Κοντοζυγώνανε τα Χριστούγεννα κι εγώ πυρετωδώς πάσχιζα να στριμώξω στις ώρες πού'μουν ξυπνητή τα τόσα πού'χα να κάνω, να ξεμπερδεύω, βρε αδερφέ, με όλα τούτα που μαζεύτηκαν και μαζεμό δεν είχαν, να τα συμμαζέψω επιτέλους, να τα δω όμορφα και ταχτικά, να προφτάσω να πάρω μιαν ανάσα για να στολίζω τη Φάτνη με χαμόγελο κι όχι με όψη ασφυξίας! Κι όλο κάτι έβγαινε στη μέση κι εκεί που καθάριζα έπρεπε ξανά-μανά να στοκάρω και να περιμένω και να στεγνώσει το άτιμο για να περάσω ένα χέρι μπογιά και - ούπς!- να ξαναθέλει τώρα καθάρισμα μετά από όλα τούτα! Ήτανε κι οι ελιές που τελειωμό δεν είχανε (Τ'ακούς φιλενάδα; Εσύ να τ'ακούς! Πού σε ρώτησα αν έχει μαξούλι φέτος κι αν θα με χρειαστείτε για δουλειά και μου τσαμπούνισες ένα "Εεε...κάτι έχει..θα το πάρουμε και το λαδάκι μας και φέτος..." και, δε λέω, Δόξα να έχει ο Ύψιστος, αλλά "Ποιό "λαδάκι" μας μωρέ τρελή που θα φτάσει Πάσχα κι εμείς ακόμη θα μαζώνουμε;;!) και μου "τρώγανε" όλες τις φωτεινές ώρες της μέρας, κι ήταν και τα μαστόρια που, επιτέλους, θυμήθηκαν να καταφθάσουν λίγο καιρό πριν αποχαιρετήσουμε τη χρονιά και βρέθηκα παραμονές Χριστουγέννων κατάκοπη να σπάω με το τσεκούρι τα παλιοσάνιδα της στέγης του μπάνιου για προσανάμματα, να μπογιατίζω τοίχους και να καρφώνω καλώδια μες στη μαύρη νύχτα με το φακό! Τέλος πάντων, παραμονές τα κατάφερα και ξεμπέρδεψα με μια σπονδυλική στήλη να διαμαρτύρεται για τα πάντα και τους πάντες - κι αυτό το έρ'μο το στρώμα που βούλιαζε κι είπα να το αλλάξω για να σωθώ και κατέφθασε το καινούριο ,μα τόσο εντυπωσιακά ακλόνητο, σαν να ξαπλώνεις στο μπετό, μα τόσο πολύ που, στοίχημα πάω, και μενίρ να πέσει πάνω του, ανέπαφο θα τ'αφήσει, δε θα το καταφέρει να γουβιάσει ούτε τόσο δα... ε κι αυτό το στρώμα, λοιπόν, εναντίον της, να μη μπορεί να ξαποστάσει πουθενά..- κι εδέησα κι εγώ να στολίσω! Όχι πολλά πράγματα... λίγο λιόπουρνο στις πόρτες για το καλό, λιγοστά φωτάκια, ένα μικρό ξύλινο δεντράκι μα, πάνω από όλα, τη λιλιπούτεια Φάτνη μας...
Ήτανε χρόνια πριν που η μάνα μου, με τα χέρια της τα θαυματουργά, έπλασε από πηλό μια μικρή Παναγιά να κρατά αγκαλιά το Θείο Βρέφος, δίπλα της τον Ιωσήφ, έναν φοίνικα και τρία αρνάκια. Λιτή κι απέριττη την τοποθετούσαμε κάθε Χριστούγεννα στο σχιστόλιθο πάνω στο τζάκι. "Δε φτιάχνεις και τους Μάγους;" την ξεσήκωσα κάποτε. Κι ύστερα την άλλη χρονιά "Κι ένα γαϊδουράκι μήπως; Και το μοσχάρι να ζεσταίνει με την ανάσα του το μωρό;" Κι έτσι κάθε χρονιά η εικόνα μεγάλωνε. Νά'σου κι οι βοσκοί, νά'σου κι άλλα αρνάκια, κι ένα τσοπανόσκυλο να τα φυλάει, κι οι καμήλες των μάγων κι οι άγγελοι... Τί θα φτιάξουμε φέτος; Τί λείπει ακόμη; "Μιαν ελιά!", "Πώς θα την φτιάξω την ελιά, είναι δύσκολη;" ,"Ε, εσύ θα τα καταφέρεις..Κι είναι κι ένα βοσκόπουλο στην εικόνα που καθιστό παίζει τον αυλό."...Κι έτσι η μικρή μας φάτνη έγινε μικρή υπερπαραγωγή! Κι είναι το κύριο μέλημά μου κι η χαρά να τη στολίζω κάθε χρόνο, ακόμη κι όταν δεν έχω διάθεση για στολίδια και γιορτές. Μόλις, λοιπόν, τοποθετώ και το τελευταίο μικροσκοπικό αρνάκι, ναι, είμαι έτοιμη πια να καλωσορίσω τα Χριστούγεννα...
"Σπάνια βλέπεις φάτνη πια... Εσύ, που καταγράφεις τα λαογραφικά, θα πρέπει να αρχίσεις να τις φωτογραφίζεις... θα τις καταργήσουνε κι αυτές." μού'πε η μάνα μου. Δεν έχει κι άδικο. Παραμορφωμένοι αγιοβασίληδες, ξωτικά, πολύχρωμα λαμπάκια και κάθε λογής δέντρα πολυφορτωμένα δεσπόζουν παντού, αλλά σχεδόν τίποτα δε θυμίζει πια την ουσιαστική έννοια των Χριστουγέννων, τη γέννηση του Χριστού. Κι άντε να δεχτώ πως για την Πρωτοχρονιά υιοθετήσαμε τον Σάντα-Κλάους της κόκα-κόλας και της αμερικανιάς και τον ταυτίσαμε με τον δικό μας Άη Βασίλη, αλλά μου κακοφαίνεται πάρα πολύ που τα τελευταία χρόνια, κατά τα χολλυγουντιανά πρότυπα, του αλλάξαμε και ημερομηνία και τον καλωσορίζουμε την νύχτα της Γεννήσεως. Και να ακούω κάτι μικρά να με ρωτάνε Χριστουγεννιάτικα "Ξέρεις τί μου έφερε ο Άη Βασίλης;" . "Πότε, καλέ, ήρθε και σού'φερε δώρο ο Αη Βασίλης;". "Μα χθες...αφού ήταν Χριστούγεννα." Βέβαια, ίσως δε θά'πρεπε να απορώ, μιας κι αν καλούμουν να χαρακτηρίσω μ'ένα όνομα την εποχή μας πολύ πιθανόν να την ονομάτιζα "η εποχή της σύγχυσης", σύγχυσης κάθε λογής εννοιών και αξιών, λέξεων και θέσεων, λογικής και συναισθημάτων, με όλες τις σημασίες που αποδίδει το λήμμα της σ'ένα κοινό λεξικό (π.χ. βλ. Μείζον Ελληνικό Λεξικό: σύγχυση= ανακάτωμα, μπέρδεμα/ έλλειψη σαφήνειας/ ψυχική ταραχή/ (νομ.) συσκοτισμός της διάνοιας που ελαφρύνει ή αίρει τον καταλογισμό) και τα μικρά παιδιά, φυσικά, είναι τα πρώτα που βάλλονται από όλο τούτο το σκηνικό. Να κρατηθώ, λοιπόν, και να μην προχωρήσω στην επόμενη ερώτηση: "Μα, τί γιορτάζουμε τα Χριστούγεννα;"
Καλή Χρονιά σε όλους!!!
Ήτανε χρόνια πριν που η μάνα μου, με τα χέρια της τα θαυματουργά, έπλασε από πηλό μια μικρή Παναγιά να κρατά αγκαλιά το Θείο Βρέφος, δίπλα της τον Ιωσήφ, έναν φοίνικα και τρία αρνάκια. Λιτή κι απέριττη την τοποθετούσαμε κάθε Χριστούγεννα στο σχιστόλιθο πάνω στο τζάκι. "Δε φτιάχνεις και τους Μάγους;" την ξεσήκωσα κάποτε. Κι ύστερα την άλλη χρονιά "Κι ένα γαϊδουράκι μήπως; Και το μοσχάρι να ζεσταίνει με την ανάσα του το μωρό;" Κι έτσι κάθε χρονιά η εικόνα μεγάλωνε. Νά'σου κι οι βοσκοί, νά'σου κι άλλα αρνάκια, κι ένα τσοπανόσκυλο να τα φυλάει, κι οι καμήλες των μάγων κι οι άγγελοι... Τί θα φτιάξουμε φέτος; Τί λείπει ακόμη; "Μιαν ελιά!", "Πώς θα την φτιάξω την ελιά, είναι δύσκολη;" ,"Ε, εσύ θα τα καταφέρεις..Κι είναι κι ένα βοσκόπουλο στην εικόνα που καθιστό παίζει τον αυλό."...Κι έτσι η μικρή μας φάτνη έγινε μικρή υπερπαραγωγή! Κι είναι το κύριο μέλημά μου κι η χαρά να τη στολίζω κάθε χρόνο, ακόμη κι όταν δεν έχω διάθεση για στολίδια και γιορτές. Μόλις, λοιπόν, τοποθετώ και το τελευταίο μικροσκοπικό αρνάκι, ναι, είμαι έτοιμη πια να καλωσορίσω τα Χριστούγεννα...
"Σπάνια βλέπεις φάτνη πια... Εσύ, που καταγράφεις τα λαογραφικά, θα πρέπει να αρχίσεις να τις φωτογραφίζεις... θα τις καταργήσουνε κι αυτές." μού'πε η μάνα μου. Δεν έχει κι άδικο. Παραμορφωμένοι αγιοβασίληδες, ξωτικά, πολύχρωμα λαμπάκια και κάθε λογής δέντρα πολυφορτωμένα δεσπόζουν παντού, αλλά σχεδόν τίποτα δε θυμίζει πια την ουσιαστική έννοια των Χριστουγέννων, τη γέννηση του Χριστού. Κι άντε να δεχτώ πως για την Πρωτοχρονιά υιοθετήσαμε τον Σάντα-Κλάους της κόκα-κόλας και της αμερικανιάς και τον ταυτίσαμε με τον δικό μας Άη Βασίλη, αλλά μου κακοφαίνεται πάρα πολύ που τα τελευταία χρόνια, κατά τα χολλυγουντιανά πρότυπα, του αλλάξαμε και ημερομηνία και τον καλωσορίζουμε την νύχτα της Γεννήσεως. Και να ακούω κάτι μικρά να με ρωτάνε Χριστουγεννιάτικα "Ξέρεις τί μου έφερε ο Άη Βασίλης;" . "Πότε, καλέ, ήρθε και σού'φερε δώρο ο Αη Βασίλης;". "Μα χθες...αφού ήταν Χριστούγεννα." Βέβαια, ίσως δε θά'πρεπε να απορώ, μιας κι αν καλούμουν να χαρακτηρίσω μ'ένα όνομα την εποχή μας πολύ πιθανόν να την ονομάτιζα "η εποχή της σύγχυσης", σύγχυσης κάθε λογής εννοιών και αξιών, λέξεων και θέσεων, λογικής και συναισθημάτων, με όλες τις σημασίες που αποδίδει το λήμμα της σ'ένα κοινό λεξικό (π.χ. βλ. Μείζον Ελληνικό Λεξικό: σύγχυση= ανακάτωμα, μπέρδεμα/ έλλειψη σαφήνειας/ ψυχική ταραχή/ (νομ.) συσκοτισμός της διάνοιας που ελαφρύνει ή αίρει τον καταλογισμό) και τα μικρά παιδιά, φυσικά, είναι τα πρώτα που βάλλονται από όλο τούτο το σκηνικό. Να κρατηθώ, λοιπόν, και να μην προχωρήσω στην επόμενη ερώτηση: "Μα, τί γιορτάζουμε τα Χριστούγεννα;"
Καλή Χρονιά σε όλους!!!