Δευτέρα 17 Ιουνίου 2024

Μολόχα η φαρμακευτική! ("μπες μολόχα, βγες τσουκνίδα!")



 "Γιατί την κληρονομιά μας πια τη μεράσαμε κι άλλα πολλά άρπαξες και πήρες καλοπιάνοντας επίμονα τους δωροφάγους βασιλιάδες, που πρόκειται να δικάσουν αυτή τη δίκη. Οι ανόητοι, δεν ξέρουν πόσο καλύτερο είναι το μισό από το όλο, ούτε πόσο μεγάλη ωφέλεια έχει κανείς με τη μολόχα* και τον ασφόδελο**. Οι θεοί, αλήθεια, κρατούν κρυμμένα τα μέσα της ζωής από του ανθρώπους' αλλιώς θα μπορούσες εύκολα να εργάζεσαι μια μέρα και νά'χεις να τρως για όλον τον χρόνο μένοντας άνεργος [...] Όμως ο Ζεύς τά'κρυψε, επειδή θύμωσε η ψυχή του που τον γέλασε ο πανούργος Προμηθεύς..." 

(Ησιόδου, "Έργα και Ημέραι" 37-48)

* Μαλάχη: Τροφή των πενήτων κατά τους αρχαίους χρόνους, πβ. Αριστοφάνη "Πλούτος" (543-4):

· σιτεῖσθαι δ᾽ ἀντὶ μὲν ἄρτων

μαλάχης πτόρθους, ἀντὶ δὲ μάζης φυλλεῖ᾽ ἰσχνῶν ῥαφανίδων,

545ἀντὶ δὲ θράνου στάμνου κεφαλὴν κατεαγότος, ἀντὶ δὲ μάκτρας

πιθάκνης πλευρὰν ἐρρωγυῖαν καὶ ταύτην

με απόδοση Κώστα Βάρναλη:

 Κι αντίς για μπουκιά, της μολόχας βλαστάρια

για καρβέλι φτωχά ραπανόφυλλα και για σκαμνί

μια σπασμένη λαγήνα· κι αντίς ζυμωτήρα, τον πάτο

πιθαριού τσακισμένου.

** Ασφόδελος: Παλαιοτάτη επίσης τροφή των πενήτων, ως εξάγεται εκ του Πλουτάρχου λέγοντος ότι οι Δήλιοι προσέφερον εις τον ναόν "της πρώτης υπομνήματα τροφής και δείγματα μετ'άλλων ευτελών κι αυτοφυών μαλάχην και ασφόδελον" ("Δείπνον Επτά Σοφών" 41). Αναφέρων ο ποιητής τα ευτελή ταύτα αγριόχορτα ως παρέχοντα μεγάλην ωφέλειαν εις τον άνθρωπον, κηρύσσει την λιτότητα ως προτιμοτέρα των πολυτελών εδεσμάτων, τα οποία επιζητεί ο πλεονέκτης άνθρωπος εις βάρος των άλλων. [απόδοση και σημειώσεις: Σπ.Φίλιππα, εκδόσεις: Πάπυρος]


Γράφει ο Κώστας Μπαζαίος ("100 βότανα, 2000 θεραπείες", εκδόσεις Υγεία):

"Ποιός ένιωσε όταν ήταν παιδί τσούξιμο και φαγούρα αγγίζοντας, χωρίς να το θέλει, μια τσουκνίδα και δεν αναζήτησε εκεί κοντά ένα φύλλο μολόχας να τρίψει το ερεθισμένο του δέρμα για να πάψει να πονάει; Θυμάμαι ότι ήταν το πιο απλό φάρμακο στην εξοχή, μαζί με το ξίδι και την αμμωνία για κάθε είδους τσιμπήματα ή δαγκώματα... Όπως έμαθα από τις μελέτες μου για την πρώτη γραφή του βιβλίου, οι θεραπευτικές μαλακτικές και καταπραϋντικές ιδιότητες της μολόχας οφείλονται στις άφθονες βλέννες που περιέχει. Και θαύμασα τη σοφία της φύσης, μια και η μολόχα φυτρώνει στα ίδια μέρη με την τσουκνίδα. 

Η μολόχα είναι γνωστή και αγαπητή από το 700π.Χ.. Ο Πυθαγόρας* και ο Πλάτων την επαίνεσαν. Οι Ρωμαίοι τη θεωρούσαν λιχουδιά στα τραπέζια τους. Ο Κικέρων και ο Οράτιος αναφέρουν τις θεραπευτικές της ιδιότητες. Ο Πλίνιος μάλιστα έλεγε ότι αν τρώμε μια χούφτα μολόχα την ημέρα δε θα μας βρει καμιά αρρώστια. 

Οι φτωχοί φελάχοι, που τις περισσότερες μέρες της εβδομάδας ζουν με χόρτα, φτιάχνουν ένα νόστιμο φαγητό με μολόχες (βράζουν τις ρίζες τους και μετά τις τηγανίζουν μαζί με κρεμμύδια).

Στα χωριά της Γαλλίας προσθέτουν συχνά στις πατάτες τους τις τρυφερές κορυφές και τα φύλλα της μολόχας, γιατί ευκολύνουν τη λειτουργία των νεφρών. Και οι πρακτικοί θεραπευτές της Αγγλίας και της Γαλλίας φτιάχνουν μια γλυκιά πάστα από ρίζες μολόχας, που είναι μαλακτική για τον πονεμένο λαιμό, το βήχα κα τη βραχνάδα."

* π.β. Αιλιανού, "Ποικίλη Ιστορία" (Δ'17): "Πυθαγόρας... ἔλεγε δὲ ἱερότατον εἶναι τὸ τῆς μαλάχης φύλλον.


Οι θεραπευτικές ιδιότητες της μολόχας δε διαφεύγουν κι από τον ιατρό της αρχαιότητας Διοσκουρίδη. Σημειώνει, μεταξύ άλλων, για αυτήν στο έργο του "Περί ύλης ιατρικής Β'118" (εκδόσεις Κάκτος):

"Μολόχη: εδωδιμοτέρα η κηπευτή... κακοστόμαχος και ευκοίλιος, και μάλλον οι καυλοί (βλαστοί), εντέροις δε και κύστει ωφέλιμος. [...] Κάνει καλό ως κατάπλασμα στα τσιμπήματα σφηκών και μελισσών [...] Τα φύλλα βραστά με λάδι  αν τεθούν ως κατάπλασμα ωφελούν τα εγκαύματα και το ερυσίπελας. [...]  Το αφέψημά της είναι μαλακτικό για ατμόλουτρα της μήτρας ενώ είναι κατάλληλο και για κλύσματα στους δηγμούς των εντέρων, της μήτρας και του πρωκτού. Ο ζωμός της βρασμένης μαζί με τις ρίζες βοηθά σε όλα τα θανατηφόρα δηλητήρια[...]"

Ενώ ο Αθήναιος (2ος αι. μ.Χ.) στους περίφημους "Δειπνοσοφιστές" του (Β' 58d) αναφέρει: 

"Ὁ Ἡσίοδος ἔγραψε "μαλάχη",ὅπως οἱ Ἀττικοί. Ἐγώ ὅμως, λέει ὁ Ἀθήναιος, εὑρῆκα είς πολλἂ άντίγραφα τοῦ "Μίνωος",ἔργο τοῦ Ἀντιφάνους, "μολόχη", διὰ τοῦ "ο" δηλαδἢ γεγραμμένην τἢν λέξην: "τρώγοντες μολόχης ρίζαν". Έπίσης καὶ ὁ Ἐπίχαρμος ἔγραψε "ἐγὼ εἶμαι μαλακώτερος κι ἀπὸ τὴν μολόχα ἀκόμη". Ὁ Φαινίας ἐξάλλου εἰς τὰ "Φυτικά" του λέγει: "Τῆς ἡμέρου μαλάχης ὁ σπερματικὸς τύπος όνομάζεται πλακοῦς, διότι μὲ αυτόν ὁμοιάζει. Διότι τὸ μὲν κτενοειδές μέρος αὐτοῦ εἶναι ἀνάλογον πρὸς τὴν ἀνωτέραν ραβδωτήν κρούσταν τοῦ πλακοῦντος, εἰς δὲ τὸ μέσον τοῦ πλακουντικοῦ .ὄγκου τὸ κέντρον εἶναι ὅμοιον μὲ ὀμφαλὸν. Καὶ ἄν συμπεριληφθῆ ἡ περιφέρεια μαζὶ μὲ τὴν βάσιν, γίνεται τὸ σπέρμα τοῦτον ὅμοιον μὲ θαλασσίους περιγεγραμμένους ἐχίνους." Ὁ δὲ Σίφνιος Δίφιλος βεβαιώνει ὅτι ἡ μολόχα εἶναι εὔχυμος, μαλακτικὴ τῆς τραχείας ἀρτηρίας καὶ ἀποχωρίζει καὶ απεκκρίνει τὰ εἰς τῆν ἐπιφάνειάν της ὀξέα. Εἶναι κατάλληλον φάρμακον, λέγει, διὰ τοὺς ἐρεθισμοὺς τῶν νεφρῶν καὶ τῆς κύστεως, εὐκόλως ὁπωσδήποτε ἐκκρίνεται, εἶναι θρεπτική, ἀλλὰ προτιμοτέρα τῆς καλλιεργημένης εἰς τοὺς κήπους εἶναι ἡ ἀγρία. Ὁ δὲ Ἕρμιππος, μαθητὴς τοῦ Καλλιμάχου, λέγει ὅτι ἡ μολόχα προστίθεται καὶ εἰς τὴν κατὰ τῆς πείνης καὶ τῆς δίψης σκευασίαν, ποὺ ὀνομάζεται ἄλιμος καὶ προσέτι καὶ ἄδιψος, ἐπειδὴ εἶναι χρησιμοτάτη διὰ αὐτά."  [απόδοση: Στ. Αλεξιάδου, εκδόσεις: Πάπυρος]


 "[...] Σκόνταψαν και πέσαν χάμου. Το κορίτσι βάνει τα κλάματα. Το πρόσωπο του γεμίζει δάκρυα, σαν τα μαργαριτάρια στις εικόνες από τις Άγιες που μαρτύρησαν. Το χτυπημένο γόνατο μοιάζει με κάστανο που προβάλλει απ' τον αχινό των τριγύρω στο τραύμα χωμάτων. Τ' αγοράκι χωρίς να κλαίει, κοιτά με το στόμα ανοιχτό. Θυμάται την ιστορία της τσουκνίδας και της μολόχας. Η πρώτη αγκυλώνει, η δεύτερη είναι καλή. Άμα τρίψεις το πόδι μ' αυτή κι έμπει μέσα, γίνεσαι καλά. «Βγες τσουκνίδα, μπες μολόχα» επαναλαμβάνει πολεμώντας το πονεμένο γόνατο μ' ένα φύλλο χορτάρι. Στο τριανταφυλλί καμπανάκι ενός λουλουδιού σκυμμένου στη γη, μια απ' τις μέλισσες που επέστρεψαν στην ποτίστρα χώθηκε βαθιά, αντλώντας νέκταρ από τη σπιρουνάτη απόφυση του άνθους. Το κοριτσάκι δεν παραπονιέται για το πόδι, μόνο κουτσαίνει λίγο καθώς επιστρέφουν, αφήνοντας το δάσος στον ύπνο, όπου μόνη μιλά η βρύση.[...]"(Νίκου Γαβριήλ Πεντζίκη, "Το μυθιστόρημα της κυρίας Έρσης")



Χρόνια φυτρώνει στον κήπο μου μοναχή της με πείσμα και όρεξη! Από τότε που ακόμη αγνοούσα τα χαρίσματά της και πάλευα να ξεπατώσω τις καροτένιες ρίζες της που ανάμεσα στα ποτιστικά ζαρζαβατικά θέριευαν και πάλευαν ν'αναστήσουν ολόκληρο δέντρο! Τώρα κάθομαι και συλλέγω ένα-ένα τα άνθη της να τα αποξηράνω για τα θεραπευτικά τσάγια του χειμώνα... Φέτος τα πρόσθεσα όχι μόνο σε χορτόσουπες αλλά ακόμη και φρέσκα σε ομελέτες - κι όχι μόνο για τις ιδιότητες, αλλά έτσι, και για την τσαχπινιά! Δοκίμασα, μάλιστα, κι έδεσα τα ανθάκια της με κάλτσα στα παραδοσιακά πασχαλινά αυγά και το αποτέλεσμα πολύ με ικανοποίησε: 


Ο Μπαζαίος στο έργο του ("100 βότανα, 2000 θεραπείες") καταγράφει, μεταξύ άλλων, ως ιδιότητές της:
(*Χρήσιμα μέρη: άνθη, ρίζα, φύλλα)
> Μαλακτική, αποχρεμπτική, αντιβηχική: Το έγχυμα ξεραμένης ρίζα της ανακουφίζει από προβλήματα στο στήθος και στο λαιμό, βρογχικά, λαρυγγίτιδα, βήχα. 
> Καταπραϋντική: Το ίδιο έγχυμα κάνει καλό σε εντερικά και γαστρίτιδα, στην κυστίτιδα και σε κολικούς, σε εμετό και διάρροια (ειδικά στα παιδιά).
> Καθαρτική: Αφέψημα με μέλι διώχνει τις τοξίνες από τον οργανισμό.
> Αποτελεσματική για την επιληψία: Όπως γράφει ο γιατρός Ι.Χαβάκης ("Φυτά και βότανα της Κρήτης"), ένα μεγάλο φλιτζάνι πρωί και βράδυ με δυνατό αφέψημα μολόχας αραιώνει τις κρίσεις επιληψίας.
> Από τη ρίζα γίνονται αλοιφές και καταπλάσματα για πληγές, εγκαύματα, σπυριά, "καλογήρους" και εξανθήματα. Μαλακώνει και τους κάλους.
> Το αφέψημα, σταματάει τους πόνους των αυτιών. 
>Ρίζες ή φύλλα και άνθη (μαζί με ξερά σύκα) ως έγχυμα είναι αντιβηχικό.
> Το ίδιο έγχυμα χρησιμοποιείται για πλύσεις (φλεγμονών δέρματος, κολπικές, κυστίτιδα, ουρηθρίτιδα) και γαργαρές για φλεγμονές βλενογόνων.
> Για τσιμπήματα μέλισσας και σφήκας.
> Για ψαμμίαση (Βάζουμε κορφές μολόχας με φύλλα και λουλούδια σε μια γυάλινη κανάτα. Προσθέτουμε ζεστό νερό και τη σκεπάζουμε με ένα πανί. Τα αφήνουμε για τρεις ώρες και σουρώνουμε. Πίνουμε κάθε πρωί για τέσσερις μέρες από ένα φλιτζάνι. Σταματάμε για λίγες μέρες και ξαναρχίζουμε.)






"Έτσι μίλησε και έπεισε όλους γενικά ν'αρχίσουν να εξοπλίζονται.

Με φύλλα από μολόχες σκέπασαν γύρω-γύρω τις κνήμες των ποδιών τους,

είχαν θώρακες καμωμένους από όμορφα χλωρά κοκκινογούλια,

φύλλα από λάχανο μαστόρεψαν καλά κι έκαναν μ'αυτά ασπίδες,

βούρλο μακρύ και μυτερό ταίριαξε καθένας τους για κοντάρι

και τα κεφάλια τους τα σκέπαζαν καύκαλα μικρών σαλιγκαριών.

Αρματώθηκαν λοιπόν κι στάθηκαν πλάι στις ψηλές τις όχθες

κουνώντας τα κοντάρια τους κι ήταν γεμάτος οργή καθένας τους.[...]"

(Ομήρου;;; ,"Βατραχομυιομαχία" 
απόδοση: Θ.Μαυρόπουλου, εκδόσεις: Ζήτρος)

 

Τρίτη 11 Ιουνίου 2024

Άγιος Λουκάς ο Ιατρός- Ταξιδεύοντας μέσα στον πόνο...

 "Από την παιδική μου ήδη ηλικία, ήμουν παθιασμένος με την ζωγραφική. Τελείωσα ταυτόχρονα τις γυμνασιακές σπουδές μου στο κολλέγιο και τις καλλιτεχνικές στη σχολή Τεχνών του Κιέβου όπου εκδηλώθηκαν τα χαρίσματά μου. Η κλίση μου στη ζωγραφική ήταν τόσο φανερή, ώστε αποφάσισα να εισαχθώ στη σχολή Καλών Τεχνών της Αγίας Πετρούπολης. Όμως, κοντά στις εξετάσεις εισαγωγής με κυρίευσε η αμφιβολία: Αυτός ήταν ο δρόμος που έπρεπε να διαλέξω; Ύστερα από σύντομο δισταγμό, συμπέρανα ότι δεν είχα το δικαίωμα να κάνω αυτό που με ευχαριστούσε, αλλά ότι όφειλα να αφιερωθώ σε κείνο που θα βοηθούσε να ανακουφιστούν οι άνθρωποι από τα βάσανά τους. Από την Ακαδημία έστειλα στη μητέρα μου ένα τηλεγράφημα να της αναγγείλω την απόφασή μου να εισαχθώ στην ιατρική σχολή. [...]

Μετά την απονομή των διπλωμάτων, οι συνάδελφοί μου με ρώτησαν τί σκόπευα να κάνω. Όταν τους απάντησα ότι θα ήθελα να είμαι γιατρός σε ζέμστβο (μονάδα τοπικής αυτοδιοίκησης), γούρλωσαν τα μάτια λέγοντας: "Εσείς, επαρχιακός γιατρός; Εσείς είστε άνθρωπος επιστήμων εκ φύσεως."

Θίχτηκα που δε με καταλάβαιναν. Είχα σπουδάσει, πράγματι, ιατρική με μόνο σκοπό να γίνω επαρχιακός γιατρός, γιατρός των μουζίκων, για να συντρέχω τους φτωχούς ανθρώπους. [...]"



"Δεν είχαν απομείνει λοιπόν, παρά ένας νοσοκόμος στο νοσοκομείο και επιπλέον μια νοσοκόμα από το Κρασνογιαρσκ που είχε φτάσει μαζί μου: Ήταν νεαρή κοπέλα που μόλις είχε αποφοιτήσει από τη σχολή νοσοκόμων και που ανησυχούσε στη σκέψη ότι θα εργαζόταν στο πλευρό ενός καθηγητή. Με αυτούς τους δύο βοηθούς έκανα σημαντικές εγχειρίσεις, όπως: εκτομή άνω γνάθου, λαπαροτομές, γυναικολογικές επεμβάσεις και μεγάλο αριθμό επεμβάσεων στα μάτια. [...]

Με είχαν προειδοποιήσει ότι ο πρόεδρος του τοπικού συμβουλίου του Τουρουχάνσκ ήταν μεγάλος εχθρός της θρησκείας. Την απεχθανόταν. Αυτό πάντως δεν τον εμπόδισε να φωνάξει τον Θεό για να σωθεί, όταν η μικρή του βάρκα βρέθηκε μέσα σε τρομερή θύελλα στον Γιενισέι. Αφού το ζήτησε, με κάλεσαν στην GPU όπου με ειδοποίησαν με επίσημη απαγόρευση να μην ευλογώ τους αρρώστους στο νοσοκομείο, να μην κηρύττω στο μοναστήρι και να μην πηγαίνω εκεί πάνω σε έλκηθρο καλυμμένο από τάπητες. Απάντησα ότι το επισκοπικό μου καθήκον με εμποδίζει να αρνηθώ να δίνω ευλογία. Πρότεινα στον πρόεδρο να έρθει αυτό ο ίδιος και να κολλήσει πάνω στην πόρτα του νοσοκομείου μια ειδοποίηση που να απαγορεύει στους χωρικούς να ζητούν την ευλογία μου- πράγμα που όντως δε μπόρεσε να κάνει. Του πρότεινα επίσης να απαγορεύσει στους χωρικούς να θέτουν στη διάθεσή μου ένα έλκηθρο καλυμμένο με τάπητα- πράγμα ακόμα πιο δύσκολο για αυτόν. 

Ωστόσο, δεν υπέφεραν για πολύ τη σταθερότητά μου. [...] Ο τοπικός αρχηγός της GPU με υποδέχτηκε με πολύ κακία. μου είπε πως εφόσον δε συμμορφωνόμουν προς τις απαιτήσεις της εκτελεστικής επιτροπής έπρεπε να φύγω αμέσως μακριά από το Τουρουχάνσκ. Μου έδιναν μισή ώρα να ετοιμάσω τις αποσκευές μου. Ρώτησα μόνον ήσυχα:

"Πού με στέλνουν;"

"Στην άκρη του Παγωμένου Ωκεανού.", μου απάντησαν με τόνο εριστικό. [...]"


"Από εκεί μεταφέρθηκα στη Μόσχα μέσα σε ένα άλλο βαγόνι με κελιά και η πορεία συνεχίστηκε μέχρι την πόλη του Κότλας. Μέσα στο βαγόνι υπήρχαν τόσες ψείρες, ώστε βράδυ-πρωί έβγαζα όλα μου τα εσώρουχα. Καθημερινά, έβρισα καμιά εκατοντάδα από δαύτες, κάποιες από τις οποίες ανήκαν σε ένα είδος που ποτέ άλλοτε δεν ξαναείχα δει: μεγάλες και μαύρες. Δεν παίρναμε για τροφή παρά ένα κομμάτι ψωμί και μια ωμή ρέγκα για δύο. Δεν τα έτρωγα. [...]

Ακριβώς πριν τη μεταφορά μου ξέσπασε επιδημία εξανθηματικού τύφου. Οι κάτοικοι του Κοτλάς μου διηγήθηκαν ότι την προηγούμενη χρονιά ο τύφος είχε ενσκήψει υπό διαφορετικές μορφές καθώς  επίσης επιδημίες όλων των παιδικών μολυσματικών ασθενειών. Εκείνη την εποχή, τρομερό πράγμα, άνοιγαν κάθε μέρα στη Μακάριχα μια μεγάλη τάφρο όπου μέσα της έθαβαν κάπου εβδομήντα πτώματα.

Δε χειρούργησα παρά για πολύ λίγο στο νοσοκομείο του Κότλας. Σε λίγο μου κατέστη γνωστό ότι έπρεπε να πάω στο Αρχαγγέλσκ με το ατμόπλοιο. [...]"


"Μου πρότειναν να χειρουργώ σε ένα νοσοκομείο μετακινούμενο. Είδα εκεί γυναίκες που δεν είχαν χειρουργηθεί καλά, από καρκίνο του μαστικού αδένα. Για αυτό όταν μια ασθενής από αυτές ήρθε να με συμβουλευτεί, δεν την έστειλα στο νοσοκομείο, αλλά αποφάσισα να την φροντίσω σαν εξωτερική ασθενή. Της έκαμα μια επέμβαση πολύ ριζική. Όταν τον έμαθαν οι γιατροί του νοσοκομείου πήγαν αμέσως να κάνουν παράπονα για μένα...[...]

Έχοντας έρθει το Σάββατο, λίγο πριν την αγρυπνία στο σπίτι του μητροπολίτη, πήγα στη μεγάλη εκκλησία του μοναστηριού με μία τελείως μέτρια διάθεση. Ένας ιερομόναχος ιερουργούσε, εγώ ήμουν όρθιος μέσα στο Ιερό Βήμα. Μόλις πριν την ανάγνωση του Ευαγγελίου του Όρθρου αισθάνθηκα κάτι ακατανόητο, μία συγκίνηση που γρήγορα μεγάλωσε και μου έγινε τρομερά δυνατή όταν άκουσα την ανάγνωση. Ήταν στο όγδοο Εωθινό, τα λόγια που απεύθυνε ο Κύριος μας Ιησούς Χριστός στον Απόστολο Πέτρο: Σίμων Ἰωνᾶ, ἀγαπᾷς με πλεῖον τούτων; Βόσκε τὰ ἀρνία μου..."[Ιω.κδ15] Δέχτηκα αυτές τις λέξεις με πολλή συγκίνηση και πολύ φόβο σαν να μην απευθύνονταν στον Πέτρο, αλλά σε μένα προσωπικά.[...]"


"Τελείως εξαντλημένος από την απεργία πείνας και τις αλυσιδωτές ανακρίσεις λιποθύμησα κι έπεσα πάνω στο λερωμένο και βρώμικο πάτωμα όταν μας έβγαλαν για να πάμε στην τουαλέτα. Χρειάστηκε να με μεταφέρουν στο κελί μου. Την άλλη μέρα με άδειασαν στο "μαύρο κοράκι" της GPU για την κεντρική φυλακή της περιοχής. Πέρασα εκεί οχτώ περίπου μήνες σε συνθήκες πολύ δύσκολες. [...]

Δε θυμάμαι πια για ποιό λόγο "προσγειώθηκα" στο νοσοκομείο της φυλακής. Εκεί, με τη βοήθεια του Θεού, είχα την ευκαιρία να σώσω τη ζωή ενός νεαρού κλεφτάκου που ήταν πολύ άρρωστος. Βλέποντας ότι ο καινούριος γιατρός της φυλακής δεν καταλάβαινε τίποτε από την ασθένεια του μικρού κλέφτη, τον εξέτασα ο ίδιος και εντόπισα ένα απόστημα στην σπλήνα του. [...]"



"Έφτασε το καλοκαίρι του 1941. Οι χιτλερικές ορδές, αφού τέλειωσαν με τις χώρες της Δύσης όρμησαν στο Σοβιετική Ένωση. Στο τέλος του Ιουλίου ο προϊστάμενος χειρουργός της περιοχής του Κρασνογιάρσκ αποβιβάστηκε στην Μπολσάγια Μοπύρτα. Με παρακάλεσε να ξαναπάρω μαζί του το αεροπλάνο για το Κρασνογιάρσκ όπου είχα διοριστεί προϊστάμενος χειρουργός του νοσοκομείου [...]

Οι τραυματίες, αξιωματικοί και στρατιώτες, με αγαπούσαν πολύ. Όταν το πρωί γυρνούσα τις αίθουσες οι πληγωμένοι με υποδέχονταν με χαρά. Κάποιοι ανάμεσά τους που τους είχα γιατρέψει από αποτυχημένες εγχειρίσεις (που είχαν γίνει) σε άλλα νοσοκομεία με χαιρετούσαν με τεντωμένα τα πόδια, κρεμασμένα πολύ ψηλά.[...]"

Αγίου Λουκά Συμφερουπόλεως, "Ταξιδεύοντας μέσα στον πόνο" (αυτοβιογραφικές αφηγήσεις), εκδόσεις: Εν πλω