Τετάρτη 17 Ιανουαρίου 2018

-Είναι για τον Άγι' Αντώνη!

Μες στην καρδιά του χειμώνα, 17 του Γενάρη, γιορτάζει ο Άγιος Αντώνιος. Κι όπως ήταν φυσικό, στο νου του λαού μας, οι μεγάλες παγωνιές της εποχής τούτης συνδυάστηκαν με το όνομά του. 

"Προσοχή στο χειμώνα!

Σ'τσι δεκαφτά του Γεναριού

είναι, κυρά μ', τ'Αγι-Αντωνιού.

Τοτεσάς, κυρά Μαντόνα,

είν' η φούρια του χειμώνα!"

έτσι ξεκινάει ο λαογράφος μας Δημήτριος Λουκάτος ("Συμπληρωματικά του χειμώνα και της άνοιξης") την αναφορά του στον Άγιο Αντώνιο... Και συνεχίζει:

"Το ανώτατο όμως αυτό κρύο σημαίνει και κάποιο ξεθύμασμα. Γι'αυτό και κάποτε παρηγορούν:

Απ' τ' αγι-Αντωνιού και πέρα

δώσ' του φουστανιού σ'αέρα!

όπου δεν πρέπει να ξεχνάμε και το αρχόμενο Καρναβάλι."

Καταγράφει κι ο Νίκος Ψιλάκης στο έργο του "Λαϊκές τελετουργίες στην Κρήτη" (εκδ. Καρμάνωρ): "Δύσκολοι καιροί για τους βοσκούς. Ωστόσω, δεν πρέπει να χιονιστούν τα κοπάδια τους: "ήταν μεγάλη ντροπή να χιονιστούν τα πρόβατα, ήταν σαν ξεγιβέντισμα. Ο βοσκός έπρεπε να το ξέρει και να το είχε προβλέψει. Γι' αυτό και λέγανε:

Ε, Αντώνη Μπαρμπαντώνη

που τα ψάρυνες τα όρη

τσι κορφές και τσι Μαδάρες

τσι βοσκούς τσι κερατάδες.""

Σε πολλές περιοχές του τόπου μας αποτελούσε σημαντική αργία ή μέρα τούτη. Σημειώνει ο Γεώργιος Μέγας στα "Ζητήματα Ελληνικής Λαογραφίας", τεύχος 3ο: "Τιμωρία των μη τηρούντων την αργίαν. Πρβλ. την κατάραν: "που να σε κάψει τ'Αγιαντωνιού το χαλάζι" και την παροιμίαν: "Κάλλια τ'Αγιαντωνιού φωτιά, παρά τ'ς αγάπης κρίση". "

Ακόμη και στην παλιά Αθήνα τηρούσαν με ευλάβεια την αργία του, καθώς:

"Του Αγίου Αντωνίου εγύριζαν τα μεντέρια (στρώματα του καναπέ) και εσάρωναν όλον το σπίτι' άλλην εργασίαν δεν έκαμνον", καθώς:

Κόρη 'ζύμωσε, ξαγκωνιάστηκε'

κόρη έπλινε, ξεχεριάστηκε'

κόρη λούστηκε, 'κάη η κορφή της'

κόρη ξήλωσε, σπυριά φύτρωσε'

κόρη σάρωσε, λογάρι ευρήκε"

(Δ.Γρ.Καμπούρογλου, "Ιστορία των Αθηνών", Τόμος Γ)

Είναι όμως και δαιμονοδιώκτης ο άγιος, γι' αυτό λέγανε για τους τρελούς ή ιδιότροπους, πως "είναι για τον Άγι-Αντώνη" (Πολίτης, Παροιμ.Α 227)."

Δεν ξέρω κατά πόσον τούτες οι δυσχερείς συνθήκες του χειμώνα που σημαδεύαν τη μέρα του εορτασμού του και που, συνήθως, ταλαιπωρούν λιγουλάκι το νευρικό μας σύστημα και σκοτεινιάζουν τη διάθεσή μας ή η θρησκευτική παράδοση που αναφέρει πως σε κανέναν άλλον άγιο δεν έκανε τόσες επιθέσεις πειρασμών ο διάβολος, συνέβαλαν στο να θεωρηθεί προστάτης κάθε είδους νευρασθένιας!  

Ο Γεώργιος Μέγας στην προαναφερθείσα μελέτη του, αναφέρει: "Θεραπεία των δαιμονιώντων δι' αυστηράς 40ημέρου νηστείας και δια προσδέσεως αυτών δια των ιερών αλύσεων εν τω ναώ του Αγίου (Βέροια)". Ενώ ο Νίκος Ψιλάκης ("Λαϊκές τελετουργίες στην Κρήτη") παρατηρεί: "Στην Κρήτη, όπως και σε άλλες ελληνικές περιοχές, ο Άγιος Αντώνιος θεωρείται πολέμιος των πειρασμών, άρα και εκείνος που μπορεί να απαλλάξει τους δαιμονισμένους από την αρρώστιά τους. Οι εξορκισμοί στους ναούς και στα μοναστήρια με επίθεση της εικόνς του πάνω στα κεφάλια των ασθενών αποτελούσαν συνηθισμένη πρακτική σε παλαιότερες εποχές. [...] Ωστόσω στην Κρήτη είναι ο προστάτης από τα συνηθισμένα νοσήματα του χειμώνα, κρυολογήματα, συνάχι, γρίπη. Και, σε πολλές περιοχές θεωρήθηκε ιατρός των πασχόντων από νοσήματα των αρθρώσεων. Φημισμένος ήταν ο σπηλαιώδης ναός-καθολικό του παλιού μοναστηριού στο Βένι Ρεθύμνου [...] πολλοί ασθενείς ανέβαιναν παλαιότερα στο βουνό του Αγίου Αντωνίου στο Βένι ξυπόλυτοι. Ακόμα και παράλυτοι σέρνονταν στη γη ή τους σήκωναν πεζοί και τους μετέφεραν στο σπήλαιο. Κι ας πέφτει η γιορτή του στο καταχείμωνο. [...] Στο χωριό Άι Γιάννης Καμένος ο ασθενής παίρνει χώμα από το σπήλαιο του αγίου αντωνίου, το βάζει στο μέλος που πάσχει και απαλλάσσεται από τους πόνους. Στα χωριά Γερακάρι και Πατσός Ρεθύμνου, ο Άγιος Αντώνιος πιστεύεται ότι θεραπεύει τις αναπηρίες. [...]"

Ο Άγιος Αντώνιος, όμως, συνδέεται και με τις φωτιές, τις φωτιές που ζεσταίνουν τα παγωμένα κορμιά μες στο καταχείμωνο, τις φωτιές που από αρχαιότάτων χρόνων αποτελούσαν ένα είδος καθαρμού από αρρώστιες και δαιμόνια: 

"Η φωτιά του Αγίου Αντώνη να σε κάψει" και "Φωτιά του Αγίου Αντώνη είναι" , παραθέτει ο Νικόλαος Πολίτης στις "Παροιμίες" του. (τόμος Β). 

Μας πληροφορεί κι ο Νίκος Ψιλάκης στο περίφημο προαναφερθέν βιβλίο του: "...ο Άγιος Αντώνιος εορτάζεται στην Κρήτη με μεγάλες φωτιές που ανάβουν οι πιστοί έξω από τους σπηλαιώδεις ναούς του. Οι παλιοί ασκητές και μοναχοί των Αστερουσίων πίστευαν ότι "με τη φωτιά πολεμούσαν το χειμώνα, πιθανότατα προσπαθούσαν να επηρεάσουν τις καιρικές συνθήκες με τα ίχνη μιας τελετουργίας που κινείται στις παρυφές της θρησκείας, ξεχασμένης πια. [...] " 

Είναι εντυπωσιακό, μάλιστα, ένα ανάλογο έθιμο στο San Bartolome de Pinares της Ισπανίας, όπου την παραμονή της γιορτής του Αγίου, καβαλάρηδες περνούν μέσα από τη φωτιά, με σκοπό τον καθαρμό και τη διασφάλιση της υγείας τους! 


"Κόψε ξύλο, κάμε Αντώνη" καταγράφει, ακόμη, ο Πολίτης, ενώ ο δικός μας πηλιορείτης λαογράφος Κώστας Λιάπης, στο νέο του βιβλίο "Ο παροιμιακός και γνωμικός λόγος στο παραδοσιακό Πήλιο", μας παραδίδει την παροιμία παραλλαγμένη, αλλά και εμπλουτισμένη:

"Κόψι κλήμα φκιάσι (φτιάσε) Αdών'

κι απού πλάτανου Μανώλ'

κι αν ρουτάς κι για του Γιάνν'

όποιου ξύλου κόψεις κάν'.", 

επεξηγώντας μας: "Χιουμοριστικό παροιμιακό τετράστιχο που λέγεται με δόση ειρωνίας για τους Αντώνηδες και Μανώληδες και σαρκασμού για τους Γιάννηδες."


Τέλος, ένα πανέμορφο έθιμο ανθρωπομορφικών άρτων, μας περιγράφει και πάλι ο Νίκος Ψιλάκης ("Λαϊκές τελετουργίες στην Κρήτη"). Ιδού κάποια αποσπάσματα:  "Στα δυτικά Σφακιά ο Άγιος Αντώνιος γιορτάζεται με ένα εντυπωσιακό, όσο και μοναδικό έθιμο: με τους ανθρωπομορφικούς άρτους που ζυμώνουν οι γυναίκες και τους πηγαίνουν στην εκκλησία. [...] Σύμφωνα με ην τοπική παράδοση, ο Άγιος ήταν ασκητής, αλλά και γιατρός. Κι επειδή εκεί που ασκήτευε δεν είχε τίποτα να φάει, του πήγαιναν ψωμί και το άφηναν εκεί για να το βρει. Όποιος είχε πρόβλημα υγείας έφτιαχνε ένα ψωμί στο σχήμα του μέλους που πονούσε. Πίστευαν, δηλαδή, ότι οι άρτοι αποτελούσαν μέσον μυστικής επικοινωνίας των πιστών με τον Άγιος Αντώνιο. Κι εκείνος έβλεπε το αφιέρωμα και καταλάβαινε. Αν ο άρτος είχε σχήμα ποδιού, γιατρευε με τη δύναμη της πίστης το πόδι του δωρητή.[...] Το ζύμωμα ανθρωπομορφικών άρτων αποτελεί γνωστή λατρευτική πρακτική από την αρχαιότητα, όπως συνηθισμένη ήταν και η προσφορά σε ιερά μεταλλικών ή πήλινων μελών. [...] Σ'αυτόν τον Άγιο που γιορτάζει μέσα στο καταχείμωνο οι Σφακιανοί συνήθιζαν να κουβαλούν τα μοναδικά τάματά τους: ψωμιά σε σχήματα ανθρώπων και ανθρωπίνων μελών. Πάνε δεκαετίες από τότε που έφερναν και άρτους ζωόσχημους. Έτσι γιατί σ'αυτές τις κοινωνίες η οικολογία δεν είναι μόδα, αλλά ανάγκη. Κι ο σεβασμός στο ζωντανό είναι σεβασμός στη ζωή."



Χρόνια πολλά σε όλους τους εορτάζοντες!

Παρασκευή 5 Ιανουαρίου 2018

Πηλιορείτικα καλησπερίσματα!

"Βρισκόμαστε στις Μηλιές του Πηλίου. Μια συντροφιά από εφήβους ή κι άντρες, με τα ραβδιά στο χέρι για τα σκυλιά, σπρώχνει την αυλόθυρα κι αρχίζει το τραγούδι της, βαδίζοντας προς την είσοδο του σπιτιού. Ήδη ο νοικοκύρης βγήκε στο κεφαλόσκαλο και τους υποδέχεται γελαστός. Γελαστός, γιατί θ'ακούσει ευχές και παινέδια' τις ευχές, που θα του σταθούν παρηγορητικό αντιστύλι μέσα στη σκλαβιά και στην καταπίεση που ζει, τα παινέδια, γιατί του δημιουργούν την ψευδαίστηση μιας αρχοντιάς κι ενός μεγαλείου, που μόνο στα χιμαιρικά, νεανικά του όνειρα τα είχε φανταστεί:
Ας τον καλησπερίσουμε και τούτον τον αφέντη.
Καλησπερίς, αφέντη μου, καλησπερίς, αφέντη μ'.
Απόψε ήρθα στο σπίτι σου, ήρθα στ'αρχοντικό σου'
να μη σου βαροφάνηκε, να μη σου πέσει βάρος,
έτσι το φέρνει ο καιρός και το γυρίζει ο χρόνος.
Στο Ανήλιο, η ασματική αυτή εισαγωγή, λεγόταν έτσι:
Καλές ώρες, καλές αυγές, καλές ώρες αφέντη.
Απόψε ήρθα στην πόρτα σου με το δικό σου θάρρος,
να μη σου κακοφανιστεί, να μη σου πέσει βάρος,
έτσι τα φέρνει ο καιρός κι ο γυρισμένος χρόνος."

Κάπως έτσι ξεκινά να μας ταξιδεύει στα πηλιορείτικα ευχετήρια τραγούδια του προπερασμένου αιώνα ο Βαγγέλης Σκουβαράς, στο περίφημο δίτομο πόνημά του "Από το λειμώνα της παράδοσης" με πηγές δύο ανέκδοτα χειρόγραφα των αρχών του 1900 που, όπως ο ίδιος χαρακτηριστικά τονίζει: "Οι συλλογείς τους ήσαν ήδη στα 1910 προχωρημένοι στην ηλικία και φυσικά, καταγράφουν τα κάλαντα της νεότητάς τους.". Κι όμως, απαράλλαχτοι τούτοι οι στίχοι θα αντιχήσουν κι απόψε, παραμονή των Θεοφανείων, από ομάδες αντρών, στις πλαγιές του Πηλίου. Ακόμη και σήμερα, που τόσα έθιμα αιώνων πρόλαβαν και χάθηκαν στη λήθη μέσα σε μια γενιά, τα καλησπερίσματα θα αντιλαλήσουν και πάλι στο βουνό μας, μόλις ο ήλιος κρυφτεί, λίγο πριν ξημερώσει η μεγάλη μέρα του Αγιασμού των Υδάτων.



Τα δημοτικά μας τραγούδια, η ποίηση του λαού μας που έχει καταγεγραμμένες τις ρίζες της από την εποχή του Ομήρου (ακόμη και το "έτσι το φέρνει ο καιρός και το γυρίζει ο χρόνος" δε μπορεί να μη μου θυμίσει το ομηρικό "περιπλομένων ενιαυτών"), ενός λαού που, πάντοτε και σε κάθε περίσταση, εκδήλωνε το συναίσθημα μελωδικά, που τερπόταν με το στίχο και το τραγούδι -άλλο αν σήμερα κάποιοι προσπαθούν με κάθε τρόπο να τον καταντήσουν καταθλιπτικό. Τα τραγούδια, λοιπόν, αυτά, όσο και αν τά'χουμε παραγκωνίσει, εκείνα κάποια στιγμή θα ξεπροβάλουν δυναμικά και θα μας παρασύρουν με το σθένος της αυθεντικότητάς τους.

Γράφει ο Σκουβαράς: "Και συνεχίζουμε με το μηλιώτικο τραγούδι, που τοποθετεί το νοικοκύρη μέσα σ'ένα μυθικό, ρομαντικό κι ακριτικό ακόμα πλαίσιο, γεμάτο λεβεντιά κι αρχοντιά. [...]:
Αφέντη, αφεντούτσικε, πέντε φορές αφέντη'
πέντε κρατούν το μαύρο σου, πέντε τον καλλιγώνουν,
και άλλοι πέντε τον κρατούν, να καβαλλ'κέψει ο αφέντης.
Κι ο αφέντης καβαλλίκεψε στ'αστέρι το μουλάρι'
αστέρ' είχε στη μύτη του, φεγγάρι στο λαιμό του,
και πίσω στην κουβέρτα του τρεις φραγκοπούλες παίζουν.
Η μια παίζει τον ταμπουρά, κι η άλλη το λαγούτο.
Η τρίτη η μικρότερη παίζει με τον αφέντη.
Παίζοντας, χορατεύοντας, αποκοιμήθ'κε ο αφέντης.
Φέρτε νταούλια να βροντάν, ζουρνάδες να φωνάζουν,
για να ξυπνήσει ο αφέντης μας να λύσει το μαντήλι.
Λύσε το, αφέντη, λύσε το τ'αργυρομάντηλό σου.
Αν έχεις άσπρα δος μας τα, φλωριά μην τα λυπάσαι'
αν έχεις και γλυκό κρασί, κέρνα τα παλληκάρια,
κέρνα τ', αφέντη, κέρνα τα, να σε πολυχρονίσουν.
Να ζήσεις χρόνους εκατό κι πάν'από διακόσιους,
κι απ'τους διακόσιους κι ύστερα ν'ασπρίσεις να γεράσεις
ν'άσπρίσεις σαν τον Ελυμπο, σαν τ'άσπρο περιστέρι.
Στο μεταξύ η νοικοκυρά ετοιμάζει τα κεράσματα. Καράφες με κρασί και τσίπουρο πάνε κι έρχονται' τα πιατικά κροτούνε. Ώρα είναι να εγκωμιάσουν και την κυρά' απ'τα χέρια της άλλωστε, κρέμεται και των λαρυγγιών η τέρψη. Συνεχίζουμε μηλιώτικα:
Πολλά είπαμε για τον αφέντ', ας πουμ' και την κυρά μας.
Κυρά μ', όταν στολίζεσαι να πας στον αγιασμό σου,
βάλε τον ήλιο πρόσωπο και το φεγγάρι αστήθι,
και του κοράκου το φτερό βάλε καγκελοφρύδι.
Όταν κινήσεις για να πας-'στακός αρματωμένος-
παραμεράτ', αρχόντισσες και σεις αρχοντοπούλες.
Εγώ είμαι μια κυρά καλή και πάω στον αγιασμό μου.
[...]
Αν υπάρχει κόρη στο σπίτι, οι τραγουδιστές δεν παραλείπουν να στιχοπλέξουν και σ'αυτήν τα παινέδια τους [...]:
Πολλά είπαμε για την κυρά, ας πούμ' και για την κόρη.
Έχεις μια κόρη όμορφη ωσάν την περιστέρα,
προξενητάδες έρχονται από την Ιγγλιτέρα,
ρωτάνε και ξαναρωτάν για νάβρουν τέτοια κόρη,
στο δαχτυλίδι να διαβεί στη βέργα να περάσει
απάν' σε δίκοπο σπαθί να διπλωθεί να κάτσει.
Γύρευ'ν' αμπέλια ατρύγητα μ'όλους τους τρυγητάδες,
γυρεύ'ν' χωράφια αθέριστα μ'όλους τους θεριστάδες,
γυρεύουν και τη θάλασσα με όλα τα καράβια,
γυρεύον και τον κυρ-Βοριά να τα καλαρμενίζει.
Στην περίπτωση της νιας και όμορφης, τα κάλαντα της Αγιάς, μαρτυρούν κάτι οδυνηρότερο κι άγνωστο για τα πηλιορείτικα χωριά, που στα χρόνια της τουρκοκρατίας, όντας κατοχυρωμένα με προνόμια, σπάνια έβλεπαν να τα επισκέπτονται Τούρκοι. Τ'αντίθετο γινόταν στην περιφέρεια της Αγιάς και στον κάμπο της Λάρισας, όπου η όμορφη και νέα κόρη κιντύνευε από την οθωμανική ασυδοσία, τις βιαιοπραγίες και την "γιανιτσαρικήν ωμότητα", όπως σημειώνει χαρακτηριστικά ο Κωνσταντίνος Κόυμας. Να κι οι στίχοι που αφορούν "εις κορίτσι 18 ετών" -κατά την τιτ΄λοφόρηση του Αγιώτη ανθολόγου:
Φραγκίτσα εδώ, φραγκίτσα εκεί, Φραγκίτσα πάει στη βρύση.
Γιανίτσαρος τη σταύρωσε, με τ'άσπρο το σαρίκι.
- Φραγκίτσα, δις μας φίλημα, Φραγκίτσα δις μας μάτι!
-Πώς να σε δώσω φίλημα, πώς να σε δώσω μάτι;
Εσύ είσαι ένας γιανίτσαρος κι εγώ μια ρουμιοπούλα'
εσύ προσκ'νας εις το τζαμί κι εγώ στην εκκλησία."
(Βαγγέλη Σκουβαρά, "Από το λειμώνα της παράδοσης")

Τούτα τα ευχετήρια κάλαντα τελειωμό δεν έχουν! Άλλα για την κόρη, άλλα για το γιο, άλλα για τον γραμματιζούμενο, άλλα για το μωρό, άλλα για τον παππού και τη γιαγιά κι ύστερα λογιω-λογιώ αυτοσχεδιασμοί -πετυχημένοι που αναπαράγονταν- για τους νιόπαντρους, τους αρραβωνιασμένους, τον παπά και την παπαδιά, τον επίτροπο, τον πρόεδρο, το γιατρό, τον τσέλιγκα και τον ναυτικό, τον ταβερνιάρη και τον πρωτομάστορα.... Πολλά από τούτα τα καταγράφει ο Κώστας Λιάπης στο δίτομο έργο του "Το δημοτικό τραγούδι στη Μαγνησία", όπως τούτο προς το "γεμιτζή" (ναυτικό) από το Κεραμίδι Πηλίου (με μικρές παραλλαγές καταγεγραμμένο και σε άλλα χωριά):
"Σένα σι πρέπει, αφέντη μου, καράβι ν'αρματώσεις,
στην πλώρη να βάλης μάλαμα, στην πρύμνη το ασήμι,
και μεσ'στη μέση του καραβιού καρέκλα καρυδένια,
για ν'ακουμπάη η μέση σου η μαργαριταρένια"
ή τούτο για το βοσκό (Άγιος Λαυρέντιος Πηλίου):
"Εδώ σε τούτες τις αυλές, τες μαρμαροστρωμένς,
εδώ'χουν χίλια πρόβατα και τρεις χιλιάδες γίδια.
Σαν κάνουν τον ανήφορο, γιομίζ' ο λόγγος όλος'
σαν πιάνουν τον κατήφορο, γιομίζ' ο κάμπος όλος.
Σαν το μυρμήγκι περπατούν, σαν το μελίσσι βάζουν,
σαν τον αφρό της θάλασσας αφρίζουν τα καρδάρια.
Εμείς ολίγα τάπαμε κι ο Θεός να τ'αβγαταίνει."
και αυτό για τον παπά του χωριού (Κερασιά Πηλίου)
"Εδώ κοιμάται ένας παπάς, με τα χαρτιά στην τσέπη.
-Σήκω σαπάνω, Δέσποτα, και μη βαριοκοιμάσαι,
όλα τα κ΄στρα σήμαναν κι οι εκκλησιές διαβάζουν
και η δική σου εκκλησιά στέκεται μαραμένη."

Αυτά και άλλα πολλά με έμπνευση και κέφι τραγουδούσανε οι τραγουδιστάδες του Πηλίου. Σαφώς λιγότερα και πιο περιορισμένα τραγουδούν σήμερα. Τούτο όμως δεν αναιρεί τη μοναδικότητα της αποψινής βραδιάς, τη μοναδικότητα που χάριζαν κάποτε σχεδόν σε κάθε μέρα του Θεού τα τόσα έθιμα κι οι παραδόσεις μας. Τα σύγχρονα μηλιώτικα κράτησαν αυτούσιους τους πρώτους στίχους, στις Πινακάτες είναι συνδυαστικά, παραμένει η ευχετήρια αρχή και συνεχίζουν: "Σήμερα τα Φώτα κι ο φωτισμός, έρχεται στον κόσμο ο στολισμός. Ο Χριστός μας έρχεται με σκοπό, εις τον Ιορδάνη τον ποταμό....", ενώ στον Αη Γιώργη ξεκινούν αλλιώτικα: "Άσματα χαρμόσυνα ήρθαμε να σας πούμε, πως είν' τα Θεοφάνεια και πρέπει να χαρούμε", και πάει λέγοντας...

Χρόνια πολλά!

Καλή Φώτιση σε όλους μας!

Και:
"Σ'αυτό το σπίτι πού'ρθαμε πέτρα να μη ραϊσει,
κι ο νοικοκύρης του σπιτιού χίλια χρόνια να ζήσει!"

Και του χρόνου, νά'μαστε καλά!