Κοντά μεσάνυχτα... Κλείνεις κατάκοπη τα μάτια και πάλι τις βλέπεις μπροστά σου... ελιές, παντού σκορπισμένες ελιές και συ να πασχίζεις να τις μαζέψεις όσο πιο γρήγορα, να προχωρήσεις παρακάτω, προτού σαπίσει ο πεσμένος καρπός στα λασπωμένα χώματα, προτού ξεφορτώσουν κι άλλες τα δέντρα στη γη απ'το δριμύ αγέρα. Να τις προλάβουμε με τα πανιά... Μα όπου να γυρίσεις το βλέμμα σου πεσμένες ελιές, στρώμα πολύχρωμο καταγής. Κατά πού να κάνεις; "Απελπισία" μουρμουρίζει εκείνος.
Από δυο ευρώ ξεκίνησε το λάδι. Το πρώτο, το παρθένο, το ίσαμε 3-4 χαράκια. Απ'τις "γκρεμιστές", ακόμη πράσινες οι περισσότερες. Τώρα τα χαράκια έγιναν βαθμοί κι η "πεσιά" σωρός, τώρα η τιμή ζήτημα να ξεπερνά το ευρώ. Πόσες κλούβες μπορείς να συγκεντρώσεις απ'τα χώματα, απ'το πυκνό χορτάρι και τα φρέσκα αγκαθερά "βάτια" που ξεβλαστάρωσαν ξανά; Πού νά'ναι κι "αθάμνευτα"... Και τί θα πληρωθείς; Κι έχεις και τ'αγριογούρουνα κάθε βράδυ να γλεντοκοπάνε και να τις ανακατεύουν παντού αντάμα με πέτρες και κοπριές απ'τ'άλογα. Τί να ξεδιαλέξεις;
"Ο Πασχάλης τις παράτησε. Δε βγαίνει. Δουλεύει αλλού, μεροκάματο. Κι ο Αργύρης. Στρώνει από πάνω μοναχά και μαζώνει όσες κρατήθηκαν στα δέντρα. Εγώ τις λυπάμαι. Και σάμπως τί άλλο έχω να κάνω; Να τις παρατήσω έτσι;..." ξαναμουρμουρίζει. Κι έτσι απομένουμε μέχρι ο ήλιος ν'αποτραβηχτεί στα πέρα δώματα πολεμώντας να νικήσουμε το χρόνο που κανείς ποτέ του δεν νίκησε...
Κτήματα δυσπρόσιτα τα πιο πολλά, στο βουνό των Κενταύρων, να παλεύεις να σταθείς, να μην κατρακυλήσεις παρέα με τον κουβά, και να μην ξέρεις αν πιότερο αγωνιάς μην τσακιστείς ή μην ξανασκορπίσουν εκείνες και πρέπει σκυμμένη στα τέσσερα να τις ξαναμαζεύεις! Κρύο, παγωνιά, τα δάκτυλα να μουδιάζουν, η ραχοκοκκαλιά να πονά και τα γόνατα να μαγκώνουν απ'το πολύ ζόρι. Είχε πολύ "μαξούλι" φέτος, μπόλικη σοδειά, αλλά διαρκώς καινούριες αρρώστιες ξεφυτρώνουν. Σαν να μην έφτανε ο "δάκος", η μύγα που τις τρυπά, φάνηκε και το "γλοιοσπόριο" που τις έριξε όλες κάτω, προτού προλάβουν καν να μαυρίσουν. Και μέσα σ'όλα τούτα να κατρακυλά κι η τιμή του λαδιού απ'τους εμπόρους..
Είναι κτήματα πάνω στους δρόμους, μα είναι πολλά που δεν τα φτάνει το αυτοκίνητο ή σαν και τούτο το τελευταίο που πηγαίνουμε που θέλει πρώτα να κατεβείς παραλιακά κι από κει να παλέψεις ν'ανεβείς τον κακοτράχαλο μακρύ χωματόδρομο που πιάνει το "περιβόλι" απ'τη μια και την άλλη μεριά. Αλλά για να βγάλεις κλούβες και τσουβάλια απ'τις "σούρες" και τα "γκρεμίδια" εκειδά θες και κάποιο ζωντανό να σου τα κουβαλήσει.
"Θα κατεβάσεις τ'άλογο εσύ να πάρω σήμερα τ'αυτοκίνητο να τα φορτώσω;"
Μόλις πού'χε ξημερώσει και πήγα να πάρω τ'άλογο. Έχει μονοπάτι απ'το χωριό που βγάζει κάτω στα παραλιακά. Προς τα χαμηλά είναι και το κτήμα. Φασκιωμένη από πάνω μέχρι κάτω για την παγωνιά αποχαιρετούσα τα τελευταία σπίτια του χωριού, κρατώντας απ'την τριχιά το νυσταγμένο άλογο που βαριεστημένο και χαλαρό γλιστρούσε στον κατήφορο του "καλντεριμιού" κι αγνάντευα προς τα χαμηλά τα λιόδεντρα που ξεπρόβαλαν. Μοναχά κάτι πουλιά ακούγονταν να τσουρτσουρίζουν στις φυλλωσιές και κανένας αετός να φωνάζει από ψηλά. Το σκυλί έτρεχε δώθε-κείθε, τάχα για να τα κυνηγήσει, γεμάτο ενθουσιασμό. Παραπέρα μικρές γουρνίτσες από νερό είχαν κρυσταλλώσει μες στην νύχτα και κριτσανούσαν καθώς τις πατούσαμε. Περάσαμε τη γέφυρα με το ποτάμι και προχωρήσαμε χωρίς ν'απαντήσουμε ψυχή. Μονάχα πιο χαμηλά ακούστηκε ένας μοναχικός που μόλις είχε στρώσει τα δίχτυα μες στο μονοπάτι κι ετοιμαζόταν να βαρέσει με το καλάμι. Παρκαρισμένα δυο άλογα λίγο πιο μπροστά. Άκουσε τα πατήματά μας, δίχως να μας δει. "Εεεεε Γιώργη! Περνάς;" ακούστηκε. Ύστερα γύρισε και είδε εμένα μ'έκλπηξη: "Εσύ είσαι Όλγα με τ'άλογο; Καλημέρα!" "Καλημέρα! Πήγε να πάρει τ'αυτοκίνητο να φορτώσει." "Περνάς;" "Πώς δεν περνώ; Περνώ."
Έφτασα στο σταυροδρόμι κι έψαχνα δέντρο χωρίς χαμηλά κλαριά να δέσω τ'άλογο να μην πάρει σβάρνα το σαμάρι. Εκείνο πάλι έψαχνε λαίμαργα που είχε το πιο πυκνό και νόστιμο χορτάρι να μασουλήσει. Πώς να του χαλάσεις το χατήρι; Όλα έπρεπε να ταχτοποιηθούν. Φώναξα το σκύλο να κατηφορήσουμε παρέα στο περιβόλι, παλεύοντας από τη μια να μη γλιστρίσω κι από την άλλη να μην πατήσω τις φρεσκοπεσμένες ελιές...
Άναψα ένα τσιγάρο, καθώς δε θ'ακουγα τη γκρίνια κανενός, να πάρω μια τζούρα κουράγιο για τις αμέτρητες ώρες ταλαιπωρίας που θ'ακολουθήσουν και να προσαρμοστώ στο σκηνικό. Ο σκύλος, δίπλα μου, να με κοιτάζει παρακλητικά με τον νου του στον μόλις ανοιγμένο σάκο. Τον κέρασα ένα μεζέ και πετάχτηκα πάνω για να ξεκινήσω... Γέλασα μονάχη μου και σιωπηλά με τους λογισμούς μου:"Σκέτα λαογραφικά σύμμεικτα είσαι βρε κορίτσι! Τί κάθεσαι και ψάχνεις να καταγράφεις από δω κι από κει; Εσένανε θά'πρεπε να καταγράφεις!"
Όση γαλήνη σε κυκλώνει στον κατήφορο, τόσος πόνος στην ανηφοριά! Σουρούπωνε, το κρύο ακόμη πιο τσουχτερό να σε διαπερνά παντού στα πονεμένα μέλη και το κορμί κατάκοπο. Κι όσο κοντοζυγώνεις στο χωριό, ο κοφτός μακρύς ανήφορος να σου σταματά την ανάσα. "Λίγο ακόμη και φτάσαμε... Πότε θα τελειώσουν οι ρημαδιασμένες;!" Κοκκαλωμένος απ'το "παταγούδι", από το ζόρι να ιδρωκοπάς...
Τ'άλογο στάθηκε στη γούρνα της πηγής να ξεδιψάσει. Πλατανόφυλλα την είχαν φράξει. Τά'κανα πέρα απαλά μην ανακατευτούν τα χώματα και γίνει σκέτη θολούρα. Ύστερα τό 'συρα κατά το στάβλο του, να το ξεσαμαρώσω, να του δώσω μια μπουκιά ψωμί που τού'χα φυλαγμένο και να συνεχίσω τον ανήφορο για το δικό μου σπιτικό...
Κατηφορίζαμε και πάλι το μονοπάτι. Οι ίδιες εικόνες των τελευταίων ημερών. Τριγύρω κτήματα, άλλα παρατημένα στο έλεος της άγριας φύσης, άλλα νοικοκυρεμένα να καθρεφτίζουν την επιμονή κι υπομονή του ανθρώπου που ακόμη στέκεται με ευλάβεια μπροστά στον καρπό που τον ανέθρεψε, άλλα φροντισμένα μεν, όμως με τον καρπό να κατρακυλά υφαίνοντας στρωσίδι πλουμιστό στη μάνα γη και την απελπισία να έχει πλέον κερδίσει τη μάχη. Θυμήθηκα κείνο το ζεύγος των παλιακών ηλικιωμένων, των εναπομείναντων, που καβάλα στα γαιδουράκια τους κανένα μήνα πριν, όταν ο καιρός δεν είχε αγριέψει τόσο, διαβαίναν από κει που μαζεύαμε. Άραγε πόσες να πρόλαβαν; Είμαστε "Οι τελευταίοι των Μοϊκανών"- ο τίτλος ξεπήδησε στον νου μου...
Κι ύστερα προχωρούσα κι αναρωτιόμουνα... Πόσοι θ'απομείνουν κι ως πότε να παλεύουν σε τούτα τα δύσκολα "περιβόλια"; Να τα "θαμνεύουν", να τα "ξεβατεύουν", να τα κλαδεύουνε και να καίνε σε μεγάλους σωρούς τα κλωνιά, να κόβουν τα χορτάρια του τόσο γόνιμου βουνού, ν'ανοίγουν γούρνες ποτιστικές και να παλεύουν με τ'αγριογούρουνα που "σαρίζουν" τις πεζούλες κι ανακατεύουν και κάνουν τις πλαγιές αδιάβατες; Να ψεκάζουν για κάθε καινούρια αρρώστια που φαίνεται, να "γκρεμίζουν" τον καρπό με τα γερά τους πονεμένα μπράτσα και τον αυχένα μαγκωμένο ολημερίς στα ψηλά, να μαζεύουν ώρες ατελείωτες σκυφτοί και διπλωμένοι στα δυο στα κατσάβραχα την "πεσιά", να φορτώνουν σακιά ασήκωτα τα σαμαρωμένα ζωντανά τους, να κουβαλάνε στα χέρια κλούβες ξέχειλες, να παλεύουν με την παγωνιά, τον άνεμο, την ξαφνική βροχή και το χιονιά να κουβαλούν δίχτυα και ραβδιά και μηχανήματα και βυτία και τόσα σύνεργα στις δυσπρόσιτες πλαγιές των Κενταύρων; Και πόσο μάλλον για να πάρουν μοναχά μια δραχμή που δεν επαρκεί για τ'αναγκαία... Πόσοι απομείναν; Πόσοι αντέχουν πια; Πόσοι μπορούν, στις μαλθακές μέρες μας, να ελέγχουν τόσο το κορμί τους; Και πόσοι θα απομείνουν για να συνεχίσουν;... Να ενώνουν τις ανασαιμιές τους με την ανάσα του βουνού... να παλεύουν να περισώσουν τον ευλογημένο καρπό απ'τη θλίψη της εγκατάλειψης και να νικήσουν τους πόνους του θνητού ευατού τους... να μπορούν ν'αφουγκράζονται τους ήχους της Πλάσης ανάμεσα στους λογισμούς τους και να δίνουν ακόμη ζωή στα μονοπάτια του Χείρωνα...;