Ο λαογράφος μας Γεώργιος Μέγας ("Ελληνικές γιορτές και έθιμα της λαϊκής λατρείας") καταγράφει πως κάποτε "τις τρεις πρώτες μέρες η νηστεία ήταν απόλυτη. Ούτε ψωμί ούτε νερό! Συνήθως γυναίκες, νέες και γριές, τηρούν το "τριήμερο" και αυτές τις τιμούν με το να τους παραθέτουν την Καθαρά Δευτέρα τραπέζι με ειδικά φαγητά (καρυδόπιτα, σούπα με φασόλια και πετιμέζι) και με την προσφορά δώρων (μαντίλια, μαξιλαρόπανα, κτλ)." Ο Φίλιππος Βρετάκος, όμως, ("Οι δώδεκα μήνες του έτους και αι κυριώτεραι εορταί των") παραθέτει και μια διευκρινιστική φράση του Δ.Καμπούρογλου ("Ιστορία των Αθηνών"), πως "μόνον σαν εβουτούσε ο ήλιος έτρωγαν λιγάκι ψωμάκι με νερό, όσα για ζωή".
Συνεχίζει ο Γεώργιος Μέγας, "άλλοτε, που έλειπαν τα ημερολόγια και ήθελαν να έχουν κάποια αντίληψη του χρόνου στη διάρκεια της Μεγάλης Σαρακοστής, οι άνθρωποι του λαού είχαν βρει ένα εύκολο μέσο' παρίσταναν τη Σαρακοστή εικονικά σαν Καλόγρια.
Έπαιρναν μια κόλλα χαρτί κι εσχεδίαζαν με το ψαλίδι μια γυναίκα. Η κυρά Σαρακοστή δεν έχει στόμα, γιατί είναι όλο νηστεία' τα χέρια της είναι σταυρωμένα για τις προσευχές. Έχει 7 πόδια, τις 7 εβδομάδες της Σαρακοστής. Κάθε Σάββατο κόβουμε κι ένα πόδι. Το τελευταίο πόδι το κόβουμε το Μεγάλο Σάββατο, το βάζουμε μέσα σ'ένα ξερό σύκο ή καρύδι κι όποιος το βρει του φέρνει γούρι! (Χίος)
Στον Πόντο:
παίρνουν μια πατάτα ψημένη ή ένα κρεμμύδι, μπήγουν επάνω ακτινοειδώς 7 φτερά κότας, το δένουν από το ταβάνι και κρέμεται όλη τη Σαρακοστή. Μια μια βδομάδα που περνάει, βγάζουν από ένα φτερό. Λέγεται "κουκουράς" και είναι το φόβητρο των μικρών."Άλλοτε, πάλι, κι αλλού, την κυρά Σαρακοστή την πλάθαν με ζυμάρι, γι'αυτό και μας έχει διασωθεί το τραγουδάκι:
Την Κυρά Σαρακοστή
που είναι έθιμο παλιό
οι γιαγιάδες μας τη φτιάχναν
με αλεύρι και νερό!
Για στολίδι της φορούσαν
στο κεφάλι της σταυρό
και το στόμα της ξεχνούσαν
γιατί νήστευε καιρό!
Και μετρούσαν τις ημέρες
με τα πόδια της τα εφτά
κόβαν ένα τη βδομάδα,
μέχρι να ρθει η Πασχαλιά!
Αναφέρει ακόμη ο Μέγας: "Τη Σαρακοστή επικρατούν και διάφορες συνήθειεςκοινωνικής μάλλον μορφής, όπως η διανομή ειδικών φαγητών σε γείτονες και παιδιά, το τραγούδημα των ξένων, οι κούνιες, κτλ. Π.χ. στη Σινώπη συνηθίζεται το"ξινοφάι": ρεβίθια, φασόλια, κάστανα, σταφίδες, βράζονται πολύ, μαζί με πληγούρι ή κουρκούτι, ζάχαρη και πετιμέζι μελωμένο κι έπειτα τσιγαρίζονται με κρεμμύδι και λάδι. Το μοίραζαν τη Μεγάλη Σαρακοστή σ'όλη τη γειτονιά για ψυχκιό. ΣτηνΑμοργό, μόλις μπει η Σαρακοστή ζυμώνουν και κάνουν ανθρωπάκια με μύτη, με στόμα, με μάτια και τα δίνουν στα παιδιά' αυτοί είναι οι Λάζαροι."
Παρατηρούμε πως έθιμα, όπως τούτα τα λαζαράκια, αλλά και οι λαζαρίνες, που εξακολουθούν να επιζούν σήμερα σε πολλές περιοχές της Ελλάδας το Σάββατο του Λαζάρου, παλαιότερα λάμβαναν χώρα και καθ'όλη την περίοδο της Σαρακοστής. Ο Μέγας αναφέρει ακόμη: "Στα Βέντζια της Δ.Μακεδονίας από την Καθαρά Δευτέρα μέχρι του Λαζάρου τα κορίτσια τραγουδούν το Λάζαρο. Μόλις εμφανιστεί ξένος στο χωριό, όλα τα κορίτσια, μικρά και μεγάλα, τον επισκέπτονται στο σπίτι όπου κόνεψε και τον τραγουδούν (τραγούδια της ξενιτιάς, εγκωμιαστικά, κλπ). Στην Κάρπαθοόλες τις Κυριακές της Μεγάλης Σαρακοστής μέχρι των Βαϊων και τη γιορτή του Ευαγγελισμού
οι κόρες κάνουν κούνια σε κάποιο ευρύχωρο σπίτι και τραγουδούν τα "καλημεριστά", ήτοι δίστιχα εγκωμιαστικά των νέων, που ανεβαίνουν στην κούνια ή των ξενιτεμένων. Συγχρόνως οι προκαθήμενοι νέοι και νέαι παίζουν ένα παιγνίδι, το "στρόπο"' δηλαδή με μίαν χονδρήν μανδήλαν συνεστραμμένην ένας νέος κτυπά μίαν νέαν της αρεσκείας του όπου τύχη, έως ου αύτη στέρξη και ανοίξη το χέρι της και δεχθή εις την παλάμην τρία ισχυρά κτυπήματα. Η κόρη με την σειράν της κάμνει το ίδιον εις όποιον νέον θέλει, ιδία όποιον συμπαθεί. ("Σύμμεικτα Καρπάθου")Συχνές είναι τη Μεγάλη Σαρακοστή οι ολονυχτίες, οι αγρυπνίες στις εκκλησίες. Για τις αγρυπνίες αυτές τα παλιότερα χρόνια οι κάτοικοι ξυπνούσαν από τον"Τουμπακάρη", που τριγύριζε στους δρόμους χτυπώντας τα τύμπανα. Ως ανταμοιβή έπαιρνε το Πάσχα κουλούρια, αυγά και τυρί. (Σκύρος)."
Μας πληροφορεί ο Βρετάκος: "Εκάστην Τετάρτη και Παρακευή της Μεγάλης Σαρακοστής γίνεται λειτουργία, η οποία λέγεται των "Προηγιασμένων" ή της Μεγάλης Τεσσαρακοστής, λέγεται δε ούτω διότι έχουν προηγιασθή τα δώρα από την λειτουργίαν του Σαββάτου ή της Κυριακής. Κατά τας ημέρας αυτάς των Προηγιασμένων, όσοι εκ των Χριστιανών επιθυμούν, δύναται να κοινωνήσουν."Σήμερα, σε μας τουλάχιστον τούτο γίνεται πλέον μια Τετάρτη ή Παρασκευή και όχι καθ'όλη τη διάρκεια της Σαρακοστής.
Όσο "ως προς το διατί επεβλήθη η νηστεία", ο Βρετάκος αναφέρει και την άποψη κάποιων που "υποστηρίζουν ότι επεβλήθη δια λόγους υγιεινής και όχι θρησκευτικούς προς αποτοξίνωσιν του ανθρωπίνου οργανισμού. Εις την επίρρωσιν της γνώμης των αυτής λέγουν: Η νηστεία ωρίσθη εις τοιούτον χρόνον εκάστης εποχής του έτους, ώστε τα φαγητά από τα οποία απέχει κατ'αυτήν ο άνθρωπος να δύναται να αντικαταστήση αυτά δι' άλλων τοιούτων της εποχής της νηστείας."
Ακόμη καταγράφει πως: "Ο λαός όταν θέλη να χαρακτηρίση μίαν γυναίκα ως υψηλήν και αδύνατην, λέγει περί αυτής: "είναι σαν μακρυά Σαρακοστή ή Σαρακοστιανή" (κατ'αντίθεσιν προς την Πασχαλινήν, που είναι τα κύρια χαρακτηριστικά της). Είς την Μεσσηνίαν έχουν την παροιμίαν "Από μπρος Σαρακοστή κι από πίσω Πασχαλιά" όταν θέλουν να χαρακτηρίσουν μίαν γυναίκα ότι είναι άσχημη μεν, αλλά με πλούσια μαλλιά. Παρόμοιαν παροιμίαν είχον και οι Βυζαντινοί: "Από μπρος Τεσσαρακοστή και όπισθεν Πάσχα". "
Φυσικά, εκτός όλων τούτων, κατά τις πέντε πρώτες Παρασκευές της Μεγάλης Τεσσαρακοστής ψάλλονται οι "Χαιρετισμοί της Παναγιάς" (την τελευταία δε, ολόκληρος ο "Ακάθιστος Ύμνος"), ενώ το πρώτο Σάββατο, των Αγίων Θεοδώρων, θεωρείται κι αυτό "Ψυχοσάββατο".
Καλή Σαρακοστή!