Κυριακή 28 Οκτωβρίου 2012

1940: Η Ελλάδα αντιστέκεται....

"Όταν ευθύς από της πρωίας της 28ης Οκτωβρίου εγνώσθη εις όλον τον ελεύθερον κόσμον από τα πρώτα τηλεγραφήματα ότι η Ελλάς είχεν απορρίψει με τόσον υπερήφανον τρόπον το Ιταλικόν τελεσίγραφον και είχε αποδυθή με τόσον ενθουσιασμόν εις τον άνισον αγώνα, κατέκτησε τον κόσμον αυτόν ολόκληρον βαθύτατος σεβασμός προς το μικρόν αυτό έθνος, το οποίον μέσα εις μίαν Ευρώπην κατεπτοημένην και πανικόβλητον προ της θωρακισμένης και μηχανοκινήτου βίας του Άξονος και πρόθυμον εις κάθε είδους συνθηκολόγησιν, ετόλμα να υψώσει το ανάστημά του κατά της βίας και να βροντοφωνήση το ιστορικόν εκείνο "ΟΧΙ"." ("Νεώτερον Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν "Ηλίου"", τόμος "Ελλάς Β'")




"Όπως ετόνιζε δε ο γνωστός Άγγλος αρθρογράφος Καντιντους:"Οιαδήποτε χώρα, η οποία θα επεδείκνυε την στάσιν της Ελλάδος θα ήτο αξία της αιωνίας εκτιμήσεως και του θαυμασμού μας... Ρίψατε ένα βλέμμα εις τον μακρόν κατάλογον των εθνών που υπετάγησαν υπό του Άξονος από του 1938 και θα ιδήτε ότι η γενναιοψυχία των Ελλήνων φωτίζει σαν ήλιος έναν σκοτεινόν κόσμον...."" ("Νεώτερον Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν "Ηλίου"", τόμος "Ελλάς Β'")


Πάντα μοναδικός στη γραφή του ο Ηλίας Βενέζης....:

(από τη συλλογή διηγημάτων "Ώρα πολέμου", εκδ.Εστίας)







(σημ.: Οι γελοιογραφίες προέρχονται από το "Νεώτερον Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν "Ηλίου"", ενώ είχαν πρωτοδημοσιευθεί στη ευθυμογραφική επιθεώρηση "Αέρα" κατά την εποχή του Ελληνοϊταλικού πολέμου.)

Σάββατο 20 Οκτωβρίου 2012

Τρύγος και μουσταλευρώματα!

Φέτος το καλοκαίρι, η κληματαριά της αυλής μας εξέπληξε πολύ ευχαριστά! Ποτέ δεν την είχα δει περισσότερο φορτωμένη τσαμπιά -μωρέ ποιά είναι πιότερα, τα τσαμπιά ή τα φύλλα;- ρώγες λαχταριστές, υγιέστατες, χαμογελαστές, να κρύβουν τον ουρανό απ'το σμίξιμό τους και αργά-αργά ν'αρχίζουν να ροδοκοκκινίζουν ντροπαλά στο άγγιγμα του ήλιου.... Κι ούτε ψεκάσματα δεν είχε χρειαστεί το καημένο, πέρα από λίγη γαλαζόπετρα στις αρχές, καθώς "ο φόβος φυλάει τα έρ'μα"... Όποιος περνούσε, λοιπόν, απ'την αυλή, τα θαύμαζε "μωρέ μπράβο σταφύλια!" και τόσο τα καμαρώναμε που, δεν άντεξα, κρέμασα και δυο σκορδάκια ανάμεσά τους για το "κακό το μάτι". Μοναχά μια λαχτάρα μας έκανε... Τότε με τις πολλές τις ζέστες -τις πάρα πολλές, γιατί από πολλές χορτάσαμε όλο το καλοκαίρι!- όταν ξαφνικά είδαμε τα φυλλαράκια της να γέρνουν και να μαζώνονται σαν κάτι να τους είχε ρουφήξει τη δύναμη. "Μπας και θέλει νερό;", που το αποφεύγαμε. Μπα... κι έτσι που άρχισα να τα παρατηρώ, διέκρινα κάτι μικροσκοπικά -σαν ψύλλους στο μέγεθος να πω- μαμουνάκια να την περπατούν. Κι αν ρώτησα περισσότερο ειδήμονες κρασοσταφυλάδες τις περιοχής δεν τα γνώριζαν. Πράσινα, σαν λιλιπούτειες ακριδούλες, ίσα που διακρίνονταν, να εξαπλώνονται με τρελό ρυθμό σ'όλα τα κληματόφυλλα. Ευτυχώς, τα τσαμπιά απείρακτα. Ψάχνω και 'γω στο διαδίκτυο μήπωςβγάλω καμιά άκρη, νά'τα, τα πέτυχα "τζιτζικάκια" να τα ονοματίζουν. Και βλέπω ένα κατεβατό χημικών για την καταπολέμησή τους! Εκεί τσίνισα... Μπας και να δοκιμάσω το παραδοσιακό πλέον σαπουνόνερο; Ρίχνω μια σταγόνα σαπούνι για τα πιάτα σ'ένα λίτρο νερό και ψεκάζω λίγα φυλλαράκια. Τα τζιτζικάκια τεζάρανε στο λεπτό. Ε, ένα ψεκασμός αρκούσε κι ο εχθρός εξολοθρέφτηκε. Οι δικές μας απώλειες, μονάχα από αισθητικής απόψεως, κάτι κληματόφυλλα λιγουλάκι ταλαιπωρημένοι πολεμιστές... Τα τσαμπιά όμως ακμαία συνεχίσαν το φλερτάκι τους με τον ήλιο και στα πιο πονηρά, που ξετρυπώναν επίμονα τις ακτίδες του, πήραν να κοκκινίζουν τα μάγουλά τους!


Θέλεις ήταν πολλά, θέλεις είναι κι όψιμη η ποικιλία, αργήσανε πάντως να γλυκάνουνε. Κι εμείς δεν τα βιαστήκαμε- ποιός ο λόγος; Εξάλλου, παλιά εδώ, αργούσε ο τρύγος... σήμερα που όλα γίνονται με βιασύνη, τα μαζεύουν νωρίτερα... Φέτος, μας βοήθησε κι ο καιρός... αυτό το καλοκαίρι που δε λέει να τελειώσει... δεν είχαμε απανωτές βροχές να τα φοβηθούμε!


Μια καλή πρωία, λοιπόν, πριν δέκα μέρες, τα μαζέψαμε. Μαζέψαμε και κάτι λίγα, γειτονικά, που δεν τα θέλανε, τα στίψαμε παραδοσιακά -εντάξει, μη φανταστεί κανείς πατητήρι και χοροπήδημα... "ημίπαραδοσιακά", να πω, χωρίς μηχάνημα δηλαδή (εξάλλου δεν ηταν και τόσο πολλά), με πάτημα μέσα σε χοντρές σακούλες και με στίψιμο στο χέρι στον κουβά...- και τα βάλαμε στο βαρελάκι μας! 14 βαθμοί, παρακαλώ, ο μούστος! Συνετέλεσε πολύ σ'αυτό μια κλούβα γειτονικά πού'χαν σταφιδιάσει, ολότελα ζαχαρωμένα. Αφού απορρίψαμε όλες τις προτάσεις διαφόρων -δε θα βράσουν, ρίξτε νερό, ρίξτε λεμόν-τουζού, ρίξτε λεμονάκι στιμμένο- και το μόνο που κάναμε είναι να προσθέσουμε μισό κουβά ξινούτσικα που είχαμε αφήσει κατά μέρος, περιμέναμε δυο μερούλες και τά'δαμε επιτέλους να βράζουν κανονικότατα! Ε, είναι πάντως κομματάκι συγκινητικό, ν'ανοίγεις το βαρέλι, να τα πατάς με το μουστωτήρι, και να τα ακούς να σιγουμουρμουρίζουν το τραγούδι τους... το τραγούδι της ζύμωσης, το τραγούδι της μεταμόρφωσής τους από σταφύλια σε οίνο...


Ναι, ναι.. το ομολογώ... μετά τρελού πόνου ψυχής, τράβηξα τρία λίτρα μούστο -τί γλυκόπιοτος, ο άτιμος!- για να φτιάξω μουσταλευριά! Ε, ναι, ως λάτρης του ντόπιου οίνου, τό'κλαιγα το κρασάκι που "χαραμιζόταν" -δεν έχουμε και ποσότητα να βγει και πολύ- αλλά, ήθελα να το κάνω κι αυτό! Γιατί τόσα χρόνια δεν έτυχε νά'χω στα χέρια μου μούστο δικό μου, να κάνω όλη τούτη τη διαδικασία. Και για να την χαρώ, προσκάλεσα μια γειτόνισσα να μου την δείξει με το δικό της τρόπο, παρ'όλο που μπορούσα και στο διαδίκτυο να βρω πληροφορίες σχετικές... αλλά δεν θά'χε την ίδια χάρη...


Καταρχάς, λοιπόν, κόβουμε το μούστο με στάχτη. Στάχτη από ξύλα, καθαρή.. Ρίχνουμε στην κατσαρόλα το μούστο και για κάθε λίτρο του κι από μια μικρή χουφτίτσα στάχτη κοσκινισμένη και το αφήνουμε να βράσει. Αφαιρούμε τυχόν αφρούς, κι αφού καθαρίσει το μείγμα έτσι, τ'αφήνουμε να κατασταλάξει, να "ηρεμήσει". Όσο περισσότερες ώρες, τόσο καλύτερα θα κατακάτσει το ίζημα της στάχτης. Εμείς μπορεί να συντομέψαμε αρκετά τη διαδικασία λόγω συνθηκών (έβαλα και τη ζεστή κατσαρόλα μέσα σε μια λεκάνη με παγωμένο νερό, για λίγη επιτάχυνση), αλλά ίσως το καλύτερο είναι να το αφήσεις μια νύχτα να ηρεμήσει.


Εν συνεχεία, παίρνουμε ένα κομμάτι ύφασμα -κατά προτίμηση μια παλιά μαξιλαροθήκη- τη στερεώνουμε σ'ένα σουρωτήρι και το στραγγάμε από κει. Αυτή η διαδικασία πρέπει να γίνει δυο-τρεις φορές και καλό είναι, ενδιάμεσα, να το αφήνουμε και πάλι για λίγη ώρα να ηρεμήσει.


Κι έχουμε έτοιμο τον καθαρό μας μούστο!

Και πάμε στη μουσταλευριά... Η γειτόνισσα κρατάει τις αναλογίες για τέσσερις κούπες μούστο, μια κούπα αλεύρι. Κι άλλες γυναίκες που ρώτησα απ'τα χωριά μας το ίδιο μου είπαν. Για άλλους, όμως, μια τέτοια αναλογία φαίνεται υπερβολική σε αλεύρι. Ίσως η φίλη μας η Vita (Μουσταλευριά και "κόψιμο" (καθάρισμα) του μούστου) νά'χει δίκιο που προτείνει μια αναλογία έξι προς ένα (φαντάζομαι θα την δοκιμάσω αν έχω την ευκαιρία να ξαναφτιάξω μόνη μου). Το σίγουρο είναι ότι όσο περισσότερο μούστο έχει, σε σχέση με το αλεύρι, τόσο περισσότερο βράσιμο θέλει για να δέσει. Και λογικό είναι, να γίνεται πιο νόστιμη έτσι. Πάντως κι η δική μας νοστιμότατη έγινε, δε μπορώ να πω!

Υλικά πρόσθετα εδώ δε χρησιμοποιούνε ("για να μη μπερδευτεί η νοστιμιά του μούστου", όπως μού'πανε), πέρα απ'το τριμμένο καρυδάκι και την κανέλα που βάζουμε για γαρνίρισμα.

Μούστος, λοιπόν, και αλευράκι σε δράση!


Ζεσταίνουμε λιγάκι στη φωτιά το μούστο μας. Ύστερα παίρνουμε λίγο από αυτό για να διαλύσουμε το αλευράκι με τη βοήθεια ενός τρυπητού και μια ξύλινης κουτάλας. Τα αναμειγνύουμε ξανά και βάζουμε το μείγμα μας να βράσει.


Ανακατεύουμε διαρκώς κι έχουμε το νου μας να χαμηλώσουμε τη φωτιά μόλις πάρει βράσει για να μην καταλήξουμε σε ατυχήματα! Η διαδικασία αυτή κρατάει κανένα μισάωρο (εξαρτάται κι απ'την αναλογία μούστου κι αλευριού).


Το πότε θά'ναι έτοιμη, το αντιλαμβανόμαστε από την υφή της που έχει δέσει και τις χαρακτηριστικές φουσκαλίτσες στην κατσαρόλα.


Η Βαγγελιώ, είναι πιο κατατοπιστική σ'αυτό, οπότε όποιος ενδιαφέρεται μπορεί να ρίξει και μια ματιά στην πολύ όμορφη εγγραφή της, εδώ: Μουσταλευριά και "κόψιμο" (καθάρισμα) του μούστου 


Τη σερβίρουμε σε πιατάκια ή μπωλάκια, πασπαλίζουμε με τριμμένα καρύδια και κανέλα και... απολαμβάνουμε!


Αυτά περί μουσταλευριάς... Τώρα αναμένουμε το κρασάκι μας! Φτού του, φτού του, ελπίζω ν'ανταποκριθεί στις προσδοκίες μας!

Υ.Γ. Και για να μην ξεχνιόμαστε!:

Μούστος: εκ του λατινικού vinum mustum= κρασί νέο

Ελληνιστί: γλεύκος, όπου, κατά το Μεγάλο Ετυμολογικόν (Etymologicon Magnum):

Γλεύκος: Το από της ληνού απόσταγμα αυτομάτως καταρρέον από της σταφυλής. Εστί δε τούτο γλυκύτατον και λιπαρώτατον. Και:

Γλυκύς: Παρά το γλεύκος, ο εστίν ο νεωστί αποστάζων εκ της ληνού οίνος.

Κοινώς, μούστος και γλύκα ένα πράγμα... από τη γλύκα του μούστου έχουμε και τον γλυκύ! 

Παρασκευή 21 Σεπτεμβρίου 2012

Στάσου! Μύγδαλα...

Ήταν, που λέτε, κάποτε, μια θρακιώτισσα βασιλοπούλα που αγάπησε έναν παλίκαρο Αθηναίο που καθώς αρμένιζε προς την πατρίδα του, άραξε για λίγο στα λημέρια της. Κι ήτανε τόσος ο έρωτάς της που αμέσως θέλησε να ζήσει για πάντα στην αγκαλιά του. Έτσι οι δυο νέοι αρραβωνιαστήκανε κι αποφασίσανε να παντρευτούνε μόλις επέστρεφε ο αρραβωνιαστικός απ'την πατρίδα του, όπου θα τακτοποιούσε διάφορες υποχρεώσεις του. Η βασιλοπούλα μας λοιπόν καρτερούσε την επιστροφή του, αλλά οι μέρες περνούσαν δίχως εκείνος να φανεί... Έτσι, η δόλια, πίστεψε, πως την παράτησε κι απ'τον καημό της πέθανε! Κι οι θεοί, που την λυπήθηκαν, τη μεταμόρφωσαν σε δέντρο, σε μια λυπημένη αμυγδαλιά που ολοχρονίς λουλούδια και πρασινάδα δεν έβγαζε. Ο νέος, όμως, που δεν την είχε λησμονήσει, μια μέρα, προς το τέλος του χειμώνα, ξαναγύρισε και αντί για αυτήν βρήκε το ξερό δέντρο. Κι όπως αγκάλιασε τον κορμό του με πόνο και πάθος εκείνο πέταξε με χαρά τα πρώτα φυλλαράκια του (εξ ου και "Μωρέ τρελή αμυγδαλιά π'ανθίζεις το Γενάρη!")! Λένε, μάλιστα, κάποιοι πως μέχρι τότε τα φύλλα τα ονομάζανε "πέταλα", κι από τότε και μετά, προς τιμήν της αγάπης και της κοπελιάς που τη λέγαν Φύλλιδα, τα μετονόμασαν σε "φύλλα". Αυτή, πάνω-κάτω, είναι η ιστορία της αμυγδαλιάς, ιστορία των τελευταίων ημερών του χειμώνα. Κι όπως ανθίζει καθώς αποχαιρετούμε την παγωνιά, έτσι ετοιμάζει τον καρπό της όταν αποχαιρετούμε τις πολλές ζέστες...


Έτσι, τέλος Αυγούστου μάζεψα τα πρώτα αμύγδαλα.. Κι επειδή εμένα μ'αρέσουν φρέσκα και χλωρά, τσάγαλα (λένε απ'το "γάλα" που ακόμη δεν έχει πήξει μέσα τους), και στα περισσότερα η ψύχα είχε ήδη μεστώσει μέσα στο καφεδί φορεματάκι της, αναγκάστηκα να τα ζεματίσω σε νερό για να την ξεγυμνώσω!


Κατά τον Αθήναιο ("Δειπνοσοφισταί", Β 52c):"Τα αμύγδαλα της Νάξου τα ενεθυμούντο και τα ανέφερον οι παλαιοί. Και πράγματι εις την νήσον Νάξον γίνονται εξαιρετικά, όπως έχω πεποίθηση, λέγει ο Φρύνιχος:

Μού'βγαλε όλους τους τραπεζίτες

και μ'έκαμε να μη μπορώ

Ναξιώτικα αμύγδαλα να σπάσω.

Εξαιρετικά επίσης αμύγδαλα γίνονται και εις την νήσον Κύπρον. [...]"

Ο Αθήναιος, επίσης, μας πληροφορεί πως τα αμύγδαλα "τρωγόμενα προ του φαγητού είναι προκλητικώτατα προς οινοποσίαν". Κι ότι "ο Πλούταρχος ο Χαιρωνεύς αναφέρει ότι κάποιος ιατρός φιλοξενούμενος υπό του Δρούσου, του υιού του Τιβέριου Καίσαρος, υπερέβη πάντας κατά την οινοποσίαν. Ούτος εφωράθη να τρώγη προ του ποτού πέντε ή εξ πικραμύγδαλα. Εμποδισθείς όμως να φάγη πάλιν ταύτα δεν ημπόρεσε να πιη ουδέ την ελάχσιτη ποσότητα οίνου. Αιτία λοιπόν της αντοχής του υπήρξεν η δύναμις της πικρότητος του αμυγδάλου, διότι ξηραίνει και χωνεύει τα υγρά."

Αλλά και ότι "ωνομάσθησαν δε, κατά Ηρωδιανόν τον Αλεξανδρέα, αμύγδαλα, διότι μετά το χλωρό πράσινον περικάλυμμά των έχουν τρόπον τινά πολλάς αμυχάς (χαραματιές)." (απόδοση: Στ.Αλεξιάδου)


Τα αμύγδαλα, πέρα από κλασικό συνοδευτικό ποτών ακόμη και σήμερα, πέρα από κλασικό φίλεμα για τα παιδιά (όπως τους μικρούς καλαντιστές) μέχρι παλαιότερα, χρωματίζουν με την ιδιαίτερη γεύση τους, ένα σωρό νοστιμιές και παρευρίσκονται επισήμως σε πάμπολλες εκδηλώσεις και σημαντικά γεγονότα τις ζωής μας! Καταρχάς, πρωτοστατούν στους γάμους, στολισμένα με ζάχαρη και ομορφοντυμένα με τούλια, αλλά δε απουσιάζουν κι απ'τα μνημόσυνα, ανακατωμένα με το στάρι, αλλά και με μια γεύση γλύκας -μέσα σ'όλη την πίκρα του χαμού- σαν παρατεταγμένα κουφετάκια που σχηματίζουν το σταυρό! Ταιριάζουν απόλυτα με φαγητά (όπως με το πιλάφι), αλλά κλέβουν την παράσταση και σασκιωμένα μέσα σε γλυκά (όπως στο μπακλαβά), ενώ σχεδόν μονάχα τους πλάθονται υπέροχα αμυγδαλωτά! Εξάλλου, τί να πεις για την υπέροχη σουμάδα, που τη γεύση τους την οφείλει αποκλειστικά σ'αυτά ή για τα τόσα λικεράκια που κυκλοφορούν με βάση το άρωμά τους; Τρυπωμένα παντού, ακόμη και σαν ευωδιά σε κρέμες σώματος και σαπούνια, όλο και κάνουν κάπως αισθητή την παρουσία τους!...

Κατά τον Κώστα Μπαζαίο ("100 βότανα, 2000 θεραπείες"), "το γάλα των γλυκών αμυγδάλων (σουμάδα) είναι καταπραϋντικό σε πυρετούς, φλεγμονές του ουροποιητικού, δερματικούς ερεθισμούς και ηρεμιστικό σε νευρική υπερδιέγερση" αλλά και "ανακουφίζει τους καρδιοπαθείς που υποφέρουν από αρρυθμία", ενώ "το αφέψημα των φύλλων είναι καθαρτικό" και "με φύλλα και άνθη αμυγδαλιάς γίνεται ένα αντιβηχικό έγχυμα αποτελεσματικό για τον κοκίτη και την ηπατική ανεπάρκεια". Επίσης, "το αμυγδαλόλαδο συνίσταται σε εγκαύματα πρώτου βαθμού" ως μαλακτικό, είναι όμως και (το αμυγλαδαλόλαδο ή και το έγχυμα από τα άνθη) "αντιδιαβητικό και ανθελμινθικό" και έχει "απαλυντικές ιδιότητες" στο δέρμα". Ακόμη, "μια καλή όσο απλή συνατγή για αποτελεσματικό καλλυντικό κατά των ρυτίδων γίνεται με αμυγδαλέλαιο, που το ανακατεύουμε με ελαιόλαδο, σε δόσεις δύο προς ένα". "Με αμυγδαλόλαδο", μάλιστα, "ανακατεμένο σε ίσα μέρη με ασβεστόνερο, έκαναν παλιά στην Κρήτη επάλειψη στις χιονίστρες". Τα αμύγδαλα, εξάλλου, "είναι καλά για την καρδιά" και "πλούσια σε μονοακόρεστα λιπαρά οξέα που μειώνουν τη χοληστερίνη". Όσο για καταπλάσματα από πικραμύγδαλα, αυτά "κατευνάζουν το ερεθισμένο δέρμα και τη φαγούρα της ψωρίασης". 

Ο Μπαζαίος τονίζει, όμως, πως "αν φάει 50-60 πικραμύγδαλα ένας ενήλικος ή 4-6 ένα παιδί μπορεί να δηλητηριαστεί θανατηφόρα." και πως "το πιο δραστικό αντίδοτο είναι η ... ζάχαρη και βέβαια να προκαλέσουμε αμέσως εμετό και μια ένεση ατροπίνης", καθώς περιέχουν "κυανιούχα και αμυγδαλίνη (γλυκοζίδια, τοξική ουσία)".


Πέραν όλων τούτων, εμένα η λέξη αμύγδαλο πάντα θα μου φέρνει στο νου την εικόνα του φρέσκου τσάγαλου εγκλωβισμένου στο σκληρό του τσόφλι και κουκουλωμένου στο μισάνοιχτο πρασινωπό χοντροβράκι του, ενώ δίπλα μια πέτρα στο πεζούλι είναι έτοιμη να τ'απελευθερώσει... 

Δευτέρα 3 Σεπτεμβρίου 2012

Το λύφι (ή η λούφ-φα) του μπαξέ μου!

Αν μού'λεγε κανείς, μερικά χρόνια πριν, ότι παρέα με τις μελιτζάνες και τ'αγγούρια απ'τον κήπο, θα μάζευα και σφουγγάρια, θα τον κυττούσα λιγάκι περίεργα! Πρόπερσι, όμως, ένας φίλος μού'στειλε κάτι μαύρα σποράκια, σαν πασατέμπους ντυμένους για μνημόσυνο. "Τί νά'ναι αυτά;" "Σφουγγάρια, από κείνα που πουλάν στα φαρμακεία συνήθως, τα λύφια." "Και πού να τα φυτέψω; Τί σόι φυτό γίνεται;" "Σκαρφαλώνει. Αναρριχώμενο." Εκείνη τη χρονιά είχε περάσει ο καιρός και δεν τα φύτεψα. Την επόμενη, μας τα χάλασε ο καιρός κι όλοι οι καρποί σαπίσανε πριν καν μεστώσουνε. Ευτυχώς είχα κρατημένα δυο-τρία παλιά σπόρια για να ξαναφυτέψω. Φέτος, με τις ατελείωτες ζέστες και τους καύσωνες, αυτά βρήκαν τη χαρά τους! Θέλει ζέστες λοιπόν...


Τίποτ' άλλο δεν ήξερα για το φυτό τούτο... Φύτεψα τους σπόρους σ'ένα γλαστράκι και περίμενα. "Κολοκυθιές είναι αυτές;" με ρωτούσανε. "Όχι, σφουγγάρια.." κι έβλεπα μια γκριμάτσα δυσπιστίας στο πρόσωπο και χαμογελούσα! Μια χαρά θα μπέρδευε κανείς τα πρώτα τους φυλλαράκια. Όταν ξεπεταχτήκαν λίγο τα μεταφύτεψα δίπλα στην κληματαριά. Κι αρχίσαν να σκαρφαλώνουνε και ν'αγκαλιάζονται με τη σταφίδα. Κόντεψα να τα ξεχάσω, τρυπωμένα μες στα κληματόφυλλα, όταν μια μέρα σηκώνω το κεφάλι ψηλά και βλέπω να κρέμονται κάτι πρασινωπά μαρκούτσια απ'το κλήμα. "Μωρέ έβγαλε αγγούρια η κληματαριά;" γέλασα! "Α, να δεις τούτα είναι τα λύφια! Γίνανε τελικά!" θυμήθηκα κι άρχισα να το χαίρομαι! Όλα τούτα πέρσι... αλλά μόλις πήραν να ωριμάσουν, οι ασταμάτητες βροχές τα σαπίσανε.


Φέτος, όμως, η κρεβατιά γέμισε όμορφα κίτρινα λουλούδια! Οι καρποί πήραν τα πάνω τους και σήμερα το πρωί αντίκρυσα τον πρώτο ξεραμένο. "Τώρα λογικά θά'ναι έτοιμο.." υπέθεσα και τό'κοψα με αγωνία! Προσεκτικά πήγα να βγάλω το ξεραμένο φλούδι: "Μωρέ θά'χει τίποτα μέσα, ή θά'ναι τζούφιο;". Και τσουπ, ξεπρόβαλε το σφουγγαράκι! Όλε! Μικρό μεν, σε σχέση μ'άλλα πού'χω δει, αλλά ωραιότατο. Και γεμάτο σπόρους. Κι άρχισα να το ταρακουνάω, η καημένη, για να πέσουν οι σπόροι. Τελικά τα κατάφερα. Τον σπόρο για του χρόνου τον σιγουρέψαμε... τώρα περιμένουμε να δούμε αν θα τα καταφέρουν και τα συντρόφια του, ώστε να μαζέψουμε τα σφουγγάρια της χρονιάς!


Κι άνοιξα τον υπολογιστή, μπας και βρω πληροφορίες. χμ... Στα ελληνικά όχι και πολλά.. Μία μού'κανε εντύπωση: "Στην Ασία και στην Αφρική, το φρούτο τρώγεται και σα λαχανικό!" Μωρέ μπράβο! Ίσως κάποιες ποικιλίες.. Σε κάτι ξένες ιστοσελίδες είδα πως για να βγουν εύκολα τα σπόρια δεν το ξεφλουδίζεις πρώτα, αλλά το κόβεις στη μεριά του κοτσανιού και το τινάζεις. Θα το δοκιμάσουμε κι αυτό. Αφού το ξεφλουδίσεις, λέει, το πλένεις καλά με πίεση να ξασπρίσει και μετά το στεγνώνεις στον ήλιο. Μάλιστα, διάβασα, ότι είναι καταλληλότατο και για σφουγγαράκι πιάτων! Αμέ! Γιατί όχι; Και κολλημένα ταψιά θα καθαρίζει αυτό με την αγριάδα του. Οπότε το λύσαμε και το θέμα των σφουγγαριών του σπιτιού, είτε για πιάτα, είτε για το κορμί μας! Αυτό θα πει αυτονομία σε καιρούς δύσκολους!!!


Σε μια σύγχρονη εγκυκλοπαίδεια πού'χω στον υπολογιστή δε βρήκα τίποτα σχετικό με το λύφι, με όσες ονομασίες κι αν δοκίμασα να ψάξω. Σε κάτι παλαιότερες και πολυτιμότερες, όμως, το ανακάλυψα ως ελλύφη!  Όπως και στο περίφημο "Φυτολογικόν Λεξικόν" του Π.Γ.Γενναδίου:



Αυτά λοιπόν περί φυσικών σφουγγαριών και ελλυφίων που φυτρώνουν στον μπαξέ μου! :)

Παρασκευή 24 Αυγούστου 2012

Σύκα λιαστά και λοιπές συκο-φαντίες...


"Σύκα ο Αύγουστος, σταφύλια, τρώει γλείφοντας τα χείλια!",
λέει μια παροιμία, και, μπορεί, τα τσαμπιά της κληματαριάς μου τώρα μόλις να πήραν να ροδίσουν -"αρχίσανε να ντρέπονται", που λέει κι ένας φίλος- αλλά τα σύκα, δόξα τω Θεώ, έχουν ωριμάσει για τα καλά! Κι έτσι αποφάσισα για πρώτη φορά να κάνω σύκα λιαστά! Θες δεν το πολυσυνηθίζουμε εδώ, θες τα σύκα τά'χα συνδυάσει με άμεση κατανάλωση απ'το δέντρο από τότε που πιτσιρικαρία αναζητούσαμε συκιές στο χωριό, να σκαρφαλώσουμε στα κλεφτά να γευτούμε τον καρπό τους -αλήθεια, τώρα υπάρχει κανένα παιδί να μπαίνει σ'αυτή τη διαδικασία;-τόσα χρόνια δεν τό'χα σκεφτεί να τα λιάσω για το χειμώνα...


Ρώτησα, λοιπόν, κι έμαθα. Κι έτσι τ'άπλωσα σε μια σχαρίτσα στον ήλιο -με τούλι για τις μύγες σκεπασμένα, βεβαίως-βεβαίως- δυο-τρεις μέρες απ'τη μια μεριά κι άλλες τόσες απ'την άλλη, άντε και ξανά μια απ'την πρώτη, μέχρι να πάρουν ένα λιοκαμένο κιτρινοχρυσαφί χρωματάκι και να στεγνώσουν καλά.


Σήμερα τα ζεμάτισα σε καυτό νερό -φαντάζομαι για λόγους εξόντωσης τυχόν ενοχλητικών επισκεπτών στο εσωτερικό τους- τα στράγγισα αμέσως στο σουρωτήρι και τα ξανάβγαλα στον ήλιο να στεγνώσουν.Από κει και πέρα, αποθήκευση. Πολλοί μάλιστα εδώ τα πασπαλίζουν λίγη ριγανίτσα -αυτό, ομολογώ δεν περίμενα να το ακούσω!- ή τα ανακατεύουν με φύλλα δάφνης για το άρωμα, αλλά πιθανότατα και για προστασία από μικροσκοπικούς εισβολείς!

Καθώς μόλις έλεγξα, τούτο το επιβεβαιώνει και ο Π.Γ. Γεννάδιος στο "Φυτολογικόν Λεξικόν" του: "Προς προφύλαξη των ξηρών σύκων από της υπό εντόμων ή άλλων ζωυφίων προσβολής ενιαχού μεν ραντίζονται ελαφρώς με θαλάσσιον ή αλμυρόν ύδωρ, αλλαχού δε συσκευάζονται μετά φύλλων δάφνης ων το άρωμα προσλαμβάνουσι." Ο Γεννάδιος μας πληροφορεί ακόμη ότι "τα προς αποξήρανσιν σύκα δέον να συλλέγονται πλήρως ώριμα, ότε ονομάζονται κν.ασκάδες (αι ισχάδες των αρχαίων) ή κουρέλες (εν Ευβοία). Εν τοιαύτη καταστάσει εκτιθέμενα εις τον ήλιον επί 4-5 ημέρας αποξηραίνονται διατηρούντα, το δέρμα των μαλακόν, ενώ όταν συλλέγονται ενωρίτερον, κατά την αποξήρασιν το δέρμα των σκληρύνεται. Ξηραίνονται δε τα σύκα πανταχού απλωμένα εις τον ήλιον επί ψαθών, σανιδών ή ξηρού χόρτου."


Και μιας κι ασχολήθηκα με σύκα, αφορμή βρήκα να μελετήσω και τα περί σύκων!

Και καταρχάς, η λέξη: Πανάρχαιη, ελληνικότατη κι ομηρική:


συναντούμε στην Οδύσσεια (η121) του Ομήρου.

Αλλά και στην τελευταία ραψωδία της Οδυσσείας (ω341), όταν ο γερο-Λαέρτης ζητά από τον Οδυσσέα να τον πείσει ότι πράγματι είναι ο γιος του, εκείνος του θυμίζει τα δέντρα που κάποτε εκείνος του είχε δωρίσει:

"Κι ακόμα να σου πω τα δέντρα μου στο πάγκαλο μας χτήμα΄
ήμουν παιδί και μου τα χάρισες' μια μέρα σε ακλουθούσα
μέσα στον κήπο και σου γύρευα δικό μου κάθε δέντρο.
Και συ ένα ένα τα λογάριαζες ποια θα γενούν δικά μου΄
απ΄ τις μηλιές σου δέκα, δεκατρείς απ΄ τις αχλαδιές σου 
κι απ΄ τις συκιές σαράντα μου ΄δωκες, και μου ΄ταζες κι αμπέλι 
πενήντα αράδες' κι ούτε που ΄πεφτε μαζί της κάθε αράδας 
ο τρύγος, τι είχες μες στο αμπέλι σου λογής λογής σταφύλι, 
κάθε χρονιά που ο Δίας θα χάριζε καλή σοδιά ψηλάθε."

(απόδοση: Καζαντζάκη-Κακριδή)

γεγονός που, φυσικά, αποδεικνύει, την παμπάλαια καλλιέργεια της συκιάς στον τόπο μας.

Όσο για την ετυμολογία της λέξεως, μας ενημερώνει η Άννα Τζιροπούλου ("Ο εν τη λέξει λόγος"):


και το μόνο που σίγουρα δε μπορεί να αρνηθεί κανείς είναι ότι η συκιά αναμφίβολα χαρακτηρίζεται από μια τουλάχιστον "ορμητική" ανάπτυξη!

Ο Αθήναιος ("Δειπνοσοφισταί" Γ 78) καταγράφει αρκετές ενδιαφέρουσες εκδοχές περί της ονομασίας: "Ο Τρύφων πραγματευόμενος περί της ονομασίας του δέντρου συκή [...] αναφέρει το ακόλουθον γεγονός κατά τα Γεωργικά του Ανδροτίωνος: ένας εκ των Τιτάνων, ο Συκεύς, καταδιωκόμενος υπό του Διόςεγένετο δεκτός υπό της μητρός του Γης, ήτις παρήγαγε προς διατροφήν του υιού τηςδέντρον με το όνομα τούτο, και εξ αυτού ωνομάσθη Συκέα και μία πόλις εν Κιλικία.
Ο Φερένικος εξ άλλου, ο εξ Ηρακλείας επικός ποιητής, λέγει ότι η συκή ωνομάσθη ούτω από το όνομα της θυγατρός του Οξύλου, που ελέγετο Συκή. Διότι, λέγει, οΌξυλος, ο υιός του Ορείου συνευρεθείς μετά της αδερφής του Αμαδρυάδοςαπέκτησεν εξ αυτής μεταξύ άλλων την Καρύαν (καρυδιά), την Βάλανον (βαλανιδιά), την Κράνειαν (ακρανειά), την Μορέαν (μουριά), την Αίγειρον (λεύκην), τηνΠτελέαν (φτελιά), την Άμπελον και τέλος την Συκήν. Και αυταί είναι αι λεγόμεναιΑμαδρυάδες νύμφαι και από το όνομά τους πολλά από τα δένδρα ωνομάσθησαν. Όθεν και ο ποιητής Ιππώναξ λέγει: "τη μαύρη τη συκιά, την αδελφή του κλήματος".
Ο δε Σωσίβιος ο Λάκων αποδεικνύων ότι η συκή είναι εύρημα του Διονύσου προσθέτει ότι δια τούτο οι Λακεδαιμόνιοι τιμούν Συκίτην Διόνυσον. Οι Νάξιοι πάλιν, καθώς εξιστορούν ο Ανδρίσκος και ο Αγλαοσθένης προσέτι, ονομάζουν τον Διόνυσον Μειλίχιον (γλυκύν, ευχάριστον), διότι τους εδώρισε τον καρπόν του σύκου. Δια τούτο και το πρόσωπο του θεού παρά τοις Ναξίοις του μεν ονομαζομένου Βάκχεως Διονύσου είναι κλημάτινον, του δε Μειλίχιου σύκινον."



Τη συκιά, μάλιστα, τη διεκδικούσαν οι Αθηναίοι ως πρώτα ευρεθείσα και καλλιεργηθείσα στην Αττική. Ο Αιλιανός ("Ποικίλη Ιστορία" 3,38) αναφέρει ότι "εν Αθήναις ευρεθήναι λέγουσι πρώτον την ελαίαν και την συκήν α και πρώτα η γη ανέδωκε". Ο Αθήναιος ("Δειπνοσοφισταί" Γ 74d), μάλιστα, μας πληροφορεί επιπλέον ότι η συκή "εισήγαγε τον πολιτισμένον βίον εις τους ανθρώπους, φαίνεατι δε τούτο από το ότι ονομάζουν οι Αθηναίοι ιεράν συκήν τον τόπον, όπου κατά πρώτον ευρέθη το δένδρον τούτο, τον δε καρπόν της ηγητηρίαν [σημ.:"Σημαίνει ζύμη ή πάστα εκ ξηρών σύκων, την οποίαν έφερον εις την πομπήν των Αττικών Πλυντηρίων. Το σύκον ωνομάσθη ούτως ως η πρώτη τροφή ημέρου και καθαρείου βίου, αντικατέστησε δε τας βαλάνους, τας οποίας έτρωγον προτού γνωσθή η συκή."], διότι είναι η πρώτη εκ των τροφών, τας οποίας κατόπιν δια καλλιέργειας επρομηθεύθησαν οι άνθρωποι. [...] ο Αντιφάνης εν τοις Ομωνύμοις του επαινών δε την Αττικήν γην λέγει τα εξής:
"Ιππόνικε, τί δεν παράγει η χώρα αυτή
ανώτερο από κάθε άλλην γην της οικουμένης,
το μέλι δηλαδή, τους άρτους και τα σύκα;""

Ο Παυσανίας, επίσης, στα "Αττικά" (37,2), μας ενημερώνει πως "Υπάρχει και βωμός του Ζεφύρου και ιερόν της Δήμητρος και της Κόρης' μετ' αυτήν δε η Αθηνά και ο Ποσειδών τιμώνται. Εις τον τόπον τούτον λέγουν, ότι ο Φύταλος εδέχθη εις τον οίκον του την Δήμητρα και ότι η θεά αντί τούτων (της φιλοξενίας) έδωσεν εις αυτόν το φυτόν της συκής' προς επιβεβαίωσιν δε του λόγου μου είναι το επί του τάφου του Φυτάλου επίγραμμα: "Εδώ ο ήρως βασιλεύς Φύταλος εδέχθη κάποτε την σεμνήν Δήμητρα, οπότε εφανέρωσε δια πρώτην φοράν καρπόν οπώρας, την οποίαν το γένος των θνητών ονομάζει συκήν' ένεκα τούτου λοιπόν το γένος του Φυτάλου απέκτησεν αιωνίαν δόξαν." (απόδοση: Α.Αρβανιτόπουλος)

Και συνεχίζει ο Αθήναιος: "Ο Ίστρος εις τα Αττικά του λέγει ότι δεν επετρέπετο να εξάγωνται εκ της Αττικής τα ξερά σύκα, δια να έχουτν την απόλαυση αυτών μόνο οι κάτοικοί της. Κι επειδή πολλοί ενεφανίζοντο διενεργούντες μυστικά την εξαγωγή των, οι καταγγέλοντες τούτους εις την δικαιοσύνην ωνομάσθησαν τότε πρώτον συκοφάνται." (απόδοση: Σ.Αλεξιάδης)

Επομένως, συκοφάντες, αρχικά ήταν εκείνοι που κατήγγειλαν, φανέρωναν (φάντης, εκ του φαίνω= φανερώνω), όσους εξήγαγαν παρανόμως σύκα από την Αττική. Και μετέπειτα πήρε την αρνητική σημασία καθώς σχετίστηκε με όσους κατηγορούσαν ασύστολα και διαβάλλαν τους συμπολίτες τους.

Βέβαια υπάρχει και μιαν άλλη εκδοχή, που δεν την παραλείπει ο Αθήναιος: "Ο δε Φιλόμνηστος [...] λέγει: "Η λέξις συκοφάντης προήλθε εκ των προστίμων και εισφορών, που επλήρωναν άλλοτε εις σύκα, οίνον και έλαιον οι προμηθευταί δια τας δαπάνας του κράτους, και τους ταύτα διενεργούντας και εκθέτοντας εις τους οφθαλμούς του δημοσίου ωνόμαζον, ως φαίνεται, συκοφάντας."
Βέβαια, το δημοφιλές σύκο υπήρξε και δημοφιλές συνθετικό πολλών ακόμη λέξεων (ενδεικτικά:"συκομάμμας= ο εσθίων ευήθως σύκα, ευήθης, βλαξ και άνανδρος","σικοπρίστης= ο πριονίζων, διχοτομών τα σύκα και ούτω παρατιθέμενος τω συνδείπνω εις τεμάχια, όθεν λίαν φιλάργυρος, πάρα πολύ τσιγκούνης" [Μέγα Λεξικόν όλης της Ελληνικής Γλώσσης, Δημητράκου], κ.α.), αλλά πρωταγωνιστικό μέλος πολλών παροιμιών, όπως:

"Καλόμαθε η γριά στα σύκα!"
Αγαπημένη μου! Και σε έτερες "βερσιόν":
"Έμαθε η γριά στα σύκα κι εμπαινόβγαινε κι εζήτα!" ή
"Γλυκάθηκε η γριά στα σύκα, θα φάει και τα συκόφυλλα!"
Αλλά και:
"Το καλό το σύκο το τρων οι καρακάξες!" (ή "Το καλό το σύκο το τρώει η κουρούνα!" και "Το καλό το σύκο ο χοίρος το τρώει!")
"Άλλοι τά'φαγαν τα σύκα, κι άλλοι τα πληρώνουνε!" 
"Πέσε σύκο να σε φάμε!"
"Τα σύκα θέλουνε δροσιά και τα κεράσια κάψα!"
και: 
"Τα δ'κά σ' είν' σύκα και λιγών'ν, τα δ'κά μ' καρύδια και βροντούν!" 

καθώς και η κλασική ψιλοανεξήγητη "Λέγω τα σύκα-σύκα και τη σκάφη-σκάφη!", που ίσως με στη λέξη "σκάφη" να κρύβεται και οποιαδήποτε άλλη πιθανή δεύτερη "συνθηματική" έννοια ("αργκώ;") της λέξεως ή και να πρόκειται, όπως αναφέρουν κάποιοι, περί παραφθοράς της λέξεως "ισχάδι" (ισχάς= το αποξηραμένο σύκο) ή ό,τι άλλο.......

Αλλά, φυσικά, για τα δημοφιλέστατα σύκα, δε θα μπορούσε να μη γίνεται μνεία και στις κωμωδίες τους Αριστοφάνους, και με την καθιερωμένη τους σημασία, "και να ευχηθούμε στους θεούς πλούτο να δίδουν στους Έλληνες, κριθάρια μπόλικα κι όλοι όμοια να θερίζουμε, οίνον πολύ και σύκα για φάγωμα κι οι γυναίκες να μας γεννοβολούν!" ("Ειρήνη" 1324), αλλά με μια έτερη σημασία, εκείνη του γυναικείου αιδοίου, "του τον μέγα και παχύ, της δ' ηδύ το σύκον"! ("Ειρήνη"1350). [χμμ... μ'αυτή την έννοια, θα μπορούσαμε να δώσουμε και άλλη εξήγηση στην προηγούμενη παροιμία..]

Οι πληροφορίες, απ'την αρχαιότητα μέχρι σήμερα, που αφορούν τα σύκα είναι τουλάχιστον ατελείωτες. Ο Γεννάδιος στο "Φυτολογικόν Λεξικόν" του συγκεντρώνει πάρα πολλές γνώσεις σχετικές με την καλλιέργεια και την χρήση του σύκου, όπως και την παρακάτω που παντελώς αγνοούσα και αναφέρεται στα άγουρα σύκα, το δέρμα των οποίων "ενέχει μεγάλην ποσότητα γαλακτώδους οπού, όστις είνε δριμύς και χρησιμοποιείται ενιαχού προς πήξιν του γάλακτος". Συμπληρώνει, μάλιστα, ότι την ιδιότητα του γαλακτώδους οπού του άγουρου σύκου, αλλά και των άλλων μερών της συκιάς, να πήζει το γάλα, είχαν παρατηρήσει και οι αρχαίοι και μας παραπέμπει στο Διοσκουρίδη ο οποίος αποφαίνεται πως "ο δε οπός της αγρίας και της ημέρου συκής πηκτικός εστί γάλακτος, ώσπερ η πιτύα."

Ο Αθήναιος, πάλι, αφιερώνει αρκετές σελίδες απ'τους "Δειπνοσοφιστές" του στον πολύτιμο τούτο καρπό, αναφερόμενος στην ιστορία του, στις ποικιλίες του, στις ιδιότητές του, κλπ.. Μερικές, πάντως, από τις σπουδαίες φαρμακευτικές ιδιότητές του, συγκεντρώνει και ο Κώστας Μπαζαίος στο βιβλίο του "100 Βότανα, 2000 Θεραπείες". Παραθέτω κάποια αποσπάσματα, αλλά και κάποια στοιχεία εν περιλήψει:

Καταρχάς: "Δραστικές ουσίες: Βιταμίνες Α, C, Κάλιο, Ασβέστιο, Φώσφορος, Μαγνήσιο, Φρουκτοζάχαρο, αζωτούχες ενώσεις, χλώριο."
"Τα φρεσκοκομμένα φύλλα και κλωνάρια της συκιάς, καθώς και τα σύκα βγάζουν μόλις κοπούν ένα γαλακτώδες υγρό, που μαραίνει τις μυρμηγκιές και τιςκρεατοελιές και τους κάλους, όταν τα αλείψουμε μερικές μέρες. Το ίδιο υγρό εξουδετερώνει το δηλητήριο του σκορπιού και μια σταγόνα του λέγεται ότι σταματάει τον πονόδοντο."
Τα σύκα είναι ωφέλιμα στην έκκριση χολής, στις ασθένεις του ήπατος και συνιστώνται για τις νεφρικές διαταραχές και τις αιμορροϊδες. Τα φρέσκα κομμένα και ψημένα γίνται κατάπλασμα για καλογήρους, αποστήματα καιοιδήματα, ενώ το αφέψημα των σύκων είναι ιδιαίτερα αποτελεσματικό σεφαρυγγίτιδα, βήχα και ουλίτιδα.
Όσο για τα φύλλα της συκιάς, "έχουν δοκιμαστεί και για το άσθμα με άριστα αποτελέσματα. (Βράζουμε ένα μεγάλο φύλλο σε δυο φλιτζάνια νερό ώσπου να μείνει το μισό και το πίνουμε το βράδυ πριν τον ύπνο ή το πρωί νηστικοί). Επίσης, βρασμέναμε δυόσμο σταματούν τη διάρροια."

"Βάλ' ελιά για το παιδί σου και συκιά για τη ζωή σου!"

Κυριακή 12 Αυγούστου 2012

τα σταφύλια της Αγια- Σωτήρας....

- Για πού το βάλατε, βόλτα;
- Πάμε στο ξωκλήσι του Σωτήρος...
- Α, ναι, είναι της Αγια-Σωτήρας...





Παραμονή της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος, λοιπόν, κινήσαμε για το ξωκλήσι της "Αγια-Σωτήρας", όπως το λεν εδώ. Είναι ένα μικρό απομακρυσμένο απ'το χωριό ξωκλήσι, ριζωμένο κοντά στα χωράφια με τα μήλα, τρυπωμένο κάτω από τις καστανιές... Κι επειδή ο δρόμος παραμένει λίγο κακοτράχαλος κι αρκετοί αφήνουν τις "κούρσες" στη διασταύρωση για να συνεχίσουν καροτσάδα στ'αγροτικά, μου θύμισε κάτι ξεχασμένες εποχές που -καθώς τ'αυτοκίνητα λιγοστά- στριμωχνόμαστε με γέλια στις καρότσες για να πάμε στο πανηγύρι του γειτονικού χωριού...




Αναφέρει ο Φίλιππος Βρετάκος ("Οι δώδεκα μήνες του έτους και αι κυριώτεραι εορταί των") πως "κατά τα Ευαγγέλια ο Ιησούς προ του πάθους του μετεμορφώθη λαμπρώς ενώπιον των μαθητών του [...] και εις ανάμνησιν του θαύματος άγεται η εορτή της "Μεταμορφώσεως του Σωτήρος" εις τας 6 Αυγούστου. Πολλοί πιστεύουν ότι την νύκτα της παραμονής της μεταμορφώσεως ανοίγουν οι ουρανοί και αγρυπνούν, δια να ιδούν το άγιο φως, διότι τό'χουν "σε καλό". Επίσης, κατ'άλλην συνήθεια, προσκομίζονται στην εκκλησία από πιστών γεωργών εντός δίσκων "αι απαρχαί" των σταφυλών και σύκων, δηλαδή τα πρώτα σταφύλια και σύκα που έχουν μαζεύσει, και τοποθετούνται προ του εικονίσματος του Σωτήρος, αφού δε τα ευλογήσει ο ιερεύς και ευχηθή "πλουσίαν εσοδείαν" διανέμονται εις το εκκλησίασμα."




Οι απαρχές (από + αρχή),
λοιπόν, "η προσφορά και θυσία των πρώτων καρπών"(λεξικό Δ.Δημητράκου), έθιμο ελληνικό αρχαιότατο και προχριστιανικό, συνεχίζεται ακόμα και σήμερα, με την προσφορά των πρώτων σταφυλιών, με την προσφορά του άρτου απ'το πρώτο στάρι... ακόμη κι αν δεν αφορά την προσωπική παραγωγή του κάθε πιστού γεωργού, ακόμη κι αν δε ζυμώνεται πάντα απ'τα χέρια της πιστής νοικοκυράς... πάντως εξακολουθεί ως ευχαριστήρια αλλά και ευχετήρια προσφορά του ανθρώπου στο Θεό...
Ιδού κι ένα απόσπασμα του Αριστοτέλους περί "απαρχών":



Σε απόδοση Σ.Μαγγίνα: "Αι παλαιαί δηλαδή θυσίαι και αι πανηγυρικαί εορταστικαί συγκεντρώσεις, αι οποίαι συνώδευον αυτάς, φαίνεται ότι εγίνοντο μετά τη συγκομιδή διαφόρων καρπών, όπως η προσφορά των πρώτων καρπών ("απαρχαί")' διότι κατ' αυτάς τας περιστάσεις εύρισκον την ευκαιρίαν να αναπαύωνται."
Εξ άλλου, μην ξεχνάμε ότι η άμπελος κι ο οίνος κατέχουν και κατείχαν μια ιδαίτερη θέση και στη χριστιανική και στην προχριστιανική θρησκεία μας. Η εκκλησία ευλογεί ιδιαιτέρως την στάφυλο που δίδει τον οίνο, τον οίνο της Θείας Μεταλήψεως (άρτος και οίνος, "σώμα" και "αίμα" του Χριστού), για αυτό κι ο παπάς μας πιστεύει πως τα σταφύλια της σημερινής προσφοράς πρέπει κανονικά νά'ναι κόκκινα κι όχι λευκά. Δεν ξέρω τι γίνεται στις μεγάλεις πόλεις, πάντως εμείς στα χωριά μας εξακολουθούμε να ευλογούμε τα πρώτα σταφύλια κι οι πιστοί σήμερα να παίρνουν μαζί με το αντίδωρο κι από λίγες 'υλογημένες ρώγες.



Γράφει ο Παναγιώτης Ι.Σκαλτσής, επίκουρος καθηγητής Α.Π.Θ. (http://proskynitis.blogspot.gr/2012/08/blog-post_8246.html), μεταξύ άλλων: "[...] Είναι σαφές, λοιπόν, οτι η Εκκλησία κατά παλαιά συνήθεια ευλογούσε πάντοτε τον τρύγο και τα σταφύλια, όπως άκριβως έκανε και με τις άλλες απαρχές και τα πρωτογεννήματα. Υπάρχει μάλιστα και κανόνας που επιβάλλει την ευλογία του σίτου και της σταφύλης, πριν αυτά αναλωθούν από τους πιστούς. Συνέχεια αυτής της παράδοσης είναι ακριβώς και η ευλογία των σταφυλιών κατά την 6η Αυγούστου, εορτή της Μεταμορφώσεως. Διασώζεται μάλιστα και ειδική ευχή, η οποία στα χειρογραφα μαρτυρείται από το 10ο αιώνα, με διάφορους τίτλους, όπως «Ευχή του σταφυλιού», «Ευχή εις μετάληψιν σταφυλης», «Ευχή επί σταφυλης και πάσης οπώρας», «Ευλογία αμπέλου και σταφυλης».[...]
Σε μεταγενέστερα χειρόγραφα μαρτυρείται και άλλη «Ευχή εις απαρχας σταφύλης και σύκων της στ' του Αυγούστου μηνός εν τη εορτή της Μεταμορφώσεως», η οποία αναφέρεται στην ευλογία μόνο της σταφύλης και με σαφή πάλι αναφορά στην πνευματική ελευθερία που εγγυώνται ο Χριστός και η ευχαριστιακή ζωή. Δεν είναι πάντως σαφές από πότε η ευλογία των σταφυλιών, αρχαία όντως παράδοση, συνδέθηκε με την εορτή της Μεταμορφώσεως. [...]
Η ευλογία των σταφυλιών κατά τη Μεταμόρφωση κατανοείται, επίσης, και μέσα απο τις θεολογικές, ανθρωπολογικές και κοσμολογικέες διαστάσεις της εορτής αυτής. Ο Κύριος[...] είναι ο Δημιουργός του κόσμου, αλλά και ο κυρίαρχος των εσχάτων. Αύτος είναι η άμπελος «εν ουρανοίς μεν έχουσα την ρίζαν, επί γης δε τα κλήματα, άμπελος κλαδευομένη το σώμα, αλλ' ου την ρίζαν, άμπελος μετά τρίτην ημέραν του κλαδευθήναι βλαστάνουσα τον βότρυν της αναστάσεως». Είναι φυσικό, λοιπόν, με τη Μεταμόρφωση του Κυρίου να φωτίζεται και να δοξάζεται ολόκληρος ο κόσμος. [...] ο καρπός αυτός της αμπέλου μας δίδει το κρασί, που ο Χριστός ευλόγησε στην Κανά, για να τονίσει την εν Χριστώ μεταμόρφωση του κόσμου, αλλά και μας το παρέδωσε στο Μυστικό Δείπνο ως το στοιχείο εκείνο, που μαζί με το Ψωμί, την ώρα της θείας Λειτουργίας αφθαρτοποιούνται χαρισματικά, μεταποιούμενα σε Κυριακό «σώμα και αίμα», θεία Ευχαριστία. Εκτός τούτων, η ευλογία των σταφυλιών τονίζει και την ανάγκη της συνεχούς πνευματικής καρποφορίας και μεταμορφωτικής πορείας του ανθρώπου, καθόσον «οι τω υψει των αρετών διαπρέψαντες, και της ενθέου δόξης αξιωθήσονται»."


Αναφέρει ο Νίκος Ψιλάκης στο πολύτιμο βιβλίο του "Λαϊκές τελετουργίες στην Κρήτη" (εκδόσεις Καρμανωρ): "Σε περιοχές των Χανίων η προσφορά των πρώτων σταφυλιών προσλαμβάνει ευρύτερες τελετουργικές προεκτάσεις. Στην Αγιά Κυδωνίας συνηθίζουν να πηγαίνουν τα σταφύλια αποβραδίς, να μένουν όλη τη νύχτα στο ναό και το πρωί να ευλογούνται και να μοιράζονται. Στον Κρουσώνα "την ημέρα του Χριστού πάμε απ'τα αμπέλια και κόβουμε σταφύλια και τα φέρνουμε στην εκκλησία μαζί με βασιλικούς και τα ευλογάει ο παπάς. Στο τέλος παίρνουμε αντίδωρο, ένα τσαμπί σταφύλι κι ένα βασιλικό. Τρως μερικές ρώγες και τ'άλλο το ρίχνεις στο βαρέλι για το καλό." (*Αικατερινίδης 2005:35). Σε όλο σχεδόν το Μαλεβίζι υπάρχει η συνήθεια να βάζουν το σταφύλι των απαρχών στα κρασοβάρελα. Το κρασί αποκτά την ευλογία της ίδιας της εκκλησίας.Ακόμη και σήμερα μπορεί να δει κανείς στην ευλογία των καρπών της αμπέλου τη διαδικασία και τις κινήσεις που απαιτούνται όταν δοκιμάζει κανείς το πρωτο φρούτο της συγκεκριμένης χρονιάς. Παίρνει το φρούτο με τα δάκτυλα του δεξιού χεριού, σηκώνει το χέρι ψηλά και το κατεβάζει ώστε να σχηματίζει ένα υποτυπώδη κύκλο στο κεφάλι προσπαθώντας να βάλει το φρούτο στο στόμα από την αριστερή πλευρά, από το αριστερό μέρος του στόματος. Κι αλίμονο σ'όποιον δε μπορέσει να το δοκιμάσει, σ'όποιον το χέρι του δε λυγίζει αρκετά ή για διάφορους λόγους δε μπορεί να το φάει. Το έχουν για κακό παρατήρημα..."

"Είναι μέρα χαρούμενη, γράφει ο λαογράφος μας Δημήτριος Λουκάτος ("Τα καλοκαιρινά"), που επιτρέπει και τη διακοπή της νηστείας του Δεκαπενταύγουστου, με ψάρι και σκορδαλιά. [...] Από παρετυμολογία (αλλά και κυριολεξία) προς το Σωτήρα, ο λαός έφτιαξε τη λέξη "σωτηρεύω", δηλ. σώζω ή συντηρώ και, είτε εφαρμόζει πρακτικές θεραπευτικές ενέργειες (μαζεύει βότανα, εκκλησιάζει τους αρρώστους του), είτε φροντίζει να εξασφαλίσει τα ρούχα του για το χειμώνα που πλησιάζει:
"Του Σωτήρος, σωτήρευε τα ρούχα σου".
Από την ημέρα αυτή, που είναι και κάποιο προμήνυμα φθινοπώρου, παρατηρούν ότι φεύγουν οι αποδημιτικοί πελαργοί. Αργότερα θα φύγουν και τα χελιδόνια:
"Του Σωτήρος τα λελέκια, του Σταυρού τα χελιδόνια!"
Σημειώνουμε ότι και της Μεταμορφώσεως συνήθως οπι εκκλησιές και τα μοναστήρια χτίζονται σε ψηλώματα, γιατί η παρουσία του χριστού, την ημέρα αυτή, είναι ηλιακή."

Τέλος, ο Βασίλης Λαμνάτος ("Οι μήνες στην αγροτική και ποιμενική ζωή του λαού μας"), μας πληροφορεί πως "οι τσοπάνηδες θεωρούν την ημέρα της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος ιδανική για τσοκάνισμα ή μουνούχισμα των ζωντανών. Παλιότερα, μάλιστα, το ξέταζαν. Για να βελάξει ζωντανό απ'το βάσανο αυτό στο μαντρί έπρεπε νά'ναι ανήμερα της γιορτής."

Σάββατο 21 Ιουλίου 2012

Άρωμα Ιθάκης....




Σαν πρόβαλε το φωτερό τ΄ αστέρι που στα ουράνια 
της νυχτογέννητης αυγής πρωτομηνάει τη φέξει, 
το πλοίο το πελαγόδρομο ζύγωνε πια στο Θιάκι. 
Βρίσκετ΄ εκεί του Φόρκυνα, του πελαγήσου γέρου, 
κάποιο λιμάνι, και σ΄ αυτό δυο κάβοι που προβάλλουν, 
βραχόσπαρτοι, προς την μπασιά του λιμανιού συγκλίνουν, 
κι όξω κρατούν τα κύματα που οι τρικυμιές σηκώνουν‡ 
μα μέσα τα καλόφτιαστα συχάζουνε καράβια, 
δίχως δεσίματα, άμα μπουν και βρούνε αραξοβόλι. 
Είναι κι ελιά μακρόφυλλη βαθιά μες στο λιμάνι‡ 
και δίπλα της αχνόθαμπη σπηλιά χαριτωμένη, 
ιερό λημέρι των Νυφών που λέγουνται Ναϊάδες. 
Κροντήρια και διπλόχερες λαγήνες εκεί βρίσκεις, 
που τα μελίσσια μέσα τους πηγαίνουν και φωλιάζουν. 
Είναι και πέτρινοι αργαλειοί περίτρανοι, που οι Νύφες 
φαίνουν σκουτιά πορφυρωτά που βλέπεις και θαμάζεις. 
Έχει κι αστείρευτα νερά, και θύρες δυο‡ μια θύρα 
προς το Βοριά που δύνουνται ν΄ αυλίζουνται και ανθρώποι, 
κι η άλλη, θεϊκιά, προς το Νοτιά, που ανθρώποι δεν περνάνε, 
μόνε είναι των αθάνατων η θύρα εκείνη δρόμος. 
Αυτά από πριν γνωρίζοντας μπήκαν εκεί ν΄ αράξουν, 
και το καράβι στη στεριά έξω έπεσε ως τη μέση‡ 
με τέτοια ορμή το σπρώχνανε στα ομπρός οι λαμνοκόποι. 
και στη στεριά σα βγήκανε απ΄ το γερό καράβι, 
πρώτ΄ απ΄ το πλοίο το κουφωτό τον Οδυσσέα σηκώσαν‡ 
με το σεντόνι το λινό και το λαμπρό στρωσίδι 
στην αμμουδιά τον έθεσαν καθώς βαριοκοιμόταν, 
κι ύστερα βγάλαν τα καλά που οι Φαίακες του δώκαν 
που ερχόταν με της Αθηνάς τη χάρη στη πατρίδα.

(Ομήρου "Οδύσσεια" ν93-121, απόδοση Α.Εφταλιώτη)



Είμ΄ ο Δυσσέας, του Λαέρτη ο γιος, που ξέρουν όλοι οι ανθρώποι 
τους δόλους μου, κι η δόξα μου στον ουρανό ανεβαίνει. 
και κατοικώ στο λιόλουστο το Θιάκι, που έχει απάνω 
το Νήριτο, τρανό βουνό που σειεί αψηλά τα φύλλα, 
κι ολόγυρα πολλά νησιά το ΄να κοντά ΄ναι στ΄ άλλο, 
η Σάμη και το Δουλιχιό, κι η Ζάκυνθο η δεντράτη. 
Ετούτη χάμου απλώνεται στα πέλαγα της Δύσης, 
τ΄ άλλα νησιά ΄ναι ξέχωρα, στ΄ ανάβλεμμα του ήλιου. 
Πέτρες γεμάτο, μα καλό λεβέντες για να βγάζει. 
Άλλο απ΄ τη γης μου πιο γλυκό δεν ξέρω εγώ στον κόσμο.

(Ομήρου "Οδύσσεια" ι19-28, απόδοση Α.Εφταλιώτη)