στὸ βουνὸ τῶν Κενταύρων, στὰ μονοπάτια τοῦ Χείρωνα... (παραδόσεις κι έθιμα, Θεός και φύση, μυθολογία και γλώσσα, σκέψεις κι εικόνες...)
Δευτέρα 31 Μαρτίου 2008
Κυριακή 30 Μαρτίου 2008
Κυριακή Σταυρολουλουδιά
Κυριακή της Σταυροπροσκυνήσεως σήμερα..
Κυριακή Σταυρολουλουδιά.. Ο Σταυρός στολίζεται με λουλούδια σήμερα και οι πιστοί τον φιλούν με ευλάβεια για να λάβουν τη χάρη και τη δύναμη να συνεχίσουν τον αγώνα της νηστείας και της περισυλλογής, καθώς φτάνουμε στη μέση της Σαρακοστής οδεύοντας προς τη Μεγάλη Εβδομάδα...
Τα λαογραφικά αποσπάσματα για τη μέρα τούτη, του Δ. Λουκάτου και του Γ.Μέγα:
"Ανοιξιάτικη γιορτή των λουλουδιών, που συγκεντρώνονται άφθονα στην εκκλησία, ν'ανθοστολίσουν προκαταβολικά το Σταυρό, που σε τρεις πάλι βδομάδες θα δεχτεί πάνω του το σταυρωμένο Χριστό. Την έχει επίτηδες καθιερώσει η Εκκλησία, στη μέση της Σαρακοστής, για να τονώσει την παλιότερη νηστεία και προσήλωση των πιστών στη χρονική προσδοκία του Πάθους.
"Καθάπερ οι τραχείαν και μακράν οδόν διανύοντες, ει που δένδρον ευσκιόφυλλον εύρωσι, μικρόν καθήσαντες αναπαύονται... ούτω και νυν, εις τον Νηστείας καιρόν ενεφυτεύθη μέσον ο ζωηφόρος Σταυρός, άνεσιν και αναψυχήν ημίν χορηγών..."
Πραγματικά μοιάζει σαν ξαναφυτεμένο το ξύλο του σταυρού ανάμεσα στο σωρό τα λουλούδια (βιολέτες, ζουμπούλια, μενεξέδες, δεντρολίβανα), που φέρνουν κι αποθέτουν στα πόδια του οι πιστοί. Κι όλα στο τέλος μοιράζονται, ευλογημένα από τον παπά, στους πιστούς, που φεύγουν για τα σπίτια τους, "ανθοφόροι" σαν τους αρχαίους, όπως φεύγουν και στις δύο άλλες γιορτές της ανθοφορίας: του Σταυρού το Σεπτέμβρη με τους βασιλικούς και την Κυριακή των Βαϊων με τα βάγια.
Τούτην τη μέρα τη λένε "του Λουλουδιού", "του Σταυρολούλουδου", "του Γιοφυλλιού", ή "Κυριακή Σταυρολουλουδιά". Φυλάνε έπειτα τα λουλούδια πλάι στα εικονίσματα, στο σπίτι, και τά'χουν για λιβάνισμα, ξεμάτιασμα και ξόρκι, σε κάθε πιθανό κακό.
Λαογραφικά ονομάζουν "Μεσοσαράκοστο" την Κυριακή αυτή, κάτι σαν το καθολικό Mi-carem, όχι όμως με εκείνου την ελευθερία στα φαγώσιμα και στο γλέντι, αλλά αντίθετα, με πιο αυστηρή νηστεία, "σταυρώσιμη". (Οι νηστείες εβόλευαν πάντα τη φτωχή ανατολή πιο πολύ απ'τη δύση.)
Οπωσδήποτε, η Κυριακή της Σταυροπροσκυνήσεως είναι ένα πλησίασμα και μια προαγγελία στο Πάθος, όπως σε λίγο, το Σάββατο του Λαζάρου θα είναι μια προαγγελία της Ανάστασης. Παλιότερα γίνονταν την ημέρα τούτη (το απόγευμα), και αγερμοί των παιδιών, που γύριζαν στα σπίτια και ζητούσαν αυγά για το Πάσχα και ξύλα-παλιούρια, για τις φωτιές που θ'άναβαν αναγγελτικές, ή και για να κάψουν το ομοίωμα του Ιούδα. Έλεγαν τους στίχους:
Μεγάλη σημασία δίνουν στη Σταυροπροσκύνηση και οι ναυτικοί μας. Το "Μεσοσαράκοστο" τους θυμίζει (και από εκκλησιαστική επίδραση) το "εν μέσω πελάγει". Ιδιαίτερο προσκύνημα κάνουν στον Πανορμίτη της Σύμης οι οικογένειες των ναυτιλομένων (για να ανανεώσουν την εύνοια του Μεγαλόχαρου - Αρχάγγελου Μιχαήλ- στα ταξίδια τους), με καθιερωμένο φρούτο του νηστίσιμου γεύματος ένα φυλαγμένο επίτηδες καρπούζι."
(Δημήτρης Λουκάτος, "Πασχαλινά και της `Ανοιξης")
"Η γιορτή αυτή λέγεται και Μεσοσαράκοστο, της μάππας ή του πουλιού ή το Λουλούδι, επειδή τότε ο ιερέας μοιράζει στους εκκλησιαζόμενους μικρά κλαδιά δεντρολίβανο ή λουλούδια. Σ'αυτά οι πιστοί αποδίδουν θεραπευτική δύναμη και τα χρησιμοποιούν για εξορκισμούς και σταυρώματα και ιδιαίτερα για να ξεματιάσουν άνθρωπο ή ζώο βασκαμένο. Βουτούν το άνθος σε αγιασμό ή το καίνε στα κάρβουνα και καπνίζουν το βασκαμένο. Στη Χίο κ.α. γίνονται και αγυρμοί των παιδιών, τα οποία επισκέπτονται τα σπίτια και τραγουδούν ειδικά τραγούδια. Π.χ. στα Νένηντα Χίου τραγουδούν:
(Γ.Α.Μέγας, "Ελληνικές γιορτές και έθιμα της λαϊκής λατρείας")
Πέμπτη 27 Μαρτίου 2008
Μια ηλιαχτίδα...
Μια ηλιαχτίδα ... Από κείνες που προβάλλουν ξαφνικά μες στη μουντάδα του χειμώνα ... για να ξορκίσουν με το χρώμα τους το γκρίζο.. για να πολεμήσουν με τη θέρμη τους την παγωνιά.. για να απαλύνουν με το χάδι τους τον πόνο της ψυχής μας ... Μια ηλιαχτίδα μ'όλα τα χρώματα του ουρανού, μ'όλα τα τραγούδια των πουλιών και τη μοσχοβολιά των αγριολούλουδων ... μια τέτοια ηλιαχτίδα κυνηγάω.. Ναι, ας είναι και μια, μονάχα μια, μονάκριβη και παραπονεμένη. Μια σταλίτσα φως, μια σταλίτσα ζεστασιά που θα απλώσει την αγκαλιά της και θα διώξει το σκοτάδι, θα λιώσει τα κρύσταλλα και θα φανερώσει τον Ήλιο... Να την αγγίξω και να στη χαρίσω φυλαχτό, κάθε μέρα να σου χαμογελά ...
Τετάρτη 26 Μαρτίου 2008
Τρίτη 25 Μαρτίου 2008
1821.. εικόνες της ελληνικής επανάστασης
Σάββατο 22 Μαρτίου 2008
Τα χταποδάκια (Μ.Καραγάτσης)
"Οι νοτιάδες φέρναν σύγνεφα εκείνο το χειμώνα, μα όχι τό'να πίσω από τ'άλλο. `Αφηναν και ώρες, την κάθε μέρα, που ξαστέρωνε λιγάκι ο ουρανός. Αυτό γινόταν περί το δειλινό. Κι όταν ο ήλιος, όσο δεν παίρνει χρυσαφής, κάτι σα μέλι φωτεινό, ξεχυνόταν στο μικρό λιμάνι, στ'αργοσάλευτα καΐκια του, στις μπαταρισμένες βάρκες, στα δίχτυα των ψαράδων που στέγνωναν απλωμένα, στη θάλασσα που σιγανάσαινε, στους ανθρώπους που τριγυρνούσαν πέρα δώθε, άγνωστο γιατί. Περί τη νύχτα θα χάλαγε πάλι ο καιρός. Αυτό το καταλάβαινες από τους γλάρους που πετούσαν χαμηλά, έξυναν τη θάλασσα με τις φτερoύγες τους, κλαγγάζοντας κάποιαν ακατάληπτη ανησυχία. Και το όντις, σε λίγο έφταναν ξανά τα σύγνεφα, αβγατίζοντας πολύ το βραδινό σκοτάδι, έτσι που 'σφιγγε η ψυχή του ανθρώπου.
Έτσι λοιπόν, την ώρα που ο Αστέρας πάλευε με τα σύγνεφα, μπήκε ο λεγάμενος στο μαγαζάκι, μποτζάροντας δώθε κείθε, σαν τραμπάκουλο σε σοροκάδα. Κοντός ήταν και κακοσούσουμος, αρκούντως γηραλέος, όχι καλοντυμένος ούτε καθαρός, μ' ένα μαντίλι ματωμένο γύρω στο κεφάλι - σίγουρα φρεσκοσπασμένο ήταν. Η μύτη του μάλιστα είχε μεγάλα χάλια, γδαρμένη, πρησμένη, σκεπασμένη κομμάτια αίμα πηχτό. Ή κουτρουβάλα είχε πάρει ο ερίφης, ή ξύλο γερό είχε πέσει, μπερντάχι, με σύστημα, πάνω χέρι - κάτω χέρι, του αλατιού τον είχαν κανωμένο. Τώρα γινωμένος ήταν όταν τις έφαγε, ή τα κοπάνισε κατόπι, να πνίξει στο κρασί το μεράκι του καβγά; Αυτό δεν το ξέρουμε. Το βέβαιο είναι, λίαν σουρωμένος ήταν όταν μπήκε στο μαγαζί, κρατούσε μάλιστα στο χέρι κατιτίς τυλιγμένο σε χαρτί, φαγώσιμο πρέπει να ήταν. Προχώρησε, το λοιπόν, κατά τον μπεζαχτά, χαιρετώντας πολύ εγκάρδια τις δύο παρέες που βρίσκονταν την ώρα εκείνη στο μαγαζί. Μα δεν πήρε αντιχαιρέτισμα, ένεκα που οι μεν -δυο μαντράχαλοι- ήσαν πολύ απασχολημένοι με τις κοπέλες τους και δεν είχαν καιρό για κουβέντες άχρηστες. Όσο για τους δε, αυτοί πίναν το κρασί τους λίαν βαρύθυμοι και σέρτικοι, είχαν φαίνεται τις στεναχώριες τους. Τι να κάνει λοιπόν, κι αυτός; Παράγγειλε ούζο καραφάκι, κι έπιασε κουβέντα με το μαγαζάτορα, ένεκα που ο Θεός τον έκανε άνθρωπο κοινωνικό, πολύ συσχετικό, η μουγκαμάρα κι η περισυλλογή ποσώς δεν του επήγαιναν. Είπε μάλιστα τη γνώμη του δυνατά, να την ακούσει όλος ο κόσμος:
- Όποιος δε μιλάει, πεθαμένος είναι και θάβουν τον!
Ακούμπησε το στράτσο στον μπεζαχτά κι άρχισε ν'αδειάζει το καραφάκι σε δυο νεροπότηρα, προσέχοντας φοβερά στη μοιρασιά, μήπως τυχόν και στάξει κόμπος στο 'να πιότερο από τ' άλλο. Αφού τέλειωσε τη δίκαιη αυτή κατανομή, πήρε το πρώτο ποτήρι και το ήπιε, ήπιε και το δεύτερο, θαραπάηκαν τα σωθικά του κι άρχισε μεγάλο λακριντί με το μαγαζάτορα. Ένεκα όμως που η παρέα μας βρισκόταν κάμποσο μακριά, δεν έδωσε κανείς μας προσοχή, εξάλλου είχαμε δικές μας κουβέντες να πούμε, πολύ σοβαρές και διόλου ευτράπελες. Πες πως τον αλησμονήσαμε κι αυτόν, και τα σπασμένα μούτρα του, και το στράτσο και το μεθύσι του και το λακριντί του. Όταν, έξαφνα, κουβέντες σε ύφος έντονο τράβηξαν την προσοχή μας:
- Όχι, κύριος, δε θέλουμε το κέρασμά σου!
- Και γιατί, δηλαδής; Εγώ εκινήθην από την ευγενής πρόθεσις...
- Κόβε λόγια και στρι! Πολύ ψείρα μάς γίνηκες!
Η παρεξήγηση συνέβαινε με την άλλη παρέα που ο ερίφης θέλησε να την κεράσει, άγνωστο γιατί. Ίσως που το κρασί τον έκανε πολύ κοινωνικό, πρόθυμο να πιάσει σχέσεις εύκολες και γκαρδιακές με τον πάσα τυχών. Ίσως πάλι και να του γυάλισαν τα κορίτσια, ήθελε να κάνει το κομμάτι του. Οι μαντράχαλοι όμως πήραν αλλιώς το πράμα, εξ' ου κι ο καβγάς «περικαλώ, κύριος!» και «με το μπαρδόν, δεν είσαστε εν τάξει εν πάση περιπτώσει!».
Ο ένας μάλιστα από τους δυο -άνθρωπος ευερέθιστος- σηκώθηκε μια στιγμή, κι είπε λόγια βαριά που προδίκαζαν χειροδικία. Τσίριξαν τα κορίτσια: «Mανώλη! Για τ' όνομα της Παναγιάς!», μπήκε στη μέση κι ο άλλος, ο πλέον ψύχραιμος, και το επεισόδιο θεωρείται λήξαν. Ο ερίφης υποχώρησε κανονικά κατά τον μπεζαχτά, όπου τον τραβούσε από το μανίκι ο ταβερνιάρης αυταρχικότατα:
- Ήπιες το ούζο σου, Παναγιωτάκη; Πλέρωνε και στρίβε! Όχι ιστορίες στο μαγαζί μου!
Σαν ν' αποφάσισε να ησυχάσει ο Παναγιωτάκης, αλλά για να φύγει, ούτε λόγος! Ήθελε, σώνει και καλά, ν' ανοίξει την καρδιά του, να πει τον πόνο του, να μιλήσει με άνθρωπο. Κανείς να μην τον θέλει, κανείς να μην καταλαβαίνει, όλοι να τον διώχνουν - τι κακό πάλι αυτό! Σαν τους Χίτες, στον `Αη-Λευτέρη, που παρεξήγησαν τα λεγόμενά του και τον κάναν σώσπαστο στο ξύλο. Μα το ξύλο δεν τον ένοιαζε τόσο, όσο η παρεξήγηση.
- Δεν είμαι κουκουές, εγώ! Είμαι καθώς πρέπει! Πολύ πολύ καθώς πρέπει...
Οι μαντράχαλοι της άλλης παρέας, που το επεισόδιο λήξαν δεν ασχολούνταν πια μαζί του, τού'ριξαν σκοτεινές ματιές. Έκλιναν προς τ'αριστερά, ως φαίνεται, κι ο λόγος του λεγάμενου τους ξυνοφάνηκε. Γίνηκε πρόχειρο διαβούλιο -να τον δείρουν, να μην τον δείρουν- μα δεν πήραν απόφαση, ένεκα που μόλις ξυλοδαρμένος από τους Χίτες ήτανε, έστω και λόγω παρεξήγησης, δε στέκεται να τις φάει κι από τους κουκουέδες. Εξάλλου, ο άνθρωπος είχε πια τα πιο φιλειρηνικά αισθήματα. Ξεδίπλωσε το στράτσο, τράβηξε δυο χταποδάκια που ήταν μέσα, τα καμάρωσε κι εδήλωσε πως έχει κάθε δικαίωμα να τα μαγειρέψει και να τα φάει ποτίζοντάς τα με μπόλικον κράσο, ένεκα που το χταπόδι χωρίς ένα πρώτο κρασί δε μαγειρεύεται, και δίχως ένα δεύτερο δε χωνεύεται. `Αρχισε, λοιπόν, μεγάλες συνεννοήσεις με το μαγαζάτορα, να του ψήσει τα χταπόδια, να τα φάει εδώ που βρίσκεται, δηλαδή να τα φάνε παρέα, ένεκα που η μοναξιά κι αυτός δεν συνταιριάζουν, ανέκαθεν ντερμπεντέρης άνθρωπος ήταν. Ο μαγαζάτορας όμως είχε μεγάλες αντιρρήσεις. Των αδυνάτων αδύνατο! Η φουφoύ ήταν πιασμένη με τις γόπες, κατόπι θα τηγάνιζε πατάτες, ύστερα θα έρχονταν η πελατεία και θα παράγγελνε της ώρας πράματα, συκωτάκια, μπαρμπουνάκια, σαγανάκια.
- Ό,τι άλλο, Παναγιωτάκη μου, αυτό όμως μη μου το ζητάς!
- Δεν έχω, δηλαδής, το δικαίωμα να φάω κι εγώ ένα μεζέ σαν άνθρωπος -να, τα χταποδάκια μου- και να πιω το κρασί μου, σα φιλήσυχος πολίτης; Εμένα που με βλέπεις, άδικα μ'έδειραν οι Χίτες στον `Αη-Λευτέρη. Δεν είμαι κουκουές!
Είχε αρπάξει το μαγαζάτορα από το γιακά και του ξηγούσε το πως γίνηκε η παρεξήγηση με τους Χίτες. Κι επέμενε -ψείρα σωστή- πως δεν ήταν εντάξει, ο μαγαζάτορας, να μην του μαγειρεύει τα χταποδάκια, να φάει ένα μεζέ, να πιει ένα κρασί, και δως του επιχειρηματολογία, φλυαρία και λογοδιάρροια -για ψείρα, ναι, ήταν ψείρα και περίφημη!
- Δε γίνεται, Παναγιωτάκη μου! του είπε ο άλλος κoφτά. Να πας στην Ευταλία να στα μαγειρέψει. Κι άντε τσαμπούκ τσαμπούκ, άδειαζέ μου το μαγαζί κι έχω δουλειά! Πλακώνει πελατεία.
Ο ερίφης σώπασε, σα να είδε πως τίποτα δε γίνεται, πως έπρεπε να το πάρει απόφαση. Τύλιξε τα χταποδάκια στο στράτσο, τα έβαλε υπομάλης και τράβηξε κατά την πόρτα. Μα η αγανάχτηση τον έπνιξε. Γύρισε, το λοιπόν, κι άρχισε καινούρια δημηγορία:
- Στην Ευταλία... `Αιντε συ να πεις στην Ευταλία να στα μαγειρέψει! Συ, που δεν είσαι άντρας της... Εγώ, δηλαδή, δεν έχω δικαίωμα να φάω ένα μεζέ, να πιω ένα κρασί;
Αργά κατάλαβε πως μιλούσε στα κούφια, ένεκα που ο μαγαζάτορας είχε αποτραβηχτεί στην κουζίνα. Σήκωσε, το λοιπόν, τους ώμους και τράβηξε πάλι κατά την πόρτα. Φαίνεται όμως πως δε βολούσε η ψυχή του να ξεκολλήσει εύκολ' απ' το μαγαζί. Περνώντας μπροστά στην παρέα μας κοντοστάθηκε. Ήθελε κουβέντα.
- Έχει τσιγάρο;
Απόκριση καμιά. Είδαμε τι κολλιτσίδα ήταν, αν του μιλούσαμε ξεκολλημό δε θα 'χε. Αυτός όμως εκεί!
- Θέλω τσιγάρο.
- Δεν έχει! του λέει ο Αγλέουρας.
- Πώς δεν έχει, αφού καπνίζετε!
Ήταν κι αναιδής.
- `Αιντε στο καλό! του λέει ο υποπλοίαρχος, κι άσε μας ήσυχους. Ακούς;
Αυτό δεν του άρεσε του φίλου. Πήρε αμέσως ύφος κουτσαβάκικο, προκλητικό, μπεχλιβάνικο. Κι αμόλησε την πρόστυχη κουβέντα:
- Επειδή, δηλαδής, έχεις δυόμισι γαλόνια στο μανίκι, μας κάνεις και τον κάργα;
Φως φανάρι πως οι Χίτες του `Αη Λευτέρη δεν είχαν και τόσο άδικο. Μαρτυρήθηκε μοναχός του. Ο υποπλοίαρχος χαμογέλασε κάτω από τα μουστάκια του. Μα ο Αγλέουρας σηκώθηκε, άρπαξε τον Παναγιωτάκη από τις πλάτες και απλά, αυστηρά, θετικά τον έβγαλ' έξω από το μαγαζί. Τον έβγαλε, δεν τον πέταξε. Όλα γίνηκαν μ' ευγένεια και κατανόηση, ως αρμόζει να φέρεται κανείς σ' έναν μεθυσμένο, έναν ακαταλόγιστο. Κι αυτός δεν έφερε καμιάν αντίσταση, ψοφοδεής ήταν, μόνο λόγια και τίποτες άλλο. Ανθρωπάκος, που το κρασί τον εχτυπούσε παράξενα, τον έκανε να λέει μπούρδες δίχως να συλλογιστεί.
Ο Αγλέουρας εγύρισε και ξανακάθισε στη θέση του. Κέφι δεν είχαμ' εξαρχής, τώρα το λίγο που είχε απομείνει ξανεμίστηκε κι αυτό. Δεν ήταν να 'ρθει κι αυτό τ' αυτοκίνητο, να πάμε στις δουλειές μας! Η νύχτα είχε πέσει πια, ήρθαν πάλι τα σύγνεφα, μαύρισε ο ουρανός διπλό σκοτάδι, το ίδιο κι η θάλασσα. Μόλις έβλεπες τα κατάρτια των καϊκιών ν' αργοσαλεύουν πέρα δώθε πάνω στο μουντό στερέωμα, σα μετρονόμια που κράταγαν στον άνεμο το ρυθμό των νερών. Πρέπει και να ψιλόβρεχε, εμείς δεν το βλέπαμε, έτσι στο βάθος που καθόμαστε. Μα έρχονταν από το πέλαγο οσμή υγρού νοτιά, μύριζε και το χώμα, μουλιασμένο ως ήταν.
Και να, δεν πέρασαν ούτε τρία λεφτά, και ξαναπαρουσιάστηκε στην πόρτα. Έκανε να μπει πάλι στο μαγαζί, ένεκα που είχε μεθύσι πεισματάρικο, επίμονο, τίποτα δεν τον έκανε ν' αλλάξει το κέφι του. Μεμιάς όμως όλοι σηκωθήκαμε, η παρέα μας, η άλλη παρέα, ο μαγαζάτορας:
- Πάλι εδώ είσαι; Έξω! Έξω! Φεύγ' από δω! Πήγαινε στο σπίτι σου! Μπεκρούλιακα! Προστυχόμουτρο! Κολλιτσίδα! Ψείρα! Ψείρα!
Αυτό γίνηκε τίμια κι αυθόρμητα, μας είχε φέρει ως εδώ, ο αλιτήριος! Όσο εμείς ξαφνιαστήκαμε από το φέρσιμό μας, άλλο τόσο κι αυτός. Η κατακραυγή χίμηξε απάνω του, τόνε βάρεσε στο στήθος, τον σταμάτησε, τον πισωπλάτισε. Απόμεινε ασάλευτος, κρατώντας τα τυλιγμένα χταπόδια στο χέρι το ζερβί, κι έριξε ματιά γεμάτη δέος ολοτρόγυρα. Πρέπει τα μούτρα μας να ήσαν τόσο άγρια, που φοβήθηκε.
- Καλά... μουρμούρισε... Καλά! Θα φύγω... Αφού δε με θέλετε... Μα πού να πάω; Πού; Στην Ευταλία; Ένας λόγος είναι αυτός. Ούτε κι αυτή με θέλει, όπως κι εσείς. Κανείς! Κανείς...
Τον έπιασε κάτι σαν παράπονο, κι άπλωσε το χέρι όπου κρατούσε τα χταπόδια:
- Να! Αυτά τα χταπόδια. Στη χόβολη... Όλοι μαζί θα τα τρώγαμε. Ένα μεζέ κι ένα κρασί. Σαν άνθρωπος κι εγώ. Σαν άνθρωπος...
Μας κοίταγε και πρόσμενε κατανόηση, σαν άνθρωπος από τους ανθρώπους. Μα μόνο φάτσες παγωμένες αντίκρισε, μάτια γεμάτα σκληράδα και κακία. Κακία ανθρώπινη.
Τότε, κατάλαβε. Κάτι σαν αποκαρδίωση τον έπιασε, όλα έσπασαν εντός του. Έπεσε αδύναμο το χέρι που κρατούσε τα δυο χταπόδια στο στράτσο το χαρτί, μάταιη προσφορά στην κατανόηση των ανθρώπων. Πήρε αργή στροφή, βγήκε πάλι από το μαγαζί, έπεσε βαρύς στο σκαλοπάτι κι απόμεινε ασάλευτος, με το τσακισμένο του κεφάλι μες στις δυο παλάμες. Δεν εμίλησε πια, τίποτα δεν είπε, μα έσμιξε την ψυχή του με τη νύχτα του νοτιά, τη σκέπασε με σύγνεφα, την τύλιξε με πνοές όστριας χειμωνιάτικης. Όσο για μας, ξανασκύψαμε στα ποτήρια, στις εφημερίδες, στις κουβέντες μας, μην καταλαβαίνοντας, μη θέλοντας να καταλάβουμε. Πέρασε έτσι ώρα αρκετή, ίσως και δέκα λεφτά, ίσως και τέταρτο ολόκληρο. Κι όταν ανασήκωσα τα μάτια και κοίταξα την πόρτα, εκεί που είχε καθίσει δεν τον είδα πια. Είχε φύγει, τράβηξε μέσα στη νύχτα, ποιος ξέρει για πού, να μαγειρέψει τα χταπόδια του, να πιει ένα κρασί, σαν άνθρωπος. Σαν άνθρωπος, ακριβώς...
[...]
- Ρε παιδιά! είπα, ο ερίφης παράτησε τα χταποδάκια του...
Όλοι απομείναμε σιωπηλοί, κάποιος στοχασμός ανάδευε εντός μας, ήταν φανερό αυτό.
-Μήπως και τον προφτάξουμε... μουρμούρισε ο υποπλοίαρχος.
Κοιτάξαμε πέρα δώθε, ψάξαμε τη νύχτα, με τους προβολείς της φορντ. Τίποτα. Η ακρογιαλιά ξαπλωνόταν ως πέρα σκοτεινή κι ερημική, μόνο κάποιος γάτος τριγυρνούσε κάτω από τη βροχή, ένεκα που κόντευε Γενάρης. Και πάλι απομείναμε δίβουλοι, συλλογισμένοι.
- Τί θα γίνει με τα χταπόδια; ρώτησα
Ο Αγλέουρας σήκωσε τους ώμους.
-Θα τα πάρω να τα φάω εγώ! είπε. Κρίμα να παν χαμένα...
Χαμένα... Με τι προσοχή τα κουβαλούσε ο κακόμοιρος, με τι λαχτάρα πρόσμενε να τα μαγερέψει να τα φάει, να τα ποτίσει με καναδυό ποτήρια! Ναι, να τα γλεντήσει "σαν άνθρωπος", παρέα με τους συνανθρώπους, που θα νιώθαν τον καημό της ψυχής του... Μα οι άνθρωποι -τα θεριά- δεν ένιωσαν, ούτε ήταν βολετό να νιώσουν. `Αχρηστα τα χταποδάκια πια, άχθος και βάρος για την απελπισία του. Τα παράτησε στο κατώφλι κι έφυγε και τράβηξε, και πήγε...
[...] "
Μ.Καραγάτσης
Πέμπτη 20 Μαρτίου 2008
Άδωνις και Αφροδίτη
Ο `Αδωνις, ωστόσο, ερωτευμένος με την Αφροδίτη, επέλεξε να της αφιερώνει και το τελευταίο τρίτο κάθε χρονιάς. Δεν πέρασε όμως πολύς καιρός και ο ζηλόφθονος `Αρης, έστειλε ένα άγριο κάπρο να τον σκοτώσει καθώς εκείνος κυνηγούσε. Κι έτσι κι έγινε. Η Αφροδίτη, βαριά ερωτοχτυπημένη, τον έκλαψε τότε απαρηγόρητα. Και καθώς από το χυμένο αίμα του σκοτωμένου `Αδωνη πρόβαλαν για πρώτη φορά στον κόσμο τα ρόδα, από τα αστείρευτα δάκρυα της Αφροδίτης ξεφύτρωσαν οι ανεμώνες...
κόκκινες ανεμώνες
Τετάρτη 19 Μαρτίου 2008
λιλιπούτειοι προάγγελοι της άνοιξης
Έχω μια ιδαίτερη αγάπη για τα αγριολούλουδα... Τα αγριολούλουδα που κάθε χρονιά καλωσορίζουν την άνοιξη, που αρχίζουν να ξεπροβάλουν δειλά-δειλά καθώς μας αποχαιρετά ο χειμώνας, λιλιπούτεια και κοντυλογραμμένα, εύθραυστα, αέρινα αλλά και δυναμικά... Μικρές ζωγραφιές του Θεού, προάγγελοι της πιο γλυκιάς εποχής που η πλάση όλη λουλουδίζει και στολίζεται υμνώντας την ομορφιά της ζωής... Μικροσκοπικά και τόσο ντελικάτα φυτρώνουν σε κάθε γωνιά του τόπου μας ' σε αφιλόξενα βράχια, σε ξερά και διψασμένα χώματα όσο και σε τοπία εύφορα και καταπράσινα.. Με κίνδυνο να τσαλαπατηθούν από ανθρώπους, ζώα και μηχανήματα, με τον αγέρα να μαστιγώνει τα αραχνοϋφαντα πέταλά τους, με την παγωνιά, τη βροχή ή την ξηρασία να ταλαιπωρούν το ευαίσθητο κορμάκι τους και τα άπληστα χέρια των περαστικών να το ξεπατώνουν από τη μάνα γη μέχρι να το δουν να σβήνει μαραμένο στις παλάμες τους, εκείνα επιμένουν να ξαναγεννιούνται, να ξεφυτρώνουν και να μας χαμογελούν χρωματίζοντας το βλέμμα και την ψυχή μας..
Σε όσους, βέβαια, δεν προσπερνούμε με μάτια κλειστά...
Δευτέρα 17 Μαρτίου 2008
τσιτσίραβα
Στο παρατσάκ τις πήρα χαμπάρι! Αν δεν πήγαινα εκείνη τη βόλτα ακολουθώντας τις παλιές σιδηροδρομικές γραμμές, ούτε που θα το υποψιαζόμουν. Είναι πολύ νωρίς ακόμη... Κι όταν θά'πεφτε το σήμα στο χωριό, ήδη θα τις είχαν ξεκληρίσει οι υπάλληλοι του Δήμου και των εστιατορίων που ξεχύνονται σαν ακρίδες να μαζέψουν τσουβάλια ολόκληρα, προμήθειες για όλη τη χρονιά, για να έχουν να πουλάνε και να σερβίρουν στους τουρίστες! Τίποτα δεν αφήνουν στο διάβα τους. Ορισμένοι, μάλιστα, σπάνε ολόκληρα κλαριά και τα κουβαλάνε παραμάσχαλα για να τα καθαρίσουν αργότερα με την ησυχία τους και να αποφύγουν την ταλαιπωρία και τον κίνδυνο στις κρημνώδεις ράχες που εκείνα απλώνονται και ξεβλασταίνουν. Εγκληματικό, γιατί έτσι κουτσουρεύουν τα κακόμοιρα τα δεντράκια, πολλά από τα οποία δεν έχουν τις δυνάμεις να επανέλθουν την επόμενη χρονιά.
Φέτος μυστήριο πράγμα- πέταξαν πιο νωρίς από κάθε άλλη χρονιά που θυμάμαι. Παραλίγο να με πιάσουν στον ύπνο δηλαδή. Γιατί μετά, θα ήταν αργά. Και να έλειπαν οι ανθρώπινες ακρίδες που τα ξεπατώνουν, τα τσιτσίραβα δε θα ήταν πια για φάγωμα. Το τσιτσίραβο το κόβεις τρυφερό, είναι το νέο βλασταράκι που πετάει η τσιτσιραβιά κάθε άνοιξη. Κι αποτελεί τον κατεξοχήν μεζέ για το τσίπουρο στο Πήλιο. Συνήθως το σερβίρουν τουρσί, καψαλισμένο από την άλμη και το ξύδι, αρωματισμένο από το σέλινο και το φρέσκο σκορδάκι, με μπόλικο ελαιόλαδο. Μα πιο νόστιμο είναι φρέσκο, «σαλάτα». Ζεματισμένο πάντα πρώτα στο νερό για να μαλακώσει, με λαδόξυδο, ψιλοκομμένο σκορδάκι και σέλινο. Ένας ταπεινός μεζές που, συντροφιά με τα βλαστάρια από τις φτέρες - είτε ξυδάτες, είτε αλευρωμένες και τηγανισμένες που έχουν μια απίστευτη νοστιμιά- αποτελούσε απαραίτητη συνοδεία στο τσίπουρο, αλλά ακόμη και στο καθημερινό φαγητό, τις ανοιξιάτικες μέρες. Τότε που ο κόσμος τρεφόταν με ό,τι σαλατικό του χάριζε η γη κάθε εποχή, τότε που κάθε εποχή ξεχώριζε από τις μυρωδιές, τα χρώματα, τις ασχολίες αλλά και τις γεύσεις της.
Κάποτε ήθελα να διατηρήσω τις φτέρες που μάζεψα για να τις έχω μεζέ και για άλλες εποχές. Ρώτησα μια γιαγιά αν θα μπορούσα να τις κρατήσω στην άλμη. Εκείνη πραγματικά απόρησε.. «Γιατί παιδάκι μου; Τώρα είναι η εποχή τους, τώρα θα τις φας. Μετά θα φας το μαρούλι, ύστερα βγαίνει η ντομάτα, όταν χειμωνιάσει το λάχανο και τόσα άλλα... Καθένα στην εποχή του και με τη νοστιμιά του. Γιατί θες να τις κρατήσεις; »
Σάββατο 15 Μαρτίου 2008
Ο Άγιος Θόδωρος και το φανέρωμα του γαμπρού
Marc Chagall |
Το Σάββατο "τ'Αγίου Θεοδώρου" ("Ανάθεμα που δούλευε τα τρία τα Σαββάτα,
Το έθιμο αυτό συναντάται σε πανελλήνια κλίμακα και ανθούσε στο Πήλιο ακόμη και πριν λίγα χρόνια με μικρές παραλλαγές από χωριό σε χωριό.
Σύμφωνα με τον τοπικό λαογράφο Κώστα Λιάπη («Ώρες του Πηλίου»):
«Το βράδυ της Παρασκευής της Καθαροβδομάδας, παραμονιάτικα δηλαδή των Αγίων Θεοδώρων, οι κοπέλες ζητούσαν από τρία πρωτοστέφανα Μαρία κι από ένα παντρεμένο Θόδωρο λίγα σπειριά σιτάρι. Αυτά τα πάνε στην εκκλησιά να διαβαστούνε και σα γυρίσουν στο σπίτι τους τα «σπέρνουν» κάτω απ'το προσκέφαλό τους, ή, σπανιότερα, και πίσω από την πόρτα της κάμαρής τους. Στα παλαιότερα μάλιστα τα χρόνια έβαζαν κι ένα δρεπάνι.
Την ώρα που λαβαίνει χώρα τούτο το εθιμικό γεγονός οι ίδιες κάνουν την έμμετρη επίκληση:
Παραλλαγές της επίκλησης τούτης, που είναι πιο γνωστή στο ανατολικό Πήλιο, υπάρχουν πολλές. Αναφέρω ακόμα μία που συνηθίζεται στο δυτικό, τούτη τη φορά, Πήλιο και που έχει αμεσότερη σχέση με τα σύμβολα που χρησιμοποιεί κατά τη διαδικασία του εθίμου η κόρη:
Φυσικά όλη τούτη η εθιμική διαδικασία έναν και μοναδικό στόχο έχει ' το φανέρωμα πάλι του γαμπρού στα όνειρα της κόρης.
Πλούσιο σε μέσα και συμβολισμούς τούτο το έθιμο. Ας τα απαριθμήσουμε:
Ο `Aη-Θόδωρος, ο παραδοσιακός προστάτης των κοριτσιών που βρίσκονται σε ώρα γάμου, ο αριθμός της καλοτυχιάς τρία, τα «πρωτοστέφανα» που φέρνουν πάντα γούρι, τα «Μαριά», η επιλογή των οποίων δεν είναι άσχετη με τη λατρεία της Παναγίας, το σιτάρι, που όμοια με το ρύζι θεωρείται απ'το λαό μας πάντα σαν καλοσήμαδο σύμβολο, τα «γράμματα» της εκκλησίας που φέρνουν τη σφραγίδα της θείας επικύρωσης και συνδρομής στο εθιμικό εγχείρημα και τέλος η επίκληση που αποτελεί απαραίτητο και αναφαίρετο συμπλήρωμα κάθε μαντικής πράξης.»
Ρωτώντας μερικές γυναίκες, διαφόρων ηλικιών από κοντινά χωριά, άκουσα τούτο το έθιμο σε διάφορες παραλλαγές. Αλλού το στάρι το έφερνε ο παπάς και το μοίραζε, αλλού οι «πρωτοστέφανες» ή οι νιόπαντρες το κουβαλούσαν μαζί στην εκκλησιά μέσα σε πουγκάκια ή χάρτινα χωνιά να διαβαστεί από τον παπά κι έπειτα το έπαιρναν τα κορίτσια. Οι νεότερες γυναίκες που ρώτησα μου αποκρίθηκαν πως το ζητούσαν από τρεις πρωτοστέφανες Μαρίες -ή ακόμα τρεις οποιεσδήποτε πρωτοστέφανες σε όποιο όνομα κι αν άκουγαν- κι ύστερα το κουβαλούσαν στις τσέπες τους στη λειτουργία για να ευλογηθεί. Αυτή υπήρξε η εξέλιξη του εθίμου στη νεότερη γενιά. Το τραγούδι της επίκλησης ακούγεται με πολλές παραλλαγές. Συνήθως όμως το έλεγαν από τρεις φορές πριν ρίξουν το στάρι κάτω από το μαξιλάρι τους κι επί τρεις συνεχόμενες βραδιές. Μια παλιότερη μαρτυρία αναφέρει πως η επίκληση γινόταν αφού δέναν έναν ζωνάρι στη μέση τους, όπως οι θεριστάδες στη σπορά, και μερικές μάλιστα, κρατώντας συμβολικά, κι ένα δρεπάνι.
Pierre-Auguste Renoir |
Το έθιμο αυτό ανθούσε σε όλη την Ελλάδα. Χαρακτηριστικά είναι και τα σχετικά αποσπάσματα του λαογράφου Γ.Α. Μέγα («Ελληνικές γιορτές και έθιμα της Λαϊκής λατρείας»):
«Με κόλλυβα των Aγίων Θεοδώρων οι ανύπαντρες κοπέλες ζητούν να προκαλέσουν μαντικό όνειρο: βάζουν 3 ή 9 σπειριά σε άσπρο πανάκι δεμένο με μαύρη κλωστή κάτω απ'το προσκέφαλο και προσκαλούν τη Μοίρα με διάφορους τρόπους. [ ...]
`Aλλη μέθοδος ονειρομαντείας, που συνηθίζεται την ημέρα αυτή, είναι η σπορά σιταριού ή κολλύβων με τρόπο μαγικό και η επίκληση της Μοίρας.
Π.χ. στην Αράχωβα της Παρνασσίδας την Παρασκευή το βράδυ σπίτια πού'χουν Γιάννη ή Θόδωρο κρεμάνε στην πόρτα τους ένα σακουλάκι με στάρι. Τα κορίτσια πάνε σε δύο Θοδωράδες κι ένα Γιάννη και κλέβουν, δήθεν, απ'τα τρία αυτά σπίτια λίγο στάρι. Κατόπιν έρχονται στο σπίτι, σκαλίζουν λίγο το χώμα και σπέρνουν το στάρι. Παίρνουν αμίλητο νερό στο στόμα και το φέρνουν ' στο δρόμο ακούν ονόματα. Με το νερό ποτίζουν το στάρι λέγοντας: 'Σε σπέρνω και σε ποτίζω κι όποιος είναι για νάν τον επάρω να'ρθει να το θερίσουμε μαζί'. Προσέχουν και τι ονείρατα θα ιδούν.
Σε μερικούς τόπους γίνεται το πρωί και συγκέντρωση γυναικών και κοριτσιών για μαντικούς σκοπούς και παρόλο που είναι Σαρακοστή ακολουθούν χοροί και διασκεδάσεις. Έτσι στη Σκύρο ανήμερα των Αγίων Θεοδώρων μαζεύονται τα κορίτσια και κόβουν τ'αρμερόπ'το, χορεύουν, κάνουν μεγάλη διασκέδαση - τ'αρμερόπ'το το κάνουν την παραμονή με αλεύρι και αλάτι κλεμμένα από τρία απίκραντα σπίτια που να έχουν Μαριά ή Γιάννη. Απ'την ίδια ζύμη κάνουν και όλα τα γράμματα του αλφαβήτου, τα ψήνουν κι αυτά πάνω σε κληματσίδες και τα ξαστρίζουν τη νύχτα στο λιακό μαζί με τ'αρμερόπιτο. Τα ψηφιά από τη ζύμη τα σκεπάζουν μ'ένα κόκκινο πανί και καθεμιά χώνει από κάτω το χέρι και παίρνει ένα. Ό,τι γράμμα πιάσει, από κείνο θ'αρχίζει το όνομα εκείνου που θα πάρει. Τα κομμάτια απ'τ'αρμερόπιτο τα βάζουν το βράδυ κάτω απ'το προσκέφαλό τους και μελετούν να δουν, ποιόν θα πάρουν.»
Ένα αντίστοιχο έθιμο καταγράφεται και στο βιβλίο «Κοντά στις ρίζες μας (Λαογραφικά Μαγνησίας)», έκδοση του 11ου δημοτικού Βόλου το 1984:
«Την ημέρα αυτή οι ανύπαντρες κοπέλες έκαναν σε μερικά χωριά τις αρμυροκουλούρες. Αυτές ήταν κουλούρες φτιαγμένες με προζύμι και πολύ αλάτι. Αυτές τις έψηναν και το κάθε κορίτσι έτρωγε από μία ολόκληρη, χωρίς να πιει νερό. Το βράδυ στο όνειρό τους, όποιον δουν να τους δώσει νερό, αυτόν θα πάρουν για άντρα τους.»
Μια ακόμη μέθοδο ονειρομαντίας περιγράφει και ο λαογράφος Κώστας Λιάπης («Ώρες Πηλίου»):
«Στο Ανατολικό Πήλιο φυτρώνει ένα πολύφυλλο κι αρκετά ψηλό μονοετές φυτό που είναι γνωστό με το όνομα «Βεργογιάννης», όνομα που το'δωσε άγνωστο πως και γιατί, η πηλιορείτικη ντοπιολαλιά.
Παραμονιάτικα λοιπόν των Αγίων Θεοδώρων τα κορίτσια του `Aη Δημητρίου (χωριού του Ανατολικού Πηλίου) αφού ζητήσουν και πάρουν από τρία «πρωτοστέφανα» τρεις διαφορετικού χρώματος κλωστές κεντήματος- μία απ'το καθένα- βρίσκουν ένα τέτοιο φυτό και το δένουν, δίχως να το κοιτάζουν και με τις τρεις κλωστές μαζί, διπλαρωμένες σε αλ'σίδι, ενώ σύγκαιρα κάνουν μέσα τους την ευχετική επίκληση στον `Aη Θόδωρο να τους στείλει στον ύπνο τους το σύντροφό τους για να λύσουν μαζί το «Βεργογιάννη»...»
"...Ἦτο Παρασκευὴ τῆς Α´ ἑβδομάδος τῶν Νηστειῶν, ἡ προτεραία τοῦ Ἁγίου Θεοδώρου. Τὴν πρωίαν ἐκείνην, εἰς τὴν λειτουργίαν τῶν Προηγιασμένων, προσεφέρετο ἀφθονία κολλύβων εἰς τοὺς ναούς.
Τὰ προσφερόμενα κόλλυβα ἦσαν ὄχι μόνον «πεθαμένα κόλλυβα», εἰς μνήμην τῶν νεκρῶν, ἀλλὰ καὶ ἑορτάσιμα κόλλυβα, πρὸς τιμὴν τοῦ Ἁγίου Θεοδώρου. Ψυχοσάββατον δὲν εἶναι ἡ ἡμέρα, ἀλλὰ μόνον Σάββατον σαρακοστιανόν, καθ᾽ ὅλα δὲ τὰ Σάββατα ἐν γένει γίνονται μνεῖαι τῶν νεκρῶν μετὰ κολλύβων. Προσέτι, δὲν εἶναι μνήμη «τῶν Ἁγίων Θεοδώρων», ἀλλὰ μόνον τοῦ Ἁγίου Θεοδώρου τοῦ Τήρωνος, καὶ ὄχι πάλιν ἡ μνήμη αὐτοῦ, ἥτις τελεῖται κατὰ τὴν 17 Φεβρουαρίου, ὅπως ἡ τοῦ Ἁγίου Θεοδώρου τοῦ Στρατηλάτου τῇ 8 τοῦ αὐτοῦ, ἀλλὰ μόνον «Ἀνάμνησις τοῦ διὰ κολλύβων γενομένου θαύματος παρὰ τοῦ Ἁγίου μεγαλομάρτυρος Θεοδώρου τοῦ Τήρωνος», ὅτε ὁ ἀσεβὴς τύραννος Ἰουλιανὸς ὁ Παραβάτης ἠθέλησε νὰ μολύνῃ τοὺς χριστιανούς, κατὰ τὴν πρώτην ἑβδομάδα τῶν Νηστειῶν, διὰ τῶν εἰδωλοθύτων, ἐμφανισθεὶς δὲ ὁ Ἅγιος εἰς τὸν ἐπίσκοπον παρήγγειλε νὰ δώσῃ κόλλυβα εἰς τοὺς πιστοὺς νὰ φάγουν, ἐξηγήσας ἅμα τί εἶναι τὰ κόλλυβα.
Εἰς τὰς μνήμας ὅλων τῶν Ἁγίων προσφέρονται κόλλυβα τιμητικά, ἑορτάσιμα, ἐξαιρέτως δὲ κατὰ τὴν ἑορτὴν ταύτην τοῦ Ἁγίου Θεοδώρου, εἰς ἀνάμνησιν τοῦ θαύματος. Τὰ κόλλυβα δὲ ταῦτα τοῦ Ἁγίου Θεοδώρου εἶχον καὶ θαυματουργὸν ἰδιότητα διὰ τὰς κόρας τοῦ λαοῦ. ..."
(βλέπε όλο το διήγημα του Παπαδιαμάντη, εδώ: Άγια και πεθαμένα (τα κόλλυβα του Αγίου Θεοδώρου))