλη της γνωστής εγκληματικής οργάνωσης που, εννοείται δικαίως (ναι!ναι! πάλι επιβάλλεται, για να μην παρεξηγηθώ, να το διευκρινίσω ότι θεωρώ πως δικαίως δικάστηκαν και δεν επιβραβεύω κανέναν με φονικά και σαδιστικά ένστικτα!) δικάστηκαν. Κυριολεκτικά φρίκαρα κι έμεινα ν'αναρωτιέμαι ποιοί είναι τελικά οι περισσότερο φασίστες... Γιατί, προσωπικά, δε θα διανοούμουν ποτέ ότι θα αισθανθώ ηδονή με το βιασμό οποιουδήποτε πλάσματος, ακόμη κι αν αυτό το πλάσμα μου ήταν απεχθέστατο! Ίσως επειδή εγώ είμαι η φασίστρια!....
"Στο στρατόπεδο των Αιγινητών, στις Πλαταιές, βρισκόταν ο Λάμπων του Πυθέου [...] Αυτός έχοντας μια ανοσιώτατη πρόταση πήγε στον Παυσανία και... του είπε: "Υιέ του Κλεομβρότου, έχεις κατορθώσει ένα έργο πολύ μεγάλο... κι ο θεός σου έδωσε το προνόμιο να σώσεις την Ελλάδα [...] Όταν ο Λεωνίδας σκοτώθηκε στις Θερμοπύλες, ο Μαρδόνιος και ο Ξέρξης του έκοψαν το κεφάλι και το έμπηξαν σε έναν πάσσαλο. Εάν λοιπόν ανταποδώσεις με τον ίδιο τρόπο, θα επαινεθείς [...] εάν ανασκολοπίσεις το Μαρδόνιο, θα έχεις πάρει εκδίκηση για το θείο σου [...]" ... Εκείνος όμως του αποκρίθηκε..."Ξένε Αιγινήτη [...] αφού σήκωσες ψηλά εμένα, την πατρίδα μου και το έργο μου, έπειτα με έριξες κάτω στο τίποτε, συμβουλεύοντάς με να κακοποιήσω έναν νεκρό και λέγοντάς μου ότι, αν το κάνω, θα αυξηθεί η φήμη μου. Αυτά αρμόζουν περισσότερο στους βαρβάρους κι όχι στους Έλληνες' κι όταν τα κάμνουν οι βάρβαροι τους κακοχαρακτηρίζουμε. Με τέτοια κακοποίηση νεκρού ούτε στους Αιγινήτες εύχομαι να αρέσω ούτε σε όσους αυτά είναι αρεστά [...] με παρόμοια πρόταση μην ξαναπαρουσιαστείς μπροστά μου.... και να είσαι ευχαριστημένος που φεύγεις χωρίς να πάθεις τίποτε." (Ηροδότου, "Ιστοριών Θ'-78", απόδοση: Α.Τζαφερόπουλου)
"Μπορούσαν κάποτε να μιλάνε τόσο ελεύθερα δημόσια εε;...."
Ναι, μπορούσαν!
Όταν οι λέξεις κι οι έννοιες δεν είχαν χάσει εντελώς το νοημά τους! Όταν δεν αλωνίζαν χιλιάδες ρουφιάνοι -με συρφετό πορωμένων κι αδαών κανίβαλων να τους ακολουθούν- να παραποιούν και να λογοκρίνουν κάθε λέξη σου και το νόημά της, όταν δεν είχαμε καταντήσει (ο καθένας για διαφορετικούς λόγους) σαν τους αυλικούς και το λαό εκείνου του γυμνού βασιλιά του παραμυθιού- που, σαν όλα τα παραμύθια κρύβει μοναχά αλήθειες!
Για κάθε λέξη που ενοχλεί θα πέσουν οι κανίβαλοι κάθε είδους να σε φάνε.... Όλοι τούτοι που τάχα μάχονται για τον άνθρωπο και τις ελευθερίες του, για το δικαίωμά του στη ζωή, στη διαφορετικότητα, στα μπρόκολα με τις κόκκινες βούλες! Όλοι τούτοι που δε μπορούν ν'ανεχτούν ούτε για ένα λεπτό τη όποια δική σου διαφωνία, το δικό σου δικαίωμα στην ελευθερία της σκέψης σου! Όλοι αυτοί, λοιπόν, είναι έτοιμοι -μεταφορικά, αλλά και κυριολεκτικά αν είχαν τη δυνατότητα- να σε κατασπαράξουν αν πεις έστω και μια κουβέντα που αντιβαίνει στην προσωπική τους αντίληψη περί "σωστού" και "πολιτικής ορθότητας"! Όλοι εκείνοι που τάχα έχουν συστρατευτεί για να υποστηρίζουν το δικαίωμα στη "διαφορετική άποψη"...
Δεν έχω καμιά όρεξη να μιλάω πλέον, λοιπόν, και τό'χω κόψει το άθλημα. Ούτε δημόσια, ούτε καν ιδιωτικά. Πλην ελαχίστων εξαιρέσεων. Πάνε χρόνια που προτιμώ τα σιγοψιθυρίσματα με το κύμα της θάλασσας, τις αχτίδες του ήλιου, τ'άνθη της λεμονιάς, το γουργούρισμα της γάτας μου και, ενίοτε, δυο κουβέντες με τη μικρή φιλενάδα μου που δεν έχει προλάβει ακόμη να της κάψει τα εγκεφαλικά κύτταρα η συστηματική "πλύση εγκεφάλου και συνειδήσεως" της εποχής μας... Απλά, κάποια στιγμή κανείς φορτώνει... και παραφορτώνει θά'λεγα... και μπορεί να βγάλει μια κραυγή... έτσι, για να εκτονωθούν οι λέξεις χορεύοντας με τον ήχο, για να ακουστεί η φωνή και να σιγουρέψει πως ακόμη οι χορδές του πάλλονται και δε φιμώθηκε ολότελα, για να προσλάβουν οι σκέψεις του χρώματα, για να... μετανιώσει τελικά που το άνοιξε το ρημάδι και να επιβεβαιωθεί η επιλογή της σιωπής του!
Σήμερα με δυο μάσκες κι αύριο με τέσσερις! Μεθαύριο ντυμένοι αστροναύτες! Και σε ειδικά ανήλιαγα λαγούμια, μη σου πω! Αρκεί να γλυτώσουμε....
"...Πρώτα, λοιπόν, έβλεπαν και του κάκου έβλεπαν,
άκουγαν και δεν άκουγαν, μα όμοιοι με μορφές ονείρων
ζούσαν σ'όλο το μάκρος της ζωής τους κι ανακάτωναν άστοχα τα πάντα,
κι ούτε πλιθόχτιστα προσήλια σπίτια ξέραν,ούτε τα ξύλα να δουλεύουν,
αλλά, σαν τ'αχαμνά μυρμήγκια κάτου από τη γης, τρυπώνανε μέσα σ'ανήλια σπήλια.
Και μήτε του χειμώνα είχαν κανένα βέβαιο σημάδι,
μήτε της ανθομυρισμένης άνοιξης, μήτε του καρπερού καλοκαιριού,
μα δίχως κρίση εκπορευόντουσαν στην τύχη...."
(Αισχύλου, "Προμηθεύς Δεσμώτης" 447-456, απόδοση: Τάκη Μπάρλα)
Με ξεπερνά το να υπογράφω στον εαυτό μου (ή να στέλνω μήνυμα για να πάρω έγκριση από το πουθενά, ως εναλλακτική) για να πάω στο γιατρό μου ή να κάνω μια βόλτα στο βουνό! Έχει αρχίσει να με τρελαίνει αυτό, λέμε! Με τρελαίνει να είμαι υποχρεωμένη να κάνω κάτι εντελώς παράλογο! Το οποίο δε με προφυλάσσει από τίποτα απολύτως! Ίσα και μόνο για να αυτογελοιοποιούμαι! Μιας κι όποιος θέλει να βγει και να κυκλοφορήσει βγαίνει, αρκεί να στείλει ένα sms! Καθώς με την έγκριση του sms όλα είναι o.k.! Π.χ. πατάς "για αγορά αγαθών πρώτης ανάγκης" και πας στο μπάρμπα του το Σπύρο να κατεβάσεις τσίπουρα. Αν είσαι φύσει νομοταγής κλείνεσαι στους τέσσερις τοίχους, αν έχεις θράσος, κάνεις ό,τι γουστάρεις! Αν έχεις θράσος αλλά και λεφτά, εκεί δε σε σταματά κανείς! Οπότε, το θέμα είναι απλώς να σου σπάσουν τον τσαμπουκά και να σε εξευτελίσουν! Γιατί αλλιώς δεν εξηγείται. Κλείνουν, λέει, τα σύνορα των νομών. Κι εδώ στις γιορτές γεμίσαμε κόσμο! Όπως και τούτο το Σαββατοκύριακο και πόσα άλλα! Ποιοί; Πώς; Όποιοι κι όπως θέλαν! Οι ματσωμένοι, έτσι κι αλλιώς, ούτε καν ενδιαφέρονται για το τρακοσάρι (τόσα δίναν σε κάθε έξοδό τους σε εστιατόριο όταν ήταν ανοιχτά), οι ελεύθεροι επαγγελματίες (δικηγόροι, αρχιτέκτονες, καλλιτέχνες, κλπ) έχουν το "άλλοθι" του ελεύθερου επαγγέλματος κι όπου θέλουν πάνε "για λόγους εργασίας" (μιας κι από περιέργεια ρώτησα), άλλοι τη βολεύουν με "πλαστά" χαρτιά από γιατρούς, και πάει λέγοντας... Και δεν αναφέρομαι αυτή τη στιγμή στο αν κάναν καλά ή άσκημα, αλλά στο ότι δεν έχει κανένα νόημα όλη αυτή η ανούσια αστυνόμευση πέραν του εξευτελισμού μας! Και πως την πληρώνουν όσοι δεν έχουν θράσος ή και λεφτά. Όπως φοιτητές που κάναν μονάχοι Χριστούγεννα στην πρωτεύουσα και δεν ήρθαν στους δικούς στους στο χωριό, από φόβο μήπως τους αφήσουν να επιστρέψουν και χρεωθούν κανένα πρόστιμο. Όπως η κοπέλα που έχασε τη δουλειά της και το σπίτι της κι ήρθε για να μείνει σε συγγενικό πρόσωπο κι έφαγε πρόστιμο γιατί "δεν είχε λόγο που να εμπίπτει στις εξαιρέσεις μετακίνησης" ! Αλλά η τύπισσα που μας ήρθε από το εξωτερικό και κάνει τις διακοπούλες της (κυκλοφορώντας μάλιστα και χωρίς μάσκα) έχει λόγο που "εμπίπτει" φαίνεται, γιατί ούτε έφαγε πρόστιμο, ούτε τη σταμάτησε κανείς! Οπότε, ποιός δουλεύει ποιόν; Όποιος έχει συνείδηση, έτσι κι αλλιώς θα προσέχει, είναι αυτονόητο! Θα τηρεί τα μέτρα υγιεινής και θά'χει τον νου του! Όποιος δεν έχει συνείδηση, έτσι κι αλλιώς θα κάνει ό,τι γουστάρει! Οπότε για ποιόν η αστυνόμευση; Για τον, έτσι κι αλλιώς, νομιμόφρονα; Ή, έτσι, για τον τσαμπουκά της εξουσίας; Για το σπάσιμο νεύρων του πολίτη; Για να συνηθίζουμε; Όχι, δεν καταγγέλω όποιον ήρθε στο χωριό μας με "πλάγια μέσα", γιατί οι περισσότεροι ήρθαν και μένουν σπιτάκι τους και πάνε καμιά βόλτα στα μονοπάτια να μην τρελαθούν κι ίσως και καλά κάνανε. Καταγγέλω το παράλογο μιας αστυνόμευσης που είναι εντελώς ανούσια (πέραν του "ταξική"- ο έχων να πληρώσει απαλλάσσεται), κι απλά τρομοκρατεί τους μη έχοντες και τους νομοταγείς κι επιπλέον δίνει την εξουσία σε κάθε τυχόν κομπλεξικό άτομο στο χώρο της αστυνομίας (ευτυχώς που οι περισσότεροι δεν είναι τέτοιοι) να βγάλει τα απωθημένα του σε κάθε "αδύναμο" πολίτη, όπως έναν συνταξιούχο παππού που τον ψαρώσαν και τον γράψανε επειδή είχε έντυπη βεβαίωση και δεν είχε στείλει sms (ο οποίος, δυστυχώς αλλά και δικαιολογημένα, δεν είχε και τη διαύγεια, την τόλμη και τη γνώση να τους στείλει στον αγύριστο, μιας και το χαρτί που κρατούσε ήταν υπεραρκετό!), ή μια γυναίκα που ξαπόστασε στη βόλτα της σ'ένα παγκάκι! Καταγγέλω το παράλογο της αστυνόμευσης στον ιερέα που πήγε μονάχος να πετάξει το σταυρό στα νερά να τ'αγιάσει* και του την πέσανε λες κι ήταν εγκληματίας κατά της δημόσιας υγείας, όσο και στον ερασιτέχνη ψαρά που τον εμποδίζουν να πάει στο γυαλό παρέα με το καλάμι του! (* Το πιο τραγικό: Από κάτω από μια τέτοια δημοσίευση μιλιούνια οι αγριεμένοι κανίβαλοι να ωρύονται με μένος για την εκκλησία ως μέγιστη εστία μετάδοσης! Ενώ παντού γίνεται ο κακός χαμός! Για κανένα τζαμί, πουθενά δεν είδα να γίνεται καμία νύξη... Είναι θέμα "πολιτικής ορθότητας", βλέπεις... εκεί, θά'μαστε "ρατσιστές" αν μιλούσαμε...) Έχουμε εντελώς τρελαθεί;
Κατευθυνόμενες φανατισμένες αγέλες καραδοκούν να κατασπαράξουν όποιον έχει αντίθετη άποψη! Έχει καταντήσει ανατριχιαστικό πια! Αν αρνηθείς να κάνεις το εμβόλιο, θεωρείσαι έξαφνα εχθρός του λαού και της δημόσιας υγείας! Και δε θα μπει στον κόπο να σε ρωτήσει κανείς αν λόγοι υγείας το επιβάλλουν να μην εμβολιαστείς ή αν, τέλος πάντων, έχεις κάποια σοβαρά επιχειρήματα. (Λες και δεν είναι από μόνο του αρκετά σοβαρό, ότι η pfizer αποποιείται κάθε ευθύνη για όποια μελλοντική παρενέργεια παρουσιαστεί... και, αναμενόμενο, εφόσον είναι ακόμη σε πειραματικό στάδιο. Hallo, δεν είναι φιλανθρωπικές εταιρείες οι φαρμακοβιομηχανίες!) Είδα ανάρτηση σοβαρότατου, κατά τα άλλα, ατόμου, να ωρύεται εναντίον όσων υγειονομικών δε δέχονται να εμβολιαστούν και να προσθέτει ειρωνικότατα ότι εάν τους λέγαν πως έπρεπε να εμβολιαστούν για να μη χάσουν το Καρναβάλι της Πάτρας, εκεί δε θα φέρναν αντίρρηση! Ποιά είσαι εσύ κυρά μου που ισοπεδώνεις έτσι τον άλλον; Γνωρίζεις τί προβληματισμούς έχει; Ποιές γνώσεις και σκέψεις που εσύ αγνοείς τον οδηγούν στο να είναι επιφυλακτικός; Και γίνατε όλοι παπαγαλάκια των " Μ.Μ.Ε. ειδικών"; Το γιατρό ειδικά, αλλά και κάθε άνθρωπο. Αλλά πόσο μάλλον τον γιατρό που φέρει τόση ευθύνη... κι αν δεν είναι ασυνείδητος, οφείλει να είναι τουλάχιστον επιφυλακτικός! [Δόξα τω Θεώ, οι γιατροί που, μετά μεγίστης προσοχής, επέλεξα να εμπιστευτώ, δεν ανήκουν στη φάρα των ασυνείδητων "παπαγάλων". Άλλος επέλεξε το ρίσκο του εμβολιασμού ως προτιμότερο, άλλος του μη εμβολιασμού. Αλλά όλοι μου μίλησαν προβληματισμένοι για τις όποιες επιφυλάξεις τους. Από κανέναν δεν άκουσα, αυτό ανεύθυνο κι εξωφρενικό που ακούω από άλλους: "Εννοείται θα εμβολιαστείς, δεν υπάρχει περίπτωση να πάθεις τίποτα. Μην ακούω αηδίες!", όταν η ίδια η φαρμακευτική δε γνωρίζει και νίπτει τας χείρας της!] Αλλά το θέμα μου δεν είναι αυτό, το θέμα μου είναι αυτή η "υποχρεωτικότητα" που προωθείται "για το καλό μας" κι η διαρκής επιβολή νέων περιοριστικών μέτρων αλλά και αντισυνταγματικών νόμων "για το καλό μας" που, μάλιστα, γίνεται "μετά κλάδων και βαϊων" αποδεκτή από το "πόπολο"!
Κάθε μέρα μπροστά μου και καινούριες περιπτώσεις: 5000ευρω στον πρόεδρο του συλλόγου πεζοπόρων γιατί πήγαν στα βουνά να περπατήσουν (σκορπισμένοι, όχι ολοι μαζί) και 300 σε καθε πεζοπόρο που πετύχανε, μετά απο καταγγελία! Κι ο πρωθυπουργός παρεάκι είχε πάρει τα βουνά και πόζαρε! 300 ευρώ στη γιαγιάκα που περπατούσε χωρίς χαρτί για να μην τρελαθεί μόνη της στο σπίτι παρέα με τα φαντάσματα των αδικοχαμένων παιδιών της και τον Ευαγγελάτο! Κι οι έχοντες εδώ να βολταρουν Αθήνα- Πήλιο στο χαλαρό χωρίς να 'χουν δώσει ποτέ τσακιστή δεκάρα! Όπως, καλή ώρα, τα τραπεζώματα με τον πρωθυπουργό! Κι εγώ να αγχώνομαι σα μαλακας όταν κατεβαίνω Βόλο μην πέσω σε κανέναν βλαμμένο και το πληρώσω χρυσό που πρέπει να συνδυάσω γιατρούς και τράπεζες και ψώνια κι άλλες χίλιες δυο και θέλω και δυο ώρες πήγαινε-έλα από το χωριό! Ή πρέπει, για να αισθάνομαι ακόμα πιο μαλακας, σε κάθε βήμα μου να στέλνω μήνυμα διαφορετικό; Και να περπατώ μονάχη στα έρημα καλντερίμια με τη μάσκα να κρέμεται και να μου τραβάει τ'αυτιά, μη και σπάσει ο διάολος το ποδάρι και την πάθω σαν τον άλλον που του την είχαν στήσει στα ρουμάνια! Και να απαγορεύεται, λέει, να βγω να πετάξω τα σκουπίδια μετά τις εννιά για να μη διασπείρω τον ιό και μες στα λεωφορεία να είναι στουμπισμενοι σαν τις σαρδέλες! Αν δεν είναι αυτό παράλογο τί είναι; Αν αυτό δε λέγεται χούντα, τότε τί λέγεται;
Και μέσα σ'αυτό το, αξιοζήλευτο για κάθε δικτατορική κυβέρνηση, περιβάλλον τρομοκρατίας και σύγχυσης και συνεχούς επιβολής νέων περιοριστικών μέτρων τα πλείονα εκ των οποίων δεν έχουν ουδεμία λογική κι επιστημονική βάση (τα Σ/Κ να κλείνει νωρίτερα η αγορά και να συνωστίζονται περισσότεροι στα σούπερ μάρκετ για να προλάβουν να ψωνίσουν, κλπ) κι αποτελούν το θέατρο του παραλόγου, ενώ αλλάζουν αλλεπάλληλα και πάλι χωρίς καμία λογική (μετά τις 6 το απόγευμα δε μπορείς να παραγγείλεις σουβλάκι για το σπίτι, πριν μπορείς... τελικά και μετά μπορείς...κλπ), όπου καταργούνται με κάθε τρόπο οι ελευθερίες μας "για το καλό μας", επιβάλλεται λογοκρισία "για το καλό μας", ευδοκιμούν πάσης φύσεως ρουφιάνοι, και πάλι "για το καλό μας", κι όπου οδηγούμαστε -συν τοις άλλοις- και σε παγκοσμίου επιπέδου φτωχοποίηση του λαού, ποιός εχέφρων νους δε βλέπει πλέον ότι δεν πρόκειται απλά για έναν φονικό ιό και μια πανδημία; Κι όλα αυτά, για πρώτη φορά στα χρονικά, σε παγκόσμιο επίπεδο, με λίγες παραλλαγές. Είναι θέμα "συνομωσιολογίας";! Πρέπει νά'σαι τουλάχιστον τυφλός για να μην το βλέπεις! Για ποιά ελευθερία μιλάμε όταν (το πλέον αηδές!) επιβραβεύεται ο κάθε ρουφιάνος ως "υπεύθυνος πολίτης" που θα καταγγείλει το γείτονά του, τον οποίον αντιπαθεί, ότι μάζεψε στο σπίτι πέντε άτομα και να εισβάλει η αστυνομία! Που θα καταγγείλει τον παπά, τον οποίο απεχθάνεται, ότι μετέλαβε ένα παιδάκι μετά την κεκλεισμένων θυρών λειτουργία! Που θα καταγγείλει τον Καθηγητή του πως οι απόψεις του είναι "αιρετικές" (ότι εναντιώνονται, δηλαδή, στην πλύση εγκεφάλου που τρώμε καθημερινά) -και θα καταφέρει κιόλας να του ακυρώσει τη διδασκαλία και να τον αναγκάσει να παραιτηθεί! Ο θρίαμβος της ρουφιανιάς, της λογοκρισίας, του φασισμού και της κακεντρέχειας! Ποιά ελευθερία λόγου και ποιά ελευθερία κινήσεων; Ο κάθε αδαής κι αμόρφωτος Ευαγγελάτος να τρομοκρατεί με τα μάτια γουρλωμένα και με αδιαμφισβήτητο κύρος "υπέρ-ειδικού" και να πληρώνεται αδρά για τούτο! Κι η αντίθετη άποψη να φιμώνεται και να εξευτελίζεται! Ας είναι και λάθος, ρε αδερφέ! Γιατί να μην ακουστεί;! Να θυμίσω πως "για το καλό μας", για να μας προστατεύσουν δηλαδή, κάποτε ρίχνανε βιβλία στην πυρά; Τώρα κατεβάζουν αναρτήσεις και κλείνουν μικρόφωνα! Τότε καίγανε μάγισσες, τώρα εξευτελίζουν και εξαφανίζουν από το προσκήνιο ανθρώπους! Και στο χέρι του κάθε κακομοίρη η κάμερα του κινητού και εν αναμονή να φωτογραφίσουμε όποιον παραβιάσει στο ελάχιστο το οτιδήποτε, να τον καταδώσουμε, να τον δημοσιοποιήσουμε και να συλλέξουμε και ένα τσούρμο οργισμένων πολιτών που θα μας επευφημήσουν και θα "λιντσάρουν" λεκτικά τον άμοιρο "εγκληματία"! Κι η Εξουσία πανευτυχής να περνά τους αντισυνταγματικούς νόμους της με την επιδοκιμασία του τρομοκρατημένου όχλου! "Κλείστε τα όλα!", αρκεί να μην έχω εγώ μαγαζί, να μην κινδυνεύω εγώ και τα παιδιά μου να πεινάσουμε και να βρεθούμε στο δρόμο να κοιμόμαστε στα παγκάκια!
Η οικονομική κατάρρευση έρχεται... η απόλυτη φτωχοποίηση του λαού, επίσης, έρχεται... η φρίκη της πείνας καταφθάνει... Τα λεφτά θα μαζευτούν στα χέρια των πολύ ολίγων κι εκλεκτών κι οι πολλοί θα εξαθλιωθούν εντελώς. Κι όλα τούτα σε παγκόσμιο επίπεδο. Δεν είναι θέμα "συνομωσιολογίας", είναι θέμα απλής μαθηματικής σκέψης δημοτικού. Αλλά ο ανθρώπινος εγκέφαλος αρνείται να δει την επόμενη μέρα και στέκει μοναχά στο σήμερα, στο φονικό ιό. Λες και μας έταξε κανείς πως είμαστε αθάνατοι!
"[...] Έτσι στη σκότεινη ταβέρνα
πίνουμε πάντα μας σκυφτοί.
Σαν τα σκουλήκια, κάθε φτέρνα
όπου μας εύρει μας πατεί.
Δειλοί, μοιραίοι κι άβουλοι αντάμα,
προσμένουμε, ίσως, κάποιο θάμα!"
(Κώστα Βάρναλη, "Οι μοιραίοι")
"Υγεία, μόνο υγεία!" ακούω πλέον από παντού σαν ευχή. Ε, όχι ρε παιδιά, ακόμη κι ο σκύλος, που θεωρείται ζώον ά-λογον το γνωρίζει αυτό: Αν είναι μια ζωή να την περάσει δεμένος στο παλούκι, δεν του αρκεί η υγεία! Κι έχω περάσει πάρα πολλά με την υγεία μου για να ξέρω να εκτιμώ την αξία της! (Άσε που η υγεία είναι συνάρτηση και της ψυχολογικής μας κατάστασης που, των περισσοτέρων, πάσχει σφόδρα με όλα τούτα.... Ασε που ο κόσμος πεθαίνει από χιλιάδες άλλα νοσήματα καθώς χειρουργεία διαρκώς αναβάλλονται, χρόνια πάσχοντες και καρκινοπαθείς αφήνονται στο έλεος του Θεού, προληπτικές εξετάσεις δε γίνονται κι ο κόσμος δεν τολμάει πια ούτε καν να πλησιάσει τα νοσοκομεία- τα οποία εξάλλου και καμιά κυβέρνηση δεν νοιάστηκε να επανδρώσει... πόσο μάλιστα η σημερινή! Γιατί η σωτηρία μας έγκειται στο να μην κυκλοφορούμε μετά τις 6 το βράδυ, κουφάλες!)
Αν είναι να ζω έτσι (Γιατί όλο τούτο φαίνεται πως δεν έχει τελειωμό! Κι αν έχει, τότε θά'ρθει κι άλλο και θα μας έχουν πλέον "εκπαιδευμένους"), αν είναι να τρέμω μη γεράσω (Γιατί το μπούλινγκ που υφίστανται οι περισσότεροι ηλικιωμένοι με ξεπερνά! Ανήμποροι να φέρουν και την παραμικρή αντίσταση κι απαγορεύεται να ξεμυτίσουν! Οφείλουν να μείνουν αποκλεισμένοι σε τέσσερις τοίχους για τα τελευταία χρόνια της ζωής τους! Ούτε ν'ανάψουν ένα κερί στην εκκλησιά για παρηγοριά! Άσε πλέον τους στυγνούς εκβιασμούς από τα τέκνα τους για το εμβόλιο, πως αν αρνηθούν δε θα ξαναδούν τα εγγόνια τους κλπ. Το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης σ'όλο του το μεγαλείο! ), αν είναι να τρέμω μην αρρωστήσω από οτιδήποτε (Γιατί θα απαγορεύεται να με πλησιάσει οικείος μου και από πεταμένη σ'ένα θάλαμο νοσοκομείου ίσως τελικά θα βρεθώ πεταμένη μέσα σε μια γυαλιστερή αποστειρωμένη σακούλα για να μην κολλήσει το παρθένο χώμα τον ιό- Ω, τί ύψιστη ύβρις κατά των νεκρών τέτοιο τέλος και τέτοια ταφή! O tempora, o mores!)... όχι, δεν έχει καμία αξία! Πιο πιθανό, βέβαια, είναι να φύγω από καρκίνο, αλλά όλα τούτα και πάλι, δυστυχώς, θα ωφείλω να τα ανεχτώ! Μας έταξε κανείς πως είμαστε αθάνατοι, ξαναρωτώ;
"Ψωμί, Παιδεία, Ελευθερία", θυμούνται σε κάθε επέτειο το σύνθημα κι αποδίδουν "φόρο τιμής"... Η παιδεία, πάει, ισοπεδώθηκε πλήρως από όταν περνάς κάθε τάξη του σχολείου ακόμη και με κόλλα λευκή (θες δε θες προβιβάζεσαι πλέον), όταν στην νεότερη ιστορία της τρίτης Λυκείου διδάσκεσαι για το τραπεζικό σύστημα της νεότερης Ελλάδας κι όχι για την Επανάσταση του 1821, όταν μαθαίνεις να παπαγαλίζεις ακόμη και το κόμμα και σου απαγορεύεται η κριτική σκέψη, όταν εισάγεσαι στο Πανεπιστήμιο με 3 στα 20 κι όταν, εν μέσω κορωνοϊού, δίνεις εξετάσεις για το πτυχίο σου από το σπίτι, αντιγράφοντας, κατά βούληση, ό,τι θες από το βιβλίο ή τον συμφοιτητή σου! Μια νέα εντελώς αμόρφωτη χειραγωγίσιμη μάζα βολικότατη, μέσα στην άγνοιά της, για κάθε εξουσία! Και με την ψευδαίσθηση ότι τα πτυχία της αντιστοιχούν σε συμπυκνωμένη σοφία! Νάτοι οι μελλοντικοί "ειδικοί"! Το ψωμί πάει κι αυτό... ωσονούπω έρχεται η πείνα... Κι όσο για την ελευθερία... κάθε μέρα χάνουμε και μιαν απόχρωσή της... κι όλοι σιωπούν...
Οι μόνες φωνές που ακούγονται είναι οι αντίλαλοι της εξουσίας, τα "παπαγαλάκια" του φόβου.
Κι ο μόνος αντίλογος που επιτρέπεται να ακουστεί είναι τον πλέον ακραίων και τρελαμένων ζαβών τις οποίες κι επιτρέπουν να αντιλαλούν σαν ηχώ για να μπορούν να τις ταυτίσουν με τους όποιους προβληματισμούς των σκεπτόμενων ώστε να τσουβαλιάζουν ύστερα, όσους έχουν ενστάσεις, ως ψεκασμένους!
Η κοινή λογική... σιωπά... (πλην ελαχίστων φωτεινών εξαιρέσεων.) Γιατί δε μπορώ να πιστέψω πως χάθηκε! Αλλά πως αρνείται ν'αναμιχθεί σε τούτο τον κυκεώνα!
Κι έτσι αποφάσισα να της δώσω για λίγο το βήμα. Κι ας την κατασπαράξουν τα όρνια! Έτσι, βρε αδερφέ, να μην νομίζουμε πως χάθηκε από προσώπου γης. Αλλά και για να μην νομίζει η μικρή μου φίλη πως σήμερα δε μπορεί κάποιος να μιλάει ελεύθερα δημόσια... Πολύ μου κακοφάνηκε να παραδίδω μια τέτοια εικόνα, έναν τέτοιον κόσμο στα παιδιά... μα πάρα πολύ... αφάνταστα πολύ! Οπότε, κι ας μην είχα καμιά, μα απολύτως καμιά διάθεση, αποφάσισα να κάνω μια παύση της σιωπής και να μιλήσω....