Δευτέρα 13 Ιανουαρίου 2020

Ελιές και λιοπερίβολα στο βουνό των Κενταύρων...


Κοντά μεσάνυχτα... Κλείνεις κατάκοπη τα μάτια και πάλι τις βλέπεις μπροστά σου... ελιές, παντού σκορπισμένες ελιές και συ να πασχίζεις να τις μαζέψεις όσο πιο γρήγορα, να προχωρήσεις παρακάτω, προτού σαπίσει ο πεσμένος καρπός στα λασπωμένα χώματα, προτού ξεφορτώσουν κι άλλες τα δέντρα στη γη απ'το δριμύ αγέρα. Να τις προλάβουμε με τα πανιά... Μα όπου να γυρίσεις το βλέμμα σου πεσμένες ελιές, στρώμα πολύχρωμο καταγής. Κατά πού να κάνεις; "Απελπισία" μουρμουρίζει εκείνος.
Από δυο ευρώ ξεκίνησε το λάδι. Το πρώτο, το παρθένο, το ίσαμε 3-4 χαράκια. Απ'τις "γκρεμιστές", ακόμη πράσινες οι περισσότερες. Τώρα τα χαράκια έγιναν βαθμοί κι η "πεσιά" σωρός, τώρα η τιμή ζήτημα να ξεπερνά το ευρώ. Πόσες κλούβες μπορείς να συγκεντρώσεις απ'τα χώματα, απ'το πυκνό χορτάρι και τα φρέσκα αγκαθερά "βάτια" που ξεβλαστάρωσαν ξανά; Πού νά'ναι κι "αθάμνευτα"... Και τί θα πληρωθείς; Κι έχεις και τ'αγριογούρουνα κάθε βράδυ να γλεντοκοπάνε και να τις ανακατεύουν παντού αντάμα με πέτρες και κοπριές απ'τ'άλογα. Τί να ξεδιαλέξεις;
"Ο Πασχάλης τις παράτησε. Δε βγαίνει. Δουλεύει αλλού, μεροκάματο. Κι ο Αργύρης. Στρώνει από πάνω μοναχά και μαζώνει όσες κρατήθηκαν στα δέντρα. Εγώ τις λυπάμαι. Και σάμπως τί άλλο έχω να κάνω; Να τις παρατήσω έτσι;..." ξαναμουρμουρίζει. Κι έτσι απομένουμε μέχρι ο ήλιος ν'αποτραβηχτεί στα πέρα δώματα πολεμώντας να νικήσουμε το χρόνο που κανείς ποτέ του δεν νίκησε...
Κτήματα δυσπρόσιτα τα πιο πολλά, στο βουνό των Κενταύρων, να παλεύεις να σταθείς, να μην κατρακυλήσεις παρέα με τον κουβά, και να μην ξέρεις αν πιότερο αγωνιάς μην τσακιστείς ή μην ξανασκορπίσουν εκείνες και πρέπει σκυμμένη στα τέσσερα να τις ξαναμαζεύεις! Κρύο, παγωνιά, τα δάκτυλα να μουδιάζουν, η ραχοκοκκαλιά να πονά και τα γόνατα να μαγκώνουν απ'το πολύ ζόρι. Είχε πολύ "μαξούλι" φέτος, μπόλικη σοδειά, αλλά διαρκώς καινούριες αρρώστιες ξεφυτρώνουν. Σαν να μην έφτανε ο "δάκος", η μύγα που τις τρυπά, φάνηκε και το "γλοιοσπόριο" που τις έριξε όλες κάτω, προτού προλάβουν καν να μαυρίσουν. Και μέσα σ'όλα τούτα να κατρακυλά κι η τιμή του λαδιού απ'τους εμπόρους..
Είναι κτήματα πάνω στους δρόμους, μα είναι πολλά που δεν τα φτάνει το αυτοκίνητο ή σαν και τούτο το τελευταίο που πηγαίνουμε που θέλει πρώτα να κατεβείς παραλιακά κι από κει να παλέψεις ν'ανεβείς τον κακοτράχαλο μακρύ χωματόδρομο που πιάνει το "περιβόλι" απ'τη μια και την άλλη μεριά. Αλλά για να βγάλεις κλούβες και τσουβάλια απ'τις "σούρες" και τα "γκρεμίδια" εκειδά θες και κάποιο ζωντανό να σου τα κουβαλήσει.
"Θα κατεβάσεις τ'άλογο εσύ να πάρω σήμερα τ'αυτοκίνητο να τα φορτώσω;"



Μόλις πού'χε ξημερώσει και πήγα να πάρω τ'άλογο. Έχει μονοπάτι απ'το χωριό που βγάζει κάτω στα παραλιακά. Προς τα χαμηλά είναι και το κτήμα. Φασκιωμένη από πάνω μέχρι κάτω για την παγωνιά αποχαιρετούσα τα τελευταία σπίτια του χωριού, κρατώντας απ'την τριχιά το νυσταγμένο άλογο που βαριεστημένο και χαλαρό γλιστρούσε στον κατήφορο του "καλντεριμιού" κι αγνάντευα προς τα χαμηλά τα λιόδεντρα που ξεπρόβαλαν.  Μοναχά κάτι πουλιά ακούγονταν να τσουρτσουρίζουν στις φυλλωσιές και κανένας αετός να φωνάζει από ψηλά. Το σκυλί έτρεχε δώθε-κείθε, τάχα για να τα κυνηγήσει, γεμάτο ενθουσιασμό. Παραπέρα μικρές γουρνίτσες από νερό είχαν κρυσταλλώσει μες στην νύχτα και κριτσανούσαν καθώς τις πατούσαμε. Περάσαμε τη γέφυρα με το ποτάμι και προχωρήσαμε χωρίς ν'απαντήσουμε ψυχή. Μονάχα πιο χαμηλά ακούστηκε ένας μοναχικός που μόλις είχε στρώσει τα δίχτυα μες στο μονοπάτι κι ετοιμαζόταν να βαρέσει με το καλάμι. Παρκαρισμένα δυο άλογα λίγο πιο μπροστά. Άκουσε τα πατήματά μας, δίχως να μας δει. "Εεεεε Γιώργη! Περνάς;" ακούστηκε. Ύστερα γύρισε και είδε εμένα μ'έκλπηξη: "Εσύ είσαι Όλγα με τ'άλογο; Καλημέρα!" "Καλημέρα! Πήγε να πάρει τ'αυτοκίνητο να φορτώσει." "Περνάς;" "Πώς δεν περνώ; Περνώ."
Έφτασα στο σταυροδρόμι κι έψαχνα δέντρο χωρίς χαμηλά κλαριά να δέσω τ'άλογο να μην πάρει σβάρνα το σαμάρι. Εκείνο πάλι έψαχνε λαίμαργα που είχε το πιο πυκνό και νόστιμο χορτάρι να μασουλήσει. Πώς να του χαλάσεις το χατήρι; Όλα έπρεπε να ταχτοποιηθούν. Φώναξα το σκύλο να κατηφορήσουμε παρέα στο περιβόλι, παλεύοντας από τη μια να μη γλιστρίσω κι από την άλλη να μην πατήσω τις φρεσκοπεσμένες ελιές...
Άναψα ένα τσιγάρο, καθώς δε θ'ακουγα τη γκρίνια κανενός, να πάρω μια τζούρα κουράγιο για τις αμέτρητες ώρες ταλαιπωρίας που θ'ακολουθήσουν και να προσαρμοστώ στο σκηνικό.  Ο σκύλος, δίπλα μου, να με κοιτάζει παρακλητικά με τον νου του στον μόλις ανοιγμένο σάκο. Τον κέρασα ένα μεζέ και πετάχτηκα πάνω για να ξεκινήσω... Γέλασα μονάχη μου και σιωπηλά με τους λογισμούς μου:"Σκέτα λαογραφικά σύμμεικτα είσαι βρε κορίτσι! Τί κάθεσαι και ψάχνεις να καταγράφεις από δω κι από κει; Εσένανε θά'πρεπε να καταγράφεις!"  



Όση γαλήνη σε κυκλώνει στον κατήφορο, τόσος πόνος στην ανηφοριά! Σουρούπωνε, το κρύο ακόμη πιο τσουχτερό να σε διαπερνά παντού στα πονεμένα μέλη και το κορμί κατάκοπο. Κι όσο κοντοζυγώνεις στο χωριό, ο κοφτός μακρύς ανήφορος να σου σταματά την ανάσα. "Λίγο ακόμη και φτάσαμε... Πότε θα τελειώσουν οι ρημαδιασμένες;!" Κοκκαλωμένος απ'το "παταγούδι", από το ζόρι να ιδρωκοπάς...
Τ'άλογο στάθηκε στη γούρνα της πηγής να ξεδιψάσει. Πλατανόφυλλα την είχαν φράξει. Τά'κανα πέρα απαλά μην ανακατευτούν τα χώματα και γίνει σκέτη θολούρα. Ύστερα τό 'συρα κατά το στάβλο του, να το ξεσαμαρώσω, να του δώσω μια μπουκιά ψωμί που τού'χα φυλαγμένο και να συνεχίσω τον ανήφορο για το δικό μου σπιτικό...


Κατηφορίζαμε και πάλι το μονοπάτι. Οι ίδιες εικόνες των τελευταίων ημερών. Τριγύρω κτήματα, άλλα παρατημένα στο έλεος της άγριας φύσης, άλλα νοικοκυρεμένα να καθρεφτίζουν την επιμονή κι υπομονή του ανθρώπου που ακόμη στέκεται με ευλάβεια μπροστά στον καρπό που τον ανέθρεψε, άλλα φροντισμένα μεν, όμως με τον καρπό να κατρακυλά υφαίνοντας στρωσίδι πλουμιστό στη μάνα γη και την απελπισία να έχει πλέον κερδίσει τη μάχη. Θυμήθηκα κείνο το ζεύγος των παλιακών ηλικιωμένων, των εναπομείναντων, που καβάλα στα γαιδουράκια τους κανένα μήνα πριν, όταν ο καιρός δεν είχε αγριέψει τόσο, διαβαίναν από κει που μαζεύαμε. Άραγε πόσες να πρόλαβαν; Είμαστε "Οι τελευταίοι των Μοϊκανών"- ο τίτλος ξεπήδησε στον νου μου...


Κι ύστερα προχωρούσα κι αναρωτιόμουνα... Πόσοι θ'απομείνουν κι ως πότε να παλεύουν σε τούτα τα δύσκολα "περιβόλια"; Να τα "θαμνεύουν", να τα "ξεβατεύουν", να τα κλαδεύουνε και να καίνε σε μεγάλους σωρούς τα κλωνιά, να κόβουν τα χορτάρια του τόσο γόνιμου βουνού, ν'ανοίγουν γούρνες ποτιστικές και να παλεύουν με τ'αγριογούρουνα που "σαρίζουν" τις πεζούλες κι ανακατεύουν και κάνουν τις πλαγιές αδιάβατες; Να ψεκάζουν για κάθε καινούρια αρρώστια που φαίνεται, να "γκρεμίζουν" τον καρπό με τα γερά τους πονεμένα μπράτσα και τον αυχένα μαγκωμένο ολημερίς στα ψηλά, να μαζεύουν ώρες ατελείωτες σκυφτοί και διπλωμένοι στα δυο στα κατσάβραχα την "πεσιά", να φορτώνουν σακιά ασήκωτα τα σαμαρωμένα ζωντανά τους, να κουβαλάνε στα χέρια κλούβες ξέχειλες, να παλεύουν με την παγωνιά, τον άνεμο, την ξαφνική βροχή και το χιονιά να κουβαλούν δίχτυα και ραβδιά και μηχανήματα και βυτία και τόσα σύνεργα στις δυσπρόσιτες πλαγιές των Κενταύρων; Και πόσο μάλλον για να πάρουν μοναχά μια δραχμή που δεν επαρκεί για τ'αναγκαία... Πόσοι απομείναν; Πόσοι αντέχουν πια; Πόσοι μπορούν, στις μαλθακές μέρες μας, να ελέγχουν τόσο το κορμί τους; Και πόσοι θα απομείνουν για να συνεχίσουν;... Να ενώνουν τις ανασαιμιές τους με την ανάσα του βουνού... να παλεύουν να περισώσουν τον ευλογημένο καρπό απ'τη θλίψη της εγκατάλειψης και να νικήσουν τους πόνους του θνητού ευατού τους... να μπορούν ν'αφουγκράζονται τους ήχους της Πλάσης ανάμεσα στους λογισμούς τους και να δίνουν ακόμη ζωή στα μονοπάτια του Χείρωνα...;


Τετάρτη 1 Ιανουαρίου 2020

Τα κάλαντα

Ένα πρωτοχρονιάτικο διήγημα του Στρατή Τσίρκα:


 Ο ΜΕΓΑΛΟ τὸ ζή­τη­μα, κα­τα­λα­βαί­νεις, ἦ­ταν τὸ ταμ­ποῦρ­λο: Ἂν εἶ­χες ταμ­ποῦρ­λο, ἡ δου­λειὰ ἦ­ταν τε­λει­ω­μέ­νη. Σύν­τρο­φο ἔ­βρι­σκες ἀ­μέ­σως καὶ τὸ φα­νά­ρι δὲν κό­στι­ζε πα­ρα­πά­νω ἀ­πὸ ἕ­να γρό­σι. Ἐ­κεί­νη τὴ χρο­νιὰ ὁ πα­τέ­ρας ἔ­κα­νε ἕ­να με­γά­λο ἔ­ξο­δο. Τὸ με­ση­μέ­ρι τῆς πα­ρα­μο­νῆς τῆς Πρω­το­χρο­νιᾶς μοῦ ἔ­φε­ρε ἕ­να ταμ­ποῦρ­λο! Μι­κρού­τσι­κο, βέ­βαι­α, καὶ τε­νε­κε­δέ­νιο. — Ἔ­τσι δὲν θὰ τὸ σπά­σεις εὔ­κο­λα, μοῦ εἶ­πε. Μὰ ἐ­γὼ κα­τά­λα­βα πὼς ἦ­ταν ἀ­πὸ οἰ­κο­νο­μί­α. Τὰ πέ­τσι­να ταμ­ποῦρ­λα ἐ­κεῖ­να τὰ πρῶ­τα χρό­νια με­τὰ τὸν πό­λε­μο κό­στι­ζαν ἕ­ναν κό­σμο λε­φτά.
       Πῆ­γα καὶ βρῆ­κα ἀ­μέ­σως τὸ φί­λο μου τὸ Μι­χά­λη. Ἦ­ταν τὸ πα­λι­κά­ρι τῆς γει­το­νιᾶς κι ὁ κα­λύ­τε­ρος σύν­τρο­φος γιὰ τὰ κά­λαν­τα. Συ­χνὰ τύ­χαι­νε νὰ μᾶς ρι­χτοῦν τὰ ἀ­ρα­πά­κια στὶς γει­το­νι­ὲς καὶ νὰ μᾶς σκί­σουν τὸ φα­νά­ρι ἢ νὰ σπά­σουν τὸ ταμ­ποῦρ­λο. Ὁ Μι­χά­λης ἦ­ταν πο­λύ­τι­μος.
       — Τὸ ταμ­ποῦρ­λο τὸ ἔ­χου­με, τοῦ φώ­να­ξα. Βγαί­νου­με ἀ­πό­ψε;
       Ὁ Μι­χά­λης δέ­χτη­κε ἀ­μέ­σως. Εἶ­πε, ὅ­μως, πὼς ἔ­πρε­πε νὰ πά­ρου­με μα­ζί μας καὶ τὸν ἀ­δερ­φό του, τὸν Δη­μή­τρη. Ἦ­ταν καλ­λί­φω­νος, λέ­ει, καὶ θὰ βο­η­θοῦ­σε πο­λὺ στὴ δου­λειά. H ἀ­λή­θεια εἶ­ναι πὼς ὁ Δη­μή­τρης τρα­γου­δοῦ­σε σὰν ἄγ­γε­λος. Σοῦ ‘φτα­νε νὰ τὸν ἀ­κού­σεις νὰ ψάλ­λει μιὰ φο­ρὰ «Τῇ Ὑ­περ­μά­χῳ» ἢ νὰ δι­α­βά­ζει τὸν «Ἀ­πό­στο­λο» γιὰ νὰ προ­τι­μή­σεις ἀ­μέ­σως τὸν Ἅ­γιο Κων­σταν­τῖ­νο ὅ­που ἐ­κεῖ­νος ἔ­ψαλ­λε ἀ­πὸ τὸν Ἅ­ϊ Νι­κό­λα. Μὰ ἡ πρό­τα­ση τοῦ Μι­χά­λη εἶ­χε κά­ποι­α ὑ­στε­ρο­βου­λί­α: Τὰ λε­φτὰ ποὺ θὰ κερ­δί­ζα­με θὰ μοι­ρά­ζον­ταν στὰ τρί­α. Ἐ­κεῖ­να θὰ ἔ­παιρ­ναν τὰ πιὸ πολ­λὰ κι ἐ­γώ, μ΄ ὅ­λο το ταμ­ποῦρ­λο μου, τὰ πιὸ λί­γα.
       Κι ὅ­μως, χω­ρὶς κα­νέ­να δι­σταγ­μό, δέ­χτη­κα. Τό­ση ἦ­ταν ἡ ἀ­γά­πη ποὺ τοῦ εἶ­χα κι ὁ θαυ­μα­σμός μου!
       Ξε­κι­νή­σα­με βρα­δά­κι. Ὁ Μι­χά­λης φο­ροῦ­σε ἕ­να μαῦ­ρο μα­κρὺ παλ­τό, ποὺ φού­σκω­νε κω­μι­κὰ στὴν κοι­λιά του, σκε­πά­ζον­τας τὸ ταμ­ποῦρ­λο. Σ’ ἐ­μέ­να ξέ­πε­σε τὸ χάρ­τι­νο φα­να­ρά­κι κι ἡ φρον­τί­δα νὰ τὸ ἀ­να­βο­σβή­νω κά­θε τό­σο. Ὁ Δη­μή­τρης, σὰν πρίγ­κι­πας, μὲ τὰ ὄ­μορ­φα μά­τια του καὶ τὴ γλυ­κιὰ φω­νή του, εἶ­χε τὰ χέ­ρια του στὶς τσέ­πες καὶ πή­γαι­νε στὸ δρό­μο πό­τε πιὸ μπρο­στά, πό­τε πιὸ πί­σω μας, σάμ­πως νὰ μὴν μᾶς ἤ­ξε­ρε. Ὁ Μι­χά­λης τὸν πεί­ρα­ζε λέ­γον­τάς του πὼς ἔ­κα­νε τὸν κόν­τε γιὰ χα­τί­ρι τῆς Ρη­νού­λας. Μὰ πέ­ρα­σαν πολ­λὰ χρό­νια ἀ­πὸ τό­τε γιὰ νὰ κα­τα­λά­βω τὴ ση­μα­σί­α αὐ­τοῦ τοῦ πει­ράγ­μα­τος. Ἡ «πε­λα­τεί­α» τοῦ Μι­χά­λη καὶ τοῦ Δη­μή­τρη ἦ­ταν ἡ πε­ρισ­σό­τε­ρη ἀ­πὸ τὶς φτω­χο­γει­το­νι­ές. Ἀμπ­ντίν, Σού­μπρα, Κό­φτι­κο Πα­ζά­ρι. Οἱ εἰ­σπρά­ξεις μέ­τρι­ες. Λέ­γα­με κι «εὐ­χα­ρι­στῶ» ἂν τύ­χαι­νε νὰ μᾶς δώ­σουν κα­νέ­να γρο­σά­κι ἐ­κτὸς ἀ­πὸ τὰ φουν­τού­κια καὶ τὰ ἀ­μύ­γδα­λα. Τό­τες ἐ­γὼ τοὺς τρά­βη­ξα στὶς ἀ­ρι­στο­κρα­τι­κὲς γει­το­νι­ές. Αὐ­τὸ ἦ­ταν ἕ­να μυ­στι­κὸ δι­κό μου. Μέ­ρες τώ­ρα τὸ φύ­λα­γα. Στὸ κου­ρεῖ­ο τοῦ πα­τέ­ρα μου ἔρ­χον­ταν ὅ­λο για­τροὶ καὶ δι­κη­γό­ροι.
       Ἀ­πὸ μέ­ρες τώ­ρα μὲ ρω­τοῦ­σαν:
       — Ἔ, πι­τσι­ρί­κο, δὲ θὰ ‘ρθεῖς νὰ μᾶς τὰ πεῖς;
       Ἐ­γὼ ἀ­παν­τοῦ­σα ἀ­ό­ρι­στα. Ση­μεί­ω­να, ὅ­μως, τὸ ὄ­νο­μα καὶ φρόν­τι­ζα νὰ μά­θω τὴ δι­εύ­θυν­ση. Ἔ­τσι, στὴν πιὸ ἀ­πελ­πι­στι­κὴ στιγ­μὴ τῆς «ἐ­πι­χεί­ρη­σης» ξε­φούρ­νι­σα στοὺς φί­λους μου μιὰ λί­στα μὲ ἕ­ξι-ἑ­φτὰ ὀ­νό­μα­τα γεν­ναῖα.
       — Πᾶ­με, τοὺς εἶ­πα, παίρ­νον­τας ὕ­φος προ­στα­τευ­τι­κό.
       — Τί λές, μω­ρέ!
       Φώ­να­ξαν κι οἱ δυ­ό τους. Θὰ μᾶς δι­ώ­ξουν μὲ τὶς κλο­τσι­ές.
       — Ἔ­γνοι­α σας, εἶ­πα ἐ­γώ. Ξέ­ρω τὴ δου­λειά μου.
       Ἡ δου­λειά μου ἦ­ταν, μό­λις ἄ­νοι­γε ἡ πόρ­τα, νὰ εἰ­δο­ποι­ῶ πὼς ὁ Τά­κης ὁ γιὸς τοῦ Κὺρ Στέ­φα­νου, τοῦ μπαρ­μπέ­ρη, ἦρ­θε νὰ πεῖ τὰ κά­λαν­τα. Ἔ­τσι τὰ πή­γα­με θαυ­μά­σια. Τὰ σε­λι­νά­κια ἦρ­θαν νὰ σκε­πά­σουν τὰ γρο­σά­κια τῶν φτω­χο­γει­το­νι­ῶν.
       Μά, ἕ­να πράγ­μα δὲν μοῦ ἄ­ρε­σε: Στὰ σπί­τια αὐ­τὰ ποὺ πη­γαί­να­με, σὰν ἄ­κου­γαν ποι­ός εἶ­ναι ἔ­ξω, μὲ φώ­να­ζαν νὰ μπῶ μέ­σα, ἐ­νῶ τοὺς φί­λους μου τοὺς ἄ­φη­ναν στὴν πόρ­τα. Μὲ φί­λευ­αν ἰ­δι­αί­τε­ρα καὶ μοῦ ἔ­δι­ναν στὸ χέ­ρι, κρυ­φά, κα­νέ­να σε­λί­νι, λέ­γον­τάς μου πὼς αὐ­τὸ εἶ­ναι «δι­κό μου, μό­νο δι­κό μου».
       Θυ­μή­θη­κα τὸ κόλ­πο τοῦ Μι­χά­λη ποὺ μοῦ ἐ­πέ­βα­λε τὸ Δη­μή­τρη. Ὅ­μως, ἡ καρ­διά μου δὲν βά­στα­ξε καὶ τοὺς τὰ ὁ­μο­λό­γη­σα ὅ­λα ἀ­μέ­σως. Κι ἔ­τσι τὰ ἰ­δι­αί­τε­ρά μου μπῆ­καν στὸν κοι­νὸ κουμ­πα­ρά. Ὅ­λα θὰ τε­λεί­ω­ναν μιὰ χα­ρά, θὰ περ­νού­σα­με φί­να τὴν ἐ­παύ­ριο, μὲ κι­νη­μα­το­γρά­φο κ.λπ. κ.λπ., ἂν στὸ γυ­ρι­σμό, ἐ­κεῖ στὰ  μπα­ξε­δά­κια τοῦ Μα­ρου­φιοῦ, δὲ συ­ναν­τού­σα­με τὸ Στρα­βο­σπύ­ρο μὲ τὴν πα­ρέ­α του.
       Ὁ Στρα­βο­σπῦ­ρος ἦ­ταν ἕ­νας ἴ­σα­με κεῖ πά­νω, μόρ­της καὶ βλά­σφη­μος. Τὶς Κυ­ρια­κὲς στὸν Ἅ­γιο Κων­σταν­τῖ­νο που­λοῦ­σε κου­λού­ρια τῆς κα­νέ­λας. Μα­ζί του καὶ δυ­ὸ ἄλ­λοι —Πα­να­γιά μου φύ­λα­γε!— ποὺ κου­βα­λοῦ­σαν μιὰ λα­τέρ­να κι ἕ­να φα­νά­ρι τζά­μι­νο, στο­λι­σμέ­νο μὲ λο­γῆς-λο­γῆς κορ­δέ­λες καὶ χαρ­τιά. Τί ἤ­θε­λε ὁ Δη­μή­τρης σ’ ἐ­κεί­νη τὴ σκο­τει­νὴ γω­νιὰ νὰ πά­ει νὰ τοὺς παι­νευ­τεῖ γιὰ τὶς εἰ­σπρά­ξεις μας; Ὥ­σπου νὰ τὸ πά­ρου­με χαμ­πά­ρι, μᾶς εἶ­χαν βά­λει κά­τω, μᾶς πῆ­ραν τὰ λε­φτὰ καὶ μᾶς σπά­σαν καὶ τὸ ταμ­ποῦρ­λο. Τί μπο­ροῦ­σε νὰ τοῦ κά­νει κι ὁ Μι­χά­λης τὸ παι­δὶ μ’ αὐ­τοὺς τοὺς ντα­γλα­ρά­δες.
       Ἐ­γώ, κλαί­γον­τας καὶ βα­στών­τας πάν­τα τὸ χάρ­τι­νο σβη­σμέ­νο φα­να­ρά­κι μου, τρά­βη­ξα γιὰ τὸ σπί­τι. Ὁ Μι­χά­λης κι ὁ Δη­μή­τρης, ὅ­μως, πῆ­ραν στὸ κα­τό­πι τοὺς μόρ­τες, κα­λών­τας, ἄ­δι­κα, τοὺς τσα­ού­ση­δες νὰ τοὺς πιά­σουν. Δὲν ξέ­ρω πῶς τέ­λει­ω­σαν οἱ φί­λοι μου. Δὲ ρώ­τη­σα ἢ δὲ θυ­μᾶ­μαι πιά. Ἐ­κεῖ­νο ποὺ θυ­μᾶ­μαι πο­λὺ κα­λὰ εἶ­ναι πὼς πέ­ρα­σα τὶς γι­ορ­τὲς γε­μά­τες πί­κρα καὶ θλί­ψη ἀ­πα­ρη­γό­ρη­τη. Τὸ παι­δι­κὸ μυα­λό μου δὲν μπο­ροῦ­σε νὰ πα­ρα­δε­χτεῖ τό­τε πὼς ὑ­πῆρ­χαν κι ἄλ­λοι πιὸ δυ­στυ­χι­σμέ­νοι ἀ­πὸ μέ­να καὶ πὼς τὸ πε­ρι­στα­τι­κὸ μὲ τὸ Στρα­βο­σπῦ­ρο ἦ­ταν ἕ­να ἀ­πει­ρο­ε­λά­χι­στο πα­ρά­δειγ­μα τῆς ἀ­δι­κί­ας καὶ τῆς βί­ας ποὺ βα­σί­λευ­ε καὶ  βα­σι­λεύ­ει ἀ­κό­μα στὸν κό­σμο.


Πη­γή: ἀ­πὸ τὴ συλ­λο­γὴ δι­η­γη­μά­των Χρι­στου­γεν­νι­ά­τι­κες Ἱ­στο­ρί­ες (ἐ­πι­λο­γὴ-ἐ­πι­μέ­λεια: Δη­μή­τρης Πο­σάν­τζης, ἐκδ. Κα­στα­νι­ώ­της, Ἀ­θή­να, 2009).


Διαδικτυακή πηγή: Ιστορίες Μπονζάι

Καλή κι ευλογημένη Χρονιά!!!